Αρχική » » Μια άλλη ματιά στον Στάλιν Μέρος 2ο

Μια άλλη ματιά στον Στάλιν Μέρος 2ο

{[['']]}
 Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΣΕ ΜΙΑ ΜΟΝΟ ΧΩΡΑ

Στη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στην εποχή του Λένιν και την εποχή του Στάλιν τοποθετείται η μεγάλη αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.

Μετά την αποτυχία των ξένων επεμβάσεων και την ήττα των στρατευμάτων της αντίδρασης, η εργατική τάξη, στηριζόμενη στη φτωχή και μεσαία αγροτιά, εγκαταστάθηκε σθεναρά στην εξουσία.

Η δικτατορία του προλεταριάτου νίκησε πολιτικά και στρατιωτικά τους αντιπάλους της. Θα είναι όμως ικανή να οικοδομήσει το σοσιαλισμό; Η χώρα είναι «ώριμη» για το σοσιαλισμό; Ο σοσιαλισμός είναι εφικτός σε μια καθυστερημένη και κατεστραμμένη χώρα;

Η απάντηση του Λένιν στα ερωτήματα αυτά συνοψίζεται στην περίφημη διατύπωση:

«Κομμουνισμός είναι σοβιετική εξουσία συν εξηλεκτρισμός όλης της χώρας».

Τα σοβιέτ είναι η μορφή διακυβέρνησης της εργατικής τάξης που έχει συμμαχήσει με τον κύριο όγκο της αγροτιάς.

Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειες σημαίνει κατά κύριο λόγο δημιουργία σύγχρονων μέσων παραγωγής. Με τα δύο αυτά στοιχεία είναι δυνατή η οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Ο Λένιν έκφρασε κατ’ αυτόν τον τρόπο την εμπιστοσύνη του στην υπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Σοβιετική Ενωση και την αποφασιστικότητά του να την πραγματοποιήσει:

«{...) χωρίς εξηλεκτρισμό δεν είναι δυνατό να ανεβάσουμε τη βιομηχανία. Το καθήκον αυτό είναι καθήκον διαρκείας, θα βαστάξει όχι λιγότερο από 10 χρόνια. (...) η οικονομική όμως (πλευρά) θα εξασφαλιστεί τότε μόνο, όταν στο ρωσικό προλεταριακό κράτος θα συγκεντρωθούν πραγματικά όλα τα νήματα της μεγάλης βιομηχανικής μηχανής, της βασισμένης στη σύγχρονη τεχνική (...). Το καθήκον είναι τεράστιο, για την πραγματοποίησή του χρειάζεται πολύ πιο μεγάλο χρονικό διάστημα απ’ όσο χρειάστηκε για να υπερασπίσουμε την ύπαρξή μας από τη στρατιωτική εισβολή. Δε φοβόμαστε όμως αυτό το χρονικό διάστημα».

Σύμφωνα με τον Λένιν, οι αγρότες θα εργαστούν, σε μια πρώτη φάση, ως ατομικοί παραγωγοί. Αλλά το κράτος θα τους βοηθήσει να ακολουθήσουν το δρόμο του συνεταιρισμού. Η ομαδοποίηση
των αγροτών θα καταστήσει δυνατή την ένταξή τους στη σοσιαλιστική οικονομία.

Ο Λένιν απέρριψε το επιχείρημα που πρόβαλλαν οι μενσεβίκοι, ότι δηλαδή ο αγροτικός πληθυσμός ήταν υπερβολικά πρωτόγονος και πολιτισμικά υπέρμετρα καθυστερημένος, ώστε να κατανοήσει το σοσιαλισμό. Τώρα, έλεγε ο Λένιν, που το προλεταριάτο είναι στην εξουσία, τι μπορεί να μας εμποδίσει να πραγματοποιήσουμε γι’ αυτό το «βάρβαρο» πληθυσμό μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση;

Ο Λένιν διατύπωσε έτσι τα τρία ουσιαστικά καθήκοντα για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας στην ΕΣΣΔ: ανάπτυξη σύγχρονης βιομηχανίας που θα είναι στα χέρια του σοσιαλιστικού κράτους, οργάνωση γεωργικών συνεταιρισμών και πραγματοποίηση πολιτιστικής επανάστασης: καταπολέμηση του αναλφαβητισμού των αγροτικών μαζών και ανύψωση του επιπέδου τεχνικής και επιστημονικής κατάρτισης του πληθυσμού.

Σε ένα από τα τελευταία του κείμενα, «Για το συνεταιρισμό», ο Λένιν διευκρίνισε κι άλλο τη σκέψη του:

«Πραγματικά, η εξουσία του κράτους πάνω σε όλα τα σημαντικά μέσα παραγωγής, η εξουσία του κράτους στα χέρια του προλεταριάτου, η συμμαχία αυτού του προλεταριάτου με τα πολλά εκατομμύρια των μικρών και πολύ μικρών αγροτών, η εξασφάλιση της καθοδήγησης της αγροτιάς από το προλεταριάτο αυτό κλπ. - όλα αυτά δεν είναι μήπως ό,τι μας χρειάζεται για να χτίσουμε με το συνεταιρισμό (...) την ολοκληρωμένη σοσιαλιστική κοινωνία;».

Χάρη σε αυτή την προοπτική, ο Λένιν και το Κόμμα των μπολσεβίκων μπόρεσαν να προκαλέσουν έναν παράφορο ενθουσιασμό στις μάζες, κυρίως στους εργάτες. Στους εργαζομένους, εμφύσησαν ένα πνεύμα αυτοθυσίας στην εργασία και εμπιστοσύνης για το μέλλον του σοσιαλισμού. Η ΝΕΠ είναι στα μάτια του Λένιν ένα βήμα πίσω, που θα δώσει, αύριο, τη δυνατότητα να γίνουν τρία βήματα μπρος. Κάνοντας παραχωρήσεις στους μικροαστούς, ο Λένιν δεν ξέχασε ποτέ τις σοσιαλιστικές προοπτικές. Το Νοέμβρη του 1922, ο Λένιν έβγαλε λόγο μπροστά στο Σοβιέτ της Μόσχας, με θέμα τη ΝΕΠ.

«“Νέα οικονομική πολιτική”! Περίεργη ονομασία. Η πολιτική αυτή ονομάστηκε νέα οικονομική πολιτική, γιατί κάνει στροφή προς τα πίσω, μα το κάνουμε για να κάνουμε πρώτα πίσω, και να πάρου-
ε μετά φόρα και να κάνουμε ένα άλμα πιο μεγάλο προς τα μπρος».

Εκλεισε την ομιλία αυτή με τα εξής λόγια: «Από τη Ρωσία της ΝΕΠ θα βγει η σοσιαλιστική Ρωσία».
Ωστόσο, το ζήτημα της δυνατότητας να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στη Σοβιετική Ενωση προκάλεσε, από το 1922, τη μεγάλη ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση, που κράτησε ως το 1926-1927. Ο Τρότσκι πήρε θέση στην πρώτη γραμμή για να πολεμήσει τις ιδέες του Λένιν.

Το 1919, ο Τρότσκι είχε θεωρήσει επίκαιρο το να επανεκδώσει το έργο Απολογισμός και προοπτικές, ένα από τα κεφαλαιώδη κείμενά του που είχε δημοσιεύσει το 1906. Στον πρόλογό του του 1919, σημειώνει:

«Η ανάπτυξη των ιδεών που περιέχονται στο βιβλίο αυτό, προσεγγίζει κατά πολύ, ως προς το βασικό της διάγραμμα, τις συνθήκες της εποχής μας».

Όμως, ποιες είναι αυτές οι λαμπρές ιδέες που περιέχονται στο έργο του του 1906 και τις οποίες ο Τρότσκι θέλει να δει να θριαμ βεύουν μέσα στο Κόμμα των μπολσεβίκων;

Ο Τρότσκι σημειώνει ότι η αγροτιά χαρακτηρίζεται από «πολιτική βαρβαρότητα, έλλειψη κοινωνικής ωριμότητας και δυναμισμού, καθυστέρηση. Δεν υπάρχει εδώ κανένα στοιχείο ικανό να χρησιμεύσει ως βάση πάνω στην οποία θα μπορεί να στηριχτεί μια συμπαγής και δραστήρια προλεταριακή πολιτική».

Μετά την κατάληψη της εξουσίας, «το προλεταριάτο θα αναγκαστεί να μεταφέρει την πάλη των τάξεων στο χωριό. (...) Αλλά το ανεπαρκές επίπεδο, που οφείλεται στην ταξική διαφοροποίηση της αγροτιάς, θα ορθώσει εμπόδια σε ό,τι αφορά στην εισαγωγή στους κόλπους της μιας αναπτυγμένης ταξικής πάλης, στην οποία το προλεταριάτο των πόλεων να μπορεί να στηριχτεί. Η ψύχρανση της αγροτιάς, η πολιτική της απάθεια και, πολύ περισσότερο, η ενεργός αντίταξη των ανώτερων στρωμάτων της δεν είναι δυνατό να μην επηρεάσουν ένα μέρος των διανοουμένων και των μικροαστών των πόλεων. Ετσι, όσο πιο συγκεκριμένη και τολμηρή θα γίνεται η πολιτική του προλεταριάτου, τόσο περισσότερο θα συρρικνώνεται και θα γίνεται επικίνδυνο το έδαφος κάτω από τα πόδια σου».

 Οι δυσκολίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που απαριθμούνται από τον Τρότσκι είναι πραγματικές. Εξηγούν τη δριμύτητα της ταξικής πάλης στην ύπαιθρο, όταν το 1929 το Κόμμα παίρνει το δρόμο της κολεκτιβοποίησης. Θα χρειαστούν η ακλόνητη αποφασιστικότητα του Στάλιν και οι οργανωτικές του ικανότητες για να ξεπεράσει το σοσιαλιστικό καθεστώς τη φοβερή αυτή δοκιμασία. Για τον Τρότσκι, οι δυσκολίες θα είναι η αφετηρία μιας πολιτικής της υπαναχώρησης και της ηττοπάθειας, γαρνιρισμένης με πρωτοποριακά «υπερεπαναστατικά» συνθήματα.

Ας επανέλθουμε στην πολιτική στρατηγική που ο Τρότσκι ανέπτυξε το 1906 και επιβεβαιώνει το 1919.

«Μέχρι ποιο βαθμό η σοσιαλιστική πολιτική της εργατικής τάξης μπορεί να εφαρμοστεί στις οικονομικές συνθήκες της Ρωσίας; Υπάρχει ένα πράγμα που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα: θα σκοντάψει σε πολιτικά εμπόδια πολύ πριν πέσει πάνω στην τεχνική καθυστέρηση της χώρας. Χωρίς την άμεση κρατική υποστήριξη του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, η εργατική τάξη της Ρωσίας δε θα μπορέσει να κρατηθεί στην εξουσία και να μετατρέψει την προσωρινή της κυριαρχία σε μακρόχρονη σοσιαλιστική δικτατορία. Δεν πρέπει να αμφιβάλουμε ούτε στιγμή γι’ αυτό».

«Στηριγμένη στις δικές της μόνο δυνάμεις, η ρωσική εργατική τάξη θα συντρίβει αναπόφευκτα από την αντεπανάσταση μόλις η αγροτιά της γυρίσει την πλάτη. Δε θα έχει άλλη δυνατότητα από το να συνδέσει την τύχη της πολιτικής της εξουσίας και, κατά συνέπεια, την τύχη όλης της ρωσικής επανάστασης, με εκείνη της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ευρώπη. Θα ρίξει στη ζυγαριά των ταξικών αγώνων ολόκληρου του καπιταλιστικού κόσμου, το τεράστιο πολιτικό και κρατικό βάρος που θα της έχει προσφέρει η εύνοια των περιστάσεων σε κάποια στιγμή της ρωσικής αστικής επανάστασης».

Το να επαναλαμβάνεις τα λόγια αυτά το 1919, σημαίνει ότι κλίνεις ήδη προς την ηττοπάθεια: δεν υπάρχει «καμιά αμφιβολία» ότι η εργατική τάξη «δε θα μπορέσει να διατηρήσει την εξουσία της», είναι βέβαιο ότι «θα συντρίβει αναπόφευκτα», αν η σοσιαλιστική επανάσταση δε θριαμβεύσει στην Ευρώπη. Η υπαναχωρητική αυτή τοποθέτηση συνοδεύεται από ένα τυχοδιωκτικό κάλεσμα για «εξαγωγή της επανάστασης».

«Το ρωσικό προλεταριάτο (πρέπει) να μεταφέρει, με δική του πρωτοβουλία, την επανάσταση οε ευρωπαϊκό έδαφος. (...) Η ρωσική επανάσταση θα εφορμήσει κατά της γηραιάς καπιταλιστικής Ευρώπης».

Για να δείξει σε ποιο βαθμό επιμένει στις παλιές αντιλενινιστικές του αντιλήψεις ο Τρότσκι δημοσιεύει το 1922 μια νέα έκδοση του βιβλίου του του 1906, εμπλουτισμένη με έναν πρόλογο, όπου επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά την ορθότητα των πολιτικών του προσδοκιών. Επειτα από πέντε χρόνια σοσιαλιστικής διακυβέρνησης, δηλώνει τα εξής:

«Ακριβώς στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στις 9 Γενάρη και στην απεργία του Οκτώβρη του 1905 διαμορφώθηκαν στο συγγραφέα εκείνες οι απόψεις για το χαρακτήρα της επαναστατικής εξέλιξης της Ρωσίας, που πήραν την ονομασία θεωρία της “διαρκούς επανάστασης”. (...) Για να εξασφαλίσει ίσα-ίσα τη νίκη της, η προλεταριακή πρωτοπορία θα υποχρεωθεί, ακόμα απ’ τις πρώτες μέρες της κυριαρχίας της, να κάνει πολύ βαθιές επεμβάσεις, όχι μονάχα στη φεουδαρχική, μα και στην αστική ιδιοκτησία. Στην πορεία αυτών των επεμβάσεων θα έρθει σε εχθρικές συγκρούσεις όχι μονάχα με όλες τις ομάδες της αστικής τάξης που την υποστήριξαν στις πρώτες μέρες του επαναστατικού της αγώνα, μα και με τις πλατιές μάζες της αγροτιάς, που με τη βοήθειά τους ήρθε στην εξουσία. Οι αντιθέσεις που υπάρχουν στην κατάσταση της εργατικής κυβέρνησης μιας καθυστερημένης χώρας, που ο πληθυσμός της είναι αγροτικός στην καταπληκτική του πλειοψηφία, μπορούν να βρουν τη λύση τους μονάχα σε διεθνή κλίμακα, στο στίβο της παγκόσμιας επανάστασης του προλεταριάτου».

Σε όσους ρωτούν αν όλ’ αυτά δεν αντιφάσκουν με το γεγονός ότι η δικτατορία του προλεταριάτου κρατάει ήδη πέντε χρόνια, ο Τρότσκι απαντά, σε έναν πρόλογο του 1922 στο κείμενό του με τίτλο Πρόγραμμα ειρήνης:

«Το γεγονός ότι το εργατικό κράτος σε μια χώρα, και μάλιστα σε μια χώρα που είναι καθυστερημένη, κρατήθηκε ενάντια σ’ όλο τον κόσμο, δείχνει την κολοσσιαία δύναμη του προλεταριάτου, που σ’ άλλες πιο προχωρημένες, πιο πολιτισμένες χώρες θα είναι σε θέση να κάνει πραγματικά θαύματα. Αν όμως υπερασπίσαμε τον εαυτό μας σαν κράτος από πολιτική και στρατιωτική άποψη, δε φτάσαμε, μα ούτε και ζυγώσαμε στη δημιουργία της σοσιαλιστικής κοινωνίας (...)
Οι εμπορικές διαπραγματεύσεις με τα αστικά κράτη, οι παραχωρήσεις, η Συνδιάσκεψη της Γενεύης κλπ. αποτελούν ολοφάνερες αποδείξεις για το πόσο αδύνατη είναι η μεμονωμένη σοσιαλιστική οικοδόμηση στο πλαίσιο ενός εθνικού κράτους (...) πραγματική άνοδος της σοσιαλιστικής οικονομίας στη Ρωσία θα γίνει δυνατή μονάχα ύστερα απ’ τη νίκη του προλεταριάτου στις σπουδαιότερες χώρες της Ευρώπης».

Αυτό σημαίνει καθαρά: οι Σοβιετικοί εργάτες δεν είναι ικανοί να κάνουν θαύματα για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, αλλά τη μέρα που οι Βέλγοι, Ολλανδοί, Λουξεμβούργιοι και Γερμανοί θα ορθώσουν το ανάστημά τους, τότε ο κόσμος θα δει αληθινά θαύματα. Ο Τρότσκι εναποθέτει όλες του τις ελπίδες στο προλεταριάτο των «πιο προχωρημένων και πιο πολιτισμένων» χωρών. Αλλά δε δίνει καμιά σημασία στο γεγονός ότι το 1922, μόνο το ρωσικό προλεταριάτο απέδειξε ότι είναι πραγματικά επαναστατικό ως το τέλος, ενώ το επαναστατικό κύμα που εκχυνόταν το 1918 στη Δυτική Ευρώπη ανήκε ήδη, ουσιαστικά, στο παρελθόν...

Από το 1902, και σταθερά, ο Τρότσκι πολέμησε τις προοπτικές που ο Λένιν χάραξε για τη δημοκρατική επανάσταση και για τη σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία. Επιβεβαιώνοντας, λίγο πριν από το θάνατο του Λένιν ότι η δικτατορία του προλεταριάτου θα αναγκαστεί να έρθει σε προστριβές με τον κύριο όγκο της αγροτιάς και ότι, κατά συνέπεια, δεν υπάρχει άλλη ελπίδα για το σοβιετικό σοσιαλισμό εκτός από τη νικηφόρα επανάσταση στις «πιο πολιτισμένες» χώρες, ο Τρότσκι επιχειρεί να υποκαταστήσει το πρόγραμμα του Λένιν με το δικό του.

Πίσω από μια αριστερίστικη πολυλογία περί «παγκόσμιας επανάστασης», ο Τρότσκι επαναλαμβάνει τη θεμελιακή ιδέα των μενσεβίκων: η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση είναι αδύνατη. Οι μενσεβίκοι έλεγαν ανοιχτά ότι ούτε οι μάζες ούτε οι αντικειμενικές συνθήκες ήταν ώριμες για το σοσιαλισμό. Οσο για τον Τρότσκι, αυτός λέει ότι το προλεταριάτο, ως ιδιαίτερη τάξη, και η μάζα των ατομικών καλλιεργητών, θα πρέπει αναπόφευκτα να έρθουν σε ρήξη. Δίχως την εξωτερική υποστήριξη μιας νικηφόρας ευρωπαϊκής επανάστασης, η σοβιετική εργατική τάξη δε θα είναι ικανή να οικοδομήσει το σοσιαλισμό. Με το συμπέρασμα αυτό, ο Τρότσκι ξανανταμώνει με τους φίλους της νιότης του, τους μενσεβίκους.
Το 1923, στα πλαίσια του αγώνα του για να πάρει την εξουσία μέσα στο Κόμμα των μπολσεβίκων, ο Τρότσκι εξαπολύει μια δεύτερη επίθεση. Επιδιώκει να αντικαταστήσει τα παλιά στελέχη του Κόμματος από νέα, που ελπίζει να τα έχει του χεριού του. Για να προετοιμάσει την κατάληψη της εξουσίας μέσα στο Κόμμα, ο Τρότσκι επιστρέφει σχεδόν λέξη προς λέξη στις αντιλενινιστικές αντιλήψεις του για το Κόμμα που είχε αναπτύξει το 1904.

Από το βιβλίο του Τα πολιτικά μας καθήκοντα, που εκδόθηκε το 1904, ως την μπροσούρα του με τίτλο Νέα πορεία, γραμμένη το 1923, βρίσκουμε την ίδια εχθρική στάση απέναντι στις βασικές αρχές που ο Λένιν όρισε για την οικοδόμηση του Κόμματος.

Αυτό δείχνει σαφώς την εμμονή του Τ ρότσκι στις μικροαστικές αντιλήψεις.

Τ ο 1904, ο Τρότσκι είχε πολεμήσει με ιδιαίτερο μένος τη λενινιστική αντίληψη για το Κόμμα. Είχε χαρακτηρίσει τον Λένιν «φανατικό διασπαστή», «αστικοδημοκράτη επαναστάτη», «φετιχιστή της οργάνωσης», θιασώτη του «καθεστώτος στρατοπέδου» και της «οργανωτικής γλισχρότητας», «δικτάτορα που θέλει να υποκαταστήσει την Κεντρική Επιτροπή», «δικτάτορα που θέλει να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία στο προλεταριάτο», για τον οποίο «κάθε ανάμιξη διαφορετικά σκεπτόμενων στοιχείων αποτελεί παθολογικό φαινόμενο».

Ο αναγνώστης θα έχει παρατηρήσει ότι όλη αυτή η πικρόχολη πολυλογία δεν απευθυνόταν προς τον άτιμο Στάλιν, αλλά προς το λατρευτό δάσκαλο, τον Λένιν. Το βιβλίο αυτό που ο Τρότσκι εξέδωσε το 1904 είναι καθοριστικής σημασίας για να γίνει κατανοητή η ιδεολογία του. Μέσα από αυτό αναδεικνύεται σε βετεράνο αστό ατομιστή. Όλες τις συκοφαντίες και τις προσβολές που θα εκτόξευε για πάνω από είκοσι πέντε χρόνια κατά του Στάλιν, τις είχε φτύσει μέσα από το έργο αυτό στο πρόσωπο του Λένιν.

Ο Τρότσκι πάσχισε να περιγράφει τον Στάλιν ως δικτάτορα που ελέγχει απόλυτα το Κόμμα. Όμως, όταν ο Λένιν δημιούργησε το Κόμμα των μπολσεβίκων, ο Τρότσκι τον κατηγόρησε ότι εγκαθιδρύει μια «ορθόδοξη θεοκρατία» και έναν «αυταρχικό ασιατικό συγκεντρωτισμό».

Ο Τρότσκι δεν έπαψε να δηλώνει ότι ο Στάλιν υιοθέτησε μια πραγματιστική στάση απέναντι στο μαρξισμό, τον οποίο υποβάθμισε σε έτοιμες συνταγές. Τ ο 1904, ασκώντας κριτική στο έργο Ένα βήμα μπρος..., ο Τρότσκι γράφει:
«Δεν είναι δυνατό να εκδηλώσει κανείς περισσότερο κυνισμό απέναντι στην καλύτερη ιδεολογική κληρονομιά του προλεταριάτου απ’ ό,τι ο σύντροφος Λένιν! Για κείνον, ο μαρξισμός δεν είναι μέθοδος επιστημονικής ανάλυσης».

Στο βιβλίο του του 1904, ο Τρότσκι επινόησε τον όρο «υποκαταστατισμός» για να επιτεθεί στο κόμμα λενινιστικού τύπου και στην ηγεσία του.

«Η ομάδα των “επαγγελματιών επαναστατών” δρούσε στη θέση του προλεταριάτου». «Η οργάνωση “υποκαθιστά” το Κόμμα, η Κεντρική Επιτροπή την οργάνωση και, τελικά, ο δικτάτορας υποκαθιστά την Κεντρική Επιτροπή».

Το 1923, συχνά με τους ίδιους όρους που χρησιμοποίησε κατά του Λένιν, ο Τρότσκι επιτίθεται στην ηγεσία του Κόμματος των μπολσεβίκων και στον Στάλιν.

«Η παλιά γενιά συνήθισε και συνηθίζει να σκέφτεται και να αποφασίζει για το Κόμμα». Ο Τρότσκι παρατηρεί «μια τάση του κομματικού μηχανισμού να σκέπτεται και να αποφασίζει για την οργάνωση ολόκληρη».

Το 1904, ο Τρότσκι επιτέθηκε στη λενινιστική αντίληψη για το Κόμμα, δηλώνοντας ότι «διαχωρίζει τη συνειδητή δράση από τα εκτελεστικά καθήκοντα. (Υπάρχει) το Κέντρο και, από κάτω, δεν υπάρχουν παρά μόνο οι πειθαρχημένοι εκτελεστές τεχνικών καθηκόντων». Μέσα στη μικροαστική του αντίληψη, ο Τρότσκι απέρριψε την ιεραρχία και τα διάφορα επίπεδα ευθύνης, καθώς και την πειθαρχία. Το ιδανικό του ήταν «η σφαιρική πολιτική προσωπικότητα, που κάνει σεβαστή απέναντι σε όλα τα “κέντρα” την επιθυμία της και αυτό κάτω από όλες τις δυνατές μορφές, συμπεριλαμβανομένου ακόμη και του μποϊκοτάζ!». Ηταν το πιστεύω ενός ατομιστή, ενός αναρχικού.

Την κριτική αυτή, ο Τρότσκι την επαναλαμβάνει το 1923.

«Ο κομματικός μηχανισμός εκδηλώνει μια τάση να αντιπαρα-τάσσει μερικές χιλιάδες συντρόφων που αντιπροσωπεύουν τα ηγετικά στελέχη στην υπόλοιπη μάζα, που δεν αποτελεί γι’ αυτούς παρά ένα μέσο δράσης».

Το 1904, ο Τρότσκι κατηγόρησε τον Λένιν ότι είναι γραφειοκράτης που προκαλούσε τον εκφυλισμό του Κόμματος σε αστική-επαναστατική οργάνωση. Ο Λένιν εθελοτυφλεί μπροστά «στη γραφειοκρατική λογική αυτού ή εκείνου του οργανωτικού “πλάνου”», αλλά «το φιάσκο του οργανωτικού φετιχισμού» είναι βέβαιο.

«Ο αρχηγός της αντιδραστικής πτέρυγας του Κόμματός μας, ο σύντροφος Λένιν, δίνει έναν ορισμό της σοσιαλδημοκρατίας που αποτελεί θεωρητική επιβουλή σε βάρος του ταξικού χαρακτήρα του Κόμματός μας». Ο Λένιν «διαμόρφωσε μια τάση που φάνηκε καθαρά μέσα στο Κόμμα, την αστική-επαναστατική τάση».

Το 1923, εναντίον του Στάλιν, ο Τρότσκι λέει το ίδιο πράγμα, αλλά σε πιο μετριοπαθείς τόνους...

«Η γραφειοκρατία απειλεί να προκαλέσει μια λίγο ως πολύ οπορτουνιστική υποβάθμιση της παλιάς φρουράς».

Το 1904, ο γραφειοκράτης Λένιν αντιμετώπιζε την κατηγορία ότι «τρομοκρατεί» το Κόμμα.

«Σκοπός της Ισκρα (εφημερίδα που εξέδωσε ο Λένιν) ήταν να τρομοκρατεί σε θεωρητικό επίπεδο τη διανόηση. Για τους σοσιαλδημοκράτες της σχολής αυτής, η ορθοδοξία είναι κάτι που προσεγγίζει πάρα πολύ την απόλυτη εκείνη “Αλήθεια” που ενέπνεε τους Ιακωβίνους (αστούς επαναστάτες). Η ορθόδοξη Αλήθεια προβλέπει τα πάντα. Όποιος το αμφισβητεί αυτό, πρέπει να αποπεμφθεί- όποιος αμφιβάλλει είναι κοντά στο να αποπεμφθεί.

Το 1923, ο Τρότσκι προτείνει την «αντικατάσταση των ταριχευμένων γραφειοκρατών», ώστε «κανείς πια να μην τολμά να τρομοκρατεί το Κόμμα».

Καταλήγοντας, ας προσθέσουμε ότι η μπροσούρα με τίτλο Νέα Πορεία μας βοηθάει να γνωρίσουμε τον Τρότσκι και ως αριβίστα, δίχως αρχές και ενδοιασμούς. Τ ο 1923, για να ηγηθεί του Κόμματος των μπολσεβίκων, ο Τρότσκι θέλει «να βγάλει από τη μέση» την παλιά μπολσεβίκικη φρουρά που γνωρίζει πάρα πολύ καλά την αντίθεσή του στο παρελθόν στις ιδέες του Λένιν. Κανένας βετεράνος μπολσεβίκος δεν ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει το λενινισμό για τον τροτσκισμό. Εξ ου και η τακτική του Τρότσκι: δηλώνει ότι οι παλιοί μπολσεβίκοι «υποβαθμίζονται» και καλοπιάνει τους νέους που δε γνωρίζουν το αντιλενινιστικό του παρελθόν. Με το σύνθημα για «εκδημοκρατισμό» του Κόμματος, ο Τρότσκι επιδιώκει να προωθήσει στην ηγεσία νέους που τον υποστηρίζουν.

Όμως, δέκα χρόνια αργότερα, όταν άνθρωποι όπως ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ θα έχουν ολοκληρωτικά αποκαλύψει τον οπορτουνι στικό τους χαρακτήρα, ο Τρότσκι θα δηλώσει ότι αντιπροσωπεύουν την κατατρεγμένη από τον Στάλιν «παλιά μπολσεβίκικη φρουρά» και θα ενώσει τη φωνή του με αυτούς τους οπορτουνιστές, επικαλούμενος το ένδοξο παρελθόν της «παλιάς φρουράς»!
Κατά την περίοδο 1924-1926, η θέση του Τρότσκι μέσα στο Κόμμα εξακολούθησε να αποδυναμώνεται και εκείνος επιτέθηκε με ακόμα μεγαλύτερη λύσσα κατά της ηγεσίας του Κόμματος.

Με αφετηρία την ιδέα ότι ήταν αδύνατη η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα, ο Τρότοκι ουμπέρανε ότι η πολιτική την οποία εξήρε το 1925-1926 ο Μπουχάριν, ο κακός του δαίμονας της εποχής εκείνης, αντιπροσώπευε τα συμφέροντα των κουλάκων και των νεοαστών, των λεγάμενων νέπμαν. Η εξουσία, λέει, τείνει να γίνει εξουσία των κουλάκων. Η συζήτηση είχε και πάλι ως θέμα τον «εκφυλισμό» του Κόμματος των μπολσεβίκων. Και καθώς η κατάσταση όδευε προς τον εκφυλισμό και την εξουσία των κουλάκων, ο Τρότσκι παραχωρούσε στον εαυτό του το δικαίωμα να δημιουργεί φράξιες και να ενεργεί παράνομα μέσα στο Κόμμα.

Η αντιπαράθεση υπήρξε ανοιχτή και έντονη και κράτησε πέντε χρόνια. Όταν η συζήτηση έκλεισε το 1927 με ψηφοφορίες μέσα στο Κόμμα, εκείνοι που υπερασπίζονταν τη θέση ότι ήταν αδύνατη η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και υποστήριζαν τις φραξιονιστικές δραστηριότητες του Τρότσκι συγκέντρωσαν το 1% με 1,5% των ψήφων. Ο Τρότσκι διαγράφτηκε από το Κόμμα, έπειτα εκτοπίστηκε στη Σιβηρία και, τέλος, εξορίστηκε από τη Σοβιετική Ένωση.

Η ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΚΒΙΟΜΗΧΑΝΙΣΗ

Στο τέλος του εμφύλιου πολέμου, οι μπολσεβίκοι κληρονομούν μια χώρα εντελώς ερειπωμένη, που η βιομηχανία της έχει αφανιστεί από τις οκτάχρονες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις εθνικοποιούνται και, χάρη σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, η Σοβιετική Ένωση ξαναστήνει στα πόδια της τη βιομηχανία.

Το 1928, η παραγωγή χάλυβα, γαιάνθρακα, τσιμέντου, μηχανημάτων υφαντουργίας και εργαλειομηχανών αγγίζει ή ξεπερνά τα προπολεμικά επίπεδα. Την ίδια εποχή, η Σοβιετική Ένωση βάζει ένα στόχο που φαίνεται αδύνατο να επιτευχθεί: να βάλει, χάρη σε ένα εθνικό πεντάχρονο πλάνο, τα θεμέλια μιας σύγχρονης βιομηχανίας, στηριζόμενη ουσιαστικά στις εσωτερικές δυνάμεις της χώρας. Για να επιτευχθεί ο στόχος, η χώρα τίθεται επί ποδός πολέμου, για να ξεκινήσει μια σύντονη πορεία προς την εκβιομηχάνιση.

Η σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Σοβιετική Ενωση. Όλα εξαρτώνται από την επιτυχία της.

Η εκβιομηχάνιση πρέπει να βάλει τις υλικές βάσεις του σοσιαλισμού.

Θα δώσει τη δυνατότητα της ριζικής μεταμόρφωσης της γεωργίας, στη βάση σύγχρονων μηχανών και τεχνικών.

Θα εγκαινιάσει μια νέα εποχή υλικής και πνευματικής ευημερίας για τους εργαζομένους.

Θα προσφέρει τα μέσα για μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση.

Θα δημιουργήσει την υποδομή ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κράτους.

Και μόνο αυτή θα μπορέσει να προμηθεύσει τον εργαζόμενο λαό με τα σύγχρονα όπλα που του χρειάζονται για να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία του απέναντι στις επιθετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Στις 4 Φλεβάρη του 1931, ο Στάλιν εξηγεί γιατί η χώρα πρέπει να διατηρήσει εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς εκβιομηχάνισης:

«Μήπως θέλετε να νικηθεί η σοσιαλιστική μας πατρίδα και να χάσει την ανεξαρτησία της; (...) Μείναμε 50 ως 100 χρόνια πίσω απ’ τις προχωρημένες χώρες. Πρέπει να διατρέξουμε αυτό το διάστημα μέσα σε δέκα χρόνια. Είτε θα το κάνουμε αυτό, είτε θα μας τσαλαπατήσουν».

Στη δεκαετία του ’30, οι Γερμανοί φασίστες, όπως και οι Γάλλοι και Άγγλοι ιμπεριαλιστές, ζωγραφίζουν με πολύ χτυπητά χρώματα την «τρομοκρατία» που συνοδεύει «τη σύντονη εκβιομηχάνιση». Όλοι τους ανασκαλεύουν την υπόθεση της αντεκδίκησής τους για την ήττα της περιόδου 1918-1921, τότε που είχαν επέμβει στρατιωτικά στη Σοβιετική Ενωση. Όλοι τους θέλουν να δουν μια Σοβιετική Ενωση που να συνθλίβεται εύκολα.

Ζητώντας από τους εργαζομένους να καταβάλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες, ο Στάλιν έχει πάντοτε μπροστά στα μάτια του την τρομακτική απειλή του πολέμου και της ιμπεριαλιστικής βίας που πλανιόνται πάνω από την πρώτη σοσιαλιστική χώρα...

Η γιγαντιαία προσπάθεια για την εκβιομηχάνιση της χώρας στη διάρκεια των ετών 1928-1932 ονομάστηκε «βιομηχανική επανάσταση του Στάλιν», που είναι και ο τίτλος ενός βιβλίου, αφιερωμένου στην περίοδο αυτή, που έγραψε ο Χιροάκι Κουρομίγια, που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. Γίνεται επίσης λόγος για «δεύτερη επανάσταση» ή για «επανάσταση από τα πάνω». Πράγματι, οι πιο συνειδητοί και δραστήριοι επαναστάτες βρίσκονταν στην κορυφή του κράτους και από τη θέση αυτή αφύπνιζαν, κινητοποιούσαν, πειθαρχούσαν δεκάδες εκατομμύρια εργάτες-αγρότες που είχαν μέχρι τότε παραμείνει στο έρεβος του αναλφαβητισμού και του θρησκευτικού σκοταδισμού. Το βασικό θέμα του βιβλίου του Κουρομίγια μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Ο Στάλιν πέτυχε να κινητοποιήσει τους εργάτες και τους εργαζομένους για την επιταχυμένη εκβιομηχάνιση, παρουσιάζοντάς τη σαν έναν ταξικό πόλεμο των καταπιεσμένων ενάντια στις παλιές εκμεταλλεύτριες τάξεις και ενάντια στους δολιοφθορείς που ξεπρόβαλλαν από τις γραμμές τους.

Γ ια να είναι σε θέση να διευθύνει τη γιγαντιαία προσπάθεια της εκβιομηχάνισης, το Κόμμα χρειάστηκε να διευρύνει τις γραμμές του. Ο αριθμός των μελών αυξήθηκε από 1.300.000 το 1928 σε 1.670.000 το 1930. Την ίδια περίοδο, το ποσοστό των μελών που προέρχονταν από την εργατική τάξη πέρασε από το 57% στο 65%. Το 80% των νέων μελών ήταν εργάτες κρούσης, δηλαδή εργάτες νεαρής σχετικά ηλικίας, οι οποίοι είχαν αποκτήσει μια τεχνική κατάρτιση, ήταν πολύ δραστήρια στελέχη της Κομσομόλ, είχαν διακριθεί ως υποδειγματικοί εργάτες, βοηθούσαν στην ορθολογική
οργάνωση της παραγωγής και πετύχαιναν υψηλή παραγωγικότητα. Αυτό σαφώς αναιρεί το μύθο της «γραφειοκρατικοποίησης» του σταλινικού Κόμματος: Το Κόμμα ενίσχυσε τον εργατικό του χαρακτήρα και την αγωνιστική του ικανότητα.

Η εκβιομηχάνιση συνοδεύτηκε από πρωτοφανείς ανακατατάξεις. Εκατομμύρια αναλφάβητοι αγρότες εκτοξεύτηκαν από το μεσαίωνα όπου βρίσκονταν στον κόσμο των σύγχρονων μηχανών.

«Στα τέλη του 1932, το βιομηχανικό εργατικό δυναμικό είχε διπλασιαστεί οε σχέση με το 1928, φτάνοντας τα 6.000.000 άτομα».

Την ίδια αυτή περίοδο των τεσσάρων χρόνων και στο σύνολο των τομέων παραγωγής, 12,5 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν βρει μια νέα απασχόληση στην πόλη, τα 8,5 εκατομμύρια από τους οποίους ήταν πρώην αγρότες.

ΗΡΩΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ

Μισώντας το σοσιαλισμό, η αστική τάξη αρέσκεται να υπογραμμίζει τον «αναγκαστικό» χαρακτήρα της εκβιομηχάνισης. Όσοι όμως έζησαν ή παρακολούθησαν τη σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση από τη μεριά των εργαζόμενων μαζών υπογραμμίζουν τα εξής χαρακτηριστικά της: τον ηρωισμό στην εργασία, τον ενθουσιασμό και τη μαχητικότητα.

Στη διάρκεια του πρώτου πενταετούς προγράμματος, η Άννα Λουίζα Στρονγκ, νεαρή Αμερικανίδα δημοσιογράφος που είχε προσληφθεί στη σοβιετική εφημερίδα Τα Νέα της Μόσχας, διέσχισε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Όταν, το 1956, ο Χρουστσόφ εξαπέλυσε την ύπουλη επίθεσή του κατά του Στάλιν, εκείνη θεώρησε σκόπιμο να υπενθυμίσει ορισμένα σημαντικά γεγονότα. Αναφερόμενη στο πρώτο πενταετές πρόγραμμα, διατύπωσε την ακόλουθη κρίση: «Ποτέ στην ιστορία δεν πραγματοποιήθηκε τέτοια πρόοδος τόσο γρήγορα.» ·

Το 1929, χρονιά που ξεκίνησε το πρόγραμμα, ο ενθουσιασμός των εργαζόμενων μαζών είναι τέτοιος που, ακόμα και ένας ειδικός του παλιού καθεστώτος της Ρωσίας, που το 1918 είχε ξεράσει όλο του το μίσος ενάντια στους μπολσεβίκους, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι η χώρα ήταν αγνώριστη. Ο δρ. Έμιλ Τζόζεφ Ντίλον έζησε στη Ρωσία από το 1877 ως το 1914 και δίδαξε σε διάφορα ρωσικά πανεπιστήμια. Αναχωρώντας το 1918, γράφει:

«Στο κίνημα των μπολσεβίκων δεν υπάρχει ίχνος δημιουργικών ή κοινωνικών ιδεών. Ο μπολσεβικίσμός είναι ο τσαρισμός από την ανάποδη. Μεταχειρίζεται τόσο άσχημα τους καπιταλιστές όσο οι τσάροι τους δουλοπάροικούς τους».

Όταν όμως ο Ντίλον επιστρέφει στη Ρωσία δέκα χρόνια αργότερα, δεν πιστεύει στα μάτια του:

«Παντού ο λαός σκέπτεται, εργάζεται, οργανώνεται, πραγματοποιεί ανακαλύψεις στους τομείς της επιστήμης και της παραγωγής. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαμε μάρτυρες παρόμοιου φαινομένου, κάτι ανάλογου ως προς την ποικιλία, την ένταση, την αφοσίωση στα ιδεώδη. Το επαναστατικό μένος σαρώνει κολοσσιαία εμπόδια και συγχωνεύει ετερογενή στοιχεία σε έναν και μόνο μεγάλο λαό. Πράγματι, δεν πρόκειται για ένα έθνος με την έννοια του παλιού κόσμου, αλλά για έναν ισχυρό λαό, συμπαγή χάρη στο σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό του. Οι μπολσεβίκοι πραγματοποίησαν πολλά από εκείνα που είχαν εξαγγείλει και περισσότερα απ’ όσα φαίνονταν πραγματοποιήσιμα από οποιαδήποτε ανθρώπινη οργάνωση στις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες αναγκάστηκαν να δράσουν. Κινητοποίησαν πάνω από 150.000.000 ανθρώπους απαθείς, ζωντανούς νεκρούς, και τους εμφύσησαν ένα νέο πνεύμα».

Η Αννα Λουίζα Στρονγκ θυμάται πώς πραγματοποιήθηκαν τα θαύματα της εκβιομηχάνισης:

«Το εργοστάσιο παραγωγής τρακτέρ του Χάρκοβο είχε ένα πρόβλημα. Είχε κατασκευαστεί “εκτός πλάνου”. (Το 1929), οι αγρότες προσχωρούσαν στα συνεταιριστικά αγροκτήματα πιο γρήγορα απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να ικανοποιηθούν οι ανάγκες τους σε τρακτέρ. Το Χάρκοβο, υπερήφανα ουκρανικό, κατασκεύαζε το δικό του εργοστάσιο εκτός πλάνου. Όλος ο χάλυβας, οι πλίνθοι, το τσιμέντο, η εργατική δύναμη είχαν ήδη κατανεμηθεί στα πέντε επόμενα χρόνια. Το Χάρκοβο δεν μπορούσε να αποκτήσει το χάλυβα που του χρειαζόταν παρά μόνο αναγκάζοντας ορισμένες σιδηρουργικές επιχειρήσεις να παράγουν “εκτός πλάνου”. Για να καλυφθεί η έλλειψη χεριών, δεκάδες χιλιάδες απλών ανθρώπων, υπαλλήλων, φοιτητών, καθηγητών, πρόσφεραν εθελοντική εργασία τις ελεύθερες μέρες τους. “Κάθε πρωί στις εξίμισι”, έλεγε ο Μ. Ράσκιν, ο Αμερικανός μηχανικός που ήταν υπεύθυνος για το Χάρκοβο, “βλέπουμε να έρχεται το έκτακτο τρένο. Έρχονται με σημαίες και τραγούδια, κάθε μέρα μια διαφορετική ομάδα, αλλά πάντοτε χαρούμενοι.” Η μισή δουλειά ανειδίκευτου εργάτη έγινε από εθελοντές».

Το 1929, καθώς η κολεκτιβοποίηση πήρε απρόβλεπτες διαστάσεις, το εργοστάσιο παραγωγής τρακτέρ του Χάρκοβο δεν είναι η μόνη «διόρθωση» στο πλάνο. Το εργοστάσιο Πουτίλοφ του Λένινγκραντ είχε παραγάγει 1.115 τρακτέρ το 1927 και 3.050 το 1928. Έπειτα από έντονες συζητήσεις στο εργοστάσιο, αποφασίζεται ένα πλάνο 10.000 τρακτέρ για το 1930! Και τελικά παραδίδονται 8.935.

Το θαύμα της εκβιομηχάνισης σε μια δεκαετία επηρεάστηκε πράγματι από τις ανακατατάξεις που γίνονταν στις καθυστερημένες επαρχίες, αλλά και από την εντεινόμενη απειλή του πολέμου.

Για τη χαλυβουργία του Μαγκνιτογκόρσκ είχε προβλεφθεί παραγωγή 656.000 τόνων. Τ ο 1930, μπαίνει ένα πλάνο για την παραγωγή 2.500.000 τόνων.9 Όμως, πολύ γρήγορα τα πλάνα παραγωγής χάλυβα αναθεωρούνται και πάλι προς τα πάνω: το 1931, ο ιαπωνικός στρατός καταλαμβάνει τη Μαντζουρία και απειλεί τα σιβηρικά σύνορα! Τον επόμενο χρόνο, οι ναζί, που έχουν ανέβει στην εξουσία στο Βερολίνο, προβάλλουν τις βλέψεις τους στην Ουκρανία. Ο Τζον Σκοτήταν ένας Αμερικανός μηχανικός που εργαζόταν στο Μαγκνιτογκόρσκ. Ανακαλεί στη μνήμη του τις ηρωικές προσπάθειες των εργαζομένων και την καθοριστική τους σημασία για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης.

«Το 1942, η βιομηχανική περιοχή των Ουραλίων έγινε η καρδιά της σοβιετικής αντίστασης. Τα ορυχεία, τα εργοστάσια, οι δεξαμενές, οι αγροί και τα δάση της προμήθευαν στον Κόκκινο Στρατό τεράστιες ποσότητες στρατιωτικού υλικού και όλα τα απαραίτητα προϊόντα για τη συντήρηση των μηχανοκίνητων μεραρχιών του Στάλιν. Στο κέντρο της τεράστιας Ρωσίας, ένα τετράγωνο 800 χιλιομέτρων περιείχε τεράστια κοιτάσματα σιδήρου, γαιάνθρακα, χαλκού, αλουμινίου, μολύβδου, αμιάντου, μαγγανίου, ανθρακικού καλίου, χρυσού, αργύρου, λευκόχρυσου, ψευδαργύρου και πετρελαίου. Πριν από το 1930, οι θησαυροί αυτοί είχαν μείνει σχεδόν ανεκμετάλλευτοι. Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, κατασκευάστηκαν εργοστάσια, που δεν άργησαν να μπουν σε λειτουργία. Όλα αυτά οφείλονταν στην πολιτική οξύνοια του Ιωσήφ Στάλιν, στην υπομονή και στο πείσμα του. Είχε συντρίψει κάθε αντίσταση για να πραγματοποιήσει το πρόγραμμά του παρά τις μυθικές δαπάνες και τις ανήκουστες δυσκολίες που του είχε στοιχίσει. Θέλησε πρώτα απ’ όλα να δημιουργήσει βαριά βιομηχανία. Την εγκατέστησε στα Ουράλια και στη Σιβηρία, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα πιο κοντινά σύνορα, μακριά από τις επιθετικές ενέργειες οποιουδήποτε εχθρού. Επιπλέον, η Ρωσία δε θα χρειαζόταν πια να εξαρτάται από το εξωτερικό για σχεδόν ολόκληρο τον εφοδιασμό της σε καουτσούκ, χημικά προϊόντα, εργαλεία, τρακτέρ κλπ. Θα μπορούσε πλέον να τα παράγει όλα αυτά μόνη της, διασφαλίζοντας έτσι την τεχνική και στρατιωτική της ανεξαρτησία.

Ο Μπουχάριν και κάμποσοι άλλοι βετεράνοι μπολσεβίκοι δεν ήταν αυτής της γνώμης. Προτού ξεκινήσει ένα πρόγραμμα υπέρμετρης εκβιομηχάνισης, ήθελαν να εξασφαλίσουν τον επισιτισμό του λαού. Ο ένας μετά τον άλλον, οι αντιφρονούντες αυτοί αναγκάστηκαν να σιωπήσουν. Η γνώμη του Στάλιν υπερίσχυσε. Το 1932, 56% του εθνικού προϊόντος της Ρωσίας διατέθηκε γι’ αυτές τις μεγάλες δαπάνες. Επρόκειτο για μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσπάθεια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, εβδομήντα χρόνια πριν, δεν είχε επενδυθεί στις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις παρά μόνο το 12% του ετήσιου εθνικού προϊόντος, ενώ, κατά τα άλλα, η Ευρώπη είχε χορηγήσει το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων, και η Κίνα, η Ιρλανδία, η Πολωνία κ.ά. είχαν εξαγάγει το εργατικό δυναμικό. Η σοβιετική βιομηχανία δημιουργήθηκε σχεδόν χωρίς καταφυγή στο ξένο κεφάλαιο».

Η σκληρή ζωή, οι θυσίες που απαιτούσε η εκβιομηχάνιση έγιναν αποδεκτές από ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων με πεποίθηση και με πλήρη συνείδηση. Μοχθούσαν σκληρά, αλλά μοχθούσαν για λογαριασμό τους, για ένα μέλλον αξιοπρέπειας και ελευθερίας για όλους τους εργαζομένους. Ο Χιροάκι Κουρομίγια κάνει το εξής σχόλιο:

«Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, η έντονη συσσώρευση δεν ήταν μόνο πηγή στερήσεων και προβλημάτων, αλλά και σοβιετικού ηρωισμού. Στη δεκαετία του ’30, η σοβιετική νεολαία ένιωσε τον ηρωισμό μέσα από την εργασία στα εργοτάξια και στα εργοστάσια, όπως στο Μαγκνιτογκόρσκ και το Κουζνέτσκ».

«Η γρήγορη εκβιομηχάνιση του πρώτου πενταετούς πλάνου συμβόλιζε το μεγαλοπρεπή και δραματικό στόχο της οικοδόμησης μιας νέας κοινωνίας. Με φόντο την κρίση και τη μαζική ανεργία στη Δύση, η πορεία προς την εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής Ένωσης έφερνε στο νου ηρωικές, ρομαντικές, ενθουσιώδεις και “υπεράνθρωπες” προσπάθειες. “Η λέξη ενθουσιασμός, όπως πολλές άλλες, είχε υποτιμηθεί λόγω των υπερβολικών διαστάσεων που είχε πάρει το ίδιο το φαινόμενο”, έγραψε ο Ιλια Έρενμπουργκ, “κι ωστόσο, δεν υπάρχει άλλη λέξη για να περιγραφούν οι μέρες του πρώτου πενταετούς πλάνου. Ο ενθουσιασμός απλά και μόνο ενέπνεε στους νέους καθημερινές και όχι πομπώδεις πράξεις γενναιότητας”.
Σύμφωνα με έναν άλλο σύγχρονο, οι μέρες αυτές ήταν “πραγματικά μια ρομαντική και μεθυστική εποχή. (...) Οι άνθρωποι δημιουργούσαν με τα χέρια τους ό,τι προηγουμένως φαινόταν όνειρο και ήταν πεισμένοι ότι αυτά τα ονειρικά σχέδια ήταν κάτι το απόλυτα πραγματοποιήσιμο"».

ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ο Κουρομίγια δείχνει πώς ο Στάλιν παρουσίασε την εκβιομηχάνιση σαν έναν ταξικό πόλεμο των καταπιεσμένων ενάντια στις παλιές εκμεταλλεύτριες τάξεις.

Η ιδέα αυτή είναι ορθή. Ωστόσο, ένας τεράστιος όγκος φιλολογικών και ιστορικών συγγραμμάτων μας ωθεί να ταυτιστούμε μ’ εκείνους που καθυποτάχθηκαν στη διάρκεια των ταξικών πολέμων που ονομάζονται εκβιομηχάνιση και κολεκτιβοποίηση. Μας μαθαίνουν ότι η καθυπόταξη είναι «πάντοτε απάνθρωπη» και πως δεν επιτρέπεται σε ένα πολιτισμένο έθνος να κακομεταχειρίζεται μια κοινωνική ομάδα, έστω κι αν υπήρξε εκμεταλλεύτρια ή κατηγορεί ται ως τέτοια.

Τι μπορεί να αντιτείνει κανείς σ’ αυτό το δήθεν ανθρωπιστικό επιχείρημα;

Μα πώς πραγματοποιήθηκε η εκβιομηχάνιση του «πολιτισμένου κόσμου»; Πώς οι τραπεζίτες και οι μεγαλοβιομήχανοί μας του Λονδίνου και του Παρισιού έβαλαν τα θεμέλια της δικής τους βιομηχανίας; Η δική τους εκβιομηχάνιση θα ήταν δυνατή χωρίς τη λεηλασία του χρυσού και του αργύρου των Ινδιάνων βασιλιάδων; Μια λεηλασία που συνοδεύτηκε από την εξόντωση εξήντα εκατομμυρίων Ινδιάνων της Αμερικής. Θα ήταν δυνατή χωρίς εκείνη την τερατώδη αφαίμαξη που γνώρισε η Αφρική και που ονομάζεται δουλεμπόριο των Μαύρων; Εμπειρογνώμονες της Unesco εκτιμούν τις αφρικανικές απώλειες σε 210 εκατομμύρια άτομα, που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των επιδρομών, πέθαναν καθ’ οδόν, πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Η εκβιομηχάνισή μας θα ήταν δυνατή χωρίς την αποικιοκρατία, που κατέστησε λαούς ολόκληρους υπόδουλους στην ίδια τη γη των προγόνων τους;

Και αυτοί που εκβιομηχάνισαν τη μικρή αυτή γωνιά του κόσμου που λέγεται Ευρώπη με κόστος δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς «ιθαγενείς», εκφράζουν τον αποτροπιασμό τους για την καταπίεση από τους μπολσεβίκους ενάντια στις ιδιοκτήτριες τάξεις; Αυτοί που εκβιομηχάνισαν τη χώρα τους εκδιώκοντας τους αγρότες από τη γη τους με τη χρήση όπλων, που εξόντωσαν γυναίκες και παιδιά με δεκατετράωρη καθημερινή εργασία, που επέβαλαν στους εργάτες συνθήκες εργασίας καταδίκων με την απειλή της ανεργίας και της λιμοκτονίας, εξακοντίζουν μέσα από μια ατέλειωτη σειρά βιβλίων μύδρους κατά της «βίαιης» εκβιομηχάνισης στη Σοβιετική Ενωση;

Αν για την πραγμάτωση της σοβιετικής εκβιομηχάνισης ήταν επιβεβλημένη η καθυπόταξη του 5% πλουσίων και αντιδραστικών, η καπιταλιστική εκβιομηχάνιση γεννήθηκε από την τρομοκρατία που ασκήθηκε από ένα 5% προνομιούχων στο σύνολο των εργαζόμενων μαζών της ίδιας τους της χώρας και των κατεχόμενων χωρών.

Η εκβιομηχάνιση ήταν ένας ταξικός πόλεμος ενάντια στις παλιές εκμεταλλεύτριες τάξεις που χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα για να εμποδίσουν την επιτυχία του σοσιαλιστικού εγχειρήματος. Ολοκληρώθηκε μέσα από δριμύτατους, καμιά φορά, αγώνες στους κόλπους της ίδιας της εργατικής τάξης: αναλφάβητοι αγρότες ξεριζώθηκαν από τον παραδοσιακό κόσμο τους και εντάχθηκαν εσπευσμένα στη σύγχρονη παραγωγή, όπου και κουβάλησαν όλες τις προκαταλήψεις και τις οπισθοδρομικές αντιλήψεις τους. Κουλάκοι φρόντιζαν να προσληφθούν σε εργοστάσια για να επιδίδονται σε δολιοφθορές. Τα παλιά εξαρτημένα αντανακλαστικά της ίδιας της εργατικής τάξης, που ήταν μαθημένη να την εκμεταλλεύεται ένα αφεντικό κι εκείνη να του αντιστέκεται, χρειάστηκε να παραχωρήσουν τη θέση τους σε μια νέα στάση απέναντι στην εργασία, τώρα που οι εργαζόμενοι ήταν οι κύριοι της κοινωνίας.

Πάνω σ’ αυτό, διαθέτουμε μια πολύ ζωντανή μαρτυρία για την πάλη των τάξεων μέσα στα σοβιετικά εργοστάσια, που έχει γράψει ο Αμερικανός μηχανικός Τζον Σκοτ, που για πολλά χρόνια εργάστηκε στο Μαγκνιτογκόρσκ.

Ο Σκοτ δεν είναι κομμουνιστής και κριτικάρει συχνά το μπολσεβίκικο σύστημα. Μεταφέροντας ωστόσο αυτά που έζησε στη μεγάλης στρατηγικής σημασίας αυτή επιχείρηση που ήταν το εργοστασιακό συγκρότημα του Μαγκνιτογκόρσκ, μας βοηθάει ν’ αντιληφθούμε κάμποσα ουσιαστικά προβλήματα με τα οποία βρέθηκε αντιμέτωπος ο Στάλιν.

Ο Σκοτ μας περιγράφει με πόση ευκολία ένας αντεπαναστάτης που είχε υπηρετήσει στο στρατό των Λευκών, αλλά παρείχε στην πράξη δείγματα εξυπνάδας και δυναμισμού, μπορούσε να περάσει για προλεταριακό στοιχείο και να αναρριχηθεί σε υψηλές κομματικές θέσεις. Η αφήγησή του δείχνει επίσης ότι οι περισσότεροι ενεργοί αντεπαναστάτες ήταν εν δυνάμει πράκτορες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να διακρίνει κανείς τους συνειδητούς αντεπαναστάτες από τους διεφθαρμένους γραφειοκράτες και τους «συνοδοιπόρους» που επιζητούν απλά την εύκολη ζωή.

Ο Σκοτ μας βοηθάει να καταλάβουμε ότι οι εκκαθαρίσεις του 1937-1938 σε καμιά περίπτωση δεν αποτέλεσαν μια καθαρά «αρνητική» επιχείρηση, όπως την παρουσιάζουν στη Δύση: αντιπροσώπευσε προπάντων μια μεγάλη μαζική πολιτική κινητοποίηση που ενδυνάμωσε την αντιφασιστική συνείδηση όλων των εργαζομένων, ώθησε τους γραφειοκράτες να βελτιώσουν το έργο τους και επέτρεψε τη σημαντική ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής. Οι εκκαθαρίσεις ήταν μέρος της προετοιμασίας σε βάθος των λαϊκών μαζών για την αντίσταση κατά των επερχόμενων ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων.

Να η μαρτυρία του Τζον Σκοτ για το Μαγκνιτογκόρσκ:

«Ο Στσεφτσένκο διεύθυνε το 1936 τα εργοστάσια παραγωγής φωταερίου και τους δύο χιλιάδες εργάτες τους. Ηταν ένας δύστροπος άνθρωπος, εξαιρετικά δυναμικός και φιλόδοξος, συχνά τραχύς και χυδαίος. Ωστόσο, ο Στσεφτσένκο δεν ήταν κακός διευθυντής. Οι εργάτες τον υπάκουαν και έσπευδαν να εκτελέσουν τις εντολές του. Ο Στσεφτσένκο καταγόταν από ένα μικρό χωριό της Ουκρανίας. Το 1920, ενόσω οι λευκοφρουροί του Ντενίκιν κατείχαν τη χώρα, ο νεαρός Στσεφτσένκο -ήταν τότε δεκαεννέα ετών- στρατολογήθηκε στη χωροφυλακή. Αργότερα, ο Ντενίκιν απωθήθηκε και ο Κόκκινος Στρατός ανακατέλαβε τη χώρα. Το ένστικτο επιβίωσης ώθησε τον Στσεφτσένκο να αποκηρύξει το παρελθόν του και να μετοικήσει σε άλλο μέρος της χώρας όπου έπιασε δουλειά σε κάποιο εργοστάσιο. Χάρη στο δυναμισμό και τη δράση του, ο πρώην χωροφύλακας, πρωτοστάτης διωγμών, είχε μεταμορφωθεί εξαιρετικά γρήγορα σε πολλά υποσχόμενο διοικητικό στέλεχος του συνδικάτου. Επιδεικνύοντας μεγάλο προλεταριακό ενθουσιασμό, εργαζόταν σκληρά και δεν υποχωρούσε μπροστά σε τίποτα, προκειμένου να προωθηθεί ακόμα και σε βάρος των συντρόφων του, αν αυτό ήταν αναγκαίο. Έπειτα μπήκε στο Κόμμα, στο Ινστιτούτο των Κόκκινων Διευθυντών, κατέλαβε διάφορες κορυφαίες θέσεις στα συνδικάτα και τελικά, το 1931, τον έστειλαν στο Μαγκνιτογκόρσκ σαν βοηθό διευθυντή στον τομέα των κατασκευών.

Τ ο 1935, από κάποια πόλη της Ουκρανίας, έφτασε εκεί ένας εργάτης και διηγήθηκε ορισμένα γεγονότα σχετικά με τη δράση του Στσεφτσένκο το 1920. Ο Στσεφτσένκο τον δωροδόκησε και του εξασφάλισε μια καλή θέση. Όμως οι φήμες είχαν πια διαδοθεί.

Ενα βράδυ, ο Στσεφτσένκο οργάνωσε ένα τρικούβερτο γλέντι στο Μαγκνιτογκόρσκ. Ο αρχιτεχνίτης και οι σύντροφοί του, τιμώντας ιδιαίτερα τα εδέσματα, γλεντοκόπησαν όλη τη νύχτα και ένα μεγάλο μέρος της επόμενης νύχτας.

Ενα ωραίο πρωί, ο Στσεφτσένκο παύθηκε, μαζί με 5-6 άμεσους υφισταμένους του. Δεκαπέντε μήνες αργότερα, ο Στσεφτσένκο δικάστηκε και καταδικάστηκε σε δεκαετή καταναγκαστικά έργα.

Ο Στσεφτσένκο ήταν ένας κομπιναδόρος, ένας κακοήθης και αδίστακτος οπορτουνιστής. Τα ιδεώδη του σε καμιά περίπτωση δεν είχαν σχέση με τα ιδεώδη των ιδρυτών του σοσιαλισμού. Ωστόσο, δεν ήταν σίγουρα κατάσκοπος στην υπηρεσία της Ιαπωνίας, όπως ισχυρίζονταν οι δικαστές του. Δεν έτρεφε κανενός είδους τρομοκρατικές προθέσεις ενάντια στην κυβέρνηση και τα ηγετικά στελέχη του Κόμματος. Τέλος, δεν είχε προμελετήσει την έκρηξη (που έγινε το 1935 και στοίχισε τη ζωή σε τέσσερις εργάτες).

Τη σπείρα του Στσεφτσένκο αποτελούσαν καμιά εικοσαριά άτομα. Σε όλους επιβλήθηκαν βαριές ποινές. Ορισμένοι από αυτούς ήταν εξίσου οπορτουνιστές και κομπιναδόροι. Άλλοι πάλι ήταν στην πραγματικότητα αντεπαναστάτες που επιδίωκαν συνειδητά να κάνουν ό,τι ήταν δυνατό για να αποδυναμώσουν τα σοβιέτ. Άλλοι, όμως, είχαν απλά την ατυχία να έχουν ως προϊστάμενο κάποιον που έμελλε να τραβήξει πάνω του τους κεραυνούς του Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών Υποθέσεων. Ο Νικολάι Μιχαϊλοβιτς Ούντκιν, ένας από τους συναδέλφους του Στσεφτσένκο, ήταν ο πρωτότοκος γιος μιας ουκρανικής οικογένειας. Είχε το αίσθημα ότι η Ουκρανία είχε κατακτηθεί, ότι οι νέοι αφέντες της τη ν οδηγούσαν στην καταστροφή. Πίστευε ότι το καπιταλιστικό σύστημα ήταν προτιμότερο από το σοσιαλισμό. Ηταν ένας άνθρωπος που, ίσως, να είχε βοηθήσει τους Γερμανούς να απελευθερώσουν την Ουκρανία” το 1941. Τιμωρήθηκε, και αυτός, με δεκαετή καταναγκαστικά έργα».

«Πολλοί ήταν οι γραφειοκράτες που τα χρειάστηκαν τον καιρό των εκκαθαρίσεων. Ανώτεροι υπάλληλοι, διευθυντές, που πρώτα δεν είχαν ποτέ προσέλθει στους χώρους δουλειάς πριν από τις δέκα το πρωί, έφταναν τότε στις τεσσερισήμισι. Άλλοτε, δεν είχαν δώσει ποτέ σημασία στα λάθη, στα παράπονα και στις δυσκολίες. Τότε, από την αυγούλα μέχρι που νύχτωνε για τα καλά, ήταν στη θέση τους. Με ειλικρινή ζήλο, παρακολουθούσαν άγρυπνα την εκτέλεση του προγράμματος, τις οικονομίες, την καλοπέραση των εργατών και υπαλλήλων τους».

«Γενικά, η παραγωγή αυξήθηκε από το 1938 ως το 1941. Στα τέλη του 1938, οι άμεσες αρνητικές επιπτώσεις των εκκαθαρίσεων είχαν σχεδόν εκλείψει. Οι βιομηχανίες του Μαγκνιτογκόρσκ είχαν μια παραγωγή που έφτανε το μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Σε όλα τα εργοστάσια, κάθε εργαζόμενος είχε συνείδηση της έντασης που, από το Μόναχο, επικρατούσε σε όλη την ΕΣΣΔ. (...) Η καπιταλιστική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενωσης, που προετοιμαζόταν από χρόνια, θα εξαπολυθεί από στιγμή σε στιγμή, επαναλάμβαναν σε όλους τους τόπους ραδιόφωνο, τύπος, δάσκαλοι, ομιλητές, Κόμμα, συνδικάτα. Κάθε χρόνο, διπλασιάζονταν οι δαπάνες για την εθνική άμυνα. Αποθηκεύτηκαν τεράστια αποθέματα πολεμικού υλικού, μηχανών, καυσίμων, τροφίμων. Η δύναμη του Κόκκινου Στρατού πέρασε από τα δύο εκατομμύρια άντρες το 1938 στα έξι ή επτά εκατομμύρια την άνοιξη του 1941. Τα εργοστάσια παραγωγής βαγονιών και μηχανοκατασκευών των Ουραλίων, της Κεντρικής Ασίας και της Σιβηρίας δούλεψαν πιο εντατικά. Όλα αυτά απορρόφησαν το μικρό πλεόνασμα παραγωγής που οι εργάτες είχαν αρχίσει να γεύονται από το 1935 ως το 1938 με τη μορφή ποδηλάτων, ρολογιών χεριού, ραδιοφώνων, αλλαντικών καλής ποιότητας ή άλλων προϊόντων διατροφής».

ΕΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΘΑΥΜΑ

Στη διάρκεια της εκβιομηχάνισης, οι Σοβιετικοί εργαζόμενοι πραγματοποίησαν οικονομικά θαύματα που προκαλούν πάντοτε θαυμασμό.

Ο Κουρομίγια κλείνει τη μελέτη του για τη σταλινική εκβιομηχάνιση με τα εξής λόγια:

«Τα επιτεύγματα που πραγματοποιήθηκαν από την επανάσταση των ετών 1928-1931 έβαλαν τα θεμέλια της θεαματικής βιομηχανικής ανάπτυξης της δεκαετίας του ’30 που έσωσε τη χώρα στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα τέλη του 1932, το ακαθάριστο βιομηχανικό προϊόν είχε υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με το 1928. Στο μέτρο που τα σχέδια του πρώτου πεντάχρονου πλάνου έμπαιναν το ένα μετά το άλλο σε εφαρμογή στα μέσα του 1930, η βιομηχανική παραγωγή γνώρισε εκπληκτική ανάπτυξη. Στη διάρκεια των ετών 1934-1936, τα επίσημα στοιχεία έδειχναν μια αύξηση της τάξης του 88% για την ακαθάριστη βιομηχανική παραγωγή. Στη διάρκεια της δεκαετίας από το 1927-1928 ως το 1937, η ακαθάριστη βιομηχανική παραγωγή αυξανόταν από 18.300 εκατομμύρια ρούβλια σε 95.500 εκατομμύρια. Η παραγωγή χάλυβα ανερχόταν από 3,3 εκατομμύρια τόνους σε 14,5, γαιάνθρακα από 35,4 εκατομμύρια κυβικά μέτρα σε 128, ηλεκτρικής ενέργειας από 5,1 δισεκατομμύρια κιλοβατώρες σε 36,2, εργαλειομηχανών από 2.098 μονάδες σε 36.120. Ακόμα κι αν παραβλέψουμε τις υπερβολές, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι τα επιτεύγματα αυτά προκαλούν ίλιγγο».

Ο Λένιν είχε εκφράσει την εμπιστοσύνη του στην ικανότητα του σοβιετικού λαού να οικοδομήσει το σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα δηλώνοντας:
«Κομμουνισμός είναι σοβιετική εξουσία συν εξηλεκτρισμός όλης της χώρας».

Στο πλαίσιο αυτής της προοπτικής, το 1920, ο Λένιν είχε προτείνει ένα γενικό σχέδιο εξηλεκτρισμού που προέβλεπε την κατασκευή στη διάρκεια των επόμενων δεκαπέντε χρόνων, 30 σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ισχύος 1,75 εκατομμυρίων Κ W. Όμως, χάρη στη θέληση και την επιμονή του Στάλιν και της μπολσεβίκικης ηγεσίας, το 1935, η Σοβιετική Ένωση διέθετε μια ισχύ 4,07 εκατομμυρίων KW. Το τολμηρό όραμα του Λένιν είχε πραγματοποιηθεί κατά 233% από τον Στάλιν!

Οδυνηρή διάψευση για όλους εκείνους τους καλλιεργημένους αποστάτες που είχαν διαβάσει κάπου ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, και μάλιστα αγροτική, ήταν πράγμα αδύνατο. Η θεωρία του «ανέφικτου του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», που διαδόθηκε από τους μενσεβίκους και τους τροτσκιστές, δεν έκφραζε τίποτε άλλο από την ηττοπάθεια και το πνεύμα συνθηκολόγησης μιας κάποιας μικροαστικής μερίδας. Στο μέτρο που προχωρούσε η υπόθεση του σοσιαλισμού, όλο και μεγάλωνε το μίσος του για τον υπαρκτό σοσιαλισμό, για το σοσιαλισμό που δεν ήταν δυνατό να υπάρξει.

Η αύξηση των σταθερών κεφαλαίων μεταξύ 1913 και 1940 δίνει μια αρκετά σαφή ιδέα της απίστευτης προσπάθειας που κατέβαλλε ο σοβιετικός λαός. Με βάση ένα δείκτη 100 για τη χρονιά που προηγήθηκε του A' Παγκόσμιου Πολέμου, τα σταθερά κεφάλαια στη βιομηχανία έφτασαν τον αριθμό 136 τη στιγμή που ξεκινούσε το πρώτο πεντάχρονο πλάνο το 1928. Την παραμονή του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1940, ο δείκτης ήταν της τάξης των 1.085 μονάδων, είχε, δηλαδή οκταπλασιαστεί μέσα σε δώδεκα χρόνια. Τα σταθερά κεφάλαια της γεωργίας είχαν σημειώσει άνοδο από τις 100 στις 141 μονάδες, ακριβώς πριν από την κολεκτιβοποίηση το 1928, για να φτάσουν στις 333 μονάδες το 1940.

Για έντεκα χρόνια, από το 1930 ως το 1940, η Σοβιετική Ένωση γνώρισε μια μέση ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής της τάξης του 16,5%.

Στη διάρκεια της εκβιομηχάνισης, καταβλήθηκε ουσιαστικά η προσπάθεια να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις εκείνες που θα διασφάλιζαν την ελευθερία και την ανεξαρτησία της σοσιαλιστικής
ατρίδας. Ταυτόχρονα, το σοσιαλιστικό καθεστώς έβαλε τα θεμέλια της μελλοντικής ευημερίας. Το μεγαλύτερο μέρος από την αύξηση ίου εθνικού εισοδήματος προοριζόταν για συσσώρευση. Δεν ήταν καν δυνατή η σκέψη για άμεση βελτίωση των υλικών προϋποθέσεων ευημερίας. Ναι, η ζωή των εργατών και των αγροτών ήταν δύσκολη.

Το προς συσσώρευση κεφάλαιο πέρασε από τα 3,6 δισεκατομμύρια ρούβλια το 1928 -που αντιπροσώπευε το 14,3% του εθνικού εισοδήματος- στα 17,7 δισεκατομμύρια το 1932, δηλαδή 44,2% του εθνικού εισοδήματος! Αντίθετα, το προς κατανάλωση κεφάλαιο, μειώθηκε ελαφρά - από 23,1 δισ. ρούβλια το 1930 σε 22,3 δισ. δύο χρόνια αργότερα. Σύμφωνα με τον Κουρομίγια, το 1932, οι πραγματικοί μισθοί των εργατών της Μόσχας έφταναν μόλις στο 53% του επιπέδου τους του 1928. Την ώρα που τα σταθερά βιομηχανικά κεφάλαια δεκαπλασιάζονταν σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, ο δείκτης κατασκευής κατοικιών έφτανε μόλις τις 225 μονάδες το 1940. Οι συνθήκες στέγασης δεν είχαν καθόλου βελτιωθεί.

Δεν είναι αλήθεια ότι η υπόθεση της εκβιομηχάνισης κατέληξε σε μια «στρατιωτικοφεουδαρχική εκμετάλλευση της αγροτιάς», όπως δήλωσε ο Μπουχάριν: η σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση που, φυσικά, δεν μπορούσε να στηριχτεί στην εκμετάλλευση αποικιών, πραγματοποιήθηκε χάρη στις θυσίες όλων των εργαζομένων, τόσο των εργατών όσο και των αγροτών και των διανοουμένων.

Ο Στάλιν παρέμενε όντως «απαθής στις τρομερές δυσκολίες της ζωής των εργαζομένων»; Ο Στάλιν καταλάβαινε απόλυτα ότι έπρεπε πρώτα να διασφαλιστεί η επιβίωση της σοσιαλιστικής πατρίδας και των ανθρώπων της προτού τεθεί το ζήτημα της υλικής βελτίωσης, και μάλιστα διαρκείας, του βιοτικού επιπέδου. Να κατασκευαστούν κατοικίες; Μα οι ναζί επιδρομείς κατέστρεψαν και πυρπόλησαν 1.710 πόλεις και πάνω από 70.000 μεγάλα και μικρά χωριά, αφήνοντας άστεγους 25 εκατομμύρια κατοίκους.

Το 1921, η Σοβιετική Ένωση ήταν μια κατεστραμμένη χώρα, που η ανεξαρτησία της δεχόταν απειλές από όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Χάρη στις τιτάνιες προσπάθειες είκοσι χρόνων, οι εργαζόμενοι έχτισαν μια χώρα που μπορούσε να αντιμετωπίσει την πιο αναπτυγμένη καπιταλιστική δύναμη της Ευρώπης, τη χιτλερική Γερμανία. Το να μαίνονται κατά της «βίαιης» εκβιομηχάνισης και ων «τρομερών δεινών που επιβλήθηκαν στο λαό» παλιοί και μέλλοντες φασίστες, το καταλαβαίνει κανείς. Αλλά ποιος λογικός άνθρωπος της Ινδίας, της Βραζιλίας, της Νιγηρίας, της Αιγύπτου είναι δυνατό να πάψει να κάνει όνειρα; Από τότε που κατάκτησαν την ανεξαρτησία τους, πόσο υπέφεραν οι λαοί των χωρών αυτών, το 90% των εργαζομένων; Και ποιος επωφελήθηκε από τα δεινά αυτά; Μήπως οι εργαζόμενοι των χωρών αυτών αποδέχτηκαν με πλήρη συνείδηση τις θυσίες αυτές, όπως έγινε στη Σοβιετική Ενωση; Και οι θυσίες του Ινδού, Βραζιλιάνου, Νιγηριανού, Αιγύπτιου εργάτη, μήπως έδωσαν τη δυνατότητα να μπουν τα θεμέλια ενός ανεξάρτητου οικονομικού συστήματος, ικανού να αντισταθεί στον πιο άγριο ιμπεριαλισμό, όπως έκανε ο Σοβιετικός εργάτης των δεκαετιών του ’20 και του '30;

Η ΚΟΛΕΚΤΙΒΟΠΟΙΗΣΗ

Η κολεκτιβοποίηση, που άρχισε το 1929, υπήρξε μια ασυνήθιστη περίοδος σύνθετων και θυελλωδών ταξικών αγώνων. Ξεκαθάρισε το ζήτημα του ποια θα ήταν η ηγετική δύναμη στην ύπαιθρο: η αστική τάξη ή το προλεταριάτο. Η κολεκτιβοποίηση κατέστρεψε την οικονομική βάση της όψιμης αστικής τάξης της Σοβιετικής Ένωσης, εκείνης που πρόβαλλε σταθερά μέσα από τη μικρή παραγωγή και την ελεύθερη αγορά της υπαίθρου. Η κολεκτιβοποίηση προκάλεσε μια πρωτοφανή πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ανατροπή και έβαλε τις μάζες των αγροτών στο σοσιαλιστικό δρόμο.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ

Για να γίνει κατανοητή η κολεκτιβοποίηση, θα πρέπει να γίνει μια αναδρομή στην κατάσταση που επικρατούσε στη σοβιετική ύπαιθρο τη δεκαετία του ’20.

Από το 1921, οι μπολσεβίκοι είχαν επικεντρώσει τις προσπαθειές τους στον κύριο στόχο τους που ήταν η επαναλειτουργία της βιομηχανίας σε νέα, σοσιαλιστική βάση.

Ταυτόχρονα, επιδίωκαν την ανασυγκρότηση των παραγωγικών δυνάμεων στην ύπαιθρο, χάρη στην ανάπτυξη των ατομικών αγροτικών νοικοκυριών και των μικροεπιχειρήσεων, που προσπαθούσαν να ελέγξουν και να κατευθύνουν προς συνεταιριστικές μορφές.

Οι στόχοι αυτοί επιτεύχθηκαν γύρω στο 1927-1928. Ο Ρ. Ο. Ντέιβις, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, παρατηρεί:

«Μεταξύ 1922 και 1926, η νέα οικονομική πολιτική ήταν στο σύνολό της μια λαμπρή επιτυχία. Η παραγωγή της αγροτικής οικονομίας ήταν, το 1926, ίση με την παραγωγή ολόκληρου του γεωργικού τομέα, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης των εκτάσεων των μεγα-λογαιοκτημόνων, πριν από την επανάσταση. Η παραγωγή δημητριακών έφτανε περίπου στα προπολεμικά επίπεδα και η παραγωγή πατάτας τα ξεπερνούσε κατά 45%. (...) Η αναλογία της ακαθάριστης αγροτικής παραγωγής προς τις σπαρμένες εκτάσεις για αποκλειστική παραγωγή δημητριακών ήταν πιο χαμηλή το 1928 απ’ ό,τι το 1913 - ένας καλός γενικός δείκτης της προόδου στη γεωργία. (...) Το 1928, ο αριθμός των ζώων ξεπερνούσε κατά 7% έως 10% τα επίπεδα του 1914, σε ό,τι αφορά στις αγελάδες και τους χοίρους».

Η σοσιαλιστική επανάσταση είχε προσφέρει μεγάλα πλεονεκτήματα στις μάζες των αγροτών. Οι ακτήμονες είχαν πάρει κάποια έκταση. Οι υπερβολικά μεγάλες οικογένειες είχαν μπορέσει να μοιραστούν. Το 1927, υπήρχαν 24 με 25 εκατομμύρια αγροτικές οικογένειες, έναντι 19,5 το 1917. 0 αριθμός ατόμων ανά οικογένεια είχε μειωθεί από 6,1 σε 5,3. Οι άμεσοι φόροι και τα μισθώματα ήταν σαφώς χαμηλότερα σε σχέση με το παλιό καθεστώς. Οι αγρότες κρατούσαν και κατανάλωναν ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της συγκομιδής τους.

«Το 1927, τα δημητριακά που προορίζονταν για τις πόλεις, το στρατό, τη βιομηχανία και την εξαγωγή αριθμούσαν μόλις 10 εκατομμύρια τόνους, ενώ ο αριθμός αυτός ήταν της τάξης των 18,8 εκατομμυρίων τόνων κατά μέσο όρο την περίοδο 1909-1913, για ισομεγέθη τουλάχιστον συγκομιδή».

Παράλληλα, οι μπολσεβίκοι ενθάρρυναν τους αγρότες να σχηματίσουν κάθε είδους συνεταιρισμούς και δημιούργησαν δοκιμαστικά τα πρώτα κολχόζ (συνεταιριστικά αγροκτήματα). Ήθελαν απλά να δουν πώς θα μπορούσαν μελλοντικά να οδηγηθούν οι αγρότες στο δρόμο του σοσιαλισμού, χωρίς να καθορίζονται εκ των προτέρων οι προθεσμίες. Όμως, συνολικά, το 1927 υπήρχαν πολύ λίγα σοσιαλιστικά στοιχεία στην ύπαιθρο, όπου εξακολουθούσαν να κυριαρχούν οι αγρότες που καλλιεργούσαν ατομικά το μικρό κλήρο τους. Το 1927, είχε επιτευχθεί η συνένωση του 38% των αγροτών σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, όπου όμως τον πρώτο λόγο είχαν οι πλούσιοι αγρότες. Οι συνεταιρισμοί αυτοί έπαιρναν το 50% των αγροτικών πιστώσεων, καθώς το υπόλοιπο επενδυόταν σε ιδιωτικές καλλιέργειες, γενικά όπως αυτές των κουλάκων.

Αδυναμία του Κόμματος στην ύπαιθρο

Πρέπει να σημειωθεί ότι στις αρχές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, το Κόμμα των μπολσεβίκων διέθετε λίγες δυνάμεις στην ύπαιθρο.
Το 1917, υπήρχαν σε όλη την ΕΣΣΔ 16.700 μπολσεβίκοι αγρότες. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, χρόνια εμφύλιου πολέμου, πολλοί νεαροί αγρότες έγιναν δεκτοί στο Κόμμα. Το 1921, υπολογίζονταν σε 185.300. Αλλά ήταν κυρίως γιοι αγροτών που είχαν καταταγεί στον Κόκκινο Στρατό. Όταν έγινε και πάλι ειρήνη, έπρεπε να εξακριβωθούν οι πολιτικές πεποιθήσεις όλων αυτών των νεαρών μαχητών. Ο Λένιν οργάνωσε τον πρώτο έλεγχο-εκκαθάριση ως αναγκαία προέκταση της πρώτης εκστρατείας μαζικής στρατολόγησης. Έπρεπε να προσδιοριστεί ποιος ανταποκρινόταν στις νόρμες. Από τους 200.000 αγρότες, 44,7% αποκλείστηκαν.

Την 1η Οκτώβρη του 1928, σε σύνολο 1.360.000 μελών και υποψηφίων, 198.000 ήταν αγρότες και εργάτες γης, δηλαδή το 14,5%.5 Στην ύπαιθρο, οι αναλογίες ήταν: ένα μέλος του Κόμματος για κάθε 420 κατοίκους και μία Οργάνωση Βάσης για κάθε τέσσερα χωριά, δηλαδή 20.700 Οργανώσεις Βάσης. Τα νούμερα αυτά αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία όταν τα συγκρίνουμε με τα «μόνιμα στελέχη» της τσαρικής αντίδρασης, τους ορθόδοξους ιερείς και άλλους ρασοφόρους, που ήταν 60.000!

Η νεολαία της υπαίθρου αποτελούσε τη μεγαλύτερη εφεδρεία του Κόμματος. Το 1928, η Κομσομόλ αριθμούσε στις τάξεις της ένα εκατομμύριο νεαρούς αγρότες. Οι στρατιώτες που είχαν υπηρετήσει στον Κόκκινο Στρατό κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και οι 180.000 γιοι αγροτών που κατατάσσονταν κάθε χρόνο στο στρατό όπου γινόταν κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση, ήταν σε γενικές γραμμές υποστηρικτές του καθεστώτος.

Τι ήταν ο Ρώσος αγρότης...

Μ’ άλλα λόγια, τι πρόβλημα κλήθηκε να αντιμετωπίσει το Κόμμα των μπολσεβίκων;

Η ύπαιθρος ήταν πάντοτε, κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος, κάτω από την άμεση επιρροή των παλιών προνομιούχων τάξεων και της παλιάς ορθόδοξης και τσαρικής ιδεολογίας. Ο κύριος όγκος της αγροτιάς παρέμενε καθυστερημένος και εξακολουθούσε να εργάζεται χρησιμοποιώντας ευρύτατα ξύλινα εργαλεία. Συχνά, οι κουλάκοι έπαιρναν στα χέρια τους τον έλεγχο των συνεταιρισμών, των πιστωτικών ενώσεων, ακόμα και των σοβιέτ της υπαίθρου. Επί
Στολίπιν, αστοί ειδικοί σε θέματα γεωργίας είχαν εγκατασταθεί στην ύπαιθρο, προκειμένου να προωθήσουν την αγροτική μεταρρύθμιση. Εξακολουθούσαν να ασκούν μεγάλη επιρροή ως πρωτεργάτες της σύγχρονης ιδιωτικής αγροτικής εκμετάλλευσης. Η διαχείριση του 90% της γης γινόταν σύμφωνα με το παραδοσιακό σύστημα της κοινότητας του χωριού, στην οποία τον πρώτο λόγο είχαν οι πλούσιοι αγρότες.

Η ακραία φτώχεια και άγνοια που χαρακτήριζαν τη μάζα των αγροτών υπήρξαν απ’ τους χειρότερους εχθρούς των μπολσεβίκων. Η νίκη σε βάρος του τσάρου και των γαιοκτημόνων ήταν σχετικά εύκολη. Αλλά πώς να νικηθούν η βαρβαρότητα, η αποκτήνωση, η δεισιδαιμονία. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε αναστατώσει την ύπαιθρο. Τα δέκα χρόνια σοσιαλισμού είχαν εισαγάγει τα πρώτα στοιχεία μιας σύγχρονης μαζικής κουλτούρας και μια υποτυπώδη κομμουνιστική στελέχωση. Αλλά τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αγροτιάς βάραιναν πάντοτε με όλη τους τη δύναμη.

Ο δρ. Έμιλ Τζόζεφ Ντίλον έζησε στη Ρωσία από το 1877 ως το 1914. Ταξίδεψε σε όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας. Γνώριζε τους υπουργούς, τους ευγενείς, τους γραφειοκράτες και τις διαδοχικές γενεές επαναστατών. Η μαρτυρία του για τη ρωσική αγροτιά αξίζει να μελετηθεί προσεκτικά.

Περιγράφει πρώτα απ’ όλα σε τι υλική αθλιότητα ζούσε η πλειονότητα των αγροτών.

«Ο Ρώσος αγρότης πάει για ύπνο στις έξι ή και στις πέντε η ώρα το χειμώνα, γιατί δεν μπορεί να αγοράσει πετρέλαιο για ν’ ανάψει τις λάμπες του. Δεν έχει κρέας, αυγά, βούτυρο, γάλα και συχνά ούτε λαχανικά και ζει κυρίως με μαύρο ψωμί και πατάτες. Ζει; Αργοπεθαίνει με την ανεπαρκή ποσότητα τροφίμων που διαθέτει».

Επειτα ο Ντίλον μιλάει για την πολιτική και πολιτιστική καθυστέρηση στην οποία ζούσαν οι αγρότες.

«Ο αγροτικός πληθυσμός ήταν μεσαιωνικός ως προς τα ήθη και τα έθιμα, ασιατικός ως προς τους πόθους του και προϊστορικός ως προς τις αντιλήψεις του για τη ζωή. Οι αγρότες πίστευαν ότι οι Ιάπωνες είχαν κερδίσει τον πόλεμο της Μαντζουρίας (1905) παίρνοντας τη μορφή μικροβίων που έμπαιναν στα άρβυλα των Ρώσων στρατιωτών, τους δάγκωναν το πόδι και προκαλούσαν έτσι το θάνατό τους. Οταν έπεφτε επιδημία σε μια περιοχή, συχνά σκότωναν τους γιατρούς επειδή “είχαν δηλητηριάσει τις πηγές και προκαλέσει την εξάπλωση της ασθένειας”. Καίνε πάντοτε με ενθουσιασμό τις μάγισσες. Ξεθάβουν ένα νεκρό για να κατευνάσουν ένα πνεύμα. Γδύνουν εντελώς τις άπιστες συζύγους, τις δένουν πίσω από ένα κάρο και τις τριγυρίζουν στο χωριό. Και όταν οι μοναδικοί περιορισμοί που κρατούν μια τέτοια μάζα σε τάξη αίρονται ξαφνικά, οι συνέπειες για την κοινότητα είναι καταστροφικές. Ανάμεσα στο λαό και την αναρχία παρεμβαλλόταν για πολλές γενιές η εύθραυστη προστατευτική ασπίδα της πρωτόγονης ιδέας περί Θεού και περί τσάρου. Και από την εκστρατεία της Μαντζουρίας, η ασπίδα αυτή είχε αρχίσει να κονιορτοποιείται ολοταχώς».

Νέα διαφοροποίηση των τάξεων

Το 1927, έπειτα από την αυθόρμητη εξέλιξη της ελεύθερης αγοράς, το 7% των αγροτών, δηλαδή 2.700.000 αρχηγοί οικογενειών, βρέθηκαν ξανά χωρίς γη. Ηταν 3.200.000 το 1929. Κάθε χρόνο, διακόσιες πενήντα χιλιάδες μικροκαλλιεργητές έχαναν το χωράφι τους. Να προσθέσουμε ότι οι ακτήμονες αυτοί δε γίνονταν πια δεκτοί στην παραδοσιακή κοινότητα του χωριού... Το 1927 πάντοτε, οι φτωχοί αγρότες που δε διέθεταν ούτε άλογο ούτε άροτρο υπολογίζονταν σε 7 εκατομμύρια. Στην Ουκρανία, 2,1 από τα 5.3 εκατομμύρια οικογένειες δε διέθεταν ούτε άλογο ούτε βόδι. Οι φτωχοί αυτοί αγρότες αποτελούσαν το 35% του αγροτικού πληθυσμού. Οι αριθμοί αυτοί προέρχονται από την Εισήγηση του Μόλοτοφ στο 15ο Συνέδριο.

Η μεγάλη πλειονότητα απαρτιζόταν από μεσαίους αγρότες: 51% έως 53%. Ομως, κι αυτοί εργάζονταν ακόμα με πρωτόγονα μέσα. Το 1929, 60% των οικογενειών στην Ουκρανία δε διέθεταν κανενός είδους μηχάνημα. 71% των οικογενειών στο Βόρειο Καύκασο, 87,5% στον Κάτω Βόλγα και 92,5% στην Κεντρική Περιοχή της Μαύρης Γης βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση. Και εδώ μιλάμε για τους κυριότερους σιτοβολώνες.

Στο σύνολο της Σοβιετικής Ενωσης, 5% με 7% των αγροτών κατόρθωσαν να πλουτίσουν: οι κουλάκοι. Σύμφωνα με την απογραφή του 1927, 3,2% των οικογενειών διέθεταν κατά μέσο όρο
2.3 ζώα έλασης και 2,5 αγελάδες, με μέσο όρο για όλη την ύπαιθρο 1,0 και 1,1 αντίστοιχα. Υπήρχαν συνολικά 950.000 οικογένειες, ποσοστό 3,8%, που προσλάμβαναν εργάτες γης ή εκμίσθωναν μέσα παραγωγής.

Ποιος ελέγχει την αγορά σιτηρών;

Για να τραφούν οι γοργά αναπτυσσόμενες πόλεις και επομένως να πετύχει η εκβιομηχάνιση της χώρας, έπρεπε να εξασφαλιστεί ο εφοδιασμός τους σε σιτηρά.

Καθώς οι αγρότες δεν ήταν πια θύματα της εκμετάλλευσης των γαιοκτημόνων, κατανάλωναν ένα μεγαλύτερο μέρος του σταριού τους. Οι πωλήσεις στις αγορές -εκτός υπαίθρου- είχαν πέσει στο 73,2% των ποσοτήτων που είχαν πουληθεί το 1913.14

Όμως, αυτά τα εμπορευματοποιημένα δημητριακά είχαν επίσης μια εντελώς διαφορετική προέλευση. Πριν από την επανάσταση, το 72% των εμπορεύσιμων σιτηρών προερχόταν από τις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις (γαιοκτήμονες και κουλάκοι). Το 1926, αντίθετα, οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί προμηθεύουν το 74% των εμπορεύσιμων σιτηρών. Καταναλώνουν το 89% της παραγωγής τους, και δεν πηγαίνουν στην αγορά παρά μόνο το 11% των σιτηρών τους. Οι μεγάλες σοσιαλιστικές αγροτικές καλλιέργειες, τα κολχόζ και σοβχόζ, δεν αντιπροσώπευαν παρά μόνο το 1,7% της συνολικής παραγωγής σιτηρών και 6% των εμπορεύσιμων σιτηρών. Αλλά εμπορευματοποιούσαν το 47,2%, σχεδόν το μισό, της συγκομιδής τους.

Το 1926, οι κουλάκοι, ανερχόμενη δύναμη, έλεγχαν το 20% του εμπορίου σιτηρών. 

Σύμφωνα με άλλη στατιστική, στο ευρωπαϊκό τμήμα της ΕΣΣΔ, οι κουλάκοι και το ανώτερο στρώμα των μέσων αγροτών, δηλαδή ένα 10% με 11 % των οικογενειών, πραγματοποιούσαν το 56% των πωλήσεων σιτηρών το 1927-1928.

Το 1927, ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ σοσιαλιστικής και καπιταλιστικής οικονομίας μπορεί να μετρηθεί ως εξής: η κολεκτιβοποιημένη γεωργία παραδίδει 0,57 εκατομμύρια τόνους σιτηρών στην αγορά, οι κουλάκοι 2,13 εκατομμύρια.

Η κοινωνική δύναμη που θα πάρει στα χέρια της το εμπόριο των σιτηρών θα μπορεί να αποφασίζει για την τροφοδοσία των εργατών και των κατοίκων των πόλεων και συνεπώς για την τύχη της εκβιομηχάνισης. Ο αγώνας θα είναι ανήλεος.

Προς την αντιπαράθεση

Προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα κεφάλαια για την εκβιομηχάνιση, το κράτος πλήρωσε από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 μια σχετικά χαμηλή τιμή για το στάρι.

Το φθινόπωρο του 1924, έπειτα από μια αρκετά ισχνή συγκομιδή, το κράτος δεν κατορθώνει να αγοράσει τα δημητριακά στην καθορισμένη τιμή. Οι κουλάκοι και οι ιδιώτες έμποροι τα αγοράζουν στην τιμή της ελεύθερης αγοράς, υπολογίζοντας να κερδοσκοπήσουν με την άνοδο των τιμών την άνοιξη και το καλοκαίρι.

Το Μάη του 1925, το κράτος αναγκάζεται να διπλασιάσει τις τιμές αγοράς σε σχέση με το Δεκέμβρη του 1924. Εκείνη τη χρονιά, η ΕΣΣΔ έχει μια καλή συγκομιδή. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας στις πόλεις επιφέρει αυξημένη ζήτηση σιτηρών. Οι τιμές αγοράς που πληρώνει το κράτος παραμένουν σε υψηλά επίπεδα από τον Οκτώβρη ως το Δεκέμβρη του 1925. Καθώς όμως υπάρχει έλλειψη προϊόντων ελαφράς βιομηχανίας, οι πιο πλούσιοι αγρότες αρνούνται να πουλήσουν το στάρι τους. Το κράτος αναγκάζεται να υπαναχωρήσει και να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για εξαγωγή των σιτηρών, να μειώσει τις εισαγωγές βιομηχανικού εξοπλισμού και, στη συνέχεια, τις πιστώσεις προς τη βιομηχανία. Αυτά είναι τα πρώτα σημάδια μιας σοβαρής κρίσης και μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις.

Τ ο 1926, η συγκομιδή των σιτηρών φτάνει τους 76,8 εκατομμύρια τόνους, ενώ ήταν 72,5 εκατομμύρια τόνοι την προηγούμενη χρονιά. Το κράτος πραγματοποιεί τις προμήθειες του σε τιμές χαμηλότερες απ’ ό,τι το 1925.

Το 1927, η συγκομιδή πέφτει στα επίπεδα του 1925. Στις πόλεις, η κατάσταση απέχει πολύ απ’ το να είναι ρόδινη. Η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα και αυξάνεται με την άφιξη κατεστραμμένων αγροτών. Η μισθολογική διαφοροποίηση μεταξύ εργατών και τεχνητών οξύνεται. Οι ιδιώτες έμποροι, που ελέγχουν πάντοτε το μισό εμπόριο κρεάτων στις πόλεις, πλουτίζουν με προκλητικό τρόπο. Νέα απειλή πολέμου βαραίνει την ΕΣΣΔ, μετά την απόφαση του Λονδίνου να διακόψει διπλωματικές σχέσεις με τη Μόσχα.

Η θέση του Μπουχάριν

Η επερχόμενη κοινωνική σύγκρουση αντικατοπτρίστηκε μέσα στο Κόμμα. Ο Μπουχάριν, κύριος σύμμαχος του Στάλιν στην ηγεσία την εποχή εκείνη, υπογραμμίζει τη σημασία της προόδου προς το σοσιαλισμό μέσω των σχέσεων της αγοράς. Το 1925, προτρέπει τους αγρότες να πλουτίσουν, προσθέτοντας:

«Θα προχωρήσουμε με την ταχύτητα του σαλιγκαριού».

Σε ένα γράμμα στις 2 Ιούνη του 1925, ο Στάλιν του γράφει:

«Δε μας ταιριάζει το σύνθημα “πλουτίστε”, είναι αποπροσανατολιστικό.. . Τ ο σύνθημά μας είναι η σοσιαλιστική συσσώρευση».

Ο αστός οικονομολόγος Κοντράτιεφ ήταν την εποχή εκείνη ο ειδικός με τη μεγαλύτερη επιρροή στις Επιτροπές Γεωργίας και Οικονομικών. Τασσόταν ανεπιφύλακτα υπέρ μιας μεγαλύτερης διαφοροποίησης στην ύπαιθρο, της ελαφρύτερης φορολόγησης των πλούσιων αγροτών, της μείωσης «των αφόρητων συντελεστών βιομηχανικής ανάπτυξης» και ενός αναπροσανατολισμού σε ό,τι αφορά στις πλουτοπαραγωγικές πηγές από τη βαριά βιομηχανία προς την ελαφριά βιομηχανία. Ο Τσαγιάνοφ, αστός οικονομολόγος μιας άλλης σχολής, τασσόταν μάλλον υπέρ της ανάπτυξης «κάθετων συνεταιρισμών», πρώτα για την πώληση και στη συνέχεια, για τη βιομηχανική μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων, παρά υπέρ ενός προσανατολισμού προς τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς, δηλαδή τα κολχόζ. Μια τέτοια πολιτική θα είχε αποδυναμώσει τα οικονομικά θεμέλια του σοσιαλισμού και θα είχε αναπτύξει νέες καπιταλιστικές δυνάμεις στην ύπαιθρο και στην ελαφριά βιομηχανία. Προστατεύοντας τον καπιταλισμό στο επίπεδο της παραγωγής, η αστική τάξη της υπαίθρου θα έβαζε επίσης στο χέρι τους συνεταιρισμούς πωλήσεων.

Ο Μπουχάριν ήταν άμεσα επηρεασμένος από τους δύο αυτούς ειδικούς, συγκεκριμένα όταν δήλωνε το Φλεβάρη του 1925:

«Οι αγροτικές κολεκτίβες δεν είναι η βασική αρτηρία, ο αυτοκινητόδρομος, ο κεντρικός δρόμος από τον οποίο οι αγρότες θα φτάσουν στο σοσιαλισμό».

Το 1927, η ύπαιθρος γνωρίζει μια μέτρια συγκομιδή. Η ποσότητα σιτηρών μειώνεται κατά δραματικό τρόπο στις αγορές των πόλεων. Οι κουλάκοι, που έχουν ενισχύσει τη θέση τους, φυλάνε το στάρι ποντάροντας στην έλλειψη για να κερδοσκοπήσουν και να προκαλέσουν ακόμα πιο σημαντική άνοδο των τιμών. Ο Μπουχάριν είναι της γνώμης ότι πρέπει να αυξηθούν οι επίσημες τιμές αγοράς και να επιβραδυνθεί η εκβιομηχάνιση.

«Σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι που δεν ήταν μέλη του Κόμματος υποστήριζαν αυτά τα συμπεράσματα», δηλώνει ο Ντέιβις.

Κολχόζ...

Ο Στάλιν καταλαβαίνει ότι ο σοσιαλισμός απειλείται από τρεις μεριές. Υπάρχει ο κίνδυνος εξεγέρσεων στις πόλεις λόγω της πείνας, η ενίσχυση της θέσης των κουλάκων στην ύπαιθρο μπορεί να καταστήσει αδύνατη τη σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση και, τέλος, υπάρχει ο φόβος ξένων στρατιωτικών επεμβάσεων.

Σύμφωνα με τον Καλίνιν, τον πρόεδρο της ΕΣΣΔ, μια επιτροπή του Πολιτικού Γραφείου για την ανάπτυξη των κολχόζ, με επικεφαλής τον Μόλοτοφ, πραγματοποίησε, το 1927, «μια πνευματική επανάσταση». Η εργασία της κατέληξε στην υιοθέτηση μιας απόφασης στο 15ο Συνέδριο του Κόμματος, το Δεκέμβρη του 1927. Διαβάζουμε:

«Πού είναι η διέξοδος; Η διέξοδος συνίσταται στη μετατροπή των μικρών και κατακερματισμένων αγροτικών νοικοκυριών σε εκτενή και συσσωματωμένα αγροκτήματα, στη βάση της από κοινού καλλιέργειας της γης, στο πέρασμα στη συλλογική εργασία, στη βάση μιας πιο εξελιγμένης τεχνικής. Η διέξοδος συνίσταται στη συνένωση των μικρών και περιορισμένης δυνατότητας αγροτικών νοικοκυριών με βαθμιαίο αλλά σταθερό τρόπο, όχι με μεθόδους πίεσης, αλλά με τον παραδειγματισμό και την πειθώ, ώστε να γίνουν μεγάλες επιχειρήσεις στη βάση της κοινής και αδελφικής καλλιέργειας της γης, προσφέροντάς τους γεωργικά μηχανήματα και τρακτέρ, εφαρμόζοντας επιστημονικές μεθόδους για την εντατικοποίηση της γεωργίας».

Το 1927 πάντοτε, αποφασίζεται να ενταθεί «η πολιτική περιορισμού των εκμεταλλευτικών τάσεων της αστικής τάξης της υπαίθρου». Η κυβέρνηση επιβάλλει υψηλότερους φόρους στο σύνολο των εισοδημάτων των κουλάκων. Οι τελευταίοι υποχρεώνονται να συνεισφέρουν περισσότερο όταν το κράτος συγκεντρώνει τα σιτηρά. Το σοβιέτ του χωριού έχει τη δυνατότητα να τους αφαιρέσει τα πλεονάσματα γης. Ο αριθμός εργατών που μπορούν να προσλάβουν είναι περιορισμένος.

... ή ατομικό αγροτικό νοικοκυριό;

Το 1928, όπως και το 1927, η συγκομιδή σιτηρών είναι κατώτερη κατά περίπου 3,5 με 4,5 εκατομμύρια τόνους από εκείνη του 1926 εξαιτίας των πολύ κακών κλιματολογικών συνθηκών. Το Γενάρη του 1928, το Πολιτικό Γραφείο αποφασίζει ομόφωνα να καταφύγει σε έκτακτα μέτρα, επιτάσσοντας το σιτάρι των κουλάκων και των πλούσιων αγροτών, προκειμένου να αποφευχθεί ο λιμός στις πόλεις.

«Η δυσαρέσκεια των εργατών φούντωνε ολοένα και παρατηρούνταν εντάσεις στην ύπαιθρο. Η κατάσταση κρινόταν αδιέξοδη. Χρειαζόταν πόση θυσία να βρεθεί ψωμί για να τραφούν οι πόλεις», θα γράψουν δύο μπουχαρινικοί το 1988.

Η ηγεσία του Κόμματος, με επικεφαλής τον Στάλιν, δε βλέπει παρά μία μόνο διέξοδο: την ταχύτερη δυνατή ανάπτυξη του κολχόζνικου κινήματος.

Ο Μπουχάριν αντιτίθεται. Την 1η Ιούνη του 1928, στέλνει ένα γράμμα στον Στάλιν. Τα κολχόζ, γράφει, δεν μπορεί να είναι η διέξοδος, γιατί θα χρειαστούν κάμποσο χρόνια για να στηθούν. Πόσο μάλλον, που δεν είναι δυνατός ο άμεσος εξοπλισμός τους με μηχανήματα.

«Πρέπει να ευνοηθούν οι ατομικές γεωργικές καλλιέργειες και να εξομαλυνθούν οι σχέσεις με την αγροτιά».

Η ανάπτυξη της ατομικής καλλιέργειας θα γίνει ο βασικός άξονας της πολιτικής του Μπουχάριν. Ο τελευταίος δείχνει να συμφωνεί με την ιδιοποίηση από το κράτος ενός μέρους των προϊόντων των ατομικών καλλιεργητών προς όφελος της ανάπτυξης της βιομηχανίας, αλλά η «άντληση» αυτή θα πρέπει να γίνεται με τη μεσολάβηση... των μηχανισμών της αγοράς. Ο Στάλιν θα πει τον Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς, έχοντας υπόψη του τον Μπουχάριν:
«(...) στις γραμμές του Κόμματός μας υπάρχουν άνθρωποι, που προσπαθούν να προσαρμόσουν, ίσως χωρίς να το καταλαβαίνουν κι οι ίδιοι, το έργο της σοσιαλιστικής μας ανοικοδόμησης στα γούστα και στις ανάγκες της “σοβιετικής" αστικής τάξης».

Η κατάσταση στις πόλεις εξακολουθεί να επιδεινώνεται. Στη διάρκεια των ετών 1928 και 1929, μπαίνει αναγκαστικά δελτίο πρώτα στο ψωμί, κι έπειτα στη ζάχαρη, στο τσάι και το κρέας. Μεταξύ 1ης Οκτώβρη 1927 και 1929, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων ανεβαίνουν κατά 25,9%. Μάλιστα, η τιμή του σταριού στην ελεύθερη αγορά ανεβαίνει κατά 289%.30

Αρχές του 1929, ο Μπουχάριν μιλάει για τους «κρίκους μιας και της αυτής αλυσίδας της σοσιαλιστικής οικονομίας» και διευκρινίζει: «(...) οι κουλάκικες συνεταιριστικές εστίες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο θα περνούν βαθμιαία στο ίδιο σύστημα μέσω των τραπεζών κλπ. (...) Πότε εδώ, πότε εκεί ανάβει η πάλη των τάξεων στο χωριό με τις παλιές της εκδηλώσεις, κι η όξυνση αυτή προκαλείται συνήθως απ’ τα κουλάκικα στοιχεία (...) Τέτοιες όμως περιπτώσεις συμβαίνουν συνήθως εκεί, όπου ο τοπικός σοβιετικός μηχανισμός είναι ακόμα αδύνατος. Στο βαθμό που θα καλυτερεύει αυτός ο μηχανισμός, (...) στο βαθμό που θα καλυτερεύουν και θα δυναμώνουν οι τοπικές κομματικές οργανώσεις στα χωριά και οι οργανώσεις της κομμουνιστικής νεολαίας, τα φαινόμενα αυτού του είδους θα γίνονται, όπως είναι ολοφάνερο, όλο και πιο σπάνια και στο τέλος θα εξαφανιστούν χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη».

Με τις θέσεις αυτές, ο Μπουχάριν αναπτύσσει ήδη μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική «ταξικής ειρήνης». Εθελοτυφλεί μπροστά στην έντονη θέληση των κουλάκων να αντιταχθούν με όλα τα μέσα στην κολεκτιβοποίηση. Αναζητεί τα αίτια της πάλης των τάξεων στις «αδυναμίες» των μηχανισμών της κυβέρνησης και του Κόμματος και δεν καταλαβαίνει ότι στην ύπαιθρο, οι κουλάκοι έχουν διεισδύσει και επηρεάζουν βαθύτατα τους μηχανισμούς αυτούς. Η εκκαθάριση των μηχανισμών αυτών θα είναι επομένως από μόνη της ένας ταξικός αγώνας, σε συνδυασμό με την επίθεση ενάντια στους κουλάκους.

Στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Απρίλη του 1929, ο Μπουχάριν προτείνει την εισαγωγή σιτηρών, την άρση των έκτακτων μέτρων που επιβλήθηκαν στους «αγρότες», την αύξηση
των τιμών των αγροτικών προϊόντων, τη διασφάλιση «της επαναστατικής νομιμότητας», τη μείωση του ρυθμού εκβιομηχάνισης και την επιτάχυνση της κατασκευής μέσων παραγωγής αγροτικών προϊόντων. Ο Καγκάνοβιτς του απαντάει:

«Δεν κάνατε καμιά νέα πρόταση, και δεν είσαστε σε θέση να κάνετε, γιατί δεν υπάρχουν τέτοιες, επειδή εδώ έχουμε να κάνουμε με τον ταξικό μας εχθρό, που εξαπολύει επιθέσεις εναντίον μας, αρνείται να δώσει τα περισσεύματά του σε σιτηρά για τη σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση και δηλώνει: δώσ’ μου ένα τρακτέρ, δώσ’ μου εκλογικά δικαιώματα, και τότε θα πάρεις στάρι».

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΥΜΑ ΤΗΣ ΚΟΛΕΚΤΙΒΟΠΟΙΗΣΗΣ

Ο Στάλιν αποφασίζει να αντιμετωπίσει την πρόκληση, να στηρίξει τη σοσιαλιστική επανάσταση στην ύπαιθρο και να ξεκινήσει την τελική μάχη με την τελευταία καπιταλιστική τάξη στη Σοβιετική Ενωση, τους κουλάκους, την αστική τάξη του χωριού.

Ο κουλάκος

Η αστική τάξη δήλωνε πάντοτε ότι η κολεκτιβοποίηση στην ΕΣΣΔ «κατέστρεψε τα δυναμικά στοιχεία της υπαίθρου» και καταδίκασε τη γεωργία σε μόνιμη στασιμότητα. Περιγράφει τους κουλάκους ως «δυναμικούς και επιχειρηματικούς» ατομικούς καλλιεργητές. Δεν πρόκειται παρά για έναν ιδεολογικό μύθο που αποσκοπεί στην αμαύρωση του σοσιαλισμού και στην εξύμνηση της εκμετάλλευσης. Για να κατανοήσουμε την πάλη των τάξεων που εκτυλίχτηκε στην ΕΣΣΔ, είναι αναγκαίο να έχουμε μια πιο ρεαλιστική εικόνα του Ρώσου κουλάκου.

Να τι γράφει, στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας από τους καλύτερους Ρώσους ειδικούς σε θέματα αγροτικής ζωής:

«Κάθε αγροτική κοινότητα έχει πάντοτε τρεις ή τέσσερις κουλάκους και επιπλέον τουλάχιστον μισή ντουζίνα μικρότερες βδέλλες του ίδιου είδους. Δε χρειάζεται ούτε ιδιαίτερα προσόντα να διαθέτουν ούτε να δουλεύουν σκληρά, μόνο να έχουν γρήγορες αντιδράεις ώστε να χρησιμοποιούν για το δικό τους συμφέρον τις ανάγκες, τις έγνοιες, την αθλιότητα και τη δυστυχία των άλλων. (...) Το κύριο χαρακτηριστικό της τάξης αυτής είναι η σκληρή και αταλάντευτη ωμότητα ενός εντελώς απαίδευτου ανθρώπου που πορεύθηκε από τη φτώχεια προς τον πλούτο και έφτασε στο σημείο να πιστεύει ότι η απόκτηση χρημάτων, με οποιαδήποτε μέσα, είναι ο μοναδικός σκοπός στον οποίο ένας λογικός άνθρωπος μπορεί να αφοσιωθεί».

Και ο Αμερικανός Έμ. Τζ. Ντίλον, που γνωρίζει σε βάθος την παλιά Ρωσία, γράφει:

«Απ’ όλα τα ανθρωπόμορφα τέρατα που συνάντησα ποτέ στα ταξίδια μου, δεν μπορώ να θυμηθώ ένα που να ήταν τόσο κακό και απεχθές όσο ο Ρώσος κουλάκος».

Τα κολχόζ ξεπερνούν τους κουλάκους

Αν οι κουλάκοι, που αντιπροσωπεύουν ήδη το 5% του αγροτικού πληθυσμού, κατορθώσουν να διευρύνουν την οικονομική τους βάση και να επιβληθούν οριστικά ως κυρίαρχη δύναμη στην ύπαιθρο, η σοσιαλιστική εξουσία των πόλεων δε θα μπορέσει ν’ αντέξει την πολιορκία των αστικών αυτών δυνάμεων. Η ΕΣΣΔ παραμένει κατά 82% αγροτική χώρα. Αν το Κόμμα των μπολσεβίκων δεν είναι πια σε θέση να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό των εργατών σε σχετικά χαμηλές τιμές, θα απειληθούν τα ίδια τα θεμέλια της εξουσίας της εργατικής τάξης.

Από εδώ απορρέει και η αναγκαιότητα να επιταχυνθεί η κολεκτιβοποίηση ορισμένων τομέων της υπαίθρου, έτσι ώστε να αυξηθεί, σε σοσιαλιστική βάση, η παραγωγή εμπορεύσιμων σιτηρών. Η διατήρηση σχετικά χαμηλών τιμών στην αγορά σιτηρών είναι ουσιαστική για την επιτυχία της ταχείας εκβιομηχάνισης. Μια ανερχόμενη αστική τάξη του χωριού δε θα δεχτεί ποτέ μια τέτοια πολιτική. Μόνο οι φτωχοί και μέσοι αγρότες, ενωμένοι σε συνεταιρισμούς, μπορούν να την υποστηρίξουν. Η εκβιομηχάνιση θα επιτρέψει παράλληλα τον εκσυγχρονισμό της υπαίθρου, την αύξηση της παραγωγικότητάς της, τη βελτίωση του πολιτιστικού της επιπέδου. Πρέπει να παραχθούν τρακτέρ, φορτηγά, θεριστικές μηχανές για ν’ αποκτήσει μια στερεή υλική υποδομή ο σοσιαλισμός στην ύπαιθρο. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, είναι επιτακτική ανάγκη να επιταχυνθεί ο ρυθμός της εκβιομηχάνισης.

Την 1η Οκτώβρη του 1927, τα κολχόζ αριθμούν 286.000 αγροτικές οικογένειες. Είναι 1.008.000 την 1η Ιούνη του 1929.35 Μέσα σε τέσσερις μήνες, από Ιούνη μέχρι Οκτώβρη, το ποσοστό των κολχόζνικων αγροτών αυξάνει από 4% σε 7,5%.

Το 1929, η κολεκτιβοποιημένη γεωργία παράγει 2,20 εκατομμύρια τόνους εμπορεύσιμο στάρι, όσο και οι κουλάκοι δύο χρόνια πριν. Ο Στάλιν προβλέπει ότι τον επόμενο χρόνο θα τροφοδοτήσει τις πόλεις με 6,60 εκατομμύρια τόνους.

«Σήμερα στη χώρα μας», λέει ο Στάλιν στις 27 Δεκέμβρη του 1929, «υπάρχει αρκετή υλική βάση για να χτυπήσουμε τους κουλάκους, να τσακίσουμε την αντίστασή τους, να τους εξαλείψουμε σαν τάξη και να αντικαταστήσουμε την παραγωγή τους με την παραγωγή των κολχόζ και των σοβχόζ».

Ένα ακάθεκτο μαζικό κίνημα

Από τη στιγμή που η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος των μπολσεβίκων ρίχνει την ιδέα της επιτάχυνσης της κολεκτιβοποίησης, εκδηλώνεται ένα αυθόρμητο κίνημα, που υποστηρίζεται στις διάφορες περιοχές από ακτιβιστές, νεολαίους, πρώην μαχητές του Κόκκινου Στρατού και τον τοπικό μηχανισμό του Κόμματος.

Αρχές Οκτώβρη, το 7,5% του αγροτικού πληθυσμού είχε ήδη ενταχθεί στα κολχόζ και το κίνημα εντεινόταν. Το Κόμμα, που είχε δώσει τις γενικές κατευθύνσεις για την κολεκτιβοποίηση, διαπίστωνε μάλλον ένα μαζικό κίνημα, παρά το οργάνωνε.

«Το βασικό γεγονός της κοινωνικής και οικονομικής ζωής μας στην τωρινή στιγμή (...) είναι η κολοσσιαία ανάπτυξη του κολχόζνικου κινήματος», λέει ο Στάλιν στις 27Δεκέμβρη. «Τώρα, η απαλλοτρίωση των κουλάκων γίνεται απ’ τις ίδιες τις μάζες των φτωχών και μεσαίων αγροτών, που πραγματοποιούν τη γενική κολεκτιβοποίηση».

Όταν υιοθετήθηκε το πρώτο πεντάχρονο πλάνο, τον Απρίλη, το Κόμμα υπολόγιζε σε μια κολεκτιβοποίηση της τάξης του 10% των αγροτών το 1932-1933. Οπότε, τα κολχόζ θα παρήγαν το 15,5% των δημητριακών. Αυτό θα ήταν αρκετό για τον παραγκωνισμό των κουλάκων. Όμως τον Ιούνη, ο γραμματέας του Κόμματος στο Βόρειο Καύκασο, Αντρέγεφ, βεβαιώνει ότι 11,8% των αγροτικών οικογενειών έχουν ήδη ενταχθεί στα κολχόζ και ότι θα μπορούσαν να φτάσουν στο 22% στα τέλη του 1929.40

Την 1 η Γενάρη του 1930, το 18,1 % των αγροτικών οικογενειών ήταν μέλη κολχόζ.

Ενα μήνα αργότερα, είναι το 31,7%.41 Η Λιν Βιόλα σημειώνει:

«Η κολεκτιβοποίηση γνωρίζει πολύ γρήγορα μια δική της δυναμική, που οφείλεται ουσιαστικά στην πρωτοβουλία των στελεχών της υπαίθρου. Το κέντρο διέτρεχε τον κίνδυνο να χάσει τον έλεγχο του κινήματος».

Οι στόχοι που είχε βάλει η Κεντρική Επιτροπή με την απόφασή της στις 5 Γ ενάρη του 1930 επαναπροσδιορίζονται, προς τα πάνω, σε μεγάλο βαθμό από τις επαρχιακές επιτροπές. Στη συνέχεια, οι περιφερειακές επιτροπές υπερθεματίζουν και ανεβάζουν εκπληκτικά τους ρυθμούς. Το Γ ενάρη του 1930, οι περιοχές του Ουράλη, του Κάτω Βόλγα και του Μέσου Βόλγα καταγράφουν ήδη αριθμούς κολεκτιβοποίησης που κυμαίνονται από 39% ως 56%. Αρκετές περιοχές υιοθετούν ένα πρόγραμμα γενικής κολεκτιβοποίησης σε ένα χρόνο ή και σε μερικούς μήνες.43 Ενας σύγχρονος Σοβιετικός σχολιαστής γράφει:

«Αν το κέντρο κάνει λόγο για ένταξη του 15% των οικογενειών στα κολχόζ, η επαρχία ανεβάζει το ποσοστό στο 25%, το όκρουγκ στο 40% και η περιφέρεια στο 60%».

Το όκρουγκ ήταν μια διοικητική υποδιαίρεση που καταργήθηκε το 1930. Στην αρχή εκείνης της χρονιάς υπήρχαν 13 επαρχίες διαιρεμένες σε 207 όκρουγκ, υποδιαιρεμένα σε 2.811 περιφέρειες και 71.780 σοβιέτ χωριού.

Ο πόλεμος ενάντια στον κουλάκο

Αυτός ο ιλιγγιώδης αγώνας δρόμου προς την κολεκτιβοποίηση, συνοδεύεται από ένα κίνημα «αποκουλακοποίησης»: η γη των κουλάκων απαλλοτριώνεται και, σε μερικές περιπτώσεις, οι ίδιοι εξορίζονται. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια νέα φάση του προαιώνιου, λυσσαλέου αγώνα ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους αγρότες. Αιώνες τώρα, οι φτωχοί γνώριζαν συστηματικά την ήττα και τη συντριβή όταν, από απελπισία, τολμούσαν να αγανακτήσουν και να εξεγερθούν. Τη φορά αυτή όμως, έχουν, για πρώτη φορά, το επίσημο κράτος με το μέρος τους. Ένας φοιτητής, εργαζόμενος σε κολχόζ, λέει το 1930 στον Αμερικανό Χίντους:

«Ήταν και είναι ακόμα πόλεμος. Ο κουλάκος πρέπει να παραμεριστεί από το δρόμο μας τόσο ολοκληρωτικά όσο ένας εχθρός στο μέτωπο. Είναι ο εχθρός στο μέτωπο. Είναι ο εχθρός του κολχόζ».

Ο Πρεομπραζένσκι, που είχε υποστηρίξει σε βάθος τον Τρότσκι, στηρίζει τώρα με ενθουσιασμό τη μάχη για την κολεκτιβοποίηση.

«Οι εργαζόμενες μάζες της υπαίθρου υπήρξαν επί αιώνες θύματα εκμετάλλευσης. Τώρα, έπειτα από μια μεγάλη σειρά αιματηρές ήττες που άρχισαν με τις εξεγέρσεις του μεσαίωνα, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, το ισχυρό κίνημά τους έχει μια πιθανότητα νίκης».

Ο ριζοσπαστισμός στην ύπαιθρο εντείνεται επίσης από την κινητοποίηση και τον αναβρασμό που επικρατούν σε όλη τη χώρα εν όψει της εκβιομηχάνισης.

Ο ουσιαστικός ρόλος των πιο καταπιεσμένων μαζών

Αναρίθμητα αντικομμουνιστικά βιβλία μας μαθαίνουν ότι η κολεκτιβοποίηση «επιβλήθηκε» από την ηγεσία του Κόμματος και από τον Στάλιν και πραγματοποιήθηκε κάτω από συνθήκες τρομοκρατίας. Πρόκειται για προφανή διαστρέβλωση της αλήθειας. Τα βίαια επεισόδια της κολεκτιβοποίησης υποκινήθηκαν ουσιαστικά από τις πιο καταπιεσμένες μάζες της αγροτιάς, που δεν έβλεπαν άλλη διέξοδο εκτός από την κολεκτιβοποίηση. Ένας αγρότης από την Περιοχή της Μαύρης Γης δηλώνει:

«Έζησα όλη μου τη ζωή ανάμεσα στους εργάτες γης. Η Οκτωβριανή Επανάσταση μου έδωσε γη, χρόνο με το χρόνο μου χορηγήθηκαν πιστώσεις, αγόρασα ένα κακό άλογο, δεν μπορώ να οργώσω τη γη, τα παιδιά μου είναι σε άθλια κατάσταση και πεινάνε, με λίγα λόγια, δεν κατορθώνω να βελτιώσω το αγρόκτημά μου, παρά τη βοήθεια των σοβιετικών αρχών. Πιστεύω πως μία μόνο διέξοδος υπάρχει: να μπω κι εγώ σε μια φάλαγγα τρακτέρ και να βοηθήσω το κίνημα».

Η Λιν Βιόλα γράψει:

«Η κολεκτιβοποίηση, αν και προτάθηκε και στηρίχτηκε από το κέντρο, συγκεκριμενοποιήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, μέσα από μια σειρά ειδικών πολιτικών μέτρων, που προσπαθούσαν να ανταπο-κριθούν στις ατέλειωτες πρωτοβουλίες των οργάνων του Κόμματος και της κυβέρνησης σε επαρχιακό και περιφερειακό επίπεδο. Η κολεκτιβοποίηση και η συνεταιριστική γεωργία διαμορφώθηκαν μάλλον από τη δραστηριότητα απείθαρχων και αναρμόδιων ανώτερων υπαλλήλων της υπαίθρου, τους πειραματισμούς των υπεύθυνων των συνεταιριστικών αγροκτημάτων, που έπρεπε να τα βγάλουν πέρα, και την πραγματικότητα της καθυστερημένης υπαίθρου, παρά από τον Στάλιν και τις κεντρικές υπηρεσίες».

Η Λιν Βιόλα δικαίως υπογραμμίζει τη δυναμική της ίδιας της βάσης. Όμως, ερμηνεύει τα γεγονότα μονόπλευρα. Δυσκολεύεται να αντιληφθεί τη γενική γραμμή, που εφαρμόστηκε με συνέπεια από τον Στάλιν και το Κόμμα των μπολσεβίκων. Το Κόμμα επεξεργάστηκε τις γενικές κατευθύνσεις, και στη συνέχεια άφησε τη βάση και τα ενδιάμεσα στελέχη να πειραματιστούν. Το υλικό αυτό χρησίμευε τότε στην επεξεργασία νέων γενικών κατευθύνσεων, διορθωτικών κινήσεων, αναπροσαρμογών.

Η Λιν Βιόλα συνεχίζει:

«Το κράτος διεύθυνε με εγκυκλίους και διατάγματα, αλλά δε διέθετε ούτε την οργανωτική υποδομή ούτε το προσωπικό για να επιβάλει τη γραμμή του ή να εξασφαλίσει την ορθή εφαρμογή της πολιτικής του ως προς τη διαχείριση των υποθέσεων της υπαίθρου. Οι ρίζες του σταλινικού συστήματος στην ύπαιθρο δε βρίσκονται στην εξάπλωση των κρατικών ελέγχων, αλλά στην ίδια την απουσία τέτοιων ελέγχων και ενός καλά οργανωμένου διοικητικού συστήματος, πράγμα που, απ’ την άλλη, είχε ως αποτέλεσμα να γίνει η καταστολή ο βασικός μοχλός της εξουσίας στην ύπαιθρο».

Το συμπέρασμα αυτό, που απορρέει από μια προσεκτική παρατήρηση της πραγματικής πορείας της κολεκτιβοποίησης, μας επιτρέπει να κάνουμε δύο επισημάνσεις.

Η θέση περί «κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού» που ασκήθηκε από μια «πανταχού παρούσα γραφειοκρατία του Κόμματος» δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική μορφή άσκησης της σοβιετικής εξουσίας επί Στάλιν. Πρόκειται για μια διατύπωση μέσω της οποίας η αστική τάξη ξερνάει απλά το τυφλό μίσος της ενάντια στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Την περίοδο 1929-1933, το σοβιετικό κράτος δεν είχε ούτε τα τεχνικά μέσα ούτε το απαραίτητο ειδικευμένο προσωπικό ούτε αρκετό κομμουνιστικό στελεχικό δυναμικό για να διευθύνει με σχεδιασμένο και μεθοδευμένο τρόπο την κολεκτιβοποίηση. Το να περιγράφεται ως πανίσχυρο και ολοκληρωτικό κράτος είναι παράλογο.

Στην ύπαιθρο, η κολεκτιβοποίηση προωθήθηκε ουσιαστικά από τους πιο καταπιεσμένους αγρότες. Το Κόμμα προετοίμασε και εισηγήθηκε ιην κολεκτιβοποίηση, κομμουνιστές των πόλεων την πλαισίωσαν, όμως αυτή η γιγαντιαία ανατροπή των αγροτικών συνηθειών δεν ήταν δυνατό να πετύχει παρά μόνο αν οι πιο καταπιεσμένοι αγρότες ήταν πεισμένοι για την αναγκαιότητά της. Η κρίση της Λιν Βιόλα σύμφωνα με την οποία «η καταστολή είχε γίνει ο βασικός μοχλός της εξουσίας στην ύπαιθρο» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο βασικός μοχλός ήταν η κινητοποίηση, η συνειδητοποίηση, η κατάρτιση, η οργάνωση της βασικής μάζας της αγροτιάς. Αλλά αυτό το δημιουργικό έργο απαιτούσε, πράγματι, «καταστολή», δηλαδή πραγματοποιήθηκε και δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί διαφορετικά παρά μόνο μέσα από βίαιους ταξικούς αγώνες ενάντια στους ανθρώπους και τις συνήθειες της παλιάς τάξης πραγμάτων.

Όλοι οι αντικομμουνιστές βεβαιώνουν ότι ο Στάλιν ήταν ο εκπρόσωπος της πανίσχυρης γραφειοκρατίας που έπνιγε τη βάση. Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Για να εφαρμόσει την επαναστατική γραμμή της, η μπολσεβίκικη ηγεσία αναγκάστηκε συχνά να επικαλεστεί τις επαναστατικές δυνάμεις της βάσης, προκειμένου να βραχυκυκλώσει ορισμένα τμήματα του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Η Βιόλα το αναγνωρίζει: «Η επανάσταση δεν πραγματοποιήθηκε μέσα από συνηθισμένα διοικητικά κανάλια. Αντίθετα, το κράτος απευθυνόταν άμεσα στην κομματική βάση και στους τομείς-κλειδιά της εργατικής τάξης, με σκοπό να παρακάμψει τους ανώτερους υπαλλήλους της υπαίθρου. Η μαζική πρόσληψη εργατών και στελεχών από τα αστικά κέντρα, καθώς και η παράκαμψη της γραφειοκρατίας στόχευαν στην πραγματοποίηση νέων πολιτικών ανοιγμάτων, προκειμένου να μπουν τα θεμέλια ενός νέου συστήματος».

Η ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΗΣ ΚΟΛΕΚΤΙΒΟΠΟΙΗΣΗΣ

Πώς αντέδρασαν ο Στάλιν και η ηγεσία του Κόμματος των μπολσεβίκων στο αυθόρμητο και ορμητικό ρεύμα της κολεκτιβοποίησης και της «αποκουλακοποίησης»;

Προσπάθησαν ουσιαστικά να κατευθύνουν πολιτικά και πρακτικά, να βάλουν σε τάξη και να επαναπροσδιορίσουν το κίνημα που προχωρούσε.

Η ηγεσία του Κόμματος έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της, ώστε η μεγάλη επανάσταση της κολεκτιβοποίησης να διεξαχθεί κάτω από τις ιδανικότερες συνθήκες και με το λιγότερο κόστος. Αλλά δεν μπορούσε να εμποδίσει το ξέσπασμα των βαθιών ανταγωνισμών ούτε να «υπερπηδήσει» τις συνθήκες καθυστέρησης που επικρατούσαν στην ύπαιθρο.

Ο κομματικός μηχανισμός στην ύπαιθρο

Για να κατανοήσουμε την πολιτική του Κόμματος των μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι στο κατώφλι του 1930, ο κομματικός και ο κυβερνητικός μηχανισμός της υπαίθρου παρέμεναν εξαιρετικά αδύναμοι -το αντίθετο ακριβώς από την «τρομερή ολοκληρωτική μηχανή» που φαντάστηκαν οι εχθροί του κομμουνισμού. Η αδυναμία του κομμουνιστικού μηχανισμού ήταν μια από τις συνθήκες που επέτρεψαν στους κουλάκους να εξαπολύσουν όλες τους τις δυνάμεις σε ένα λυσσαλέο αγώνα κατά της νέας κοινωνίας.

Την 1η Γενάρη του 1930, σε ένα σύνολο αγροτικού πληθυσμού περίπου 120 εκατομμυρίων, οι κομμουνιστές υπολογίζονται σε 339.000! Είκοσι οκτώ κομμουνιστές για μια περιοχή 10.000 κατοίκων. Κομματικές οργανώσεις δεν υπάρχουν παρά μόνο στα 23.458 από τα 70.849 σοβιέτ χωριού και, σύμφωνα με το γραμματέα της περιοχής του Κεντρικού Βόλγα, Χαταγέβιτς, ορισμένα σοβιέτ χωριού είναι «κεντρικά πρακτορεία των κουλάκων». Οι παλιοί κουλάκοι και οι παλιοί αξιωματούχοι του τσάρου, που γνωρίζουν καλύτερα πώς κινούνται τα νήματα του δημόσιου βίου, έχουν διεισδύσει σε μεγάλο βαθμό στο Κόμμα. Τον κομματικό πυρήνα συγκροτούν νέοι αγρότες που έχουν πολεμήσει μέσα από τις τάξεις του Κόκκινου Στρατού στον εμφύλιο πόλεμο. Η πολιτική αυτή εμπειρία έχει διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν και ενεργούν. Έχουν μάθει να διοικούν και μόλις που γνωρίζουν τι σημαίνει πολιτική διαπαιδαγώγηση και κινητοποίηση.

«Η δομή του διοικητικού μηχανισμού της υπαίθρου ήταν βαριά, οι κατευθυντήριες γραμμές συγκεχυμένες, η οροθέτηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων αόριστη και ελάχιστα προσδιορισμένη. Κατά συνέπεια, κατά την εφαρμογή της αγροτικής πολιτικής, συχνά η κατάσταση έκλεινε είτε προς την ακραία αδράνεια, είτε προς το εμφυλιοπολεμικό είδος κινητοποίησης». Με αυτό λοιπόν το μηχανισμό, που συχνά σαμποτάριζε ή παραποιούσε τις οδηγίες της Κεντρικής Επιτροπής, έπρεπε να δοθεί η μάχη ενάντια στους κουλάκους και στην παλιά κοινωνία.

«Στην ουσία», λέει ο Καγκάνοβιτς στις 20 Γενάρη του 1930,«χρειάζεται να δημιουργήσουμε στην ύπαιθρο μια κομματική οργάνωση, ικανή να διευθύνει το μεγάλο κίνημα για την κολεκτιβοποίηση».

Εκτακτα οργανωτικά μέτρα

Αντιμέτωπη με το ριζοσπαστισμό της βάσης, με ένα ορμητικό κύμα άναρχης κολεκτιβοποίησης, η ηγεσία του Κόμματος προσπαθεί πρώτα απ’ όλα να πάρει πραγματικά στα χέρια της τον έλεγχο της κατάστασης.

Με δεδομένη την αδυναμία και τη λιγοστή αξιοπιστία του κομματικού μηχανισμού στην ύπαιθρο, η Κεντρική Επιτροπή παίρνει αρκετά έκτακτα οργανωτικά μέτρα.

Πρώτα σε κεντρικό επίπεδο.

Από τα μέσα Φλεβάρη του 1930, ένα μέρος των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, συγκεκριμένα οι Ορτζονικίτζε, Καγκάνοβιτς και Γιάκοβλεφ, στέλνονται στην ύπαιθρο για να πραγματοποιήσουν επιτόπιες έρευνες.

Έπειτα, τρεις σημαντικές εθνικές συνελεύσεις θα συγκληθούν, υπό την αιγίδα της Κεντρικής Επιτροπής, για να συγκεντρωθούν οι εμπειρίες που αποκτήθηκαν. 

Η εθνική συνέλευση στις 11 Φλεβάρη

Η πλειονότητα των ατόμων που έχουν έρθει από τις πόλεις εργάζεται για λίγους μήνες στην ύπαιθρο. Ετσι, το Φλεβάρη του 1930, δίνεται η εντολή κινητοποίησης 7.200 μελών των σοβιέτ των πόλεων για να εργαστούν για έναν τουλάχιστον χρόνο στην ύπαιθρο. Ωστόσο, άντρες του Κόκκινου Στρατού και βιομηχανικοί εργάτες μεταφέρονται σε μόνιμη βάση στα κολχόζ.

Το Νοέμβρη του 1929 αποφασίστηκε η περιβόητη εκστρατεία των «25.000».

Οι 25.000

Η Κεντρική Επιτροπή κάνει έκκληση για 25.000 έμπειρους εργάτες από τα μεγάλα εργοστάσια για να πάνε στην ύπαιθρο και να υποστηρίξουν την κολεκτιβοποίηση. Παρουσιάζονται πάνω από 70.000. Επιλέγονται 28.000: νέοι που είχαν πολεμήσει στον εμφύλιο, μέλη του Κόμματος και της Κομσομόλ.

Οι εργάτες αυτοί έχουν συνείδηση του ηγετικού ρόλου της εργατικής τάξης στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της υπαίθρου. Η Λιν Βιόλα γράφει:

«Έβλεπαν στην επανάσταση του Στάλιν ένα μέσο για ν’ αποσπάσουν την τελική νίκη του σοσιαλισμού, έπειτα από χρόνια πολέμου, κακουχιών και στερήσεων. Έβλεπαν την επανάσταση σαν λύση στα προβλήματα της καθυστέρησης, της χρόνιας έλλειψης τροφίμων και του καπιταλιστικού κλοιού».

Πριν ξεκινήσουν, τους εξηγούν ότι είναι τα μάτια και τ’ αυτιά της Κεντρικής Επιτροπής: χάρη στην παρουσία τους στην πρώτη γραμμή, η ηγεσία ελπίζει ν’ αποκτήσει εμπεριστατωμένη γνώση των ανακατατάξεων στην ύπαιθρο και των προβλημάτων της κολεκτιβοποίησης. Τους παραγγέλλουν επίσης να μεταδώσουν στους αγρότες την οργανωτική εμπειρία που απέκτησαν ως βιομηχανικοί εργάτες: η παμπάλαια συνήθεια της ατομικής εργασίας αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στη συλλογική εκμετάλλευση της γης. Τέλος, τους λένε ότι ίσως χρειαστεί να κρίνουν τα στελέχη του Κόμματος ως προς την ιδιότητά τους σαν κομμουνιστές και, αν είναι απαραίτητο, να εκκαθαρίσουν το Κόμμα από τα ξένα και ανεπιθύμητα στοιχεία.

Μέσα στο Γενάρη του 1930, οι 25.000 φτάνουν στο μέτωπο της κολεκτιβοποίησης. Η λεπτομερής ανάλυση των δραστηριοτήτων τους και του ρόλου που έπαιξαν μας επιτρέπει να αποκτήσουμε μια ρεαλιστική εικόνα για τη μεγάλη αυτή επαναστατική πάλη που ήταν η κολεκτιβοποίηση. Οι εργάτες αυτοί είχαν συστηματική αλληλογραφία με το εργοστάσιο και το συνδικάτο τους, και αυτά τα γράμματα μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε με ακρίβεια τι γινόταν στα χωριά.

Οι 25.000 κατά της γραφειοκρατίας

Κατ’ αρχήν, με το που φτάνουν, οι 25.000 έχουν να δώσουν την άχαρη μάχη κατά της γραφειοκρατίας του τοπικού μηχανισμού και των υπερβολών που έγιναν στη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης.

Η Λιν Βιόλα γράφει:

«Όποια κι αν ήταν η τοποθέτησή τους, οι 25.000 ασκούσαν ομόφωνα την ίδια κριτική για τη συμπεριφορά των οργάνων της περιφέρειας κατά την κολεκτιβοποίηση. Διαβεβαίωναν ότι τα όργανα αυτά έφεραν την ευθύνη για το κυνήγι των υψηλότερων ποσοστών στην υπόθεση της κολεκτιβοποίησης».

Ο Ζαχάροφ, ένας από τους 25.000, γράφει ότι καμιά προετοιμασία δεν είχε γίνει ανάμεσα στους αγρότες, που, κατά συνέπεια, δεν ήταν καθόλου έτοιμοι για την κολεκτιβοποίηση. Πολλοί παραπονούνται για τις παράνομες ενέργειες και τη βαναυσότητα των τοπικών στελεχών. Η Μακόφσκαγια τα βάζει με τη «γραφειοκρατική στάση των στελεχών απέναντι στους αγρότες» και λέει ότι τα κρατικά στελέχη μιλούν για την κολεκτιβοποίηση «με το περίστροφο στο χέρι». 0 Μπαρισόφ βεβαιώνει ότι πολλοί μεσαίοι αγρότες «αποκουλακοποιήθηκαν». Ο Ναούμοφ τάσσεται στο πλευρό των αγροτών στον αγώνα τους κατά των στελεχών του Κόμματος που «ιδιοποιήθηκαν τις απαλλοτριωμένες περιουσίες των κουλάκων». Η Λιν Βιόλα συμπεραίνει:

«Οι 25.000 έβλεπαν τα κρατικά στελέχη της υπαίθρου σαν ανθρώπους τραχείς, απείθαρχους, συχνά διεφθαρμένους και, σε αρκετές περιπτώσεις, σαν αντιπρόσωπους των εχθρικών τάξεων».

Με την αντίταξή τους στους γραφειοκράτες και στις υπερβολές τους, κατορθώνουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των αγροτικών μαζών.
Όλα αυτά αξίζει να υπογραμμιστούν, αφού οι εργάτες αυτοί ήταν, κατά κάποιο τρόπο, οι απεσταλμένοι του Στάλιν. Αυτοί ακριβώς οι «σταλινικοί» είναι που πολέμησαν με συνέπεια τη γραφειοκρατία και τις υπερβολές και υπερασπίστηκαν μια σωστή γραμμή κολεκτιβοποίησης.

Οι 25.000 κατά των κουλάκων

Επειτα, οι 25.000 έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στον αγώνα κατά των κουλάκων.

Χρειάστηκε, πρώτα απ’ όλα, να αντιμετωπίσουν το τρομερό όπλο των ψευδών διαδόσεων και των συκοφαντιών, το λεγόμενο «αγκίτ-προπ των κουλάκων». Η αναλφάβητη αγροτική μάζα, που ζούσε σε συνθήκες βαρβαρότητας και επηρεαζόταν από τους παπάδες, μπορούσε εύκολα να χειραγωγηθεί. Ο παπάς ισχυριζόταν ότι είχε έρθει η βασιλεία του Αντίχριστου. Ο κουλάκος πρόσθετε ότι όποιος έμπαινε στο κολχόζ έκλεινε συμφωνία με τον Αντίχριστο.64

Ανάμεσα στους 25.000, πολλοί ήταν εκείνοι που δέχτηκαν επιθέσεις και κακοποιήθηκαν. Δεκάδες δολοφονήθηκαν, με τουφέκι ή με τσεκούρι, από τους κουλάκους.

Οι 25.000 και η οργάνωση της αγροτικής παραγωγής

Η ουσιαστική όμως προσφορά των 25.000 στην ύπαιθρο ήταν ότι εισήγαγαν ένα εντελώς νέο σύστημα οργάνωσης της παραγωγής, ένα νέο τρόπο ζωής και εργασίας.

Οι φτωχοί αγρότες, που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την κολεκτιβοποίηση, δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για την οργάνωση της συλλογικής παραγωγής. Μισούσαν την εκμετάλλευση και, για το λόγο αυτό, ήταν σταθεροί σύμμαχοι της εργατικής τάξης. Όμως, ως ατομικοί παραγωγοί, δεν ήταν σε θέση να δημιουργήσουν ένα νέο τρόπο παραγωγής: κι αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους είναι απαραίτητη η δικτατορία του προλεταριάτου. Η δικτατορία του προλεταριάτου εκφραζόταν συγκεκριμένα μέσα από την οργανωτική και ιδεολογική καθοδήγηση των φτωχών και μεσαίων αγροτών από την εργατική τάξη και το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Οι εργάτες καθιέρωσαν το συγκεκριμένο ωράριο εργασίας, με πρωινό προσκλητήριο. Επινόησαν συστήματα πληρωμής «με το κομμάτι» και μισθολογικά κλιμάκια. Παντού, χρειάστηκε να βάλουν τάξη και πειθαρχία. Συχνά, ένα κολχόζ δεν ήξερε καν μέχρι πού εκτείνονταν τα όριά του. Δεν είχε γίνει απογραφή των μηχανημάτων, των εργαλείων, των ανταλλακτικών. Δε γινόταν συντήρηση στις μηχανές. Δεν υπήρχαν στάβλοι ούτε αποθέματα σανού. Οι εργάτες καθιέρωσαν συνελεύσεις παραγωγής, όπου οι αγρότες των κολχόζ αντάλλασσαν τις πρακτικές τους εμπειρίες, οργάνωναν τη σοσιαλιστική άμιλλα ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες παραγωγής, καθιέρωσαν δικαστήρια εργασίας, όπου εκδικάζονταν οι παραβάσεις των κανονισμών και τα λάθη από αμέλεια.

Οι 25.000 εργάτες ενσάρκωναν επίσης την υποστήριξη του προλεταριάτου στην κολχόζνικη αγροτιά. Με αιτήσεις των «δικών τους» εργατών, τα εργοστάσια έστελναν γεωργικά εργαλεία, ανταλλακτικά, γεννήτριες, βιβλία, εφημερίδες και άλλα πράγματα που δεν υπήρχαν στην ύπαιθρο. Ομάδες εργαζομένων έρχονταν από την πόλη για να κάνουν ορισμένες τεχνικές εργασίες ή επισκευές, για να βοηθήσουν στη συγκομιδή.

Ο εργάτης έγινε και δάσκαλος. Μετέφερε τεχνικές γνώσεις. Συχνά, έκανε τα λογιστικά εκπαιδεύοντας ταυτόχρονα, στην πράξη, νέους λογιστές. Παρέδιδε στοιχειώδεις γνώσεις πολιτικής και γεωργίας. Καμιά φορά, ασχολιόταν με την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού.

Η συμβολή των 25.000 στην κολεκτιβοποίηση ήταν τεράστια. Στη δεκαετία του ’20, «φτώχεια, αναλφαβητισμός και χρόνια προδιάθεση στον περιοδικό λιμό χαρακτήριζαν σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση στην ύπαιθρο». Οι 25.000 βοήθησαν στην επεξεργασία της οργανωτικής υποδομής της σοσιαλιστικής γεωργίας για το επόμενο τέταρτο του αιώνα. Η Λ.Βιόλα γράφει: «Ενα νέο σύστημα αγροτικής παραγωγής καθιερώθηκε, και, παρ’ όλο που είχε κι αυτό τα προβλήματά του, έβαλε τέλος στις περιοδικές κρίσεις που χαρακτήριζαν τις εμπορικές σχέσεις που υπήρχαν πριν ανάμεσα στην ύπαιθρο και τις πόλεις».

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΟΛΕΚΤΙΒΟΠΟΙΗΣΗΣ

Παράλληλα με όλες αυτές τις οργανωτικές διευθετήσεις, η Κεντρική Επιτροπή επεξεργάστηκε πολιτικά μέτρα και οδηγίες για να κατευθύνει την κολεκτιβοποίηση.

Είναι κατ’ αρχήν σημαντικό να σημειωθεί ότι έντονες και εκτενείς συζητήσεις έγιναν μέσα στο Κόμμα για την ταχύτητα και την έκταση της κολεκτιβοποίησης.

Τον Οκτώβρη του 1929, στο όκρουγκ του Χόπερ, στην περιοχή του Κάτω Βόλγα, όπου τον Ιούνη είχαν καταγραφεί 2,2% κολεκτιβοποιημένων οικογενειών, το ποσοστό αυτό υπολογιζόταν ήδη σε 55%. Μια επιτροπή του Κολχοζτσέντρ (της Ενωσης των κολχόζ), που ανησυχούσε για την ταχύτητα και την έκταση της κολεκτιβοποίησης, στάλθηκε για να ερευνήσει. Ο Μπαράνοφ, αντιπρόεδρός της, δήλωσε:

«Οι τοπικές αρχές ενεργούν σύμφωνα με ένα σύστημα “εργασίας κρούσης” και προσεγγίζοντας το όλο θέμα με τη μορφή “εκστρατείας”. Το σύνθημα είναι: όσο περισσότεροι, τόσο το καλύτερο. Οι οδηγίες μεταμορφώνονται καμιά φορά στο σλόγκαν: όσοι δεν εντάσσονται στο κολχόζ, είναι εχθροί της σοβιετικής εξουσίας. Δεν έγινε διαφώτιση στις μάζες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δόθηκαν απατηλές υποσχέσεις για τρακτέρ και πιστώσεις: θα τα έχετε όλα, ενταχθείτε στο κολχόζ».

Αντίθετα, ο Σεμπολντάγεφ, γραμματέας του Κόμματος της περιοχής του Κάτω Βόλγα, υποστήριξε μέσα από την Πράβντα τη γρήγορη εξάπλωση της κολεκτιβοποίησης στο Χόπερ. Χαιρέτισε «τον τεράστιο ζήλο και ενθουσιασμό των συνεταιριστικών καλλιεργητών». Μόνο 5% με 10% των χωρικών αντιτάσσονται στην κολεκτιβοποίηση, βεβαιώνει. Αυτή συνιστά «ένα μεγάλο μαζικό κίνημα που ξεπερνάει κατά πολύ το πλαίσιο των γνώσεών μας για τη δουλειά της κολεκτιβοποίησης».

Αντιφατικές γνώμες υπήρχαν σε όλες τις μονάδες, ακόμα και σε αυτήν την «πρωτοποριακή» μονάδα του Χόπερ. Στις 2 Νοέμβρη του 1929, η εφημερίδα Κράσνιι Χόπερ έγραφε με ενθουσιασμό για τις συνεταιριστικές καλλιέργειες και το σχηματισμό νέων κολχόζ. Όμως, στο ίδιο φύλλο, ένα άρθρο προειδοποιούσε για τον κίνδυνο μιας εσπευσμένης κολεκτιβοποίησης και κατά των απειλών προκειμένου να αναγκαστούν οι φτωχοί αγρότες να προσχωρήσουν στα κολχόζ. Ένα άλλο άρθρο βεβαίωνε ότι, σε ορισμένα μέρη, κουλάκοι είχαν σπρώξει εσπευσμένα χωριά ολόκληρα στο κολχόζ, με στόχο να υπονομεύσουν την κολεκτιβοποίηση.

Στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής το Νοέμβρη του 1929, ο Σεμπολντάγεφ υπερασπίζεται την εμπειρία του Χόπερ με τις «φάλαγγες αλόγων» του. Ελλείψει τρακτέρ, «η απλή συνένωση και η συνάθροιση αγροκτημάτων είναι δυνατόν να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας». Δηλώνει ότι η κολεκτιβοποίηση στο Χόπερ είναι «ένα αυθόρμητο κίνημα των μαζών των φτωχών και μεσαίων αγροτών» και ότι μόνο το 10% με 12% ψήφισε κατά.

«Το Κόμμα δεν πρέπει να “φρενάρει” το κίνημα αυτό. Θα ήταν σφάλμα από πολιτική και οικονομική άποψη. Το Κόμμα πρέπει να κάνει τα πάντα, προκειμένου να τεθεί επικεφαλής του κινήματος και να το οδηγήσει σε οργανωμένα κανάλια. Την ώρα αυτή, αυτό το μαζικό κίνημα έχει ασυζητητί ξεπεράσει τις τοπικές αρχές, και εκεί φωλιάζει ο κίνδυνος της υπονόμευσης». Ο Σεμπολντάγεφ βεβαιώνει ότι το 25% των οικογενειών έχει ήδη κολεκτιβοποιηθεί και ότι προς τα τέλη του 1930, μέσα του 1931, η κολεκτιβοποίηση θα έχει στην ουσία ολοκληρωθεί.

Ο Κοσιόρ, που στην Ολομέλεια μιλάει για την κατάσταση στην Ουκρανία, μεταφέρει ότι σε δεκάδες χωριά, η κολεκτιβοποίηση «διογκώθηκε και δημιουργήθηκε τεχνητά»: ο πληθυσμός δε συμμετέχει και δεν ενημερώθηκε όπως έπρεπε. Ωστόσο, «οι πολυάριθμες επισκιάσεις δε θα πρέπει να εμποδίζουν να δει κανείς τη γενική εικόνα της κολεκτιβοποίησης».

Είναι λοιπόν φανερό ότι πολλές αντιφατικές γνώμες εκφράστηκαν μέσα στο Κόμμα, όταν ξέσπασε το κίνημα για την κολεκτιβοποίηση. Οι επαναστάτες είχαν χρέος να ανακαλύψουν και να προστατεύσουν τη βούληση των πιο καταπιεσμένων μαζών, οι οποίες επιζητούσαν να απαλλαγούν από την προαιώνια κατάσταση της πολιτικής, πολιτιστικής και τεχνικής καθυστέρησης. Έπρεπε να ενθαρρυνθούν οι μάζες να προχωρήσουν στον αγώνα, ήταν ο μόνος τρόπος για να κλονιστούν και να καταρρεύσουν οι βαθιά ριζωμένες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις. Ο δεξιός οπορτουνισμός πάσχισε να εμποδίσει, όσο ήταν δυνατόν, τις μάζες να συνειητοποιηθούν μέσα στη δύσκολη και αντιφατική αυτή κατάσταση. Ωστόσο, υπήρχε επίσης ο κίνδυνος να επιταχυνθεί υπέρμετρα η κολεκτιβοποίηση, με την απόρριψη, στην πράξη, των περισσότερων οδηγιών του Κόμματος. Η τάση αυτή συσπείρωνε τόσο τους αριστεριστές, που διατηρούσαν μεθόδους κληροδοτημένες από τον εμφύλιο πόλεμο -τότε που υπήρχε η συνήθεια να «διευθύνεται» η επανάσταση- όσο και τη γραφειοκρατία, που επιζητούσε να γίνει αρεστή στην ηγεσία με «μεγάλα επιτεύγματα». Όμως, οι υπερβολές θα μπορούσαν να είναι έργο της αντεπανάστασης που επιδίωκε να βάλει σε κίνδυνο την κολεκτιβοποίηση σπρώχνοντάς τη στον παραλογισμό.

Η απόφαση του Νοέμβρη του 1929

Η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής της 17ης Νοέμβρη του 1929, με την οποία εξαγγέλλεται η κολεκτιβοποίηση, κάνει τον απολογισμό των συζητήσεων μέσα στο Κόμμα.

Ξεκινάει με τη διαπίστωση ότι ο αριθμός αγροτικών οικογενειών που έχουν ενταχθεί στα κολχόζ αυξήθηκε από 445.000 το 1927-1928 σε 1.040.000 ένα χρόνο αργότερα. Το μερίδιο των κολχόζ στην παραγωγή εμπορευματοποιημένων δημητριακών αυξήθηκε από 4,5% σε 12,9% την ίδια περίοδο.

«Αυτή η χωρίς προηγούμενο πρόοδος της κολεκτιβοποίησης, που ξεπερνάει τις πιο αισιόδοξες προσδοκίες, μαρτυρεί το γεγονός ότι οι πραγματικές μάζες μεσαίων αγροτικών οικογενειών, πεισμένες μέσα από την πρακτική για τα πλεονεκτήματα των συνεταιριστικών μορφών καλλιέργειας, εντάχθηκαν στο κίνημα (...) Αυτό το καθοριστικό άνοιγμα στη στάση των φτωχών και μεσαίων αγροτικών μαζών απέναντι στα κολχόζ (...) σηματοδοτεί μια νέα ιστορική φάση στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη χώρα μας».

Η πρόοδος αυτή της κολεκτιβοποίησης έγινε δυνατή χάρη στην εφαρμογή της γραμμής του Κόμματος για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στα διάφορα μέτωπα.

«Οι σημαντικές επιτυχίες του κολχόζνικου κινήματος είναι το άμεσο αποτέλεσμα της συνεπούς εφαρμογής της γενικής γραμμής του Κόμματος, που εξασφάλισε την πολύ ισχυρή ανάπτυξη της βιομηχανίας, το δυνάμωμα της ενότητας ανάμεσα στην εργατική τάξη και τις βασικές μάζες της αγροτιάς, τη δημιουργία μιας συνεταιριστικής κοινότητας, την ενίσχυση του πολιτικού ακτιβισμού των μαζών και την αύξηση των πλουτοπαραγωγικών και πολιτιστικών πηγών του προλεταριακού κράτους».

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger