Αρχική » » Μια άλλη ματιά στον Στάλιν Μέρος 1ο

Μια άλλη ματιά στον Στάλιν Μέρος 1ο

{[['']]}

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το βιβλίο του Λ. Μάρτενς Μια άλλη ματιά στον Στάλιν είναι ένα βιβλίο για το οποίο δεν είναι εύκολο να γράφει κανείς.

Κατ’ αρχήν, είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί. Μέσα στο βιβλίο αυτό υπάρχει κάτι που δύσκολα το συναντά κανείς στην εποχή μας: Μια σειρά ιστορικά στοιχεία, εντελώς αναμφισβήτητα, χωρίς τα οποία είναι να απορεί κανείς πώς μπορεί να σχηματιστεί άποψη για το θέμα που το βιβλίο αφορά.

Δεν είναι, όμως, το μόνο που αξίζει να προκαλέσει την απορία μας. Υπάρχει και κάτι άλλο, ίσως πολύ πιο σοβαρό. Συγκεκριμένα, το ερώτημα: Πώς μπορούσαν αυτά τα στοιχεία τα τόσο σοβαρά και τα τόσο προφανή να μένουν κρυφά ως τώρα;

Είναι μια ερώτηση στην οποία, ασφαλώς, δεν είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς, αν τη δει μέσα στα πλαίσια πολλών και ποικίλων πολιτικών σκοπιμοτήτων της εποχής, οι οποίες, όπως είναι γνωστό, έχουν τη δική τους λογική.

Ωστόσο, με δική τους λογική ή όχι, τα στοιχεία στο τέλος επιβάλλονται και οι ιστορικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων μας αναγκάζουν να εξετάσουμε πιο σοβαρά πολλά γεγονότα ή δεδομένα. Στο δύσκολο αυτό έργο, το Μια άλλη ματιά στον Στάλιν επιτρέπει, αναντίρρητα, μια άλλη ματιά.

Η έκδοση ενός βιβλίου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Χωρίς να μιλήσουμε καν για το συγγραφέα του, απαιτεί τη δουλειά πολλών συνεργατών, από εκείνον που θα κάνει την επιλογή ως αυτόν που θα βάλει το «τελευταίο χέρι». Και, όπως είναι γνωστό, καμιά μάνα δεν παραδέχεται ότι το παιδί της δεν είναι το ωραιότερο στον κόσμο. Και, ακριβώς γι’ αυτό, η αναφορά στα αδύνατα σημεία του βιβλίου είναι πάντα από τα θέματα εκείνα στα οποία κανείς δε σπεύδει να επιδοθεί με ευχαρίστηση.

Ενα τέτοιο σημείο του είναι, αναντίρρητα, η υπερβολική προσωποποίηση. Σε πολλά σημεία του, δίνει την εντύπωση ότι όλα εξαρτιόνταν από την τύχη και τις ενέργειες ενός μόνο ανθρώπου, και συγκεκριμένα του I. Β. Στάλιν. Ο τελευταίος δε φαίνεται σαν εκπρόσωπος μιας πολιτικοϊστορικής δύναμης - εκείνων που τάσσονται υπέρ της αντίστασης σε όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια και με κάθε θυσία- αλλά μάλλον σαν ένα είδος υπεράνθρωπου. Η τελική του τύχη δεν αντιμετωπίζεται σαν το αποτέλεσμα (και το «σύμπτωμα») της επικράτησης των αντίστοιχων δυνάμεων στην κλίμακα της κοινωνίας, αλλά σαν μια απλή συνωμοσία μερικών ατομικών μελών μιας απλής κομματικής ηγεσίας.

Αυτό γίνεται ιδιαίτερα έκδηλο όταν αναφέρονται ζητήματα που αφορούν στις εξελίξεις μετά το 1948, όπου και πάλι όλα προσωποποιούνται, αποδίδονται σε άτομα, χωρίς να πέφτει το απαραίτητο, κατά τη γνώμη μας, βάρος σε μια σειρά γεγονότα που άλλαξαν το συσχετισμό των δυνάμεων.

Ωστόσο, οι κηλίδες δεν κατορθώνουν να κρύψουν το φως του ήλιου. Παρ’ όλα αυτά τα κενά, το βιβλίο του Λ. Μάρτενς ανοίγει ένα πολύτιμο δρόμο στην έρευνα μιας εποχής που έχει άγρια κακοποιηθεί. Και μόνο γι’ αυτό, αξίζει να το διαβάσει κανείς με μεγάλη προσοχή.

Θανάσης Παπαρήγας

«Ήμουν πεισμένος αντισταλινικός από τα δεκαεπτά μου κιόλας χρόνια. Η ιδέα μιας απόπειρας κατά του Στάλιν είχε κυριεύει τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου. Μελετήσαμε τις “τεχνικές” δυνατότητες μιας απόπειρας. Περάσαμε στην πρακτική προετοιμασία».

«Αν με είχαν καταδικάσει σε θάνατο το 1939, η απόφαση αυτή θα ήταν δίκαιη. Είχα συλλάβει το σχέδιο να δολοφονήσω τον Στάλιν, και αυτό ήταν έγκλημα, ή όχι;

Όσο ζούσε ακόμα ο Στάλιν. το έβλεπα διαφορετικά, όμως τώρα που μπορώ να διατρέξω αυτόν τον αιώνα, λέω: Ο Στάλιν ήταν η μεγαλύτερη προσωπικότητα του αιώνα μας, η μεγαλύτερη πολιτική ιδιοφυία. Το να υιοθετείς μια επιστημονική στάση απέναντι σε κάποιον διαφέρει από το να εκδηλώνεις την προσωπική σου στάση.»

Αλεξάντρ Ζινόβιεφ, 1993

«Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν δύο “ξίφη": το ένα είναι ο Λένιν και το άλλο ο Στάλιν.

Το ξίφος που αντιπροσωπεύει ο Στάλιν, οι Ρώσοι το πέταξαν τώρα.

Ο Γκομούλκα και ορισμένοι Ούγγροι το μάζεψαν για να χτυπήσουν τη Σοβιετική Ένωση, για να πολεμήσουν το λεγόμενο σταλινισμό. Οι ιμπεριαλιστές χρησιμοποιούν επίσης αυτό το ξίφος για να σκοτώνουν τον κόσμο. Ο Νταλς, για παράδειγμα, το κράδανε για κάποιο διάστημα. Αυτό το όπλο δεν το δάνεισαν, το πέταξαν.

Εμείς οι Κινέζοι δεν το παρατήσαμε.

Οσο για το ξίφος που αντιπροσωπεύει ο Λένιν, μήπως, κι αυτό δεν εγκαταλείφθηκε κατά κάποιο τρόπο από τους Σοβιετικούς ηγέτες; Κατά τη γνώμη μου, σε αρκετά μεγάλο βαθμό.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση διατηρεί πάντοτε την αίγλη της; Μπορεί ακόμα να χρησιμέψει ως παράδειγμα για τις διάφορες χώρες; Η εισήγηση του Χρουστσόφ λέει ότι είναι δυνατή η κατάκτηση της εξουσίας με τον κοινοβουλευτικό δρόμο. Αυτό σημαίνει ότι άλλες χώρες δε θα χρειαζόταν πια ν' ακολουθήσουν το παράδειγμα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Απ’ τη στιγμή που αυτή η πόρτα έχει ανοίξει διάπλατα, ο λενινισμός έχει πρακτικά εγκαταλειφθεί.»

ΜάοΤσετούνγκ, 15 Νοέμβρη 1956

 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το ότι ένας διάσημος Σοβιετικός αντιφρονών, που ζει στην «επανενωμένη» Γερμανία, ένας άνθρωπος που στα νιάτα του έσπρωχνε τον αντισταλινισμό ως την προετοιμασία μιας τρομοκρατικής ενέργειας κατά του Στάλιν, που γέμισε βιβλία για να πει ό,τι κακό πίστευε για την πολιτική του Στάλιν, το ότι ένας τέτοιος άνθρωπος νιώθει υποχρεωμένος, στα στερνά του, να αποτίσει φόρο τιμής στον Στάλιν, είναι κάτι που σε βάζει σε σκέψεις.

Πολλοί που αυτοαναγορεύονται κομμουνιστές, δεν έδειξαν τόσο θάρρος. Πράγματι δεν είναι εύκολο να υψώσεις την αδύναμη φωνή σου απέναντι στη λαίλαπα της αντισταλινικής προπαγάνδας.

Εξάλλου, μεγάλος αριθμός κομμουνιστών αισθάνεται πάρα πολύ άβολα σ’ αυτό το πεδίο. Ολα όσα οι εχθροί του κομμουνισμού ισχυρίζονταν επί τριάντα πέντε χρόνια, ήρθε να τα επιβεβαιώσει ο Χρουστσιόφ το 1956. Από τότε, η ομόφωνη καταδίκη του Στάλιν, που πάει απ’ τους ναζί ως τους τροτσκιστές και από το δίδυμο Κίσινγκερ-Μπρζεζίνσκι ως το ντουέτο Χρουστσόφ-Γκορμπατσόφ, φαίνεται να επιβάλλεται σαν αυταπόδεικτη αλήθεια. Η υπεράσπιση του ιστορικού έργου του Στάλιν και του μπολσεβίκικου Κόμματος γίνεται αδιανόητη, καταντάει τερατώδες έγκλημα. Και πολλοί που, ωστόσο, αντιτάσσονται ανενδοίαστα στη φονική αναρχία του παγκόσμιου καπιταλισμού έχουν αναδιπλωθεί κάτω από το βάρος των ηθικών πιέσεων.

Σήμερα, η εξακρίβωση της καταστροφικής μανίας που έχει κυριεύσει την πρώην Σοβιετική Ένωση και που συνοδεύεται από πείνα, ανεργία, εγκληματικότητα, αθλιότητα, διαφθορά, ανοιχτή δικτατορία και διεθνικούς πολέμους, οδήγησε έναν άνθρωπο όπως τον Ζινόβιεφ στην αναθεώρηση των προκαταλήψεων που ήταν βαθιά ριζωμένες μέσα του από την εποχή της εφηβείας.

Δε χωράει αμφιβολία πως εκείνοι που θέλουν να υπερασπιστούν τα ιδεώδη του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού θα πρέπει να κάνουν τουλάχιστον το ίδιο. Όλες οι κομμουνιστικές και επαναστατικές οργανώσεις στον κόσμο θα αναγκαστούν να επανεξετάσουν τις γνώμες και τις κρίσεις που διατύπωσαν από το 1956 για το έργο του Στάλιν. Κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από την ολοφάνερη αυτή αλήθεια: όταν ύστερα από 35 χρόνια φαρμακερών καταγγελιών του «σταλινισμού», ο Γκορμπατσόφ ξεμπέρδεψε με όλα τα επιτεύγματα του Στάλιν, διαπιστώθηκε, με την ίδια ευκαιρία, ότι και ο Λένιν είχε γίνει «persona non grata» στη Σοβιετική Ένωση. Με
ον ενταφιασμό του σταλινισμού, ο λενινισμός είχε κι αυτός εξαφανιστεί κάτω απ’ τη γη.

Ο επαναπροσδιορισμός της επαναστατικής αλήθειας για την περίοδο των πρωτοπόρων είναι ένα συνολικό καθήκον που πέφτει στους ώμους των κομμουνιστών όλου του κόσμου. Η επαναστατική αυτή αλήθεια θα βγει μέσ’ απ’ την αντιπαράθεση των πηγών, των μαρτυριών και των αναλύσεων. Η συνεισφορά των Σοβιετικών μαρξιστών-λενινιστών, που αυτοί μόνο μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ορισμένες πηγές και μαρτυρίες, θα είναι κεφαλαιώδης. Σήμερα, όμως, είναι υποχρεωμένοι να δουλεύουν κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες.

Τις αναλύσεις και τους στοχασμούς μας πάνω στο θέμα, δημοσιεύουμε με τίτλο Μια άλλη ματιά στον Στάλιν. Η τάξη, το θεμελιώδες συμφέρον της οποίας συνίσταται στη διατήρηση του συστήματος εκμετάλλευσης και καταπίεσης, μας επιβάλλει καθημερινά τη δική της αντίληψη για τον Στάλιν. Βλέπω με άλλο μάτι τον Στάλιν, σημαίνει βλέπω το ιστορικό πρόσωπο του Στάλιν μέσ’ απ’ τα μάτια της αντίθετης τάξης, εκείνης των εκμεταλλευμένων και των καταπιεσμένων.

Το βιβλίο αυτό δε νοείται σαν βιογραφία του Στάλιν. Πρόθεσή του είναι να αντικρούσει κατά μέτωπο τις επιθέσεις κατά του Στάλιν στις οποίες μας έχουν περισσότερο συνηθίσει: τη «διαθήκη του Λένιν», την επιβεβλημένη κολεκτιβοποίηση, την ασφυκτική γραφειοκρατία, την εξολόθρευση της παλιάς μπολσεβίκικης φρουράς, τις μεγάλες «εκκαθαρίσεις», την αναγκαστική εκβιομηχάνιση, τη συμπαιγνία του Στάλιν με τον Χίτλερ, την ανικανότητά του στον πόλεμο κλπ. κλπ. Καταπιαστήκαμε να αναλύσουμε ορισμένες «μεγάλες αλήθειες» για τον Στάλιν, αυτές που συνοψίζονται χιλιάδες φορές σε μερικές φράσεις στις εφημερίδες, στα μαθήματα ιστορίας, στις συνεντεύξεις, και που θα λέγαμε ότι έχουν εισχωρήσει στο υποσυνείδητο.

«Μα πώς είναι δυνατόν», μας έλεγε ένας φίλος, «να υπερασπιστεί κανείς έναν άνθρωπο όπως τον Στάλιν;»

Διέκρινες έκπληξη και αγανάκτηση στο ερώτημά του. Μου θύμιζε αυτό που μου είχε πει τις προάλλες ένας ηλικιωμένος κομμουνιστής εργάτης. Μου μιλούσε για το έτος 1956, τότε που ο Χρουστσόφ είχε διαβάσει την περιβόητη μυστική του έκθεση. Το γεγονός είχε προκαλέσει θυελλώδεις συζητήσεις μέσα στο Κομμούνιστικό Κόμμα. Στη διάρκεια μιας τέτοιας έντονης λογομαχίας, μια ηλικιωμένη γυναίκα, που καταγόταν από κομμουνιστική εβραϊκή οικογένεια που είχε εξολοθρευτεί στην Πολωνία και η ίδια είχε χάσει δυο παιδιά στον Πόλεμο, είχε φωνάξει:

«Μα πώς θα μπορούσαμε να μην υποστηρίξουμε τον Στάλιν, αυτόν που οικοδόμησε το σοσιαλισμό, αυτόν που νίκησε το φασισμό, αυτόν που ενσάρκωσε όλες μας τις ελπίδες;»

Μέσα στην ιδεολογική θύελλα που σάρωνε τον κόσμο, εκεί που οι άλλοι είχαν λυγίσει, η γυναίκα αυτή παρέμενε πιστή στην επανάσταση. Και για το λόγο αυτό, είχε μια άλλη άποψη για τον Στάλιν. Μια νέα γενιά κομμουνιστών θα συμμεριστεί την άποψή της.

Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ

Στις 20 Αυγούστου του 1991, ο απόηχος του αλλόκοτου πραξικοπήματος του Γιανάγιεφ ακούστηκε σε όλο τον κόσμο σαν το δυσαρμονικό πρελούδιο της εκκαθάρισης των τελευταίων υπολειμμάτων του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση. Οι ανδριάντες του Λένιν γκρεμίστηκαν και οι ιδέες του καταγγέλθηκαν. Το γεγονός αυτό προκάλεσε πλήθος έντονων συζητήσεων στους κόλπους του κομμουνιστικού κινήματος.

Ορισμένοι είπαν ότι προέκυψε εντελώς απρόσμενα.

Τον Απρίλη του 1991, εκδόσαμε το βιβλίο Η ΕΣΣΔ και η βελούδινη αντεπανάσταση που πραγματεύεται κατά κύριο λόγο τις πολιτικές και ιδεολογικές εξελίξεις στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη από το 1956. Μετά το επαγγελματικό πραξικόπημα του Γέλτσιν και την ηχηρή διακήρυξή του της αποκατάστασης του καπιταλισμού, δεν έχουμε τίποτα ν’ αλλάξουμε στο παραπάνω έργο.

Πράγματι, οι συγκεχυμένες τελευταίες αψιμαχίες ανάμεσα στους Γιανάγιεφ, Γκορμπατσόφ και Γέλτσιν δεν ήταν παρά οι σπασμοί ενός συστήματος που ψυχορραγούσε, εξωτερικεύσεις αποφάσεων που είχαν παρθεί στο 28ο Συνέδριο τον Ιούλη του 1990.

«Στο συνέδριο αυτό», γράφαμε τότε, «επιβεβαιώνεται σαφώς η ρήξη με το σοσιαλισμό και το πέρασμα στην καπιταλιστική οικονομία.».

Μια μαρξιστική ανάλυση των βίαιων ανατροπών στην ΕΣΣΔ είχε οδηγήσει, από τα τέλη κιόλας του 1989, στο ακόλουθο συμπέρασμα:

«Ο Γκορμπατσόφ εκθειάζει την αργή, προοδευτική αλλά συστηματική εξέλιξη προς την καπιταλιστική παλινόρθωση. Στριμωγμένος στον τοίχο, αναζητεί όλο και πιο πολύ στηρίγματα, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά, στην πλευρά του ιμπεριαλιστικού κόσμου. Σε αντάλλαγμα, αφήνει τους Δυτικούς να κάνουν σχεδόν ό,τι θέλουν στη Σοβιετική Ενωση».

Ένα χρόνο αργότερα, τέλη του 1990, μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε την ανάλυσή μας με αυτά τα λόγια:

«Από το 1985, βήμα-βήμα, η Δεξιά επιτέθηκε και, σε κάθε νέα φάση, ο Γκορμπατσόφ παρασύρθηκε όλο και πιο πέρα προς τα δεξιά. Μπροστά στη διπλασιασμένη επιθετικότητα των εθνικιστών και των φασιστών, που υποστηρίζονται από τον Γ έλτσιν, δεν είναι απίθανο ο Γκορμπατσόφ να επιλέξει και πάλι την υπαναχώρηση. Πράγμα που θα προκαλέσει αναμφίβολα τη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως και της Σοβιετικής Ένωσης».

«Η βαλκανιοποίηση της Αφρικής και του αραβικού κόσμου εξασφάλισε τις ιδανικότερες συνθήκες για την ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Τα πιο ευφάνταστα πνεύματα της Δύσης αρχίζουν να οραματίζονται, πέρα από την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ, την οικονομική και πολιτική υποταγή της».

Σκόπιμα υπενθυμίζουμε τα συμπεράσματα αυτά, στα οποία πολλοί μαρξιστές λενινιστές είχαν καταλήξει το 1989 και το 1990. Πράγματι, η δυναμίτιση των ανδριάντων του Λένιν συνοδεύτηκε από μια έκρηξη προπαγάνδισης της αποτυχίας του μαρξισμού-λενινισμού. Ωστόσο, αποδείχτηκε ότι η μαρξιστική ανάλυση είναι κατά βάθος η μόνη που έχει αξία, η μόνη που επέτρεψε την ανακάλυψη των πραγματικών ενεργών κοινωνικών δυνάμεων πίσω από τα δημαγωγικά συνθήματα «δημοκρατία και ελευθερία», «γκλάσνοστ και περεστρόικα».

Το 1956, κατά τη διάρκεια της αιματηρής αντεπανάστασης στην Ουγγαρία, οι ανδριάντες του Στάλιν καταστράφηκαν. Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, οι ανδριάντες του Λένιν κονιορτοποιήθηκαν. Το ξήλωμα των ανδριάντων του Στάλιν και του Λένιν συμβολίζει τα δύο σημεία ρήξης με το μαρξισμό. Το 1956, ο Χρουστσόφ επιτέθηκε στο έργο του Στάλιν, με σκοπό ν’ αλλάξει τη θεμελιακή καθοδηγητική γραμμή του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο προοδευτικός εκφυλισμός του πολιτικού και οικονομικού συστήματος που επακολούθησε, οδήγησε στην οριστική ρήξη με το σοσιαλισμό, ρήξη που ολοκληρώθηκε το 1990 από τον Γκορμπατσόφ.

Φυσικά, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κάνουν λόγο καθημερινά για την οριστική αποτυχία του κομμουνισμού στον κόσμο. Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε ότι, αν υπάρχει αποτυχία στη Σοβιετική Ένωση, αυτή είναι σίγουρα η αποτυχία του αναθεωρητισμού, τον οποίο εισήγαγε ο Χρουστσόφ στη Σοβιετική Ένωση πριν από 35 χρόνια. Ο αναθεωρητισμός αυτός οδήγησε στην κατάρρευση του πολιτικού συστήματος, στην υπαναχώρηση μπροστά στον ιμπεριαλισμό, στην οικονομική καταστροφή. Η σημερινή έξαρση του άγριου καπιταλισμού και του φασισμού στην ΕΣΣΔ δείχνει σαφώς το πού οδηγεί η απόρριψη των επαναστατικών αρχών του μαρξισμού-λενινισμού.

Τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια, οι αναθεωρητές μόχθησαν για να αφανίσουν τον Στάλιν. Από τη στιγμή που αφάνισαν τον Στάλιν, ξεμπέρδεψαν και με τον Λένιν στο άψε-σβήσε. Ο Χρουστσόφ επιτέθηκε με μανία κατά του Στάλιν. Ο Γκορμπατσόφ πήρε τη σκυτάλη, διεξάγοντας, στη διάρκεια των πέντε χρόνων της γκλάσνοστ του, πραγματική σταυροφορία κατά του σταλινισμού. Παρατηρήσατε μήπως ότι πριν από το γκρέμισμα των ανδριάντων του Λένιν δεν προηγήθηκε πολιτική εκστρατεία κατά του έργου του; Η εκστρατεία κατά του Στάλιν ήταν αρκετή. Αφού πολέμησαν, δυσφήμησαν και αφάνισαν όλες τις πολιτικές ιδέες του Στάλιν, διαπίστωσαν απλά ότι είχαν ξεμπερδέψει, με την ίδια ευκαιρία, και με τις ιδέες του Λένιν.

Ο Χρουστσιόφ άρχισε το καταστρεπτικό του έργο δηλώνοντας ότι κριτικάρει τα λάθη του Στάλιν, για «να αποκατασταθεί ο λενινισμός στην αρχική του αγνότητα» και να βελτιωθεί το κομμουνιστικό σύστημα. Ο  Γκορμπατσόφ έδωσε τις ίδιες δημαγωγικές υποσχέσεις, προκειμένου να αποπροσανατολίσει τις δυνάμεις της Αριστερός. Σήμερα, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι με το πρόσχημα της «επιστροφής στον Λένιν», επαναφέρανε τον τσάρο, και πως με το πρόσχημα της «βελτίωσης του κομμουνισμού», ανέστησαν τον άγριο καπιταλισμό.

Οι περισσότεροι αριστεροί έχουν διαβάσει μερικά έργα αφιερωμένα στις δραστηριότητες της CIA και των δυτικών μυστικών υπηρεσιών. Ολοι τους έμαθαν ότι ο ψυχολογικός και πολιτικός πόλεμος αποτελεί ιδιαίτερο και εξαιρετικά σημαντικό κλάδο του σύγχρονου ολοκληρωτικού πολέμου. Η συκοφαντία, η υπονόμευση, η πρόκληση, η εκμετάλλευση των διαφωνιών, η όξυνση των αντιθέσεων, ο δαιμονισμός του αντιπάλου, η διάπραξη εγκλημάτων που φορτώνονται στις πλάτες του αντιπάλου, αποτελούν συνηθισμένες τακτικές στις οποίες καταφεύγουν οι δυτικές μυστικές υπηρεσίες.

Από το 1945, ο «δημοκρατικός» ιμπεριαλισμός διέθεσε κολοσσιαία ποσά για τους αντικομμουνιστικούς, στρατιωτικούς, παράνομους, πολιτικούς και ψυχολογικούς πολέμους. Δεν είναι προφανές ότι η αντισταλινική εκστρατεία ήταν στο επίκεντρο όλων των ιδεολογικών αγώνων κατά του σοσιαλισμού; Οι επίσημοι εκπρόσωποι της αμερικανικής πολεμικής μηχανής, Κίσινγκερ και Μπρζεζίνσκι, εγκωμίασαν τα έργα των Σολζενίτσιν και Κόνκουεστ, που αποτελούν επίσης, συμπτωματικά, δύο συγγραφείς της μόδας στους κόλπους των σοσιαλδημοκρατών, των τροτσκιστών και των αναρχικών. Αντί «να ανακαλύπτουν την αλήθεια για τον Στάλιν» στους ειδικούς αυτούς του αντικομμουνισμού, δε θα ήταν προτιμότερο να ανακαλύπτουν, μέσα από τα έργα τους, τα νήματα του ψυχολογικού και πολιτικού πολέμου, που κινεί η CIA;

Δεν είναι στ’ αλήθεια τυχαίο το ότι ξαναβρίσκουμε στις μέρες μας, σε όλες τις αστικές και μικροαστικές εκδόσεις «της μόδας», τις συκοφαντίες και τα ψέματα αναφορικά με τον Στάλιν, που μπορούσε να διαβάσει κανείς στο ναζιστικό τύπο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Σημάδι ότι η πάλη των τάξεων οξύνεται όλο και πιο πολύ σε παγκόσμιο επίπεδο, και ότι η μεγαλοαστική τάξη κινητοποιεί όλες τις δυνάμεις της προκειμένου να υπερασπιστεί τη «δημοκρατία» της σε όλα τα μήκη και πλάτη. Στη διάρκεια μερικών διαλέξεων που πραγματοποιήσαμε για την περίοδο του Στάλιν, διαβάσαμε ένα μακροσκελές αντισταλινικό κείμενο και ζητήσαμε απ' τους παρευρισκόμενους να εκφράσουν την άποψή τους.

Σχεδόν πάντα, αυτοί που παρέμβαιναν υπογράμμιζαν ότι το κείμενο, αν και έντονα αντικομμουνιστικό, έδειχνε σαφώς τον ενθουσιασμό των νέων και των φτωχών για τον μπολσεβικισμό, καθώς και τα τεχνολογικά επιτεύγματα της ΕΣΣΔ, και ότι ήταν, σε τελική ανάλυση, αρκετά διφορούμενο. Στη συνέχεια, αποκαλύπταμε στο ακροατήριο ότι το κείμενο που μόλις είχε σχολιάσει, ήταν ένα ναζιστικό κείμενο, που είχε δημοσιευτεί στο Signal, τεύχος 24 του 1943, δηλαδή μέσα στον πόλεμο... Οι αντισταλινικές εκστρατείες των δυτικών «δημοκρατιών» στα χρόνια 1989-1991 ήταν ορισμένες φορές πιο βίαιες και συκοφαντικές από εκείνες των ναζί στη δεκαετία του ’30. Στις μέρες μας, δεν υπάρχουν πια τα μεγάλα κομμουνιστικά επιτεύγματα της δεκαετίας του ’30, ώστε να αντισταθμιστούν οι συκοφαντίες. Δεν υπάρχουν πια σημαντικές πολιτικές δυνάμεις, που να αναλάβουν την υπεράσπιση της σοβιετικής πραγματικότητας επί Στάλιν.

Οταν η αστική τάξη διατυμπανίζει την οριστική αποτυχία του κομμουνισμού, χρησιμοποιεί την αξιοθρήνητη αποτυχία του αναθεωρητισμού για να επιβεβαιώσει το μίσος της για το μεγαλειώδες έργο που πραγματοποίησαν ο Λένιν και ο Στάλιν. Ενεργώντας όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο, σκέφτεται περισσότερο το μέλλον παρά το παρελθόν. 

Η αστική τάξη θέλει να καταστήσει πιστευτό ότι ο μαρξισμός-λενινισμός έχει οριστικά ενταφιαστεί, επειδή συνειδητοποιεί απόλυτα την επικαιρότητα και τη ζωντάνια της κομμουνιστικής ανάλυσης. Η αστική τάξη διαθέτει πληθώρα στελεχών που είναι ικανά να κάνουν επιστημονικές εκτιμήσεις σε ό,τι αφορά στις παγκόσμιες εξελίξεις. Έτσι, προβλέπει μεγάλες κρίσεις, ανακατατάξεις σε πλανητικό επίπεδο και πολέμους όλων των ειδών. Μετά την αποκατάσταση του καπιταλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση, όλες οι αντιφάσεις του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος έχουν οξυνθεί. Απέναντι στα βάραθρα της ανεργίας, της αθλιότητας, της εκμετάλλευσης και του πολέμου, που ανοίγονται μπροστά στις μάζες των εργαζομένων όλου του κόσμου, μόνο ο μαρξισμός-λενινισμός θα μπορέσει να χαράξει το δρόμο της σωτηρίας. Μόνο ο μαρξισμός-λενινισμός μπορεί να προσφέρει στις μάζες των εργαζομένων του καπιταλιστικού κόσμου και στους καταπιεσμένους λαούς του Τρίτου Κόσμου τα όπλα της απελευθέρωσής τους. Ολος ο πάταγος για το τέλος του κομμουνισμού αποβλέπει επομένως στον αφοπλισμό, εν όψει των μελλοντικών μεγάλων αγώνων των καταπιεσμένων μαζών όλου του κόσμου.

Η υπεράσπιση του έργου του Στάλιν, που αποτελεί στην ουσία υπεράσπιση του μαρξισμού-λενινισμού, είναι ένα επίκαιρο και πιεστικό καθήκον για τη σωστή αντιμετώπιση της πραγματικότητας της ταξικής πάλης στην παγκόσμια νέα τάξη πραγμάτων.

Το έργο του Στάλιν είναι ιδιαίτερα επίκαιρο στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, όπως και στις χώρες που διατηρούν το σοσιαλιστικό προσανατολισμό τους, στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπως και στις ιμπεριαλιστικές χώρες.

Ο Στάλιν είναι στο κέντρο της επικαιρότητας στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.

Μετά την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ, το έργο του Στάλιν απέκτησε μεγάλη σπουδαιότητα ως προς την κατανόηση των μηχανισμών της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό.

Υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στην παλινόρθωση του καπιταλισμού που παρακολουθήσαμε και την πικρόχολη εκστρατεία κατά του Στάλιν που προηγήθηκε. Τα ξεσπάσματα μίσους εναντίον ενός ανθρώπου που πέθανε το 1953 μπορεί, με μια πρώτη ματιά, να φαίνονται περίεργα, αν όχι ακατανόητα. Στη διάρκεια των είκοσι χρόνων που προηγήθηκαν από τον ερχομό του Γκορμπατσόφ, ο Μπρέζνιεφ ενσάρκωσε τη γραφειοκρατία, την αποτελμάτωση, τη διαφθορά και τη στρατοκρατία. 
Ομως, ούτε στη Σοβιετική Ένωση, ούτε στον «ελεύθερο» κόσμο δεν είδαμε να ασκείται σε βάρος του Μπρέζνιεφ αυτή η βίαιη, μανιώδης, λυσσαλέα κριτική, που αποτέλεσε το χαρακτηριστικό γνώρισμα της αντισταλινικής σταυροφορίας. Είναι προφανές ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, όλοι οι φανατικοί υποστηρικτές του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, για να τελειώνουν με ό,τι απέμενε από το σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ, επέλεξαν ως στόχο τους τον Στάλιν.

Η ολέθρια παρέκκλιση που ξεκίνησε από τον Χρουστσόφ δείχνει, μέσα από την αντίθεση, την ορθότητα των περισσότερων ιδεών που διατύπωσε ο Στάλιν. Ο Στάλιν δήλωνε ότι η πάλη των τάξεων συνεχίζεται στο σοσιαλισμό, ότι οι παλιές φεουδαρχικές και αστικές δυνάμεις δεν έχουν εγκαταλείψει τον αγώνα για την παλινόρθωση και ότι οι οπορτουνιστές στους κόλπους του Κόμματος, οι τροτσκιστές, οι μπουχαρινικοί κι οι αστοί εθνικιστές βοηθούν τα αντισοσιαλιστικά στοιχεία στην ανασυγκρότηση των δυνάμεών τους. Ο Χρουστσόφ δήλωσε ότι οι θέσεις αυτές ήταν πλανερές και οδηγούσαν στην αυθαιρεσία. Ομως, το 1992, η αυστηρή φυσιογνωμία του τσάρου Μπόρις ορθώνεται σαν ένα μνημείο που μαρτυρεί την ορθότητα της ανάλυσης του Στάλιν.

Οι πολέμιοι της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν έπαψαν να υποστηρίζουν ότι ο Στάλιν ενσάρκωνε όχι τη δικτατορία των εργαζομένων, αλλά τη δική του αυταρχική δικτατορία. Η λέξη Γκούλαγκ έγινε συνώνυμο του «σταλινική δικτατορία». Όμως, αυτοί που ήταν στο Γκούλαγκ τον καιρό του Στάλιν ανήκουν σήμερα στη νέα αστική τάξη που είναι στην εξουσία. Αφανισμός του Στάλιν, σήμαινε αναβίωση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Μόλις όμως ενταφιάστηκε ο Στάλιν, ο Χίτλερ ξεπρόβαλε από το μνήμα του. Και αποκαθίστανται στη Ρωσία, στην Ουκρανία, στη Ρουμανία και τη Σλοβακία όλοι οι μαύροι ήρωες, οι Βλάσοφ, οι Μπαντέρα, οι Αντονέσκου, οι Τίσο και άλλοι συνεργάτες των ναζί. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου σηματοδοτεί την άνοδο του νεοναζισμού στη Γερμανία. Σήμερα, μπροστά στον εκτραχηλισμό του καπιταλισμού και του φασισμού στην Ανατολή, γίνεται καλύτερα κατανοητό ότι ο Στάλιν υπερασπίστηκε πραγματικά την εξουσία της εργατικής τάξης.

Ο Στάλιν είναι στο επίκεντρο των πολιτικών ζυμώσεων στις χώρες που διατηρούν το σοσιαλισμό.
Τα ΜΜΕ δεν παραλείπουν να μας υπενθυμίζουν συστηματικά ότι υπάρχει ακόμα, δυστυχώς, ένα τελευταίο κουαρτέτο σταλινικών στον πλανήτη. Ο Φιντέλ Κάστρο διατηρεί την εξουσία στο μικρό του νησί σαν σταλινικός δεινόσαυρος. Ο Κιμ Ιλ Σουνγκ ξεπερνά τον Στάλιν στον τομέα της προσωπολατρίας. Οι Κινέζοι δήμιοι της Πλατείας Τιεν Αν Μεν είναι οι άξιοι κληρονόμοι του Στάλιν. Ορισμένοι δογματικοί Βιετναμέζοι έχουν πάντοτε αναρτημένες τις φωτογραφίες του Χο Τσι Μινχ και του Στάλιν. Με λίγα λόγια, οι τέσσερις χώρες που παραμένουν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, στο σοσιαλιστικό δρόμο, αποπέμπονται από τον «πολιτισμένο» κόσμο στο όνομα του Στάλιν. Ο αδιάκοπος αυτός θόρυβος αποβλέπει επίσης στη γέννηση και την ενίσχυση «αντισταλινικών», δηλαδή αστικών και μικροαστικών ρευμάτων στις χώρες αυτές.

Το έργο του Στάλιν γίνεται όλο και πιο επίκαιρο στον Τρίτο Κόσμο.

Στις μέρες μας, στον Τρίτο Κόσμο, όλες οι δυνάμεις που αντιτάσσονται στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα καταδιώκονται και εξοντώνονται στο όνομα του αγώνα κατά του «σταλινισμού».

Έτσι, το Κομμουνιστικό Κόμμα των Φιλιππίνων κυριεύτηκε πρόσφατα «από το σταλινικό δαίμονα των εκκαθαρίσεων», σύμφωνα με τα λεγάμενα της εφημερίδας Le Monde. Σύμφωνα με μια προκήρυξη της ομάδας Μάισον, οι «σταλινικοί» του Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου του Τιγκράι κατέλαβαν την εξουσία στην Αντίς Αμπέμπα. Στο Περού, επίσης, ακούγονται ακόμα οι μαοσταλινικές θέσεις, «αυτή η ξύλινη γλώσσα μιας άλλης εποχής», αναφέρει ο κύριος Μαρσέλ Νιντεργκάν στην εφημερίδα Le Monde. Μας έδωσαν μάλιστα να διαβάσουμε ότι το συριακό Μπάαθ διευθύνει «ένας, σχεδόν σταλινικός, κλειστός κύκλος»! Ενόσω βρισκόταν σε εξέλιξη ο Πόλεμος του Κόλπου, μια εφημερίδα μας μετέφερε την ειδησεογραφία ενός σοβιετικού φύλλου που, συγκρίνοντας φωτογραφίες του Στάλιν και του Σαντάμ Χουσεΐν, πίστευε ότι ο Σαντάμ ήταν εξώγαμο παιδί του μεγάλου Γεωργιανού. Και οι πωρωμένοι που έδιωξαν το γενναίο πατέρα Αριστίντ από την Αϊτή, δηλώνουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι αυτός είχε εγκαθιδρύσει «ολοκληρωτική δικτατορία»!

Τ ο έργο του Στάλιν είναι άκρως επίκαιρο για όλους τους λαούς που εντάχθηκαν στον αγώνα για την απελευθέρωσή τους από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία.
Ο Στάλιν αντιπροσωπεύει, όπως ακριβώς κι ο Λένιν, την αποφασιστικότητα στους πιο ανηλεείς και λυσσαλέους ταξικούς αγώνες. Ο Στάλιν απέδειξε ότι, στις πιο δύσκολες περιστάσεις, μόνο μια σθεναρή και άκαμπτη στάση απέναντι στον εχθρό επιτρέπει την επίλυση των θεμελιωδών προβλημάτων των εργαζόμενων μαζών. Η συμβιβαστική, οπορτουνιστική, ηττοπαθής και υποχωρητική στάση οδηγεί αναγκαστικά στην καταστροφή και στην αιματηρή αντεκδίκηση των δυνάμεων της αντίδρασης.

Σήμερα, οι εργαζόμενες μάζες του Τρίτου Κόσμου βρίσκονται σε μια από τις πιο δύσκολες -φαινομενικά αδιέξοδη- καταστάσεις, που θυμίζει τις συνθήκες της Σοβιετικής Ένωσης την περίοδο 1920-1933. Στη Μοζαμβίκη, οι πιο οπισθοδρομικές δυνάμεις της κοινωνίας χρησιμοποιήθηκαν από τη CIA και από τις νοτιοαφρικάνικες μυστικές υπηρεσίες για τη σφαγή 900.000 Μοζαμβικανών. Οι ινδουιστές φονταμενταλιστές, που από καιρό προστατεύονται από το Κογκρέσο και υποστηρίζονται από ένα μέρος της μεγαλοαστικής τάξης, βυθίζουν την Ινδία στον τρόμο. Στην Κολομβία, η εναλλαγή σύμπραξης και ανταγωνισμού ανάμεσα στον αντιδραστικό στρατό, την αντιδραστική αστυνομία, τη CIA και τους εμπόρους ναρκωτικών προκαλεί λουτρά αίματος ανάμεσα στις λαϊκές μάζες. Στο Ιράκ, όπου η φονική βία στοίχισε 200.000 νεκρούς, το επιβεβλημένο από τους μεγάλους μας υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εμπάργκο εξακολουθεί να σκοτώνει αργά-αργά δεκάδες χιλιάδες παιδιά.

Σε όλες αυτές τις ακραίες καταστάσεις, το παράδειγμα του Στάλιν δείχνει πώς πρέπει να κινητοποιούνται οι μάζες για έναν ανηλεή και νικηφόρο αγώνα απέναντι σε εχθρούς που είναι έτοιμοι για όλα.

Όμως, ορισμένα επαναστατικά κόμματα του Τρίτου Κόσμου, ενταγμένα σε λυσσαλέους αγώνες κατά του ιμπεριαλισμού, παρεξέκλιναν προς την ηττοπάθεια και την ενδοτικότητα, και αυτή η διαδικασία παρακμής ξεκίνησε σχεδόν πάντοτε με επιθέσεις κατά του έργου του Στάλιν. Οι πρόσφατες εξελίξεις στα κόμματα που συγκροτούν το Μέτωπο Φαραμπούντο Μαρτί για την Εθνική Απελευθέρωση (FMNL) στο Σαλβαδόρ είναι παραδειγματικές στην περίπτωση αυτή.

Στους κόλπους του Κομμουνιστικού Κόμματος των Φιλιππινών αναπτύχθηκε, από το 1985 τουλάχιστον, μια οπορτουνιστική τάση που ήθελε να βάλει τέλος στον ανταρτοπόλεμο και να προχωρήσει σε μια διαδικασία «εθνικής συμφιλίωσης». Οπαδοί του Γκορμπατσόφ, οι υποστηρικτές της γραμμής αυτής έκαναν σκληρές επιθέσεις κατά του Στάλιν. Ο ίδιος αυτός οπορτουνισμός εκφράστηκε με «αριστερό» τρόπο: επιθυμώντας να φτάσουν γρήγορα στην εξουσία, ορισμένοι πρότειναν μια μιλιταριστική γραμμή και μια πολιτική εξεγέρσεων στα αστικά κέντρα. Υπεύθυνοι αυτής της τάσης οργάνωσαν εκκαθαρίσεις στο Κόμμα στο Μιντανάο, για να βάλουν τέλος στις διεισδύσεις ανθρώπων της αστυνομίας: εκτέλεσαν πολλές εκατοντάδες ανθρώπους κάτω από συνθήκες αντίθετες προς όλες τις αρχές του Κόμματος. Όταν όμως η Κεντρική Επιτροπή αποφάσισε να οργανώσει μια εκστρατεία για να επανορθώσει την κατάσταση, όλοι αυτοί οι οπορτουνιστές συσπειρώθηκαν κατά της «σταλινικής κάθαρσης»! Ο Χοσέ Μαρία Σισόν γράφει:

«Εκείνοι που αντιτάσσονται με τον πιο αμείλικτο τρόπο στο κίνημα επανόρθωσης είναι εκείνοι που έφεραν τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη μιλιταριστική τάση, για τη σημαντική συρρίκνωση της λαϊκής μας βάσης, για το κυνήγι μαγισσών που πήρε τερατώδεις διαστάσεις και για τον εκφυλισμό προς τον γκαγκστερισμό. Είχαν εμπλακεί προ πολλού σε εκστρατείες συκοφάντησης και σε ραδιουργίες. Οι αποστάτες αυτοί συμμάχησαν στην πραγματικότητα με τους μυστικούς πράκτορες και τους ειδικούς στον ψυχολογικό πόλεμο του καθεστώτος ΗΠΑ-Ράμος σε μια προσπάθεια να εμποδιστεί το Κομμουνιστικό Κόμμα των Φιλιππίνων να ενισχυθεί ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά»

Η εφημερίδα Democratic Palestine του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης άνοιξε μια συζήτηση για τον Στάλιν.

«Οι αρνητικές πλευρές της εποχής του Στάλιν που προβλήθηκαν, περιλαμβάνουν: την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση, την κατάπνιξη της ελεύθερης έκφρασης και της δημοκρατίας στο Κόμμα και στην κοινωνία, τον υπερσυγκεντρωτισμό ως προς τη λήψη των αποφάσεων μέσα στο Κόμμα, στο σοβιετικό κράτος και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα».

Όλες αυτές οι δήθεν «κριτικές» στον Στάλιν δεν είναι τίποτε άλλο από επανάληψη, αυτούσιων, των παλιών αντικομμουνιστικών επιθέσεων της σοσιαλδημοκρατίας. Το να επιλέξει αυτόν το δρόμο και να τον ακολουθήσει ως το τέλος θα σημαίνει για το ΛΜΑΠ το θάνατό του ως επαναστατική οργάνωση. Η πορεία όλων εκείνων που επέλεξαν αυτόν το δρόμο κατά το παρελθόν δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ως προς αυτό.

Οι πρόσφατες εξελίξεις στο Σαντινιστικό Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης (FSLN) είναι διδακτικές πάνω στο ζήτημα αυτό. Στη συνέντευξη που πήρε απ’ τον Φιντέλ Κάστρο, ο Τομάς Μπόρχε τα βάζει με το «σταλινισμό» χρησιμοποιώντας πολύ βαρείς χαρακτηρισμούς: κάτω από αυτό το προκάλυμμα, ολοκληρώθηκε ο μετασχηματισμός του FSLN σε αστική σοσιαλδημοκρατική οργάνωση.
Το έργο του Στάλιν αποκτά επίσης νέα σημασία στο πλαίσιο της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στην Ευρώπη έπειτα από την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Ανατολή.

Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία δείχνει πόσο πιθανό θα ήταν να αιματοκυληθεί και πάλι το σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου, αν οι αυξανόμενοι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις οδηγούσαν στο ξέσπασμα ενός νέου μεγάλου πολέμου. Ενα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ο σημερινός παγκόσμιος χάρτης παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με τον αντίστοιχο των ετών 1900-1914, τότε που οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αντιμάχονταν για την παγκόσμια οικονομική κυριαρχία.

Σήμερα, οι σχέοεις ανάμεσα στα έξι μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ιαπωνία, τη Γερμανία, τη Ρωσία και τη Γαλλία, έχουν καταστεί πολύ ασταθείς. Εχουμε μπει σε μια περίοδο όπου συμμαχίες δημιουργούνται και διαλύονται και όπου οι μάχες στον εμπορικό και οικονομικό τομέα διεξάγονται με εντεινόμενο μένος. Ο σχηματισμός νέων ιμπεριαλιστικών μπλοκ που είναι έτοιμα να αναμετρηθούν με τα όπλα ανήκει πλέον στη σφαίρα του δυνατού. Ενας πόλεμος ανάμεσα σε μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις θα μετέτρεπε όλη την Ευρώπη σε μια γιγαντιαία Γιουγκοσλαβία. Μπροστά σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το έργο του Στάλιν αξίζει να ξαναδιαβαστεί.

Στα κομμουνιστικά κόμματα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, η ιδεολογική αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα του Στάλιν παρουσιάζει πολλά κοινά χαρακτηριστικά.
Σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, η οικονομική, πολιτική και ιδεολογική πίεση που ασκείται από την αστική τάξη πάνω στους κομμουνιστές είναι εξαιρετικά ισχυρή. Αποτελεί μόνιμη πηγή εκφυλισμού, προδοσίας, αργού γλιστρήματος προς το άλλο στρατόπεδο. Αλλά, κάθε προδοσία απαιτεί μια ιδεολογική αιτιολόγηση στα μάτια αυτού του ίδιου που τη διαπράττει. Γενικά, ένας επαναστάτης που έχει πάρει το γλιστερό κατήφορο του οπορτουνισμού «ανακαλύπτει την αλήθεια για το σταλινισμό». Αναμασά αυτούσια την αστική εκδοχή της ιστορίας του επαναστατικού κινήματος επί Στάλιν.

Στην πραγματικότητα, οι αποστάτες δεν κάνουν καμιά ανακάλυψη, αντιγράφουν απλά την αστική τάξη. Γιατί άραγε τόσοι και τόσοι αποστάτες «ανακάλυψαν την αλήθεια για τον Στάλιν» (προκειμένου να βελτιωθεί το κομμουνιστικό κίνημα, φυσικά), αλλά κανένας από αυτούς δεν «ανακάλυψε την αλήθεια για τον Τσόρτσιλ»; Μια ανακάλυψη που θα ήταν σαφώς πιο σημαντική για τη «βελτίωση» του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα! Εχοντας στο ενεργητικό του μισό αιώνα εγκληματικών πράξεων στην υπηρεσία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (πόλεμος στη Νότια Αφρική, τρομοκρατία στην Ινδία, διιμπεριαλιστικός Α Παγκόσμιος Πόλεμος που συνοδεύτηκε από τη στρατιωτική επέμβαση κατά της Σοβιετικής Δημοκρατίας, πόλεμος κατά του Ιράκ, τρομοκρατία στην Κένυα, έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, χρήση βίας κατά της αντιφασιστικής Ελλάδας κλπ.), ο Τσόρτσιλ είναι το δίχως άλλο ο μόνος αστός πολιτικός αυτού του αιώνα που μπορεί να θεωρηθεί εφάμιλλος του Χίτλερ.

Κάθε πολιτικό και ιστορικό σύγγραμμα φέρει τη σφραγίδα της ταξικής συνείδησης του δημιουργού του. Από τη δεκαετία του ’20 ως το 1953, η πλειονότητα των δυτικών εκδόσεων για τη Σοβιετική Ενωση εξυπηρετούσε τον αγώνα της αστικής και της μικροαστικής τάξης κατά του σοβιετικού σοσιαλισμού. Τα γραπτά των μελών των κομμουνιστικών κομμάτων και των διανοουμένων της Αριστεράς που υπερασπίζονταν τη σοβιετική πραγματικότητα συνιστούσαν ένα αδύνατο αντίθετο ρεύμα υπεράσπισης της αλήθειας για τη σοβιετική εμπειρία. Αλλά, από το 1956, ο Χρουστσόφ και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης ξαναπήραν για λογαριασμό τους, κομμάτι-κομμάτι, όλη την αστική ιστοριογραφία για την περίοδο του Στάλιν.

Από τότε, όλοι οι επαναστάτες του δυτικού κόσμου δέχονται μια αδιάκοπη ιδεολογική πίεση σε ό,τι αφορά στις καθοριστικές περιόδους της άνθησης του κομμουνιστικού κινήματος, κυρίως της περιόδου του Στάλιν. Αν ο Λένιν καθοδήγησε την Οκτωβριανή Επανάσταση και έδωσε τις βασικές κατευθύνσεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ο Στάλιν είναι εκείνος που έκανε πράξη τη σοσιαλιστική οικοδόμηση για μια περίοδο τριάντα χρόνων. Ολο το μίσος της αστικής τάξης επικεντρώθηκε στο τιτάνιο έργο που επιτελέστηκε υπό την καθοδήγηση του Στάλιν. Κάθε κομμουνιστής που δεν υιοθετεί μια αποφασιστική ταξική θέση απέναντι στην κατευθυνόμενη, μονόπλευρη, ελλιπή ή ψευδή πληροφόρηση που διαδίδει η αστική τάξη, θα χαθεί ανεπανόρθωτα. Για κανένα άλλο θέμα της πρόσφατης ιστορίας, η αστική τάξη δε δείχνει τέτοιο ενδιαφέρον, προκειμένου να αμαυρώσει και να διαβάλλει τους αντιπάλους της. Κάθε κομμουνιστής οφείλει να υιοθετήσει μια στάση συστηματικής δυσπιστίας απέναντι σε όλες τις «πληροφορίες» που του παρέχει η αστική τάξη (και οι χρουστσοφικοί) για την περίοδο του Στάλιν. Και πρέπει να κάνει τα πάντα προκειμένου ν’ ανακαλύψει τις σπάνιες εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης που υπερασπίζονται το επαναστατικό έργο του Στάλιν.

Όμως, οι οπορτουνιστές στα διάφορα κόμματα δεν τολμούν να αντικρούσουν κατά μέτωπο την αντισταλινική ιδεολογική επίθεση, ο αντικομμουνιστικός σκοπός της οποίας είναι, ωστόσο, προφανής. Οι οπορτουνιστές αναδιπλώνονται κάτω από την πίεση, λένε «ναι στην κριτική του Στάλιν», αλλά ισχυρίζονται ότι κριτικάρουν τον Στάλιν «από αριστερά».

Σήμερα, μπορούμε να κάνουμε τον απολογισμό των εβδομήντα χρόνων «αριστερής κριτικής» που έχει διατυπωθεί σε βάρος της πρακτικής του Κόμματος των μπολσεβίκων επί Στάλιν. Διαθέτουμε εκατοντάδες έργα που έχουν γραφτεί από σοσιαλδημοκράτες και τροτσκιστές, από μπουχαρινικούς και «ανεξάρτητους» αριστερούς διανοούμενους. Οι απόψεις τους υιοθετήθηκαν και αναπτύχθηκαν από τους χρουστσιοφικούς και τους τιτοϊκούς. Σήμερα μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το πραγματικό ταξικό νόημα αυτής της βιβλιογραφίας. Όλες αυτές οι κριτικές κατέληξαν μήπως σε πιο συνεπείς επαναστατικές πρακτικές από εκείνη που παίρνει σάρκα και οστά μέσα από το έργο του Στάλιν; Οι θεωρίες κρίνονται, σε τελική ανάλυση, από την κοινωνική πρακτική που επιφέρουν. Η επαναστατική πρακτική του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος της εποχής του Στάλιν συγκλόνισε τον κόσμο όλο και έδωσε ένα νέο προσανατολισμό στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Στη διάρκεια των ετών 1985-1990, μπορέσαμε να δούμε ότι όλες οι δήθεν «αριστερές κριτικές» κατά του Στάλιν, χύθηκαν σαν αναρίθμητα ρυάκια στο μεγάλο ποταμό του αντικομουνισμού. Σοσιαλδημοκράτες, τροτσκιστές, αναρχικοί, μπουχαρινικοί, τιτοίκοί, χρουστσιοφικοί, οικολόγοι αντάμωσαν όλοι στο κίνημα «για την ελευθερία, τη δημοκρατία και τα δικαιώματα του ανθρώπου» που αφάνισε ό,τι απέμενε από το σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ. Όλες αυτές οι «αριστερές κριτικές» κατά του Στάλιν κατόρθωσαν να φτάσουν ως τις τελικές συνέπειες της πολιτικής τους επιλογής και όλες συνέβαλαν στην παλινόρθωση ενός άγριου καπιταλισμού, στην εγκαθίδρυση μιας ανελέητης αστικής δικτατορίας, στην καταρράκωση των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών κεκτημένων των εργαζόμενων μαζών και, σε πολλές περιπτώσεις, στην αναβίωση του φασισμού και των αντιδραστικών εμφύλιων πολέμων.

Στους κομμουνιστές που το 1956 αντιστάθηκαν στον αναθεωρητισμό και ανέλαβαν να υπερασπίσουν τον Στάλιν, οι αντισταλινικές εκστρατείες έγιναν αισθητές μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο.

Το 1956, το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας είχε το θάρρος να υπερασπιστεί το έργο του Στάλιν. Το ντοκουμέντο του με τίτλο Και πάλι σχετικά με την εμπειρία της δικτατορίας του προλεταριάτου πρόσφερε σημαντική βοήθεια στους μαρξιστές-λενινιστές όλου του κόσμου. Με βάση τη δική τους ιδιαίτερη εμπειρία, οι Κινέζοι κομμουνιστές άσκησαν επίσης κριτική σε ορισμένες πλευρές του έργου του Στάλιν. Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό στο πλαίσιο μιας συζήτησης μεταξύ κομμουνιστών.

Ωστόσο, τώρα που έχει περάσει αρκετός χρόνος φαίνεται ότι πολλές από τις κριτικές τους διατυπώθηκαν με υπερβολικά γενικολόγο τρόπο, πράγμα που επηρέασε αρνητικά πολλούς κομμούνιστές, που έδωσαν στη συνέχεια βάση σε κάθε είδους οπορτουνιστικές κριτικές.

Ετσι, για παράδειγμα, οι Κινέζοι σύντροφοι είπαν ότι καμιά φορά ο Στάλιν δε διέκρινε καθαρά τους δύο τύπους αντιφάσεων, εκείνες που εμφανίζονται στους κόλπους του λαού, που είναι δυνατό να ξεπεραστούν με τη διαπαιδαγώγηση και τον αγώνα, και εκείνες ανάμεσα στο λαό και τον εχθρό, που απαιτούν ολοκληρωμένες μορφές πάλης. Από αυτήν τη γενική κριτική, ορισμένοι συμπέραναν ότι ο Στάλιν δε χειρίστηκε σωστά τις διαφωνίες με τον Μπουχάριν και κατέληξαν να εγκολπωθούν τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική γραμμή του Μπουχάριν.

Οι Κινέζοι σύντροφοι δήλωσαν επίσης ότι ο Στάλιν αναμιγνυόταν μερικές φορές στις υποθέσεις των άλλων κομμάτων και ότι αρνιόταν την ανεξαρτησία τους. Από αυτήν τη γενικόλογη κριτική, ορισμένοι συμπέραναν ότι ο Στάλιν δεν είχε κάνει καλά που είχε καταδικάσει την πολιτική του Τίτο και κατέληξαν να αποδεχτούν τον τιτοϊσμό ως τη «γιουγκοσλαβική ιδιαίτερη μορφή του μαρξισμού-λενινισμού». Τα πρόσφατα γεγονότα στη Γιουγκοσλαβία βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση του πώς ο Τίτο, από τότε που ήρθε σε ρήξη με το Κόμμα των μπολσεβίκων, ακολούθησε μια εθνικιστική-αστική πολιτική και έπεσε στην αμερικάνικη εξάρτηση.

Οι ιδεολογικές αβεβαιότητες και πλάνες που έχουν να κάνουν με το ζήτημα του Στάλιν και που μόλις αναφέραμε, προέκυψαν σε όλα σχεδόν τα μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα.

Απ’ όλα αυτά μπορούμε να βγάλουμε ένα γενικό συμπέρασμα. Θέλοντας να κρίνουμε όλα τα επεισόδια της περιόδου 1923-1953 θα πρέπει να προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε στο σύνολό τους τη γραμμή και την πολιτική που υπερασπίστηκαν το Κόμμα των μπολσεβίκων και ο Στάλιν. Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε καμιά κριτική του έργου του Στάλιν, χωρίς να έχουμε ελέγξει τα βασικά δεδομένα του επίμαχου ζητήματος και χωρίς να έχουμε ενημερωθεί για την εκδοχή της μπολσεβίκικης ηγεσίας.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Στις αρχές αυτού του αιώνα, το τσαρικό καθεστώς ήταν το πιο οπισθοδρομικό και καταπιεστικό της Ευρώπης. Επρόκειτο για μια απόλυτη, μεσαιωνική, φεουδαρχική εξουσία που επέβαλλε την κυριαρχία της σε έναν κατά κύριο λόγο αγροτικό και αναλφάβητο πληθυσμό. Η αγροτιά της Ρωσίας ζούσε μέσα στο σκοταδισμό και την πιο μαύρη εξαθλίωση, σε μια κατάσταση χρόνιου υποσιτισμού. Κατά καιρούς ενέσκηπταν μεγάλοι λιμοί και ξεσπούσαν εξεγέρσεις λόγω της πείνας.

Μεταξύ 1800 και 1854, η χώρα είχε γνωρίσει τριάντα πέντε χρόνια σιτοδείας. Μεταξύ 1891 και 1910, έχουν καταγραφεί δεκατρία χρόνια κακής σοδειάς και τρία χρόνια λιμού.

Ο χωρικός καλλιεργούσε μικρούς κλήρους, που, καθώς αναδιανέμονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, λιγόστευαν χρόνο με το χρόνο. Συχνά, ήταν στενές λωρίδες γης που τις χώριζαν μεγάλες αποστάσεις. Το ένα τρίτο των νοικοκυριών δε διέθετε σιδερένιο άροτρο, το ένα τέταρτο δεν είχε ούτε άλογο ούτε βόδι για να οργώσει τη γη. Ο θερισμός γινόταν με το δρεπάνι. Σε σύγκριση με τη Γαλλία και το Βέλγιο, η πλειονότητα των Ρώσων χωρικών ζούσε, το 1900, όπως το 14ο αιώνα.

Κατά τη διάρκεια των πέντε πρώτων χρόνων αυτού του αιώνα, σημειώθηκαν στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας αρκετές εκατοντάδες αγροτικές εξεγέρσεις. Πύργοι και κτίρια παραδόθηκαν στις φλόγες, γαιοκτήμονες δολοφονήθηκαν. Οι αγώνες αυτοί ήταν πάντοτε τοπικοί και η αστυνομία και ο στρατός τους σύντριβαν χωρίς οίκτο. Το 1902, οι αγώνες στο Χάρκοβο και την Πολτάβα πήραν τέτοιες διαστάσεις που λίγο έλειψε να μετατραπούν σε γενική εξέγερση. Εκατόν ογδόντα χωριά μετείχαν στο κίνημα, ογδόντα φέουδα δέχτηκαν επίθεση. Σχολιάζοντας τις εξεγέρσεις των χωρικών στο Σαράτοφ και το Μπαλακόβο ο στρατιωτικός διοικητής της περιοχής σημειώνει:

«Με πρωτοφανή βιαιότητα, οι χωρικοί έκαψαν και κατέστρεψαν τα πάντα. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Όλα λεηλατήθηκαν -το σιτάρι, τα μαγαζιά, τα έπιπλα, τα οικιακά σκεύη, τα ζώα, τα φύλλα λαμαρίνας από τις στέγες- με μια λέξη, ό,τι ήταν δυνατόν να μεταφερθεί. Και ό,τι απέμενε παραδόθηκε στις φλόγες».

Αυτή η άθλια και μωρόπιστη αγροτιά ρίχτηκε στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου ο τσάρος, που λατρευόταν πάντοτε σαν ημίθεος από την πλειονότητα των χωρικών, επιδίωκε να κατακτήσει νέα εδάφη, κυρίως προς τη μεριά της Μεσογείου. Στη Ρωσία, ο απολογισμός του Α' Παγκόσμιου Πολέμου ήταν 2.500.000 νεκροί, κυρίως ανάμεσα στους χωρικούς που είχαν καταταγεί στο στρατό. Στη μόνιμη αθλιότητα, προστέθηκαν οι καταστροφές του πολέμου και οι αναρίθμητοι νεκροί.

Όμως, ο’ αυτή τη φεουδαρχική Ρωοία νέες παραγωγικές δυνάμεις είχαν κάνει την εμφάνισή τους από τα τέλη κιόλας του 19ου αιώνα. Μεγάλες επιχειρήσεις, σιδηρόδρομοι και τράπεζες, που ανήκαν κατά κύριο λόγο στο ξένο κεφάλαιο. Υποκείμενη στο απάνθρωπο ξεζούμισμά της, η εργατική τάξη, με την παρότρυνση του Κόμματος των μπολσεβίκων, αναδείχτηκε σε ηγετική δύναμη στον αγώνα κατά του τσάρου.

Αρχές του 1917, η κύρια διεκδίκηση όλων των επαναστατικών δυνάμεων ήταν η διακοπή του εγκληματικού πολέμου. Οι μπολσεβίκοι έριξαν δύο συνθήματα στους χωρικούς: άμεση ειρήνη και διανομή της γης. Το οπισθοδρομικό τσαρικό καθεστώς, ολοκληρωτικά υπονομευμένο, κατέρρευσε ξαφνικά το Φλεβάρη του 1917, και τα κόμματα που διαλαλούσαν ένα πιο σύγχρονο αστικό καθεστώς άρπαξαν τα ηνία της εξουσίας. Οι ηγέτες τους ήταν περισσότερο συνδεμένοι με τις αστικές τάξεις της Αγγλίας και της Γαλλίας που είχαν τον πρώτο λόγο στον αντιγερμανικό συνασπισμό.

Μόλις σχηματίστηκε η αστική κυβέρνηση, οι εκπρόσωποι διαφόρων «σοσιαλιζόντων» κομμάτων προσχώρησαν σ’ αυτήν, ο ένας μετά τον άλλον. Στις 27 Φλεβάρη του 1917, ο Κερένσκι ήταν ο μόνος «σοσιαλιστής» ανάμεσα στους έντεκα υπουργούς του νέου καθεστώτος. Στις 29 Απρίλη, οι σοσιαλεπαναστάτες, οι μενσεβίκοι, οι λαϊκοί σοσιαλιστές και οι εργατικοί ψήφισαν υπέρ της προσχώρησης στην κυβέρνηση. Οι τέσσερις αυτοί σχηματισμοί ανήκαν, χοντρικά, στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική οικογένεια. Στις 5 Μάη, ο Κερένσκι έγινε υπουργός Πολέμου και Ναυτικού... Στα Απομνημονεύματά του συνοψίζει ως εξής το πρόγραμμα όλων των «σοσιαλιστών» φίλων του:

«Κανένας στρατός στον κόσμο δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του την πολυτέλεια ν’ αναρωτιέται για το σκοπό της μάχης.
Έπρεπε να πούμε την απλή αλήθεια: “Οφείλετε να θυσιαστείτε για τη σωτηρία της πατρίδας.”».

Και πράγματι, οι «σοσιαλιστές» έστειλαν τους αγρότες και τους εργάτες στη σφαγή, να θυσιαστούν για τους γαιοκτήμονες και το κεφάλαιο. Για άλλη μια φορά, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι θερίστηκαν.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, οι μπολσεβίκοι υλοποίησαν τους μύχιους πόθους των μαζών των εργατών και αγροτών οργανώνοντας την εξέγερση της 25ης Οκτώβρη με συνθήματα «Η γη στους αγρότες», «Αμεση ειρήνη» και «Εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων». Η μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση, η πρώτη σοσιαλιστική επανάσταση, ήταν νικηφόρα.

ΟΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1900-1917

Με βάση το ιστορικό αυτό φόντο, θέλουμε να εξιστορήσουμε συνοπτικά ορισμένα επεισόδια από τη ζωή του νεαρού Στάλιν μεταξύ 1900 και 1917, που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε καλύτερα το ρόλο που αυτός έπαιξε στη συνέχεια.

Δανειζόμαστε τα λίγα αυτά στοιχεία για τη ζωή του Στάλιν από το έργο του Ίαν Γκρέι Stalin, Man of History, το οποίο, απ’ όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, αποτελεί την καλύτερη βιογραφία που έχει ποτέ γραφτεί από μη κομμουνιστή.

Ο Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι γεννήθηκε στις 21 Δεκέμβρη του 1879 στο Γκόρι της Γεωργίας. Ο πατέρας του, Βησσαρίων, τσαγκάρης στο επάγγελμα, καταγόταν από οικογένεια δουλοπάροικων. Η μητέρα του, Εκατερίνα Γκεορκίεβνα Γκελάτζε, ήταν επίσης κόρη δουλοπάροικων. Οι γονείς του Στάλιν, φτωχοί και αναλφάβητοι, ανήκαν στα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Ο Στάλιν ήταν ένας από τους λιγοστούς μπολσεβίκους ηγέτες με ταπεινή καταγωγή. Ολη του τη ζωή επιδίωξε να γράφει και να μιλάει με τρόπο κατανοητό στους απλούς εργαζομένους.

Στη διάρκεια των πέντε χρόνων που είναι μαθητής στο δημοτικό σχολείο του Γκόρι, ο Ιωσήφ Τζουγκασβίλι διακρίνεται για την ευφυΐα και την εξαιρετική μνήμη του. Όταν αποφοιτά, το 1894, προτείνεται να εισαχθεί ως «καλύτερος μαθητής» στο Θεολογικό Σεμινάριο της Τιφλίδας, το σημαντικότερο ίδρυμα ανώτερης εκπαίδευσης στη Γεωργία... και παράλληλα κέντρο αντίστασης κατά του τσαρικού καθεστώτος. Το 1893, ο Κετσχοβέλι είχε οργανώσει εκεί μια απεργία και 87 σπουδαστές είχαν αποπεμφθεί.

Στα 15 του χρόνια ο Στάλιν, σπουδαστής στο δεύτερο έτος του Σεμιναρίου, έρχεται σε επαφή με παράνομους μαρξιστικούς κύκλους. Συχνάζει στο βιβλιοπωλείο κάποιου Τσελίτζε, όπου νεαροί ριζοσπάστες πηγαίνουν να διαβάσουν προοδευτικά συγγράμματα. Τ ο 1897, ο βοηθός επόπτη γράφει ένα σημείωμα στο οποίο αναφέρει ότι συνέλαβε τον Τζουγκασβίλι να διαβάζει τη Λογοτεχνική εξέλιξη των εθνών του Λετουρνό, και ότι προηγουμένως τον είχε τσακώσει με τους Εργάτες της θάλασσας και στη συνέχεια με το Ενενήντα τρία του Βίκτωρα Ουγκό, συνολικά δεκατρείς φορές με απαγορευμένα βιβλία.

Το 1897, σε ηλικία δεκαοκτώ χρόνων, ο Τζουγκασβίλι γίνεται δεκτός στην πρώτη σοσιαλιστική οργάνωση της Γεωργίας, την οποία διευθύνουν οι Ζορντάνια, Τσχείτζε και Τσερετέλι που θα εξελιχθούν αργότερα σε τρεις φημισμένους μενσεβίκους. Τον επόμενο χρόνο, ο Στάλιν διευθύνει έναν κύκλο μαθημάτων καθοδήγησης για εργάτες. Την εποχή αυτή, ο Στάλιν διαβάζει ήδη τα έργα του Πλεχάνοφ και τα πρώτα γραπτά του Λένιν.

Το 1899, αποπέμπεται από το Σεμινάριο. Ετσι αρχίζει η σταδιοδρομία του ως επαγγελματία επαναστάτη.

Στα νιάτα του, λοιπόν, ο Στάλιν είχε δώσει δείγματα μεγάλης ευφυΐας και η μνήμη του ήταν αξιοπρόσεκτη. Χάρη στις δικές του προσπάθειες, είχε αποκτήσει ευρύτατες πολιτικές γνώσεις, καταβροχθίζοντας βιβλία.

Για να δυσφημήσουν το έργο του, σχεδόν όλοι οι αστοί συγγραφείς επαναλαμβάνουν τους αστείους ισχυρισμούς του Τρότσκι που γράφει:

«Το εύρος της πολιτικής θεώρησης του Στάλιν είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Το θεωρητικό του επίπεδο είναι εντελώς πρωτόγονο. Εξαιτίας της πνευματικής του διάπλασης, αυτός ο πεισματάρης εμπειρικός πάσχει από έλλειψη δημιουργικής φαντασίας».

Την Πρωτομαγιά του 1900, ο Στάλιν παίρνει το λόγο μπροστά οε μια παράνομη συγκέντρωση 500 εργατών, που είχαν μαζευτεί στα γύρω από την Τιφλίδα βουνά. Κάτω από τα πορτρέτα των Μαρξ
και Ένγκελς, ακούν ομιλίες στα γεωργιανά, τα ρωσικά και τα αρμένικα. Τους επόμενους τρεις μήνες, απεργίες ξεσπούν στα εργοστάσια και τους σιδηρόδρομους της Τιφλίδας και ο Στάλιν είναι ένας από τους κυριότερους οργανωτές. Αρχές του 1901, ο Στάλιν διανέμει το πρώτο φύλλο της παράνομης εφημερίδας Ισκρα, που είχε εκδώσει ο Λένιν στη Λειψία.

Την Πρωτομαγιά του 1901, δύο χιλιάδες εργάτες οργανώνουν για πρώτη φορά διαδήλωση στην Τιφλίδα και η αστυνομία επεμβαίνει με βίαιο τρόπο. Ο Λένιν γράφει στην Ισκρα ότι το γεγονός αυτό έχει «ιστορική σημασία για όλο τον Καύκασο». Στη διάρκεια του ίδιου χρόνου, Στάλιν, Κετσχοβέλι και Κράσιν διευθύνουν τη ριζοσπαστική πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας στη Γεωργία. Προμηθεύονται ένα πιεστήριο, ανατυπώνουν την Ισκρα και εκδίδουν την πρώτη παράνομη γεωργιανή εφημερίδα, Μπρντζόλα («Ο Αγώνας»). Στο πρώτο φύλλο, υπερασπίζονται την υπερεθνική ενότητα του Κόμματος και επικρίνουν τους «μετριοπαθείς», θιασώτες ενός ανεξάρτητου γεωργιανού κόμματος, που να συνεργάζεται με το ρωσικό κόμμα.

Το Νοέμβρη του 1901, ο Στάλιν εκλέγεται στην πρώτη Κεντρική Επιτροπή του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος και στέλνεται στο Μπατούμ, πόλη που ο μισός πληθυσμός της είναι τούρκικος. Το Φλεβάρη του 1902, έχει ήδη οργανώσει έντεκα παράνομους πυρήνες στις κυριότερες επιχειρήσεις της πόλης. Στις 27 Φλεβάρη, έξι χιλιάδες εργάτες των διυλιστηρίων πετρελαίου παίρνουν μέρος σε μια πορεία στο κέντρο της πόλης. Ο στρατός ανοίγει πυρ και σκοτώνει δεκαπέντε διαδηλωτές. Γίνονται πεντακόσιες συλλήψεις.

Ενα μήνα αργότερα, συλλαμβάνεται ο ίδιος ο Στάλιν και φυλακίζεται ως τον Απρίλη του 1903, και στη συνέχεια καταδικάζεται σε τριετή εξορία στη Σιβηρία. Δραπετεύει και επιστρέφει στην Τιφλίδα το Φλεβάρη του 1904.

Στη διάρκεια της παραμονής του στη Σιβηρία, ο Στάλιν γράφει σ’ ένα φίλο του στη Λειψία και του ζητάει αντίγραφα από το Γράμμα σ’ένα σύντροφο για τα οργανωτικά μας καθήκοντα και για να του εκφράσει την υποστήριξή του στις θέσεις του Λένιν. Από το Συνέδριο του Αυγούστου του 1903, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είναι διαιρεμένο σε μπολσεβίκους και μενσεβίκους και οι Γεωργιανοί εκπρόσωποι συμπαρατάσσονται με τους τελευταίους. Ο Στάλιν, που έχει διαβάσει το Τι να κάνουμε; υποστηρίζει ανενδοίαστα τους μπολσεβίκους.

«Ήταν μια απόφαση που απαιτούσε πεποίθηση και θάρρος. Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι είχαν λίγη υποστήριξη στην Υπερκαυκασία», γράφει ο Ίαν Γκρέι. Το 1905, ο αρχηγός των Γεωργιανών μενσεβίκων, Ζορντάνια, δημοσιεύει μια κριτική των μπολσεβίκικων θέσεων που υπερασπίζεται ο Στάλιν, γεγονός που υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα της θέσης που ο τελευταίος κατέχει πλέον μέσα στο γεωργιανό επαναστατικό κίνημα. Την ίδια χρονιά, στο έργο του Η ένοπλη εξέγερση και η τακτική μας, ο Στάλιν υπερασπίζεται, ασκώντας κριτική στους μενσεβίκους, την αναγκαιότητα του ένοπλου αγώνα για την ανατροπή του τσαρισμού.

Ο Στάλιν είναι 26 χρόνων όταν συναντάει για πρώτη φορά τον Λένιν στη Φινλανδία, το Δεκέμβρη του 1905, με την ευκαιρία της Συνδιάσκεψης των μπολσεβίκων.

Μεταξύ 1905 και 1908, ο Καύκασος είναι το θέατρο μιας έντονης επαναστατικής δραστηριότητας. Την περίοδο αυτή, η αστυνομία απαριθμεί 1.150 «τρομοκρατικές ενέργειες». Ο Στάλιν ενέχεται σε μεγάλο βαθμό. Το 1907-1908, ο Στάλιν διευθύνει, μαζί με τον Ορτζονικίτζε και τον Βοροσίλοφ, γραμματέα του συνδικάτου πετρελαίου, ένα νόμιμο αγώνα με μεγάλη απήχηση στους 50.000 εργαζομένους στα διυλιστήρια πετρελαίου του Μπακού.

Κατακτούν το δικαίωμα εκλογής αντιπροσώπων των εργαζομένων, που συνεδρίασαν, προκειμένου να συζητήσουν μια συλλογική σύμβαση με αντικείμενο τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας. Ο Λένιν χαιρετίζει τον αγώνα αυτό που διεξάγεται σε μια στιγμή όπου οι περισσότεροι επαναστατικοί πυρήνες στη Ρωσία έχουν διακόψει κάθε δραστηριότητα.

Το Μάρτη του 1908, ο Στάλιν συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά και καταδικάζεται σε δύο χρόνια εξορίας. Αλλά τον Ιούνη του 1909, δραπετεύει και επιστρέφει στο Μπακού, όπου βρίσκει το Κόμμα σε κρίση, ενώ ήδη έχει διακοπεί η κυκλοφορία της εφημερίδας.

Τρεις βδομάδες μετά την επιστροφή του, ο Στάλιν την επανεκδίδει και σε ένα από τα άρθρα της ασκεί κριτική «στα όργανα που εκδίδονται στο εξωτερικό και που απομακρυσμένα από τη ρωσική πραγματικότητα, δεν μπορούν να ενοποιήσουν τη δουλειά του Κόμματος». Ο Στάλιν υπερασπίζεται τη διατήρηση του παράνομου κομματικού μηχανισμού, ζητάει τη δημιουργία μιας συντονιστικής επιτροπής στο εσωτερικό της Ρωσίας και την επιτόπια έκδοση μιας εφημερίδας για ενημέρωση, ενθάρρυνση και αποκατάσταση της έννοιας του Κόμματος. Διαισθανόμενος νέα έξαρση του εργατικού κινήματος, επαναλαμβάνει τις προτάσεις αυτές στις αρχές του 1910.

Αλλά, ενώ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η προετοιμασία μιας γενικής απεργίας στη βιομηχανία πετρελαίου, συλλαμβάνεται για τρίτη φορά το Μάρτη του 1910, εκτοπίζεται ξανά στη Σιβηρία και στη συνέχεια καταδικάζεται σε πενταετή εξορία. Το Φλεβάρη του 1912, ξαναδραπετεύει και επιστρέφει στο Μπακού.

Ο Στάλιν μαθαίνει ότι στη Συνδιάσκεψη της Πράγας, οι μπολσεβίκοι έχουν ιδρύσει ανεξάρτητο κόμμα και ότι έχει εκλεγεί ένα ρωσικό Πολιτικό Γραφείο, του οποίου είναι μέλος. Στις 22 Απρίλη του 1912, στην Αγία Πετρούπολη, ο Στάλιν εκδίδει το πρώτο φύλλο της μπολσεβίκικης εφημερίδας Πράβντα.

Την ίδια μέρα, συλλαμβάνεται για τέταρτη φορά, μαζί με το γραμματέα σύνταξης, Μόλοτοφ. Είχαν καταδοθεί από τον Μαλινόφσκι, έναν προβοκάτορα που είχε εκλεγεί στην Κεντρική Επιτροπή! Ο Τσερνομάζοφ, που αντικαθιστά τον Μόλοτοφ στη θέση του γραμματέα, είναι κι αυτός άνθρωπος της αστυνομίας... Καταδικασμένος σε τριετή εξορία στη Σιβηρία, ο Στάλιν ξαναδραπετεύει και αναλαμβάνει και πάλι τη διεύθυνση της Πράβντα.

Αν και πεισμένος για την αναγκαιότητα μιας ρήξης με τους μενσεβίκους, η άποψή του για την τακτική που πρέπει να ακολουθηθεί διαφέρει από εκείνη του Λένιν. Πρέπει, κατά τη γνώμη του, να υποστηριχτεί η γραμμή των μπολσεβίκων, χωρίς να γίνει κατά μέτωπο επίθεση στους μενσεβίκους, εφόσον οι εργάτες θέλουν την ενότητα. Υπό τη διεύθυνσή του, η Πράβντα φτάνει γρήγορα στον αριθμό ρεκόρ των 80.000 φύλλων.

Στα τέλη του 1912, ο Λένιν καλεί τον Στάλιν και άλλους υπεύθυνους στη Βαρσοβία, προκειμένου να περάσει τη γραμμή του για άμεση ρήξη με τους μενσεβίκους, και στη συνέχεια στέλνει τον Στάλιν στη Βιέννη, όπου αυτός γράφει το έργο Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα. Ο Στάλιν επιτίθεται στο έργο αυτό κατά της «εθνικής-πολιτιστικής αυτονομίας» στους κόλπους του Κόμματος, την οποία καταγγέλλει ως το δρόμο για τη διάσπαση και την υπαγωγή του σοσιαλισμού στον εθνικισμό. Υπερασπίζεται την ενότητα των διαφόρων εθνοτήτων στους κόλπους ενός και μόνου συγκεντρωτικού κόμματος.

Όταν επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη, ο Μαλινόφσκι τον συλλαμβάνει για πέμπτη φορά. Εκτοπίζεται στις πιο απρόσιτες περιοχές της Σιβηρίας, όπου υποχρεώνεται να παραμείνει πέντε χρόνια. 

Μόλις μετά την επανάσταση του Φλεβάρη του 1917, ο Στάλιν θα μπορέσει να επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη, όπου θα εκλεγεί στο προεδρείο του ρωσικού Πολιτικού Γραφείου και θα αναλάβει και πάλι τη διεύθυνση της Πράβντα. Τον Απρίλη του 1917, στη Συνδιάσκεψη του Κόμματος, έρχεται τρίτος σε αριθμό ψήφων στις εκλογές για Κεντρική Επιτροπή. Τον Ιούλη, όταν η προσωρινή κυβέρνηση κλείνει την Πράβντα και συλλαμβάνει αρκετά ηγετικά στελέχη των μπολσεβίκων, ο Λένιν αναγκάζεται να κρυφτεί στη Φινλανδία και ο Στάλιν αναλαμβάνει τη ν ηγεσία του Κόμματος.

Τον Αύγουστο, εισηγείται στο 6ο Συνέδριο τις θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής. Η πολιτική γραμμή υιοθετείται ομόφωνα από τους 267 εκπροσώπους, με εξαίρεση τέσσερις αποχές. Ο Στάλιν δηλώνει: «Δεν αποκλείεται η δυνατότητα η Ρωσία ακριβώς να είναι η χώρα που θα ανοίξει το δρόμο προς το σοσιαλισμό. (...) Πρέπει να απορρίψουμε την απαρχαιωμένη αντίληψη πως μόνο η Ευρώπη μπορεί να μας δείξει το δρόμο».

Όταν ξεσπάει η εξέγερση της 25ης Οκτώβρη, ο Στάλιν συμμετέχει στο στρατιωτικό επαναστατικό πυρήνα που περιλαμβάνει πέντε μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. Ο Κάμενεφ και ο Ζινόβιεφ ανατάχθηκαν δημόσια στην κατάληψη της εξουσίας από το Κόμμα των μπολσεβίκων. Οι Ρίκοφ, Νογκίν, Λουνατσάρσκι και Μιλιούτιν τους υποστήριξαν. Αλλά ο Στάλιν είναι εκείνος που πετυχαίνει την καταψήφιση της πρότασης του Λένιν για διαγραφή των Κάμενεφ και Ζινόβιεφ από το Κόμμα. Μετά την επανάσταση, οι ίδιοι αυτοί «δεξιοί μπολσεβίκοι» απαιτούν μια κυβέρνηση συνεργασίας με τους μενσεβίκους και τους σοσιαλεπαναστάτες. Απειλούμενοι και πάλι με διαγραφή, συναινούν.

Ο Στάλιν γίνεται ο πρώτος Επίτροπος του Λαού για τις Υποθέσεις των Εθνοτήτων. Αντιλαμβανόμενος πολύ γρήγορα ότι η διεθνής αστική τάξη στηρίζει τις κατά τόπους αστικές τάξεις των εθνικών μειονοτήτων, ο Στάλιν γράφει:

«... η αρχή της αυτοδιάθεσης να ερμηνεύεται σαν δικαίωμα αυτοδιάθεσης όχι της κεφαλαιοκρατίας, αλλά των εργαζόμενων μαζών ενός έθνους. Η αρχή της αυτοδιάθεσης πρέπει να είναι μέσο πάλης για το σοσιαλισμό και πρέπει να υποτάσσεται στις αρχές του σοσιαλισμού».

Ετσι, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι μεταξύ 1901 και 1917, από τις απαρχές του Κόμματος των μπολσεβίκων ως τη νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Στάλιν υπήρξε συνεπής υποστηρικτής της γραμμής του Λένιν. Κανένα άλλο ηγετικό στέλεχος των μπολσεβίκων δεν μπορούσε να υπερηφανεύεται για μια τόσο αδιάκοπη και ποικίλη δραστηριότητα. Ο Στάλιν είχε ακολουθήσει τον Λένιν από την αρχή, από τη στιγμή που ο τελευταίος δεν απαριθμούσε παρά έναν περιορισμένο αριθμό οπαδών ανάμεσα στους σοσιαλιστές διανοούμενους.

Σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα ηγετικά στελέχη των μπολσεβίκων, ο Στάλιν ήταν πάντοτε σε επαφή με τη ρωσική πραγματικότητα και με τους αγωνιστές του εσωτερικού. Γνώριζε τους αγωνιστές αυτούς, επειδή τους είχε συναναστραφεί στον ανοιχτό αγώνα και στην παρανομία, στις φυλακές και στη Σιβηρία. Ο Στάλιν είχε αναπτύξει ένα ευρύτατο φάσμα ικανοτήτων, έχοντας διευθύνει τόσο τον ένοπλο αγώνα στον Καύκασο όσο και τους αγώνες στην παρανομία. Είχε οργανώσει συνδικαλιστικούς αγώνες, είχε εκδώσει εφημερίδες παράνομες και νόμιμες, είχε διευθύνει το νόμιμο και κοινοβουλευτικό έργο, και γνώριζε τόσο τις εθνικές μειονότητες όσο και το ρωσικό λαό.

Ο Τρότσκι πάσχισε να δυσφημήσει συστηματικά το επαναστατικό παρελθόν του Στάλιν και σχεδόν όλοι οι αστοί συγγραφείς επανέλαβαν τις συκοφαντίες του. Ο Τρότσκι δηλώνει: «Ο Στάλιν είναι η πιο διαπρεπής μετριότητα του Κόμματός μας».

Όταν ο Τρότσκι μιλάει για «το Κόμμα μας», καπηλεύεται: δεν ανήκε ποτέ σ’ αυτό το Κόμμα των μπολσεβίκων που ο Λένιν, ο Ζινόβιεφ, ο Στάλιν, ο Σβερντλόφ και άλλοι σφυρηλάτησαν μεταξύ 1903 και 1917.0 Τρότσκι μπήκε στο Κόμμα τον Ιούλη του 1917.

Γράφει ακόμα:

«Τις τρέχουσες υποθέσεις, ο Λένιν τις εμπιστεύτηκε στον Στάλιν, στον Ζινόβιεφ ή στον Κάμενεφ. Δεν άξιζα για να κάνω θελήματα. Ο Λένιν χρειαζόταν, στην πράξη, πειθήνιους βοηθούς. Σ’ αυτόν το ρόλο, εγώ δεν άξιζα τίποτα».

Αυτό δε λέει στην πραγματικότητα τίποτα για τον Στάλιν, λέει, όμως, τα πάντα για τον Τρότσκι: αποδίδει στον Λένιν την ιδιαίτερα του αριστοκρατική και βοναπαρτιστική αντίληψη για το Κόμμα: ένας αρχηγός περιτριγυρισμένος από πειθήνιους βοηθούς που χειρίζονται τις τρέχουσες υποθέσεις!

ΟΙ «ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΕΣ» ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η επανάσταση λοιπόν έγινε στις 25 Οκτώβρη του 1917.

Την επομένη, όμως, οι «σοσιαλιστές» πετυχαίνουν την ψήφιση από το Σοβιέτ των αγροτών βουλευτών μιας πρότασης που θα είναι το πρώτο κάλεσμα για την αντεπανάσταση.

«Σύντροφοι αγρότες, όλες οι ελευθερίες που κατακτήθηκαν με το αίμα των παιδιών σας διατρέχουν τώρα σοβαρό κίνδυνο. Ο στρατός μας, που υπερασπίζεται την πατρίδα και την Επανάσταση κατά της ήττας στο εξωτερικό, δέχτηκε ένα νέο θανάσιμο πλήγμα. [Οι μπολσεβίκοι] διαιρούν τις δυνάμεις των εργαζομένων. Το πλήγμα που δέχτηκε ο στρατός μας είναι το πρώτο και το χειρότερο από τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν από το Κόμμα των μπολσεβίκων. Κατά δεύτερο λόγο, το κόμμα αυτό προκάλεσε τον εμφύλιο πόλεμο και κατέλαβε την εξουσία με τη βία. [Οι μπολσεβίκοι] δε θα φέρουν την ειρήνη, αλλά την υποδούλωση».

Έτσι, την επομένη της Οκτωβριανής Επανάστασης, οι «σοσιαλιστές» τάσσονται υπέρ της συνέχισης του ιμπεριαλιστικού πολέμου και, ήδη, κατηγορούν τους μπολσεβίκους ότι προκαλούν τον εμφύλιο πόλεμο και φέρνουν τη βία και τη σκλαβιά!

Αμέσως, οι δυνάμεις της αστικής τάξης, οι παλιές τσαρικές δυνάμεις, όλες οι αντιδραστικές δυνάμεις γυρεύουν να ανασυγκροτηθούν και να ανασυνταχθούν, πίσω από τη σοσιαλιστική «πρωτοπορία» ... Από το 1918 κιόλας, πραγματοποιούνται αντιμπολσεβίκικες εξεγέρσεις. Αρχές του 1918, ο Πλεχάνοφ, διακεκριμένο ηγετικό στέλεχος του Κόμματος των μενσεβίκων, σχηματίζει την «Ένωση για την παλιγγενεσία της Ρωσίας» μαζί με σοσιαλεπαναστάτες και λαϊκούς σοσιαλιστές, καθώς και ηγετικά στελέχη του αστικού κόμματος των καντέτων. Ο Κερένσκι γράφει:

«Θεωρούσαν ότι έπρεπε να σχηματιστεί μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, θεμελιωμένης στις ευρύτερες δημοκρατικές αρχές, και ότι έπρεπε να ανασυγκροτηθεί ένα μέτωπο κατά της Γερμανίας, σε συνεργασία με τους δυτικούς συμμάχους της Ρωσίας».

Στις 20 Ιούνη του 1918, ο Κερένσκι εμφανίζεται στο Λονδίνο ως εκπρόσωπος αυτής της Ένωσης, για να διαπραγματευθεί με τους συμμάχους. Στον πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ, δηλώνει:

«Η κυβέρνηση που πρόκειται να σχηματιστεί αποσκοπεί στη συνέχιση του πολέμου στο πλευρό των συμμάχων, στην απελευθέρωση της Ρωσίας από την μπολσεβίκικη τυραννία και στην αποκατάσταση του δημοκρατικού συστήματος».

Ετσι, έχουν περάσει πάνω από εβδομήντα χρόνια που η φιλοπόλεμη ρωσική αστική τάξη χρησιμοποιούσε ήδη τον όρο «δημοκρατία» για να καλύπτει τη βάρβαρη κυριαρχία της.

Εξ ονόματος της Ενωσης, ο Κερένσκι ζητάει «επέμβαση» των συμμάχων στη Ρωσία. Λίγο αργότερα, ένα Διευθυντήριο, που περιλαμβάνει τους σοσιαλεπαναστάτες, τους λαϊκούς σοσιαλιστές, το αστικό κόμμα των καντέτων και τους τσαρικούς στρατηγούς Αλεξέγεφ και Μπόλντιρεφ, εγκαθίσταται στη Σιβηρία. Οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας λίγο έλειψε να το αναγνωρίσουν ως νόμιμη κυβέρνηση, προτού αποφασίσουν τελικά να παίξουν το χαρτί του τσαρικού στρατηγού Κολτσάκ.

Συσπειρώνονται έτσι οι δυνάμεις που υπερασπίστηκαν την τσαρική αντίδραση και την αστική τάξη κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στη Ρωσία: τα τσαρικά στρατεύματα και όλες οι δυνάμεις της αστικής τάξης -από τους καντέτους ως τους σοσιαλιστές- ενωμένα με τα στρατεύματα της ξένης επέμβασης.

Το 1918, ο εμφύλιος πόλεμος βρίσκεται παντού σε πλήρη έξαρση. Ακόμα και στο Πέτρογκραντ και στη Μόσχα, η ακεραιότητα των ανθρώπων και της περιουσίας τους δεν είναι καθόλου διασφαλισμένη. Ο αγγλικός στόλος, με την υποστήριξη και των άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών, διατηρεί έναν αποκλεισμό, εμποδίζοντας την είσοδο στη χώρα τροφίμων, ενδυμάτων, φαρμάκων, αναισθητικών. Αγγλικά, γαλλικά, ιαπωνικά, ιταλικά και αμερικανικά στρατεύματα αποβιβάζονται στο Μουρμάνσκ και το Αρχαγγέλσκ στο Βορρά, στο Βλαδιβοστόκ στην Άπω Ανατολή, στο Μπατούμ και την Οδησσό στο Νότο. Υποστηρίζουν τα τσαρικά στρατεύματα των Ντενίκιν, Κολτσάκ, Ζούντενιτς και Βράνγκελ που πραγματοποιούν επιχειρήσεις σε όλη την επικράτεια. Τα στρατεύματα πρώην Τσεχοσλοβάκων κατάδικων ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της Σιβηρίας. Οι γερμανικές και πολωνικές στρατιές λεηλατούν το δυτικό τμήμα της χώρας και καταλαμβάνουν την Ουκρανία.

Από το 1918 ως το 1921, ο εμφύλιος αυτός πόλεμος στοίχισε τη ζωή σε εννέα εκατομμύρια ανθρώπους, που στις περισσότερες περιπτώσεις έπεσαν θύματα του λιμού. Οι εννέα εκατομμύρια αυτοί θάνατοι οφείλονται κυρίως στις ξένες στρατιωτικές επεμβάσεις και στον αποκλεισμό που επέβαλαν οι δυτικές δυνάμεις. Αλλά, ύπουλα, η Δεξιά θα τους καταχωρίσει κάτω από την επιγραφή «θύματα του μπολσεβικισμού»!

Μοιάζει με θαύμα το πώς το Κόμμα των μπολσεβίκων -που αριθμούσε μόλις 33.000 μέλη το 1917-κατόρθωσε να κινητοποιήσει τόσες πολλές λαϊκές δυνάμεις, ώστε να πετύχουν να νικήσουν τις ανώτερες δυνάμεις της αστικής τάξης και του παλιού τσαρικού καθεστώτος, που υποστηρίζονταν από τους «σοσιαλιστές» και ενισχύονταν από τις δυνάμεις της ξένης επέμβασης. Μ’ άλλα λόγια, χωρίς μια καθολική κινητοποίηση των αγροτών και των εργατών, και χωρίς την επιμονή τους και τη σιδερένια θέλησή τους για ελευθερία, οι μπολσεβίκοι δε θα είχαν μπορέσει ποτέ να κατακτήσουν την τελική νίκη.

Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από την αρχή του εμφύλιου πολέμου, οι μενσεβίκοι καταγγέλλουν την «μπολσεβίκικη δικτατορία», το «αυθαίρετο, τρομοκρατικό καθεστώς» των μπολσεβίκων, την μπολσεβίκικη «νέα αριστοκρατία». Είμαστε στο 1918 και δεν έχει ακόμα βγει στον αέρα ο «σταλινισμός»! «Η δικτατορία μιας νέας αριστοκρατίας»: χρησιμοποιώντας αυτούς τους όρους, η σοσιαλδημοκρατία τα βάζει, από την αρχή, με το σοσιαλιστικό καθεστώς που μόλις έχει εγκαθιδρύσει ο Λένιν.

Ο Πλεχάνοφ έχει αναπτύξει τη θεωρητική βάση αυτών των κατηγοριών, δηλώνοντας ότι οι μπολσεβίκοι έχουν εφαρμόσει μια πολιτική «αντικειμενικά αντιδραστική», που πηγαίνει ενάντια στην ιστορική εξέλιξη, μια αντιδραστική ουτοπία που συνίσταται στην εφαρμογή του σοσιαλισμού σε μια χώρα που δεν είναι ώριμη. Ο Πλεχάνοφ έκανε λόγο για παραδοσιακό «αγροτικό αναρχισμό». Αλλά όταν αναπτύχθηκε η ξένη επέμβαση, ο Πλεχάνοφ ήταν ένα από τα λιγοστά ηγετικά στελέχη των μενσεβίκων που αντιτάχθηκαν σε αυτήν.

Η ευθυγράμμιση των σοσιαλιστών ηγετών με την αστική τάξη ήταν θεμελιωμένη σε δύο επιχειρήματα. Το πρώτο: είναι αδύνατη η «επιβολή» του σοσιαλισμού σε μια καθυστερημένη χώρα. Το δεύτερο: εφόσον οι μπολσεβίκοι θέλουν σώνει και καλά να επιβάλουν «με τη βία» το σοσιαλισμό, θα φέρουν την τυραννία και τη δικτατορία και θα αποτελέσουν μια νέα αριστοκρατία πάνω από τις μάζες.

Αυτές τις πρώτες «αναλύσεις» που έγιναν από τους σοσιαλδημοκράτες αντεπαναστάτες, που αγωνίστηκαν με το όπλο στο χέρι κατά του σοσιαλισμού, αξίζει τον κόπο να τις εξετάσουμε διεξοδικά: οι συκοφαντικές αυτές επιθέσεις κατά του λενινισμού, θα ενταθούν απλώς, αργότερα, κατά του «σταλινισμού».

Ο ΣΤΑΛΙΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ας εξετάσουμε τώρα για λίγο το ρόλο που έπαιξε ο Στάλιν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου.

Πλήθος αστικών δημοσιευμάτων θεωρούν τον Τρότσκι, το «δημιουργό και οργανωτή του Κόκκινου Στρατού», και τον Λένιν ως τους δύο πρωτεργάτες της στρατιωτικής νίκης των μπολσεβίκων, και μάλιστα ισότιμα. Η προσφορά του Στάλιν στον ένοπλο αγώνα κατά των λευκών στρατευμάτων αγνοείται τις περισσότερες φορές. Ωστόσο, στη διάρκεια των ετών 1918-1920, ο Στάλιν διεύθυνε προσωπικά τον ένοπλο αγώνα σε διάφορα μέτωπα καθοριστικής σημασίας. Η συμμετοχή του Ζινόβιεφ, του Κάμενεφ ή του Μπουχάριν υπήρξε μηδενική στο στρατιωτικό τομέα.

Το Νοέμβρη του 1917, η Κεντρική Επιτροπή συγκροτεί μια ολιγομελή επιτροπή για τις επείγουσες υποθέσεις, την οποία συνθέτουν οι Λένιν, Στάλιν, Σβερντλόφ και Τρότσκι. Ο Πεστόφσκι, συνεργάτης του Στάλιν, γράφει:

«Στη διάρκεια της ημέρας, ο Λένιν καλούσε αμέτρητες φορές τον Στάλιν. Ο Στάλιν περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας με τον Λένιν».

Κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με τη Γερμανία, το Δεκέμβρη του 1917, ο Λένιν και ο Στάλιν, με σκοπό να διαφυλαχτεί όπως-όπως η σοβιετική εξουσία, επέμεναν να γίνουν αποδεκτοί οι ταπεινωτικοί όροι των Γερμανών. Εκτιμούσαν ότι, έτσι κι αλλιώς, ο ρωσικός στρατός δεν ήταν σε θέση να πολεμήσει. Μπουχάριν και Τρότσκι ήθελαν να μη γίνουν αποδεκτοί οι όροι και
να κηρυχτεί «επαναστατικός πόλεμος». Για τον Λένιν, αυτό ισοδυναμούσε με το να πέσουν στην παγίδα της αστικής τάξης που έκανε υπερεθνικιστική προπαγάνδα, με σκοπό να οδηγήσει σε κατάρρευση την μπολσεβίκικη εξουσία. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους Γερμανούς, ο Τρότσκι δήλωσε:

«Βγαίνουμε από τον πόλεμο, αλλά αρνιόμαστε να υπογράφουμε τη συνθήκη ειρήνης...»

Ο Στάλιν υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις για επικείμενη επανάσταση στη Γερμανία και ότι η θεαματική κίνηση του Τρότσκι δεν αποτελούσε σοβαρή πολιτική. Πράγματι, οι Γερμανοί ξαναπέρασαν στην επίθεση και οι μπολσεβίκοι υποχρεώθηκαν σύντομα να υπογράψουν ειρήνη με ακόμα χειρότερους όρους. Στην υπόθεση αυτή, το Κόμμα βρέθηκε στο χείλος της καταστροφής.

Το Γενάρη του 1918, ο τσαρικός στρατηγός Αλεξέγεφ έδρασε με ένα στρατό εθελοντών στην Ουκρανία και στην περιοχή του Ντον.

Το Φλεβάρη, ο γερμανικός στρατός κατέλαβε την Ουκρανία για «να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της». Το Μάη του 1918, τριάντα χιλιάδες Τσεχοσλοβάκοι στρατιώτες κατέλαβαν μεγάλο μέρος της Σιβηρίας. Στη διάρκεια του καλοκαιριού, με την παρότρυνση του Ουίνστον Τσόρτσιλ, Αγγλία, Γαλλία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ιταλία και Ιαπωνία έκαναν στρατιωτική επέμβαση κατά των μπολσεβίκων.

Από το Μάρτη του 1918, ο Τρότσκι ήταν Επίτροπος του Λαού για την Αμυνα. Καθήκον του ήταν να συγκροτήσει ένα νέο στρατό εργατών και αγροτών, στελεχωμένο από 40.000 αξιωματικούς του πρώην τσαρικού στρατού.

Τον Ιούνη του 1918, ο Βόρειος Καύκασος, μοναδικός σημαντικός σιτοβολώνας στα χέρια των μπολσεβίκων, απειλήθηκε από το στρατό του Κρασνόφ. Ο Στάλιν απεστάλη στο Τσαρίτσιν, μετέπειτα Στάλινγκραντ, για να διασφαλίσει τη διακίνηση των σιτηρών. Βρέθηκε μπροστά σε πλήρες χάος.

«Σ’ αυτή την περίπτωση, θα απομακρύνω ο ίδιος, χωρίς διατυπώσεις, τους στρατιωτικούς διοικητές και τους επιτρόπους που χαντακώνουν την υπόθεση», γράφει στον Λένιν, ζητώντας στρατιωτική εξουσιοδότηση στην περιοχή.

Στις 19 Ιούλη, ο Στάλιν αναγορεύτηκε πρόεδρος του Πολεμικού Συμβούλιου του νότιου μετώπου. Αργότερα, ο Στάλιν ήρθε σε διένεξη με τον πρώην στρατηγό του τσαρικού πυροβολικού Σίτιν,
τον οποίο ο Τρότσκι είχε διορίσει διοικητή του νότιου μετώπου, και με το γενικό αρχηγό, τον πρώην τσαρικό συνταγματάρχη Βατσέτις. Η υπεράσπιση του Τσαρίτσιν ήταν επιτυχής. Ο Λένιν θεωρούσε τα μέτρα που πήρε ο Στάλιν στο Τσαρίτσιν ως παράδειγμα προς μίμηση.

Τον Οκτώβρη του 1918, ο Στάλιν διορίστηκε στο Στρατιωτικό Συμβούλιο της Ουκρανίας, το οποίο ήταν επιφορτισμένο με την ανατροπή του καθεστώτος Σποροπάντσκι που είχαν εγκαθιδρύσει οι Γερμανοί.

Το Δεκέμβρη, η κατάσταστη στα Ουράλια επιδεινώθηκε, λόγω της προέλασης των αντιδραστικών στρατευμάτων του Κολτσάκ. Ο Στάλιν στάλθηκε με απόλυτη εξουσιοδότηση για να βάλει τέλος στην εξαχρείωση της Τρίτης Στρατιάς και να την απαλλάξει από τους ανίκανους επιτρόπους. Μέσα από την επιτόπια έρευνά του, ο Στάλιν άσκησε κριτική στην πολιτική του Τρότσκι και του Βατσέτις. Στο 8ο Συνέδριο, το Μάρτη του 1919, ο Τρότσκι επικρίθηκε από πλήθος εκπροσώπων για τα «δικτατορικά καμώματά» του, το «θαυμασμό του για τους στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες» και τους «χειμάρρους των κακοδιατυπωμένων τηλεγραφημάτων» του».

Τ ο Μάη του 1919, ο Στάλιν στάλθηκε και πάλι με απόλυτη εξουσιοδότηση για να οργανώσει την υπεράσπιση του Πέτρογκραντ ενάντια στο στρατό του Ζούντενιτς. Στις 4 Ιούνη, ο Στάλιν έστειλε ένα τηλεγράφημα στον Λένιν, δηλώνοντας κατηγορηματικά, με βάση χειροπιαστά ντοκουμέντα, ότι πλήθος ανώτερων αξιωματικών του Κόκκινου Στρατού ενεργούσαν μυστικά για λογαριασμό των Λευκών.

Στο ανατολικό μέτωπο, σοβαρή διαμάχη ξέσπασε ανάμεσα στο διοικητή Σ. Κάμενεφ και το γενικό αρχηγό Βατσέτις. Η Κεντρική Επιτροπή υποστήριξε τελικά τον πρώτο και ο Τρότσκι υπέβαλε την παραίτησή του, η οποία δεν έγινε δεκτή. Ο Βατσέτις συνελήφθη για να ανακριθεί.

Τον Αύγουστο του 1919, ο Λευκός Στρατός του Ντενίκιν κέρδισε έδαφος στον Ντον, την Ουκρανία και τη Νότια Ρωσία, προελαύνοντας προς τη Μόσχα. Από τον Οκτώβρη του 1919 ως το Μάρτη του 1920, ο Στάλιν διεύθυνε το νότιο μέτωπο και νίκησε τον Ντενίκιν.

Το Μάη του 1920, ο Στάλιν στάλθηκε στο νοτιοδυτικό μέτωπο, όπου τα πολωνικά στρατεύματα απειλούσαν την πόλη Λβοφ στην Ουκρανία, και τα στρατεύματα του Βράνγκελ στην Κριμαία. Οι Πολωνοί είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένου του Κιέβου. Στο δυτικό μέτωπο, ο Τουχατσέφσκι αντεπιτέθηκε, απώθησε τους επιτιθεμένους και τους κυνήγησε ως τα περίχωρα της Βαρσοβίας. Ο Λένιν έλπιζε να κερδίσει τον πόλεμο κατά της αντιδραστικής Πολωνίας. Μια προσωρινή σοβιετική κυβέρνηση σχηματίστηκε στην Πολωνία. Ο Στάλιν έκφρασε τις επιφυλάξεις του για το εγχείρημα αυτό:

«Οι ταξικές συγκρούσεις δεν πήραν τέτοια ένταση ώστε να εξαλείψουν το αίσθημα της [πολωνικής] εθνικής ενότητας... ».

Λόγω κακού συντονισμού και αντιφατικών διαταγών, τα στρατεύματα του Τουχατσέφσκι δέχτηκαν πολωνική αντεπίθεση στο απροστάτευτο πλευρό τους και κατατροπώθηκαν.

Την ίδια στιγμή, ο Στάλιν αναγκάστηκε να συγκεντρώσει τον κύριο όγκο των δυνάμεών του κατά του Βράνγκελ, ο οποίος είχε καταλάβει τα εδάφη βόρεια της Αζοφικής Θάλασσας και απειλούσε να ενωθεί με τους αντικομμουνιστές του Ντον. Οι Λευκοφρουροί του Βράνγκελ εξοντώθηκαν πριν από τα τέλη του 1920.

Το Νοέμβρη του 1919, απονεμήθηκε στον Στάλιν και τον Τρότσκι, για τα πολεμικά τους ανδραγαθήματα, το Παράσημο της Κόκκινης Σημαίας, μια διάκριση που μόλις είχε θεσπιστεί. Ο Λένιν και η Κεντρική Επιτροπή εκτιμούσαν ότι οι αρετές που είχε επιδείξει ο Στάλιν διευθύνοντας τον ένοπλο αγώνα στα πιο δύσκολα μέρη ισοδυναμούσαν με εκείνες του Τρότσκι που είχε οργανώσει και διευθύνει τον Κόκκινο Στρατό σε επίπεδο Γενικού Επιτελείου. Αλλά για να προβάλει καλύτερα το μεγαλείο των προσωπικών του ενεργειών, ο Τρότσκι γράφει:

«Σε όλη τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, ο Στάλιν παρέμεινε ένα πρόσωπο τρίτης κατηγορίας».

Ο Μακ Νιλ που συχνά μεροληπτεί σε βάρος του Στάλιν, γράφει σχετικά:

«Ο Στάλιν είχε αναδειχθεί σε πολιτικό και στρατιωτικό ηγέτη, του οποίου η συμβολή στην κόκκινη νίκη δεν ήταν κατώτερη παρά μόνο από εκείνη του Τρότσκι. Ο Στάλιν είχε παίξει υποδεέστερο ρόλο από το ρόλο του ανταγωνιστή του σε ό,τι αφορά στη γενική οργάνωση του Κόκκινου Στρατού, αλλά πρόσφερε περισσότερα διευθύνοντας κρίσιμα μέτωπα. Αν η φήμη του σαν ήρωα βρισκόταν πολύ πίσω από εκείνη του Τρότσκι, δεν ήταν τόσο εξαιτίας της αντικειμενικής αξίας του τελευταίου, αλλά μάλλον λόγω της έλλειψης της αίσθησης αυτοπροβολής στον Στάλιν».

Το Δεκέμβρη του 1919, ο Τρότσκι είχε προτείνει «τη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας» και ήθελε να εφαρμόσει όσον αφορά στην κινητοποίηση των εργαζομένων τις μεθόδους που είχε χρησιμοποιήσει για να διευθύνει το στρατό. Στο πλαίσιο της οπτικής αυτής, οι εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους είχαν κινητοποιηθεί με στρατιωτική πειθαρχία. Ένα κύμα διαμαρτυριών διαπερνούσε το συνδικαλιστικό κίνημα. Ο Λένιν δήλωσε ότι ο Τρότσκι είχε κάνει λάθη που έβαζαν σε κίνδυνο τη δικτατορία του προλεταριάτου: με τα γραφειοκρατικά του καμώματα απέναντι στα συνδικάτα, διακινδύνευε να αποκόψει το Κόμμα από τις μάζες των εργατών.

Ο υπερβολικός ατομισμός του Τρότσκι, η έκδηλη περιφρόνησή του για όλα τα μπολσεβίκικα στελέχη, οι αυταρχικοί του τρόποι και η αδυναμία του για στρατιωτική πειθαρχία τρόμαξαν πολλά στελέχη του Κόμματος. Εκτιμούσαν ότι ο Τρότσκι θα μπορούσε κάλλιστα να παίξει το ρόλο ενός Ναπολέοντα Βοναπάρτη, να πραγματοποιήσει πραξικόπημα και να εγκαθιδρύσει αυταρχικό αντεπαναστατικό καθεστώς.

Η «ΔΙΑΘΗΚΗ» ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ

Αν ο Τρότσκι είχε γνωρίσει μια σύντομη στιγμή δόξας το 1919, στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, είναι αδιαμφισβήτητο ότι την περίοδο 1921-1923 ο Στάλιν ήταν η δεύτερη προσωπικότητα στο Κόμμα, μετά τον Λένιν.

Από το 8ο Συνέδριο, το 1919, ο Στάλιν ήταν μέλος του Πολιτικού Γραφείου, δίπλα στους Λένιν, Κάμενεφ, Τρότσκι και Κρεστίνσκι. Η σύνθεση αυτή παρέμεινε αμετάβλητη ως το 1921.Ο Στάλιν ήταν επίσης μέλος του Οργανωτικού Γ ραφείου, που απαρτιζόταν και αυτό από πέντε μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. Οταν στο 11ο Συνέδριο, το 1922, ο Πρεομπραζένσκι σχολίασε το γεγονός ότι ο Στάλιν ήταν επικεφαλής του Λαϊκού Επιτροπάτου Εθνοτήτων και ταυτόχρονα Λαϊκός Επίτροπος Εργατοαγροτικής Επιθεώρησης (επιφορτισμένος με τον έλεγχο ολόκληρης της κρατικής μηχανής), ο Λένιν του απάντησε:
«(...) μας χρειάζεται ένας άνθρωπος, στον οποίο θα μπορούσε να παρουσιαστεί οποιοσδήποτε από τους αντιπροσώπους των εθνοτήτων και να του εκθέσει λεπτομερειακά το ζήτημά του. Πού να βρούμε έναν τέτοιο άνθρωπο; Νομίζω ότι και ο Πρεομπραζένσκι δεν θα μπορούσε να υποδείξει άλλον υποψήφιο, εκτός από το σύντροφο Στάλιν. Το ίδιο συμβαίνει και με την Εργατοαγροτική Επιθεώρηση ! Το έργο της είναι γιγάντιο. Μα για να χειριστούμε σωστά το ζήτημα του ελέγχου, πρέπει επικεφαλής να βρίσκεται ένας άνθρωπος με κύρος, αλλιώς θα βαλτώσουμε (.. .)»

Στις 23 Απρίλη του 1922, έπειτα από πρόταση του Λένιν, ο Στάλιν διορίστηκε επίσης επικεφαλής της Γραμματείας ως Γενικός Γραμματέας.

Ο Στάλιν ήταν το μοναδικό πρόσωπο που συμμετείχε στην Κεντρική Επιτροπή, στο Πολιτικό Γραφείο, στο Οργανωτικό Γραφείο και στη Γραμματεία του Κόμματος των μπολσεβίκων.

Ο Λένιν είχε υποστεί μια πρώτη κρίση παραλυσίας το Μάη του 1922. Στις 16 Δεκέμβρη του 1922, υπέστη μια νέα σοβαρή κρίση. Οι γιατροί ήξεραν ότι δε θα συνερχόταν πια.

Στις 24 Δεκέμβρη, οι γιατροί είπαν στους Στάλιν, Κάμενεφ και Μπουχάριν, τους εκπροσώπους του Πολιτικού Γ ραφείου, ότι οποιαδήποτε πολιτική αψιμαχία θα μπορούσε να προκαλέσει μια νέα κρίση, μοιραία αυτή τη φορά. Αποφάσισαν ότι ο Λένιν «μπορεί να υπαγορεύει καθημερινά επί πέντε έως δέκα λεπτά. Δεν μπορεί να δέχεται επισκέψεις από πολιτικούς. Απαγορεύεται στους φίλους του και σ’ αυτούς που τον περιβάλλουν να τον ενημερώνουν για τα πολιτικά πράγματα».

Το Πολιτικό Γραφείο είχε αναθέσει στον Στάλιν τις επαφές με τον Λένιν και τους γιατρούς. Ήταν ένα άχαρο καθήκον, μια και ο Λένιν δεν ήταν δυνατό να μην αισθάνεται απογοητευμένος στον υπέρτατο βαθμό, εξαιτίας της παραλυσίας του και της απομάκρυνσής του από τα πολιτικά πράγματα. Ο εκνευρισμός του ήταν επόμενο να στραφεί κατά του ανθρώπου που είχε αναλάβει χρέη συνδέσμου. Ο Ίαν Γ κρέι γράφει:

«Το ημερολόγιο που οι γραμματείς του Λένιν κράτησαν από τις 21 Νοέμβρη του 1922 ως τις 6 Μάρτη του 1923 περιέχει για κάθε μέρα όλες τις λεπτομέρειες για τις ασχολίες του, τις επισκέψεις που δέχτηκε, την κατάσταση της υγείας του και, μετά τις 13 Δεκέμβρη, περιέχει και τις παραμικρές ακόμα ενέργειές του. Ο Λένιν, με παραλυμένα το δεξί χέρι και το δεξί πόδι του, ήταν υποχρεωμένος να παραμένει στο κρεβάτι, αποκομμένος από τις κυβερνητικές υποθέσεις και, στην ουσία, από τον έξω κόσμο. Οι γιατροί απαγόρευαν να τον ενοχλούν. Ανήμπορος να εγκαταλείψει τις συνήθειες της εξουσίας, ο Λένιν έδινε μάχη για να αποκτήσει τους φακέλους που ήθελε. Στηριζόταν στη γυναίκα του Κρούπσκαγια, την αδελφή του, Μαρία Ιλίτσνα, και τρεις-τέσσερις γραμματείς».

Μαθημένος να διευθύνει όλες τις ουσιαστικές πλευρές της ζωής του Κόμματος και του κράτους, ο Λένιν κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες να επέμβει στις πολιτικές αντιπαραθέσεις που, λόγω της υγείας του, δεν μπορούσε να ελέγξει. Οι γιατροί του είχαν απαγορεύσει κάθε είδους ενασχόληση με την πολιτική, γεγονός που τον στενοχωρούσε πολύ. Νιώθοντας ότι πλησίαζε το τέλος του, ο Λένιν επιδίωξε να τακτοποιήσει ζητήματα που θεωρούσε ουσιαστικά, αλλά που δεν μπορούσε πια να ελέγξει. Το Πολιτικό Γραφείο του απαγόρευε κάθε είδους αγχωτική πολιτική εργασία, αλλά η γυναίκα του φρόντιζε να του βρίσκει τα ντοκουμέντα που ζητούσε. Κάθε γιατρός που έχει γνωρίσει τέτοιες καταστάσεις θα πει ότι ψυχικές συγκρούσεις και διαταραχές της προσωπικότητας ήταν αναπόφευκτες.

Προς το τέλος του Δεκέμβρη του 1922, η Κρούπσκαγια είχε γράψει ένα γράμμα που της είχε υπαγορεύσει ο Λένιν. Ο Στάλιν την επέπληξε γι’ αυτό από το τηλέφωνο. Εκείνη παραπονέθηκε στον Λένιν και τον Κάμενεφ.

«Ξέρω καλύτερα απ’ ό,τι οι γιατροί τι πρέπει και τι δεν πρέπει να λέγεται στον Ιλίτς, γιατί ξέρω τι τον ενοχλεί και τι δεν τον ενοχλεί και, έτσι κι αλλιώς, το ξέρω καλύτερα απ’ ό,τι ο Στάλιν».

Σχετικά με την περίοδο αυτή, ο Τρότσκι γράφει:

«Στα μέσα Δεκέμβρη του 1922, η υγεία του Λένιν επιδεινώθηκε και πάλι. Ο Στάλιν ενήργησε αμέσως για να επωφεληθεί από την κατάσταση, αποκρύβοντας από τον Λένιν ένα μεγάλο μέρος από τις πληροφορίες που συγκεντρώνονταν στη Γραμματεία του Κόμματος. Προσπαθούσε να τον απομονώσει. Η Κρούπσκαγια έκανε ό,τι μπορούσε για να υπερασπίσει τον ασθενή απέναντι σ’ αυτούς τους εχθρικούς ελιγμούς.».

Πρόκειται για αχαρακτήριστες κουβέντες, που ταιριάζουν μόνο σε ραδιούργο. Οι γιατροί είχαν απαγορέψει να στέλνονται αναφορές στον Λένιν, και να που ο Τρότσκι κατηγορεί τον Στάλιν ότι προβαίνει σε «εχθρικούς ελιγμούς» κατά του Λένιν και ότι του «αποκρύβει πληροφορίες»!

Κάτω από τις περιστάσεις αυτές, από τις 23 ως τις 25 Δεκέμβρη του 1922, υπαγορεύτηκε αυτό που οι εχθροί του κομμουνισμού αποκαλούν «διαθήκη του Λένιν». Κάτω από τις σημειώσεις αυτές υπάρχει ένα υστερόγραφο με ημερομηνία 5 Γενάρη του 1923.

Οι αστοί συγγραφείς αποδίδουν μεγάλη σημασία σ’ αυτή τη «διαθήκη» του Λένιν, σκοπός της οποίας θα ήταν δήθεν η απομάκρυνση του Στάλιν προς όφελος του Τρότσκι.

Ο Ανρί Μπερνάρ, ομότιμος καθηγητής της Βασιλικής Στρατιωτικής Ακαδημίας του Βελγίου, γράφει:

«Ο Τρότσκι επρόκειτο φυσιολογικά να διαδεχτεί τον Λένιν. Ο Λένιν υπολόγιζε αυτόν για διάδοχό του. Εβρισκε τον Στάλιν υπερβολικά τραχύ».

Ο Αμερικανός τροτσκιστής Μαξίστμαν δημοσίευσε το 1925 τη «διαθήκη» μαζί με εγκωμιαστικά σχόλια για τον Τρότσκι. Την εποχή εκείνη, ο Τρότσκι αναγκάστηκε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους μέσα από την επιθεώρηση Μπολσεβίκ, όπου λέει:

«Σε κάμποσο μέρη του βιβλίου του, ο Ίστμαν λέει ότι η ΚΕ “έκρυψε” από το Κόμμα μια σειρά εξαιρετικά σοβαρά ντοκουμέντα, που έγραψε ο Λένιν στην τελευταία περίοδο της ζωής του. (...) αυτό δεν μπορεί να το ονομάσει κανείς αλλιώς παρά μόνο συκοφαντία ενάντια στην Κ Ε του Κόμματός μας. (...) Ο Βλαντίμιρ Ιλίτς δεν άφησε καμιά “διαθήκη” κι ο ίδιος ο χαρακτήρας των σχέσεων του προς το Κόμμα, καθώς και ο χαρακτήρας του ίδιου του Κόμματος απέκλειαν τη δυνατότητα μιας τέτοιας “διαθήκης”. Σαν “διαθήκη” ο τύπος των εμιγκρέδων και ο ξένος αστικός και μενσεβίκικος τύπος παρουσιάζει συνήθως (διαστρεβλώνοντάς το σε βαθμό που καταντά αγνώριστο) ένα από τα γράμματα του Βλαντίμιρ Ιλίτς, που περιέχει συμβουλές οργανωτικού χαρακτήρα. Το 13ο Συνέδριο του Κόμματος έδωσε εξαιρετική προσοχή και σ’ αυτό το γράμμα (...) Όλες οι κουβέντες ότι κρύβεται ή παραβιάζεται η “διαθήκη” του Λένιν αποτελούν κακόβουλη επινόηση (.. )».

Μερικά χρόνια αργότερα, αυτός ο ίδιος ο Τρότσκι, στην αυτοβιογραφία του, θα βγάλει κραυγές αποτροπιασμού σχετικά με τη «διαθήκη του Λένιν που αποκρύβεται από το Κόμμα».

Ας έρθουμε όμως σε αυτές τις περιβόητες σημειώσεις που υπαγόρευσε ο Λένιν μεταξύ 23 Δεκέμβρη του 1922 και 5 Γενάρη του 1923.

Ο Λένιν προτείνει τη διεύρυνση της Κεντρικής Επιτροπής «σε εκατό περίπου μέλη»:

«Κάτι τέτοιο θα ήταν αναγκαίο, προκειμένου να ενισχυθεί το κύρος της Κεντρικής Επιτροπής και να βελτιωθεί σημαντικά ο κομματικός μας μηχανισμός, καθώς και για να εμποδίσουμε οι διενέξεις ανάμεσα σε ορισμένες μικροομάδες της Κεντρικής Επιτροπής να πάρουν υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις. Το Κόμμα μας μπορεί κάλλιστα να ζητήσει 50 έως 100 μέλη για την Κεντρική Επιτροπή από την εργατική τάξη.»

Πρόκειται για «μέτρα κατά της διάσπασης»:

«Το κρίσιμο σημείο στο πρόβλημα της συνοχής, είναι η ύπαρξη μελών στην Κεντρική Επιτροπή, όπως ο Στάλιν και ο Τρότσκι. Οι μεταξύ τους σχέσεις αποτελούν κατά την αντίληψή μου τον κύριο κίνδυνο αυτής της διάσπασης.»

Αυτά ως προς το «θεωρητικό» μέρος.

Το κείμενο αυτό παρουσιάζει εντυπωσιακή ασυνέχεια, και είναι φανερό ότι υπαγορεύτηκε από έναν άρρωστο και καταπονημένο άνθρωπο. Πώς πενήντα με εκατό εργάτες, παραπάνω στην Κεντρική Επιτροπή, θα ήταν δυνατό «να ενισχύσουν το κύρος της» ή να μειώσουν τον κίνδυνο μιας διάσπασης; Χωρίς να αναφέρεται στις πολιτικές τους αντιλήψεις και στις αντιλήψεις του Στάλιν και του Τρότσκι για το Κόμμα, ο Λένιν αποφαίνεται ότι είναι οι προσωπικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο αυτά ηγετικά στελέχη που βάζουν σε κίνδυνο την ενότητα.

Επειτα ο Λένιν διατυπώνει «κρίσεις» για τα πέντε βασικά ηγετικά στελέχη του Κόμματος. Τις αναφέρουμε σχεδόν αυτούσιες.

«Ο σύντροφος Στάλιν, έχοντας γίνει Γενικός Γραμματέας, έχει συγκεντρώσει στα χέρια του υπέρμετρη εξουσία, και δεν είμαι βέβαιος αν μπορεί να τη χρησιμοποιήσει πάντοτε με αρκετή σύνεση.

Από την άλλη, ο σύντροφος Τρότσκι, όπως φάνηκε ήδη από τον αγώνα του κατά της Κεντρικής Επιτροπής αναφορικά με το ζήτημα του Λαϊκού Επιτρόπου για τις Συγκοινωνίες, δεν διακρίνεται μόνο για τις εξέχουσες ικανότητές του. Είναι ίσως ο πιο ικανός άνθρωπος της σημερινής Κεντρικής Επιτροπής, αλλά πέφτει σε λάθη από υπερβολική σιγουριά και από υπερβολικό ζήλο για την καθαρά διοικητική πλευρά των πραγμάτων.
Αυτές οι δυο ιδιότητες των δύο κορυφαίων ηγετικών στελεχών της σημερινής Κεντρικής Επιτροπής θα μπορούσαν να προκαλέσουν απροσδόκητα τη διάσπαση. (...) Θα αρκεστώ να υπενθυμίσω ότι το επεισόδιο του Οκτώβρη με τους Ζινόβιεφ και Κάμενεφ δεν ήταν ασφαλώς ένα τυχαίο περιστατικό, όμως δεν θα πρέπει να τους καταλογιστεί το κρίμα αυτό προσωπικά περισσότερο απ’ ό,τι ο μη μπολσεβικισμός του Τρότσκι.

Ο Μπουχάριν δεν είναι μόνο ένας θεωρητικός πολύ μεγάλης αξίας ανάμεσα στους πιο διακεκριμένους του Κόμματος: δικαίως τον αγαπούν όλοι στο Κόμμα. Ωστόοο, οι θεωρητικές του εκτιμήσεις δεν είναι δυνατό να εκληφθούν ως απόλυτα μαρξιστικές παρά με τη μεγαλύτερη επιφύλαξη, γιατί υπάρχει σ’ αυτόν κάτι το σχολαστικό (δε μελέτησε ποτέ και, υποθέτω, δεν κατάλαβε ποτέ ολότελα τη διαλεκτική).»

Ας παρατηρήσουμε πρώτα απ’ όλα ότι το πρώτο ηγετικό στέλεχος που κατονομάζεται από τον Λένιν είναι ο Στάλιν, «αυτός ο εμπειρικός που καλείται να παίξει δευτερεύοντες και τριτεύοντες ρόλους», όπως αναφέρει ο Τρότσκι. Ο Τρότσκι θα πει ακόμα: «Το νόημα της διαθήκης είναι η δημιουργία συνθηκών που θα μου είχαν δώσει τη δυνατότητα να γίνω αναπληρωτής του Λένιν, να είμαι ο διάδοχός του».

Όμως, τίποτα παρόμοιο δεν αναφέρεται στις σημειώσεις αυτές του Λένιν. Δίκαια ο Γκρέι παρατηρεί:

«Ο Στάλιν προβάλλει με τον πιο λαμπρό τρόπο. Δεν έκανε τίποτα που να κηλιδώνει τη μέχρι στιγμής πολιτική του σταδιοδρομία. Το μόνο ερωτηματικό είναι: Θα μπορέσει να επιδείξει ορθή κρίση ασκώντας τις ευρύτατες εξουσίες που έχει συγκεντρώσει στα χέρια του;».

Σε ό,τι αφορά στον Τρότσκι, ο Λένιν σημειώνει τέσσερα ελαττώματα μείζονος σημασίας: έχει πολύ άσχημες πλευρές, όπως έδειξε ο αγώνας του κατά της Κεντρικής Επιτροπής στην υπόθεση της «στρατιωτικοποίησης των συνδικάτων»· έχει υπερβολική ιδέα για τον εαυτό του- προσεγγίζει τα προβλήματα με γραφειοκρατικό τρόπο, ενώ ο μη μπολσεβικισμός του δεν είναι τυχαίος.

Για τους Ζινόβιεφ και Κάμενεφ, το μόνο πράγμα που συγκρατεί ο Λένιν είναι ότι η προδοσία τους τη στιγμή της εξέγερσης δεν ήταν ένα τυχαίο περιστατικό.

Ο Μπουχάριν είναι ένας μεγάλος θεωρητικός... οι ιδέες του οποίου δεν είναι απόλυτα μαρξιστικές, αλλά μάλλον σχολαστικές και μη διαλεκτικές!

Ο Λένιν υπαγόρευσε αυτές τις σημειώσεις με την πρόθεση να αποφευχθεί μια διάσπαση στην ηγεσία. Αλλά με τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται για τα πέντε αυτά βασικά ηγετικά στελέχη είναι σαν να θέλει να υπονομεύσει το γόητρό τους και να σπείρει δαιμόνια ανάμεσά τους.

Όταν υπαγόρεψε αυτές τις γραμμές, «ο Λένιν αισθανόταν άσχημα», γράφει η Φοτίεβα, η γραμματέας του, και «οι γιατροί έκφρασαν την αντίθεσή τους για τις συναντήσεις που είχε ο Λένιν με τη γραμματέα του και τη στενογράφο».

Έπειτα, δέκα μέρες αργότερα, ο Λένιν υπαγόρευσε ένα «συμπλήρωμα» που αναφέρεται προφανώς στην επίπληξη της Κρούπσκαγια από τον Στάλιν δώδεκα μέρες πριν.

«Ο Στάλιν είναι υπερβολικά τραχύς, και αυτό το ελάττωμα, απόλυτα ανεκτό στον κύκλο μας και στις μεταξύ μας σχέσεις, τις σχέσεις μεταξύ κομμουνιστών, δεν ταιριάζει με τα καθήκοντα του Γενικού Γραμματέα.

Προτείνω λοιπόν στους συντρόφους να βρουν έναν τρόπο να αναγκάσουν τον Στάλιν να παραιτηθεί από τη θέση αυτή και να εκλέξουν στη θέση του κάποιον άλλον που δεν θα υπερτερούσε συγκρινόμενος με τον Στάλιν σε όλα τα επίπεδα, παρά μόνο ως προς το ότι θα ήταν πιο ανεκτικός, πιο ευθύς, πιο ευγενικός και πιο προσεκτικός απέναντι στους συντρόφους, λιγότερο ιδιότροπος κλπ. Τα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί να φαίνεται ότι είναι ασήμαντη λεπτομέρεια. Αλλά, κατά την αντίληψή μου, προκειμένου να αποφύγουμε τη διάσπαση, και με βάση τα όσα έγραψα πιο πάνω για τις σχέσεις ανάμεσα στον Στάλιν και τον Τρότσκι, δεν είναι λεπτομέρεια, ή μάλλον είναι, που όμως μπορεί να αποκτήσει καθοριστική σημασία».

Σοβαρά άρρωστος, ημιπαράλυτος, ο Λένιν εξαρτάται όλο και περισσότερο από τη γυναίκα του. Μερικές υπερβολικά σκληρές λέξεις του Στάλιν προς την Κρούπσκαγια τον κάνουν να ζητάει την παραίτηση του Γενικού Γραμματέα. Για να τον αντικαταστήσει με ποιον; Με έναν άνθρωπο που να έχει όλα τα προτερήματα του Στάλιν και «να υπερτερεί μόνο» ως προς το ότι θα είναι πιο ανεκτικός, ευγενικός και προσεκτικός! Προκύπτει καθαρά από το κείμενο ότι ο Λένιν δεν έχει σε καμιά περίπτωση κατά νου τον Τρότσκι. Τότε ποιον; Κανέναν.

Η «τραχύτητα» του Στάλιν είναι «απόλυτα ανεκτή μεταξύ κομμουνιστών» ... αλλά δεν ταιριάζει «με τα καθήκοντα του Γενικού Γραμματέα». Ωστόσο, την εποχή εκείνη, ο Γενικός Γραμματέας ασχολιόταν κατά κύριο λόγο με τα ζητήματα εσωκομματικής οργάνωσης!

Το Φλεβάρη του 1923, «η κατάσταση του Λένιν είχε χειροτερέψει, υπέφερε από δυνατούς πονοκεφάλους. Ο γιατρός του είχε κατηγορηματικά απαγορεύσει να διαβάζει εφημερίδες, να δέχεται επισκέψεις και να ενημερώνεται για τις πολιτικές εξελίξεις. Ο Βλαντίμιρ Ιλίτς ζήτησε τον απολογισμό του 10ου Συνεδρίου των σοβιέτ. Δεν του τον έδωσαν, και αυτό τον στενοχώρησε πολύ». Προφανώς, η Κρούπσκαγια προσπάθησε να προμηθευτεί τα ντοκουμέντα που της ζητούσε ο Λένιν. Ο Ντιμιτριέφσκι διηγείται ένα νέο επεισόδιο ανάμεσα σ’ εκείνη και τον Στάλιν:

«Καθώς η Κρούπσκαγια του τηλεφωνούσε μία ακόμα φορά για να πάρει από εκείνον κάποια πληροφορία, ο Στάλιν της απάντησε με προσβλητικά λόγια. Η Κρούπσκαγια, γεμάτη δάκρυα, έτρεξε αμέσως να παραπονεθεί στον Λένιν. Αυτός, που τα νεύρα του ήταν ήδη τεντωμένα στον ύψιστο βαθμό, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο».

Στις 5 Μάρτη, ο Λένιν υπαγόρευσε ένα νέο σημείωμα:

«Σεβαστέ σύντροφε Στάλιν. Είχατε τη σκαιότητα να καλέσετε τη γυναίκα μου στο τηλέφωνο για να την επιπλήξετε. Δεν προτίθεμαι να ξεχάσω τόσο γρήγορα ό,τι γίνεται σε βάρος μου, και περιττό να σας υπογραμμίσω ότι θεωρώ πως ό,τι γίνεται σε βάρος της γυναίκας μου, γίνεται και σε βάρος μου. Για το λόγο αυτό, ζητώ να σταθμίσετε σοβαρά αν δέχεστε να ανακαλέσετε τα όσα είπατε και να ζητήσετε συγνώμη, ή αν προτιμάτε να διακόψετε τις μεταξύ μας σχέσεις. Λένιν».

Προκαλεί αρκετή θλίψη η ανάγνωση αυτού του προσωπικού γράμματος ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο φυσικό του τέλος. Η ίδια η Κρούπσκαγια ζήτησε από τη γραμματέα να μη μεταβιβάσει το σημείωμα αυτό στον Στάλιν. Εξάλλου, είναι οι τελευταίες γραμμές που ο Λένιν μπόρεσε να υπαγορεύσει: την επομένη, η ασθένειά του παρουσίασε σοβαρή υποτροπή και κατέστη ανίκανος για κάθε είδους εργασία για τις υπόλοιπες ημέρες της ζωής του.

Το γεγονός ότι ο Τρότσκι νιώθει αναγκασμένος να εκμεταλλευτεί τα λόγια ενός αρρώστου που βρίσκεται στα όρια της ολικής παραλυσίας δείχνει σαφώς την ηθική υπόσταση του ατόμου αυτού. Πράγματι, όπως θα έκανε ένας αληθινός πλαστογράφος, ο Τρότσκι παρουσίασε το κείμενο αυτό σαν το τελικό αποδεικτικό στοιχείο ότι ο Λένιν τον είχε, ωραία και καλά, επιλέξει ως διάδοχο! Γράψει:

«Το σημείωμα αυτό, το τελευταίο κείμενο του Λένιν, είναι ταυτόχρονα το οριστικό συμπέρασμα των σχέσεων του με τον Στάλιν».

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1927, η ενοποιημένη αντιπολίτευση των Τρότσκι, Ζινόβιεφ και Κάμενεφ επιχείρησε για άλλη μια φορά να χρησιμοποιήσει τη «διαθήκη» κατά της ηγεσίας του Κόμματος. Σε μια δημόσια δήλωσή του, ο Στάλιν είπε τότε τα εξής:

«Εδώ οι οπαδοί της αντιπολίτευσης έβαλαν τις φωνές (...) ότι η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος “έκρυψε” τη “διαθήκη” του Λένιν. Το ζήτημα αυτό συζητήθηκε κάμποσες φορές στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής και της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου (...) (Φωνή: “Δεκάδες φορές!”) Αποδείχτηκε και υπεραποδείχτηκε ότι κανένας δεν κρύβει τίποτα, ότι τη “διαθήκη” ο Λένιν την είχε απευθύνει στο 13ο Συνέδριο του Κόμματος, ότι η “διαθήκη" αυτή διαβάστηκε στο Συνέδριο (φωνές: “Σωστά!”) και ότι το Συνέδριο αποφάσισε ομόφωνα να μην τη δημοσιεύσει, ανάμεσα στ’ άλλα και για το λόγο ότι ο ίδιος ο Λένιν δεν το ήθελε και δεν το ζητούσε (...) Λένε ότι, στη “διαθήκη" αυτή, ο σύντροφος Λένιν έκανε στο Συνέδριο πρόταση, επειδή ο Στάλιν είναι “απότομος”, να σκεφτεί το ζήτημα της αντικατάστασης του Στάλιν από τη θέση του Γ ενικού Γραμματέα με άλλον σύντροφο. Αυτό είναι πέρα για πέρα σωστό. Ναι, είμαι απότομος, σύντροφοι, απέναντι σ’ εκείνους που απότομα και δόλια διαλύουν και διασπούν το Κόμμα. (...) Στην πρώτη κιόλας συνεδρίαση της Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής που έγινε μετά το 13ο Συνέδριο, ζήτησα από την Ολομέλεια της ΚΕ να με απαλλάξει από τα καθήκοντα του Γενικού Γραμματέα. Τ ο ίδιο το Συνέδριο είχε συζητήσει αυτό το ζήτημα. Κάθε αντιπροσωπεία είχε συζητήσει αυτό το ζήτημα, κι ομόφωνα όλες οι αντιπροσωπείες, μαζί κι ο Τρότσκι, και ο Κάμενεφ, κι ο Ζινόβιεφ, υποχρέωσαν τον Στάλιν να παραμείνει στη θέση του. (...) Ύστερα από ένα χρόνο υπόβαλα ξανά αίτηση στην Ολομέλεια να με απαλλάξει, και πάλι, όμως, με υποχρέωσαν να παραμείνω στη θέση μου».

Σαν να μην έφταναν όλες αυτές οι ραδιουργίες γύρω από τη «διαθήκη», ο Τρότσκι δε δίστασε, στο τέλος της ζωής του, να κατηγορήσει τον Στάλιν ότι σκότωσε τον Λένιν!

Για να στηρίξει αυτή την αχαρακτήριστη αποκάλυψη, προβάλλει ως ένα και μοναδικό επιχείρημα «την ακλόνητη πεποίθησή του»!

Στο βιβλίο του Στάλιν, ο Τρότσκι γράφει:

«Ποιος ήταν ο πραγματικός ρόλος του Στάλιν την εποχή που αρρώστησε ο Λένιν; Ο “μαθητής” δεν έκανε τίποτα για να επισπεύσει το θάνατο του “δασκάλου” του; (...) Μόνο ο θάνατος του Λένιν μπορούσε να αφήσει το πεδίο ελεύθερο για τον Στάλιν (...) Είμαι απόλυτα πεισμένος ότι ο Στάλιν δε θα μπορούσε να περιμένει με σταυρωμένα χέρια, ενώ διακυβευόταν το μέλλον του».

Φυσικά, ο Τρότσκι δε μας παρέχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να στηρίζει αυτή την κατηγορία, ωστόσο μας πληροφορεί για το πώς του ήρθε αυτή η ιδέα...

«Γύρω στα τέλη Φλεβάρη του 1923, σε μια συγκέντρωση του Πολιτικού Γραφείου, ο Στάλιν μας πληροφόρησε ότι ο Λένιν τον είχε καλέσει ξαφνικά και του είχε ζητήσει δηλητήριο. Θεωρούσε την κατάστασή του απελπιστική, προέβλεπε νέα κρίση, δεν είχε εμπιστοσύνη στους γιατρούς του. Οι πόνοι του ήταν αφόρητοι».

Την εποχή εκείνη, ακούγοντας την ενημέρωση αυτή του Στάλιν, ο Τρότσκι παραλίγο να αποκαλύψει το μετέπειτα δολοφόνο του Λένιν! Γράφει:

«Η έκφραση του προσώπου του Στάλιν μου φάνηκε παράδοξα αινιγματική. Ένα νοσηρό χαμόγελο πλανιόταν στο πρόσωπό του, σαν πάνω σε μάσκα».

Ας ακολουθήσουμε λοιπόν τον επιθεωρητή Κλουζό-Τρότσκι στην έρευνά του. Μαθαίνουμε τα εξής:

« Γιατί ο Λένιν, που εκείνο τον καιρό ήταν εξαιρετικά δύσπιστος απέναντι στον Στάλιν, απευθύνθηκε σε αυτόν για ένα τέτοιο αίτημα; Ο Λένιν έβλεπε στον Στάλιν το μοναδικό άνθρωπο που ήταν ικανός να του φέρει δηλητήριο, γιατί είχε άμεσο συμφέρον να το κάνει. Ήξερε τα πραγματικά αισθήματα που έτρεφε ο Στάλιν για κείνον».

Προσπαθήστε να γράψετε, με τέτοιου είδους επιχειρήματα, ένα βιβλίο που να κατηγορεί τον πρίγκιπα Αλβέρτο ότι δηλητηρίασε το βασιλιά Μποντουέν: «Είχε άμεσο συμφέρον να το κάνει.» Θα σας κλείσουν μέσα. Ο Τ ρότσκι, όμως, επιτρέπει στον εαυτό του να προβεί σε ακατονόμαστες ποταπότητες, προκειμένου να συκοφαντήσει το βασικό κομμουνιστή ηγέτη, και όλη η αστική τάξη τον συγχαίρει για το «συνεπή αγώνα του κατά του Στάλιν» !

Και τώρα η κορωνίδα της διερεύνησης του εγκλήματος από το μεγάλο λαγωνικό, τον ντετέκτιβ Τρότσκι:

«Φαντάζομαι πως τα πράγματα έγιναν περίπου ως εξής: Ο Λένιν ζήτησε δηλητήριο στα τέλη Φλεβάρη του 1923. Προς το χειμώνα, η κατάσταση της υγείας του Λένιν άρχισε να βελτιώνεται αργά. Η ομιλία επανερχόταν. Ο Στάλιν ήθελε την εξουσία. Είχε πλησιάσει το σκοπό του, αλλά ο κίνδυνος που λεγόταν Λένιν ήταν ακόμα πολύ κοντά. Ο Στάλιν θα πρέπει να πήρε την απόφαση ότι ήταν επιτακτική ανάγκη να δράσει άμεσα. Αν ο Στάλιν έστειλε το δηλητήριο στον Λένιν αφότου οι γιατροί είχαν αφήσει να εννοηθεί έμμεσα ότι δεν υπήρχε πια ελπίδα ή αν κατέφυγε σε πιο άμεσες ενέργειες, αυτό το αγνοώ».

Ακόμα και τα ψέματα του Τ ρότσκι είναι κακοεπινοημένα: αν δεν υπήρχε πια ελπίδα, γιατί να ήθελε ο Στάλιν να «δολοφονήσει» τον Λένιν;

Από τις 6 Μάρτη του 1923 ως το θάνατό του, ο Λένιν ήταν σχεδόν αδιάκοπα παράλυτος και δεν μπορούσε να μιλήσει. Η γυναίκα του, η αδελφή του και οι γραμματείς του ήταν στο προσκέφαλό του. Ο Λένιν δε θα μπορούσε να είχε πάρει δηλητήριο χωρίς να το μάθουν. Τα ιατρικά ανακοινωθέντα της περιόδου αυτής εξηγούν σαφέστατα γιατί ο θάνατος του Λένιν ήταν αναπόφευκτος.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Τρότσκι κατασκεύασε τις κατηγορίες του κατά του «δολοφόνου Στάλιν», καθώς και ο τρόπος που χρησιμοποίησε δόλια τη δήθεν «διαθήκη» υποβαθμίζουν ολότελα όλο του τον αγώνα κατά του Στάλιν.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger