{[['']]}
Η καταγωγή της Οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους
Για την Ινδία, ο Νέαρχος από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου μιλάει κιόλας για συντροφικό νοικοκυριό με από κοινού καλλιέργεια της γης, που υπάρχει ακόμα και σήμερα στην ίδια περιοχή, στο Παντζάμπ και σ' όλο το βορειοδυτικό μέρος της χώρας. Στον Καύκασο μπόρεσε να αποδείξει την ύπαρξη του ο ίδιος ο Κοβαλέφσκι. Στο Αλγέρι υπάρχει ακόμα στους Καβίλους. Ακόμα και στην Αμερική φαίνεται ότι έχει παρουσιαστεί, και προσπαθούν να το ανακαλύψουν στα «Calpullis» του παλιού Μεξικού που περιγράφει ο Θουρίτα.*
Αντίθετα, ο Κούνοβ (Αusland, 1890, αρ. 42-44)**, απέδειξε αρκετά καθαρά ότι στο Περού τον καιρό της κατάκτησης του, υπήρχε ένα είδος κοινοτικού συστήματος (Markverfassung), όπου κατά περίεργο τρόπο το μαρκ (κοινότητα) το έλεγαν μάρκα, με περιοδικό μοίρασμα της γης που καλλιεργούσαν, δηλαδή υπήρχε ατομική καλλιέργεια.
Οπωσδήποτε, η πατριαρχική οικιακή συντροφιά με κοινή γαιοκτησία και κοινή καλλιέργεια αποκτάει τώρα μια σημασία ολότελα διαφορετική απ' ό,τι είχε προηγούμενα. Δεν μπορούμε πια ν' αμφιβάλουμε περισσότερο για το σπουδαίο μεταβατικό ρόλο που έπαιξε στους πολιτισμένους και σε μερικούς άλλους λαούς του παλιού κόσμου, στην περίοδο ανάμεσα στην οικογένεια του μητρικού δικαίου και στη μονογαμική οικογένεια. Παρακάτω θα ξαναγυρίσουμε στο συμπέρασμα που έβγαλε παραπέρα ο Κοβαλέφσκι, ότι η πατριαρχική οικιακή συντροφιά ήταν επίσης η μεταβατική βαθμίδα από την οποία αναπτύχθηκε η αγροτική κοινότητα ή μαρκ με την καλλιέργεια της γης από χωριστές οικογένειες με το αρχικά περιοδικό και ύστερα οριστικό μοίρασμα της καλλιεργήσιμης γης και των λιβαδιών.
Σχετικά με την οικογενειακή ζωή μέσα σ' αυτές τις οικιακές συντροφιές, πρέπει να σημειώσουμε ότι, τουλάχιστον στη Ρωσία, ο οικογενειάρχης έχει τη φήμη ότι καταχράται πάρα πολύ τη θέση του απέναντι στις νεότερες γυναίκες της συντροφιάς, ιδιαίτερα απέναντι στις νύφες του, και ότι συχνά φτιάχνει μ' αυτές χαρέμι. Γι' αυτό μιλάνε αρκετά εύγλωττα τα ρώσικα λαϊκά τραγούδια.
Πριν περάσουμε στη μονογαμία που αναπτύσσεται γρήγορα με την ανατροπή του μητρικού δικαίου, δυο λόγια ακόμα για την πολυγαμία και την πολυανδρία. Και οι δυο αυτές μορφές γάμου μπορούν να υπάρξουν μονάχα σαν εξαιρέσεις, σαν να λέμε ιστορικά προϊόντα πολυτελείας, εκτός αν παρουσιάζονταν η μια πλάι στην άλλη σε μια χώρα, πράγμα που, όπως είναι γνωστό, δεν συμβαίνει. Επειδή λοιπόν οι αποκλεισμένοι από την πολυγαμία άντρες δεν μπορούν να παρηγορηθούν με τις γυναίκες που περισσεύουν από την πολυανδρία, ενώ ο αριθμός των αντρών και των γυναικών, άσχετα από κοινωνικούς θεσμούς, ήταν ως τώρα περίπου ίσος, αποκλείεται από μόνη της η επικράτηση σαν γενικής μορφής της μιας ή της άλλης απ' αυτές τις δυο μορφές γάμου.
Πραγματικά, η πολυγαμία ενός άντρα ήταν ολοφάνερα προϊόν της δουλείας και περιοριζόταν σε μεμονωμένες εξαιρετικές περιπτώσεις. Στη σημιτική πατριαρχική οικογένεια μονάχα ο ίδιος ο πατριάρχης, και το πολύ-πολύ ένας-δυο από τους γιους του, ζούνε σε πολυγαμία, οι υπόλοιποι είναι υποχρεωμένοι να αρκούνται σε μία γυναίκα. Έτσι γίνεται και σήμερα ακόμα σ' όλη την Ανατολή. Η πολυγαμία είναι προνόμιο των πλούσιων και των προυχόντων, που στρατολογούν τις γυναίκες κυρίως αγοράζοντας σκλάβες. Η μάζα του λαού ζει μονογαμικά.
Μια παρόμοια εξαίρεση είναι και η πολυανδρία στην Ινδία και το Θιβέτ, που η ενδιαφέρουσα οπωσδήποτε καταγωγή της από τον ομαδικό γάμο πρέπει ακόμα να εξεταστεί από πιο κοντά. Στην πράξη φαίνεται άλλωστε να είναι πολύ πιο βολική από το ζηλότυπο χαρεμικό σύστημα των μωαμεθανών. Τουλάχιστον στους Νάιρ στην Ινδία τρεις, τέσσερις ή περισσότεροι άντρες έχουν μεν από κοινού μια γυναίκα, ο καθένας τους όμως μπορεί παράπλευρα, μαζί με τρεις ή περισσότερους άλλους άντρες, να έχει από κοινού μια δεύτερη γυναίκα, και με τον ίδιο τρόπο, μια τρίτη, τέταρτη κλπ. Είναι περίεργο πώς ο Μακ Λέναν, που περιέγραψε ο ίδιος αυτές τις γαμήλιες λέσχες, και που τα μέλη τους μπορούν να ανήκουν ταυτόχρονα και σε πολλές παρόμοιες λέσχες, δεν ανακάλυψε σ' αυτές την καινούργια κατηγορία του λεσχιακού γάμου. Άλλωστε, αυτό το καθεστώς του λεσχιακού γάμου δεν είναι καθόλου πολυανδρία. Είναι, αντίθετα, όπως παρατηρεί κιόλας ο Ζιρό-Τελόν, μια ειδικευμένη μορφή του ομαδικού γάμου. Οι άντρες ζουν πολυγαμικά, οι γυναίκες πολυαντρικά.
4) Η μονογαμική οικογένεια. Γεννιέται, όπως δείξαμε, από τη ζευγαρωτή οικογένεια, στο πέρασμα από τη μεσαία στην ανώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας. Η οριστική της νίκη είναι ένα από τα γνωρίσματα του πολιτισμού που αρχίζει. Βασίζεται στην κυριαρχία του άντρα, με ρητό σκοπό τη γέννηση παιδιών που η πατρότητα τους να είναι αδιαφιλονίκητη, και η πατρότητα αυτή απαιτείται, γιατί αυτά τα παιδιά θα γίνουν μια μέρα οι άμεσοι κληρονόμοι της πατρικής περιουσίας. Διακρίνεται από το ζευγαρωτό γάμο με την πολύ μεγαλύτερη σταθερότητα του γαμήλιου δεσμού, που τώρα πια δεν λύνεται με αμοιβαία συναίνεση. Τώρα, κατά κανόνα, μονάχα ο άντρας μπορεί πια να τον λύσει και να διώξει τη γυναίκα του. Και σήμερα ακόμα τουλάχιστον το έθιμο του εξασφαλίζει το δικαίωμα της συζυγικής απιστίας (ο ναπολεόντειος κώδικας του το αναγνωρίζει ρητά, εφόσον δεν φέρνει την παλλακίδα στο συζυγικό σπίτι***), και το ασκεί όλο και περισσότερο, όσο προχωράει η κοινωνική εξέλιξη. Αν θυμηθεί η γυναίκα την παλιά σεξουαλική πράξη και θελήσει να την ξαναζωντανέψει, τιμωρείται τόσο αυστηρά όσο ποτέ άλλοτε.
Την καινούργια οικογενειακή μορφή τη συναντάμε με όλη την αυστηρότητα της στους Έλληνες. Ενώ, όπως παρατηρεί ο Μαρξ, η θέση της θεάς στη μυθολογία μας δείχνει μια προηγούμενη περίοδο, όπου οι γυναίκες είχαν ακόμα μια πιο ελεύθερη, πιο σεβαστή θέση, στην ηρωική εποχή βρίσκουμε κιόλας τη γυναίκα ταπεινωμένη από την κυριαρχία του άντρα και από το συναγωνισμό που της κάνουν οι σκλάβες.
Ας διαβάσει κανείς στην Οδύσσεια πώς ο Τηλέμαχος μαλώνει και βάζει στη θέση της τη μητέρα του. Στον Όμηρο, οι αιχμαλωτισμένες νέες γυναίκες προορίζονται για τη σαρκική απόλαυση των νικητών. Οι στρατιωτικοί αρχηγοί, με τη σειρά και κατά βαθμό, διαλέγουν για τον εαυτό τους τις ωραιότερες. Όπως είναι γνωστό, ολόκληρη η Ιλιάδα στρέφεται γύρω από τη διαμάχη ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα για μια τέτοια δούλη. Για κάθε σημαντικό ομηρικό ήρωα αναφέρεται η αιχμαλωτισμένη στον πόλεμο κοπέλα που μοιράζεται μαζί του τη σκηνή και το κρεβάτι του. Τα κορίτσια αυτά τα παίρνουν επίσης μαζί τους στην πατρίδα και στο συζυγικό σπίτι, όπως κάνει στον Αισχύλο ο Αγαμέμνονας με την Κασσάνδρα. Οι γιοι που γεννιούνται από τέτοιες δούλες παίρνουν ένα μικρό μέρος από την πατρική κληρονομιά και θεωρούνται εντελώς ελεύθεροι. Ο Τεύκρος είναι τέτοιος εξώγαμος γιος του Τελαμώνα και έχει το δικαίωμα να φέρει το όνομα του πατέρα του.
Από τη σύζυγο απαιτούν να τα δέχεται όλα αυτά, η ίδια όμως να μένει αυστηρά αγνή και πιστή στο σύζυγο. Είναι αλήθεια ότι την ελληνίδα γυναίκα της ηρωικής εποχής την εκτιμούν περισσότερο από τη γυναίκα της πολιτισμένης περιόδου, ωστόσο για τον άντρα είναι τελικά μονάχα η μητέρα των νόμιμων παιδιών του, που θα τον κληρονομήσουν, η ανώτερη του οικονόμος και η προϊσταμένη για τις δούλες, που μπορεί κατά το κέφι του να τις κάνει, και τις κάνει, παλλακίδες του. Το γεγονός ότι υπήρχε η δουλεία πλάι στη μονογαμία, ότι υπήρχαν οι νεαρές όμορφες σκλάβες που ανήκαν σώμα και ψυχή στον άντρα, δίνει από την πρώτη στιγμή στη μονογαμία τον ειδικό χαρακτήρα της, ότι δηλαδή είναι μονογαμία μόνο για τη γυναίκα, όχι όμως και για τον άντρα. Και αυτόν το χαρακτήρα τον έχει ακόμα και σήμερα.
Στους κατοπινούς Έλληνες πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στους Δωριείς και τους Ίωνες. Οι πρώτοι, που κλασικό τους παράδειγμα είναι η Σπάρτη, έχουν γαμήλιες σχέσεις που από πολλές απόψεις είναι πιο αρχαϊκές ακόμα κι απ' αυτές που αναφέρει και ο ίδιος ο Όμηρος. Στη Σπάρτη επικρατεί ένας ζευγαρωτός γάμος που τροποποιήθηκε από το κράτος σύμφωνα με τις εκεί αντιλήψεις και που θυμίζουν αρκετά ακόμα τον ομαδικό γάμο. Τους άτεκνους γάμους τους διαλύουν. Ο βασιλιάς Αναξανδρίδης (γύρω στο 560 πριν από τη χρονολογία μας), πλάι στην άτεκνη γυναίκα του, πήρε μια δεύτερη γυναίκα και διατηρούσε δυο νοικοκυριά. Την ίδια εποχή, ο βασιλιάς Αρίστων πρόσθεσε σε δυο στείρες γυναίκες του μια τρίτη, παράτησε όμως μια από τις πρώτες. Από την άλλη πλευρά, πολλοί αδερφοί μπορούσαν να έχουν μια γυναίκα από κοινού και μπορούσε ο φίλος που του άρεσε καλύτερα η γυναίκα του φίλου του, να τη μοιράζεται μαζί του.
Και το θεωρούσαν αξιοπρεπές να βάζει κανείς τη γυναίκα του στη διάθεση ενός ρωμαλέου «επιβήτορα», όπως θα έλεγε ο Μπίσμαρκ, και αν ακόμα το άτομο αυτό δεν ήταν πολίτης. Από ένα χωρίο του Πλούταρχου, όπου μια Σπαρτιάτισσα παραπέμπει στο σύζυγο της τον εραστή που την κυνηγούσε με ερωτικές προτάσεις, βγαίνει —κατά τον Σέμαν— ότι επικρατούσε ακόμα πολύ μεγάλη ελευθερία ηθών****. Γι' αυτό ήταν κάτι το άγνωστο η πραγματική μοιχεία, η απιστία της γυναίκας πίσω από την πλάτη του άντρα.
Από την άλλη μεριά, στη Σπάρτη, τουλάχιστον στην καλύτερη εποχή της, ήταν άγνωστη η οικιακή δουλεία, οι δουλοπάροικοι είλωτες ζούσαν χώρια στα κτήματα. Γι' αυτό ήταν μικρότερος ο πειρασμός για τους Σπαρτιάτες***** να ορέγονται τις γυναίκες των ειλώτων. Κάτω απ' όλες αυτές τις συνθήκες, ήταν πολύ φυσικό οι γυναίκες της Σπάρτης να έχουν μια πολύ πιο σεβαστή θέση από τη θέση που είχαν οι γυναίκες στους υπόλοιπους Έλληνες. Οι Σπαρτιάτισσες και ο ανθός των εταίρων της Αθήνας είναι οι μόνες ελληνίδες γυναίκες για τις οποίες μιλούν με σεβασμό οι αρχαίοι και που θεωρούν ότι αξίζει τον κόπο να σημειώνουν τις γνώμες τους.
Ολότελα διαφορετικά ήταν τα πράγματα στους Ίωνες που τους εκπροσωπεί χαρακτηριστικά η Αθήνα. Τα κορίτσια μάθαιναν μονάχα να γνέθουν, να υφαίνουν, να ράβουν και το πολύ-πολύ λίγη ανάγνωση και γραφή. Ήταν σχεδόν φυλακισμένες, συναναστρέφονταν μονάχα άλλες γυναίκες. Ο γυνακωνίτης ήταν ξεχωριστό διαμέρισμα στο πάνω πάτωμα ή στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου δεν έμπαιναν εύκολα άντρες, ιδίως ξένοι, κι όπου αποτραβιόνταν οι γυναίκες όταν έρχονταν άντρες επισκέπτες. Οι γυναίκες δεν έβγαιναν έξω χωρίς να τις συνοδεύει μια δούλη. Στο σπίτι τις επιτηρούσαν κυριολεκτικά. Ο Αριστοφάνης μιλάει για μολοσσούς που τους είχαν για να τρομάζουν οι μοιχοί, και στις ασιατικές τουλάχιστον πόλεις είχαν για την επιτήρηση των γυναικών ευνούχους, που τον καιρό του Ηρόδοτου κιόλας τους έφτιαχναν στη Χίο για το εμπόριο, και σύμφωνα με τον Βάξμουτ******, τους έφτιαχναν όχι μονάχα για τους βαρβάρους.
Ο Ευριπίδης χαρακτηρίζει τη γυναίκα σαν οικούρημα, σαν κάτι που φροντίζει το σπίτι (η λέξη είναι ουδέτερη), και για τον Αθηναίο η γυναίκα εκτός από μέσο για την παραγωγή παιδιών δεν ήταν τίποτε άλλο από μια επιστάτρια των δούλων. Ο άντρας είχε τις γυμναστικές του ασκήσεις, τις δημόσιες συζητήσεις του, απ' όπου αποκλειόταν η γυναίκα. Εκτός απ' αυτά είχε συχνά και δούλες στη διάθεση του, και στην εποχή της άνθησης της Αθήνας μια πλατιά διαδεδομένη πορνεία που το κράτος, τουλάχιστον, την ευνοούσε. Και ακριβώς πάνω στο έδαφος αυτής της πορνείας αναπτύχθηκαν οι μοναδικές ελληνικές γυναικείες φυσιογνωμίες που, με το πνεύμα τους και την ανάπτυξη του καλλιτεχνικού τους γούστου, ξεχωρίζουν πάνω από το γενικό επίπεδο των γυναικών της αρχαιότητας, όπως ξεχωρίζουν και οι Σπαρτιάτισσες με το χαρακτήρα τους. Το γεγονός όμως ότι έπρεπε πρώτα να γίνει εταίρα για να γίνει γυναίκα με οντότητα, αποτελεί την πιο αυστηρή καταδίκη της αθηναϊκής οικογένειας.
Αυτή η αθηναϊκή οικογένεια, με το πέρασμα του χρόνου, έγινε το πρότυπο για τη βαθμιαία διαμόρφωση των οικιακών
σχέσεων όχι μονάχα των υπόλοιπων Ιώνων, αλλά και όλων των Ελλήνων της μητρόπολης και των αποικιών. Παρ' όλους όμως τους περιορισμούς και την επαγρύπνηση, οι Ελληνίδες έβρισκαν αρκετά συχνά ευκαιρία ν' απατούν τους άντρες τους. Όσοι ντρέπονταν να εκδηλώσουν οποιαδήποτε αγάπη προς τις γυναίκες τους, διασκέδαζαν σε κάθε λογής ερωτικές περιπέτειες με εταίρες. Ο εξευτελισμός όμως των γυναικών εκδικήθηκε τους άντρες και τους εξευτέλισε κι αυτούς, ώσπου κύλησαν στο αίσχος της παιδεραστίας και εξευτέλισαν και τους θεούς τους και τον εαυτό τους με το μύθο του Γανυμήδη.
Αυτή ήταν η καταγωγή της μονογαμίας, όσο μπορούμε να την παρακολουθήσουμε στον πιο πολιτισμένο και τον περισσότερο αναπτυγμένο λαό της αρχαιότητας. Δεν ήταν σε καμιά περίπτωση καρπός του ατομικού σεξουαλικού έρωτα, που δεν έχει καμιά σχέση μ' αυτόν, αφού οι γάμοι, όπως και πρώτα, έμειναν συμβατικοί γάμοι. Ήταν η πρώτη μορφή οικογένειας που δεν στηριζόταν σε φυσικούς, αλλά σε οικονομικούς όρους, δηλαδή στη νίκη της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στην αρχική φυσική κοινή ιδιοκτησία. Η κυριαρχία του άντρα στην οικογένεια και η παραγωγή παιδιών, που να μπορούν να είναι μονάχα δικά του, και που προορίζονταν να κληρονομούν τα πλούτη του — αυτοί μονάχα ήταν οι αποκλειστικοί σκοποί της μονογαμίας, που οι Έλληνες έκφραζαν απερίφραστα. Κατά τα άλλα τους ήταν βάρος, καθήκον απέναντι στους θεούς, το κράτος και τους προγόνους τους, που έπρεπε ακριβώς να το εκτελούν. Στην Αθήνα ο νόμος δεν επέβαλλε μονάχα το γάμο, αλλά και την εκπλήρωση από τον άντρα ενός ελάχιστου ορίου από τα λεγόμενα συζυγικά καθήκοντα.
Έτσι η μονογαμία σε καμιά περίπτωση δεν εμφανίζεται στην ιστορία σαν συμφιλίωση του άντρα και της γυναίκας, και πολύ λιγότερο σαν η ανώτατη μορφή της. Αντίθετα. Εμφανίζεται σαν υποδούλωση του ενός φύλου από το άλλο, σαν κήρυξη πολέμου ανάμεσα στα δυο φύλα, ενός πολέμου άγνωστου ο' όλη την προϊστορία. Σε ένα παλιό ανέκδοτο χειρόγραφο που γράψαμε ο Μαρξ κι εγώ το 1846, βρίσκω τα παρακάτω: «Ο πρώτος καταμερισμός της εργασίας είναι ο καταμερισμός ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα για την παραγωγή παιδιών.»7* Και σήμερα μπορώ να προσθέσω: Η πρώτη ταξική αντίθεση που εμφανίζεται στην ιστορία συμπίπτει με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού του άντρα και της γυναίκας στη μονογαμία, και η πρώτη ταξική καταπίεση με την καταπίεση του γυναικείου φύλου από το αντρικό.
Η μονογαμία ήταν μια μεγάλη ιστορική πρόοδος, ταυτόχρονα όμως, πλάι στη δουλεία και τον ατομικό πλούτο, εγκαινίασε την εποχή που διαρκεί μέχρι σήμερα και όπου κάθε πρόοδος είναι μαζί και μια σχετική οπισθοχώρηση, όπου η προκοπή και η ανάπτυξη του ενός κατορθώνεται με τον πόνο και την καταπίεση του αλλουνού. Η μονογαμία είναι η κυτταρική μορφή της πολιτισμένης κοινωνίας, όπου μπορούμε κιόλας να μελετήσουμε τη φύση των αντιθέσεων και αντιφάσεων που αναπτύσσονται πέρα για πέρα μέσα της.
Η παλιά σχετική ελευθερία των σεξουαλικών σχέσεων καθόλου δεν εξαφανίστηκε με τη νίκη του ζευγαρωτού γάμου ή και της μονογαμίας ακόμα.
«Το παλιό σύστημα γάμου, περιορισμένο σε στενότερα όρια με το βαθμιαίο σβήσιμο των πουναλουανών ομάδων, εξακολουθούσε ακόμα να περιβάλλει την οικογένεια που αναπτυσσόταν και παρεμπόδιζε την ανάπτυξη της ως την αυγή του πολιτισμού... εξαφανίστηκε τέλος μέσα στη νέα μορφή του εταιρισμού, που σαν σκοτεινός βαρύς ίσκιος πάνω στην οικογένεια καταδιώκει τους ανθρώπους ως μέσα στον πολιτισμό.»8*
Εταιρισμό ονομάζει ο Μόργκαν τις εξώγαμες σεξουαλικές σχέσεις των αντρών με ανύπαντρες γυναίκες, σχέσεις που υπήρχαν πλάι στη μονογαμία και που, όπως είναι γνωστό, ανθούν με τις πιο διαφορετικές μορφές σ' όλη την περίοδο του πολιτισμού και που όλο και περισσότερο μετατρέπονται σε ανοιχτή πορνεία. Ο εταιρισμός αυτός κατάγεται άμεσα από τον ομαδικό γάμο, από τη θυσία που έκαναν οι γυναίκες όταν εκδίδονταν για να εξαγοράσουν το δικαίωμα της αγνότητας.
Η έκδοση της γυναίκας για χρήματα ήταν στην αρχή θρησκευτική πράξη, γινόταν στο ναό της θεάς του έρωτα και τα
λεφτά πήγαιναν αρχικά στο θησαυροφυλάκιο του ναού. Οι ιερόδουλες9* της Αναΐτιδας στην Αρμενία, της Αφροδίτης στην Κόρινθο, καθώς και οι προσκολλημένες στους ναούς της Ινδίας, οι λεγόμενες μπαγιαντέρες (η λέξη είναι παραφθορά του πορτογαλικού bailadeira, χορεύτρια), ήταν οι πρώτες πόρνες. Την έκδοση στους άντρες, που αρχικά ήταν υποχρέωση κάθε γυναίκας, την ασκούσαν αργότερα μονάχα αυτές οι ιέρειες εκπροσωπώντας όλες τις άλλες γυναίκες.
Σε άλλους λαούς ο εταιρισμός κατάγεται από τη σεξουαλική ελευθερία που παραχωρείται στα κορίτσια πριν από το γάμο —πρόκειται δηλαδή επίσης για υπόλειμμα του ομαδικού γάμου, μονάχα που έφτασε σ' εμάς από άλλο δρόμο. Με την εμφάνιση των περιουσιακών διαφορών, επομένως στην ανώτερη κιόλας βαθμίδα της βαρβαρότητας, εμφανίζεται σποραδικά η μισθωτή εργασία πλάι στην εργασία των δούλων και ταυτόχρονα, σαν το αναγκαίο συνακόλουθο της, η επαγγελματική πορνεία ελεύθερων γυναικών πλάι στην αναγκαστική έκδοση της δούλης. Έτσι, η κληρονομιά που άφησε στον πολιτισμό ο ομαδικός γάμος έχει δυο όψεις, όπως και το καθετί που παράγει ο πολιτισμός έχει δυο πλευρές, είναι διφορούμενο, διασπασμένο, αντιφατικό: εδώ η μονογαμία, εκεί ο εταιρισμός μαζί με την ακρότατη μορφή του, την πορνεία.
Ο εταιρισμός είναι ακριβώς ένας κοινωνικός θεσμός όπως οποιοσδήποτε άλλος. Συνεχίζει την παλιά σεξουαλική ελευθερία — υπέρ των αντρών. Στην πραγματικότητα, οι κυρίαρχες τάξεις δεν τον ανέχονται μονάχα, αλλά και συμμετέχουν ανοιχτά σ' αυτόν, ενώ τον καταδικάζουν στα λόγια. Όμως, στην πραγματικότητα, η καταδίκη αυτή δεν αφορά καθόλου τους άντρες που συμμετέχουν σ' αυτόν, αλλά μονάχα τις γυναίκες: Αυτές προγράφονται και εξοστρακίζονται από την κοινωνία, για να διακηρυχτεί έτσι άλλη μια φορά σαν θεμελιακός νόμος της κοινωνίας η απόλυτη κυριαρχία των αντρών πάνω στο γυναικείο φύλο.
.
Έτσι όμως αναπτύσσεται μια δεύτερη αντίθεση μέσα στην ίδια τη μονογαμία. Πλάι στο σύζυγο, που ομορφαίνει τη ζωή του με τον εταιρισμό, βρίσκεται η παραμελημένη σύζυγος. Και δεν μπορεί κανείς να έχει τη μια πλευρά της αντίθεσης χωρίς την άλλη, ακριβώς όπως δεν έχει κανείς πια στο χέρι του ολόκληρο το μήλο άμα φάει το μισό. Φαίνεται όμως ότι δεν ήταν αυτή η γνώμη των αντρών, ώσπου τους έβαλαν μυαλό οι γυναίκες τους. Με τη μονογαμία εμφανίζονται δυο μόνιμες κοινωνικές χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες που ήταν άγνωστες πριν: ο μόνιμος εραστής της γυναίκας και ο κερατάς. Οι άντρες είχαν νικήσει τις γυναίκες, αλλά οι νικημένες ανάλαβαν μεγαλόψυχα να στεφανώσουν τους νικητές.
Πλάι στη μονογαμία και στον εταιρισμό, η μοιχεία έγινε αναπόφευκτος κοινωνικός θεσμός — που απαγορευόταν, που τιμωριόταν σκληρά, αλλά που δεν μπορούσε να ξεριζωθεί. Η βεβαιότητα για την πατρότητα των παιδιών στηριζόταν όπως και πριν το πολύ-πολύ σε ηθική πεποίθηση, και για να λύσει την άλυτη αντίφαση, ο ναπολεόντειος κώδικας όριζε με το άρθρο 312: «L 'enfant concu pendant le mariage a pour pete le mari», δηλαδή «το παιδί που η σύλληψη του έγινε κατά τη διάρκεια του γάμου έχει πατέρα το σύζυγο.» Αυτό είναι το τελικό αποτέλεσμα τριών χιλιάδων χρόνων μονογαμίας.
Έτσι, στις περιπτώσεις που η μονογαμική οικογένεια μένει πιστή στην ιστορική της προέλευση και όπου εκφράζεται καθαρά ο πόλεμος ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα εξαιτίας της αποκλειστικής κυριαρχίας του άντρα, έχουμε σε μικρογραφία την εικόνα των ίδιων αντιθέσεων και αντιφάσεων μέσα στις οποίες κινείται από την εμφάνιση του πολιτισμού η διασπασμένη σε τάξεις κοινωνία, χωρίς να μπορεί να τις λύσει και να τις ξεπεράσει. Μιλώ φυσικά εδώ μονάχα για εκείνες τις περιπτώσεις της μονογαμίας όπου η συζυγική ζωή κυλά πραγματικά σύμφωνα με τη συνταγή του αρχικού χαρακτήρα όλου του θεσμού, όπου όμως η γυναίκα επαναστατεί ενάντια στην κυριαρχία του άντρα. Ότι δεν είναι τέτοιοι όλοι οι γάμοι, το ξέρει καλύτερα απ' όλους ο γερμανός φιλισταίος, που δεν μπορεί να είναι καλύτερο αφεντικό στο σπίτι απ' ό,τι είναι στο κράτος, και που γι' αυτό η γυναίκα του δικαιωματικά φορά τα παντελόνια που δεν του αξίζουν εκείνου.
Και όμως θαρρεί τον εαυτό του πολύ ανώτερο από το γάλλο ομοιοπαθή του που συχνότερα παθαίνει πολύ χειρότερα.
Αλλωστε, η μονογαμική οικογένεια καθόλου δεν εμφανίζεται παντού και πάντα με την κλασικά ωμή μορφή που είχε στους Έλληνες. Στους Ρωμαίους, που σαν μελλοντικοί κοσμοκατακτητές έβλεπαν πιο μακριά, αν και λιγότερο λεπτά από τους Έλληνες, οι γυναίκες ήταν πιο ελεύθερες και τις σέβονταν περισσότερο. Ο Ρωμαίος θεωρούσε τη συζυγική πίστη αρκετά εγγυημένη με το δικαίωμα ζωής και θανάτου που είχε πάνω στη γυναίκα του. Επίσης, αν ήθελε, μπορούσε εδώ η γυναίκα, ακριβώς όπως και ο άντρας, να λύσει το γάμο.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη πρόοδος στην εξέλιξη της μονογαμίας έγινε αναμφισβήτητα με την είσοδο των Γερμανών στην ιστορία και μάλιστα γιατί τότε σ' αυτούς, ίσως εξαιτίας της φτώχειας τους, η μονογαμία δεν φαίνεται ακόμα να είχε ολοκληρωτικά εξελιχθεί από το ζευγαρωτό γάμο. Το συμπεραίνουμε αυτό από τρία περιστατικά που αναφέρει ο Τάκιτος: Πρώτα, παρ' όλη την ιερότητα του γάμου — «αρκούνται σε μια γυναίκα, οι γυναίκες ζουν περιφραγμένες με την αγνότητα»10*— ίσχυε ωστόσο η πολυγαμία για τους προύχοντες και τους φύλαρχους, δηλαδή μια κατάσταση παρόμοια με την κατάσταση των Αμερικανών, όπου ίσχυε ο ζευγαρωτός γάμος.
Δεύτερο, το πέρασμα από το μητρικό στο πατρικό δίκαιο μπορούσε να έχει γίνει μόλις λίγο καιρό πριν, γιατί ο αδερφός της μητέρας —ο πλησιέστερος άντρας συγγενής του γένους κατά το μητρικό δίκαιο— θεωρείτο ακόμα σχεδόν κοντινότερος συγγενής κι από τον ίδιο τον πατέρα, πράγμα που αντιστοιχεί επίσης στην άποψη των Ινδιάνων της Αμερικής, όπου ο Μαρξ, όπως έλεγε συχνά, βρήκε το κλειδί για την κατανόηση της δικής μας αρχέγονης εποχής. Και τρίτο, οι Γερμανοί εκτιμούσαν πολύ τις γυναίκες, που είχαν μεγάλη επιρροή και στις δημόσιες υποθέσεις, πράγμα που βρίσκεται σε άμεση αντίθεση με τη μονογαμική κυριαρχία του άντρα. Όλα αυτά σχεδόν είναι πράγματα όπου οι Γερμανοί συμφωνούν με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι, όπως είδαμε, δεν είχαν επίσης ξεπεράσει ακόμα ολοκληρωτικά το ζευγαρωτό γάμο. Κι απ' αυτή την άποψη επίσης με τους Γερμανούς κυριάρχησε στον κόσμο ένα ολότελα καινούργιο στοιχείο. Η νέα μονογαμία που αναπτύχθηκε τώρα από την ανάμειξη των λαών πάνω στα ερείπια του ρωμαϊκού κόσμου, έντυσε την κυριαρχία του άντρα με πιο απαλές μορφές και έδωσε στη γυναίκα, εξωτερικά τουλάχιστον, πολύ πιο τιμημένη και ελεύθερη θέση, τέτοια που δεν γνώρισε ποτέ η κλασική αρχαιότητα. Έτσι, δόθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα να μπορέσει ν' αναπτυχθεί από τη μονογαμία —μέσα της, πλάι της και ενάντια της, ανάλογα κάθε φορά— η πιο μεγάλη ηθική πρόοδος που της χρωστάμε: ο σύγχρονος ατομικός σεξουαλικός έρωτας, που ήταν άγνωστος σ' όλο τον προηγούμενο κόσμο.
Η πρόοδος όμως αυτή ξεπήδησε σίγουρα από το γεγονός ότι οι Γερμανοί ζούσαν ακόμα στην περίοδο της ζευγαρωτής οικογένειας και μετέφεραν στη μονογαμία, όσο ήταν αυτό δυνατό, τη θέση που είχε η γυναίκα στο ζευγαρωτό γάμο. Δεν ξεπήδησε καθόλου από τη μυθική, θαυμαστή, φυσική καθαρότητα των ηθών των Γερμανών, που περιορίζεται στο ότι ο ζευγαρωτός γάμος στην πραγματικότητα δεν κινείται μέσα στις ίδιες έντονες ηθικές αντιθέσεις όπως η μονογαμία. Αντίθετα, οι Γερμανοί στις μεταναστεύσεις τους, ιδίως προς τα νοτιοανατολικά, στους νομάδες που ζούσαν στις στέπες της Μαύρης Θάλασσας, ξέπεσαν πολύ ηθικά και εκτός από τις ιππευτικές τέχνες που μάθαν απ' αυτούς, απέκτησαν και άσχημα παρά φύση ελαττώματα, πράγμα που το μαρτυρεί ρητά ο Αμμιανός για τους Ταϊφάλους και ο Προκόπιος για τους Ερούλους.
Αν όμως, από όλες τις γνωστές μορφές οικογένειας, η μονογαμία είναι η μορφή που μ' αυτή μονάχα μπορούσε ν' αναπτυχθεί ο σύγχρονος σεξουαλικός έρωτας, αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλειστικά ή έστω και κυρίως σ' αυτήν αναπτύχθηκε σαν έρωτας ανάμεσα στους συζύγους. Ολόκληρη η φύση της σταθερής μονογαμίας κάτω από την κυριαρχία του άντρα το αποκλείει αυτό. Σ' όλες τις τάξεις που έδρασαν ιστορικά, δηλαδή σ' όλες τις κυρίαρχες τάξεις, το συνοικέσιο έμεινε ό,τι ήταν από τον καιρό του ζευγαρωτού γάμου, υπόθεση συναλλαγής που την τακτοποιούσαν οι γονείς. Και η πρώτη μορφή του σεξουαλικού έρωτα που ιστορικά εμφανίζεται σαν πάθος, και μάλιστα σαν πάθος που ταιριάζει σε κάθε άνθρωπο (τουλάχιστον των κυρίαρχων τάξεων), σαν ανώτατη μορφή του γενετήσιου ενστίκτου —πράγμα που αποτελεί ακριβώς τον ιδιαίτερο του χαρακτήρα— αυτή η πρώτη του μορφή, ο ιπποτικός έρωτας του μεσαίωνα, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση συζυγική αγάπη. Αντίθετα. Στην κλασική του μορφή, στους Προβηγκιανούς, τραβά με ολάνοιχτα πανιά προς τη μοιχεία και οι ποιητές τους την εξυμνούν.
Ο ανθός της προβηγκιανής ερωτικής ποίησης είναι τα άλμπας, τα γερμανικά τραγούδια της αυγής (Ταγελιεδερ). Περιγράφουν με φλογερά χρώματα πώς ο ιππότης βρίσκεται στο κρεβάτι της ωραίας του —της γυναίκας ενός άλλου— ενώ απέξω στέκει ο φύλακας που θα τον φωνάξει μόλις χαράξει η πρώτη αυγή (alba), ώστε να μπορέσει να ξεφύγει απαρατήρητος. Η σκηνή του αποχωρισμού αποτελεί τότε το αποκορύφωμα. Οι βόρειοι Γάλλοι όπως κι οι ενάρετοι Γερμανοί δέχτηκαν επίσης αυτό το είδος της ποίησης μαζί με τον αντίστοιχο τρόπο του ιπποτικού έρωτα, και ο παλιός μας Βόλφραμ φον Έσενμπαχ άφησε γι' αυτό ακριβώς το ελκυστικό θέμα τρία θαυμάσια τραγούδια της αυγής, που τα προτιμώ από τα τρία του μεγάλα ηρωικά ποιήματα.
Το αστικό συνοικέσιο της εποχής μας είναι δυο λογιών. Στις καθολικές χώρες εξακολουθούν οι γονείς να προμηθεύουν μια ταιριαστή νύφη στο νεαρό γιο του αστού, και η συνέπεια, φυσικά, είναι η πληρέστερη ανάπτυξη της αντίφασης που περικλείνει η μονογαμία: άφθονος εταιρισμός από την πλευρά του άντρα, πλούσια μοιχεία από την πλευρά της γυναίκας. Και όπως φαίνεται, η καθολική εκκλησία κατάργησε το διαζύγιο μόνο γιατί είχε πειστεί ότι για τη μοιχεία, όπως και για το θάνατο, δεν φυτρώνει κανένα βότανο που να χρησιμεύει σαν αντίδοτο.
Στις προτεσταντικές χώρες, αντίθετα, ο κανόνας είναι να επιτρέπεται στο γιο του αστού να διαλέγει, με κάποια ελευθερία, μια γυναίκα από την τάξη του, κι έτσι μπορεί να υπάρχει στη βάση του γάμου ένας ορισμένος βαθμός αγάπης, που για λόγους αξιοπρέπειας προϋποτίθεται πάντα, πράγμα που αντιστοιχεί στην προτεσταντική υποκρισία. Εδώ ο εταιρισμός από την πλευρά του άντρα γίνεται πιο κοιμισμένα και η μοιχεία της γυναίκας αποτελεί λιγότερο τον κανόνα. Επειδή όμως σε κάθε είδους γάμο οι άνθρωποι μένουν ό,τι ήταν πριν από το γάμο, και επειδή οι πολίτες των προτεσταντικών χωρών συνήθως είναι φιλισταίοι, αυτή η προτεσταντική μονογαμία, ακόμα κι αν την πάρουμε στο μέσο όρο των καλύτερων περιπτώσεων, καταφέρνει μονάχα να φτάσει σε μια συζυγική κοινότητα, όπου βαραίνει πάνω της σαν μολύβι η ανία που την ονομάζουν οικογενειακή ευτυχία.
Ο καλύτερος καθρέφτης γι' αυτές τις δυο μεθόδους γάμου είναι το μυθιστόρημα, για τον καθολικό τρόπο το γαλλικό, για τον προτεσταντικό το γερμανικό. Και στα δυο «παίρνει»: στο γερμανικό ο νέος το κορίτσι, στο γαλλικό ο σύζυγος τα κέρατα. Δεν είναι πάντα ξεκάθαρο ποιος από τους δυο την έχει χειρότερα. Γι' αυτό, στο γάλλο αστό η ανία του γερμανικού μυθιστορήματος προκαλεί ακριβώς την ίδια ανατριχίλα όπως η «ανηθικότητα» του γαλλικού μυθιστορήματος στο γερμανό φιλισταίο. Αν και τελευταία, από τότε που «το Βερολίνο γίνεται μεγαλούπολη», το γερμανικό μυθιστόρημα αρχίζει να κάνει κάπως λιγότερο το ντροπαλό για τον εταιρισμό και τη μοιχεία, που από καιρό είναι γνωστά εκεί.
Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, ο γάμος καθορίζεται από την ταξική θέση των συμβαλλομένων, και έτσι είναι πάντα γάμος συναλλαγής. Αυτός ο γάμος συναλλαγής και στις δυο περιπτώσεις μετατρέπεται αρκετά συχνά στην πιο ωμή πορνεία —πολλές φορές και από τις δυο μεριές, πολύ συνηθέστερα από την πλευρά της γυναίκας, που ξεχωρίζει από τη συνηθισμένη παλλακίδα μόνο στο ότι δεν νοικιάζει το κορμί της σαν μεροκαματιάρισσα με το κομμάτι, αλλά το πουλάει μια και καλή στη σκλαβιά. Και για όλους τους γάμους συναλλαγής ισχύουν τα λόγια του Φουριέ: «Όπως στη γραμματική δυο αρνήσεις κάνουν μια κατάφαση, έτσι και στη γαμήλια ηθική δυο πορνείες περνάνε για μια αρετή.»11*
Ο σεξουαλικός έρωτας για τη γυναίκα γίνεται και μπορεί να γίνει πραγματικός κανόνας μονάχα στις καταπιεζόμενες
τάξεις, δηλαδή σήμερα στο προλεταριάτο — αδιάφορο αν η σχέση αυτή είναι επισημοποιημένη ή όχι. Εδώ όμως έχουν παραμεριστεί όλες οι βάσεις της κλασικής μονογαμίας. Εδώ λείπει κάθε ιδιοκτησία, που για τη διατήρηση και την κληροδότησή της δημιουργήθηκε ακριβώς η μονογαμία και η κυριαρχία του άντρα, εδώ συνεπώς λείπει επίσης κάθε παρότρυνση, για να επιβληθεί η κυριαρχία του άντρα. Κάτι παραπάνω, λείπουν και τα μέσα. Το αστικό δίκαιο, που προστατεύει αυτή την κυριαρχία, υπάρχει μόνο για τους πλούσιους και για τις σχέσεις τους με τους προλετάριους. Κοστίζει χρήματα και γι' αυτό, εξαιτίας της φτώχειας, δεν παίξει κανένα ρόλο στις σχέσεις του εργάτη με τη γυναίκα του. Εδώ αποφασίζουν εντελώς άλλες προσωπικές και κοινωνικές συνθήκες. Και χώρια απ' αυτό, από τότε που η μεγάλη βιομηχανία μετέθεσε τη γυναίκα από το σπίτι στην αγορά της εργασίας και στο εργοστάσιο, και που αρκετά συχνά την κάνει να είναι αυτή που συντηρεί την οικογένεια, αφαιρέθηκε κάθε έδαφος για το τελευταίο υπόλειμμα της κυριαρχίας του άντρα στο σπίτι των προλετάριων, εκτός ίσως από ένα μέρος της βαναυσότητας απέναντι στις γυναίκες που έχει ριζώσει από τον καιρό της εισαγωγής της μονογαμίας.
Έτσι, η οικογένεια του προλετάριου δεν είναι πια μονογαμική με την αυστηρή έννοια, ακόμα και στην περίπτωση της πιο θερμής αγάπης και της σταθερότερης πίστης και των δύο, και παρ' όλη την ενδεχόμενη εκκλησιαστική και κοσμική ευλογία. Γι' αυτό και οι αιώνιοι συνοδοί της μονογαμίας, ο εταιρισμός και η μοιχεία, παίζουν εδώ μηδαμινό σχεδόν ρόλο. Η γυναίκα έχει ουσιαστικά ξαναποκτήσει το δικαίωμα του διαζυγίου, και όταν δεν μπορούν να συνεννοηθούν ο άντρας και η γυναίκα, προτιμούν να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του. Κοντολογίς, ο γάμος των προλετάριων είναι μονογαμικός στην ετυμολογική έννοια της λέξης, καθόλου όμως στην ιστορική της έννοια.
Οι νομικοί μας βρίσκουν, βέβαια, ότι η πρόοδος της νομοθεσίας αφαιρεί όλο και περισσότερο από τις γυναίκες κάθε λόγο για παράπονα. Τα σύγχρονα πολιτισμένα νομοθετικά συστήματα αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο πρώτα ότι ο γάμος, για να είναι έγκυρος, πρέπει να αποτελεί μια συμφωνία που την έκλεισαν εθελοντικά και τα δυο μέρη, και δεύτερο, ότι και κατά τη διάρκεια του γάμου και οι δυο συμβαλλόμενοι πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα και τα ίδια καθήκοντα ο ένας απέναντι στον άλλον. Αν λοιπόν εφαρμόζονταν με συνέπεια οι δυο αυτές απαιτήσεις, τότε οι γυναίκες θα είχαν όλα όσα μπορούν να ζητήσουν.
_______________________________________________________-
*. Πρόκειται για οικιακές συντροφιές των Ινδιάνων του Μεξικού την εποχή της κατάκτησης τους από τους Ισπανούς. Κάθε οικιακή συντροφιά, που τα μέλη της είχαν όλα κοινή προέλευση, κατείχαν από κοινού ένα κομμάτι γης που δεν μπορούσε να απαλλοτριωθεί ούτε και να μοιραστεί ανάμεσα στους κληρονόμους. Για τα κάλπουλις μας ενημερώνει ο Αλόνθο ντε Θουρίτα στο έργο του Raport sur les differentes classes de la Nouvelle-Espagne, sur les lois moeurs des habitants, sur les impots etablis, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο βιβλίο Voyages Παρίσι 1840, τόμ. 11, σελ. 50-64 (σημ. γερμ. σύντ.).
**. Cunow, «Dle altperuanischen Dorf», στο περιοδικό Das Ausland, 20 και 27 Οκτώβρη και 3 Νοέμβρη 1890. Το περιοδικό έκανε μια επισκόπηση των νεότερων ερευνών στους τομείς της φυσικής ιστορίας, της γεωγραφίας και της εθνολογίας. Κυκλοφορούσε από το 1828 μέχρι το 1893 (στην αρχή σε καθημερινή βάση, από το 1853 εβδομαδιαία). Από το 1873 εκδιδόταν στη Στουτγάρδη (σημ. γερμ. σύντ.).
*** . Ο Ένγκελς αναφέρεται εδώ στο άρθρο 230 του Code Civil des francais που τέθηκε σε ισχύ το 1804 από τον Ναπολέοντα Α' (σημ. γερμ. σύντ.).
****Schoemann, Griechische Alterthimer, τόμ. 1, Βερολίνο 1855, σελ. 268 (σημ. γερμ. σύντ.).
*****. Τάξη πολιτών με πλήρη δικαιώματα στην αρχαία Σπάρτη σε διάκριση από τους είλωτες που δεν είχαν δικαιώματα (σημ. ελλ. σύντ.).
****** Wachsmuth, Hellenische Alterthumskunde aus dem Gesichtspunkte des Staates,, μέρος δεύτερο, τμήμα δεύτερο, Χάλε 1830, σελ. 77 (σημ. γερμ. σύντ.).
7*. Καρλ Μαρξ-Φρίντριχ Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία.
8*. H. Morgan, Ancient society, σελ. 504 (σημ. γερμ. σύντ.).
9*. Δούλοι και δούλες στην αρχαία Ελλάδα και στις αποικίες της που ανήκαν στους ναούς. Οι γυναίκες ιερόδουλες σε πολλά μέρη, ιδιαίτερα στις πόλεις της Εγγύς Ανατολής και στην Κόρινθο, επιδίδονταν στην πορνεία μέσα στους ναούς (σημ. γερμ. σύντ.)
10*. Tacitus, Germania, κεφ. 18 και 19 (σημ. γερμ. σύντ.).
11*. Πρόκειται για το νόημα που υπάρχει στο απόσπασμα του έργου του Fourier, «Theorie de l 'unite universelle», Oevres Completes, τόμ. 3, Παρίσι 1841, σελ. 120.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Δημοσίευση σχολίου