Την αποστολή να ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές συνέπειες που είχε η δράση των «Σωμάτων Ασφαλείας» στην ανάπτυξη του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος, να «εκκαθαρίσει» δηλαδή τις συνοικίες από «αντιδραστικά στοιχεία», σύμφωνα με την ορολογία της εποχής, ανέλαβε η «Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα» (ΟΠΛΑ).
Η οργάνωση αυτή ενεργοποιήθηκε στις ανατολικές συνοικίες ουσιαστικά το 1944. Άντλησε τις δυνάμεις της από τα πλέον μαχητικά μέλη του ΕΛΑΣ σε κάθε συνοικία. Αποτελούσε διακριτή οργάνωση που δρούσε ανεξάρτητα από τις ΕΑΜικές, είχε δικά της συλλογικά όργανα και συνδεόταν απευθείας με την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος σε επίπεδο πόλης. Αντλούσε τις πληροφορίες της από τις λεγόμενες «φράξιες» μέσα στα «Σώματα Ασφαλείας» και από ανακρίσεις που πραγματοποιούσε σε συλληφθέντες.
Η ΟΠΛΑ δραστηριοποιούταν από κοινού με τον ΕΛΑΣ για την προάσπιση των συνοικιών, ενώ οι
επιχειρήσεις που οργάνωνε εκτελούνταν αποκλειστικά από δικά της μέλη. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ΕΑΜικές οργανώσεις, η ΟΠΛΑ αποστασιοποιήθηκε από τη στενή σχέση τοπικών κοινωνιών – ΕΑΜικών οργανώσεων, σχέση την οποία ενίσχυε πολλαπλά το ΕΑΜικό στρατόπεδο.
Η δημιουργία ενός ένοπλου σώματος, όπως η ΟΠΛΑ, υπήρξε μια επιλογή που από μόνη της έσπαγε τον κύριο συνεκτικό δεσμό που είχαν οι «λαογέννητες» ΕΑΜικές οργανώσεις με την τοπική ή την ευρύτερη κοινωνία.
Η αποκοπή της ΟΠΛΑ από τις τοπικές κοινωνίες, λόγω της αποστολής που καλούνταν να υλοποιήσει ως μια κλειστή και απόλυτα ελεγχόμενη από το Κομμουνιστικό Κόμμα ένοπλη οργάνωση, δεν συνεπαγόταν την απώλεια υποστήριξης από τις τοπικές κοινότητες. Απέναντι στην ένοπλη βία των
«Σωμάτων Ασφαλείας», που στρεφόταν αδιακρίτως εναντίον κάθε κατοίκου των «κόκκινων» συνοικιών, σε μια λογική συλλογικής ευθύνης, κάποιες εκτελέσεις της ΟΠΛΑ ικανοποιούσαν το
«κοινό περί δικαίου αίσθημα». Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση των τριών κουκουλοφόρων, οι οποίοι κατέδωσαν μέλη των τοπικών ΕΑΜικών οργανώσεων που βρίσκονταν ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος στη συμβολή των οδών Φιλολάου και Εμπεδοκλέους, κατά τη διάρκεια του
«μπλόκου» της Γούβας στις 4 Ιουλίου 1944.
Η προδοτική τους στάση δεν έμεινε αναπάντητη. Μόλις μια εβδομάδα μετά μέλη της ΟΠΛΑ εντόπισαν τους φερόμενους ως καταδότες και τους εκτέλεσαν μέσα στα σπίτια τους31.
∆ύο εβδομάδες αργότερα η κλιμάκωση της σύγκρουσης στις ανατολικές συνοικίες έλαβε ξεκάθαρα μορφή αντεκδίκησης. Στις 25 Ιουλίου, στην πλατεία Ταχυδρομείου στο Παγκράτι, «ανευρέθησαν δύο πτώματα, φέροντα τραύματα εις τους κροτάφους δια πυροβόλου όπλου. Επ’ αυτών ανευρέθη σημείωμα, αναγράφον “έτσι εκδικούνται οι εθνικισταί τους δολοφόνους κομμουνιστάς”»32
.
Τη διαδικασία μέσω της οποίας η πολιτική αντιπαράθεση μετασχηματίστηκε σε ένοπλη σύγκρουση, λαμβάνοντας παράλληλα και τη μορφή των εκατέρωθεν στοχευμένων εκτελέσεων, μπορούμε να διακρίνουμε στη μαρτυρία του ΕΛΑΣίτη Λευτέρη Ευαγγελίδη. Με κεντρικό άξονα τα θύματα της ένοπλης βίας, ο Ευαγγελίδης καταγράφει την προσωπική ματιά των ανθρώπων που ενεπλάκησαν σε αυτή:
«Το πατριωτικό αίσθημα σιγά-σιγά, όσο ζυμώνεσαι μέσα στο κίνημα, τόσο το πατριωτικό σου αίσθημα ανεβαίνει. Στην αρχή δηλαδή πας σύρριζα που λένε, άκρη-άκρη και μετά βλέπεις ορισμένα πράγματα εκεί μέσα. Αρχίζεις να έχεις χειροπιαστά παραδείγματα από κάποια γεγονότα. Αρχίζεις να έχεις θύματα
στον κύκλο σου. Μεγάλο πράγμα αυτό! Μεγάλο πράγμα! Όταν εγώ σας λέω ότι έχω χάσει 30 φίλους… Μετά ζυμώνεσαι μέσα στο κίνημα και χωρίς υπερβολή θέλεις να κάνεις όλο και κάτι παραπάνω»33.
Η διολίσθηση της σύγκρουσης σε ένα συνεχώς διευρυνόμενο κύκλο αντεκδικήσεων στις ανατολικές συνοικίες εντάθηκε, όταν στις 27 Ιουλίου 1944 έγινε γνωστή η δολοφονία του στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ηλέκτρας Αποστόλου από την «Ειδική Ασφάλεια». Η δολοφονία αυτή προκάλεσε τη διενέργεια μαζικών αντιποίνων από την πλευρά της ΟΠΛΑ που αυτή τη φορά στόχευαν υψηλόβαθμους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, οι οποίοι συνεργάζονταν ή είχαν χαρακτηριστεί από την ΟΠΛΑ ως συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής και της «Ειδικής Ασφάλειας».
Έτσι, στις 3 Αυγούστου 1944 συνελήφθη στο Παγκράτι και εκτελέστηκε στην Καισαριανή ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Σ. Κασίμης. Την ίδια μέρα εκτελέστηκε στο Παγκράτι ο Συνταγματάρχης Χωροφυλακής Ε. Σιδεράτος. ∆ύο μέρες αργότερα, ομάδα περίπου δέκα μελών της ΟΠΛΑ με γερμανικές στρατιωτικές στολές συνέλαβε στο Παγκράτι και στη συνέχεια εκτέλεσε τον Ταγματάρχη ∆ιαχειρίσεως Ι. Καπράλο, τον Ταγματάρχη Πεζικού Σ. Μαυρομμάτη, τον Μ. Σπυριδάκο και τον αξιωματικό Γ. ∆ιακάκη34.
Η απάντηση ήρθε δύο εβδομάδες αργότερα, στις 18 Αυγούστου, όταν δυνάμεις των «Ταγμάτων Ασφαλείας» και της «Ειδικής Ασφάλειας», συγκρούστηκαν στην Καισαριανή με τον ΕΛΑΣ. Μετά τη λήξη της σύγκρουσης και την αποχώρηση του ΕΛΑΣ προς τον Υμηττό, ακολούθησε ένα μικρό
«μπλόκο» στη συνοικία, όπου άνδρες των παραπάνω δυνάμεων συνέλαβαν 35 άτομα εκ των οποίων τα
πέντε εκτελέστηκαν επί τόπου.
Η συγκεκριμένη σύγκρουση έλαβε έντονη συμβολική διάσταση. Την ημέρα αυτή οι πέντε παραπάνω, καθώς και άλλοι τέσσερις κάτοικοι της Καισαριανής, εκτελέστηκαν από τα «Τάγματα Ασφαλείας» στην κεντρική πλατεία της συνοικίας35.
Η πρώτη αυτή εκτέλεση, στο κέντρο της συνοικίας με το μαχητικότερο ΕΑΜικό κίνημα στην πρωτεύουσα, υπήρξε μια από τις εκδηλώσεις της αντίληψης περί συλλογικής ευθύνης των κατοίκων της. Αυτός ήταν ίσως ο λόγος που για πρώτη φορά τα αντίποινα της ΟΠΛΑ ήταν άμεσα και πραγματοποιήθηκαν επίσης με έναν ιδιαίτερα συμβολικό τρόπο που καταδείκνυε την αποδοχή της λογικής περί συλλογικής ευθύνης κι από τη δική της πλευρά. Σύμφωνα με το δελτίο συμβάντων του ΚΒ΄ αστυνομικού τμήματος, αμέσως μετά την εκτέλεση και αφότου αποχώρησαν οι εχθρικές δυνάμεις, μέλη της ΟΠΛΑ συνέλαβαν «(…) τον εύζωνα Καλαφάτην Αναστάσιον και την αδελφήν του Κατίνα τη μεν τελευταία εφόνευσαν εις τον τόπον της συλλήψεως τον δε αδελφόν της μετέφερον εις τον τόπον ένθα ήσαν τα πτώματα των υπό της Ασφαλείας εκτελεσθέντων, τον εξετέλεσαν και τον έρριψαν επί των πέντε ετέρων πτωμάτων.
Αυτό έπραξαν και δια τον εύζωνα Γελουδάκην ∆ήμον επί των ενδυμάτων του οποίου εκαρφίτσωσαν τεμάχιον χάρτου εφ’ ου ενέγραψαν τας λέξεις: “Για τους πέντε ήρωας θα εκτελεσθούν 100 όμοιοι του. ΕΛΑΣ”»36.
Η διαδρομή από το ΕΑΜ Νέων και την ΕΠΟΝ στον ΕΛΑΣ και τέλος στην ΟΠΛΑ καθιστούσε τα μέλη της τελευταίας ως τους εκλεκτούς του κινήματος. Ήταν αυτοί των οποίων η μαχητικότητα και το θάρρος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους στον ΕΛΑΣ αποτέλεσαν διαβατήριο για τη στρατολόγησή τους στην ΟΠΛΑ, μια επιλογή που αμέσως τους ξεχώριζε από τους υπόλοιπους συναγωνιστές τους.
Η αναγκαιότητα δημιουργίας μιας οργάνωσης «έξω από τους πολλούς», όπως το έθεσε ο ΕΛΑΣίτης Λευτέρης Ευαγγελίδης37, δημιουργούσε σε πολλές περιπτώσεις μια αίσθηση υπεροχής στα μέλη της ΟΠΛΑ, αίσθηση που δεν ταίριαζε στο συλλογικό αντιστασιακό πνεύμα που έφεραν οι ΕΑΜικές οργανώσεις. Αυτή η διαφορά καταγράφεται στα λόγια του πολιτικού στελέχους, Γραμματέα του 6ου Τομέα (ανατολικών συνοικιών) της ΕΠΟΝ, Μιχάλη Λιαρούτσου:
«Η ΟΠΛΑ ήτανε οργανισμός που είχε δική της καθοδήγηση… Αυτοί κατά κάποιο τρόπο αποστασιοποιούμενοι από τις οργανώσεις δεν ακούγαν και κανέναν. ∆ηλαδή άμα πήγαινες να του πεις “εγώ ενδιαφέρομαι για τον τάδε”, σου ’λεγε “κάνε τη δουλειά σου”. Είναι όπως είναι η Αστυνομία. Την Αστυνομία στον Εμφύλιο πόλεμο την ήλεγχε κανένας; Σου ’λεγε “κύριε, εγώ έχω εδώ πέρα αναλάβει ένα έργο τέτοιο, τι είσαι εσύ, πολιτικός; Βρε τράβα πέρα δεν έχω καμιά δουλειά μαζί σου”»38.
Στις 2 Σεπτεμβρίου, η ΟΠΛΑ κατάφερε το μεγαλύτερό της πλήγμα στην ομάδα Παπαγεωργίου, τον ισχυρότερο εχθρό που αντιμετώπιζε το ΕΑΜικό κίνημα στις ανατολικές συνοικίες, εκτελώντας τον αρχηγό της39. Η δολοφονία του Νίκου Παπαγεωργίου προκάλεσε εκτεταμένα αντίποινα. Την ίδια μέρα, μέλη της ομάδας του «εξετέλεσαν εις διάφορα σημεία του Παγκρατίου τρία άτομα. Επί των πτωμάτων των ανευρέθησαν πινακίδες με τας λέξεις “Παπαγεωργίου 1”, “Παπαγεωργίου 2”, “Παπαγεωργίου 3”»40. Μια μέρα μετά εκτέλεσαν δύο άτομα στο σημείο όπου εκτελέστηκε ο Παπαγεωργίου, ανταποδίδοντας σε συμβολικό επίπεδο το «τελετουργικό» της εκτέλεσης των δύο ανδρών των «Ταγμάτων Ασφαλείας» επί των εκτελεσμένων ΕΛΑΣιτών στην κεντρική πλατεία της Καισαριανής41.
Η εκδίκηση της ομάδας Παπαγεωργίου δεν περιορίστηκε σε μέλη των ΕΑΜικών οργανώσεων. Τις ημέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία του αρχηγού τους, στήνοντας «μπλόκα» λίγο πριν το τέρμα του τραμ στην πλατεία Παγκρατίου, κατέβαζαν τους επιβάτες, ξεχώριζαν τα άτομα των οποίων οι ταυτότητες ανέφεραν ως τόπο κατοικίας την Καισαριανή ή το Βύρωνα και τους εκτελούσαν επί τόπου42.
Τόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση των αντιποίνων για τη δολοφονία του Νίκου Παπαγεωργίου, όσο και σ’ αυτών για τη δολοφονία της Ηλέκτρας Αποστόλου, διακρίνεται μια τακτική παραδειγματικών εκτελέσεων που βασίζονταν στη λογική περί συλλογικής ευθύνης. Η εμπλοκή των συγκεκριμένων στρατιωτικών που εκτελέστηκαν σε αντίποινα για τη δολοφονία της Ηλέκτρας Αποστόλου δεν
προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία, καθώς ο θάνατός της οφειλόταν στα βασανιστήρια μελών της
«Ειδικής Ασφάλειας». Ακόμη περισσότερο, στην περίπτωση
της δολοφονίας του Νίκου Παπαγεωργίου, οι άνδρες του γνώριζαν καλά ότι ανάμεσα στα μέλη της ΟΠΛΑ που τον εκτέλεσαν δεν συμμετείχε ο 16χρονος μαθητής Ι. Βαφειάδης και ο 50χρονος συνταξιούχος πολιτικός Γ. Κυριαζής, οι οποίοι εκτελέστηκαν συµβολικά στο σηµείο που δολοφονήθηκε ο Παπαγεωργίου ή ο ΕΑΜίτης υπάλληλος του Ειρηνοδικείου Αθηνών Β. Σαράντης, ο οποίος κατέφυγε σε φιλικό του σπίτι στο Θησείο όπου συνελήφθη από µέλη της «Χ»και οδηγήθηκε στο Παγκράτι για να εκτελεστεί παραδειγµατικά το µεσηµέρι της 4ης Σεπτεµβρίου στην πολυσύχναστη πλατεία Πλαστήρα43.
Παραπομπές:
31 Εφημερίδα Καθημερινή, 16.7.1944
32 ∆ελτίο συμβάντων του Ι΄ Αστυνομικού Τμήματος, Αρχείο Αρ. Κουτσουμάρη, ΕΛΙΑ.
33 Λευτέρης Ευαγγελίδης, συνέντευξη 13.4.2007.
34 Αρχείο Μ.Ο.∆. Αθηνών - ∆ικαστικά (1947), ΓΑΚ
35 ∆ελτίο συμβάντων του ΚΒ΄ Αστυνομικού Τμήματος, φακ. 46, αρχείο Αρ. Κουτσουμάρη, ΕΛΙΑ.
36 ∆ελτίο συμβάντων του ΚΒ΄ Αστυνομικού Τμήματος, φακ. 46, αρχείο Αρ. Κουτσουμάρη, ΕΛΙΑ.
37 Λευτέρης Ευαγγελίδης, συνέντευξη 13-4-2007
38 Μιχάλης Λιαρούτσος, συνέντευξη 10-7-2006.
39 Οι Παπαγεωργίου ήταν οικογένεια στρατιωτικών. Ο μεγαλύτερος γιος και εύελπις, Νίκος Παπαγεωργίου, ηγήθηκε μιας ομάδας ενόπλων μαζί με τα δύο μικρότερα αδέλφια του, η οποία συνεργαζόταν στενά με την οργάνωση «Χ». Με βάση το τριώροφο σπίτι της οικογένειας στο κέντρο του Παγκρατίου, όπου στρατωνίζονταν 20-30 ένοπλοι, η ομάδα Παπαγεωργίου είχε ως στόχο να περιορίσει την επέκταση του ΕΑΜ στο «αστικό» Παγκράτι.
40 Εφημερίδα Ελευθερία, 4.9.1944.
41 Εφημερίδα Ελευθερία, 5.9.1944.
42 Εφημερίδα Ελευθερία, 6.9.1944. Πάντως, σε αντίθεση με τις προφορικές μαρτυρίες περί εκτελέσεων κατοίκων της Καισαριανής και του Βύρωνα στα συγκεκριμένα «μπλόκα», στο Αρχείο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών καταγράφονται τουλάχιστον δέκα άτομα ως θύματα, τα οποία στην πλειονότητά τους κατοικούσαν στο Παγκράτι. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί απόλυτα τις μαρτυρίες, καθώς όποτε δινόταν η ευκαιρία οι κάτοικοι των ανατολικών συνοικιών έθαβαν τους νεκρούς τους χωρίς αυτοί να σταλούν στο νεκροτομείο και άρα να καταγραφούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες.
43 Αρχείο Ειδικού ∆ικαστηρίου Αθηνών, ΓΑΚ και Αρχείο Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών
ΠΗΓΕΣ
Αρχεία
Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών
Αρχείο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, Μητρώο Νεκροτομών.
Γενικά Αρχεία του Κράτους:
Αρχείο Ειδικού ∆ικαστηρίου Αθηνών, Πρακτικά συνεδριάσεων 1945-1948.
Αρχείο Μικτών Ορκωτών ∆ικαστηρίων, Πρακτικά συνεδριάσεων 1945-1947.
Μικρές Συλλογές ΓΑΚ, Κ163, Αρχείο Ηρακλή Πετιμεζά.
Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο
Αρχείο Αριστοτέλη Κουτσουμάρη.
Αρχείο παράνομου αντιστασιακού Τύπου.
∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού
Έκθεση Παναγιώτη Κυριακού
Περί της Ιστορίας του Συν/τος Ευζώνων Ασφαλείας Αθηνών, με ημερομηνία 18-4-1957.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αυδής Αλέξανδρος, Οι Μπουραντάδες, Αθήνα, Νέα Θέσις, 2006.
Βερέμης Θάνος, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική, Αθήνα, Κούριερ, 2000.
∆έπος Ελευθέριος, «Η διάσπασις αρχίζει εις τον Ε∆ΕΣ Αθηνών. Μάιος 1943: Τα πρακτικά
της συνεδριάσεως της Επαναστατικής Επιτροπής», Ιστορικόν Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως, 1960, τ. 27-28, 49.
Ζάννας Αλέξανδρος, Η κατοχή: αναμνήσεις-επιστολές, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1964.
Ζέκεντορφ, Μάρτιν, Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό. Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991.
Καβάλα Μαρία, «Πείνα και επιβίωση. Αντιμετώπιση των στερήσεων στην κατεχόμενη Ελλάδα», στο Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000.
Η εμπόλεμη Ελλάδα 1940-1949. Αλβανικό Έπος - Κατοχή και Αντίσταση - Εμφύλιος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, τόμ. 8, 49-62.
Κουκουλές Γ. Φ., «Η συμβολή του Εθνικού Εργατικού Απελευθερωτικού Μετώπου στον αγώνα για την επιβίωση (1941-1944)», Αρχειοτάξιο, 2001, 3:94-104.
Κωτσάκης Σπύρος, Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Aντίστασης στην Αθήνα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986.
Λούκος Χρήστος, «Η πείνα στην Κατοχή. ∆ημογραφικές και κοινωνικές διαστάσεις», στο
Χρήστος Χατζηιωσήφ & Προκόπης Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940-1945. Κατοχή - Αντίσταση, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007, τόμ. Γ2, 219-261.
Μακρής Ορέστης, Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1985.
Μαργαρίτης, Γιώργος, Από την ήττα στην εξέγερση. Ελλάδα: άνοιξη 1941 - φθινόπωρο
1942, Αθήνα, Πολίτης, 1993.
Μπουρνόβα Ευγενία, «Θάνατοι από πείνα. Η Αθήνα το χειμώνα του 1941-1942», Αρχειοτάξιο, 2005, 7:52-73.
Χρηστίδης Χριστόφορος, Χρόνια Κατοχής 1941-1944: μαρτυρίες ημερολογίου, Αθήνα, [χ.ε], 1971
Δημοσίευση σχολίου