Προσφατες Αναρτησεις

ΕΠΤΑΠΥΡΓΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Οι εκτελεσμένοι κομμουνιστές επιστρέφουν... για τον τελευταίο ασπασμό

Συγγενείς αγωνιστών που εκτελέστηκαν επί Εμφυλίου ξεκινούν τη διαδικασία ταυτοποίησης DNA ώστε να βρουν, έστω 70 χρόνια μετά, τα οστά των ανθρώπων τους στους ομαδικούς τάφους που εντοπίστηκαν στην περιοχή πίσω από το Γεντί Κουλέ, στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης ● Οι σκελετοί εντοπίζονται γυμνοί, ξυπόλητοι, ο ένας δίπλα στον άλλον, όλοι με τη χαρακτηριστική οπή στο κρανίο από τη βολή της εκτέλεσης ● Ανατριχίλα και συγκίνηση· η συλλογική μνήμη παραμένει ζωντανή!

Γη ποτισμένη με αίμα. Δεν είναι μεταφορά, είναι κυριολεξία και αφορά την περιοχή πίσω από το Επταπύργιο Θεσσαλονίκης, το οποίο δεν ήταν μόνο κολαστήριο για τους κρατούμενους -πολιτικούς και ποινικούς- αλλά και τόπος μαζικών εκτελέσεων κομμουνιστών καταδικασμένων σε θάνατο από τα έκτακτα στρατοδικεία, την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις ομαδικών τάφων και δεκάδων πρόχειρα θαμμένων ανθρώπων στην περιοχή πίσω από το Γεντί Κουλέ έφερε στην επιφάνεια αυτήν τη συλλογικά απωθημένη ιστορική πλευρά της ιστορίας. Κι όμως, σε αυτόν τον τόπο, κάποτε εκτός πόλης, τώρα εντός του αστικού ιστού, όχι μόνο έγιναν περί τις 400 εκτελέσεις ανθρώπων, αλλά, επιπλέον, οι νεκροί δεν παραδόθηκαν ποτέ στους οικείους τους. Τα δάκρυα των συγγενών δεν έπεσαν ποτέ πάνω σε τάφο των δικών τους ανθρώπων και αυτό είναι ένα ιστορικό άγος, ενώ το ρίγος που κουβαλάει τούτη η ιστορία σέρνεται μέχρι τις μέρες μας, 70 χρόνια μετά.

Στην τελευταία πράξη του δράματος, στην κορύφωση, ήδη συγγενείς των εκτελεσμένων αδημονούν και ετοιμάζονται να δώσουν DNA για την αναγνώριση των οικείων τους, έχοντας συμπαραστάτη το ΚΚΕ, με το κόμμα να επιτηρεί βήμα προς βήμα και τις διαδικασίες εκταφής και να οργανώνει τις διαδικασίες για την τράπεζα βιολογικού υλικού, με βάση την οποία θα γίνουν οι τελικές αναγνωρίσεις...

Από την περασμένη εβδομάδα, οι στίχοι του Μανόλη Αναγνωστάκη, του θανατοποινίτη κρατούμενου στο Επταπύργιο -που γλίτωσε τελικά-, βγαίνουν από τις σελίδες των βιβλίων του και αποκτούν υλική υπόσταση «Εδώ/Κάτω από την καρδιά μου/Καρφώθηκαν οι σφαίρες οι πρωινές/Μπήγονται ολοένα και πιο βαθιά».

Αρχικά, στο τέλος του περασμένου χρόνου είχαν βρεθεί 2 ταφές, ύστερα κι άλλες, στην αρχή του μήνα έντεκα σκελετοί γυμνοί, ξυπόλητοι, τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. Οι αποκαλύψεις έγιναν στη φάση των εργασιών ανάπλασης στην πλατεία Εθνικής Αντίστασης, στις Συκιές Θεσσαλονίκης. Μόλις προχθές εντοπίστηκαν άλλοι έντεκα θαμμένοι πρόχειρα στο σημείο -σε δύο ταφές, των 4 και 7 ανθρώπων-, στη συμβολή των οδών Κανάρη, Σολωμού και Μιαούλη, στις Συκιές. Συνολικά, έχουν βρεθεί ταφές 25 εκτελεσμένων.


Τα δεδομένα των εκτελέσεων είναι αναντίρρητα ακόμη και από τα πρώτα ορατά διά γυμνού οφθαλμού στοιχεία, αφού τα κρανία είχαν τη χαρακτηριστική οπή από τη χαριστική βολή που ρίχτηκε εναντίον τους από τον επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος. Στον δεύτερο τάφο, μάλιστα, εκτιμάται ότι είχε ταφεί και μία γυναίκα, αφού βρέθηκαν υπολείμματα γυναικείου παπουτσιού.

«Επιτηρούμε κάθε βήμα στην απομάκρυνση των νεκρών, τη μεταφορά και προστασία τους», δηλώνει στην «Εφ.Συν.» ο Θεοδόσης Κωνσταντινίδης, πρώην βουλευτής Θεσσαλονίκης και μέλος της επιτροπής Μουσείων της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Οπως σημειώνει, «το κόμμα θα πάρει πρωτοβουλίες, για να διαπιστώσουμε ότι όλα έγιναν και θα γίνουν από εδώ και πέρα όπως πρέπει. Ηδη έχουμε κατάλογο συγγενών των εκτελεσμένων και θα γίνουν ανακοινώσεις σε επόμενη φάση. Εχουμε καταρτίσει έναν κατάλογο περί τα 400 άτομα που έχουν εκτελεστεί με στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής αλλά και πρακτικά δικαστικών αποφάσεων. Βρισκόμαστε στη φάση των διακριβώσεων διότι, για παράδειγμα, ανάμεσα σε αυτούς που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, κάποιοι δεν εκτελέστηκαν, όπως στη δίκη της ΕΠΟΝ που είχαν καταδικαστεί 16 παιδιά και δεν εκτελέστηκε κανένα. Το ίδιο συμβαίνει και με μεμονωμένες περιπτώσεις. Η εργασία αυτή είναι λεπτή και δύσκολη και πρέπει να είμαστε -και είμαστε- πολύ προσεκτικοί στον χειρισμό όλων των υποθέσεων».


Ο κ. Κωνσταντινίδης τονίζει επίσης πως «θέλω ειδικά να τονίσω ότι είμαστε ανοιχτοί σε παρατηρήσεις συγγενών των νεκρών, για να συμπληρωθούν επακριβώς τα στοιχεία αυτών των ανθρώπων, θέλουμε τη συνδρομή τους. Ο ρόλος των συγγενών δεν είναι μόνο συγκινητικός, είναι κυρίως κομβικός. Μόνο με ταυτοποίηση μέσω DNA μπορεί να γίνει η διακρίβωση στοιχείων και για εμάς, τα νεότερα στελέχη, ήταν ήδη πολύ συγκινητικές οι στιγμές σε άλλες περιπτώσεις που το κόμμα έχει οργανώσει εκδηλώσεις μνήμης και ενώ στήναμε κάποια πλακάτ με τα ονόματα των νεκρών να βλέπουμε τους συγγενείς να μαζεύονται γύρω από αυτά τα πλακάτ που έφεραν τα ονόματα των δικών τους ανθρώπων».

Οσα λέει ο κ. Κωνσταντινίδης τα επιβεβαιώνει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το στέλεχος του ΚΚΕ, Αγάπιος Σαχίνης -γιος του ιστορικού στελέχους του ΚΚΕ, Μήτσου Σαχίνη, και για χρόνια επικεφαλής της παράταξης του κόμματος στον δήμο Θεσσαλονίκης-, ο οποίος φέρει το όνομα του εκτελεσμένου στο Επταπύργιο θείου του, όταν εκείνος ήταν σε ηλικία μόλις 19 ετών.

Αγάπιος Σαχίνης, γιος του Μήτσου Σαχίνη και ανιψιός του συνονόματου εκτελεσθέντα κομμουνιστή Αγάπιου Σαχίνη | Κάτω αριστερά: Μήτσος Σαχίνης | Δεξιά: Συγκλονιστική προσωπογραφία του Αγάπιου Σαχίνη, ζωγραφισμένη από τον αδελφό του, το ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ, Μήτσο Σαχίνη 

 «Είμαι κυριολεκτικά στα κάγκελα, με τρώει κάθε λεπτό η αγωνία, χάνομαι σε σκέψεις γεγονότων του παρελθόντος, θέλω να ξεκινήσει η διαδικασία όσο γρηγορότερα γίνεται, να δώσουμε DNA, ελπίζοντας ότι θα βρούμε τον θείο μου, να κάνουμε μετά δεκαετίες μια κανονική ταφή, να αποδώσουμε τιμές όπως εμείς ξέρουμε», λέει ο κ. Σαχίνης σε επικοινωνία του με την «Εφ.Συν.».

Σημειώνει μάλιστα πως, «εκτός από το ίδιο όνομα με τον θείο μου, μας συνδέουν και... οι αριθμοί. Εκείνος εκτελέστηκε στις 31 Αυγούστου 1949, σε ηλικία 19 ετών, και αντιστοίχως εγώ στις 31 Αυγούστου 1967, σε ηλικία 19 ετών, είχα καταδικαστεί από τη δικτατορία σε φυλάκιση 20 χρόνων. Θυμάμαι ακόμη τη συνάντηση στις φυλακές με τον Χρόνη Μίσσιο, ο οποίος είχε παραδώσει στην οικογένειά μας το τελευταίο γράμμα του θείου μου και συνάντησε ξανά μετά από χρόνια πάλι στη φυλακή άλλον έναν Αγάπιο Σαχίνη, δηλαδή εμένα».

Οπως μας διηγείται, «ο πατέρας μου είχε στείλει στον θείο Αγάπιο δώρο από την εξορία έναν μπερέ κι ένα γιλέκο, πλεγμένα στο χέρι. Αυτά δεν παραδόθηκαν ποτέ στην οικογένεια και οι φρουροί στο Επταπύργιο μας είχαν πει ότι τα είχε πάρει μια νέα κοπέλα. Τότε δεν τους είχαμε πιστέψει, αλλά μετά τη χούντα πλέον, από ιστορική δραματική σύμπτωση, ενώ ήμουν μαζί με τη συγχωρεμένη σύζυγό μου την Τούλα και ψάχναμε σπίτι στην Τούμπα, βρήκαμε ένα διαμέρισμα στην Βιζύης και, εκεί, σε σκηνή βγαλμένη από μυθιστόρημα, βρήκαμε αυτή την κοπέλα... Δεν τόλμησα να της ζητήσω τον μπερέ και το γιλέκο του θείου πίσω».

Μπροστά στον χώρο όπου εντοπίστηκαν οι μαζικές ταφές: η Θεανώ Καπέτη, μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, ο δήμαρχος Νεάπολης-Συκεών Σίμος Δανιηλίδης, το μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ Δημήτρης Παπατολίδης και ο δημοσιογράφος-ιστορικός Σπύρος Κουζινόπουλος. Η κ. Καπέτη σε δηλώσεις της ανέδειξε την «αναγκαιότητα να δημιουργηθεί ένα ταφικό μνημείο» και τόνισε ότι το ΚΚΕ «θα στηρίξει την προσπάθεια της δημοτικής αρχής για συνέχιση των εργασιών, διεκδικώντας την εξασφάλιση των αναγκαίων κονδυλίων με ευθύνη του κράτους». 

 Ο δημοσιογράφος και ιστορικός Σπύρος Κουζινόπουλος συμπτωματικά, εκδίδει αυτές τις μέρες, ολόκληρο βιβλίο για το Επταπύργιο, με τίτλο «Γεντί Κουλέ - Η Βαστίλλη της Θεσσαλονίκης» (εκδ. ΙΑΝΟΣ), και γι' αυτό το ενδιαφέρον του για τις εξελίξεις είναι πολύ μεγάλο. Οπως μας λέει, «στο βιβλίο που θα κυκλοφορήσει έχω συγκεντρώσει όλα τα ονόματα των εκτελεσμένων κομμουνιστών, περίπου 400 άτομα. 

Οι θανατικές ποινές αφορούσαν παραβάσεις του Γ' Ψηφίσματος και του Α.Ν. 509, κυρίως την «εφαρμογή ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του Πολιτεύματος, του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικρατείας»». Οπως μας υπογραμμίζει ο κ. Κουζινόπουλος, «κανένα σώμα εκτελεσμένου δεν αποδόθηκε στην οικογένειά του, ούτε καν του μάρτυρα της ειρήνης Νίκου Νικηφορίδη για τον οποίο η μητέρα του είχε έλθει στη Θεσσαλονίκη και παρακαλούσε τους αρμόδιους. Δεν υπάρχουνε λόγια να περιγράψει κανείς αυτά που γίνανε εκείνη την εποχή...».


«Το Επταπύργιο και η περιοχή πίσω από αυτό -προς την πλευρά των Συκεών- είναι για το ΚΚΕ κυριολεκτικά γη ποτισμένη με αίμα συντρόφων μας», μας λέει ο κ. Κωνσταντινίδης, σημειώνοντας πως «οι εκτελεσμένοι είναι πρόχειρα θαμμένοι, διάσπαρτοι στο σημείο, έχουν βρεθεί από το τέλος του περασμένου χρόνου μέχρι προχθές συνολικά 25 ταφές». Σε αυτόν τον χώρο, μάλιστα, «έχουμε πάρει πρωτοβουλία, πριν από έναν χρόνο, για να στήσουμε μνημείο για τους εκτελεσμένους για τους οποίους δεν υπάρχει κανένα σημείο αναφοράς στην ύπαρξή τους, αφού μετά τις εκτελέσεις οι νεκροί δεν αποδίδονταν στους συγγενείς. Η μόνη εκτελεσμένη για την οποία υπάρχει τάφος -διότι υπάρχουν πολλές γυναίκες εκτελεσμένες- είναι της Κούλας Ελευθεριάδου, η οποία εκτελέστηκε στις 6 Μάη 1947 και ο τάφος της υπάρχει στο Νεκροταφείο του Αγίου Παύλου».
 

{[['']]}

Φρειδερίκη: Οι γονείς σας είναι συμμορίτες και ανθέλληνες!


Φαίνεται ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι που οι «παιδουπόλεις της Φρειδερίκης», περίπου 50 στο σύνολό τους, από μερικές δεκάδες μέχρι πεντακόσια παιδιά εκάστη, δεν έγιναν εκ μέρους της Αριστεράς ένα μεγάλο θέμα στο δημόσιο χώρο και το δημόσιο διάλογο από το 1947 που άρχισαν να ξεφυτρώνουν σε όλη την Ελλάδα. 

Υποθέτω ότι ένας απ’ αυτούς τους λόγους, για τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, ήταν ότι η Αριστερά ήταν φιμωμένη καθώς είχε αποδεκατιστεί και τα στελέχη και τα μέλη της που είχαν επιζήσει βρίσκονταν διεσπαρμένα σε φυλακές, νησιά εξόριστων και ανατολικές χώρες, πολλές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, ενώ η μεγάλη κοινωνική της βάση μόνο μουρμουρίζοντας αναφερόταν σε ζητήματα που στην κυριολεξία στιγμάτιζαν ή έκαιγαν όποιον γινόταν αντιληπτός ότι τα έθιγε. 

Αντιθέτως, από την πλευρά των νικητών, υπήρχε ένας καταιγισμός προβολής των «παιδουπόλεων» σε συνδυασμό με την καταδίκη του «παιδομαζώματος» που διαλαλούσαν ότι έγινε βίαια από τους ληστοσυμμορίτες και εθνοπροδότες κομμουνιστές. Έτσι κυριαρχούσε ένας μονόλογος που έρρεε σαν οχετός στη δημόσια ζωή με συνεχή μακροσκελή δημοσιεύματα, φωτογραφίες και γιορτές με τη συμμετοχή μελών της βασιλικής οικογένειας, υπουργών και βουλευτών, μητροπολιτών και αξιωματικών του στρατού, για να εκθειάζεται το ευεργετικό και εθνοσωτήριο έργο της βασίλισσας που αναγορεύτηκε σε μοναδική «μητέρα» των δεκάδων χιλιάδων παιδιών που καταμερίστηκαν ανά δεκάδες και εκατοντάδες σε διάφορα κτήρια, από σχολεία, ορφανοτροφεία και ξενοδοχεία μέχρι στρατόπεδα, εγκαταλειμμένα εργοστάσια και μοναστήρια τα οποία μετασκευάστηκαν για να μετατραπούν σε οικοτροφεία στα οποία εκπαιδεύονταν και αναμορφώνονταν τα παιδιά ώστε να γίνουν καλοί πολίτες με πίστη στο Θεό, την Πατρίδα και την Οικογένεια που την εκπροσωπούσε εφεξής η βασίλισσα «Μητέρα του Έθνους», αν και Γερμανίδα. Κυρίως, όμως, εμφυτεύοντας στους τρόφιμους την καθολική απόρριψη και απέχθεια προς τους βιολογικούς τους γονείς, τους θείους και τους παππούδες τους, νεκρούς και ζωντανούς, που προβάλλονταν στα παιδάκια σαν κακούργοι, φονιάδες, ληστοσυμμορίτες, εαμοβούλγαροι ανθέλληνες και… αντάρτες!

Στον αντίποδα, το «παιδομάζωμα» ήταν το κερασάκι στην τούρτα της φιλοβασιλικής και φιλοαμερικανικής προπαγάνδας που δικαιολογούσε σαν θετικό αντιστάθμισμα την «υιοθεσία» και το «παιδοφύλαγμα» στις «παιδουπόλεις» της βασίλισσας δεκάδων χιλιάδων παιδιών που είτε είχαν μείνει ορφανά κατά τη διάρκεια των πολυετών πολέμων της δεκαετίας του 1940 είτε προέρχονταν από φτωχές οικογένειες και από οικογένειες των οποίων οι ενήλικες ήταν σε φυλακές και εξορίες.

Πατροκτονία

Χρειάστηκε να περάσουν μερικές δεκαετίες μέχρι να αρχίσουν να βγαίνουν στην επιφάνεια τα πραγματικά χαρακτηριστικά του «παιδοφυλάγματος» και του «παιδομαζώματος». Δημόσια, είχε κυριαρχήσει ο καταγγελτικός μονόλογος σε βάρος της Αριστεράς που έπρεπε μονίμως να κατηγορείται χωρίς το δικαίωμα να απολογηθεί, οπωσδήποτε μέχρι το 1974 που η Δεξιά, από τη βασιλική και τη χουντική μέχρι την κεντρώα που μοιράστηκαν την εξουσία από το 1944, είχε κοινή γραμμή απέναντι στην Αριστερά και διατηρούσε την μονομερή πρωτοβουλία στην επικοινωνία και την ενημέρωση. 

Σ’ αυτό συνέτεινε και το γεγονός ότι τα παιδιά του «παιδομαζώματος» μεγάλωναν στις ανατολικές χώρες χωρίς να ακούγεται πουθενά η δική τους φωνή, να μην υπάρχει πουθενά η μαρτυρία τους, ούτε βέβαια των γονιών που είχαν γλιτώσει από το μακελειό και είχαν ξανασμίξει με τα παιδιά τους στην Πολωνία, την Τσεχία ή την Ουγγαρία. Ακόμα κι αυτό, ότι από την πρώτη μέρα που όλοι, παιδιά και μεγάλοι, εγκαταστάθηκαν στις ανατολικές χώρες, ξεκίνησε μία οργανωμένη εκστρατεία να εντοπιστούν και να συνενωθούν τα διάσπαρτα μέλη των οικογενειών, δεν επιτρεπόταν να γνωστοποιηθεί. 

Αντιθέτως, βασικός σκοπός του «παιδοφυλάγματος» της Φρειδερίκης ήταν τα παιδιά που «υιοθετούσε» να αποσπαστούν οριστικά από το οικογενειακό τους περιβάλλον είτε ζούσαν είτε ήταν νεκροί οι γονείς τους. Για να μην ασπαστούν μεγαλώνοντας τις ιδέες του κομμουνισμού, για να μην θαυμάζουν τους γονείς τους που μέσα από τις τάξεις του ΚΚΕ, της ΕΠΟΝ, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, είχαν πολεμήσει για την ανεξαρτησία της Ελλάδας από τους ξένους δυνάστες.

Έπρεπε τα παιδιά στις «παιδουπόλεις» να αντιπαθήσουν, να μισήσουν και να οχτρευτούν τους γεννήτορές τους, να απογαλακτιστούν εντελώς από τη μάνα και τον πατέρα τους και ν’ αγαπήσουν τους άλλους, αυτούς που καταδίωξαν, φυλάκισαν, εξόρισαν, βασάνισαν ή σκότωσαν τους γονείς τους! Κι έτσι να γίνουν καλοί χριστιανοί και καλοί εθνικόφρονες! Να γίνουν τα αναμορφωμένα παιδιά κατήγοροι, ακόμα και διώκτες των γονιών τους! Ένα τερατώδες σχέδιο που εφαρμόστηκε σε πολύ μεγάλη κλίμακα από το φιλοβασιλικό καθεστώς και υποστηρίχτηκε ρητά ή σιωπηρά από τον κεντροδεξιό χώρο.

Απανθρωπιά

Πρόπερσι είχα δει το ντοκιμαντέρ «Ξεριζωμένοι» από το οποίο φάνηκε ότι η Αλεξανδράκη με τις χρόνιες ευαισθησίες της επεξεργαζόταν από καιρό και μέσα από διαφορετικές γωνίες το ζήτημα των παιδιών που λόγω των πολέμων, των κατακτήσεων, της αποικιοκρατίας, του Ψυχρού Πολέμου και των επακόλουθων συμφορών είναι έρμαια των ισχυρών καθώς απογυμνώνονται εντελώς από τα δικαιώματα, την ταυτότητα και το φυσικό τους περιβάλλον ακολουθώντας σε παράλληλους δρόμους τη δυσμενή πορεία των γονιών τους.

Οι «Ξεριζωμένοι» αναφέρονται σε περιπτώσεις παιδιών που βρίσκονται μετέωρα και απροστάτευτα μέσα στην κοινωνία ή στοχοποιούνται και «υιοθετούνται» από τα καθεστώτα και τους «φιλάνθρωπους» λόγω της «κακής τύχης» ή των «κακών επιλογών» των γονιών τους, όπως συνέβη με τα παιδιά των ηττημένων του ισπανικού εμφυλίου που «κατασχέθηκαν» για να παραδοθούν σε «σωστές» φασιστικές οικογένειες, την νεαρή Αφγανή που διασώζεται ενώ πνίγονται όλα τα άλλα μέλη της οικογένειάς της όταν το σαπιοκάραβο που τους μεταφέρει βυθίζεται στο Αιγαίο και τον μικρό ιθαγενή που οι αποικιακές αρχές παραδίδουν σε χριστιανική οικογένεια στη Γαλλία, 18 χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη γαλλική κτήση Ρεουνιόν, όχι για να σπουδάσει όπως τάζουν στους γονείς του, αλλά για να δουλεύει σαν δούλος στα κτήματα των θετών του «γονιών»! 

Παιδιά αντιπροσωπευτικά μαζικής «συλλογής» ανηλίκων από απολυταρχικά και θεωρούμενα δημοκρατικά καθεστώτα με σκοπό την πνευματική χειραγώγηση και εκμετάλλευσή τους, ακόμα και τον βιοκαταγωγικό αναπροσδιορισμό τους, προκειμένου να ενταχθούν μεταλλαγμένα στην επιθυμητή τάξη πραγμάτων. Σ’ αυτή τη μικρή ομάδα που συγκροτεί ένα ισχυρότατο «δείγμα» της απανθρωπιάς των «πολιτισμένων» κρατών, είναι και ο Γιάννης Ατζακάς, γεννημένος το 1941, ο οποίος επειδή είναι ορφανός από μητέρα και ο αντάρτης πατέρας του είναι χαμένος με την υποχώρηση και διάλυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, αποσπάται με τη συναίνεση της γιαγιάς και του παππού του και γίνεται τρόφιμος σειράς «παιδουπόλεων» σε Βέροια, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, για να βγει «καλός πολίτης» χωνεύοντας ότι ο πατέρας του ήταν εχθρός της πατρίδας, ένα κάθαρμα!


Δύσκολες αναμνήσεις

Εμπνεόμενη απ’ αυτόν τον προαναφερθέντα «ξεριζωμένο», η Ελένη Αλεξανδράκη δεν έκανε μία ταινία για τις «παιδουπόλεις» γενικά, αλλά μία ταινία βασισμένη πάνω στα γραπτά του Γιάννη Ατζακά που αναφέρονται στις δικές του εμπειρίες από την παραμονή του στις «παιδουπόλεις» όπως αυτές αποτυπώθηκαν στα βιβλία του «Διπλωμένα φτερά» και «Θολός Βυθός».

Από τα όχι πολλά βιβλία που έχουν σαν θέμα τους το βίωμα στις «παιδουπόλεις». Κάτι που παρατηρείται σχεδόν πάντοτε μετά από πολύ μεγάλες τραυματικές εμπειρίες που βιώνουν μαζικά οι άνθρωποι. Σαν να τους κόβεται κάθε διάθεση για αναμόχλευση του δράματός τους. Επειδή ούτε για το βίωμα της τεράστιας Μικρασιατικής Καταστροφής γράφτηκαν στις πρώτες δεκαετίες αρκετά βιβλία από τους παθόντες σε σχέση με τον αριθμό τους, πάνω από ένα εκατομμύριο, και το μέγεθος και την ποιότητα του συμβάντος. Ούτε το βίωμα της δεκαετίας του 1940 με τις πάμπολλες φάσεις και πτυχές του που κι αυτό προσφερόταν για προσωπικές αναμνήσεις, αποτυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό βιβλίων για μεγάλο διάστημα, κι αυτό όχι μόνο επειδή υπήρχε λογοκρισία και τρομοκρατία. Ούτε για τα μεγάλα κύματα της μετανάστευσης, ούτε για τις δεκαετίες παραμονής των πολιτικών προσφύγων στην Ανατολική Ευρώπη υπήρξε στον καιρό τους πληθώρα απομνημονευμάτων. Ό,τι γραπτό διαθέτουμε απ’ αυτά τα συγκλονιστικά συμβάντα κυκλοφόρησε πολύ αργότερα. Το ίδιο ισχύει για αυτή τη θεματολογία στο σινεμά, το θέατρο, τη λογοτεχνία κ.λπ.

Στην ταινία «Θολός Βυθός», η Αλεξανδράκη, που είναι φανερό ότι μελέτησε καλά το θέμα, δεν επεκτάθηκε στις ατομικές εμπειρίες περισσότερων παιδιών ούτε αποπειράθηκε να καλύψει το θέμα σφαιρικά συμπεριλαμβάνοντας όλα τα συγγενή εγχειρήματα και όλες τις πολιτικές παραμέτρους. Εντούτοις, ενώ επικεντρώθηκε στο αφήγημα του συγγραφέα, ακολουθώντας το κατάφερε με αδρές γραμμές να δώσει μια γεμάτη δράσεις και ωραίες μαυρόασπρες εικόνες σαφή περιγραφή του εσωτερικού αυτών των -τύπου αναμορφωτηρίου- ιδρυμάτων, τον τρόπο λειτουργίας τους, τα «αγκάθια» τους, τις εξαιρέσεις τους, αλλά και την ουσιώδη πολιτική τους διάσταση. Έδειξε ποιοι ήταν οι σκοποί των ιδρυτών των «παιδουπόλεων», τι ήθελαν να δώσουν και τι να πάρουν από τα παιδιά. Απλά και κατανοητά ξετυλίγει το νήμα με το σχετικά μετριοπαθές ύφος του Ατζακά, που χωρίς να εξωραΐζει τα οικοτροφεία της Φρειδερίκης δεν διαγράφει ότι πολλά παιδιά έμαθαν γράμματα σ’ αυτά σε μια εποχή που ούτε αυτό ήταν διασφαλισμένο στα χωριά. Παράλληλα, βλέπει κανείς πώς ήταν η Ελλάδα του ’50 για τα λαϊκά στρώματα, βλέπει τη φτώχεια και την ανέχεια, αλλά βλέπει και την καλή καρδιά. Όλα ενυπάρχουν, εν συντομία, αλλά καθαρά και ανάγλυφα.

Πολιτική και μπίζνες

Αξιοποιώντας την εμπειρία που είχαν από τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν στις αποικίες και τις κτήσεις τους, αλλά και μέσα στις ίδιες τους τις χώρες, δεν ήταν δύσκολο για τους επικεφαλής της ξένης δυναστείας που υποστηρίζονταν από τους κτήτορες της χώρας Βρετανούς και Αμερικάνους, να εφαρμόσουν το μοντέλο της «παιδούπολης» για να απαλλοτριώσουν τα ανυπεράσπιστα παιδιά των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης και κατά συνάφεια τα παιδιά της φτωχολογιάς για να φτιάξουν με φιλανθρωπικό περίβλημα τους δικούς τους γενίτσαρους, όχι και τόσο προνομιούχους όσο οι πρωτότυποι, αλλά με τα ίδια μεταλλαγμένα μυαλά στην υπηρεσία της καθεστηκυίας εξουσίας.

Αυτό δε το μοντέλο στην πλήρη ανάπτυξή του είχε και τις παραλλαγές του, και με συμμετοχή ιδιωτών και κοινωνικών φορέων υπό την κάλυψη του κράτους, πάντα με στόχο και κίνητρο τα παιδιά ως αναλώσιμα και εμπορεύσιμα! Αντλώντας παιδιά από μια πολύ μεγάλη δεξαμενή ορφανών παιδιών, της τάξης των 400.000 όπως βεβαίωσε και η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη στη συζήτηση που έγινε μετά την προβολή της ταινίας στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Οι αρχές με το στρατό και τις φασιστικές παραστρατιωτικές συμμορίες που εκδίωκαν από εκατοντάδες χωριά τους κατοίκους τους για να αποδυναμώσουν τους αντάρτες, προμήθευαν με πάρα πολλά παιδιά τους φιλάνθρωπους που τα βάφτιζαν ανταρτόπληκτα και τα έστελναν σε ιδρύματα για να καταλήξουν στις «παιδουπόλεις» ή να προωθηθούν για υιοθεσίες στην Αμερική, την Ολλανδία, τη Σουηδία ή το Ισραήλ!

Ούτε τα παιδιά από φτωχές οικογένειες που γεννιούνταν μετά τον πόλεμο ήταν ασφαλή. Η φόρμουλα απέδιδε σε πολλά επίπεδα. Τα φτωχά και ανυπεράσπιστα παιδιά αξιοποιούνταν εύκολα σε κυκλώματα διαφθοράς που λειτουργούσαν με τη συνδρομή της πολιτικής εξουσίας, εμφανιζόμενα ακόμα και μετά από δέκα και δεκαπέντε χρόνια ως ανταρτόπληκτα! Οι υιοθεσίες, πέρα από την πολιτική τους χρησιμότητα είχαν γίνει και κερδοφόρο επάγγελμα! Στην ταινία έχουν συμπεριληφθεί τέτοιες «μεταφορές».

Έτσι, παιδιά για την Αμερική δεν «πακετάρονταν» μόνο από τις παιδουπόλεις. Στην ασυδοσία που επικρατούσε, οι δικτυωμένοι διαμεσολαβητές εντόπιζαν παιδιά σε φτωχά σπίτια και ορφανεμένες οικογένειες, σε ορφανοτροφεία, βρεφοκομεία, μαιευτήρια, ακόμα και σε φυλακές γυναικών. Πέρασαν αρκετές δεκαετίες μέχρι να αποκαλυφθεί το μεγάλο σκάνδαλο του ιδρύματος «Άγιος Στυλιανός» στη Θεσσαλονίκη και ακόμα πιο πολλές μέχρι να αποκαλυφθεί το σκάνδαλο με τους επιτήδειους που εμπορεύονταν παιδιά που γεννιόνταν σε μαιευτήριο της Πάτρας από ανύπαντρες γυναίκες και από ανύποπτα ζευγάρια, με τους ιθύνοντες δικτυωμένους με στελέχη της ελληνοαμερικάνικης οργάνωσης ΑΧΕΠΑ που τα πλάσαραν σε τσουχτερές τιμές σε ενδιαφερόμενους όχι μόνο ελληνικής καταγωγής.

Στο ναδίρ

Μια τέτοια περίπτωση μεγάλης κλίμακας έγινε ευρύτερα γνωστή το 2019, όταν η Gonda Van Steen, ελληνίστρια στο πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου, ανακοίνωσε τα ανατριχιαστικά αποτελέσματα της έρευνας της -που ξεκίνησε χάρη σε άτομα από τις ΗΠΑ που έψαχναν εναγωνίως να βρουν στοιχεία για την καταγωγή τους- τα οποία περιέλαβε στο βιβλίο της «Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα – Υιοθεσίες στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου». Ξεκινώντας από μια «φάμπρικα» που είχε στηθεί στην Πάτρα μέσω της οποίας υφαρπάχτηκαν και διοχετεύτηκαν πάρα πολλά παιδιά στο εξωτερικό αποκαλύπτονταν οι πρωτοβουλίες που έπαιρναν διάφορα τοπικά κυκλώματα μέσα σε ένα πολιτικό, νομοθετικό και γραφειοκρατικό πλαίσιο που ευνοούσε το εμπόριο ανθρώπων! Παιδιά που άλλα τα διακινούσαν «νόμιμα» με στημένες συνοπτικές διαδικασίες κι άλλα που τα έκλεβαν, στην κυριολεξία, από τις μανάδες τους και τα φυγάδευαν χωρίς κανένα συνοδευτικό έγγραφο, ανώνυμα, χωρίς τόπο γέννησης, χωρίς γονείς, χωρίς εθνικότητα, χωρίς ιατρικό φάκελο, χωρίς καν ημερομηνία γέννησης!

Ήταν δε τόσο ακραία η αυθαιρεσία, που τα ελληνόπουλα που αποστέλλονταν στις ΗΠΑ ήταν ανυπεράσπιστα καθώς η δικαιοδοσία για τις υιοθεσίες υπαγόταν στο ελληνικό νομικό καθεστώς, με συνέπεια τα παιδιά που δεν ήταν της αρεσκείας των θετών γονιών που τα παραλάμβαναν ή ήταν πολύ τραυματισμένα από τα τραγικά τους βιώματα, να «επιστρέφονται» ως προβληματικά και ανεπιθύμητα στους μεσάζοντες οι οποίοι τα μεταπωλούσαν σε άλλους πελάτες! Όπως επισημαίνει η συγγραφέας, ήταν εφικτή ακόμα και η διπλή πώληση με δεδομένο ότι δεν είχε προηγηθεί καμία διαδικασία που θα διασφάλιζε την ύπαρξη όλων των αναγκαίων προϋποθέσεων για μια βιώσιμη υιοθεσία ούτε είχε ελεγχθεί αν οι ενδιαφερόμενοι να γίνουν θετοί γονείς είχαν τα προσόντα που είναι στοιχειώδη, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να βρεθούν αιχμάλωτα σε σπίτια ψυχικά διαταραγμένων ανθρώπων, βίαιων ή αλκοολικών.

Πάντως, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 είχε γίνει αντιληπτό τουλάχιστον σε κάποιους ανθρώπους από το εποικοδόμημα ότι επρόκειτο για «μαύρη αγορά βρεφών εις την Αμερικήν» όπως το κατήγγειλε ρητά με μία γελοιογραφία του στην εφημερίδα «Μακεδονία» το 1959 ο Φωκίων Δημητριάδης. Αλλά η Ελλάδα έχοντας πέσει στο «ναδίρ της υποταγής» με την βασίλισσα Φρειδερίκη να κάνει γενικό κουμάντο και να αποσπάει από τους συμμάχους εύσημα για τη φιλανθρωπική της δράση που αφορούσε την προώθηση των Ελληνόπουλων στη θαλπωρή των δημοκρατικών κρατών καταπολεμώντας τον κομμουνισμό και το πολιτικό προσωπικό να υπηρετεί τη νατοϊκή ατζέντα και να εκλιπαρεί για ξένες επενδύσεις, τα παιδιά αποτελούσαν ακόμα ένα αντάλλαγμα δουλοπρέπειας.

Η Ελλάδα ήταν ο δεύτερος στη σειρά προμηθευτής παιδιών στις ΗΠΑ μετά τη Νότια Κορέα, που είχε μία από τις σκληρότερες δικτατορίες στον κόσμο ευλογημένη και πλήρως ελεγχόμενη από τον αμερικάνικο στρατό κατοχής.

Ουσία και σοκ

Το θέμα δεν εξαντλείται με μερικά βιβλία και άρθρα ούτε με μια-δυο ταινίες, αλλά η δουλειά της Ελένης Αλεξανδράκη το αναδεικνύει με επάρκεια, χωρίς περιττά εφέ και χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην ευαισθησία της και χωρίς να παραποιεί την ιστορία του αφηγητή της που φωτίζει ένα σοκαριστικό κομμάτι αντιπροσωπευτικό της εθνικής υποτέλειας και του δράματος που βιώνει ο μη προνομιούχος πολίτης αυτής της χώρας που διακόσια χρόνια τώρα άγεται και φέρεται χωρίς να έχει ακόμα αποκτήσει το δικαίωμα να ορίζει τη μοίρα του, με συνέπεια ακόμα και τα παιδιά του να θεωρούνται εμπορεύσιμα είτε με τις «υιοθεσίες» και τη μετανάστευση τότε είτε με το brain-drain σήμερα. Η ταινία είναι διαχρονικά επίκαιρη, κινηματογραφικά άρτια και πολύ καλή για να μην την δείτε.

Βοηθήματα:
«Θολός Βυθός» του Γιάννη Ατζακά, εκδ. Άγρα, 2008
«Τα παιδιά του Εμφυλίου» του Λουκιανού Χασιώτη, εκδ. Εστία, 2013
«Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα» της Gonda Van Steen, μετ. Αριάδνη Λουκάκου, εκδ. Ποταμός 2021

Πηγή: Στέλιος Ελληνιάδης - Δρόμος της Αριστεράς

{[['']]}

Τα Δεκεμβριανά και η επιστροφή της θεωρίας της «κομμουνιστικής ανταρσίας»

Με αφορμή τα Δεκεμβριανά ορισμένοι επιστρέφουν στη θεωρία της «κομμουνιστικής ανταρσίας»

 

Τα 80χρονα από τα Δεκεμβριανά, τη «μάχη της Αθήνας», έφεραν στο προσκήνιο και τις τοποθετήσεις γύρω από αυτά.

Και όπως συμβαίνει αρκετά συχνά τα τελευταία χρόνια επανήλθε στο προσκήνιο και ο σκληρός πυρήνας της τοποθέτησης του ελληνικού αντικομμουνισμού, δηλαδή η θεωρία της «κομμουνιστικής ανταρσίας» που έπρεπε να κατασταλεί.

Βλέπετε, μία από τις πλευρές του πραγματικού «τέλους της μεταπολίτευσης» είναι ότι πλέον ο αντικομμουνισμός θεωρείται παραπάνω από αυτονόητος.

Κάποτε θεωρήθηκε στίγμα για τη Νέα Δημοκρατία ότι αποχώρησε – με την τιμητική εξαίρεση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου – από τη συνεδρίαση για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Σήμερα θεωρείται αυτονόητο να προσπερνιέται το γεγονός ότι ο κορμός της Εθνικής Αντίστασης ήταν το ΕΑΜ.

Έτσι και τώρα τα Δεκεμβριανά παρουσιάζονται ως η αντίσταση απέναντι στην «κομμουνιστική ανταρσία». Αντίσταση από το «εθνικό μέτωπο» απέναντι σε μια κομμουνιστική αριστερά που δεν υπήρξε ποτέ «εθνική δύναμη» και που επιδίωξε να πάρει μια εξουσία που δεν της ανήκε.

Βεβαίως αυτό το αφήγημα προσπερνά μια σειρά από κρίσιμες πραγματικές ιστορικές παραμέτρους.

Πρώτον, ότι στην Κατοχή οι «αστικές δυνάμεις» είτε έφυγαν στη Μέση Ανατολή, είτε συνθηκολόγησαν, είτε επιδόθηκαν σε σημαντικό βαθμό σε επικερδείς για αυτές δωσιλογικές πρακτικές.

Δεύτερον ότι το κενό που άφησαν, όπως και την κατάρρευση της κρατικής λειτουργίας, ανέλαβε να το καλύψει ένα πρωτοφανές μαζικό πλειοψηφικό κίνημα γύρω από το ΕΑΜ που κατάφερε να κινητοποιήσει την κοινωνία και να δώσει λόγο, όπλα και προοπτική σε στρώματα που μέχρι τότε αντιμετωπίζονταν στην καλύτερη των περιπτώσεων ως δεξαμενή ψήφων των αστικών κομμάτων.

Τρίτον, το ΕΑΜικό κίνημα ήταν ο πραγματικός εκφραστής της λαϊκής βούλησης στη διάρκεια της Κατοχής και αυτό που θα έπρεπε να έχει τον πρώτο λόγο ως προς το διαμορφώνονταν τα πράγματα στην μεταπολεμική Ελλάδα.

Τέταρτον, ότι αυτό που ονομάζουμε συνήθως «Εθνική Αντίσταση» ήταν μια πραγματική επανάσταση για την ελληνική κοινωνία διαμορφώνοντας πρωτόγνωρους θεσμούς λαϊκής εξουσίας, δικαιοσύνης και δημιουργίας και άρα ισοδυναμούσε στην ελληνική περίπτωση με την πραγματική εξουσία των «από κάτω».

 Πέμπτο, ότι η δυναμική του εμφυλίου πολέμου δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα κάποιας «κομμουνιστικής ανταρσίας» αλλά επειδή οι αστικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να συμφιλιωθούν με το γεγονός ότι υπήρχε μια άλλη εκδοχή εξουσίας στον ελλαδικό χώρο και γι’ αυτόν τον λόγο ήδη από τη διάρκεια της Κατοχής πήραν πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση με κορυφαία την απόφαση τα Τάγματα Ασφαλείας να αποτελέσουν βασικό όργανο αντικομμουνιστικού αγώνα ήδη από την Κατοχή.

Έκτο, ότι η ίδια η ακολουθία των γεγονότων μετά την Απελευθέρωση και μέχρι τα ίδια τα Δεκεμβριανά δεν παρέπεμπε σε καμία πραγματική διάθεση μιας «δημοκρατικής διαδικασίας», αλλά στη συστηματική άσκηση πίεσης με κάθε μέσο προς την ΕΑΜική πλευρά να εκχωρήσει την πραγματική εξουσία που είχε κατακτήσει.

 Και βέβαια δεν είναι τυχαία τα ίδια τα γεγονότα. Ήταν ένοπλοι της Αστυνομίας Πόλεων που πήραν την πρωτοβουλία να χτυπήσουν την επί της ουσίας άοπλη διαδήλωση του ΕΑΜ στις 3 Δεκεμβρίου 1944 σε μια σαφή επιλογή ένοπλης κλιμάκωσης. Και βέβαια είναι γνωστό ότι ο ΕΛΑΣ στην πραγματικότητα δεν μπήκε στη σύγκρουση του Δεκέμβρη με λογική άμεσης κατάληψης της εξουσίας, αλλά με όλες τις ταλαντεύσεις μιας ένοπλης διαπραγμάτευσης. Αντιθέτως, οι «αστικές δυνάμεις» και οι Βρετανοί ήταν που πήραν την επιλογή να αντιμετωπίσουν την Αθήνα σαν «κατεχόμενη πόλη» κατά την ανατριχιαστική φράση του Τσώρτσιλ.

Στην πραγματικότητα τα Δεκεμβριανά δεν προέκυψαν επειδή οι ΕΑΜικές δυνάμεις και η κομμουνιστική αριστερά δοκίμασαν μια «κομμουνιστική ανταρσία», αλλά για το ακριβώς αντίθετο λόγο: επειδή η ηγεσία του ΕΑΜ δεν επέλεξε να πάρει την εξουσία που όντως είχε διατηρώντας την πρωτοβουλία των κινήσεων αλλά αντίθετα μπήκε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, την ώρα που η χώρα ήταν ούτως ή άλλως σε τροχιά εμφύλιας σύγκρουσης, οι αστικές δυνάμεις επέμειναν στον δικό τους σχεδιασμό που ήταν με κάθε τρόπο να ηττηθεί η ανατρεπτική δυναμική που είχε διαμορφωθεί στην Κατοχή.

«Ναι, αλλά έτσι διασώθηκε το αστικό δημοκρατικό καθεστώς», είναι η απαραίτητη επωδός όποτε κανείς εγείρει το ζήτημα της βίας που ξεδιπλώθηκε για αυτή τη «διάσωση» και στα Δεκεμβριανά και στην κυρίως εμφύλια ένοπλη σύγκρουση 1946-1949.

Βεβαίως θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι για να αποφύγουμε το ενδεχόμενο να γίνει η Ελλάδα ένα κράτος όπου υποτίθεται ότι θα ήταν «ολοκληρωτικό» και όπου θα διώκονταν οι αντιφρονούντες και θα βασίλευε το κράτος του τρόμου, αυτό που είχαμε ήταν η πραγματικότητα ενός μετεμφυλιακού κράτους που ποινικοποίησε την ιδεολογία μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, εκτέλεσε και φυλάκισε χιλιάδες αντιφρονούντες, οργάνωσε ελληνικές εκδοχές «κατάστασης εξαίρεσης» στα ξερονήσια και διαμόρφωσε ένα αυταρχικό αστυνομικό κράτος και παρακράτος που τρομοκρατούσε συστηματικά όσους δεν ανήκαν στον «εθνικό κορμό».

Όσο για το εάν στα Δεκεμβριανά συγκρούστηκε η «κομμουνιστική ανταρσία» με τις «εθνικές δυνάμεις» αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς ήταν το εθνικό σε αυτές;

 Πόσο «εθνικές» ήταν δυνάμεις που αφού πήραν την ευθύνη για το Διχασμό στη συνέχεια συναίνεσαν σε μια καταστροφική Μικρασιατική εκστρατεία που οδήγησε στη μεγαλύτερη εθνική τραγωδία της Νεώτερης Ελλάδας;

Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που «χάρισαν» αλλεπάλληλα πραξικοπήματα και βέβαια χρεώνονται τη συναίνεση ουσιαστικά στην απόπειρα εκφασισμού από τον Μεταξά;

Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που στήριξαν τα Τάγματα Ασφαλείας και τα είδαν ως ένοπλη έκφραση του «αστικού καθεστώτος», την ώρα που δεν έπαυαν να είναι δωσιλογικά ένοπλα σώματα που δίωκαν και δολοφονούσαν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης;

Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που έσπευσαν να αγκαλιάσουν όχι μόνο το δωσιλογικό πολιτικό προσωπικό, με κάποιες εξαιρέσεις «για τα μάτια του κόσμου» – για να μην αναφερθούμε στο πώς σταδιοδρόμησαν κερδοσκοπώντας μέσα στην Κατοχή – αλλά και αξιοποίησαν ένα ολόκληρο φάσμα από ένοπλες συμμορίες που τρομοκρατούσαν την ελληνική ύπαιθρο μετά την απελευθέρωση;

Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που στήριξαν τα ξερονήσια, την ύπαρξη ενός «παρασυντάγματος», τα βασανιστήρια, τα έκτακτα στρατοδικεία και τις εκτελέσεις;

 Ίσως, όμως, το πιο ενδιαφέρον να μην είναι τελικά το γεγονός ότι επανέρχεται μια θέση που σε τελική ανάλυση είναι στοιχείο της αυτοσυγκρότησης των «αστικών δυνάμεων» στη χώρα μας, όσο το γεγονός ότι πλέον δεν έχουν καμία ανάγκη να κάνουν παραχωρήσεις σε μια ρητορική «εθνικής συμφιλίωσης» όπως αυτή που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1980 και μετά.

Σίγουρα ρόλο παίζει – το αναφέρουν άλλωστε – η αποτυχία της εκδοχής «αριστερής διακυβέρνησης» που είδαμε την προηγούμενη δεκαετία. Και αυτό όχι προφανώς για να στηλιτεύσουν το γεγονός ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εν τέλει εφάρμοσε, με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα κιόλας, το τρίτο μνημόνιο.

Αλλά για να παρουσιάσουν το πλατύ κίνημα που διαμορφώθηκε ενάντια στα μνημόνια, τη μεγαλύτερη και πιο δυναμική κινητοποίηση της μεταπολίτευσης, εν τέλει ως μια ανταρσία.

Απέναντι στην οποία βέβαια και αυτή τη φορά μπόρεσαν οι «αστικές δυνάμεις» να βγουν νικήτριες.

 Με το τίμημα βεβαίως να είναι για άλλη μια φορά – έστω και σε διαφορετικές συνθήκες – η στέρηση του δικαιώματος των λαϊκών στρωμάτων να αποφασίσουν αυτά για το μέλλον του τόπου στον οποίο ζουν, εργάζονται και αγωνίζονται.

Πηγή: Παναγιώτης Σωτήρης - in.gr

 

{[['']]}

Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν «διχασμός» αλλά στιγμή του ελληνικού εμφυλίου πολέμου

Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν ούτε «ανταρσία» ούτε πρωτίστως «ξένη επέμβαση». Στιγμή του μεγάλου ελληνικού εμφυλίου πολέμου είναι.

 Πριν από 80 χρόνια στις 3 ή 4 Δεκεμβρίου 1944 – ανάλογα με το εάν κανείς διαλέξει ως αφετηρία την απόφαση της Αστυνομίας να χρησιμοποιήσει όπλα κατά της διαδήλωσης του ΕΑΜ ή την απόφαση του ΕΑΜ να ξεκινήσει ένοπλη δράση – στην Αθήνα ξεκινούσε μία από μεγάλη και αιματηρή μάχη, που θα αφήσει βαθιά χνάρια όχι μόνο στην ίδια πόλη – που ως κηρυγμένη «Ανοχύρωτη Πόλη» δεν είχε υποστεί πλήγματα στον ελληνοϊταλικό πόλεμο – αλλά και στη συλλογική συγκρότηση, ταυτότητα και μνήμη της ελληνικής κοινωνίας. Τα Δεκεμβριανά, όπως έμελλε να μείνει γνωστή η «Μάχη της Αθήνας», έδειξαν πόσο βαθιά ήταν η εσωτερική κοινωνική και πολιτική σύγκρουση, κάτι που θα σφραγίσει τις εξελίξεις και τα επόμενα χρόνια.

 80 χρόνια μετά τα Δεκεμβριανά είναι σαφές ότι μπορούμε να αποφύγουμε διάφορες εκδοχές μυθολογίας. Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν μια «κομμουνιστική ανταρσία» που ήθελα να ανατρέψει τη νόμιμη κυβέρνηση, όπως για δεκαετίες θα επιμένει η παράταξη των νικητών του Εμφυλίου, όχι γιατί το κομμουνιστικό κόμμα δεν ο ηγεμονικός φοράς των δυνάμεων του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, αλλά γιατί εκείνη τη στιγμή σαφές σχέδιο για ένοπλη κατάληψη της εξουσίας δεν υπήρχε. Ούτε ήταν τα Δεκεμβριανά απλώς και μόνο αποτέλεσμα της δράσης του «ξένου παράγοντα», εν προκειμένω των βρετανικών δυνάμεων, μια παρά την αποφασιστική τους συμβολή στη διαμόρφωση του τελικού συσχετισμού δύναμης, ο πυρήνας της σύγκρουσης είχε να κάνει με την ελληνική πραγματικότητα και τις αντιθέσεις που τη διαπερνούσαν.

Για να καταλάβουμε τα Δεκεμβριανά πρέπει να δούμε τι ακριβώς ήταν αυτό που συνέβη στην Ελλάδα της Αντίστασης. Το γεγονός ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας χάρη στην καταλυτική παρουσία και εξαιρετική μαζικοποίηση του ΕΑΜ, είχε έναν χαρακτήρα που δεν περιοριζόταν στην ανάκτηση της τυπικής εθνικής ανεξαρτησίας αλλά παρέπεμπε στον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, διαμόρφωσε μεγάλη ανησυχία στις αστικές δυνάμεις. Να το πούμε απλά: ήταν ήδη σαφές προς το τέλος του 1943 ότι μια κοινωνική συμμαχία που περιλάμβανε τη μεγάλη πλειοψηφία των κοινωνικών τάξεων που δεν ήταν κυρίαρχες, είχε το συσχετισμό ώστε να πάρει την εξουσία μετά την Κατοχή.

 Αυτό δεν ήταν «διχασμός», γιατί ο «Διχασμός», καθαυτός εμπειρία ιδιαίτερα τραυματική, αφορούσε μια διαίρεση πρώτα και κύρια στον συνασπισμό εξουσίας και στα αστικά στρώματα, ενώ τώρα είχαμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και τα κυρίαρχα, εξ ου και το γεγονός ότι στην αντιΕΑΜική παράταξη θα μπορούν να συνυπάρχουν οι «Λαϊκοί» με τους «Βενιζελικούς».

 Ξέρουμε, ακόμη, ότι ήδη από τον χειμώνα 1943-44 τόσο οι «εθνικές» αστικές δυνάμεις, όσο και οι Βρετανοί εξετάζουν σχέδια για το πώς θα αποτραπεί να πάρει την εξουσία το ΕΑΜ μετά την Απελευθέρωση. Αυτό φαίνεται στο συντονισμό των «εθνικών οργανώσεων», στον τρόπο που τα Τάγματα Ασφαλείας αντιμετωπίζονται όχι ως θεσμός συνεργασίας με τον κατακτητή αλλά ως αναγκαίο αντικομμουνιστικό ένοπλο σώμα και βέβαια στην εξασφάλιση ότι το ΕΑΜ δεν θα διεκδικούσε την εξουσία, αλλά απλώς θα συμμετείχε σε μια κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» κατά το πρότυπο και άλλων στις χώρες που μόλις απελευθερώνονταν.

Ωστόσο, αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι εκ των πραγμάτων το ΕΑΜ και οι οργανώσεις είχαν χαρακτηριστικά παράλληλης εξουσίας, διαμορφώνοντας εκ των πραγμάτων μια παραλλαγή «δυαδικής εξουσίας», που μάλιστα είχε και την ένοπλη υποστήριξη του ΕΛΑΣ. Ήταν εκ των πραγμάτων μια άλλη εξουσία, με άλλη ταξική βάση και άλλο κοινωνικό ορίζοντα. Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι θρυαλλίδα ήταν το θέμα του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ μια που αυτό ακύρωνε στην πράξη αυτή τη συνθήκη δυαδικής εξουσίας.

Σε αυτό το φόντο ενώ είναι σαφές ότι η ΕΑΜική ηγεσία – όπως και η ηγεσία του ΚΚΕ – έχει επίγνωση των ενδεχομένων, εξ ου και η ύπαρξη σχεδίων για την κατάληψη της Αθήνας, εντούτοις υπάρχουν πραγματικές ταλαντεύσεις ως προς αυτό, που θα πυροδοτήσουν δεκαετίες αντιπαραθέσεων γύρω από τα «λάθη». Αυτό εξηγεί και γιατί τόσο στα Δεκεμβριανά, όσο ακόμη και στη εκκίνηση του Εμφυλίου (και τουλάχιστον μέχρι σημαντικό μέρος του 1947) κυριαρχεί η λογική της ένοπλης διαπραγμάτευσης παρά της αποφασιστικής σύγκρουσης για την εξουσία.

Αντιθέτως, παρότι υπάρχουν διαφορετικές φωνές στο «αστικό μπλοκ» φαίνεται ότι υπάρχει και ένας σκληρός πυρήνας αποφασισμένος να πάει τη σύγκρουση μέχρι το τέλος και ως ένα βαθμό να πάρει την πρωτοβουλία της σύγκρουσης (κάτι που εξηγεί και την απόφαση για ένοπλη επίθεση στην ΕΑΜική διαδήλωση στις 3 Δεκεμβρίου). Σε αυτό θα βοηθήσει και η βρετανική στάση που θα στηρίξει μια τέτοια επιλογή, ήδη από το 1943, μια που προφανώς δεν ήθελε να χάσει την παραδοσιακά επιρροή στα ελληνικά πράγματα.

 Όλα αυτά εξηγούν το γιατί φτάσαμε στη σύγκρουση. Όμως, την ένταση της σύγκρουσης μπορούμε να την καταλάβουμε μόνο εάν αναλογιστούμε τις μεγάλες αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας. Οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί της εικοσαετίας 1920-1940, ιδίως μετά τον ερχομό των προσφύγων, η μαζικοποίηση των εργατικών στρωμάτων, οι πραγματικές δυσκολίες των αγροτικών στρωμάτων, οι έντονες ανισότητες, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1930 μαζί με την εξαθλίωση που έφερε η κατάρρευση της κρατικής επισιτιστικής λειτουργίας στον πρώτο χειμώνα της Κατοχής, αλλά και τη βαναυσότητα των κατακτητών, μαζί με τον κυνισμό των δωσίλογων και όσων πλούτισαν στην Κατοχή είχαν τροφοδοτήσει την οργή των λαϊκών στρωμάτων που στη συντριπτική τους πλειοψηφία αναφέρονταν στο ΕΑΜ.

 

Αυτή η οργή ήταν ακόμη μεγαλύτερη ύστερα και από τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας και των αντιεαμικών οργανώσεων στην τελευταία φάση της κατοχής, με τα μεγάλα μπλόκα, τις εκτελέσεις, τα βασανιστήρια. Ήταν μια σύγκρουση βαθιά και σφραγισμένη από το αίμα που είχε χυθεί.

Όλα αυτά θα βγουν στο προσκήνιο και στη «Μάχη της Αθήνας». Μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο κόσμους, ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικές δυναμικές που βγαίνουν μέσα στην ίδια πόλη. Ο συμβολισμός της αντίθεσης ανάμεσα στη «Σκομπία», δηλαδή το ελεγχόμενο από τις κυβερνητικές και βρετανικές δυνάμεις, τμήμα του Κέντρου της Αθήνας και τις ΕΑΜοκρατούμενες εργατικές και προσφυγικές συνοικίες όπως η Καισαριανή, είναι παραπάνω από σαφής.

Η ίδια η σύγκρουση θα είναι άνιση. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ήταν υποδεέστερες του συνδυασμού ανάμεσα στις κυβερνητικές και τις Βρετανικές. Άλλωστε, οι τελευταίες που όχι μόνο έβαλαν πολυβολεία στην ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας Ακρόπολη (την οποία παρ’ όλα αυτά θα αρνηθούν να στοχεύσουν οι ΕΑΜικές δυνάμεις) αλλά και χτύπησαν ανελέητα τις συνοικίες προπύργια του ΕΑΜ, και με χρήση αεροπλάνων. Όμως, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ θα εκμεταλλεύονται τη γνώση της πόλης, τις πρακτικές οδομαχίας και βέβαια την επινοητικότητα που χαρακτηρίζει τέτοιες συγκρούσεις. Θα έχουν ωστόσο πολύ μεγαλύτερες απώλειες. Κομμάτι της πρακτικής του ΕΛΑΣ – που θα τροφοδοτήσει τη μετεμφυλιακή «πτωματολογία» – και η επιλεκτική εκτέλεση  μελών των σωμάτων ασφαλείας αλλά και συνεργατών του κατακτητή, μια πρακτική που πάντως τη συναντάμε και σε άλλα ένοπλα κινήματα, που επίσης θα αξιοποιηθεί μετά και τη Συμφωνία της Βάρκιζας – που δεν συμπεριέλαβε τέτοιες πρακτικές στην αμνηστία – για το πρώτο μεγάλο κύμα διώξεων. 

Το ίδιο και η πρακτική των ομήρων, επίσης πρακτική που τη συναντάμε και σε άλλες κινήματα, με ορίζοντα ακριβώς την αποτελεσματικότερη διαπραγμάτευση μετά την υποχώρηση.Την ίδια στιγμή στη «Μάχη της Αθήνας» υπήρξε και ηρωισμός. Μια ολόκληρη Αθήνα της πείνας, των εκτελέσεων στην Κατοχή, της φτώχειας, της συμμετοχής στην Αντίσταση, πάλεψε εκείνες τις 33 μέρες με ηρωισμό και αυταπάρνηση ώστε η επόμενη μέρα να είναι αυτή της εξουσίας που προϋπήρχε της Κατοχής και των δωσίλογων. Και παρότι ακόμη και την «κομματική μνήμη» της Αριστεράς θα είναι συχνά απωθημένη, εντούτοις στη συλλογική μνήμη των λαϊκών στρωμάτων αυτή η μάχη δεν θα ξεχαστεί και η εικόνα μιας ανυπότακτης πόλης θα διατηρηθεί για χρόνια. Όπως θα διατηρηθεί και το αδικαίωτο όραμα μιας άλλης συνθήκης κοινωνικής και πολιτικής. Γιατί για όλους αυτούς τους ανθρώπους, φτωχούς, ταλαιπωρημένους, βασανισμένους, αδικημένους, η ένοπλη πάλη ήταν η στιγμή που ένιωσαν ότι μπορούσαν να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους και αυτό το συναντούσες, δεκαετίες μετά όταν συζητούσες με όσους είχαν πάρει μέρος στη σύγκρουση. Οι περισσότεροι των οποίων θα έχουν να αντιμετωπίσουν και όλη τη βαναυσότητα του μετεμφυλιακού κράτους.

Τα Δεκεμβριανά δεν θα είναι η μόνη πράξη του μεγάλου ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Η σύγκρουση θα παραμείνει ανοιχτή και η γραμμή της κλιμάκωσής της μέχρι την πλήρη αποτροπή του «κομμουνιστικού κινδύνου» θα έχει το πάνω χέρι. Αυτό θα εξηγήσει γιατί φάνηκε νωρίς ότι «δημοκρατική διέξοδος» δεν υπήρχε και η εκ νέου ένοπλη σύγκρουση τελικά αναπόφευκτη…

80 χρόνια μετά πολλά έχουν αλλάξει. Όμως, τα σημάδια από τις σφαίρες σε πλήθος κτίρια της Αθήνας των όμορων δήμων έρχονται να θυμίσουν αυτή την ιστορία μιας μεγάλης πολιτικής και σε τελικής ανάλυση ταξικής σύγκρουσης. Που με έναν τρόπο δεν τελείωσε ποτέ…

Πηγή: Παναγιώτης Σωτήρης - in.gr

 

{[['']]}

Πολυτεχνείο 17 Νοεμβρίου 1973 – Πέπη Ρηγοπούλου λίγο πριν ορμήσει το τανκ: «“Σας αγαπώ” φώναξα σκαρφαλωμένη στην πόρτα»


Ο κόσμος ήταν μαζεμένος στο προαύλιο περιμένοντας. Οι ειδήσεις κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα. Τα μεγάφωνα συνέχιζαν να μιλούν. Λόγια που δεν θυμάμαι πια. Σαν να τα ρούφηξε το ηχητικό κενό που θυμάμαι λίγο πριν μπει το τανκς. Δύο αυτοκίνητα είχαν μεταφερθεί στην κεντρική πύλη. Ποια στιγμή δεν το θυμάμαι ακριβώς. Το ένα πίσω από το άλλο. Μπλε σκούρο το χρώμα τους. Μάρκα Μερσεντές. Μου έκανε εντύπωση που ήταν δύο. Πλησίασα τα κάγκελα από τη δεξιά πλευρά. Πολύς κόσμος. Προσπαθούσαμε να δούμε τι γίνεται έξω. Επειδή είχαμε μαζευτεί πολλοί, δεν μπορούσα να δω. Πλησίασα την κεντρική πύλη. Εκεί δεν ήταν μαζεμένοι πολλοί. Το αυτοκίνητο που είχε τοποθετηθεί δυσκόλευε την πρόσβαση. Και έτσι κοντά που ήταν δεν άφηνε χώρο για πολλούς. Ούτε μπορούσες εύκολα να σταθείς, γιατί ήταν και τα διάφορα σίδερα που είχαν μπει σαν αντιστήριξη. Στάθηκα στο κέντρο και λίγο δεξιά. Ανάμεσα στο αυτοκίνητο και στην κεντρική πύλη. Μαζί με άλλους. Δίπλα δίπλα. Για να βλέπω καλύτερα σκαρφάλωσα στην ποδιά της καγκελόπορτας. Με το ένα πόδι στην αρχή. Και το άλλο στον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου. Δεν βόλευε πολύ. Γι’ αυτό έβαλα και τα δύο πόδια στην καγκελόπορτα. Στο κέντρο ακριβώς.

Οι περισσότεροι ήμασταν, νομίζω, μαζεμένοι στο προαύλιο. Και κολλημένοι όσο μπορούσαμε στα κάγκελα. Εκτός από αυτούς που έφυγαν εν τω μεταξύ. Και από τους άλλους που είχαν ίσως οργανωτικές ευθύνες και είχαν μείνει μέσα. Αν και η οποιαδήποτε οργάνωση είχε πλέον ξεπεραστεί από τα γεγονότα. Από τα μέλη της Συντονιστικής δεν ξέρω αν και ποιοι έφυγαν. Η διάσταση των απόψεων κατά τις τελευταίες ώρες δεν μου ήταν τότε γνωστή. Πόσα αισθήματα, πόσες αποφάσεις, πόσες αμφιβολίες χωρούσαν σε εκείνο το προαύλιο εκείνη τη νύχτα; Γι’ αυτό τα πράγματα είχαν μια πυκνότητα.

 Είχε πλέον γίνει γνωστό ότι δόθηκε εντολή να κατέβουν τα τανκς. «Τα τανκς κατεβαίνουν από το Γουδί. Τα τανκς στρίβουν από την Αλεξάνδρας και προχωρούν στην Πατησίων». Ακούγεται ο ήχος που κάνουν οι ερπύστριες. Μονότονος. Βλέπουμε τα τανκς που φτάνουν. Το ένα πίσω από το άλλο. Έφτασαν. Σταμάτησαν απέναντι από το προαύλιο. Άφησαν μια απόσταση. Σταθμεύουν στο απέναντι οδόστρωμα. Κάποια στιγμή ήταν τέσσερα απέναντί μας.[…] Μαζί τους εμφανίζονται κάποιοι στρατιωτικοί. Διακρίνω ένα κόκκινο μαντίλι στον λαιμό του ενός να ανεμίζει. Όχι από τον άνεμο. Από την ένταση. Δυνάμεις των ΛΟΚ, μαθαίνω αργότερα. Είχαν κατέβει και εκείνοι […] Έχουν πλησιάσει στα κάγκελα και μας λένε να βγούμε. Αυτοί που ήταν δίπλα μου στα δεξιά αρχίζουν να τους μιλάνε. Άρχισε μια κουβέντα ανά δύο, ανά τρεις. Μιλούσαν με αυτούς που ήταν απέναντί μας. Σαν να μη συνέβαινε αυτό που συνέβαινε.

 Νομίζω πως αυτή ήταν και η πρώτη στιγμή που μέσα μου διαμορφώθηκαν οι πρώτες στοιχειώδεις προσωπικές επιλογές. Ήμουν αντίθετη σε κάθε ατομική διαπραγμάτευση. Έκανα προσπάθεια να τους σταματήσω. Τους έλεγα να μην παίρνουν πρωτοβουλίες, ότι έπρεπε να περιμένουμε τη Συντονιστική να μας πει τι κάνουμε. Πώς ήταν δυνατόν να έχουμε εμείς τη δική τους πληροφόρηση; Εκείνοι μόνο μπορούσαν να μιλήσουν εκ μέρους όλων, πίστευα. Αφού δεν ήταν εκείνοι ακόμη εδώ, εμείς δεν έπρεπε να αρχίσουμε διαπραγματεύσεις με τους στρατιωτικούς. Ήταν σαφές: υπήρχε ανάμεσά μας μια διαχωριστική γραμμή. Από έξω εκείνοι και από μέσα εμείς. […] Όπου να ’ναι θα φανεί κάποιος από τη Συντονιστική. Γιατί αργούσαν; Και άφηναν τον οποιονδήποτε να μιλάει και να χαλάει, ίσως χωρίς να γνωρίζει, τη δική τους στρατηγική; Γιατί δεν μπορεί να μην έχουν σκεφτεί να μας προτείνουν κάτι για να βγούμε από αυτή την κατάσταση της αναμονής. Αν ήταν κοντά μας, μπορεί κάτι να καταφέρναμε.

 […] Ο λαός. Αυτό ήμασταν. Αποδείχτηκε στη συνέχεια. Ο ασύνταχτος λαός που είχε ξεπεράσει τον εαυτό του. Και που τώρα έβλεπε το κενό ηγεσίας και ήθελε να πάρει την πρωτοβουλία να κανονίσει κάτι που δεν κανονιζόταν πια από κανέναν.

 Κανείς από την ηγεσία μας, απ’ όσο γνωρίζω, δεν τραυματίστηκε. Κάποιοι λίγοι συνελήφθησαν επί τόπου· άλλοι έφαγαν ξύλο, ταπεινώθηκαν, βασανίστηκαν αργότερα. Αυτοί που τραυματίστηκαν ή πέθαναν εκείνο το βράδυ αλλά και τις επόμενες δύο ημέρες δεν ανήκαν, απ’ όσο γνωρίζω, σε κάποιο κόμμα. Εκτός ίσως από ελάχιστους. Ανάμεσα στους τραυματισμένους και τους νεκρούς ήταν μια λαϊκή τραγουδίστρια, ένας θαυματοποιός, υπάλληλοι, εργάτες, τεχνίτες, κάποιοι μαθητές, ένα μικρό αγόρι Υπήρξε ενδιαφέρον να δει κανείς από τις οργανώσεις και τα κόμματα αυτούς που είχαν τραυματιστεί; Γιατί δεν κατάφερε η Συντονιστική να κάνει τον απολογισμό εκείνων των ημερών; Και τελικά, τι περίμενα εγώ από τη Συντονιστική, μια ομάδα συνομήλικων πάνω κάτω ανθρώπων, και γιατί το περίμενα; Για να ζήσω αυτό το «εμείς», τη συλλογικότητα που πάντα επιθυμώ ή για να υποταχθώ σε μία αλλότρια βούληση από ανασφάλεια και προβληματισμό σχετικά με τις δικές μου δυνάμεις; […]

 Η Συντονιστική έστειλε αντιπροσώπους ή –το πιθανότερο– ήρθαν δύο τρεις από αυτούς με δική τους πρωτοβουλία. Υποθέτω ότι ένιωσαν την ευθύνη για όλο αυτό τον κόσμο που δεν ήξερε τι να κάνει και κατέβηκαν στην αυλή. Κάποιες αποφάσεις μπορεί να είχαν ήδη ληφθεί ή μπορεί να μην υπήρχαν. Τον μόνο που θυμάμαι ιδιαίτερα είναι ένα αγόρι που σκαρφάλωσε στα κάγκελα στα δεξιά μου, ενώ του φωνάζανε απέξω κάποιοι στρατιωτικοί: «Σταμέλλο, έλα κάτω» ή «κατέβα». Ιδιαίτερα νομίζω ο αξιωματικός που κρατούσε τον τηλεβόα, με το κόκκινο μαντιλάκι στον λαιμό και μας έλεγε να βγούμε. Μπορεί και ο επικεφαλής της αστυνομίας, όπως λέει στην κατάθεσή του. Είδα αυτόν που ονόμαζαν Σταμέλλο, που, νομίζω, φορούσε ή κρατούσε κάτι λευκό, να έχει σκαρφαλώσει στα κάγκελα. Να διστάζει. Ένα μέσα-έξω το σώμα του, μια αμφιβολία αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να βγει. Να παλαντζάρει για λίγο. Και μετά να πηδάει. Από την άλλη πλευρά, στην Πατησίων. Και να παίρνει την ντουντούκα. Δεν άκουγα τι έλεγε. Με είχε σοκάρει το γεγονός ότι αυτό το παιδί, για να μας μιλήσει, πέρασε στο άλλο στρατόπεδο. Ήταν ένας από τους μέσα που είχε πάει δίπλα στους έξω. Το όνομά του το άκουγα πρώτη φορά.

 Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς το ήξεραν εκείνοι. Δεν ήξερα τότε τίποτε για τον Κυριάκο. Ότι ήταν από τους φοιτητές που στρατεύτηκαν, ότι είχε περάσει στρατοδικείο. Αλλά διαφωνούσα με αυτό που είχε κάνει. Εκείνη την ώρα έπρεπε να είμαστε όλοι από την ίδια πλευρά. Έτσι πίστευα. […]

Ύστερα από είκοσι περίπου χρόνια άκουσα να λέει ο Κώστας Λαλιώτης ότι ήταν αυτός που πήδηξε από την άλλη πλευρά, δεν ήταν ο Σταμέλλος. Σκέφτηκα, για να το λέει, έτσι θα είναι.

Πάντως εγώ δεν είχα δει και άλλον να πηδάει. Μόνο αυτόν που οι στρατιωτικοί φώναζαν Σταμέλλο. […]

 Τον Κυριάκο τον Σταμέλλο τον γνώρισα επιτέλους. Του είπα την ιστορία. «Εγώ ήμουνα» μου είπε εκείνος. «Είναι κάτι που θέλω να αφήσω στα παιδιά μου». […] Στα πρακτικά της δίκης, όσα υπάρχουν και όπως υπάρχουν, ο Κυριάκος Σταμέλλος, ο Κώστας Λαλιώτης και ο Στέφανος Τζουμάκας λένε ότι βγήκαν στο προαύλιο και έξω από αυτό για να διαπραγματευτούν με τους στρατιωτικούς και την αστυνομία. Ζήτησαν, όπως λένε οι δύο πρώτοι στις καταθέσεις τους, να γίνει η έξοδός μας το πρωί. Με το φως της μέρας. Δεν τα κατάφεραν.

 Τα συνθήματα συμφιλίωσης συνεχίζονταν: «Αδέρφια μας φαντάροι» ήταν το κυρίαρχο. Είχε πονέσει ο λαιμός μου από τις φωνές. Ένιωθα μια μεγάλη δύναμη μέσα μου. Ήλπιζα την ύστατη εκείνη στιγμή ότι θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε την εισβολή. Δεν μπορεί να μπουν, σκεφτόμουνα. Δεν είναι δυνατόν να το κάνουν. Πρέπει να αντέξουμε ως το πρωί. Ξαφνικά κατάλαβα ότι έμεινα μόνη μου μπροστά στην πύλη. Πότε έφυγαν οι άλλοι που ήταν δίπλα μου; Γύρισα το κεφάλι μου να δω, δεν υπήρχε κανένας. Το αγόρι που ήταν επάνω στη δεξιά από εμένα κολόνα δεν το είχα αντιληφθεί. Γιατί εκείνη τη στιγμή, και ενώ είχα δει πιο νωρίς τον Κυριάκο να σκαρφαλώνει πιο ’κεί πάνω στα κάγκελα, δεν γύρισα τα μάτια μου πάλι προς τα επάνω. Το βλέμμα μου κινούνταν μόνο κυκλικά και μπροστά, προς τα εκεί από όπου περίμενα την επίθεση. Μετά τον πρώτο φόβο που ένιωσα, καθώς μας έλουσε στην αρχή το φως των προβολέων από τα τανκς, αλλά κυρίως καθώς μας σημάδευε στη συνέχεια η κάννη του ενός, με τον γνωστό ήχο που κάνει καθώς παίρνει θέση για να στοχεύσει, έπαψα να φοβάμαι. Δεν μπορώ να πω πόση ώρα κράτησε αυτό. […]

 Η απόλυτη σιγή που έπεσε ξαφνικά ήταν που με έκανε να γυρίσω και να καταλάβω ότι είχα μείνει μόνη πίσω από την πύλη. Πόση ώρα είχε περάσει από τα τελευταία συνθήματα; Πριν από πόσα λεπτά είχαν σβήσει οι τελευταίοι στίχοι από τον εθνικό ύμνο; Που τον είχαμε πει όλοι μαζί; Είχε δημιουργηθεί για λίγο ένα κενό ήχου. Φώναζα μόνη μου, αλλά μπορεί και να μη με άκουγε κανείς. Σαν στο όνειρο. Μόνο που δεν ένιωσα την αγωνία που συνοδεύει συνήθως το όνειρο. Γιατί η αγωνία του ονείρου έχει να κάνει με το μπλοκάρισμα της φωνής. Θέλεις να μιλήσεις, μιλάς ίσως, αλλά δεν βγαίνει η φωνή σου.. Ενώ εγώ την άκουγα να βγαίνει προς τα έξω.

Την ύστατη ώρα, όπως κατέθεσε ο χειριστής του τανκς, άλλαξαν θέση στην τεράστια κάννη στρέφοντάς την προς τα πίσω. Το στοιχείο αυτό το καταθέτει ως ένδειξη ότι δεν ήθελαν «να επιδράσει το επί σκοπώ πυροβόλο δυσμενώς ψυχολογικά επί των φοιτητών». Ακόμη, «για να μη πάθη καμμία ζημιά το πυροβόλο». Για να μη χαλάσει δηλαδή από την τυχόν πρόσκρουσή του με την πόρτα. […]

 Το μαρσάρισμα του τανκς έσπασε αυτό το ηχητικό κενό. Είχε αρχίσει να κινείται. Από την πλευρά της Στουρνάρη. Απέναντι και αριστερά καθώς κοιτώ από την πόρτα. Το βλέπω να έρχεται.

Όταν ξανασκεφτόμουν αυτή την εικόνα, και θέλοντας να μετρήσω τα χρονικά διαστήματα, είπα ότι μπορεί και να ήταν ένα άλλο, από την πλευρά της Αβέρωφ που εισέβαλε. Και όχι αυτό που έβλεπα να έρχεται. Γιατί το τανκς έμοιαζε να έρχεται από μακριά. […] Και ενώ ήμουνα στριμωγμένη ανάμεσα στα κάγκελα και το πρώτο αυτοκίνητο, είχα την αίσθηση ότι μου έμενε χρόνος για μια τελευταία κραυγή. «Σας αγαπάω» φώναξα σκαρφαλωμένη στην πόρτα, με τα χέρια και το πρόσωπό μου ανάμεσα στα κάγκελα. Ήταν οι τελευταίες λέξεις. Η τελευταία προσπάθεια να τους σταματήσω. […] Το τανκς είχε φτάσει, είχε παραβιάσει την πύλη […].

———-

 Η Πέπη Ρηγοπούλου (Χημικοί Μηχανικοί ΕΜΠ) ήταν πάνω στη σιδερένια πόρτα κατά την εισβολή του τανκς και τραυματίστηκε σοβαρά κινδυνεύοντας να χάσει τη ζωή της. Τελικά επέζησε με αρκετά προβλήματα υγείας, αποφοίτησε κατά τη μεταπολίτευση και ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα διδάσκοντας στο Πολυτεχνείο Κρήτης, στη Φιλοσοφική Αθηνών και στο τμήμα ΕΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, του οποίου σήμερα είναι ομότιμη καθηγήτρια. Η προηγηθείσα μαρτυρία αποτελεί μικρό απόσπασμα από το βιβλίο της «Θάλαμος ανανήψεως» (Εκδόσεις Ταξιδευτής). Documento

{[['']]}

Οι οικογενειακές ρίζες του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και το “χρονικό των κομμένων κεφαλών”

 



Αυτό δεν το γνωρίζαμε και το πληροφορηθήκαμε από ανάρτηση χρήστη του “Χ. Ενώ είναι γνωστό ότι ένας Διμοιρίτης του Αρχηγείου Μαινάλου του ΔΣΕ και αντιστασιακός της ΕΠΟΝ κατά την Κατοχή, έφερε το όνομα Βασίλης Παπακωνσταντίνου, δεν ξέραμε την σχέση που έχει με τον τραγουδιστή.

Το περιστατικό της δολοφονίας αυτού του αγωνιστή είναι γνωστό και μας λέει ότι στις 12/10/1949 χωροφύλακες από το Ίσαρι ειδοποιημένοι από τον συχωριανό του Παπακωνσταντίνου, Κώστα Γαλάνη, πλησίασαν το σημείο που ο αντάρτης αναπαυόταν και τον σκότωσαν. Οι χωροφύλακες έκοψαν το κεφάλι του και το κρέμασαν στο καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού Ίσαρι.

Και με την ευκαιρία να μιλήσουμε λίγο για το χρονικό των κομμένων κεφαλών.

Το όργιο τρομοκρατίας που εξαπέλυσαν οι παρακρατικές – κρατικές συμμορίες που συγκροτήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια, αμέσως μετά την συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ, δεν είχε προηγούμενο.

Θάνατοι, βασανισμοί και επίδειξη κομμένων κεφαλιών με ζουρνάδες και νταούλια, ήταν ενταγμένα στην καθημερινή δραστηριότητα του ένοπλου δεξιού παρακράτους που οργίαζε σε όλη την χώρα.

Το κράτος είχε αναθέσει σ’ αυτές τις συμμορίες να κάνουν την βρόμικη δουλειά. Κι αυτό γιατί εξαιτίας των δεσμεύσεων της Βάρκιζας, των βρετανικών περιορισμών και της κατακραυγής της διεθνούς κοινής γνώμης οι επίσημες κρατικές αρχές ήταν υποχρεωμένες να διατηρήσουν μια επίφαση νομιμότητας.
Οπότε, στην ουσία οι παρακρατικές συμμορίες έκαναν αυτό που δεν μπορούσαν να κάνει φανερά το αστικό κράτος με τους μηχανισμούς του

Εδώ να συμπληρώσουμε ότι για το χρονικό των κομμένων κεφαλών υπάρχουν λίγα και αποσπασματικά στοιχεία. Η έκταση όμως του κανιβαλισμού ήταν τέτοια που ο ίδιος ο Αμερικάνος πρόξενος στην Ελλάδα, μετά από εικόνες που δημοσιεύτηκαν στις ΗΠΑ, με κομμένα γυναικεία κεφάλια, προέβη σε διάβημα.. Η ελληνική απάντηση ήταν η παρακάτω: “Οι κομμένες κεφαλές και η δημόσια επίδειξή τους αποτελούν ελληνικό έθιμο”, όμως μας ενημερώνει σε μια ενδιαφέρουσα ανάρτηση που έχει το μπλοκ Ηφαιστος.


 

{[['']]}

Δημητριάδης Δημήτρης (Μήτος) από την Πτολεμαΐδα - Ένας από τους 200 ήρωες της Καισαριανής

Την Πρωτομαγιά του 1944, οι δυνάμεις κατοχής, σε αντίποινα για την εξόντωση ενός Γερμανού στρατηγού και του επιτελείου του, εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής

200 αγωνιστές η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήταν κομμουνιστές και μέλη του ΚΚΕ.

Τους αγωνιστές αυτούς τους πήραν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου όπου ήταν φυλακισμένοι από τους Γερμανούς Ναζί. Η εκτέλεση αυτή που καθόλου τυχαία δεν έγινε την Πρωτομαγιά, διεθνή γιορτή της Εργατικής Τάξης, ήταν η εκδίκηση του φασισμού – Ναζισμού, ντόπιου και ξένου ενάντια στους αγωνιστές του Εργατικού αλλά και του Κομμουνιστικού Κινήματος. Η πλειοψηφία των εκτελεσμένων ήταν αυτοί που με τους αγώνες τους στην περίοδο του μεσοπολέμου πρωταγωνίστησαν στην ανάπτυξη του εργατικού Κινήματος, του ΚΚΕ και κάποιων άλλων μικρότερων οργανώσεων με Κομμουνιστική αναφορά. Ήταν αυτοί που κρατούνταν στις φυλακές και στις εξορίες από το 1936 όπου το αιματοβαμμένο καθεστώς της 4ης Αυγούστου (δικτατορία Μεταξά) τους συνέλαβε και τους παρέδωσε, με πρωτόκολλο μάλιστα, στους κατακτητές το 1941. Αυτοί αποτέλεσαν τους όμηρους των αρχών κατοχής που εκτελούσαν ως αντίποινα κάθε φορά που γινόταν κάποιο χτύπημα του ΕΛΑΣ και του αντιστασιακού κινήματος γενικότερα. 

Ανάμεσα στους 200 εκτελεσθέντες είναι και πέντε (5) αγωνιστές, κομουνιστές, όλοι μέλη του ΚΚΕ, από το Νομό Κοζάνης. Ο 38χρονος οικοδόμος Νικόλαος Πλακοπίτης από την Κοζάνη, ο Γιάννης Στάθης (Γιαννάκος) από τα Σέρβια, ο Αιβατζίδης Γιώργος μάγειρας από τα Σέρβια, ο Βασίλης Παπαβασιλείου, δάσκαλος από το Βελβεντό και ο Δημήτρης (Μήτος) Δημητριάδης του Κων/νου αγρότης από την Πτολεμαΐδα. 

Αναφέρεται από κάποιες πηγές και ο Μιχάλης Βούγιας από τον Πεντάλοφο όμως το όνομά του δεν βρίσκεται στο μνημείο στην Καισαριανή ούτε στις κυριότερες ιστορικές πηγές. Σύμφωνα με νεώτερα στοιχεία ο Μιιχάλης Βούγιας εκτελέστηκε στις 10 Μάιου του 1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. [1] Αυτό φυσικά δεν τον κάνει λιγότερο αγωνιστή και ήρωα από τους άλλους αλλά την πρωτομαγιά του 1944 εκτελέστηκαν 200. Όταν συμπληρωθούν τα στοιχεία θα γράψουμε και τη δική του αγωνιστική πορεία που ξεκινάει ακόμα από τη δεκαετία του 1920.


 Η αγωνιστική πορεία του ηρωικού Κοζανίτη οικοδόμου Νικόλαος Πλακοπίτης καταγράφηκε σε τρία άρθρα που προέκυψαν από μια ερασιτεχνική έρευνα στις ιστορικές πηγές και στην προσωπική μαρτυρία του συντρόφου του και συντοπίτη μας Ζήση Τσαμπούρη όπως τα αποτύπωσε στο βιβλίο του «τα τετράδια της μνήμης – Το Εργατικό Κίνημα στην Κοζάνη (1930- 1943) από τις εκδόσεις «ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ» [2-3-4]

Δημήτρης (Μήτος) Δημητριάδης


 Τη φετινή Πρωτομαγιά την αφιερώνουμε στη μνήμη ενός από του 5 ήρωες της Κοζάνης, έναν από τους «αλύγιστους της ταξικής πάλης»[5] στον αγρότη, κομμουνιστή, μέλους του ΚΚΕ, Δημήτρη (Μήτο) Δημητριάδη που εκτελέστηκε με τους 200 στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944. Ο Δημητριάδης ήταν παππούς του Μίμη Δημητριάδη πρώην βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ στο νομό Κοζάνης.

Ο Δημήτρης Δημητριάδης Γεννήθηκε γύρω στα 1910 στο Καρς του Καύκασου και ήρθε το 1923 ως πρόσφυγας στην Πτολεμαΐδα. Ασχολήθηκε με τη γεωργία, ήταν παντρεμένος με την Έλλη – Τσαχειρίδου- Δημητριάδου και είχε δυο παιδιά την Ραμόνα (Ανδρομάχη) που γεννήθηκε το 1935 και τον Κλεάνθη που γεννήθηκε το 1937.

Η πολιτική και συνδικαλιστική του δράση

Η συνδικαλιστική και πολιτική του δράση, σύμφωνα με τις πηγές, ξεκινάει το 1932 που βρίσκεται σε όξυνση η οικονομική κρίση του συστήματος που άρχισε το 1929. Στην Πτολεμαΐδα όπως και στις υπόλοιπες περιοχές το διάστημα αυτό η φτώχεια και η ανέχεια των αγροτών και των άλλων λαϊκών οικογενειών τσακίζει κόκαλα. Κατά τα μέσα Φλεβάρη οι αγρότες της Πτολεμαΐδας ξεσηκώνονται ζητώντας, οικονομικές ενισχύσεις, δωρεάν καλαμπόκι κ.α Η Χωροφυλακή της Πτολεμαΐδας συλλαμβάνει αυτούς που θεωρεί ηγέτες των αγροτών και  πρωταίτιους των κινητοποιήσεων. Οι συλληφθέντες είναι ο Δημήτρης Δημητριάδης, ο Αλέκος Θεοδωρίδης, ο Ν. Ιωαννίδης,  Ο Γ. Χονδροματίδης και ο Θ. Χαλκίδης.

Στην Υποδιεύθυνση Χωροφυλακή της Πτολεμαΐδας αφού τους μαύρισαν στο ξύλο μετά έδεσαν χειροπόδαρα τους Δημητριάδη, Θεοδωρίδη και Ιωαννίδη και τους πέταξαν στο μπουντρούμι (τους άλλους δυο τους απέλυσαν). Εκεί τους βασάνιζαν επί εφτά ώρες χτυπώντας τους με γροθιές και τους υποκόπανους των όπλων λέγοντάς τους: «Θα σας ψοφήσουμε σα σκυλιά, όπως ψόφησε ο Βασιλειάδης. *[6] Και μάλιστα έχουμε τον τρόπο να γλυτώσουμε». Όταν σταμάτησαν τα βασανιστήρια τους πέταξαν στο κρατητήριο και μετά τρεις μέρες τους έστειλαν σιδηροδέσμιους στον εισαγγελέα Κοζάνης να δικαστούν με βάση το ιδιώνυμο. Ο Εισαγγελέας αφού τους άκουσε τους απέλυσε και όρισε δίκη για τις 4 Απριλίου. [7]

Στις 4 Απρίλη έγινε το δικαστήριο και οι κατηγορούμενοι Δημήτρης Δημητριάδης,  Αλέκος Θεοδωρίδης και Ν. Ιωαννίδης καταδικάστηκαν, με βάση το ιδιώνυμο, σε 10 μήνες φυλακή ο καθένας και δέκα μήνες εξορία [8]

Δεν γνωρίζουμε αν οι ποινές που επέβαλε το δικαστήριο εκτίθηκαν τελικά επειδή τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ο Δημήτρης Δημητριάδης συνελήφθη ξανά μαζί με άλλους πέντε πρωτοπόρους αγρότες κομμουνιστές. Ο λόγος ήταν ότι την 1η Αυγούστου, παγκόσμια ημέρα αντιπολεμικής δράσης τότε, αναρτήθηκαν στην Πτολεμαΐδα, όπως και στις άλλες πόλεις, αφίσες και κόκκινες σημαίες. Η χωροφυλακή τότε συνέλαβε 6 κομμουνιστές θεωρώντας ότι αυτοί είναι υπεύθυνοι για αυτές τις ενέργειες. Οι συλληφθέντες, οι οποίοι οδηγήθηκαν στις φυλακές της Κοζάνης ήταν οι: Γρ. Νικολαΐδης, Φίλιππας Παπαδόπουλος, Ν. Ιωαννίδης, Δημήτρης Δημητριάδης, Ηλ. Φαλεάδης και Θ. Χαλκίδης.

Στις φυλακές Κοζάνης ο Χαφιές και δολοφόνος Τσαρουχίδης άρπαξε το ξίφος ενός φρουρού φωνάζοντας «θα σας σκοτώσω όπως τον Βασιλειάδη» και μαζί με άλλους χαφιέδες επιτέθηκαν στους 6 αγωνιστές κρατώντας ξύλα και σίδερα όμως αυτοί κατάφεραν να τους τα πάρουν και να τους δώσουν ένα γερό «μάθημα»! Στο αυτόφωρο που τους πήγαν καταδικάστηκε ο Φ. Παπαδόπουλος σε 4 μήνες φυλακή και 500 δραχμές πρόστιμο για παράνομη οπλοφορία, με βάση κατάθεση χαφιέ ψευδομάρτυρα [9]

Αργότερα η Επιτροπή Ασφαλείας αποφάσισε να στείλει εξορία «εις νήσον τινά» τον Δημήτρη Δημητριάδη μαζί με τον Νίκο Πλακοπίτη το Γ. Κοκολιό, Χ. Μενίδη από τη Σιάτιστα και τον Γ. Γκουστουμάνη. Οι παραπάνω κομμουνιστές άσκησαν έφεση και αφέθηκαν ελεύθεροι με την υποχρέωση να δίνουν παρόν δυο φορές την ημέρα [10]

Οι «περιπέτειες» του Δημήτρη Δημητριάδη και των συντρόφων του θα συνεχιστούν και το 1933 όταν θα συλληφθεί ξανά με άλλους τρεις αγρότες κομμουνιστές επειδή έκαναν έναν χορό για ενίσχυση της Εργατικής Βοήθειας. Οι σύντροφοί τους μαζεύτηκαν και πήγαν στην Υποδιοίκηση χωροφυλακής Πτολεμαΐδας να διαμαρτυρηθούν για τις άδικες συλλήψεις αλλά αντί να βρουν το δίκιο τους συνελήφθησαν άλλοι οχτώ αγρότες και στάλθηκαν όλοι μαζί στις φυλακές της Κοζάνης. Στη δίκη καταδικάστηκαν οι Λ. Σαλονικίδης και Θ. Σιδηρόπουλος σε δυο χρόνια και τρεις μήνες φυλακή και από ένα χρόνο εξορίας στον καθένα. Στους Δ. Δημητριάδη και Γ. Χονδροματίδη 18 μήνες φυλακή και από ένα χρόνο εξορία. Στους Φ. Παπαδόπουλο, Μιχ. Χονδροματίδη, Γ.Μιχαηλίδη, Κ. Βουνοτρυπίδη, Γαβρ. Ιωαννίδη και Γ. Κοσμίδη δυο χρόνια φυλακή.

Στις 20 Ιουνίου οι 12 αγρότες Κομμουνιστές ειδοποιήθηκαν ότι θα μεταφερθούν στις φυλακές της Λάρισας όπου θα γίνει το εφετείο. Οι φυλακές της Κοζάνη αντιλαλούν από τον ύμνο της Διεθνούς που τραγουδάν οι φυλακισμένοι Κομμουνιστές δείχνοντας έτσι ότι δεν τους τρομάζουν οι απειλές της αστικής τάξης. Στο εφετείο που έγινε στη Λάρισα στις 20 Ιουλίου παρέμειναν οι ίδιες ποινές που προαναφέρθηκαν στους 10 αγωνιστές ενώ οι Τριανταφυλίδης και Καλαντερίδης δήλωσαν ότι δεν είναι Κομμουνιστές και αφέθηκαν ελεύθεροι. [11]

Στη δικτατορία του Μεταξά ξανά συλλαμβάνεται και η πρόταση του διοικητή Χωροφυλακής Κοζάνης είναι να εξορισθεί ως αμετανόητος Κομμουνιστής. Τελικά αυτό μάλλον δεν θα υλοποιηθεί αλλά θα συλληφθεί πάλι το 1938 για να σταλεί σιδηροδέσμιος εξορία στην Ανάφη. Η γυναίκα του Έλλη έχοντας τα δυο μωρά στην αγκαλιά της (Ο Κλεάνθης ήταν 10 μηνών και η Ανδρομάχη 2,5 χρονών) θα βγει μαζί με άλλους συγγενείς στην κεντρική Πλατεία της Πτολεμαΐδας για να τον αποχαιρετήσουν. Αυτή θα είναι και η τελευταία φορά που θα ανταμώσει η οικογένεια.

Η Εξορία στην Ανάφη


Στην Ανάφη ο Δημήτρης Δημητριάδης εντάχτηκε στην ΟΣΠΕ (Ομάδα Συμβίωσης Πολιτικών Εξορίστων) και βοήθησε αποφασιστικά στην επιβίωση των συναγωνιστών του μέσα από υπεύθυνες θέσεις. Ανέλαβε την προμήθεια της ομάδας με αγροτικά προϊόντα από τους ντόπιους αγρότες και από τα «σέμπρικα» κτήματα που καλλιεργούσε η ίδια η ΟΣΠΕ. Επίσης ήταν ο εκδοροσφαγέας της ομάδας αφού η ΟΣΠΕ είχε και ένα κοπάδι με γιδοπρόβατα που τα βοσκούσαν δυο τσοπάνοι μέλη της Ομάδας και γνώστες του αντικειμένου. Εκτός των άλλων συμμετείχε στα μαθήματα αυτομόρφωσης που γινόταν οργανωμένα στην Εξορία  και στην έκδοση των εφημερίδων της ΟΣΠΕ. Μια από της εφημερίδες ήταν η «Γαζέτα» που την έγραφαν και τη διακινούσαν οι Πόντιοι και οι «Καραμανλήδες» εξόριστοι. Εκεί ο Τάσος Αποστολίδης, εξόριστος σκιτσογράφος που εκτελέστηκε και αυτός με τους 200, του αφιέρωσε ένα σκίτσο που φαίνεται να χορεύει συνοδεία ποντιακής λίρας.


 Δημητριάδης Δ: «Από τα νεκρά κορμιά μας θα βγουν χιλιάδες μαχητές»

Μεταφέρουμε εδώ αυτούσιο έναν διάλογο του Δημήτρη Δημητριάδη με την Ανουσώ που ήταν κόρη του Ρουσέτη Σιγάλα και η οικογένειά του συμπαθούσε και βοήθησε πολύ τους εξόριστους. Η συζήτηση γίνεται στο κτήμα «Χριστός» που ήταν του Σιγάλα και το παραχώρησε στην ΟΣΠΕ για να σφάζει κρυφά τα σφάγια της Ομάδας που ήταν αδήλωτα στους Ιταλούς κατακτητές. Εκεί ο «Μίτος» μάθαινε την τέχνη του και στην Ανουσιώ που τότε ήταν παιδούλα 14-15 χρονών.

Οπότε μια μέρα λέει η Ανουσιώ στον Δημήτρη Δημητριάδη:

-          Εδώ στην εξορία τόσα χρόνια θα σκουληκιάσετε καημένε Δημητρό….. Είναι μεγάλο κρίμα γιατί είστε όλοι σας καλοί άνθρωποι! Δεν θυμόσαστε, αλήθεια, τις οικογένειές σας, τα παιδιά σας; Πονάει η ψυχή μου σαν το σκέπτομαι.

-          Α… καλή μου κόρη, απαντά ο «Μίτος», συγκινημένος, από αυτά τα σκουλήκια των δικών μας κορμιών θα βγούνε χιλιάδες μαχητές που θα πνίξουν τα κακό θεριό πάνω στη Γη, το άδικο και τον φασισμό….

Η μικρή Ανουσιώ ακούει και σκέπτεται πάντα τα λόγια των συντρόφων και ολοένα μέσα της γεννιέται το φως… [12]

ΑΝΟΥΣΙΩ ΣΙΓΑΛΑ ΧΑΛΑΡΗ


 Όταν έφυγαν και οι τελευταίοι εξόριστοι ο Γερό Σιγάλας, φοβούμενος πιθανή τυμβωρυχία,  πήγε στο νεκροταφείο και μάζεψε τα κόκαλα των νεκρών εξόριστων αγωνιστών σε ένα δισάκι και τα έδωσε στην 16χρονη τότε Ανουσιώ για να τα κρύψει. Οι πρώην εξόριστοι αγωνιστές της Ανάφης της αφιέρωσαν ένα ποίημα:

«Πέρα στων νεκρών την Πόλη

στη μακρινή ανάφη

τα κόκαλα εμάζεψε η Ανουσιώ μονάχη.

Γέμισε το δισάκι της

σαν μάνα να τα κλάψει

περνάει λαγκάδια και βουνά

να πάει να τα φυλάξει.

Η Ανουσιώ Σιγάλα λίγο αργότερα παντρεύτηκε τον συντοπίτη της ΕΛΑΣίτη και κομμουνιστή Πέτρο Χάλαρη και απέκτησαν τέσσερα παιδιά μεταξύ αυτών και τον Αντώνη Χάλαρη ο οποίος υπήρξε ιδρυτής και πρόεδρος του κόμματος ΑΚΕΠ το οποίο κατέβαινε στις εκλογές επί σειρά ετών μέχρι τη δεκαετία του 1990. Το μετεμφυλιακό κράτος «αντάμειψε» με διώξεις και κυνηγητό την Ανουσιώ και την οικογένειά της μέχρι που την απέλυσε από τη θέση καθαρίστριας που είχε στο Α` Νεκροταφείο Αθηνών![13

Η τραγική και άνανδρη δολοφονία της Έλλης Τσαχειρίδου, Δημητριάδου

Στις 5 Αυγούστου του 1943, σε  χαράδρα του «Κουρί» Πτολεμαΐδας, εκτέλεσαν οι Έλληνες Ναζί συνεργάτες των κατακτητών της ομάδας του ταγματασφαλίτη Γιώργου Πούλου, έξι ΕΠΟΝιτες, έξι νεαρά στελέχη  του ΕΑΜ και μέλη του ΚΚΕ οι περισσότεροι.

Η ηγετική ομάδα του ΕΑΜ της Εορδαίας (Ιωαννίδη, Δημητριάδου, Παπαδόπουλος, Θεοδωρίδης, όλοι από τον νέο Συνοικισμό Πτολεμαΐδας) μετά την δουλειά στα χωράφια συνεδρίαζε στην χαράδρα στο Κουρί. Εκεί είχε συνάντηση με τους δύο αγωνιστές από την Γαλάτεια. Η ένοπλη ομάδα του συνεργάτη των Γερμανών κατακτητών  Γ. Πούλου (6-7 άτομα) τους εντόπισε έπειτα από παρακολούθηση των 2 από την Γαλάτεια... Συνέλαβε τους άοπλους αγωνιστές οι οποίοι συζητούσαν απλώς και αφού τους βασάνισαν τους σκότωσαν επί τόπου... Δεν υπήρχε συμπλοκή,  σύγκρουση ή κάποια αντιπαράθεση... Τους εκτέλεσαν εν ψυχρό και χωρίς καμία αιτία, πέρα από το γεγονός ότι ήταν μέλη του ΕΑΜ. Μία μαζική δολοφονία αόπλων ανθρώπων από ενόπλους «Έλληνες» Ναζί. Ένα ειδεχθές έγκλημα. Χωρίς να τιμωρηθούν ποτέ, χωρίς καμία λογοδοσία στην δικαιοσύνη.

Στη μια και μοναδική γυναίκα της ομάδας, την Έλλη Δημητριάδου Τσαχειρίδου σύζυγο του Δ.Δημητριάδη και μητέρα δυο παιδιών έβγαλαν και τα πιο βρώμικα ένστικτα τους αφού πριν τη σκοτώσουν τη βίασαν επανειλημμένα. Για αρκετές μέρες δεν επέτρεπαν στους συγγενείς να πλησιάσουν στον χώρο της σφαγής και να παραλάβουν τις σωρούς και να τους θάψουν.

Οι δολοφονημένοι ήταν οι:

Έλλη Δημητριάδου (ετών 23),

Δημήτρης Θεοδωρίδης (ετών 29),

Κωνσταντίνος Ιωαννίδης (ετών 30),

Κων/νος Καραμπίνης (ετών 28),

Δημήτριος Παπαδόπουλος (ετών 25),

Ευστράτιος Ταζούδης (ετών 31) [14]


 Δημήτρης Δημητριάδης εκτελέστηκε την Πρωτομαγιά του 1944 στο σκοπευτήριο της Καισαριανής με 200 αγωνιστές η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήταν κομμουνιστές, μέλη του ΚΚΕ οι περισσότεροι. Στήθηκε παλικαρίσια στον τοίχο της Καισαριανής τραγουδώντας τον ύμνο της Διεθνούς και τον Εθνικό ύμνο ελπίζοντας πως «από το άψυχο κορμί του θα βγουν χιλιάδες μαχητές που θα χτυπήσουν το άδικο και τον φασισμό».

Κοζάνη 30/4/2022

Στέφανος Πράσσος

*Ο Κομμουνιστής Γεώργιος Βασιλειάδης από την Πτολεμαΐδα εκτελέστηκε «εν ψυχρώ» με πιστόλι την 28η Οκτωβρίου του 1931 ώρα 7η πρωινή από τον χαφιέ της ασφάλειας Τσαρουχίδη. Αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι αφού ο χαφιές άδειασε πάνω στο θύμα το πιστόλι του έφερε και την καραμπίνα για να τον αποτελειώσει. Ο λόγος είναι ότι το θύμα πήγε στο σπίτι του χαφιέ για να του ζητήσει τα δικαιώματα βοσκής των βουβαλιών του. Νωρίτερα ο Βασιλειάδης έστειλε τον γιό του να τα ζητήσει αλλά ο χαφιές Τσαρουχίδης τον πλάκωσε στο ξύλο και τον έδιωξε. Πολλοί αγρότες μαζεύτηκαν έξω από το σπίτι του δολοφόνου, γνωρίζοντας το ποιόν του, και απειλούσαν να τον λιντσάρουν. Η χωροφυλακή Πτολεμαΐδας δεν είχε δυνάμεις για να σώσει τον χαφιέ της και έφερε ενισχύσεις από την Κοζάνη.   [15]

Υ.Γ Ευχαριστώ πολύ τον Μίμη Δημητριάδη για τα βιογραφικά στοιχεία και τις φωτογραφίες που μου παραχώρησε από το προσωπικό του Αρχείο.

[1] Ριζοσπάστης 10/5/1946

[2]   Oι 200 της Καισαριανής, ο Πλακοπίτης και τα αγριοπερίστερα.

[3] Ο Νίκος Πλακοπίτης, το "ανθρωποπάζαρο" και μια επεισοδιακή απεργία οικοδόμων ατην Κοζάνη.

[4] Χειμώνας του 1934- Ηρωική διαδήλωση ανέργων στην Κοζάνη

[5] «Οι αλύγιστοι της Ταξικής Πάλης». Λεύκωμα της ΚΝΕ από τη «Σύγχρονη Εποχή»

[6] (σ.Ριζοσπάστη: «πρόκειται για τον σύντροφο των Καΐλαρίων που προ μηνών δολοφόνησε στο δρόμο ο χαφιές Τσαρουχίδης») Ριζοσπάστης 4/3/1932

[7] Ριζοσπάστης 4/3/1932

[8] Ριζοσπάστης 11/4/1932

[9] Ριζοσπάστης 13/8/1932

[10] Ριζοσπάστης 23/11/1932

[11] Ριζοσπάστης 2/7/1933

[12] Από το βιβλίο του Γρεβενιώτη Κομμουνιστή Κώστα Μπίρκα «Με την ψυχή στα δόντια- ΚΑΤΟΧΗ- ΑΝΑΦΗ» εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ 1966

[13] Κώστας Μπίρκας «Με την ψυχή στα δόντια- ΚΑΤΟΧΗ- ΑΝΑΦΗ» εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ 1966

[14] https://kokinokamini.blogspot.com/2020/08/6.html

 [15] [Ριζοσπάστης 4/12/1931] 

Εικόνες

[1] Ο Δ. Δημητριάδης φαντάρος. Από το προσωπικό αρχείο του Μίμη Δημητριάδη

[2] Ο Μιχάλης Βούγιας από: Ριζοσπάστης 10/5/1946

[3] Ο Δ. Δημητριάδης στην Ανάφη: Κώστας Μπίρκας «Με την ψυχή στα δόντια- ΚΑΤΟΧΗ- ΑΝΑΦΗ» εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ 1966

[4] Ο Δ. Δημητριάδης στην Ανάφη: Κώστας Μπίρκας «Με την ψυχή στα δόντια- ΚΑΤΟΧΗ- ΑΝΑΦΗ» εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ 1966

[5] Σκίτσο του Τάσου Αποστολίδη από την εφημερίδα των εξορίστων «Γαζέτα»

[6] Η Ανουσιώ και ο πατέρας της Ρουσέτης Σιγάλας: Κώστας Μπίρκας «Με την ψυχή στα δόντια- ΚΑΤΟΧΗ- ΑΝΑΦΗ» εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ 1966

[7] Η Έλλη Δημητριάδου: Από το προσωπικό αρχείο του Μίμη Δημητριάδη

[8] Ριζοσπάστης 27/4/1975

Πηγή: Στέφανος Πράσσος - https://kozani.tv/

{[['']]}

Η σφαγή στη Κατράνιτσα από τους Ναζί (24/4/1944)

Η Κατρανίτσα (Πύργοι Κοζάνης) είναι ένα  κεφαλοχώρι στις δυτικές πλαγιές του Βέρμιου εκεί που απλώνεται απαλά η πεδιάδα της Εορδαίας. Την εποχή της ναζιστικής κατοχής το χωριό  αριθμούσε 1.302 κατοίκους και  ο ρόλος που έπαιξε στην εθνική αντίσταση ήταν ιδιαίτερης σημασίας καθώς λόγω της θέσης  του υπήρξε ορμητήριο των ανταρτών του ΕΛΑΣ και σημαντικός τροφοδότης τόσο σε έμψυχο όσο και σε άψυχο υλικό. 

Από εκεί, τα λαϊκά ένοπλα τμήματα εξορμούσαν εναντίον των ντόπιων δοσιλογικών ομάδων από τα γύρω χωριά (ΠΑΟ, Τάγματα ασφαλείας, Πουλικοί).  Ενέδρευαν και εξουδετέρωναν στρατιώτες των SS και πίεζαν ολοένα τις γερμανικές θέσεις.  

Όλα αυτά ήταν γνωστά στους Γερμανούς ναζί, ωστόσο αυτό που τελικά τράβηξε την προσοχή τους στην περιοχή ήταν ότι με τις παραπάνω αντάρτικες ενέργειες και την πίεση που τους ασκούνταν κινδύνευαν να χάσουν την οδική και ιδιαίτερα την σιδηροδρομική συγκοινωνία και να αποκοπούν μεταξύ της άνω και κάτω Μακεδονίας (Η Κατρανιτσα βρισκόταν ανάμεσα στην Θεσσαλονίκη και το Βέρμιο). 

Έτσι αποφασίστηκαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με σκοπό την δημιουργία νεκρής ζώνης γύρω από τις θέσεις που κατείχαν. 

Τα χαράματα της 23 Απριλίου του 1944 ήταν η σειρά της Κατρανίτσας να πληρώσει τον βαρύ φόρο αίματος στην λαϊκή υπόθεση της λευτεριάς της πατρίδας από τους ντόπιους και ξένους φασίστες. 

Τμήματα των SS με «εθελοντές» εθνικιστές του εγκληματία Γεωργίου Πούλου, Ιταλούς και  Τουρκμένους φασίστες που είχαν στρατολογίσει οι ναζί  εισέβαλαν στο κεφαλοχώρι και έπιασαν εξαπίνης τους κατοίκους του κάτω μαχαλά, αναγκάζοντας τους να αφήσουν τα σπίτια τους και να συγκεντρωθούν, άντρες,  γυναίκες και παιδιά στην πλατεία του χωριού. 

Με την γνωστή τακτική χώρισαν τους άντρες από τα γυναικόπαιδα και έστησαν τους άντρες (ηλικίας από 12 ετών και άνω) μπροστά από τα πολυβόλα.  Ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν το μακελειό όταν  την τελευταία στιγμή ένας αγγελιοφόρος μοτοσικλετιστής ακύρωσε την εκτέλεση με νέα διαταγή. Οι συλληφθέντες κάτοικοι έπρεπε να οδηγηθούν πεζοί σε μια πορεία 5 ωρών έως τα Χάνια Πτολεμαΐδας. Ενώ η μακριά πορεία απομακρυνόταν, πίσω τους οι δωσίλογοι συνεργάτες των ναζί, λεηλατούσαν και έκαιγαν το χωριό, αποτελειώνοντας ότι είχε μείνει  όρθιο. 

Κάποιοι τολμηροί που προσπάθησαν να το σκάσουν από τον όγκο της πορείας κατρακυλώντας στις πλαγιές του δρόμου τους προλάβαιναν οι σφαίρες από τα πολυβόλα μέσα στις χαράδρες. 

Κανείς δεν γλίτωνε ακόμα και παιδιά που κουρασμένα ξέμεναν πίσω εκτελούνταν επί τόπου. 

Μετά το τέλος αυτής της πορείας θανάτου οι όμηροι κάτοικοι έμειναν στα Χάνια 6 ημέρες με την εντολή να μην επιστρέψουν στο χωριό τους.

Χειρότερη μοίρα είχαν οι κάτοικοι του επάνω μαχαλά οι οποίοι όταν αντιλήφθηκαν όσα συνέβαιναν στους συγχωριανούς τους διακόσιοι περίπου εξ αυτών επιχείρησαν να διαφύγουν στις πλαγιές και τις κορφές του Βέρμιου. Με τα μωρά τους παραμάσχαλα και ότι άλλο μπορούσαν να περισώσουν κρύφτηκαν σε σπηλιές και λαγούμια περιμένοντας καρτερικά να κοπάσει το κακό. Δεν άργησαν να τους εντοπίσουν.  

Τις επόμενες μέρες οι Γερμανοί  ναζί, με την βοήθεια των αεροπλάνων τους κατάφεραν να βρουν τις κρυψώνες και να τους συλλάβουν. Μόνο λίγοι κατάφεραν να ξεφύγουν και όσοι πιάστηκαν οδηγήθηκαν σε μια πλάγια του βουνού και εκτελέστηκαν μαζικά. Τα γυναικόπαιδα αντιθέτως οδηγήθηκαν πίσω στο χωριό και κλείστηκαν στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης. 

Μαρτυρίες επιζώντων λένε πως στον χώρο της εκκλησίας διαπράχθηκαν πολλοί βιασμοί γυναικών καθώς από μέσα άκουγαν κραυγές και ουρλιαχτά και είδαν  γερμανοντυμένους άντρες του Πούλου να βγαίνουν χαχανίζοντας από τον ναό κρατώντας στα χέρια σκισμένα γυναικεία εσώρουχα.  

Έπειτα τα ανθρωπόμορφα τέρατα του Τρίτου Ράιχ συγκέντρωσαν 180 περίπου άτομα σε παρακείμενο αχυρώνα, τον ψέκασαν με εύφλεκτη σκόνη και τον πυρπόλησαν καίγοντας ζωντανούς όσους ήταν μέσα. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια μίας από τους επιζήσαντες. «Βγήκε μια φωτιά πράσινη, με κόκκινη φλόγα και μια μεγάλη βοή. Τότε εγώ είπα: πάει τους κάψανε».

Στην συνοικία των Σεβαστιανών σκοτώσανε εν ψυχρώ 35 γυναίκες και παιδιά, ακόμα και  μωρά παιδιά τρυπήθηκαν από τις ξιφολόγχες τους χωρίς κανένα ίχνος ανθρωπιάς. 

Ανάμεσα στα θύματα που βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν από τους ναζί και τους συνεργάτες τους ήταν και η 35χρονη ΕΑΜίτησα δασκάλα Αναστασία Σιούλη καθώς και άλλα μέλη του ΕΑΜ.

Επικεφαλής της σφαγής ήταν ο χασάπης της Κλεισούρα Καστοριάς και αργότερα του Δίστομου Βοιωτίας, συν/ρχης της 4ης μεραρχίας των τεθωρακισμένων γρεναδιέρων των SS Καρλ Σύμερς. Σκοτώθηκε λίγους μήνες αργότερα στην Άρτα όταν το αυτοκίνητο του έπεσε πάνω σε νάρκη ανταρτών. 

Η επιχείρηση είχε την κωδική ονομασία Μαγιάτικη Καταιγίδα και ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη σφαγή που έγινε μετά από αυτή των Καλαβρύτων.

Από τη σπίθα στη φλόγα

{[['']]}
 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger