Προσφατες Αναρτησεις

Τα Δεκεμβριανά και η επιστροφή της θεωρίας της «κομμουνιστικής ανταρσίας»

Με αφορμή τα Δεκεμβριανά ορισμένοι επιστρέφουν στη θεωρία της «κομμουνιστικής ανταρσίας»

 

Τα 80χρονα από τα Δεκεμβριανά, τη «μάχη της Αθήνας», έφεραν στο προσκήνιο και τις τοποθετήσεις γύρω από αυτά.

Και όπως συμβαίνει αρκετά συχνά τα τελευταία χρόνια επανήλθε στο προσκήνιο και ο σκληρός πυρήνας της τοποθέτησης του ελληνικού αντικομμουνισμού, δηλαδή η θεωρία της «κομμουνιστικής ανταρσίας» που έπρεπε να κατασταλεί.

Βλέπετε, μία από τις πλευρές του πραγματικού «τέλους της μεταπολίτευσης» είναι ότι πλέον ο αντικομμουνισμός θεωρείται παραπάνω από αυτονόητος.

Κάποτε θεωρήθηκε στίγμα για τη Νέα Δημοκρατία ότι αποχώρησε – με την τιμητική εξαίρεση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου – από τη συνεδρίαση για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Σήμερα θεωρείται αυτονόητο να προσπερνιέται το γεγονός ότι ο κορμός της Εθνικής Αντίστασης ήταν το ΕΑΜ.

Έτσι και τώρα τα Δεκεμβριανά παρουσιάζονται ως η αντίσταση απέναντι στην «κομμουνιστική ανταρσία». Αντίσταση από το «εθνικό μέτωπο» απέναντι σε μια κομμουνιστική αριστερά που δεν υπήρξε ποτέ «εθνική δύναμη» και που επιδίωξε να πάρει μια εξουσία που δεν της ανήκε.

Βεβαίως αυτό το αφήγημα προσπερνά μια σειρά από κρίσιμες πραγματικές ιστορικές παραμέτρους.

Πρώτον, ότι στην Κατοχή οι «αστικές δυνάμεις» είτε έφυγαν στη Μέση Ανατολή, είτε συνθηκολόγησαν, είτε επιδόθηκαν σε σημαντικό βαθμό σε επικερδείς για αυτές δωσιλογικές πρακτικές.

Δεύτερον ότι το κενό που άφησαν, όπως και την κατάρρευση της κρατικής λειτουργίας, ανέλαβε να το καλύψει ένα πρωτοφανές μαζικό πλειοψηφικό κίνημα γύρω από το ΕΑΜ που κατάφερε να κινητοποιήσει την κοινωνία και να δώσει λόγο, όπλα και προοπτική σε στρώματα που μέχρι τότε αντιμετωπίζονταν στην καλύτερη των περιπτώσεων ως δεξαμενή ψήφων των αστικών κομμάτων.

Τρίτον, το ΕΑΜικό κίνημα ήταν ο πραγματικός εκφραστής της λαϊκής βούλησης στη διάρκεια της Κατοχής και αυτό που θα έπρεπε να έχει τον πρώτο λόγο ως προς το διαμορφώνονταν τα πράγματα στην μεταπολεμική Ελλάδα.

Τέταρτον, ότι αυτό που ονομάζουμε συνήθως «Εθνική Αντίσταση» ήταν μια πραγματική επανάσταση για την ελληνική κοινωνία διαμορφώνοντας πρωτόγνωρους θεσμούς λαϊκής εξουσίας, δικαιοσύνης και δημιουργίας και άρα ισοδυναμούσε στην ελληνική περίπτωση με την πραγματική εξουσία των «από κάτω».

 Πέμπτο, ότι η δυναμική του εμφυλίου πολέμου δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα κάποιας «κομμουνιστικής ανταρσίας» αλλά επειδή οι αστικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να συμφιλιωθούν με το γεγονός ότι υπήρχε μια άλλη εκδοχή εξουσίας στον ελλαδικό χώρο και γι’ αυτόν τον λόγο ήδη από τη διάρκεια της Κατοχής πήραν πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση με κορυφαία την απόφαση τα Τάγματα Ασφαλείας να αποτελέσουν βασικό όργανο αντικομμουνιστικού αγώνα ήδη από την Κατοχή.

Έκτο, ότι η ίδια η ακολουθία των γεγονότων μετά την Απελευθέρωση και μέχρι τα ίδια τα Δεκεμβριανά δεν παρέπεμπε σε καμία πραγματική διάθεση μιας «δημοκρατικής διαδικασίας», αλλά στη συστηματική άσκηση πίεσης με κάθε μέσο προς την ΕΑΜική πλευρά να εκχωρήσει την πραγματική εξουσία που είχε κατακτήσει.

 Και βέβαια δεν είναι τυχαία τα ίδια τα γεγονότα. Ήταν ένοπλοι της Αστυνομίας Πόλεων που πήραν την πρωτοβουλία να χτυπήσουν την επί της ουσίας άοπλη διαδήλωση του ΕΑΜ στις 3 Δεκεμβρίου 1944 σε μια σαφή επιλογή ένοπλης κλιμάκωσης. Και βέβαια είναι γνωστό ότι ο ΕΛΑΣ στην πραγματικότητα δεν μπήκε στη σύγκρουση του Δεκέμβρη με λογική άμεσης κατάληψης της εξουσίας, αλλά με όλες τις ταλαντεύσεις μιας ένοπλης διαπραγμάτευσης. Αντιθέτως, οι «αστικές δυνάμεις» και οι Βρετανοί ήταν που πήραν την επιλογή να αντιμετωπίσουν την Αθήνα σαν «κατεχόμενη πόλη» κατά την ανατριχιαστική φράση του Τσώρτσιλ.

Στην πραγματικότητα τα Δεκεμβριανά δεν προέκυψαν επειδή οι ΕΑΜικές δυνάμεις και η κομμουνιστική αριστερά δοκίμασαν μια «κομμουνιστική ανταρσία», αλλά για το ακριβώς αντίθετο λόγο: επειδή η ηγεσία του ΕΑΜ δεν επέλεξε να πάρει την εξουσία που όντως είχε διατηρώντας την πρωτοβουλία των κινήσεων αλλά αντίθετα μπήκε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, την ώρα που η χώρα ήταν ούτως ή άλλως σε τροχιά εμφύλιας σύγκρουσης, οι αστικές δυνάμεις επέμειναν στον δικό τους σχεδιασμό που ήταν με κάθε τρόπο να ηττηθεί η ανατρεπτική δυναμική που είχε διαμορφωθεί στην Κατοχή.

«Ναι, αλλά έτσι διασώθηκε το αστικό δημοκρατικό καθεστώς», είναι η απαραίτητη επωδός όποτε κανείς εγείρει το ζήτημα της βίας που ξεδιπλώθηκε για αυτή τη «διάσωση» και στα Δεκεμβριανά και στην κυρίως εμφύλια ένοπλη σύγκρουση 1946-1949.

Βεβαίως θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι για να αποφύγουμε το ενδεχόμενο να γίνει η Ελλάδα ένα κράτος όπου υποτίθεται ότι θα ήταν «ολοκληρωτικό» και όπου θα διώκονταν οι αντιφρονούντες και θα βασίλευε το κράτος του τρόμου, αυτό που είχαμε ήταν η πραγματικότητα ενός μετεμφυλιακού κράτους που ποινικοποίησε την ιδεολογία μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, εκτέλεσε και φυλάκισε χιλιάδες αντιφρονούντες, οργάνωσε ελληνικές εκδοχές «κατάστασης εξαίρεσης» στα ξερονήσια και διαμόρφωσε ένα αυταρχικό αστυνομικό κράτος και παρακράτος που τρομοκρατούσε συστηματικά όσους δεν ανήκαν στον «εθνικό κορμό».

Όσο για το εάν στα Δεκεμβριανά συγκρούστηκε η «κομμουνιστική ανταρσία» με τις «εθνικές δυνάμεις» αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς ήταν το εθνικό σε αυτές;

 Πόσο «εθνικές» ήταν δυνάμεις που αφού πήραν την ευθύνη για το Διχασμό στη συνέχεια συναίνεσαν σε μια καταστροφική Μικρασιατική εκστρατεία που οδήγησε στη μεγαλύτερη εθνική τραγωδία της Νεώτερης Ελλάδας;

Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που «χάρισαν» αλλεπάλληλα πραξικοπήματα και βέβαια χρεώνονται τη συναίνεση ουσιαστικά στην απόπειρα εκφασισμού από τον Μεταξά;

Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που στήριξαν τα Τάγματα Ασφαλείας και τα είδαν ως ένοπλη έκφραση του «αστικού καθεστώτος», την ώρα που δεν έπαυαν να είναι δωσιλογικά ένοπλα σώματα που δίωκαν και δολοφονούσαν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης;

Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που έσπευσαν να αγκαλιάσουν όχι μόνο το δωσιλογικό πολιτικό προσωπικό, με κάποιες εξαιρέσεις «για τα μάτια του κόσμου» – για να μην αναφερθούμε στο πώς σταδιοδρόμησαν κερδοσκοπώντας μέσα στην Κατοχή – αλλά και αξιοποίησαν ένα ολόκληρο φάσμα από ένοπλες συμμορίες που τρομοκρατούσαν την ελληνική ύπαιθρο μετά την απελευθέρωση;

Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που στήριξαν τα ξερονήσια, την ύπαρξη ενός «παρασυντάγματος», τα βασανιστήρια, τα έκτακτα στρατοδικεία και τις εκτελέσεις;

 Ίσως, όμως, το πιο ενδιαφέρον να μην είναι τελικά το γεγονός ότι επανέρχεται μια θέση που σε τελική ανάλυση είναι στοιχείο της αυτοσυγκρότησης των «αστικών δυνάμεων» στη χώρα μας, όσο το γεγονός ότι πλέον δεν έχουν καμία ανάγκη να κάνουν παραχωρήσεις σε μια ρητορική «εθνικής συμφιλίωσης» όπως αυτή που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1980 και μετά.

Σίγουρα ρόλο παίζει – το αναφέρουν άλλωστε – η αποτυχία της εκδοχής «αριστερής διακυβέρνησης» που είδαμε την προηγούμενη δεκαετία. Και αυτό όχι προφανώς για να στηλιτεύσουν το γεγονός ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εν τέλει εφάρμοσε, με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα κιόλας, το τρίτο μνημόνιο.

Αλλά για να παρουσιάσουν το πλατύ κίνημα που διαμορφώθηκε ενάντια στα μνημόνια, τη μεγαλύτερη και πιο δυναμική κινητοποίηση της μεταπολίτευσης, εν τέλει ως μια ανταρσία.

Απέναντι στην οποία βέβαια και αυτή τη φορά μπόρεσαν οι «αστικές δυνάμεις» να βγουν νικήτριες.

 Με το τίμημα βεβαίως να είναι για άλλη μια φορά – έστω και σε διαφορετικές συνθήκες – η στέρηση του δικαιώματος των λαϊκών στρωμάτων να αποφασίσουν αυτά για το μέλλον του τόπου στον οποίο ζουν, εργάζονται και αγωνίζονται.

Πηγή: Παναγιώτης Σωτήρης - in.gr

 

{[['']]}

Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν «διχασμός» αλλά στιγμή του ελληνικού εμφυλίου πολέμου

Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν ούτε «ανταρσία» ούτε πρωτίστως «ξένη επέμβαση». Στιγμή του μεγάλου ελληνικού εμφυλίου πολέμου είναι.

 Πριν από 80 χρόνια στις 3 ή 4 Δεκεμβρίου 1944 – ανάλογα με το εάν κανείς διαλέξει ως αφετηρία την απόφαση της Αστυνομίας να χρησιμοποιήσει όπλα κατά της διαδήλωσης του ΕΑΜ ή την απόφαση του ΕΑΜ να ξεκινήσει ένοπλη δράση – στην Αθήνα ξεκινούσε μία από μεγάλη και αιματηρή μάχη, που θα αφήσει βαθιά χνάρια όχι μόνο στην ίδια πόλη – που ως κηρυγμένη «Ανοχύρωτη Πόλη» δεν είχε υποστεί πλήγματα στον ελληνοϊταλικό πόλεμο – αλλά και στη συλλογική συγκρότηση, ταυτότητα και μνήμη της ελληνικής κοινωνίας. Τα Δεκεμβριανά, όπως έμελλε να μείνει γνωστή η «Μάχη της Αθήνας», έδειξαν πόσο βαθιά ήταν η εσωτερική κοινωνική και πολιτική σύγκρουση, κάτι που θα σφραγίσει τις εξελίξεις και τα επόμενα χρόνια.

 80 χρόνια μετά τα Δεκεμβριανά είναι σαφές ότι μπορούμε να αποφύγουμε διάφορες εκδοχές μυθολογίας. Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν μια «κομμουνιστική ανταρσία» που ήθελα να ανατρέψει τη νόμιμη κυβέρνηση, όπως για δεκαετίες θα επιμένει η παράταξη των νικητών του Εμφυλίου, όχι γιατί το κομμουνιστικό κόμμα δεν ο ηγεμονικός φοράς των δυνάμεων του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, αλλά γιατί εκείνη τη στιγμή σαφές σχέδιο για ένοπλη κατάληψη της εξουσίας δεν υπήρχε. Ούτε ήταν τα Δεκεμβριανά απλώς και μόνο αποτέλεσμα της δράσης του «ξένου παράγοντα», εν προκειμένω των βρετανικών δυνάμεων, μια παρά την αποφασιστική τους συμβολή στη διαμόρφωση του τελικού συσχετισμού δύναμης, ο πυρήνας της σύγκρουσης είχε να κάνει με την ελληνική πραγματικότητα και τις αντιθέσεις που τη διαπερνούσαν.

Για να καταλάβουμε τα Δεκεμβριανά πρέπει να δούμε τι ακριβώς ήταν αυτό που συνέβη στην Ελλάδα της Αντίστασης. Το γεγονός ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας χάρη στην καταλυτική παρουσία και εξαιρετική μαζικοποίηση του ΕΑΜ, είχε έναν χαρακτήρα που δεν περιοριζόταν στην ανάκτηση της τυπικής εθνικής ανεξαρτησίας αλλά παρέπεμπε στον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, διαμόρφωσε μεγάλη ανησυχία στις αστικές δυνάμεις. Να το πούμε απλά: ήταν ήδη σαφές προς το τέλος του 1943 ότι μια κοινωνική συμμαχία που περιλάμβανε τη μεγάλη πλειοψηφία των κοινωνικών τάξεων που δεν ήταν κυρίαρχες, είχε το συσχετισμό ώστε να πάρει την εξουσία μετά την Κατοχή.

 Αυτό δεν ήταν «διχασμός», γιατί ο «Διχασμός», καθαυτός εμπειρία ιδιαίτερα τραυματική, αφορούσε μια διαίρεση πρώτα και κύρια στον συνασπισμό εξουσίας και στα αστικά στρώματα, ενώ τώρα είχαμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και τα κυρίαρχα, εξ ου και το γεγονός ότι στην αντιΕΑΜική παράταξη θα μπορούν να συνυπάρχουν οι «Λαϊκοί» με τους «Βενιζελικούς».

 Ξέρουμε, ακόμη, ότι ήδη από τον χειμώνα 1943-44 τόσο οι «εθνικές» αστικές δυνάμεις, όσο και οι Βρετανοί εξετάζουν σχέδια για το πώς θα αποτραπεί να πάρει την εξουσία το ΕΑΜ μετά την Απελευθέρωση. Αυτό φαίνεται στο συντονισμό των «εθνικών οργανώσεων», στον τρόπο που τα Τάγματα Ασφαλείας αντιμετωπίζονται όχι ως θεσμός συνεργασίας με τον κατακτητή αλλά ως αναγκαίο αντικομμουνιστικό ένοπλο σώμα και βέβαια στην εξασφάλιση ότι το ΕΑΜ δεν θα διεκδικούσε την εξουσία, αλλά απλώς θα συμμετείχε σε μια κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» κατά το πρότυπο και άλλων στις χώρες που μόλις απελευθερώνονταν.

Ωστόσο, αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι εκ των πραγμάτων το ΕΑΜ και οι οργανώσεις είχαν χαρακτηριστικά παράλληλης εξουσίας, διαμορφώνοντας εκ των πραγμάτων μια παραλλαγή «δυαδικής εξουσίας», που μάλιστα είχε και την ένοπλη υποστήριξη του ΕΛΑΣ. Ήταν εκ των πραγμάτων μια άλλη εξουσία, με άλλη ταξική βάση και άλλο κοινωνικό ορίζοντα. Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι θρυαλλίδα ήταν το θέμα του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ μια που αυτό ακύρωνε στην πράξη αυτή τη συνθήκη δυαδικής εξουσίας.

Σε αυτό το φόντο ενώ είναι σαφές ότι η ΕΑΜική ηγεσία – όπως και η ηγεσία του ΚΚΕ – έχει επίγνωση των ενδεχομένων, εξ ου και η ύπαρξη σχεδίων για την κατάληψη της Αθήνας, εντούτοις υπάρχουν πραγματικές ταλαντεύσεις ως προς αυτό, που θα πυροδοτήσουν δεκαετίες αντιπαραθέσεων γύρω από τα «λάθη». Αυτό εξηγεί και γιατί τόσο στα Δεκεμβριανά, όσο ακόμη και στη εκκίνηση του Εμφυλίου (και τουλάχιστον μέχρι σημαντικό μέρος του 1947) κυριαρχεί η λογική της ένοπλης διαπραγμάτευσης παρά της αποφασιστικής σύγκρουσης για την εξουσία.

Αντιθέτως, παρότι υπάρχουν διαφορετικές φωνές στο «αστικό μπλοκ» φαίνεται ότι υπάρχει και ένας σκληρός πυρήνας αποφασισμένος να πάει τη σύγκρουση μέχρι το τέλος και ως ένα βαθμό να πάρει την πρωτοβουλία της σύγκρουσης (κάτι που εξηγεί και την απόφαση για ένοπλη επίθεση στην ΕΑΜική διαδήλωση στις 3 Δεκεμβρίου). Σε αυτό θα βοηθήσει και η βρετανική στάση που θα στηρίξει μια τέτοια επιλογή, ήδη από το 1943, μια που προφανώς δεν ήθελε να χάσει την παραδοσιακά επιρροή στα ελληνικά πράγματα.

 Όλα αυτά εξηγούν το γιατί φτάσαμε στη σύγκρουση. Όμως, την ένταση της σύγκρουσης μπορούμε να την καταλάβουμε μόνο εάν αναλογιστούμε τις μεγάλες αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας. Οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί της εικοσαετίας 1920-1940, ιδίως μετά τον ερχομό των προσφύγων, η μαζικοποίηση των εργατικών στρωμάτων, οι πραγματικές δυσκολίες των αγροτικών στρωμάτων, οι έντονες ανισότητες, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1930 μαζί με την εξαθλίωση που έφερε η κατάρρευση της κρατικής επισιτιστικής λειτουργίας στον πρώτο χειμώνα της Κατοχής, αλλά και τη βαναυσότητα των κατακτητών, μαζί με τον κυνισμό των δωσίλογων και όσων πλούτισαν στην Κατοχή είχαν τροφοδοτήσει την οργή των λαϊκών στρωμάτων που στη συντριπτική τους πλειοψηφία αναφέρονταν στο ΕΑΜ.

 

Αυτή η οργή ήταν ακόμη μεγαλύτερη ύστερα και από τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας και των αντιεαμικών οργανώσεων στην τελευταία φάση της κατοχής, με τα μεγάλα μπλόκα, τις εκτελέσεις, τα βασανιστήρια. Ήταν μια σύγκρουση βαθιά και σφραγισμένη από το αίμα που είχε χυθεί.

Όλα αυτά θα βγουν στο προσκήνιο και στη «Μάχη της Αθήνας». Μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο κόσμους, ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικές δυναμικές που βγαίνουν μέσα στην ίδια πόλη. Ο συμβολισμός της αντίθεσης ανάμεσα στη «Σκομπία», δηλαδή το ελεγχόμενο από τις κυβερνητικές και βρετανικές δυνάμεις, τμήμα του Κέντρου της Αθήνας και τις ΕΑΜοκρατούμενες εργατικές και προσφυγικές συνοικίες όπως η Καισαριανή, είναι παραπάνω από σαφής.

Η ίδια η σύγκρουση θα είναι άνιση. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ήταν υποδεέστερες του συνδυασμού ανάμεσα στις κυβερνητικές και τις Βρετανικές. Άλλωστε, οι τελευταίες που όχι μόνο έβαλαν πολυβολεία στην ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας Ακρόπολη (την οποία παρ’ όλα αυτά θα αρνηθούν να στοχεύσουν οι ΕΑΜικές δυνάμεις) αλλά και χτύπησαν ανελέητα τις συνοικίες προπύργια του ΕΑΜ, και με χρήση αεροπλάνων. Όμως, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ θα εκμεταλλεύονται τη γνώση της πόλης, τις πρακτικές οδομαχίας και βέβαια την επινοητικότητα που χαρακτηρίζει τέτοιες συγκρούσεις. Θα έχουν ωστόσο πολύ μεγαλύτερες απώλειες. Κομμάτι της πρακτικής του ΕΛΑΣ – που θα τροφοδοτήσει τη μετεμφυλιακή «πτωματολογία» – και η επιλεκτική εκτέλεση  μελών των σωμάτων ασφαλείας αλλά και συνεργατών του κατακτητή, μια πρακτική που πάντως τη συναντάμε και σε άλλα ένοπλα κινήματα, που επίσης θα αξιοποιηθεί μετά και τη Συμφωνία της Βάρκιζας – που δεν συμπεριέλαβε τέτοιες πρακτικές στην αμνηστία – για το πρώτο μεγάλο κύμα διώξεων. 

Το ίδιο και η πρακτική των ομήρων, επίσης πρακτική που τη συναντάμε και σε άλλες κινήματα, με ορίζοντα ακριβώς την αποτελεσματικότερη διαπραγμάτευση μετά την υποχώρηση.Την ίδια στιγμή στη «Μάχη της Αθήνας» υπήρξε και ηρωισμός. Μια ολόκληρη Αθήνα της πείνας, των εκτελέσεων στην Κατοχή, της φτώχειας, της συμμετοχής στην Αντίσταση, πάλεψε εκείνες τις 33 μέρες με ηρωισμό και αυταπάρνηση ώστε η επόμενη μέρα να είναι αυτή της εξουσίας που προϋπήρχε της Κατοχής και των δωσίλογων. Και παρότι ακόμη και την «κομματική μνήμη» της Αριστεράς θα είναι συχνά απωθημένη, εντούτοις στη συλλογική μνήμη των λαϊκών στρωμάτων αυτή η μάχη δεν θα ξεχαστεί και η εικόνα μιας ανυπότακτης πόλης θα διατηρηθεί για χρόνια. Όπως θα διατηρηθεί και το αδικαίωτο όραμα μιας άλλης συνθήκης κοινωνικής και πολιτικής. Γιατί για όλους αυτούς τους ανθρώπους, φτωχούς, ταλαιπωρημένους, βασανισμένους, αδικημένους, η ένοπλη πάλη ήταν η στιγμή που ένιωσαν ότι μπορούσαν να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους και αυτό το συναντούσες, δεκαετίες μετά όταν συζητούσες με όσους είχαν πάρει μέρος στη σύγκρουση. Οι περισσότεροι των οποίων θα έχουν να αντιμετωπίσουν και όλη τη βαναυσότητα του μετεμφυλιακού κράτους.

Τα Δεκεμβριανά δεν θα είναι η μόνη πράξη του μεγάλου ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Η σύγκρουση θα παραμείνει ανοιχτή και η γραμμή της κλιμάκωσής της μέχρι την πλήρη αποτροπή του «κομμουνιστικού κινδύνου» θα έχει το πάνω χέρι. Αυτό θα εξηγήσει γιατί φάνηκε νωρίς ότι «δημοκρατική διέξοδος» δεν υπήρχε και η εκ νέου ένοπλη σύγκρουση τελικά αναπόφευκτη…

80 χρόνια μετά πολλά έχουν αλλάξει. Όμως, τα σημάδια από τις σφαίρες σε πλήθος κτίρια της Αθήνας των όμορων δήμων έρχονται να θυμίσουν αυτή την ιστορία μιας μεγάλης πολιτικής και σε τελικής ανάλυση ταξικής σύγκρουσης. Που με έναν τρόπο δεν τελείωσε ποτέ…

Πηγή: Παναγιώτης Σωτήρης - in.gr

 

{[['']]}

Πολυτεχνείο 17 Νοεμβρίου 1973 – Πέπη Ρηγοπούλου λίγο πριν ορμήσει το τανκ: «“Σας αγαπώ” φώναξα σκαρφαλωμένη στην πόρτα»


Ο κόσμος ήταν μαζεμένος στο προαύλιο περιμένοντας. Οι ειδήσεις κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα. Τα μεγάφωνα συνέχιζαν να μιλούν. Λόγια που δεν θυμάμαι πια. Σαν να τα ρούφηξε το ηχητικό κενό που θυμάμαι λίγο πριν μπει το τανκς. Δύο αυτοκίνητα είχαν μεταφερθεί στην κεντρική πύλη. Ποια στιγμή δεν το θυμάμαι ακριβώς. Το ένα πίσω από το άλλο. Μπλε σκούρο το χρώμα τους. Μάρκα Μερσεντές. Μου έκανε εντύπωση που ήταν δύο. Πλησίασα τα κάγκελα από τη δεξιά πλευρά. Πολύς κόσμος. Προσπαθούσαμε να δούμε τι γίνεται έξω. Επειδή είχαμε μαζευτεί πολλοί, δεν μπορούσα να δω. Πλησίασα την κεντρική πύλη. Εκεί δεν ήταν μαζεμένοι πολλοί. Το αυτοκίνητο που είχε τοποθετηθεί δυσκόλευε την πρόσβαση. Και έτσι κοντά που ήταν δεν άφηνε χώρο για πολλούς. Ούτε μπορούσες εύκολα να σταθείς, γιατί ήταν και τα διάφορα σίδερα που είχαν μπει σαν αντιστήριξη. Στάθηκα στο κέντρο και λίγο δεξιά. Ανάμεσα στο αυτοκίνητο και στην κεντρική πύλη. Μαζί με άλλους. Δίπλα δίπλα. Για να βλέπω καλύτερα σκαρφάλωσα στην ποδιά της καγκελόπορτας. Με το ένα πόδι στην αρχή. Και το άλλο στον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου. Δεν βόλευε πολύ. Γι’ αυτό έβαλα και τα δύο πόδια στην καγκελόπορτα. Στο κέντρο ακριβώς.

Οι περισσότεροι ήμασταν, νομίζω, μαζεμένοι στο προαύλιο. Και κολλημένοι όσο μπορούσαμε στα κάγκελα. Εκτός από αυτούς που έφυγαν εν τω μεταξύ. Και από τους άλλους που είχαν ίσως οργανωτικές ευθύνες και είχαν μείνει μέσα. Αν και η οποιαδήποτε οργάνωση είχε πλέον ξεπεραστεί από τα γεγονότα. Από τα μέλη της Συντονιστικής δεν ξέρω αν και ποιοι έφυγαν. Η διάσταση των απόψεων κατά τις τελευταίες ώρες δεν μου ήταν τότε γνωστή. Πόσα αισθήματα, πόσες αποφάσεις, πόσες αμφιβολίες χωρούσαν σε εκείνο το προαύλιο εκείνη τη νύχτα; Γι’ αυτό τα πράγματα είχαν μια πυκνότητα.

 Είχε πλέον γίνει γνωστό ότι δόθηκε εντολή να κατέβουν τα τανκς. «Τα τανκς κατεβαίνουν από το Γουδί. Τα τανκς στρίβουν από την Αλεξάνδρας και προχωρούν στην Πατησίων». Ακούγεται ο ήχος που κάνουν οι ερπύστριες. Μονότονος. Βλέπουμε τα τανκς που φτάνουν. Το ένα πίσω από το άλλο. Έφτασαν. Σταμάτησαν απέναντι από το προαύλιο. Άφησαν μια απόσταση. Σταθμεύουν στο απέναντι οδόστρωμα. Κάποια στιγμή ήταν τέσσερα απέναντί μας.[…] Μαζί τους εμφανίζονται κάποιοι στρατιωτικοί. Διακρίνω ένα κόκκινο μαντίλι στον λαιμό του ενός να ανεμίζει. Όχι από τον άνεμο. Από την ένταση. Δυνάμεις των ΛΟΚ, μαθαίνω αργότερα. Είχαν κατέβει και εκείνοι […] Έχουν πλησιάσει στα κάγκελα και μας λένε να βγούμε. Αυτοί που ήταν δίπλα μου στα δεξιά αρχίζουν να τους μιλάνε. Άρχισε μια κουβέντα ανά δύο, ανά τρεις. Μιλούσαν με αυτούς που ήταν απέναντί μας. Σαν να μη συνέβαινε αυτό που συνέβαινε.

 Νομίζω πως αυτή ήταν και η πρώτη στιγμή που μέσα μου διαμορφώθηκαν οι πρώτες στοιχειώδεις προσωπικές επιλογές. Ήμουν αντίθετη σε κάθε ατομική διαπραγμάτευση. Έκανα προσπάθεια να τους σταματήσω. Τους έλεγα να μην παίρνουν πρωτοβουλίες, ότι έπρεπε να περιμένουμε τη Συντονιστική να μας πει τι κάνουμε. Πώς ήταν δυνατόν να έχουμε εμείς τη δική τους πληροφόρηση; Εκείνοι μόνο μπορούσαν να μιλήσουν εκ μέρους όλων, πίστευα. Αφού δεν ήταν εκείνοι ακόμη εδώ, εμείς δεν έπρεπε να αρχίσουμε διαπραγματεύσεις με τους στρατιωτικούς. Ήταν σαφές: υπήρχε ανάμεσά μας μια διαχωριστική γραμμή. Από έξω εκείνοι και από μέσα εμείς. […] Όπου να ’ναι θα φανεί κάποιος από τη Συντονιστική. Γιατί αργούσαν; Και άφηναν τον οποιονδήποτε να μιλάει και να χαλάει, ίσως χωρίς να γνωρίζει, τη δική τους στρατηγική; Γιατί δεν μπορεί να μην έχουν σκεφτεί να μας προτείνουν κάτι για να βγούμε από αυτή την κατάσταση της αναμονής. Αν ήταν κοντά μας, μπορεί κάτι να καταφέρναμε.

 […] Ο λαός. Αυτό ήμασταν. Αποδείχτηκε στη συνέχεια. Ο ασύνταχτος λαός που είχε ξεπεράσει τον εαυτό του. Και που τώρα έβλεπε το κενό ηγεσίας και ήθελε να πάρει την πρωτοβουλία να κανονίσει κάτι που δεν κανονιζόταν πια από κανέναν.

 Κανείς από την ηγεσία μας, απ’ όσο γνωρίζω, δεν τραυματίστηκε. Κάποιοι λίγοι συνελήφθησαν επί τόπου· άλλοι έφαγαν ξύλο, ταπεινώθηκαν, βασανίστηκαν αργότερα. Αυτοί που τραυματίστηκαν ή πέθαναν εκείνο το βράδυ αλλά και τις επόμενες δύο ημέρες δεν ανήκαν, απ’ όσο γνωρίζω, σε κάποιο κόμμα. Εκτός ίσως από ελάχιστους. Ανάμεσα στους τραυματισμένους και τους νεκρούς ήταν μια λαϊκή τραγουδίστρια, ένας θαυματοποιός, υπάλληλοι, εργάτες, τεχνίτες, κάποιοι μαθητές, ένα μικρό αγόρι Υπήρξε ενδιαφέρον να δει κανείς από τις οργανώσεις και τα κόμματα αυτούς που είχαν τραυματιστεί; Γιατί δεν κατάφερε η Συντονιστική να κάνει τον απολογισμό εκείνων των ημερών; Και τελικά, τι περίμενα εγώ από τη Συντονιστική, μια ομάδα συνομήλικων πάνω κάτω ανθρώπων, και γιατί το περίμενα; Για να ζήσω αυτό το «εμείς», τη συλλογικότητα που πάντα επιθυμώ ή για να υποταχθώ σε μία αλλότρια βούληση από ανασφάλεια και προβληματισμό σχετικά με τις δικές μου δυνάμεις; […]

 Η Συντονιστική έστειλε αντιπροσώπους ή –το πιθανότερο– ήρθαν δύο τρεις από αυτούς με δική τους πρωτοβουλία. Υποθέτω ότι ένιωσαν την ευθύνη για όλο αυτό τον κόσμο που δεν ήξερε τι να κάνει και κατέβηκαν στην αυλή. Κάποιες αποφάσεις μπορεί να είχαν ήδη ληφθεί ή μπορεί να μην υπήρχαν. Τον μόνο που θυμάμαι ιδιαίτερα είναι ένα αγόρι που σκαρφάλωσε στα κάγκελα στα δεξιά μου, ενώ του φωνάζανε απέξω κάποιοι στρατιωτικοί: «Σταμέλλο, έλα κάτω» ή «κατέβα». Ιδιαίτερα νομίζω ο αξιωματικός που κρατούσε τον τηλεβόα, με το κόκκινο μαντιλάκι στον λαιμό και μας έλεγε να βγούμε. Μπορεί και ο επικεφαλής της αστυνομίας, όπως λέει στην κατάθεσή του. Είδα αυτόν που ονόμαζαν Σταμέλλο, που, νομίζω, φορούσε ή κρατούσε κάτι λευκό, να έχει σκαρφαλώσει στα κάγκελα. Να διστάζει. Ένα μέσα-έξω το σώμα του, μια αμφιβολία αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να βγει. Να παλαντζάρει για λίγο. Και μετά να πηδάει. Από την άλλη πλευρά, στην Πατησίων. Και να παίρνει την ντουντούκα. Δεν άκουγα τι έλεγε. Με είχε σοκάρει το γεγονός ότι αυτό το παιδί, για να μας μιλήσει, πέρασε στο άλλο στρατόπεδο. Ήταν ένας από τους μέσα που είχε πάει δίπλα στους έξω. Το όνομά του το άκουγα πρώτη φορά.

 Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς το ήξεραν εκείνοι. Δεν ήξερα τότε τίποτε για τον Κυριάκο. Ότι ήταν από τους φοιτητές που στρατεύτηκαν, ότι είχε περάσει στρατοδικείο. Αλλά διαφωνούσα με αυτό που είχε κάνει. Εκείνη την ώρα έπρεπε να είμαστε όλοι από την ίδια πλευρά. Έτσι πίστευα. […]

Ύστερα από είκοσι περίπου χρόνια άκουσα να λέει ο Κώστας Λαλιώτης ότι ήταν αυτός που πήδηξε από την άλλη πλευρά, δεν ήταν ο Σταμέλλος. Σκέφτηκα, για να το λέει, έτσι θα είναι.

Πάντως εγώ δεν είχα δει και άλλον να πηδάει. Μόνο αυτόν που οι στρατιωτικοί φώναζαν Σταμέλλο. […]

 Τον Κυριάκο τον Σταμέλλο τον γνώρισα επιτέλους. Του είπα την ιστορία. «Εγώ ήμουνα» μου είπε εκείνος. «Είναι κάτι που θέλω να αφήσω στα παιδιά μου». […] Στα πρακτικά της δίκης, όσα υπάρχουν και όπως υπάρχουν, ο Κυριάκος Σταμέλλος, ο Κώστας Λαλιώτης και ο Στέφανος Τζουμάκας λένε ότι βγήκαν στο προαύλιο και έξω από αυτό για να διαπραγματευτούν με τους στρατιωτικούς και την αστυνομία. Ζήτησαν, όπως λένε οι δύο πρώτοι στις καταθέσεις τους, να γίνει η έξοδός μας το πρωί. Με το φως της μέρας. Δεν τα κατάφεραν.

 Τα συνθήματα συμφιλίωσης συνεχίζονταν: «Αδέρφια μας φαντάροι» ήταν το κυρίαρχο. Είχε πονέσει ο λαιμός μου από τις φωνές. Ένιωθα μια μεγάλη δύναμη μέσα μου. Ήλπιζα την ύστατη εκείνη στιγμή ότι θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε την εισβολή. Δεν μπορεί να μπουν, σκεφτόμουνα. Δεν είναι δυνατόν να το κάνουν. Πρέπει να αντέξουμε ως το πρωί. Ξαφνικά κατάλαβα ότι έμεινα μόνη μου μπροστά στην πύλη. Πότε έφυγαν οι άλλοι που ήταν δίπλα μου; Γύρισα το κεφάλι μου να δω, δεν υπήρχε κανένας. Το αγόρι που ήταν επάνω στη δεξιά από εμένα κολόνα δεν το είχα αντιληφθεί. Γιατί εκείνη τη στιγμή, και ενώ είχα δει πιο νωρίς τον Κυριάκο να σκαρφαλώνει πιο ’κεί πάνω στα κάγκελα, δεν γύρισα τα μάτια μου πάλι προς τα επάνω. Το βλέμμα μου κινούνταν μόνο κυκλικά και μπροστά, προς τα εκεί από όπου περίμενα την επίθεση. Μετά τον πρώτο φόβο που ένιωσα, καθώς μας έλουσε στην αρχή το φως των προβολέων από τα τανκς, αλλά κυρίως καθώς μας σημάδευε στη συνέχεια η κάννη του ενός, με τον γνωστό ήχο που κάνει καθώς παίρνει θέση για να στοχεύσει, έπαψα να φοβάμαι. Δεν μπορώ να πω πόση ώρα κράτησε αυτό. […]

 Η απόλυτη σιγή που έπεσε ξαφνικά ήταν που με έκανε να γυρίσω και να καταλάβω ότι είχα μείνει μόνη πίσω από την πύλη. Πόση ώρα είχε περάσει από τα τελευταία συνθήματα; Πριν από πόσα λεπτά είχαν σβήσει οι τελευταίοι στίχοι από τον εθνικό ύμνο; Που τον είχαμε πει όλοι μαζί; Είχε δημιουργηθεί για λίγο ένα κενό ήχου. Φώναζα μόνη μου, αλλά μπορεί και να μη με άκουγε κανείς. Σαν στο όνειρο. Μόνο που δεν ένιωσα την αγωνία που συνοδεύει συνήθως το όνειρο. Γιατί η αγωνία του ονείρου έχει να κάνει με το μπλοκάρισμα της φωνής. Θέλεις να μιλήσεις, μιλάς ίσως, αλλά δεν βγαίνει η φωνή σου.. Ενώ εγώ την άκουγα να βγαίνει προς τα έξω.

Την ύστατη ώρα, όπως κατέθεσε ο χειριστής του τανκς, άλλαξαν θέση στην τεράστια κάννη στρέφοντάς την προς τα πίσω. Το στοιχείο αυτό το καταθέτει ως ένδειξη ότι δεν ήθελαν «να επιδράσει το επί σκοπώ πυροβόλο δυσμενώς ψυχολογικά επί των φοιτητών». Ακόμη, «για να μη πάθη καμμία ζημιά το πυροβόλο». Για να μη χαλάσει δηλαδή από την τυχόν πρόσκρουσή του με την πόρτα. […]

 Το μαρσάρισμα του τανκς έσπασε αυτό το ηχητικό κενό. Είχε αρχίσει να κινείται. Από την πλευρά της Στουρνάρη. Απέναντι και αριστερά καθώς κοιτώ από την πόρτα. Το βλέπω να έρχεται.

Όταν ξανασκεφτόμουν αυτή την εικόνα, και θέλοντας να μετρήσω τα χρονικά διαστήματα, είπα ότι μπορεί και να ήταν ένα άλλο, από την πλευρά της Αβέρωφ που εισέβαλε. Και όχι αυτό που έβλεπα να έρχεται. Γιατί το τανκς έμοιαζε να έρχεται από μακριά. […] Και ενώ ήμουνα στριμωγμένη ανάμεσα στα κάγκελα και το πρώτο αυτοκίνητο, είχα την αίσθηση ότι μου έμενε χρόνος για μια τελευταία κραυγή. «Σας αγαπάω» φώναξα σκαρφαλωμένη στην πόρτα, με τα χέρια και το πρόσωπό μου ανάμεσα στα κάγκελα. Ήταν οι τελευταίες λέξεις. Η τελευταία προσπάθεια να τους σταματήσω. […] Το τανκς είχε φτάσει, είχε παραβιάσει την πύλη […].

———-

 Η Πέπη Ρηγοπούλου (Χημικοί Μηχανικοί ΕΜΠ) ήταν πάνω στη σιδερένια πόρτα κατά την εισβολή του τανκς και τραυματίστηκε σοβαρά κινδυνεύοντας να χάσει τη ζωή της. Τελικά επέζησε με αρκετά προβλήματα υγείας, αποφοίτησε κατά τη μεταπολίτευση και ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα διδάσκοντας στο Πολυτεχνείο Κρήτης, στη Φιλοσοφική Αθηνών και στο τμήμα ΕΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, του οποίου σήμερα είναι ομότιμη καθηγήτρια. Η προηγηθείσα μαρτυρία αποτελεί μικρό απόσπασμα από το βιβλίο της «Θάλαμος ανανήψεως» (Εκδόσεις Ταξιδευτής). Documento

{[['']]}

Οι οικογενειακές ρίζες του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και το “χρονικό των κομμένων κεφαλών”

 



Αυτό δεν το γνωρίζαμε και το πληροφορηθήκαμε από ανάρτηση χρήστη του “Χ. Ενώ είναι γνωστό ότι ένας Διμοιρίτης του Αρχηγείου Μαινάλου του ΔΣΕ και αντιστασιακός της ΕΠΟΝ κατά την Κατοχή, έφερε το όνομα Βασίλης Παπακωνσταντίνου, δεν ξέραμε την σχέση που έχει με τον τραγουδιστή.

Το περιστατικό της δολοφονίας αυτού του αγωνιστή είναι γνωστό και μας λέει ότι στις 12/10/1949 χωροφύλακες από το Ίσαρι ειδοποιημένοι από τον συχωριανό του Παπακωνσταντίνου, Κώστα Γαλάνη, πλησίασαν το σημείο που ο αντάρτης αναπαυόταν και τον σκότωσαν. Οι χωροφύλακες έκοψαν το κεφάλι του και το κρέμασαν στο καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού Ίσαρι.

Και με την ευκαιρία να μιλήσουμε λίγο για το χρονικό των κομμένων κεφαλών.

Το όργιο τρομοκρατίας που εξαπέλυσαν οι παρακρατικές – κρατικές συμμορίες που συγκροτήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια, αμέσως μετά την συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ, δεν είχε προηγούμενο.

Θάνατοι, βασανισμοί και επίδειξη κομμένων κεφαλιών με ζουρνάδες και νταούλια, ήταν ενταγμένα στην καθημερινή δραστηριότητα του ένοπλου δεξιού παρακράτους που οργίαζε σε όλη την χώρα.

Το κράτος είχε αναθέσει σ’ αυτές τις συμμορίες να κάνουν την βρόμικη δουλειά. Κι αυτό γιατί εξαιτίας των δεσμεύσεων της Βάρκιζας, των βρετανικών περιορισμών και της κατακραυγής της διεθνούς κοινής γνώμης οι επίσημες κρατικές αρχές ήταν υποχρεωμένες να διατηρήσουν μια επίφαση νομιμότητας.
Οπότε, στην ουσία οι παρακρατικές συμμορίες έκαναν αυτό που δεν μπορούσαν να κάνει φανερά το αστικό κράτος με τους μηχανισμούς του

Εδώ να συμπληρώσουμε ότι για το χρονικό των κομμένων κεφαλών υπάρχουν λίγα και αποσπασματικά στοιχεία. Η έκταση όμως του κανιβαλισμού ήταν τέτοια που ο ίδιος ο Αμερικάνος πρόξενος στην Ελλάδα, μετά από εικόνες που δημοσιεύτηκαν στις ΗΠΑ, με κομμένα γυναικεία κεφάλια, προέβη σε διάβημα.. Η ελληνική απάντηση ήταν η παρακάτω: “Οι κομμένες κεφαλές και η δημόσια επίδειξή τους αποτελούν ελληνικό έθιμο”, όμως μας ενημερώνει σε μια ενδιαφέρουσα ανάρτηση που έχει το μπλοκ Ηφαιστος.


 

{[['']]}

Δημητριάδης Δημήτρης (Μήτος) από την Πτολεμαΐδα - Ένας από τους 200 ήρωες της Καισαριανής

Την Πρωτομαγιά του 1944, οι δυνάμεις κατοχής, σε αντίποινα για την εξόντωση ενός Γερμανού στρατηγού και του επιτελείου του, εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής

200 αγωνιστές η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήταν κομμουνιστές και μέλη του ΚΚΕ.

Τους αγωνιστές αυτούς τους πήραν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου όπου ήταν φυλακισμένοι από τους Γερμανούς Ναζί. Η εκτέλεση αυτή που καθόλου τυχαία δεν έγινε την Πρωτομαγιά, διεθνή γιορτή της Εργατικής Τάξης, ήταν η εκδίκηση του φασισμού – Ναζισμού, ντόπιου και ξένου ενάντια στους αγωνιστές του Εργατικού αλλά και του Κομμουνιστικού Κινήματος. Η πλειοψηφία των εκτελεσμένων ήταν αυτοί που με τους αγώνες τους στην περίοδο του μεσοπολέμου πρωταγωνίστησαν στην ανάπτυξη του εργατικού Κινήματος, του ΚΚΕ και κάποιων άλλων μικρότερων οργανώσεων με Κομμουνιστική αναφορά. Ήταν αυτοί που κρατούνταν στις φυλακές και στις εξορίες από το 1936 όπου το αιματοβαμμένο καθεστώς της 4ης Αυγούστου (δικτατορία Μεταξά) τους συνέλαβε και τους παρέδωσε, με πρωτόκολλο μάλιστα, στους κατακτητές το 1941. Αυτοί αποτέλεσαν τους όμηρους των αρχών κατοχής που εκτελούσαν ως αντίποινα κάθε φορά που γινόταν κάποιο χτύπημα του ΕΛΑΣ και του αντιστασιακού κινήματος γενικότερα. 

Ανάμεσα στους 200 εκτελεσθέντες είναι και πέντε (5) αγωνιστές, κομουνιστές, όλοι μέλη του ΚΚΕ, από το Νομό Κοζάνης. Ο 38χρονος οικοδόμος Νικόλαος Πλακοπίτης από την Κοζάνη, ο Γιάννης Στάθης (Γιαννάκος) από τα Σέρβια, ο Αιβατζίδης Γιώργος μάγειρας από τα Σέρβια, ο Βασίλης Παπαβασιλείου, δάσκαλος από το Βελβεντό και ο Δημήτρης (Μήτος) Δημητριάδης του Κων/νου αγρότης από την Πτολεμαΐδα. 

Αναφέρεται από κάποιες πηγές και ο Μιχάλης Βούγιας από τον Πεντάλοφο όμως το όνομά του δεν βρίσκεται στο μνημείο στην Καισαριανή ούτε στις κυριότερες ιστορικές πηγές. Σύμφωνα με νεώτερα στοιχεία ο Μιιχάλης Βούγιας εκτελέστηκε στις 10 Μάιου του 1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. [1] Αυτό φυσικά δεν τον κάνει λιγότερο αγωνιστή και ήρωα από τους άλλους αλλά την πρωτομαγιά του 1944 εκτελέστηκαν 200. Όταν συμπληρωθούν τα στοιχεία θα γράψουμε και τη δική του αγωνιστική πορεία που ξεκινάει ακόμα από τη δεκαετία του 1920.


 Η αγωνιστική πορεία του ηρωικού Κοζανίτη οικοδόμου Νικόλαος Πλακοπίτης καταγράφηκε σε τρία άρθρα που προέκυψαν από μια ερασιτεχνική έρευνα στις ιστορικές πηγές και στην προσωπική μαρτυρία του συντρόφου του και συντοπίτη μας Ζήση Τσαμπούρη όπως τα αποτύπωσε στο βιβλίο του «τα τετράδια της μνήμης – Το Εργατικό Κίνημα στην Κοζάνη (1930- 1943) από τις εκδόσεις «ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ» [2-3-4]

Δημήτρης (Μήτος) Δημητριάδης


 Τη φετινή Πρωτομαγιά την αφιερώνουμε στη μνήμη ενός από του 5 ήρωες της Κοζάνης, έναν από τους «αλύγιστους της ταξικής πάλης»[5] στον αγρότη, κομμουνιστή, μέλους του ΚΚΕ, Δημήτρη (Μήτο) Δημητριάδη που εκτελέστηκε με τους 200 στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944. Ο Δημητριάδης ήταν παππούς του Μίμη Δημητριάδη πρώην βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ στο νομό Κοζάνης.

Ο Δημήτρης Δημητριάδης Γεννήθηκε γύρω στα 1910 στο Καρς του Καύκασου και ήρθε το 1923 ως πρόσφυγας στην Πτολεμαΐδα. Ασχολήθηκε με τη γεωργία, ήταν παντρεμένος με την Έλλη – Τσαχειρίδου- Δημητριάδου και είχε δυο παιδιά την Ραμόνα (Ανδρομάχη) που γεννήθηκε το 1935 και τον Κλεάνθη που γεννήθηκε το 1937.

Η πολιτική και συνδικαλιστική του δράση

Η συνδικαλιστική και πολιτική του δράση, σύμφωνα με τις πηγές, ξεκινάει το 1932 που βρίσκεται σε όξυνση η οικονομική κρίση του συστήματος που άρχισε το 1929. Στην Πτολεμαΐδα όπως και στις υπόλοιπες περιοχές το διάστημα αυτό η φτώχεια και η ανέχεια των αγροτών και των άλλων λαϊκών οικογενειών τσακίζει κόκαλα. Κατά τα μέσα Φλεβάρη οι αγρότες της Πτολεμαΐδας ξεσηκώνονται ζητώντας, οικονομικές ενισχύσεις, δωρεάν καλαμπόκι κ.α Η Χωροφυλακή της Πτολεμαΐδας συλλαμβάνει αυτούς που θεωρεί ηγέτες των αγροτών και  πρωταίτιους των κινητοποιήσεων. Οι συλληφθέντες είναι ο Δημήτρης Δημητριάδης, ο Αλέκος Θεοδωρίδης, ο Ν. Ιωαννίδης,  Ο Γ. Χονδροματίδης και ο Θ. Χαλκίδης.

Στην Υποδιεύθυνση Χωροφυλακή της Πτολεμαΐδας αφού τους μαύρισαν στο ξύλο μετά έδεσαν χειροπόδαρα τους Δημητριάδη, Θεοδωρίδη και Ιωαννίδη και τους πέταξαν στο μπουντρούμι (τους άλλους δυο τους απέλυσαν). Εκεί τους βασάνιζαν επί εφτά ώρες χτυπώντας τους με γροθιές και τους υποκόπανους των όπλων λέγοντάς τους: «Θα σας ψοφήσουμε σα σκυλιά, όπως ψόφησε ο Βασιλειάδης. *[6] Και μάλιστα έχουμε τον τρόπο να γλυτώσουμε». Όταν σταμάτησαν τα βασανιστήρια τους πέταξαν στο κρατητήριο και μετά τρεις μέρες τους έστειλαν σιδηροδέσμιους στον εισαγγελέα Κοζάνης να δικαστούν με βάση το ιδιώνυμο. Ο Εισαγγελέας αφού τους άκουσε τους απέλυσε και όρισε δίκη για τις 4 Απριλίου. [7]

Στις 4 Απρίλη έγινε το δικαστήριο και οι κατηγορούμενοι Δημήτρης Δημητριάδης,  Αλέκος Θεοδωρίδης και Ν. Ιωαννίδης καταδικάστηκαν, με βάση το ιδιώνυμο, σε 10 μήνες φυλακή ο καθένας και δέκα μήνες εξορία [8]

Δεν γνωρίζουμε αν οι ποινές που επέβαλε το δικαστήριο εκτίθηκαν τελικά επειδή τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ο Δημήτρης Δημητριάδης συνελήφθη ξανά μαζί με άλλους πέντε πρωτοπόρους αγρότες κομμουνιστές. Ο λόγος ήταν ότι την 1η Αυγούστου, παγκόσμια ημέρα αντιπολεμικής δράσης τότε, αναρτήθηκαν στην Πτολεμαΐδα, όπως και στις άλλες πόλεις, αφίσες και κόκκινες σημαίες. Η χωροφυλακή τότε συνέλαβε 6 κομμουνιστές θεωρώντας ότι αυτοί είναι υπεύθυνοι για αυτές τις ενέργειες. Οι συλληφθέντες, οι οποίοι οδηγήθηκαν στις φυλακές της Κοζάνης ήταν οι: Γρ. Νικολαΐδης, Φίλιππας Παπαδόπουλος, Ν. Ιωαννίδης, Δημήτρης Δημητριάδης, Ηλ. Φαλεάδης και Θ. Χαλκίδης.

Στις φυλακές Κοζάνης ο Χαφιές και δολοφόνος Τσαρουχίδης άρπαξε το ξίφος ενός φρουρού φωνάζοντας «θα σας σκοτώσω όπως τον Βασιλειάδη» και μαζί με άλλους χαφιέδες επιτέθηκαν στους 6 αγωνιστές κρατώντας ξύλα και σίδερα όμως αυτοί κατάφεραν να τους τα πάρουν και να τους δώσουν ένα γερό «μάθημα»! Στο αυτόφωρο που τους πήγαν καταδικάστηκε ο Φ. Παπαδόπουλος σε 4 μήνες φυλακή και 500 δραχμές πρόστιμο για παράνομη οπλοφορία, με βάση κατάθεση χαφιέ ψευδομάρτυρα [9]

Αργότερα η Επιτροπή Ασφαλείας αποφάσισε να στείλει εξορία «εις νήσον τινά» τον Δημήτρη Δημητριάδη μαζί με τον Νίκο Πλακοπίτη το Γ. Κοκολιό, Χ. Μενίδη από τη Σιάτιστα και τον Γ. Γκουστουμάνη. Οι παραπάνω κομμουνιστές άσκησαν έφεση και αφέθηκαν ελεύθεροι με την υποχρέωση να δίνουν παρόν δυο φορές την ημέρα [10]

Οι «περιπέτειες» του Δημήτρη Δημητριάδη και των συντρόφων του θα συνεχιστούν και το 1933 όταν θα συλληφθεί ξανά με άλλους τρεις αγρότες κομμουνιστές επειδή έκαναν έναν χορό για ενίσχυση της Εργατικής Βοήθειας. Οι σύντροφοί τους μαζεύτηκαν και πήγαν στην Υποδιοίκηση χωροφυλακής Πτολεμαΐδας να διαμαρτυρηθούν για τις άδικες συλλήψεις αλλά αντί να βρουν το δίκιο τους συνελήφθησαν άλλοι οχτώ αγρότες και στάλθηκαν όλοι μαζί στις φυλακές της Κοζάνης. Στη δίκη καταδικάστηκαν οι Λ. Σαλονικίδης και Θ. Σιδηρόπουλος σε δυο χρόνια και τρεις μήνες φυλακή και από ένα χρόνο εξορίας στον καθένα. Στους Δ. Δημητριάδη και Γ. Χονδροματίδη 18 μήνες φυλακή και από ένα χρόνο εξορία. Στους Φ. Παπαδόπουλο, Μιχ. Χονδροματίδη, Γ.Μιχαηλίδη, Κ. Βουνοτρυπίδη, Γαβρ. Ιωαννίδη και Γ. Κοσμίδη δυο χρόνια φυλακή.

Στις 20 Ιουνίου οι 12 αγρότες Κομμουνιστές ειδοποιήθηκαν ότι θα μεταφερθούν στις φυλακές της Λάρισας όπου θα γίνει το εφετείο. Οι φυλακές της Κοζάνη αντιλαλούν από τον ύμνο της Διεθνούς που τραγουδάν οι φυλακισμένοι Κομμουνιστές δείχνοντας έτσι ότι δεν τους τρομάζουν οι απειλές της αστικής τάξης. Στο εφετείο που έγινε στη Λάρισα στις 20 Ιουλίου παρέμειναν οι ίδιες ποινές που προαναφέρθηκαν στους 10 αγωνιστές ενώ οι Τριανταφυλίδης και Καλαντερίδης δήλωσαν ότι δεν είναι Κομμουνιστές και αφέθηκαν ελεύθεροι. [11]

Στη δικτατορία του Μεταξά ξανά συλλαμβάνεται και η πρόταση του διοικητή Χωροφυλακής Κοζάνης είναι να εξορισθεί ως αμετανόητος Κομμουνιστής. Τελικά αυτό μάλλον δεν θα υλοποιηθεί αλλά θα συλληφθεί πάλι το 1938 για να σταλεί σιδηροδέσμιος εξορία στην Ανάφη. Η γυναίκα του Έλλη έχοντας τα δυο μωρά στην αγκαλιά της (Ο Κλεάνθης ήταν 10 μηνών και η Ανδρομάχη 2,5 χρονών) θα βγει μαζί με άλλους συγγενείς στην κεντρική Πλατεία της Πτολεμαΐδας για να τον αποχαιρετήσουν. Αυτή θα είναι και η τελευταία φορά που θα ανταμώσει η οικογένεια.

Η Εξορία στην Ανάφη


Στην Ανάφη ο Δημήτρης Δημητριάδης εντάχτηκε στην ΟΣΠΕ (Ομάδα Συμβίωσης Πολιτικών Εξορίστων) και βοήθησε αποφασιστικά στην επιβίωση των συναγωνιστών του μέσα από υπεύθυνες θέσεις. Ανέλαβε την προμήθεια της ομάδας με αγροτικά προϊόντα από τους ντόπιους αγρότες και από τα «σέμπρικα» κτήματα που καλλιεργούσε η ίδια η ΟΣΠΕ. Επίσης ήταν ο εκδοροσφαγέας της ομάδας αφού η ΟΣΠΕ είχε και ένα κοπάδι με γιδοπρόβατα που τα βοσκούσαν δυο τσοπάνοι μέλη της Ομάδας και γνώστες του αντικειμένου. Εκτός των άλλων συμμετείχε στα μαθήματα αυτομόρφωσης που γινόταν οργανωμένα στην Εξορία  και στην έκδοση των εφημερίδων της ΟΣΠΕ. Μια από της εφημερίδες ήταν η «Γαζέτα» που την έγραφαν και τη διακινούσαν οι Πόντιοι και οι «Καραμανλήδες» εξόριστοι. Εκεί ο Τάσος Αποστολίδης, εξόριστος σκιτσογράφος που εκτελέστηκε και αυτός με τους 200, του αφιέρωσε ένα σκίτσο που φαίνεται να χορεύει συνοδεία ποντιακής λίρας.


 Δημητριάδης Δ: «Από τα νεκρά κορμιά μας θα βγουν χιλιάδες μαχητές»

Μεταφέρουμε εδώ αυτούσιο έναν διάλογο του Δημήτρη Δημητριάδη με την Ανουσώ που ήταν κόρη του Ρουσέτη Σιγάλα και η οικογένειά του συμπαθούσε και βοήθησε πολύ τους εξόριστους. Η συζήτηση γίνεται στο κτήμα «Χριστός» που ήταν του Σιγάλα και το παραχώρησε στην ΟΣΠΕ για να σφάζει κρυφά τα σφάγια της Ομάδας που ήταν αδήλωτα στους Ιταλούς κατακτητές. Εκεί ο «Μίτος» μάθαινε την τέχνη του και στην Ανουσιώ που τότε ήταν παιδούλα 14-15 χρονών.

Οπότε μια μέρα λέει η Ανουσιώ στον Δημήτρη Δημητριάδη:

-          Εδώ στην εξορία τόσα χρόνια θα σκουληκιάσετε καημένε Δημητρό….. Είναι μεγάλο κρίμα γιατί είστε όλοι σας καλοί άνθρωποι! Δεν θυμόσαστε, αλήθεια, τις οικογένειές σας, τα παιδιά σας; Πονάει η ψυχή μου σαν το σκέπτομαι.

-          Α… καλή μου κόρη, απαντά ο «Μίτος», συγκινημένος, από αυτά τα σκουλήκια των δικών μας κορμιών θα βγούνε χιλιάδες μαχητές που θα πνίξουν τα κακό θεριό πάνω στη Γη, το άδικο και τον φασισμό….

Η μικρή Ανουσιώ ακούει και σκέπτεται πάντα τα λόγια των συντρόφων και ολοένα μέσα της γεννιέται το φως… [12]

ΑΝΟΥΣΙΩ ΣΙΓΑΛΑ ΧΑΛΑΡΗ


 Όταν έφυγαν και οι τελευταίοι εξόριστοι ο Γερό Σιγάλας, φοβούμενος πιθανή τυμβωρυχία,  πήγε στο νεκροταφείο και μάζεψε τα κόκαλα των νεκρών εξόριστων αγωνιστών σε ένα δισάκι και τα έδωσε στην 16χρονη τότε Ανουσιώ για να τα κρύψει. Οι πρώην εξόριστοι αγωνιστές της Ανάφης της αφιέρωσαν ένα ποίημα:

«Πέρα στων νεκρών την Πόλη

στη μακρινή ανάφη

τα κόκαλα εμάζεψε η Ανουσιώ μονάχη.

Γέμισε το δισάκι της

σαν μάνα να τα κλάψει

περνάει λαγκάδια και βουνά

να πάει να τα φυλάξει.

Η Ανουσιώ Σιγάλα λίγο αργότερα παντρεύτηκε τον συντοπίτη της ΕΛΑΣίτη και κομμουνιστή Πέτρο Χάλαρη και απέκτησαν τέσσερα παιδιά μεταξύ αυτών και τον Αντώνη Χάλαρη ο οποίος υπήρξε ιδρυτής και πρόεδρος του κόμματος ΑΚΕΠ το οποίο κατέβαινε στις εκλογές επί σειρά ετών μέχρι τη δεκαετία του 1990. Το μετεμφυλιακό κράτος «αντάμειψε» με διώξεις και κυνηγητό την Ανουσιώ και την οικογένειά της μέχρι που την απέλυσε από τη θέση καθαρίστριας που είχε στο Α` Νεκροταφείο Αθηνών![13

Η τραγική και άνανδρη δολοφονία της Έλλης Τσαχειρίδου, Δημητριάδου

Στις 5 Αυγούστου του 1943, σε  χαράδρα του «Κουρί» Πτολεμαΐδας, εκτέλεσαν οι Έλληνες Ναζί συνεργάτες των κατακτητών της ομάδας του ταγματασφαλίτη Γιώργου Πούλου, έξι ΕΠΟΝιτες, έξι νεαρά στελέχη  του ΕΑΜ και μέλη του ΚΚΕ οι περισσότεροι.

Η ηγετική ομάδα του ΕΑΜ της Εορδαίας (Ιωαννίδη, Δημητριάδου, Παπαδόπουλος, Θεοδωρίδης, όλοι από τον νέο Συνοικισμό Πτολεμαΐδας) μετά την δουλειά στα χωράφια συνεδρίαζε στην χαράδρα στο Κουρί. Εκεί είχε συνάντηση με τους δύο αγωνιστές από την Γαλάτεια. Η ένοπλη ομάδα του συνεργάτη των Γερμανών κατακτητών  Γ. Πούλου (6-7 άτομα) τους εντόπισε έπειτα από παρακολούθηση των 2 από την Γαλάτεια... Συνέλαβε τους άοπλους αγωνιστές οι οποίοι συζητούσαν απλώς και αφού τους βασάνισαν τους σκότωσαν επί τόπου... Δεν υπήρχε συμπλοκή,  σύγκρουση ή κάποια αντιπαράθεση... Τους εκτέλεσαν εν ψυχρό και χωρίς καμία αιτία, πέρα από το γεγονός ότι ήταν μέλη του ΕΑΜ. Μία μαζική δολοφονία αόπλων ανθρώπων από ενόπλους «Έλληνες» Ναζί. Ένα ειδεχθές έγκλημα. Χωρίς να τιμωρηθούν ποτέ, χωρίς καμία λογοδοσία στην δικαιοσύνη.

Στη μια και μοναδική γυναίκα της ομάδας, την Έλλη Δημητριάδου Τσαχειρίδου σύζυγο του Δ.Δημητριάδη και μητέρα δυο παιδιών έβγαλαν και τα πιο βρώμικα ένστικτα τους αφού πριν τη σκοτώσουν τη βίασαν επανειλημμένα. Για αρκετές μέρες δεν επέτρεπαν στους συγγενείς να πλησιάσουν στον χώρο της σφαγής και να παραλάβουν τις σωρούς και να τους θάψουν.

Οι δολοφονημένοι ήταν οι:

Έλλη Δημητριάδου (ετών 23),

Δημήτρης Θεοδωρίδης (ετών 29),

Κωνσταντίνος Ιωαννίδης (ετών 30),

Κων/νος Καραμπίνης (ετών 28),

Δημήτριος Παπαδόπουλος (ετών 25),

Ευστράτιος Ταζούδης (ετών 31) [14]


 Δημήτρης Δημητριάδης εκτελέστηκε την Πρωτομαγιά του 1944 στο σκοπευτήριο της Καισαριανής με 200 αγωνιστές η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήταν κομμουνιστές, μέλη του ΚΚΕ οι περισσότεροι. Στήθηκε παλικαρίσια στον τοίχο της Καισαριανής τραγουδώντας τον ύμνο της Διεθνούς και τον Εθνικό ύμνο ελπίζοντας πως «από το άψυχο κορμί του θα βγουν χιλιάδες μαχητές που θα χτυπήσουν το άδικο και τον φασισμό».

Κοζάνη 30/4/2022

Στέφανος Πράσσος

*Ο Κομμουνιστής Γεώργιος Βασιλειάδης από την Πτολεμαΐδα εκτελέστηκε «εν ψυχρώ» με πιστόλι την 28η Οκτωβρίου του 1931 ώρα 7η πρωινή από τον χαφιέ της ασφάλειας Τσαρουχίδη. Αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι αφού ο χαφιές άδειασε πάνω στο θύμα το πιστόλι του έφερε και την καραμπίνα για να τον αποτελειώσει. Ο λόγος είναι ότι το θύμα πήγε στο σπίτι του χαφιέ για να του ζητήσει τα δικαιώματα βοσκής των βουβαλιών του. Νωρίτερα ο Βασιλειάδης έστειλε τον γιό του να τα ζητήσει αλλά ο χαφιές Τσαρουχίδης τον πλάκωσε στο ξύλο και τον έδιωξε. Πολλοί αγρότες μαζεύτηκαν έξω από το σπίτι του δολοφόνου, γνωρίζοντας το ποιόν του, και απειλούσαν να τον λιντσάρουν. Η χωροφυλακή Πτολεμαΐδας δεν είχε δυνάμεις για να σώσει τον χαφιέ της και έφερε ενισχύσεις από την Κοζάνη.   [15]

Υ.Γ Ευχαριστώ πολύ τον Μίμη Δημητριάδη για τα βιογραφικά στοιχεία και τις φωτογραφίες που μου παραχώρησε από το προσωπικό του Αρχείο.

[1] Ριζοσπάστης 10/5/1946

[2]   Oι 200 της Καισαριανής, ο Πλακοπίτης και τα αγριοπερίστερα.

[3] Ο Νίκος Πλακοπίτης, το "ανθρωποπάζαρο" και μια επεισοδιακή απεργία οικοδόμων ατην Κοζάνη.

[4] Χειμώνας του 1934- Ηρωική διαδήλωση ανέργων στην Κοζάνη

[5] «Οι αλύγιστοι της Ταξικής Πάλης». Λεύκωμα της ΚΝΕ από τη «Σύγχρονη Εποχή»

[6] (σ.Ριζοσπάστη: «πρόκειται για τον σύντροφο των Καΐλαρίων που προ μηνών δολοφόνησε στο δρόμο ο χαφιές Τσαρουχίδης») Ριζοσπάστης 4/3/1932

[7] Ριζοσπάστης 4/3/1932

[8] Ριζοσπάστης 11/4/1932

[9] Ριζοσπάστης 13/8/1932

[10] Ριζοσπάστης 23/11/1932

[11] Ριζοσπάστης 2/7/1933

[12] Από το βιβλίο του Γρεβενιώτη Κομμουνιστή Κώστα Μπίρκα «Με την ψυχή στα δόντια- ΚΑΤΟΧΗ- ΑΝΑΦΗ» εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ 1966

[13] Κώστας Μπίρκας «Με την ψυχή στα δόντια- ΚΑΤΟΧΗ- ΑΝΑΦΗ» εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ 1966

[14] https://kokinokamini.blogspot.com/2020/08/6.html

 [15] [Ριζοσπάστης 4/12/1931] 

Εικόνες

[1] Ο Δ. Δημητριάδης φαντάρος. Από το προσωπικό αρχείο του Μίμη Δημητριάδη

[2] Ο Μιχάλης Βούγιας από: Ριζοσπάστης 10/5/1946

[3] Ο Δ. Δημητριάδης στην Ανάφη: Κώστας Μπίρκας «Με την ψυχή στα δόντια- ΚΑΤΟΧΗ- ΑΝΑΦΗ» εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ 1966

[4] Ο Δ. Δημητριάδης στην Ανάφη: Κώστας Μπίρκας «Με την ψυχή στα δόντια- ΚΑΤΟΧΗ- ΑΝΑΦΗ» εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ 1966

[5] Σκίτσο του Τάσου Αποστολίδη από την εφημερίδα των εξορίστων «Γαζέτα»

[6] Η Ανουσιώ και ο πατέρας της Ρουσέτης Σιγάλας: Κώστας Μπίρκας «Με την ψυχή στα δόντια- ΚΑΤΟΧΗ- ΑΝΑΦΗ» εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ 1966

[7] Η Έλλη Δημητριάδου: Από το προσωπικό αρχείο του Μίμη Δημητριάδη

[8] Ριζοσπάστης 27/4/1975

Πηγή: Στέφανος Πράσσος - https://kozani.tv/

{[['']]}

Η σφαγή στη Κατράνιτσα από τους Ναζί (24/4/1944)

Η Κατρανίτσα (Πύργοι Κοζάνης) είναι ένα  κεφαλοχώρι στις δυτικές πλαγιές του Βέρμιου εκεί που απλώνεται απαλά η πεδιάδα της Εορδαίας. Την εποχή της ναζιστικής κατοχής το χωριό  αριθμούσε 1.302 κατοίκους και  ο ρόλος που έπαιξε στην εθνική αντίσταση ήταν ιδιαίτερης σημασίας καθώς λόγω της θέσης  του υπήρξε ορμητήριο των ανταρτών του ΕΛΑΣ και σημαντικός τροφοδότης τόσο σε έμψυχο όσο και σε άψυχο υλικό. 

Από εκεί, τα λαϊκά ένοπλα τμήματα εξορμούσαν εναντίον των ντόπιων δοσιλογικών ομάδων από τα γύρω χωριά (ΠΑΟ, Τάγματα ασφαλείας, Πουλικοί).  Ενέδρευαν και εξουδετέρωναν στρατιώτες των SS και πίεζαν ολοένα τις γερμανικές θέσεις.  

Όλα αυτά ήταν γνωστά στους Γερμανούς ναζί, ωστόσο αυτό που τελικά τράβηξε την προσοχή τους στην περιοχή ήταν ότι με τις παραπάνω αντάρτικες ενέργειες και την πίεση που τους ασκούνταν κινδύνευαν να χάσουν την οδική και ιδιαίτερα την σιδηροδρομική συγκοινωνία και να αποκοπούν μεταξύ της άνω και κάτω Μακεδονίας (Η Κατρανιτσα βρισκόταν ανάμεσα στην Θεσσαλονίκη και το Βέρμιο). 

Έτσι αποφασίστηκαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με σκοπό την δημιουργία νεκρής ζώνης γύρω από τις θέσεις που κατείχαν. 

Τα χαράματα της 23 Απριλίου του 1944 ήταν η σειρά της Κατρανίτσας να πληρώσει τον βαρύ φόρο αίματος στην λαϊκή υπόθεση της λευτεριάς της πατρίδας από τους ντόπιους και ξένους φασίστες. 

Τμήματα των SS με «εθελοντές» εθνικιστές του εγκληματία Γεωργίου Πούλου, Ιταλούς και  Τουρκμένους φασίστες που είχαν στρατολογίσει οι ναζί  εισέβαλαν στο κεφαλοχώρι και έπιασαν εξαπίνης τους κατοίκους του κάτω μαχαλά, αναγκάζοντας τους να αφήσουν τα σπίτια τους και να συγκεντρωθούν, άντρες,  γυναίκες και παιδιά στην πλατεία του χωριού. 

Με την γνωστή τακτική χώρισαν τους άντρες από τα γυναικόπαιδα και έστησαν τους άντρες (ηλικίας από 12 ετών και άνω) μπροστά από τα πολυβόλα.  Ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν το μακελειό όταν  την τελευταία στιγμή ένας αγγελιοφόρος μοτοσικλετιστής ακύρωσε την εκτέλεση με νέα διαταγή. Οι συλληφθέντες κάτοικοι έπρεπε να οδηγηθούν πεζοί σε μια πορεία 5 ωρών έως τα Χάνια Πτολεμαΐδας. Ενώ η μακριά πορεία απομακρυνόταν, πίσω τους οι δωσίλογοι συνεργάτες των ναζί, λεηλατούσαν και έκαιγαν το χωριό, αποτελειώνοντας ότι είχε μείνει  όρθιο. 

Κάποιοι τολμηροί που προσπάθησαν να το σκάσουν από τον όγκο της πορείας κατρακυλώντας στις πλαγιές του δρόμου τους προλάβαιναν οι σφαίρες από τα πολυβόλα μέσα στις χαράδρες. 

Κανείς δεν γλίτωνε ακόμα και παιδιά που κουρασμένα ξέμεναν πίσω εκτελούνταν επί τόπου. 

Μετά το τέλος αυτής της πορείας θανάτου οι όμηροι κάτοικοι έμειναν στα Χάνια 6 ημέρες με την εντολή να μην επιστρέψουν στο χωριό τους.

Χειρότερη μοίρα είχαν οι κάτοικοι του επάνω μαχαλά οι οποίοι όταν αντιλήφθηκαν όσα συνέβαιναν στους συγχωριανούς τους διακόσιοι περίπου εξ αυτών επιχείρησαν να διαφύγουν στις πλαγιές και τις κορφές του Βέρμιου. Με τα μωρά τους παραμάσχαλα και ότι άλλο μπορούσαν να περισώσουν κρύφτηκαν σε σπηλιές και λαγούμια περιμένοντας καρτερικά να κοπάσει το κακό. Δεν άργησαν να τους εντοπίσουν.  

Τις επόμενες μέρες οι Γερμανοί  ναζί, με την βοήθεια των αεροπλάνων τους κατάφεραν να βρουν τις κρυψώνες και να τους συλλάβουν. Μόνο λίγοι κατάφεραν να ξεφύγουν και όσοι πιάστηκαν οδηγήθηκαν σε μια πλάγια του βουνού και εκτελέστηκαν μαζικά. Τα γυναικόπαιδα αντιθέτως οδηγήθηκαν πίσω στο χωριό και κλείστηκαν στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης. 

Μαρτυρίες επιζώντων λένε πως στον χώρο της εκκλησίας διαπράχθηκαν πολλοί βιασμοί γυναικών καθώς από μέσα άκουγαν κραυγές και ουρλιαχτά και είδαν  γερμανοντυμένους άντρες του Πούλου να βγαίνουν χαχανίζοντας από τον ναό κρατώντας στα χέρια σκισμένα γυναικεία εσώρουχα.  

Έπειτα τα ανθρωπόμορφα τέρατα του Τρίτου Ράιχ συγκέντρωσαν 180 περίπου άτομα σε παρακείμενο αχυρώνα, τον ψέκασαν με εύφλεκτη σκόνη και τον πυρπόλησαν καίγοντας ζωντανούς όσους ήταν μέσα. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια μίας από τους επιζήσαντες. «Βγήκε μια φωτιά πράσινη, με κόκκινη φλόγα και μια μεγάλη βοή. Τότε εγώ είπα: πάει τους κάψανε».

Στην συνοικία των Σεβαστιανών σκοτώσανε εν ψυχρώ 35 γυναίκες και παιδιά, ακόμα και  μωρά παιδιά τρυπήθηκαν από τις ξιφολόγχες τους χωρίς κανένα ίχνος ανθρωπιάς. 

Ανάμεσα στα θύματα που βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν από τους ναζί και τους συνεργάτες τους ήταν και η 35χρονη ΕΑΜίτησα δασκάλα Αναστασία Σιούλη καθώς και άλλα μέλη του ΕΑΜ.

Επικεφαλής της σφαγής ήταν ο χασάπης της Κλεισούρα Καστοριάς και αργότερα του Δίστομου Βοιωτίας, συν/ρχης της 4ης μεραρχίας των τεθωρακισμένων γρεναδιέρων των SS Καρλ Σύμερς. Σκοτώθηκε λίγους μήνες αργότερα στην Άρτα όταν το αυτοκίνητο του έπεσε πάνω σε νάρκη ανταρτών. 

Η επιχείρηση είχε την κωδική ονομασία Μαγιάτικη Καταιγίδα και ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη σφαγή που έγινε μετά από αυτή των Καλαβρύτων.

Από τη σπίθα στη φλόγα

{[['']]}

Βασιλική Σταυροπούλου: Η ηρωίδα ενός αντάρτικου τραγουδιού.


Εβδομήντα εννιά χρόνια έχουν περάσει από τον Αύγουστο του 1944, όταν οι Γερμανοί εκτέλεσαν μαζί με άλλους πατριώτες την Βασιλική Σταυροπούλου, τη "Μάνα του αντάρτη". Ηταν η γυναίκα που ενέπνευσε το ομώνυμο τραγούδι που έγινε γνωστό σ' όλη την Ελλάδα. Ομως λίγοι γνωρίζουν την ιστορία και το όνομα αυτής της γυναίκας του λαού, πως όπως χιλιάδες άλλες τα έδωσε όλα στον αγώνα, πεθαίνοντας με το όραμα της απελευθέρωσης να την πλησιάζει. Την ιστορία της αφηγείται ο Ευάγγελος Μαχαίρας, συνθέτης του εμβατηρίου, στο βιβλίο του "Πενήντα χρόνια μετά" (έκδοση "Σύγχρονη εποχή").

"Ενας αντιπροσωπευτικός τύπος της Ελληνίδας που πρωτοστάτησε στον απελευθερωτικό αγώνα ήταν η Βασιλική Σταυροπούλου, από το Βασαρά της Λακωνίας", γράφει ο Ε. Μαχαίρας. Πολλοί κάτοικοι του χωριού αυτού έχουν και θερινή κατοικία στα Βέροια που είναι πιο ορεινό και πιο δροσερό χωριό.

Ανάμεσα σ' αυτούς και η οικογένεια Σταυροπούλου. Είχε δύο παιδιά φοιτητές και τα δύο, ΕΠΟΝίτες που είχαν ριχτεί με ενθουσιασμό στον αγώνα και η κυρά - Βασιλική ήταν ο κινητήριος μοχλός όλων των γυναικείων οργανώσεων στα Βέροια. Δραστήρια γυναίκα, ακούραστη, πρόσχαρη, ευγενική, ήταν από πολύ πρωί σε κίνηση. Συγκέντρωνε τις γυναίκες για ζύμωμα, φούρνισμα, πλύσιμο και κάθε άλλη υπηρεσία που χρειάζονταν το αντάρτικο, μοίραζε υλικά για πλέξιμο, συγκέντρωνε τα έτοιμα πλεκτά, τα παράδινε στην ΕΤΑ (Επιμελητεία του Αντάρτη) συμμετείχε στην τοπική αυτοδιοίκηση, οργάνωνε γυναικείες ομάδες για διάφορες αποστολές και φυσικά σε όλες αυτές ήταν πρώτη, δεν έδινε μόνο κατευθύνσεις, αλλά εργαζόταν πρώτη και καλύτερη. Εδινε δηλαδή το παράδειγμα.

"Η γυναίκα αυτή έμοιαζε σε πολλά (δραστηριότητα, καλοσύνη, εξυπνάδα), με τη μητέρα μου και γι' αυτό το λόγο με συγκινούσε ιδιαίτερα. Αλλά ήταν και ο αντιπροσωπευτικός τύπος της ηρωίδας Ελληνίδας, της Σουλιώτισσας, της γυναίκας της Πίνδου. Τα παιδιά την είχαν ονομάσει "η μάνα του αντάρτη".

"Και ένα βράδυ ανάβλυσε στην καρδιά μου η επιθυμία να γράψω γι' αυτή ένα τραγούδι. Εγραψα, λοιπόν, τους παρακάτω στίχους με τον τίτλο:

Η μάνα του αντάρτη

Μέσα στην καταιγίδα του πολέμου,
στου φασισμού τη μαύρη σκοτεινιά,
πήρες ντουφέκι και θέλεις γιε μου
να πας αντάρτης, επάνω στα βουνά.

Σκλάβος δε θέλεις εσύ να ζήσεις,
σκλαβιάς δε στέργεις σίδερα βαριά.
Πήρες ντουφέκι, θες να πολεμήσεις
για της Ελλάδας μας τη λευτεριά.

Γεμίζουν γιε μου δάκρυα τα μάτια,
και σπαρταρά η δόλια μου η καρδιά,
τα σωθικά μου γίνονται κομμάτια
τώρα που φεύγεις με τ’ άλλα τα παιδιά.

Ομως, παιδί μου, χτυπάει η καμπάνα,
έφτασε η ώρα η σκληρή του χωρισμού,
Σήκω, κι εγώ σαν Ελληνίδα μάνα,
σε θέλω σταυραϊτό του λυτρωμού.

Με του ΕΛΑΣ τους ένδοξους αντάρτες
τη λευτεριά να φέρετε στη γη,
νέας ζωής, εμπρός επαναστάτες,
για να ροδίσει ολόφωτη αυγή.

"Οι στίχοι άρεσαν στους αντάρτες, συνεχίζει ο Ευάγγ. Μαχαίρας.

Ολοι έβλεπαν σ' αυτούς τη δική τους μάνα. Αλλά το πρόβλημα ήταν η μουσική. Δεν είχα ούτε τα στοιχειώδη προσόντα του συνθέτη. Αρχισα όμως να δοκιμάζω μουσικά μοτίβα που θα μπορούσαν να ταιριάσουν με τους στίχους. Και την άλλη μέρα είχα κάνει την εκλογή μου. Το βράδυ καθόμουν με τους αντάρτες της διμοιρίας πολυβόλων στο τζάκι ενός σπιτιού των Βεροίων, τους το τραγούδησα και τους άρεσε πολύ. Το έμαθαν αμέσως και την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε για τις ασκήσεις μας με αυτό το εμβατήριο. Οι αντάρτες των άλλων διμοιριών αιφνιδιάστηκαν, αλλά το έμαθαν γρήγορα και κάθε πρωί το τραγουδήσαμε όλοι μαζί. Σε λίγες μέρες είχε διαδοθεί σ' όλα τα τμήματα του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου και μέσα σ' ένα μήνα σ' όλα τα τμήματα της Πελοποννήσου. Ως το τέλος του 1943 είχε περάσει τον Κορινθιακό και τραγουδιόταν στη Ρούμελη, καθώς επίσης και στη Ζάκυνθο, και στην Κεφαλλονιά. Σίγουρα τα τραγούδια του Καρβούνη και του Ρώτα ήταν καλύτερα. Αλλά "η μάνα του αντάρτη" είχε συναίσθημα και μίλαγε στην καρδιά των ανταρτών και γρήγορα έγινε πανελλήνιο εμβατήριο.

"Εμείς οι αντάρτες του Πάρνωνα που γνωρίζαμε την Βασιλική Σταυροπούλου, το συνδέσαμε και με την ηρωική αυτή Ελληνίδα. Και όταν ύστερα από πολλούς μήνες(τον Αύγουστο 1944) την έπιασαν οι Γερμανοί και την εκτέλεσαν μαζί με άλλους πατριώτες έξω από τη Σπάρτη, το τραγουδούσαμε και δακρύζαμε.... "

Ο Ευάγγελος Μαχαίρας, συνθέτης του εμβατηρίου, ήταν νέος δικηγόρος, νεαρός έφεδρος αξιωματικός της Αλβανίας, που τραυματίστηκε πολύ βαριά έξω από το Τεπελένι στις 18 Δεκεμβρίου 1940.

Ο νεαρός αυτός δικηγόρος ανέβηκε στο βουνό και συνδέθηκε με την Εθνική Αντίσταση στα Βέροια της Λακωνίας, αναδείχτηκε σε δημιουργό από το μηδέν και σε οργανωτή δύο σπουδαίων αντάρτικων σχηματισμών. Του Λόχου Πολυβόλων, με τον οποίο και ξανατραυματίστηκε βαριά στο πεδίο της τιμής τον Μάιο του 1944, και του Συγκροτήματος Μηχανημάτων του 8ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Ο νεαρός αυτός καπετάνιος είναι ο μετέπειτα Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.



Από το βιβλίο "Πενήντα χρόνια μετά" (έκδοση "Σύγχρονη εποχή") του Ευάγγελου Μαχαίρα.
{[['']]}

Αλέξης Πάρνης (1924- 2023). Ένας ιδιαίτερος "ζαχαριαδικός"...


Στις 10 Μαρτίου έφυγε ο Αλέξης Πάρνης στα 99 του χρόνια. Ο Αλέξης Πάρνης (πραγματικό όνομα Σωτήριος Λεωνιδάκης), γεννήθηκε στις 24 Μαΐου 1924 και έφυγε στις 10 Μαρτίου 2023.

Σημαντικός διανοούμενος -ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος- αγωνιστής της Αριστεράς -μαχητής του ΕΛΑΣ στην Εθνική Αντίσταση και του ΔΣΕ στον εμφύλιο πόλεμο- κριτικός προς τον σταλινισμό και την απανθρωποποίηση που επέφερε στο σοβιετικό πείραμα. Αλλά και... ζαχαριαδικός την εποχή (1956) που ο πάλαι ποτέ πανίσχυρος γενικός γραμματέας του ΚΚΕ αποκαθηλώθηκε από τους διεθνείς συντρόφους του "παγκόσμιου κόμματος", που τόσο πιστά υπηρέτησε κατά την κομματική του αποστολή στο βαλκανικό Νότο.

Ο ίδιος αφηγείται για την επαύριο της καθαίρεσης και της διαγραφής του Ζαχαριάδη: «Πήγα την επομένη στην Κα Γκε Μπε. Μου έδειξαν στην “Αυγή” το γράμμα των κρατουμένων γυναικών στις φυλακές Αβέρωφ, όπου υπέγραφαν την καθαίρεση του Ν. Ζαχαριάδη -ανάμεσά τους και η υπογραφή της Ρούλας Κουκούλου. Και μου λέει ο στρατηγός: “Εδώ τον αποκηρύσσει η γυναίκα του, εσύ γιατί επιμένεις να τον στηρίζεις τόσο πεισματικά; Πήγαινε με το κόμμα σου κι άσε τα συναισθηματικά”. Του είπα τότε: “Είμαι Κρητικο-Μανιάτης, δεν προδίδω δικούς μου”. Αυτός, φυσικά, δεν κατάλαβε τα περί καταγωγής και επειδή νόμισε ότι αναφέρομαι σε κάποια θεωρία-παρέκκλιση της μαρξιστικής, καθώς ακούστηκε σαν “Κρητικομάνιακ”, μου λέει με τρομερό ενδιαφέρον: “Για πες μου, τι είναι αυτό;” Ο Ζαχαριάδης γελούσε όταν του διηγήθηκα το περιστατικό. «Είσαι ένας παλιόμαγκας Πειραιώτης”, μου είπε.»

Ο Στάλιν ως «διορθωτής»!

Στο συγκλονιστικό του μυθιστόρημα «Ο διορθωτής» (εκδ. 1978) ο Πάρνης αποδεικνύει ότι έχει καταλάβει την ιστορία (κάτι που ακόμα είναι ζητούμενο για πολλούς Νεοέλληνες).. Ο Μεγάλος Διορθωτής είναι το παρατσούκλι που δίνει στον Στάλιν, μιας και η εποχή τους σταλινισμού δίνει το ιστορικό πλαίσιο στο μυθιστόρημά του. Ο κεντρικός του ήρωας είναι ο Λαζάρ Λευτέροβιτς Σεϊταντίνωφ ή στην πραγματικότητα ο Λάζαρος Σεϊτανίδης του Ελευθερίου.

Ο Λάζαρος είχε έρθει στη Ρωσία όταν ήταν 12 χρονών. Ήταν ένα από τα παιδιά της Γενοκτονίας του Πόντου: "...Οι ρίζες του Λαζάρ Λευτέροβιτς κρατούσαν από τη μακρινή Τραπεζούντα Ήταν παιδί ακόμα όταν σκοτώσανε οι Τσέτες τους γονιούς του -ο πατέρας του ο παπα-Λευτέρης, υπηρετούσε το Θεό σ' ένα παραλιακό χωριό της Μαύρης Θάλασσας. Μαζί με άλλους δυο μπήκαν στη βάρκα και βγήκαν στη ρωσική ακτή του Καυκάσου. .... Τον βάλανε σ' ένα άσυλο για τα ορφανά, εκεί στο Σουχούμ." Ο Λάζαρος έγινε τυπογράφος και δούλεψε σ' ένα τυπογραφείο την εποχή που στον Καύκασο επικρατούσαν οι μενσεβίκοι. Έτσι θα συνεχίσει και ως τυπογράφος την εποχή της κυριαρχίας των μπολσεβίκων. Στα χρόνια που διαδραματίζεται η ιστορία (Οκτώβριος 1937), ο Λαζάρ Λευτέροβιτς εργάζεται ως τυπογράφος στο τυπογραφείο "Κόκκινος Γουτεμβέργιος". Περιγράφει την ιστορία των ελληνικών σοβιετικών κοινοτήτων του Καυκάσου το Μεσοπόλεμο, έως το δραματικό τους τέλος την περίοδο 1937-38.

Βλαζοντας ο Πάρνης τον ήρωά του να συνομιλεί με τον Ιβάν Αλεξάντροβιτς, ένα παλιό γέρο μπολσεβίκο -"αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής όταν έγινε η Οκτωβριανή εξέγερση στην Πετρούπολη"-που συμμετείχε στην καταστολή της εξέγερσης των ναυτών της Κροστάνδης, αγγίζει με τον πιο καυστικό τρόπο ολόκληρη τη σοβιετική ιστορία. Ο Ιβάν Αλεξάντροβιτς που συμμετείχε στην καταστολή της Κροστάνδης (Μάρτιος 1921), δηλαδή των πιο επαναστατικών στοιχείων του Οκτώβρη του 1917, όπως και όλοι οι πρωτεργάτες της καταστολής (Τρότσκι, Τουχατσέφσκι) θα είναι τελικά τα θύματα εκείνου του καθεστώτος που προστάτευσαν στην Κροστάνδη δολοφονώντας αυτούς που ήδη είχαν αντιληφθεί ότι η Επανάσταση είχε τελειώσει πλέον και βάδιζε το δρόμο προς την Κόλαση.

Μέσα από τη συνομιλία τους προβάλει και η ιστορική αντίληψη του ίδιου του Αλέξη Πάρνη για την εποχή που περιγράφει:

"-Θα ξέρετε βέβαια Λαζάρ Λευτέροβιτς, με ποιό τρόπο ο Τρομερός Τσάρος Ιβάν φέρθηκε στους δύο θαυμαστούς αρχιτέκτονες που χτίσανε το ναό του ''Βασίλιι Μπλαζένιι"...

-Ναι , βέβαια Ιβάν Αλεξάντροβιτς. Όταν τελειώσανε , τους αντάμοιψε με πλούτο και κτήματα. Όμως ταυτόχρονα τους τύφλωσε με πυρωμένο σίδερο. Έτσι δεν θα έφτιαχναν παρόμοιο θαύμα άλλου τσάρου.

-Ε λοιπόν... Το ίδιο μπορεί να γίνει με ολόκληρο λαό...

-Δηλαδή τι εννοείτε; έκανα αλαφιασμένος ο Λαζάρ Λευτέροβιτς

-Θαυμαστός αρχιτέκτονας είναι ο λαός.... Τον ανταμοίβεις λοιπόν για κάποιον άθλο του με βιομηχανικά συγκροτήματα, σχολεία, τεχνικές κατακτήσεις. Και ταυτόχρονα τον τυφλώνεις για να μην κάνεις άλλη επανάσταση..."

Θεέ μου! Τώρα πια ήταν φανερός ο υπαινιγμός ενάντια στον καιρό του Μεγάλου Διορθωτή. Που την πήγαινε λοιπόν την κουβέντα; Να τον κάψει πήγαινε; ...

-Μη φωνάζετε! Για το Θεό, πιο σιγά, Ιβάν Αλεξάντροβιτς! ψιθύριζε τρομαγμένος...

Ο άλλος, σα να κατάλαβε τον κίνδυνο. Χαμήλωσε τη φωνή. Το ψιθύρισμα όμως ανήσυχο και βιαστικό -κοιτούσε κάπου μακρυά, σαν καταδιωκόμενος που νοιώθει τον διώκτη να ζυγώνει με τ' άλογό του.

-Αν ζήσετε, θέλω να μεταφέρετε τα λόγια μου αυτά στους ανθρώπους. Κάποτε θα περάσουν οι φοβεροί καιροί.... Κοιτάχτε γύρω σας. Κοιτάχτε Λαζάρ Λευτέροβιτς... Σφάζονται, τυφλώνονται οι πρωτομάστορες του λαού.... Είτε τους παραπετάνε όπως κι εμένα -βλέπετε η αρώστεια με έκανε ακίνδυνο για το μεγάλο στραγγαλιστή... Κοιτάχτε με. Κοιτάχτε Λαζάρ Λευτέροβιτς. Ακόμα ζω και αναπνέω. Όμως δεν υπάρχω, από καιρό τώρα. Σε καμιά ιστορία, σε κανένα βιβλίο δεν θα βρείτε το όνομά μου. Το σβήσανε μαζί με τόσα άλλα. Κι όταν φτάνει η επέτειο της μεγάλης νίκης στην Κροστάνδη, παρουσιάζεται μονάχα το δικό του. Αυτός σχεδίασε τη μάχη, αυτός οδήγησε τα στρατεύματα στην έφοδο -όλα αυτός."

Δυό λόγια για τη ζωή του

Γεννήθηκε στον Πειραιά στις 24 Μαΐου του 1924, με καταγωγή από την Κρήτη και την Μάνη. Οργανώθηκε από μικρός στην Εθνική Αντίσταση, έλαβε μέρος στην τελευταία μάχη κατά των Γερμανών στην Αθήνα και τραυματίστηκε στα Δεκεμβριανά. Έμαθε για το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο νοσοκομείο της Κορυτσάς όπου νοσηλευόταν και τον Μάιο του 1945 μεταφέρθηκε στο Ρουμπίκ της Αλβανίας. Εκεί έγραψε το πρώτο του μονόπρακτο με τίτλο «Τελευταία νύχτα», έργο που αναφέρεται στα Δεκεμβριανά. Από τον Νοέμβριο του 1948 εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής, υπολοχαγός για το φύλλο του ΔΣΕ, «Δελτίο ειδήσεων» και αργότερα για την εφημερίδα «Προς την νίκη». Την ίδια περίοδο δημοσιεύει τη συλλογή διηγημάτων «Είμαι μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού» που εκδόθηκε από στα τυπογραφία του ΔΣΕ στις Πρέσπες.

Με την κατάρρευση του μετώπου μεταφέρθηκε στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην τοπική εφημερίδα των Ελλήνων και το 1951 ξεκίνησε τις σπουδές του στο Λογοτεχνικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας «Μαξίμ Γκόρκυ». Κατά την περίοδο παραμονής του στην Μόσχα συνδέθηκε φιλικά με προσωπικότητες των γραμμάτων όπως ο Μπορίς Πάστερνακ και ο Ναζίμ Χικμέτ και ξεκίνησε την συγγραφή του επικού ποιήματος «Μπελογιάννης», το οποίο κέρδισε το πρώτο παγκόσμιο βραβείο ποίησης στο φεστιβάλ της Βαρσοβίας του 1955. Με πρόταση του Ν. Ζαχαριάδη, επιλέγεται το 1951 να σπουδάσει στο φημισμένο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μαξίμ Γκόρκι της Μόσχας. Ζει σε ντάτσα στο Περεντέλκινο,  τον παραθεριστικό οικισμό των Σοβιετικών συγγραφέων, όπου γνωρίζει και συνδέεται φιλικά με τον Ναζίμ Χικμέτ και με τον Μπορίς Παστερνάκ και αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματά του μεταφρασμένα στα ρωσικά.

Ο Ν. Σαραντάκος αναφέρει ένα επεισόδιο που διηγήθηκε ο ίδιος από την εποχή εκείνη: επειδή το πηγαινέλα από το Περεντέλκινο στο κέντρο της Μόσχας του έπαιρνε πολλές ώρες κάθε μέρα, ζήτησε και του παραχώρησαν στέγη στο Ινστιτούτο, ένα κρεβάτι σε μια πτέρυγα όπου στεγάζονταν φοιτητές βαριά τραυματίες και ανάπηροι του πολέμου. Έπιασε φιλίες μαζί τους, αλλά εκείνοι έπιναν από το πρωί ως το βράδυ, οπότε άρχισε πάλι να αναζητεί στέγη. Ο Ναζίμ Χικμέτ του είπε ότι μια γνωστή του είχε ένα άδειο δωμάτιο και μπορούσε να τον φιλοξενήσει και πράγματι μετακόμισε εκεί. Πολύ αργότερα, όταν ξαναπήγε στη Μόσχα το 1989, έμαθε πως το δωμάτιο το πλήρωνε ο Χικμέτ, που είχε εξορκίσει τη σπιτονοικοκυρά να μην αποκαλύψει το μυστικό.

Μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη αρνήθηκε να τον αποκηρύξει. Έμεινε πιστός φίλος του και μάλιστα κρατούσε τον Σήφη, τον γιο του, όταν ο Ζαχαριάδης βρισκόταν εξορία στο δασαρχείο του Μποροβίτσι (πριν από το Σουργκούτ). Αυτά τα έχει διηγηθεί ο ίδιος στο βιβλίο του «Γεια χαρά Νίκος». Έτσι, ήρθε σε σύγκρουση με τη νέα ηγεσία του ΚΚΕ, με αποτέλεσμα να πέσει σε δυσμένεια και να σταματήσει να δημοσιεύει. Διαγράφτηκε από το ΚΚΕ και έχασε τη δουλειά του στο ελληνικό ραδιόφωνο της Μόσχας. Οι πολιτικοί πρόσφυγες-λογοτέχνες που ήταν πιστοί στη νέα ηγεσία του ΚΚΕ έστελναν επιστολές στα σοβιετικά περιοδικά να μη δημοσιεύουν έργα του «αδικαιολόγητα εγκωμιασμένου» Πάρνη.

Το 1960 το θεατρικό του έργο «Το νησί της Αφροδίτης» (με θέμα την Κύπρο) γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε 180 θέατρα της Σοβιετικής Ένωσης με πάνω από 22.000 παραστάσεις. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή την παράσταση «ήταν καλλιτεχνική, αλλά και πολιτική επιτυχία υπό την έννοια ότι μια υπερδύναμη, η ΕΣΣΔ φώναζε πως η Κύπρος ήταν ελληνική. ...Στα έργα μου δεν αντιμετώπισα ποτέ τους ήρωες μονοσήμαντα, από την ιδεολογία τους, αλλά ως τραγικά πρόσωπα, κι αυτό έχει τεράστια διαφορά. Τον τραγικό άνθρωπο τον σέβομαι όπου κι αν ανήκει. Ενώ είχα πάρει το Παγκόσμιο βραβείο για τον “Μπελογιάννη”, κάνω το “Νησί της Αφροδίτης” για ποιον; Για την ΕΟΚΑ, για τον Γρίβα.»

Η επιτυχία αυτή του έδωσε την δυνατότητα να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1963 με ειδική άδεια της κυβέρνησης, και να ανεβάσει το έργο του στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με σκηνοθέτη τον Αλέξη Σολομό και πρωταγωνίστρια την Κυβέλη (σύζυγο του Γεωργίου Παπανδρέου).

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα η γραφή του προσανατολίστηκε προς το ψυχογραφικό μυθιστόρημα με στοιχεία από τον ρωσικό ρεαλισμό. Από τις εκδόσεις Εστία εκδόθηκαν τα έργα του το «Ο διορθωτής» (1978), «Λεωφόρος Πάστερνακ» (1979), «Μια Πράγα στον καθένα» (1979), «Ο μαφιόζος» (1980), και «Ο κινηματίας» (1990). Από τις εκδόσεις Καστανιώτη εκδόθηκε το 2009 το μυθιστόρημα «Η οδύσσεια των διδύμων».

Πηγή:  Βλάσης Αγτζίδης,  διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, συγγραφέας. μέσω tvxs

{[['']]}
 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger