{[['']]}
ΜΗΤΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ
Μια πολιτική σύλληψη πριν και πάνω από τον καιρό της αν σταθμιστεί με τα δεδομένα της 28 Οκτωβρίου
Οποιαδήποτε ανάλυση του περιεχομένου και των πραγματολογικών στοιχείων γύρω από την πολυθρύλητη «επιστολή Ζαχαριάδη» της 31ης Οκτωβρίου 1940 (γράφτηκε τρεις μέρες μετά την έναρξη της Ιταλικής επίθεσης και δημοσιεύτηκε στον Τύπο της 2ας Νοεμβρίου) θα αποτελούσε επανάληψη. Συνεπώς θα ήταν ανιαρή. Θα επιχειρήσουμε μια πολιτική αποτίμηση μια «πλαισίωση» της επιστολής από γεγονότα και συσχετισμούς -εγχώριους και διεθνείς- της δραματικής περιόδου 1935-1941.
Το «γράμμα Ζαχαριάδη», πέραν όποιας μίζερης αντικομουνιστικής αντίρρησης, συνιστά σημείο τομής κατά τούτο: διασταυρώνονται σε αυτό οι κομμουνιστικές θεωρητικές αναζητήσεις του ύστερου μεσοπολέμου (Λαϊκό, Αντιφασιστικό κ.λπ. Μέτωπο) με το πρακτέο της στιγμής την ώρα της μοναξιάς σε φρικτή απομόνωση.
Οταν ο ηγέτης καλείται να αποφασίσει χωρίς «εισήγηση στο Πολιτμπιρό», χωρίς «ντιρεκτίβα της Κομιντέρν», χωρίς πλήρη γνώση βασικών δεδομένων. Ζει σε πλήρη απομόνωση πίσω από τους κυκλώπειους τοίχους της ακτίνας Θ' των φυλακών Κέρκυρας.
Μοναδική του επαφή με τον έξω κόσμο είναι τα σημειώματα που ανταλλάσσει με τον Βασίλη Νεφελούδη κρυμμένα στο στρίφωμα μιας πετσέτας που κρεμάνε στην απλώστρα του προαύλιου.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Ζαχαριάδης (με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες και τα τραγικά κουσούρια του) τη συγκεκριμένη κρίσιμη στιγμή στάθηκε στη σωστή όχθη της Ιστορίας. Η επίδραση της επιστολής του υπερακόντιζε κατά πολύ την αναιμική τότε πολιτική ισχύ του ΚΚΕ. Γιατί έδινε, πολλαπλασιαστικά, τη βεβαιότητα πως με την άμυνα απέναντι στον Μουσολίνι συμπαρατάσσονταν «και αυτοί», οι «κομουνιστές που κάποτε καλούσαν τους στρατιώτες να εξεγερθούν απέναντι σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός τους και που ευχόντουσαν την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία».
Ομως από το '22 είχε κυλίσει πολύ νερό κάτω από τα γεφύρια. Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα διήνυε περίοδο προβληματισμού και ωριμότητας.
Το Ενιαίο Μέτωπο (3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 1924), το οποίο κυριαρχείτο από τα -με εξηγήσιμο τρόπο- ανεδαφικά σχήματα της εποχής του Ζινόβιεφ (οριζόταν ως «το πιο αποτελεσματικό μέσο στη μάχη εναντίον του κεφαλαίου και για την κινητοποίηση των μαζών σε ταξικό πνεύμα, το μέσο για να ξεσκεπαστούν και να απομονωθούν οι ρεφορμιστές αρχηγοί») αποτελεί μακρινό απόηχο για δύο λόγους: την επαναστατική επιβράδυνση σε όλη την Ευρώπη -την είχε διαπιστώσει στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο ίδιος ο Λένιν- και την ύπαρξη του «πρώτου εργατικού κράτους», η υπεράσπιση του οποίου αποτελούσε κύριο καθήκον των απανταχού κομμουνιστών.
Ο Βούλγαρος επαναστάτης Γκεόργκι Δημητρόφ (αντανακλώντας πλήρως, για να μην κοροϊδευόμαστε, τις αντιλήψεις του Στάλιν) είχε πλέον αναπτύξει και τεκμηριώσει θεωρητικά την αναγκαιότητα συγκρότησης του Λαϊκού Μετώπου απέναντι στον επελαύνοντα φασισμό.
Στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (καλοκαίρι 1935, όταν πια ο Χίτλερ είναι καγκελάριος και έχει κάνει ξεκάθαρες τις προθέσεις του) ο Δημητρόφ, συνεπικουρούμενος από τον Σοβιετικό Ντμίτρι Μανουίλσκι, εισηγείται «για την ενότητα της εργατικής τάξης κατά του φασισμού» ένα καθοριστικό και κλασικό ντοκουμέντο για τις συμμαχίες των κομμουνιστών με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Χαρακτήρισε τον φασισμό όχι «μικροαστικό φαινόμενο» αλλά «ανοικτή, τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών και των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου».
Οι οποίοι κύκλοι καταφεύγουν στην ανοικτή δικτατορία αναιρώντας την αστική
δημοκρατία (η ανατροπή της από τους εθνικοσοσιαλιστές δεν είναι πλέον αδιάφορη για τους κομμουνιστές) και φέρνοντας πιο κοντά τον πόλεμο, κύρια θύματα του οποίου θα είναι οι εργαζόμενοι. Με έναν όρο προς τους συνοδοιπόρους: να στρέφονται εναντίον του φασισμού, του κινδύνου του πολέμου, εναντίον του ταξικού εχθρού.
Υπήρξαν παλινωδίες και προσωρινές οπισθοχωρήσεις, που δεν είναι της παρούσης, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι η Κομιντέρν στις παραμονές έκρηξης του Β' Παγκόσμιου Πολέμου βρίσκεται εξοπλισμένη με μια κεντρική κατεύθυνση που θα εφαρμοστεί την επόμενη εξαετία και θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην έκβασή του. Και που επίσης θα αποφέρει τεράστια πολιτικά κέρδη στο κομμουνιστικό κίνημα, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις αποκρυσταλλώθηκαν σε κρατική εξουσία.
Και όμως, το 1934 ο Ζαχαριάδης μιλούσε ακόμη για τον «χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης στη χώρα μας». Δεν παραλείπει να κάνει επίθεση εναντίον των «πραχτόρων της κεφαλαιοκρατίας», «αντεπαναστάτες αρχειοφασίστες και λικβινταριστές», ενώ κάνει ειδική αναφορά στην «αντεπαναστατική θεωρία και πράξη του Τρότσκυ».
Ομως ήδη, όπως λέει, η «προλεταριακή επανάσταση στη χώρα μας, που θάχε να λύσει παράλληλα και σειρά αστικοδημοκρατικών καθηκόντων», όπως είχε πει η 3η Ολομέλεια του 1930, ήταν παρελθόν. Καθότι «το κόμμα μας είχε διακηρύξει την ανάγκη να μελετήσει σοβαρά όλο το ζήτημα. Αυτό ακριβώς έκανε η 6η Ολομέλεια». Και κατέληγε ο γγ: «Η αλήθεια είνε τούτη: Το 4ο συνέδριο του κόμματός μας είπε ξερά-ξερά ότι ο χαρακτήρας της επανάστασης στη χώρα μας θάνε αστικοδημοκρατικός». Εχει μπει από τότε στην τροχιά της νέας αντίληψης.
Το 1936 τον βρίσκουμε να εφαρμόζει τη γραμμή της Κομιντέρν για τα Λαϊκά Μέτωπα εναντίον του ανερχόμενου φασισμού και έτσι με το Παλλαϊκό Μέτωπο το ΚΚΕ αποσπά 5,76% και 15 βουλευτικές έδρες.
Το Σύμφωνο του Σκλάβαινα με τον Σοφούλη δεν τελεσφορεί και ο Μεταξάς επιβάλλει δικτατορία στις 4 Αυγούστου 1936.
Χιλιάδες κομμουνιστές και δημοκράτες οδηγούνται σε φυλακές και εξορίες. Ο Ζαχαριάδης συλλαμβάνεται τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στη γωνία Ιπποκράτους και λεωφόρου Αλεξάνδρας. Για τις συνθήκες απομόνωσης καταφεύγουμε στο βιβλίο του Βασίλη Νεφελούδη «Ακτίνα Θ'»: η μοναδική επικοινωνία τους πίσω από τους θηριώδεις τοίχους των φυλακών Κέρκυρας, που δεν τους διαπερνούσαν τα σήματα μορς, «τακ-τακ εσύ, τακ-τακ κι εγώ», ήταν μια... πετσέτα. Δεν προαυλίζονταν ταυτοχρόνως αλλά έβαζε ο πρώτος ένα ραβασάκι στο στρίφωμα της πετσέτας του και την κρέμαγε στο σύρμα. Οταν έβγαινε ο δεύτερος για προαυλισμό έπαιρνε τη «λάθος» πετσέτα και άφηνε τη δική του με άλλο ραβασάκι.
Και στον «έξω κόσμο» το ΚΚΕ δρούσε κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, βαθιάς παρανομίας, καταστολής και διαβρωτικής δράσης της Ασφάλειας του Μανιαδάκη.
Η «Προσωρινή Διοίκηση» συγκροτήθηκε τον Δεκέμβριο του 1939 και δραστηριοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1940. Εξέδωσε πλαστό «Ριζοσπάστη» και αποπροσανατόλισε πολλά φυλακισμένα καθοδηγητικά στελέχη του ΚΚΕ σε Ακροναυπλία, Κέρκυρα, ξερονήσια. Ακόμη και τον ίδιο τον Ζαχαριάδη, ο οποίος άργησε να αντιληφθεί το παιχνίδι του Μανιαδάκη.
Αντέδρασαν όμως αρκετά στελέχη όπως οι Πέτρος Ρούσος, Σπύρος Καλοδίκης και Θανάσης Κλάρας, παρότι ο τελευταίος πέρασε ένα διάστημα από τους κόλπους της.
Σχετικά άγνωστη παραμένει η ύπαρξη και η δράση της «Παλιάς Κ.Ε.» (1939-1941) με πρωτεργάτη τον Νίκο Πλουμπίδη. Η καχυποψία ήταν τέτοια ώστε η αυθεντική «Παλιά Κεντρική Επιτροπή» κατηγορήθηκε ακόμη και από τον Ζαχαριάδη σαν «ασφαλίτικη» και «χαφιέδικη».
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες συσκότισης, αξεπέραστη παραμένει η πολιτική σύλληψη του Ζαχαριάδη να στείλει επιστολή και να κηρύξει τη συστράτευση των Ελλήνων απέναντι στην ιταλική φασιστική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου.
Εστω και αν, αναπόφευκτα, τον πόλεμο αυτόν «τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη».
Είναι οκτώ μήνες πριν από την επίθεση του Χίτλερ στη Σοβιετική Ενωση και η «προφητική» αυτή γραμμή θα γίνει τελικά η επίσημη του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος σε όλη τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
Παλιά αντίληψη, βαθιά ριζωμένη
Στο μεταξύ ο ρόλος της «Προσωρινής Διοίκησης» άρχισε να αποκαλύπτεται προς τα τέλη του 1940, όταν ο πλαστός «Ριζοσπάστης» της άρχισε να εξυμνεί τον δικτάτορα Μεταξά και να αποκτάει σταδιακά έντονο εθνικιστικό και φιλοκαθεστωτικό λόγο.
Να ληφθεί υπόψη πως η «Παλιά Κεντρική Επιτροπή» κατήγγειλε την «επιστολή Ζαχαριάδη» προς τον ελληνικό λαό για την αντίσταση κατά των φασιστών Ιταλών εισβολέων (Νοέμβριος 1940) ως πλαστή και προϊόν της Ασφάλειας.
Η αντίθεση του Νίκου Πλουμπίδη προς την ιστορική «επιστολή» πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο καχυποψίας που είχε διαχυθεί παντού.
Η -«κλασική»- πολιτική ανάλυση του Πλουμπίδη δεν ταυτιζόταν αλλά ούτε απέκλινε ριζικά από την προσέγγιση που έκανε ο διαγραμμένος αρχειομαρξιστής Αγις Στίνας. Ο οποίος θεωρούσε τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ιμπεριαλιστικό και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Η λογική του Πλουμπίδη ήταν «αγκυρωμένη» στην παραδοσιακή αντίληψη για «μετατροπή του εθνικού πολέμου σε εμφύλιο». Απείχε από τις κατευθύνσεις του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς του 1935.
Στον αντίποδα των τριτοδιεθνιστικών προσεγγίσεων του Ζαχαριάδη κινείται και ο πρώην γραμματέας του ΚΚΕ, στέλεχος της 4ης Διεθνούς (τροτσκιστές). Ο Παντελής Πουλιόπουλος, παντελώς ανίκανος να αντιληφθεί τους νέους κινδύνους και παραδομένος στη γοητεία της «πούρας» λογοκοπίας, προβαίνει τον Ιούνιο του 1937 στις ακόλουθες εκπληκτικές μέσα στον βολονταρισμό τους (τα «μπορεί» και τα «πρέπει» διαπερνούν το κείμενό του) εκτιμήσεις:
«Περάσαμε σε ένα καινούργιο στάδιο γενικής παρακμής του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. [...] Μέσα στη μεγάλη αυτή κρίση μία και μοναδική είναι η λύση που μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του προλεταριάτου και όλων γενικά των εργαζομένων μαζών του λαού: η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και η χρησιμοποίηση της εξουσίας αυτής για την εφαρμογή του σοσιαλισμού».
Επιτίθεται στον Δημητρόφ. «Τα συνθήματα αυτά βρήκαν τη θεωρητική τους έκφραση στις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς το καλοκαίρι του 1935. Πολύ γρήγορα την πολιτική αυτή την ασπάστηκαν και την προπαγάνδισαν τα μεταρρυθμιστικά (σοσιαλδημοκρατικά) κόμματα, καθώς και πολλά φιλελεύθερα...».
Ξιφουλκεί ακάθεκτος κατά των συνεργασιών σαν να μη βλέπει την αυξανόμενη ισχύ του ναζισμού. «Το Λαϊκό Μέτωπο, όπως και κάθε άλλη μορφή ταξικής συνεργασίας, είναι απάρνηση της ανεξάρτητης ταξικής πάλης των εργατών. Με το Λαϊκό Μέτωπο η εργατική τάξη εγκαταλείπει το δικό της πρόγραμμα, δηλαδή το πρόγραμμα της κατάληψης της εξουσίας και το πρόγραμμα του σοσιαλισμού, και δέχεται το πρόγραμμα της “δημοκρατικής” μπουρζουαζίας».
Αντιθέτως, λέει, «το Λαϊκό Μέτωπο δεν έχει καμιά σχέση με το Ενιαίο Μέτωπο [...] που είναι ένα από τα κυριότερα μέσα της προλεταριακής πάλης».
Υπερήφανα δηλώνει ότι «το επαναστατικό κόμμα μέσα στο Ενιαίο Μέτωπο διατηρεί ακέραιο το πρόγραμμα της ανεξάρτητης ταξικής πάλης για την εργατική και εργατοαγροτική εξουσία και για το σοσιαλισμό».
Υπεροπτικά κατακεραυνώνει το Λαϊκό Μέτωπο «που είναι ένας συνασπισμός πολιτικός για σκοπούς γενικούς που προϋποθέτει ότι το εργατικό κόμμα εγκατέλειψε τους ανεξάρτητους σκοπούς της εργατικής τάξης και την υπέταξε στους γενικούς σκοπούς της αστικής τάξης στο όνομα της (αστικής) δημοκρατίας».
Αποφαίνεται πως «η πολιτική του Λαϊκού Μετώπου δε μπορεί να δώσει καμιά αποτελεσματική άμυνα...» και προφητεύει «τη βέβαιη νίκη του φασισμού» (!) αφού «κάθε άλλη πολιτική, εκτός από την επαναστατική πολιτική για την ανατροπή ολόκληρου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος [...] είναι ανίσχυρη».
Απαξιώνει τις κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις και παροχές (συλλογικές συμβάσεις, άδειες μετ’ αποδοχών, 40 ώρες δουλειάς εβδομαδιαίως από 48 χωρίς μείωση μισθού, συνδικαλιστικές ελευθερίες) που επέβαλε το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία διότι «εν ονόματι αυτής της τυπικής “λαϊκής δημοκρατίας” χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο την οικονομική κατάσταση των εργαζομένων με την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος και το κύμα των υπερτιμήσεων που εξαπέλυσε προς μέγα όφελος των επιχειρηματιών, αφού όμως πρώτα δημαγώγησε λιγάκι με τις περιβόητες “κοινωνικές μεταρρυθμίσεις” του. Η αστυνομία του σκότωσε το Μάη εργάτες στο Κλισύ που πήγανε να διαλύσουνε συγκεντρώσεις φασιστικές και οι σταλινικοί προχτές στην επαρχία καλούσανε τους εργάτες να θεωρούνε “δική τους” την αστυνομία της Δημοκρατίας, ως μόνους δε εχθρούς των τους εργοδότες [...] Τα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου, και προπάντων το σταλινικό, εξαπολύουνε μιαν αδιάντροπη εθνικιστική και σοβινιστική προπαγάνδα ετοιμάζοντας έτσι ψυχολογικά και ιδεολογικά τις μάζες για το νέο μακελειό».
«Δηλαδή ετοιμάζουν ανοιχτά σήμερα -από κοινού σταλινικοί και σοσιαλδημοκράτες- μια προδοσία του σοσιαλισμού ασύγκριτα πιο φοβερή και φρικαλέα σε ανθρώπινο αίμα από την προδοσία την ιστορική της 2ης Διεθνούς τον Αύγουστο του 1914 [...]. Πρωτεργάτης είναι η εθνικιστικά εκφυλισμένη σοβιετική γραφειοκρατία πού εγκαθίδρυσε ένα απολυταρχικό καθεστώς πάνω στο σοβιετικό προλεταριάτο».
Το πιο αποκρουστικό στην μπροσούρα του Πουλιόπουλου είναι η εξίσωση της γερμανικής και της σοβιετικής πολιτικής. «Μόνο [...] η 4η Διεθνής μπορεί να αποτρέψει το νέο πολεμικό χάος, [...] να αναπτερώσει το διεθνιστικό και επαναστατικό φρόνημα των Γερμανών και Ιταλών προλεταρίων που ο λυσσασμένος εθνικισμός του σταλινισμού και των Λαϊκών Μετώπων ίσα - ίσα υποβοηθάει την καταδημαγώγησή τους από τον Χίτλερ και το Μουσολίνι». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πουλιόπουλος αποδίδει τις ευθύνες για τη διεθνή κατάσταση στον σταλινισμό εννέα φορές ενώ οι επικριτικές αναφορές στον Μουσολίνι είναι μία και στον Χίτλερ είναι μόνο δύο (!).
Μας πληροφορεί για το ποιοι, κατά τη γνώμη του, ευθύνονται για την άνοδο του Φύρερ: «Η πολιτική της ταξικής συνεργασίας των γερμανών σοσιαλδημοκρατών μοιράζεται μαζί με την ψευτοαριστερή αιρετικότητα τότε του γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος την πολιτική ευθύνη για τη νίκη του Χίτλερ το 1933».
Ασυγκράτητος δεν διστάζει να επικρίνει και το «αδελφό κόμμα» POUM για τις ήττες των Δημοκρατικών στην Ισπανία. «Το ίδιο και στην Καταλωνία, όπου η επαναστατική κατάσταση ήτανε πιο προχωρημένη, η είσοδος πέρσι το φθινόπωρο όλων των εργατικών οργανώσεων στην αστική κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στάθηκε φραγμός στην επαναστατική πρόοδο των εργατών κ’ έκανε αδύνατη μια επιτυχή άμυνα κατά της αντεπανάστασης [...] Ακόμη και αυτό το ΠΟΥΜ, μόλο που σωστά με τις διακηρύξεις του αντέτασσε στο σύνθημα του Καμπαλλέρο “Δημοκρατία ή Φασισμός” το σωστό σύνθημα “Καπιταλισμός ή Σοσιαλισμός”, ωστόσο στην πράξη αρνήθηκε τα συνθήματά του πέρσι και μπήκε κι αυτό στην κυβέρνηση του Κομπάνυς εμποδίζοντας έτσι την πρόοδο της καταλωνικής επανάστασης».
«Η κυριότερη ευθύνη για την ολέθρια πολιτική του Λαϊκού Μετώπου στην Ισπανία πέφτει στη γραφειοκρατία της ΕΣΣΔ».
Κατόπιν τούτων δεν εκπλήσσει και η απόφανσή του ότι τάχα το ΚΚΕ «μέσον του “Παλλαϊκού Μετώπου” στήριξε στην κυβέρνηση το στρατηγό Μεταξά, επιτρέποντας έτσι σ’ αυτόν να προετοιμάσει άνετα τη σημερινή διχτατορία».
Η ήττα των Δημοκρατικών στην Ισπανία σπέρνει την απογοήτευση και στην Ελλάδα και τότε είναι που επιταχύνονται γεωμετρικά οι δηλώσεις (τις οποίες το καθεστώς Μεταξά προβάλλει δια του Τύπου) και οι ιδιωτεύσεις παλιών κομμουνιστών.
Το 1940 ο Χίτλερ έχει ήδη «καταπιεί» Αυστρία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία. Ο σύμμαχός του Μουσολίνι την Αβησσυνία και την Αλβανία. Βέβαια -λέει ο αντίλογος- και οι Αγγλοι αποικιοκράτες «καταληστεύουν και τυραννούν Ασία και Αφρική», οι Αμερικανοί καπιταλιστές «απομυζούν οικονομικά τον κόσμο» και οι Σοβιετικοί κομμουνιστές έχουν επιβάλει «ερυθρά δικτατορία».
Ομως κατά έναν ανεξήγητο (;) τρόπο η δημοκρατική και προοδευτική ανθρωπότητα -μακριά από βαθυστόχαστες αναλύσεις- έχει κάνει την επιλογή της: προσβλέπει σε μια δυνητική συμμαχία των «τριών», τη μόνη που θα μπορούσε να θέσει τέρμα στην επικράτηση του Αξονα.
Δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός πως η «γραμμή» αυτή του Ζαχαριάδη δεν συμβάδιζε με την τρέχουσα κρατική τακτική της Σοβιετικής Ενωσης -αν δεν «την προσπερνούσε επιδεικτικά»- η οποία από το 1939 είχε αναγκαστικά συνάψει το σύμφωνο μη επίθεσης που πήρε την ονομασία Μολότοφ - Ρίμπεντροπ.
Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο είχε προδιαγραμμένη ημερομηνία λήξης και η αντίσταση του ελληνικού λαού στους Ιταλούς και τους Γερμανούς έδωσε τη δυνατότητα στη Σοβιετική Ενωση να ανασυγκροτηθεί στρατιωτικά απέναντι στη γερμανική επίθεση.
Στην πραγματικότητα, η «προφητική» επιστολή Ζαχαριάδη, παρά το φλογερό περιεχόμενό της, ήταν ακόμη «εκτός γραμμής» για την κομματική τάξη. Στη Βρετανία π.χ., μια ανάλογη τοποθέτηση στοίχισε στον γραμματέα του ΚΚ την προσωρινή καθαίρεσή του από την ηγεσία από κάποιον πιο «ντούρο», μέχρι να επανέλθει θριαμβευτικά σε λίγους μήνες. Πολύ περισσότερο θα δικαιωνόταν ο Ζαχαριάδης το καλοκαίρι του 1941, όταν η χιτλερική Γερμανία επιτέθηκε εναντίον της ΕΣΣΔ.
Την πρώτη επιστολή ακολούθησαν άλλες δύο. Το δεύτερο γράμμα έχει ημερομηνία 26 Νοεμβρίου 1940 και το τρίτο 15 Ιανουάριο 1941.
Και τα τρία γράμματα συντάχτηκαν στις φυλακές της Γενικής Ασφάλειας στην Αθήνα, όπου κρατούνταν.
Στα δύο τελευταία διατύπωνε οξύτατες αντιρρήσεις για την προέλαση του ελληνικού στρατού μέσα στην Αλβανία. Ομως η δεύτερη και η τρίτη επιστολές δεν παρήγαγαν πολιτικό αποτέλεσμα καθότι παρέμειναν άγνωστες μέχρι το 1947.
Τροφοδότησαν βεβαίως βεβαίως ατέρμονες συζητήσεις (κατά την ηπιότερη έκφραση) ανάμεσα στις πολυποίκιλες αιρέσεις και σέχτες του ελληνικού μεταζαχαριαδικού «κουκουέδικου» αλλά η Ιστορία είχε ενσωματώσει μόνο την πρώτη επιστολή του εγκάθειρκτου της Κέρκυρας. Και πάνω της είχε ήδη οικοδομήσει την ΕΑΜική εποποιία.
***
Για την ορθότητα της ιδέας του Λαϊκού Μετώπου έχουν διατυπωθεί εκ των υστέρων ποικίλης προέλευσης κριτικές - λιγότερο ή περισσότερο εσφαλμένες.
Για τον χαρακτήρα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου οι εκτιμήσεις συμβαίνει να αλλάζουν, να τροποποιούνται, υπακούοντας είτε στην ανάσυρση νέων ιστορικών δεδομένων είτε στις απαιτήσεις της πολιτική συγκυρίας, -ήταν άραγε ο Β' ΠΠ «ιμπεριαλιστικός»; «Μετατράπηκε σε πατριωτικό με την είσοδο της Σοβιετικής Ενωσης»; «Εξαρχής ιμπεριαλιστικός»; «Σοσιαλπατριωτικός»; «Αντιφασιστικός»;
Ο,τι και να 'ταν το ξέρουν καλύτερα εκείνοι που πήραν μέρος σ’ αυτόν, εκείνοι που έπεσαν πολεμώντας με λύσσα τον φασισμό. Και όπως προσφυώς παρατήρησε ένας φίλος με «οικογενειακή παράδοση» όταν το ’φερε η κουβέντα:
- Και τι θέλετε να κάνω τώρα; Να πάω στον τάφο του καπετάνιου και να του πω: «Δεν πολέμησες γι’ αυτό που νόμιζες. Σε λάθος πόλεμο σκοτώθηκες, παππού». Ε, δεν θα με ακούσει και δεν θα το κάνω!
Πηγή: Του Αρτέμη Ψαρομήλιγου - "Documento"
Μια πολιτική σύλληψη πριν και πάνω από τον καιρό της αν σταθμιστεί με τα δεδομένα της 28 Οκτωβρίου
Οποιαδήποτε ανάλυση του περιεχομένου και των πραγματολογικών στοιχείων γύρω από την πολυθρύλητη «επιστολή Ζαχαριάδη» της 31ης Οκτωβρίου 1940 (γράφτηκε τρεις μέρες μετά την έναρξη της Ιταλικής επίθεσης και δημοσιεύτηκε στον Τύπο της 2ας Νοεμβρίου) θα αποτελούσε επανάληψη. Συνεπώς θα ήταν ανιαρή. Θα επιχειρήσουμε μια πολιτική αποτίμηση μια «πλαισίωση» της επιστολής από γεγονότα και συσχετισμούς -εγχώριους και διεθνείς- της δραματικής περιόδου 1935-1941.
Το «γράμμα Ζαχαριάδη», πέραν όποιας μίζερης αντικομουνιστικής αντίρρησης, συνιστά σημείο τομής κατά τούτο: διασταυρώνονται σε αυτό οι κομμουνιστικές θεωρητικές αναζητήσεις του ύστερου μεσοπολέμου (Λαϊκό, Αντιφασιστικό κ.λπ. Μέτωπο) με το πρακτέο της στιγμής την ώρα της μοναξιάς σε φρικτή απομόνωση.
Οταν ο ηγέτης καλείται να αποφασίσει χωρίς «εισήγηση στο Πολιτμπιρό», χωρίς «ντιρεκτίβα της Κομιντέρν», χωρίς πλήρη γνώση βασικών δεδομένων. Ζει σε πλήρη απομόνωση πίσω από τους κυκλώπειους τοίχους της ακτίνας Θ' των φυλακών Κέρκυρας.
Μοναδική του επαφή με τον έξω κόσμο είναι τα σημειώματα που ανταλλάσσει με τον Βασίλη Νεφελούδη κρυμμένα στο στρίφωμα μιας πετσέτας που κρεμάνε στην απλώστρα του προαύλιου.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Ζαχαριάδης (με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες και τα τραγικά κουσούρια του) τη συγκεκριμένη κρίσιμη στιγμή στάθηκε στη σωστή όχθη της Ιστορίας. Η επίδραση της επιστολής του υπερακόντιζε κατά πολύ την αναιμική τότε πολιτική ισχύ του ΚΚΕ. Γιατί έδινε, πολλαπλασιαστικά, τη βεβαιότητα πως με την άμυνα απέναντι στον Μουσολίνι συμπαρατάσσονταν «και αυτοί», οι «κομουνιστές που κάποτε καλούσαν τους στρατιώτες να εξεγερθούν απέναντι σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός τους και που ευχόντουσαν την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία».
Ομως από το '22 είχε κυλίσει πολύ νερό κάτω από τα γεφύρια. Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα διήνυε περίοδο προβληματισμού και ωριμότητας.
1924-1935 (από τον Ζινόβιεφ στον Δημητρόφ)
Το Ενιαίο Μέτωπο (3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 1924), το οποίο κυριαρχείτο από τα -με εξηγήσιμο τρόπο- ανεδαφικά σχήματα της εποχής του Ζινόβιεφ (οριζόταν ως «το πιο αποτελεσματικό μέσο στη μάχη εναντίον του κεφαλαίου και για την κινητοποίηση των μαζών σε ταξικό πνεύμα, το μέσο για να ξεσκεπαστούν και να απομονωθούν οι ρεφορμιστές αρχηγοί») αποτελεί μακρινό απόηχο για δύο λόγους: την επαναστατική επιβράδυνση σε όλη την Ευρώπη -την είχε διαπιστώσει στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο ίδιος ο Λένιν- και την ύπαρξη του «πρώτου εργατικού κράτους», η υπεράσπιση του οποίου αποτελούσε κύριο καθήκον των απανταχού κομμουνιστών.
Ο Βούλγαρος επαναστάτης Γκεόργκι Δημητρόφ (αντανακλώντας πλήρως, για να μην κοροϊδευόμαστε, τις αντιλήψεις του Στάλιν) είχε πλέον αναπτύξει και τεκμηριώσει θεωρητικά την αναγκαιότητα συγκρότησης του Λαϊκού Μετώπου απέναντι στον επελαύνοντα φασισμό.
Στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (καλοκαίρι 1935, όταν πια ο Χίτλερ είναι καγκελάριος και έχει κάνει ξεκάθαρες τις προθέσεις του) ο Δημητρόφ, συνεπικουρούμενος από τον Σοβιετικό Ντμίτρι Μανουίλσκι, εισηγείται «για την ενότητα της εργατικής τάξης κατά του φασισμού» ένα καθοριστικό και κλασικό ντοκουμέντο για τις συμμαχίες των κομμουνιστών με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Χαρακτήρισε τον φασισμό όχι «μικροαστικό φαινόμενο» αλλά «ανοικτή, τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών και των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου».
Οι οποίοι κύκλοι καταφεύγουν στην ανοικτή δικτατορία αναιρώντας την αστική
δημοκρατία (η ανατροπή της από τους εθνικοσοσιαλιστές δεν είναι πλέον αδιάφορη για τους κομμουνιστές) και φέρνοντας πιο κοντά τον πόλεμο, κύρια θύματα του οποίου θα είναι οι εργαζόμενοι. Με έναν όρο προς τους συνοδοιπόρους: να στρέφονται εναντίον του φασισμού, του κινδύνου του πολέμου, εναντίον του ταξικού εχθρού.
Υπήρξαν παλινωδίες και προσωρινές οπισθοχωρήσεις, που δεν είναι της παρούσης, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι η Κομιντέρν στις παραμονές έκρηξης του Β' Παγκόσμιου Πολέμου βρίσκεται εξοπλισμένη με μια κεντρική κατεύθυνση που θα εφαρμοστεί την επόμενη εξαετία και θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην έκβασή του. Και που επίσης θα αποφέρει τεράστια πολιτικά κέρδη στο κομμουνιστικό κίνημα, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις αποκρυσταλλώθηκαν σε κρατική εξουσία.
Το ελληνικό πολιτικό κοντράστ 1930-1936
Και όμως, το 1934 ο Ζαχαριάδης μιλούσε ακόμη για τον «χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης στη χώρα μας». Δεν παραλείπει να κάνει επίθεση εναντίον των «πραχτόρων της κεφαλαιοκρατίας», «αντεπαναστάτες αρχειοφασίστες και λικβινταριστές», ενώ κάνει ειδική αναφορά στην «αντεπαναστατική θεωρία και πράξη του Τρότσκυ».
Ομως ήδη, όπως λέει, η «προλεταριακή επανάσταση στη χώρα μας, που θάχε να λύσει παράλληλα και σειρά αστικοδημοκρατικών καθηκόντων», όπως είχε πει η 3η Ολομέλεια του 1930, ήταν παρελθόν. Καθότι «το κόμμα μας είχε διακηρύξει την ανάγκη να μελετήσει σοβαρά όλο το ζήτημα. Αυτό ακριβώς έκανε η 6η Ολομέλεια». Και κατέληγε ο γγ: «Η αλήθεια είνε τούτη: Το 4ο συνέδριο του κόμματός μας είπε ξερά-ξερά ότι ο χαρακτήρας της επανάστασης στη χώρα μας θάνε αστικοδημοκρατικός». Εχει μπει από τότε στην τροχιά της νέας αντίληψης.
Το 1936 τον βρίσκουμε να εφαρμόζει τη γραμμή της Κομιντέρν για τα Λαϊκά Μέτωπα εναντίον του ανερχόμενου φασισμού και έτσι με το Παλλαϊκό Μέτωπο το ΚΚΕ αποσπά 5,76% και 15 βουλευτικές έδρες.
Το Σύμφωνο του Σκλάβαινα με τον Σοφούλη δεν τελεσφορεί και ο Μεταξάς επιβάλλει δικτατορία στις 4 Αυγούστου 1936.
Χιλιάδες κομμουνιστές και δημοκράτες οδηγούνται σε φυλακές και εξορίες. Ο Ζαχαριάδης συλλαμβάνεται τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στη γωνία Ιπποκράτους και λεωφόρου Αλεξάνδρας. Για τις συνθήκες απομόνωσης καταφεύγουμε στο βιβλίο του Βασίλη Νεφελούδη «Ακτίνα Θ'»: η μοναδική επικοινωνία τους πίσω από τους θηριώδεις τοίχους των φυλακών Κέρκυρας, που δεν τους διαπερνούσαν τα σήματα μορς, «τακ-τακ εσύ, τακ-τακ κι εγώ», ήταν μια... πετσέτα. Δεν προαυλίζονταν ταυτοχρόνως αλλά έβαζε ο πρώτος ένα ραβασάκι στο στρίφωμα της πετσέτας του και την κρέμαγε στο σύρμα. Οταν έβγαινε ο δεύτερος για προαυλισμό έπαιρνε τη «λάθος» πετσέτα και άφηνε τη δική του με άλλο ραβασάκι.
Και στον «έξω κόσμο» το ΚΚΕ δρούσε κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, βαθιάς παρανομίας, καταστολής και διαβρωτικής δράσης της Ασφάλειας του Μανιαδάκη.
Η «Προσωρινή Διοίκηση» συγκροτήθηκε τον Δεκέμβριο του 1939 και δραστηριοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1940. Εξέδωσε πλαστό «Ριζοσπάστη» και αποπροσανατόλισε πολλά φυλακισμένα καθοδηγητικά στελέχη του ΚΚΕ σε Ακροναυπλία, Κέρκυρα, ξερονήσια. Ακόμη και τον ίδιο τον Ζαχαριάδη, ο οποίος άργησε να αντιληφθεί το παιχνίδι του Μανιαδάκη.
Αντέδρασαν όμως αρκετά στελέχη όπως οι Πέτρος Ρούσος, Σπύρος Καλοδίκης και Θανάσης Κλάρας, παρότι ο τελευταίος πέρασε ένα διάστημα από τους κόλπους της.
Σχετικά άγνωστη παραμένει η ύπαρξη και η δράση της «Παλιάς Κ.Ε.» (1939-1941) με πρωτεργάτη τον Νίκο Πλουμπίδη. Η καχυποψία ήταν τέτοια ώστε η αυθεντική «Παλιά Κεντρική Επιτροπή» κατηγορήθηκε ακόμη και από τον Ζαχαριάδη σαν «ασφαλίτικη» και «χαφιέδικη».
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες συσκότισης, αξεπέραστη παραμένει η πολιτική σύλληψη του Ζαχαριάδη να στείλει επιστολή και να κηρύξει τη συστράτευση των Ελλήνων απέναντι στην ιταλική φασιστική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου.
Εστω και αν, αναπόφευκτα, τον πόλεμο αυτόν «τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη».
Είναι οκτώ μήνες πριν από την επίθεση του Χίτλερ στη Σοβιετική Ενωση και η «προφητική» αυτή γραμμή θα γίνει τελικά η επίσημη του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος σε όλη τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
Παλιά αντίληψη, βαθιά ριζωμένη
Στο μεταξύ ο ρόλος της «Προσωρινής Διοίκησης» άρχισε να αποκαλύπτεται προς τα τέλη του 1940, όταν ο πλαστός «Ριζοσπάστης» της άρχισε να εξυμνεί τον δικτάτορα Μεταξά και να αποκτάει σταδιακά έντονο εθνικιστικό και φιλοκαθεστωτικό λόγο.
Να ληφθεί υπόψη πως η «Παλιά Κεντρική Επιτροπή» κατήγγειλε την «επιστολή Ζαχαριάδη» προς τον ελληνικό λαό για την αντίσταση κατά των φασιστών Ιταλών εισβολέων (Νοέμβριος 1940) ως πλαστή και προϊόν της Ασφάλειας.
Η αντίθεση του Νίκου Πλουμπίδη προς την ιστορική «επιστολή» πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο καχυποψίας που είχε διαχυθεί παντού.
Η -«κλασική»- πολιτική ανάλυση του Πλουμπίδη δεν ταυτιζόταν αλλά ούτε απέκλινε ριζικά από την προσέγγιση που έκανε ο διαγραμμένος αρχειομαρξιστής Αγις Στίνας. Ο οποίος θεωρούσε τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ιμπεριαλιστικό και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Η λογική του Πλουμπίδη ήταν «αγκυρωμένη» στην παραδοσιακή αντίληψη για «μετατροπή του εθνικού πολέμου σε εμφύλιο». Απείχε από τις κατευθύνσεις του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς του 1935.
Η «πούρα» λογοκοπία του Πουλιόπουλου
Στον αντίποδα των τριτοδιεθνιστικών προσεγγίσεων του Ζαχαριάδη κινείται και ο πρώην γραμματέας του ΚΚΕ, στέλεχος της 4ης Διεθνούς (τροτσκιστές). Ο Παντελής Πουλιόπουλος, παντελώς ανίκανος να αντιληφθεί τους νέους κινδύνους και παραδομένος στη γοητεία της «πούρας» λογοκοπίας, προβαίνει τον Ιούνιο του 1937 στις ακόλουθες εκπληκτικές μέσα στον βολονταρισμό τους (τα «μπορεί» και τα «πρέπει» διαπερνούν το κείμενό του) εκτιμήσεις:
«Περάσαμε σε ένα καινούργιο στάδιο γενικής παρακμής του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. [...] Μέσα στη μεγάλη αυτή κρίση μία και μοναδική είναι η λύση που μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του προλεταριάτου και όλων γενικά των εργαζομένων μαζών του λαού: η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και η χρησιμοποίηση της εξουσίας αυτής για την εφαρμογή του σοσιαλισμού».
Επιτίθεται στον Δημητρόφ. «Τα συνθήματα αυτά βρήκαν τη θεωρητική τους έκφραση στις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς το καλοκαίρι του 1935. Πολύ γρήγορα την πολιτική αυτή την ασπάστηκαν και την προπαγάνδισαν τα μεταρρυθμιστικά (σοσιαλδημοκρατικά) κόμματα, καθώς και πολλά φιλελεύθερα...».
Ξιφουλκεί ακάθεκτος κατά των συνεργασιών σαν να μη βλέπει την αυξανόμενη ισχύ του ναζισμού. «Το Λαϊκό Μέτωπο, όπως και κάθε άλλη μορφή ταξικής συνεργασίας, είναι απάρνηση της ανεξάρτητης ταξικής πάλης των εργατών. Με το Λαϊκό Μέτωπο η εργατική τάξη εγκαταλείπει το δικό της πρόγραμμα, δηλαδή το πρόγραμμα της κατάληψης της εξουσίας και το πρόγραμμα του σοσιαλισμού, και δέχεται το πρόγραμμα της “δημοκρατικής” μπουρζουαζίας».
Αντιθέτως, λέει, «το Λαϊκό Μέτωπο δεν έχει καμιά σχέση με το Ενιαίο Μέτωπο [...] που είναι ένα από τα κυριότερα μέσα της προλεταριακής πάλης».
Υπερήφανα δηλώνει ότι «το επαναστατικό κόμμα μέσα στο Ενιαίο Μέτωπο διατηρεί ακέραιο το πρόγραμμα της ανεξάρτητης ταξικής πάλης για την εργατική και εργατοαγροτική εξουσία και για το σοσιαλισμό».
Υπεροπτικά κατακεραυνώνει το Λαϊκό Μέτωπο «που είναι ένας συνασπισμός πολιτικός για σκοπούς γενικούς που προϋποθέτει ότι το εργατικό κόμμα εγκατέλειψε τους ανεξάρτητους σκοπούς της εργατικής τάξης και την υπέταξε στους γενικούς σκοπούς της αστικής τάξης στο όνομα της (αστικής) δημοκρατίας».
«Ο φασισμός θα νικήσει»
Αποφαίνεται πως «η πολιτική του Λαϊκού Μετώπου δε μπορεί να δώσει καμιά αποτελεσματική άμυνα...» και προφητεύει «τη βέβαιη νίκη του φασισμού» (!) αφού «κάθε άλλη πολιτική, εκτός από την επαναστατική πολιτική για την ανατροπή ολόκληρου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος [...] είναι ανίσχυρη».
Απαξιώνει τις κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις και παροχές (συλλογικές συμβάσεις, άδειες μετ’ αποδοχών, 40 ώρες δουλειάς εβδομαδιαίως από 48 χωρίς μείωση μισθού, συνδικαλιστικές ελευθερίες) που επέβαλε το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία διότι «εν ονόματι αυτής της τυπικής “λαϊκής δημοκρατίας” χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο την οικονομική κατάσταση των εργαζομένων με την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος και το κύμα των υπερτιμήσεων που εξαπέλυσε προς μέγα όφελος των επιχειρηματιών, αφού όμως πρώτα δημαγώγησε λιγάκι με τις περιβόητες “κοινωνικές μεταρρυθμίσεις” του. Η αστυνομία του σκότωσε το Μάη εργάτες στο Κλισύ που πήγανε να διαλύσουνε συγκεντρώσεις φασιστικές και οι σταλινικοί προχτές στην επαρχία καλούσανε τους εργάτες να θεωρούνε “δική τους” την αστυνομία της Δημοκρατίας, ως μόνους δε εχθρούς των τους εργοδότες [...] Τα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου, και προπάντων το σταλινικό, εξαπολύουνε μιαν αδιάντροπη εθνικιστική και σοβινιστική προπαγάνδα ετοιμάζοντας έτσι ψυχολογικά και ιδεολογικά τις μάζες για το νέο μακελειό».
«Δηλαδή ετοιμάζουν ανοιχτά σήμερα -από κοινού σταλινικοί και σοσιαλδημοκράτες- μια προδοσία του σοσιαλισμού ασύγκριτα πιο φοβερή και φρικαλέα σε ανθρώπινο αίμα από την προδοσία την ιστορική της 2ης Διεθνούς τον Αύγουστο του 1914 [...]. Πρωτεργάτης είναι η εθνικιστικά εκφυλισμένη σοβιετική γραφειοκρατία πού εγκαθίδρυσε ένα απολυταρχικό καθεστώς πάνω στο σοβιετικό προλεταριάτο».
Το πιο αποκρουστικό στην μπροσούρα του Πουλιόπουλου είναι η εξίσωση της γερμανικής και της σοβιετικής πολιτικής. «Μόνο [...] η 4η Διεθνής μπορεί να αποτρέψει το νέο πολεμικό χάος, [...] να αναπτερώσει το διεθνιστικό και επαναστατικό φρόνημα των Γερμανών και Ιταλών προλεταρίων που ο λυσσασμένος εθνικισμός του σταλινισμού και των Λαϊκών Μετώπων ίσα - ίσα υποβοηθάει την καταδημαγώγησή τους από τον Χίτλερ και το Μουσολίνι». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πουλιόπουλος αποδίδει τις ευθύνες για τη διεθνή κατάσταση στον σταλινισμό εννέα φορές ενώ οι επικριτικές αναφορές στον Μουσολίνι είναι μία και στον Χίτλερ είναι μόνο δύο (!).
Μας πληροφορεί για το ποιοι, κατά τη γνώμη του, ευθύνονται για την άνοδο του Φύρερ: «Η πολιτική της ταξικής συνεργασίας των γερμανών σοσιαλδημοκρατών μοιράζεται μαζί με την ψευτοαριστερή αιρετικότητα τότε του γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος την πολιτική ευθύνη για τη νίκη του Χίτλερ το 1933».
Ασυγκράτητος δεν διστάζει να επικρίνει και το «αδελφό κόμμα» POUM για τις ήττες των Δημοκρατικών στην Ισπανία. «Το ίδιο και στην Καταλωνία, όπου η επαναστατική κατάσταση ήτανε πιο προχωρημένη, η είσοδος πέρσι το φθινόπωρο όλων των εργατικών οργανώσεων στην αστική κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στάθηκε φραγμός στην επαναστατική πρόοδο των εργατών κ’ έκανε αδύνατη μια επιτυχή άμυνα κατά της αντεπανάστασης [...] Ακόμη και αυτό το ΠΟΥΜ, μόλο που σωστά με τις διακηρύξεις του αντέτασσε στο σύνθημα του Καμπαλλέρο “Δημοκρατία ή Φασισμός” το σωστό σύνθημα “Καπιταλισμός ή Σοσιαλισμός”, ωστόσο στην πράξη αρνήθηκε τα συνθήματά του πέρσι και μπήκε κι αυτό στην κυβέρνηση του Κομπάνυς εμποδίζοντας έτσι την πρόοδο της καταλωνικής επανάστασης».
«Η κυριότερη ευθύνη για την ολέθρια πολιτική του Λαϊκού Μετώπου στην Ισπανία πέφτει στη γραφειοκρατία της ΕΣΣΔ».
Κατόπιν τούτων δεν εκπλήσσει και η απόφανσή του ότι τάχα το ΚΚΕ «μέσον του “Παλλαϊκού Μετώπου” στήριξε στην κυβέρνηση το στρατηγό Μεταξά, επιτρέποντας έτσι σ’ αυτόν να προετοιμάσει άνετα τη σημερινή διχτατορία».
Η ήττα των Δημοκρατικών στην Ισπανία σπέρνει την απογοήτευση και στην Ελλάδα και τότε είναι που επιταχύνονται γεωμετρικά οι δηλώσεις (τις οποίες το καθεστώς Μεταξά προβάλλει δια του Τύπου) και οι ιδιωτεύσεις παλιών κομμουνιστών.
Το 1940 ο Χίτλερ έχει ήδη «καταπιεί» Αυστρία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία. Ο σύμμαχός του Μουσολίνι την Αβησσυνία και την Αλβανία. Βέβαια -λέει ο αντίλογος- και οι Αγγλοι αποικιοκράτες «καταληστεύουν και τυραννούν Ασία και Αφρική», οι Αμερικανοί καπιταλιστές «απομυζούν οικονομικά τον κόσμο» και οι Σοβιετικοί κομμουνιστές έχουν επιβάλει «ερυθρά δικτατορία».
Ομως κατά έναν ανεξήγητο (;) τρόπο η δημοκρατική και προοδευτική ανθρωπότητα -μακριά από βαθυστόχαστες αναλύσεις- έχει κάνει την επιλογή της: προσβλέπει σε μια δυνητική συμμαχία των «τριών», τη μόνη που θα μπορούσε να θέσει τέρμα στην επικράτηση του Αξονα.
Δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός πως η «γραμμή» αυτή του Ζαχαριάδη δεν συμβάδιζε με την τρέχουσα κρατική τακτική της Σοβιετικής Ενωσης -αν δεν «την προσπερνούσε επιδεικτικά»- η οποία από το 1939 είχε αναγκαστικά συνάψει το σύμφωνο μη επίθεσης που πήρε την ονομασία Μολότοφ - Ρίμπεντροπ.
Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο είχε προδιαγραμμένη ημερομηνία λήξης και η αντίσταση του ελληνικού λαού στους Ιταλούς και τους Γερμανούς έδωσε τη δυνατότητα στη Σοβιετική Ενωση να ανασυγκροτηθεί στρατιωτικά απέναντι στη γερμανική επίθεση.
Στην πραγματικότητα, η «προφητική» επιστολή Ζαχαριάδη, παρά το φλογερό περιεχόμενό της, ήταν ακόμη «εκτός γραμμής» για την κομματική τάξη. Στη Βρετανία π.χ., μια ανάλογη τοποθέτηση στοίχισε στον γραμματέα του ΚΚ την προσωρινή καθαίρεσή του από την ηγεσία από κάποιον πιο «ντούρο», μέχρι να επανέλθει θριαμβευτικά σε λίγους μήνες. Πολύ περισσότερο θα δικαιωνόταν ο Ζαχαριάδης το καλοκαίρι του 1941, όταν η χιτλερική Γερμανία επιτέθηκε εναντίον της ΕΣΣΔ.
Και δύο επιστολές που δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο
Την πρώτη επιστολή ακολούθησαν άλλες δύο. Το δεύτερο γράμμα έχει ημερομηνία 26 Νοεμβρίου 1940 και το τρίτο 15 Ιανουάριο 1941.
Και τα τρία γράμματα συντάχτηκαν στις φυλακές της Γενικής Ασφάλειας στην Αθήνα, όπου κρατούνταν.
Στα δύο τελευταία διατύπωνε οξύτατες αντιρρήσεις για την προέλαση του ελληνικού στρατού μέσα στην Αλβανία. Ομως η δεύτερη και η τρίτη επιστολές δεν παρήγαγαν πολιτικό αποτέλεσμα καθότι παρέμειναν άγνωστες μέχρι το 1947.
Τροφοδότησαν βεβαίως βεβαίως ατέρμονες συζητήσεις (κατά την ηπιότερη έκφραση) ανάμεσα στις πολυποίκιλες αιρέσεις και σέχτες του ελληνικού μεταζαχαριαδικού «κουκουέδικου» αλλά η Ιστορία είχε ενσωματώσει μόνο την πρώτη επιστολή του εγκάθειρκτου της Κέρκυρας. Και πάνω της είχε ήδη οικοδομήσει την ΕΑΜική εποποιία.
***
Για την ορθότητα της ιδέας του Λαϊκού Μετώπου έχουν διατυπωθεί εκ των υστέρων ποικίλης προέλευσης κριτικές - λιγότερο ή περισσότερο εσφαλμένες.
Για τον χαρακτήρα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου οι εκτιμήσεις συμβαίνει να αλλάζουν, να τροποποιούνται, υπακούοντας είτε στην ανάσυρση νέων ιστορικών δεδομένων είτε στις απαιτήσεις της πολιτική συγκυρίας, -ήταν άραγε ο Β' ΠΠ «ιμπεριαλιστικός»; «Μετατράπηκε σε πατριωτικό με την είσοδο της Σοβιετικής Ενωσης»; «Εξαρχής ιμπεριαλιστικός»; «Σοσιαλπατριωτικός»; «Αντιφασιστικός»;
Ο,τι και να 'ταν το ξέρουν καλύτερα εκείνοι που πήραν μέρος σ’ αυτόν, εκείνοι που έπεσαν πολεμώντας με λύσσα τον φασισμό. Και όπως προσφυώς παρατήρησε ένας φίλος με «οικογενειακή παράδοση» όταν το ’φερε η κουβέντα:
- Και τι θέλετε να κάνω τώρα; Να πάω στον τάφο του καπετάνιου και να του πω: «Δεν πολέμησες γι’ αυτό που νόμιζες. Σε λάθος πόλεμο σκοτώθηκες, παππού». Ε, δεν θα με ακούσει και δεν θα το κάνω!
Πηγή: Του Αρτέμη Ψαρομήλιγου - "Documento"
Δημοσίευση σχολίου