{[['']]}
Ο πόλεμος ήταν ίσως εκείνη η στιγμή όπου η ταξική θέση δεν μπορούσε να λειανθεί. Αυτός που δεν είχε λεφτά δεν μπορούσε να πάρει καμία παράταση πλέον. Ο μπακάλης δεν είχε τεφτέρι για να του πει “γράψτα”. Και τι να έγραφε; Κάτι που τη μια μέρα έκανε 100 δραχμές, την άλλη μπορεί να εκτοξευόταν στις 10.000. Και ποιος θα εξοφλούσε το λογαριασμό; Κάποιος που μέχρι χθες είχε δουλειά και μπορούσε να εγγυηθεί ότι στο τέλος του μήνα θα έδινε τα χρωστούμενα, την επομένη ήταν άνεργος και χωρίς πόρους.
Στην κατοχή, οι προϋπάρχουσες ταξικές αντιθέσεις φόρεσαν τα καλά τους και παρέλασαν χωρίς προσχήματα στους κεντρικούς δρόμους. Στην περίπτωση της διάθεσης των τροφίμων, του στρατηγικής σημασίας αυτού προϊόντος, η ταξική θέση μεταφραζόταν στις πιθανότητες που είχε κάποιος να βρει τα είδη εκείνα που θα του επέτρεπαν να μην πεθάνει από ασιτία. Άρα, λοιπόν, όταν μιλάμε για τα τρόφιμα δεν πρέπει να σκεφτόμαστε τόσο με όρους επάρκειας-ανεπάρκειας
όσο με όρους προσβασιμότητας.
Ας γίνουμε, όμως, πιο συγκεκριμένοι. Η πείνα στην κατοχή δεν ξέσπασε επειδή ένα βράδυ ξαφνικά εξαφανίστηκαν τα τρόφιμα από τις προθήκες των μαγαζιών, αλλά επειδή όλο και μεγαλύτερα κοινωνικά κομμάτια, λόγω της ταξικής τους θέσης, αδυνατούσαν μέσα στον πόλεμο να
εξασφαλίσουν πρόσβαση στα τρόφιμα.
Δεν υπονοούμε εδώ ότι ο θαλάσσιος αποκλεισμός της χώρας από τον αγγλικό στόλο, η επίταξη των μέσων μεταφοράς, οι ελλείψεις στα καύσιμα, οι καταστροφές στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, η παρουσία των γερμανικών και ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων και τόσοι άλλοι παράγοντες δεν έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της ζοφερής πραγματικότητας της κατοχής. Λέμε, όμως, ότι όλοι αυτά τα τεράστια εμπόδια σε καιρό πολέμου δεν είναι αρκετά για να εξηγήσουν την καταστροφή και το θάνατο. Μάλιστα, η παρουσίασή τους ως εξόφθαλμων και αυταπόδεικτων αιτίων μάλλον στρογγυλεύει την κατάσταση παρά την ερμηνεύει.
Κάπως έτσι προκύπτουν οι ομογενοποιητικές, σχεδόν εξισωτικές (και γι' αυτό καθησυχαστικές) αφηγήσεις για την πείνα.
Όλοι πείνασαν, όλοι εξαθλιώθηκαν, αφού όλοι αντιμετώπιζαν τις ίδιες ανυπέρβλητες δυσκολίες. Στις ταξικές κοινωνίες, βέβαια, δεν υπάρχουν ίδιες συνθήκες για όλους. Ούτε καν οι σεισμοί και οι τυφώνες δεν αποτελούν “κοινές συνθήκες και εμπειρίες”. Πώς να το κάνουμε; Η επιβίωση στην κατοχή είχε περισσότερο να κάνει με την εγγύτητα του καθενός στα τρόφιμα, παρά με τα ίδια τα τρόφιμα.
Για να μην παρεξηγηθούμε, δεν λέμε ότι η ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του '40 ήταν μια κοινωνία ευμάρειας ή ότι δεν υπήρχε κανένα ζήτημα επάρκειας τροφίμων.
Κάθε άλλο· ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε. Λέμε ωστόσο, ότι το πρόβλημα δεν ήταν γενικά κι αφηρημένα ότι “δεν υπήρχε λάδι και ψωμί”, αλλά ότι όλο και λιγότεροι είχαν πρόσβαση στο λάδι και το ψωμί που υπήρχε.
Ας αρχίσουμε με δύο μικρές υπενθυμίσεις. Τμήματα της ελληνικής κοινωνίας γνώριζαν πολύ καλά τι πάει να πει στέρηση και φόβος για το αν θα βγει η μέρα ήδη πολλά χρόνια πριν την κατοχή. Η εργατική τάξη και πρώτα και κύρια τα πιο υποτιμημένα κομμάτια της δεν τα έβγαζαν πέρα ούτε και πριν τον πόλεμο.
Για τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, για παράδειγμα, η καθημερινή ζωή στην περίοδο του μεσοπολέμου ήταν μια συνεχής και κουραστική μάχη για την επιβίωση.
Και φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι ειδικά εκείνοι, λόγω ακριβώς της ταξικής
τους θέσης, γνώρισαν πρώτοι τον οδοστρωτήρα της πείνας. Από την άλλη, οι συνθήκες του πολέμου, με την ένταση και τη βιαιότητά τους διαμόρφωσαν μια σαφώς διαφοροποιημένη πραγματικότητα. Όχι με την κυρίαρχη έννοια της εξαίρεσης, της παρένθεσης, της κακιάς στιγμής ή δεν ξέρουμε τι άλλο.
Τα όσα συνέβησαν στην κατοχή ήταν κατά κάποιον τρόπο πρωτόγνωρα, δεν έγιναν όμως σε κενό αέρος και με το κοντέρ της Ιστορίας να έχει μηδενίσει. Όλοι οι πρωταγωνιστές εκείνης της ζοφερής περιόδου είχαν ένα πριν που καθόριζε το τώρα τους και θα χαρακτήριζε και το αύριό τους. Από αυτού του είδους την ιστορική συνέχεια δεν ξέφευγε, φυσικά, και το ελληνικό κράτος.
Παρακάτω, θα το αποκαλούμε με το όνομά του χωρίς να καταφεύγουμε σε επιθετικούς προσδιορισμούς του είδους “δωσιλογικό”, “κατοχικό”, προκειμένου να το διαχωρίσουμε σε “καλό
και κακό”. Σαν να λέμε, για άλλη μια φορά, θα στεναχωρήσουμε τους αριστερούς ιστορικούς...
Πίσω πάλι στο ζήτημα της μαύρης αγοράς. Από τους πρώτους μήνες του 1941, άρχισε να αναδύεται
αυτό το πεδίο συναλλαγών που βρισκόταν στο πλάι της “νόμιμης” αγοράς. Εκείνοι που λόγω επαγγέλματος, λόγω επαφών με τα κατάλληλα πρόσωπα, λόγω οικονομικής επιφάνειας, ήταν σε θέση να συγκεντρώνουν μεγάλες ποσότητες τροφίμων για να τις μεταπουλήσουν, είδαν να ανοίγεται μπροστά τους μια σειρά από ευκαιρίες.
Μέσα στις ειδικές συνθήκες του πολέμου, ένα καθοριστικής σημασίας προϊόν, όπως τα τρόφιμα,
γινόταν “σχεδόν απαγορευμένο και παράνομο”. Συνεπώς, η διακίνησή του αναγόταν σε αρμοδιότητα μιας μαφίας που αναλάμβανε να ρυθμίσει την προσφορά και τη ζήτηση με τους δικούς της όρους.
Πλέον, οι τιμές των προϊόντων δεν συμβάδιζαν ούτε στο ελάχιστο με τους μισθούς, που κι αυτοί με τη σειρά τους, λόγω του πληθωρισμού, είχαν αμελητέα αγοραστική αξία. Άντε βγάλε άκρη,
δηλαδή. Ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης μοιάζει να μην πολυεμποστεύεται τη σύγκριση των αριθμών και μάλλον έχει τα δίκια του:
“Κάθε προσπάθεια κατανόησης των όρων επιβίωσης των ανθρώπων με άξονα τις αμοιβές και το τρέχον κόστος των προϊόντων, θα βρισκόταν, στην πρώτη κιόλας στροφή σε αδιέξοδο. Προσπάθειες ερμηνείας των συμβαινόντων στην περίοδο αυτή που ξεκινούν από την αποκλειστική σύγκριση των
δύο μεγεθών, των τιμών της “μαύρης” και των αμοιβών, εύκολα καταλήγουν στο πουθενά. Η ύπαρξη
δύο συστημάτων αποτίμησης των αγαθών εξηγεί τα ανεξήγητα (...)”.
.
Αυτό πάντως που φαίνεται να χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο είναι το εξής: μεγάλα χρηματικά ποσά επενδύονταν σε καταναλωτικά αγαθά, αφού πολλοί κάτοχοι χρήματος έκριναν ότι δεν τους συνέφερε να καταθέτουν τα κεφάλαιά τους στην τράπεζα ή να αγοράζουν τα πατσαβουρο-ομόλογα του ελληνικού κράτους. Αλλά έτσι δεν είναι οι εποχές της ρευστότητας;
Τα αφεντικά δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει και για όσο διάστημα δεν μπορεί ο αγαπημένος τους φίλος -το κράτος- να τους εγγυηθεί ότι τα λεφτά τους είναι σε καλά χέρια, εκείνα αυτενεργούν. Όπως έγραφε και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, “πάσης φύσεως κερδοσκόποι” προέβαιναν “εις επενδύσεις των ρευστών των επί σκοπώ μελλοντικής κερδοσκοπίας”.
.
Την άνοιξη του 1941 είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται σε καθημερινή βάση στις εφημερίδες αναφορές για κερδοσκοπία. Είναι χαρακτηριστική η καταγγελία του Σωματείου Ζυγιστών της κεντρικής λαχαναγοράς:
“(...) μερικοί καταστηματάρχαι λαχανοπώλαι των Αθηνών, διαθέτοντες μεγαλύτερα σχετικώς κεφάλαια, έκλεισαν αγοράν, δι' αποκλειστικόν λογαριασμόν των, των κηπουρικών προϊόντων πολλών λαχανοκήπων της Αττικής, ούτως ώστε κανείς από τους μικροκαταστηματάρχας και μικροπωλητάς να μη ημπορή να προμηθευθή ουδέ οκάν εκ των κηπουρικών αυτών ειδών. Τα προαγορασμένα προϊόντα, δι' ευνόητους λόγους, δεν παραλαμβάνονται από την Δημοτικήν Λαχαναγοράν, αλλά μεταφέρονται διά διαφόρων διόδων και παρόδων κατ' ευθείαν εις τα καταστήματα των προαγοραστών”.
Προφανώς και όποιος διέθετε “μεγαλύτερα σχετικώς κεφάλαια” καθόριζε την επάρκεια και τις τιμές των προϊόντων στην αγορά. Κάτι, βέβαια, που στη μεγακλίμακα μεταφραζόταν στον καθορισμό του ποιος θα ζούσε και ποιος θα πέθαινε. Αυτοί που έκαναν κουμάντο στη μαύρη αγορά κι έλεγχαν σημαντικά αγαθά σαν τα τρόφιμα, αποκτούσαν υπόσταση και εξουσία. Για να το πούμε αλλιώς, οι έμποροι κι οι επιχειρηματίες που έριχναν χρήμα στη μαύρη αγορά δεν έβγαζαν απλώς κέρδος. Καθόριζαν τις τιμές, απαντούσαν στην υπαρκτή ζήτηση κι έκαναν τα πράγματα να κινούνται. Με έναν τρόπο, ασκούσαν πολιτική σε μια περίοδο που το ελληνικό κράτος ως μηχανισμός τρέκλιζε.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, καμία έκπληξη δεν προκαλεί το γεγονός ότι ακόμα κι οι επίσημες εκθέσεις παραδέχονταν την κρατική ανικανότητα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Επιτροπής Σμπαρούνη (του υπουργείου Οικονομικών) σχετικά με τις επισιτιστικές ανάγκες της Ελλάδας, η διανομή αγαθών μέσω του «Δελτίου Τροφίμων» την περίοδο Ιουλίου 1941
- Μαρτίου 1942 δεν εξασφάλισε στον πληθυσμό της Αθήνας ούτε το 30% του ελάχιστου ορίου θερμίδων για την επιβίωση ενός ανθρώπου.
Το ελληνικό κράτος, δηλαδή, έλεγε “βγάλτε τα πέρα μόνοι σας και βλέπουμε”. Ή αλλιώς πουλήστε ό,τι έχετε και δεν έχετε· και τον εαυτό σας τον ίδιο.
Παρόλ' αυτά όμως, δεν θα πρέπει να βλέπει κανείς τις δύο αυτές οντότητες, το κράτος και τη μαύρη
αγορά, ως αντιτιθέμενες ή πλήρως διαχωρισμένες. Το μαφιοζοδίκτυο που οργάνωσε την πείνα πάτησε πάνω σε προϋπάρχουσες σχέσεις (οι έμποροι, πχ, γνώριζαν από πριν με ποιους παραγωγούς της επαρχίας έπρεπε να συνεργαστούν για να συγκεντρώσουν τα πολυπόθητα είδη), ενώ παράλληλα ενέταξε στο δυναμικό του μπάτσους, δικαστικούς, συμβολαιογράφους και λοιπούς λειτουργούς κ.ο.κ.
Αρκεί, νομίζουμε, να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα για να δούμε το είδος αυτής της συνύπαρξης για την οποία κάνουμε λόγο. Την περίοδο της κατοχής, η αναζήτηση ειδών διατροφής και καθημερινής ανάγκης ήταν σχεδόν συνώνυμη με την πολύωρη αναμονή σε ουρές, καθώς και με τη διάνυση αρκετών χιλιομέτρων. Η ρευστότητα της περιόδου μπορούσε να αντικατοπτριστεί στις αναγκαστικές αυτές “συνήθειες” που απέκτησε ένα μεγάλο κομμάτι των κατοίκων των αστικών κέντρων. Αυτός που τη μια μέρα στεκόταν στην ουρά του τάδε μαγαζιού, την επομένη θα έπρεπε να πάει κάπου άλλου. Εκείνος που τη μια στιγμή περπάταγε ώρες προς τη μια κατεύθυνση, την άλλη θα έπρεπε να κινηθεί προς την αντίστροφη, αφού η πηγή της τροφής δεν ήταν σταθερή.
Η εν λόγω κινητικότητα, όμως, το πότε εδώ και το πότε εκεί ανάλογα με το πού “παίζει φαΐ”, δεν θα
πρέπει σε καμία περίπτωση να ιδωθεί ως μια ολότελα ανεξέλεγκτη ροή ανθρώπων που πήγαιναν όπου ήθελαν.
Το ελληνικό κράτος είχε από νωρίς, ήδη από το φθινόπωρο του 1941, επιβάλει διοικητικούς περιορισμούς στις μετακινήσεις ατόμων κι εμπορευμάτων, χωρίς όμως να θέλει (ούτε και να μπορεί, φυσικά) να τις εμποδίσει εντελώς. Τι συνέβαινε, δηλαδή; Το ελληνικό κράτος με αποφάσεις του υπουργείου Επισιτισμού μείωνε διαρκώς τη μερίδα του ψωμιού ανά κάτοικο και συνιστούσε “φειδώ στην κατανάλωση”, ενώ την ίδια στιγμή δημιουργούσε ένα ασφυκτικό νομικό πλαίσιο με τις “άδειες μεταφοράς ειδών”. Πεδίο δόξης λαμπρό για τη μαύρη αγορά, δηλαδή.
Οι “άδειες μεταφοράς ειδών”, οι οποίες άρχισαν να μπαίνουν στο παιχνίδι από τον Οκτώβρη του '41,
επέτρεπαν τη μεταφορά έως 4 οκάδων λαδιού, 6 οκάδων σταφίδας και 6 οκάδων οσπρίων, ενώ για να έχουν ισχύ έπρεπε να θεωρούνται κατά την αναχώρηση του επίδοξου αγοραστή από τον τόπο κατοικίας του, στη συνέχεια να ξαναθεωρούνται στον τόπο αγοράς των προϊόντων και τέλος κατά
την επιστροφή.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, προέβλεπαν και συγκεκριμένο χρονικό όριο για το ταξίδι. Κάπως εξωπραγματικές οι απαιτήσεις που έθετε το ελληνικό κράτος, θα έλεγε κανείς.
Και μόνο, δηλαδή, η υποχρέωση να θεωρηθεί η άδεια στο σημείο αγοράς προσέκρουε
πάνω στη νέα πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί από το καλοκαίρι του '41 στην ελληνική
ύπαιθρο. Δυσκολευόμαστε, για την ακρίβεια, να καταλάβουμε με ποιο τρόπο οι ιδιοκτήτες γης
που αρνήθηκαν να παραδώσουν μερίδιο της σοδειάς τους στις αρχές, θα πείθονταν να δηλώνουν
τις ποσότητες που διέθεταν στους εμπόρους της Αθήνας, παρέχοντας έτσι πληροφορίες
στο κράτος για τα αποθέματά τους. Με λίγα λόγια, τέτοιου είδους άδειες δεν είχαν ακριβώς τη
χρησιμότητα την οποία παρουσιάζονταν να έχουν. Από την άλλη, δεν ήταν καθόλου κι αυτό που
θα λέγαμε “κενό γράμμα”. Το γεγονός άλλωστε ότι πωλούνταν στη μαύρη αγορά για περίπου
τρεις χιλιάδες δραχμές, όλο και κάτι μας λέει για το πόσο αναγκαίες ήταν. Μας λέει δηλαδή ότι
αποτελούσαν ένα κρατικό έγγραφο που έπρεπε να διαθέτει κανείς, αλλά που -ως εκ θαύματος ήταν
σχεδόν αδύνατο να το αποκτήσει με νόμιμες διαδικασίες. Γι' αυτό, όμως, δεν υπάρχει η
μαφία· για να προσφέρει “εναλλακτικές”;
Μια, λοιπόν, πλαστή άδεια με στοιχεία που δεν έκαναν τους παραγωγούς να τσινίζουν, αλλά και μπορούσαν να κριθούν ικανοποιητικά σε έναν έλεγχο της αστυνομίας, μπορούσε να λειτουργήσει, για όσους ήταν σε θέση να την εξασφαλίσουν, ως διαβατήριο που θα τους έφερνε πιο κοντά στον προορισμό τους. Να, λοιπόν, πως χτιζόταν ένας ολόκληρος μηχανισμός με άκρες στην αστυνομία και τα κάθε είδους σημεία ελέγχου. Να πώς ο μπάτσος, ως κρατικός υπάλληλος, έκανε τα κονέ του με τον μαυραγορίτη και πώς ο τελευταίος, ως “εκφραστής της ιδιωτικής πρωτοβουλίας” τού έδινε πίσω ένα μερίδιο από τα κέρδη της ανθοφόρας επιχείρησής του.
Η φιγούρα του γερολαδά που κοιτάζει φετιχιστικά τις γεμάτες αποθήκες του είναι μια εικόνα
επιβλητική που δεσπόζει στις ελληνικές ταινίες με ιστορίες από την κατοχή. Ο τσιγκούνης και
γλοιώδης αποθησαυριστής εμφανίζεται ως το απόγειο της ανθρώπινης απληστίας και μισανθρωπίας
που βγάζει λεφτά την ώρα που γύρω του σαρώνει τα πάντα ο θάνατος. Κι η αλήθεια
είναι ότι μάλλον έχουμε εξοικειωθεί με αυτού του είδους την προσέγγιση. Όταν η κουβέντα έρχεται
στο ζήτημα της μαύρης αγοράς, σχεδόν αντανακλαστικά στο προσκήνιο μπαίνει αυτός ο
σάπιος τύπος που μαζεύει από τσουβάλια αλεύρι και κονσέρβες μέχρι σπίτια και πιάνα. Ενώ
κάλλιστα θα μπορούσε πλάι του να εμφανίζεται κι η φιγούρα του υπουργού Οικονομικών ή
έστω ενός εισαγγελέα.
Τι να κάνουμε όμως; Ούτε οι ταινίες ούτε οι κυρίαρχες αφηγήσεις και τα έπη της αριστερής ιστοριογραφίας μας έχουν προμηθεύσει με παρόμοιες εικόνες. Το ελληνικό κράτος, όπως πάντα, δεν χωράει στη φωτογραφία
Κι όμως, το ελληνικό κράτος, ακόμα και στη δυσμενή (γι' αυτό) κατάσταση στην οποία βρισκόταν
στις αρχές της δεκαετίας του '40, ήταν παρόν. Όπως θα δούμε παρακάτω, αυτός ο μηχανισμός
που πήγαινε κουτσαίνοντας έκανε ό,τι μπορούσε για να ελέγξει (δηλαδή να οργανώσει)
τη μαύρη αγορά.
Τα περιστατικά στα οποία θα αναφερθούμε, δεν αφορούσαν καμιά εκστρατεία πάταξης της μαφίας που είχε εδραιωθεί, αλλά μάλλον μια προσπάθεια να ελεγχθούν οι ροές χρήματος που κυλούσαν έξω από τις τράπεζες και να βρεθεί ένας τρόπος να μπουν μέσα σε αυτές. Οι φυλακίσεις μεγαλοεπιχειρηματιών και τα σκάνδαλα που φιγουράριζαν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής δεν ήταν αποτέλεσμα “πολιτικής βούλησης για την πάταξη της αισχροκέρδειας” κι άλλα τέτοια ωραία, αλλά της αγωνιώδους κρατικής προσπάθειας για ανάκτηση του ελέγχου. Ας μην ξεχνάμε ότι την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε εδώ, ο πληθωρισμός είχε φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη κι η Τράπεζα της Ελλάδας έριχνε στην αγορά χρήμα χωρίς κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα· ενώ η συγκέντρωση κεφαλαίου γινόταν, σε μεγάλο βαθμό, εκτός των τραπεζικών καταστημάτων. Η επένδυση ρευστού σε τρόφιμα κι άλλα προϊόντα από όλους εκείνους που έβλεπαν ότι έτσι όχι μόνο θα προφύλασσαν τα χρήματά τους από τη διαρκή υποτίμηση του νομίσματος, αλλά θα έβγαζαν και κέρδος διαθέτοντας τα αποκτήματά τους στη μαύρη αγορά, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας“ παράλληλης οικονομίας” που δεν διασταυρωνόταν με την τράπεζα. Κι αυτό ακριβώς ήταν το ζήτημα για το υπουργείο Οικονομικών.
Από την άνοιξη του '41, ο πρωθυπουργός Τσολάκογλου είχε περάσει νομοθετικό διάταγμα
που προέβλεπε την ίδρυση ειδικών Αισχροδικείων στις περιφέρειες των Πρωτοδικείων Αθηνών
και Πειραιώς. Κι αν κρίνουμε από τα δημοσιεύματα του Τύπου, οι δουλειές πρέπει να πήγαιναν
καλά για τους δικαστές αφού καθημερινά γίνονταν δεκάδες (συχνά και εκατοντάδες) συλλήψεις.
Στο πρωτοσέλιδο της Ακρόπολης της 18ης Νοεμβρίου διαβάζουμε: “Αμείλικτος ο διωγμός εναντίον
των μεγαλοκαρχαριών της μαύρης αγοράς. Αμυνόμεθα να μην αποθάνη ο κόσμος, δηλοί
ο κ. Πρωθυπουργός, και οι επίβουλοι θα πέσουν υπό τον πέλεκυν της δικαιοσύνης. Νέαι αλλεπάλληλοι αποκαλύψεις άντρων και οργίων μαυραγοριτών. Ο κ. Πρωθυπουργός εν οργή ξυλοκοπεί ιδιοχείρως τέσσερας ασυνειδήτους εκμεταλλευτάς”.
Στους συλληφθέντες συγκαταλέγονταν χονδρέμποροι, δικηγόροι, κρατικοί υπάλληλοι (μέχρι
και του υπουργείου Οικονομικών, να φανταστεί κανείς!) που αν μη τι άλλο θα επάνδρωναν τα
υψηλά κλιμάκια του μαφιοζοδικτύου. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την περίπτωση του Κ. Ζωναρά, διευθυντή του ζαχαροπλαστείου “Ζόναρς” που προφυλακίστηκε στις 21 Νοέμβρη του '41.
Ο κύριος Ζωναράς συνελήφθη όταν εισήγαγε ένα βαγόνι ζάχαρη από τη Σερβία. Κι εδώ αρχίζουν
οι απορίες μας: τι είδους επαφές και σχέσεις είχε αυτός ο τύπος, που μέσα σε περίοδο πολέμου
(και τυπικού αποκλεισμού των μετακινήσεων, ας μην ξεχνάμε) μπορούσε να κουβαλάει ένα ολόκληρο βαγόνι ζάχαρη από το εξωτερικό; Πόσες άραγε φορές είχε πραγματοποιήσει αντίστοιχες παραλαβές, χωρίς να έχει ποτέ δυσκολευτεί με τα τελωνεία, τις αστυνομικές αρχές κ.ά πριν τον πιάσουν;
Δεν ξύπνησε μέσα μας το αστυνομικό δαιμόνιο, απλώς νομίζουμε ότι τέτοιου βεληνεκούς υποθέσεις (η συγκεκριμένη έμεινε γνωστή ως “σκάνδαλο της Ζάχαρης”, ενώ η Ακρόπολη αποκαλούσε το Ζωναρά και τους άλλους συλληφθέντες “μεγιστάνες της μαύρης αγοράς”) χρησίμευαν μάλλον για την αναδιάρθρωση του μαφιοζοδικτύου και την αλλαγή των ισορροπιών παρά για την “αντιμετώπιση” της μαφίας.
Βέβαια, οι αναγνώστες αυτού του περιοδικού δεν θα περίμεναν από εμάς να πούμε και κάτι άλλο.
Στο ίδιο πνεύμα, λίγες ημέρες αργότερα, στις 6 Δεκέμβρη, ο υπουργός Οικονομικών προχώρησε σε αναλυτική παρουσίαση του νέου “νόμου περί πληρωμής δι' επιταγών” και ξεκαθάρισε με αρκετά γλαφυρό τρόπο τι ήταν αυτό που ένοιαζε το ελληνικό κράτος: “Τώρα ο μόνος τρόπος διά να περιορισθή η έκδοσις χαρτονομίσματος, διά να μη είνε αυτό άφθονο και να μη
εξευτελισθή είνε να γίνει κάτι παρόμοιον με ό,τι γίνεται εις την κυκλοφορίαν του αίματος εις το ανθρώπινον σώμα έχη ανάγκην από εκατοντάδες οκάδων αίματος την ημέραν διά να ζήση, εν τούτοις το αίμα δεν είναι ποτέ πολύ εις τον ανθρώπινον οργανισμόν διά να χάση την αξίαν του ή να είνε επιζήμιον. (...) Εφόσον είμεθα υποχρεωμένοι να καλύψωμεν εν μέρος των δαπανών διά της εκδόσεως χαρτονομίσματος, ο μόνος και απλούστερος τρόπος διά να περιορίσωμεν την άφθονον έκδοσιν χαρτονομίσματος και τον εξευτελισμόν είνε να δημιουργήσωμεν ένα σύστημα κυκλοφορίας όπως είνε του αίματος. Δηλαδή το χαρτονόμισμα που εξέρχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος αφού εκπληρώση τον προορισμόν του παρά τω λαώ, να επιστρέφη κατά το δυνατόν πάλι εις τας Τραπέζας,
υπό τύπον καταθέσεων και απ' εκεί να φεύγη πάλι προς τον λαόν. (...) Ο σκοπός του νόμου είναι σαφής: το χαρτονόμισμα να μη κρύβεται στα σπίτια, αλλά να επιστρέφει εις τας Τράπεζας. (...) Ο έμπορος ο οποίος μαζεύει το χαρτονόμισμα από τους εργάτας, τους ημερομισθίους κλπ, αυτός αντί να το κλειδώση στο συρτάρι του, πρέπει να το πηγαίνη εις την Τράπεζαν και ν' ανοίξη έναν τρεχούμενον λογαριασμόν ή να κάμη, εάν δεν έχη ανάγκην αυτού μίαν παγίαν κατάθεσιν. Θέλει αύριον να αγοράση άλλο εμπόρευμα ή σπίτι δεν έχει παρά να πηγαίνη εις την Τράπεζαν, που έχει τον λογαριασμόν του και να πη “δώσατέ μου μίαν επιταγή από 500.000 δρχ διά τον έμπορον
τάδε ή 5 εκατομμύρια διά τον κ. τάδε, από τον οποίο ηγόρασα το σπίτι”. Ο κ. που επώλησε το σπίτι, αντί να μετρήση πέντε εκατομμύρια βρώμικα χαρτονομίσματα, τα οποία επέρασαν από τα θηλάκια και τον σίελον χιλιάδων φυματικών, λαμβάνει την επιταγήν της Τράπεζας, πηγαίνει εις αυτήν και λέγει. Επειδή χρεωστώ εν εκατομμύριον εις τον κύριον Αθανασόπουλον, δώσατέ μου μίαν επιταγή δι' αυτόν, δώσατέ μου και μίαν άλλην διά τον κύριον Δημητριάδην εκ δύο εκατομμυρίων δραχμών, διότι ηγόρασα το σπίτι του και τα υπόλοιπα εκ δύο εκατομμυρίων, ας μείνουν εις την Τράπεζαν ως κατάθεσίς μου, θα τα πάρω όλα μαζί, αν κάμω καμμίαν άλλην αγορά ή σιγά σιγά διά τα έξοδά μου.
Τι απλούστερον, τι ευκολώτερον, τι υγιεινότερον από αυτό;” .
Να, λοιπόν, ποια ήταν η έγνοια του κυρίου υπουργού: έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος ανάσχεσης αυτού του μαζικού bunk run, ώστε να ξαναβρούν τα κεφάλαια το δρόμο προς την τράπεζα. Ο κύριος υπουργός κοίταγε πέρα από τον κάθε επιμέρους γερολαδά κι έβλεπε τις ροές χρήματος που έμεναν εκτός κρατικής διαχείρισης να του κουνάνε το μαντήλι.
Η περίοδος της κατοχής ήταν περίοδος γενικών ανακατατάξεων και μετασχηματισμών και
στο εσωτερικό του κράτους. Οι παλιές ρυθμίσεις, από το ποιος ασκούσε εξουσία μέχρι το πώς θα γίνονταν οι πληρωμές, επαναπροσδιορίζονταν μέσα από το πρίσμα των νέων δεδομένων και των πιεστικών όρων που έθετε η εμπόλεμη πραγματικότητα. Στο σημείο, όμως, αυτό πρέπει να σταθούμε λίγο. Το ελληνικό κράτος, στην προσπάθειά του να ελέγξει και να ρυθμίσει τους τρόπους διάθεσης και τους μηχανισμούς διανομής των αγαθών, δεν έπαιζε σε άδειο γήπεδο. Άποψη και ρόλο στη διάθεση των τροφίμων διεκδικούσε να έχει και το ΕΑΜ που μέσα από την οργάνωση συσσιτίων και τη συμμετοχή μελών του στους κατά τόπους προμηθευτικούς-καταναλωτικούς
συνεταιρισμούς, τις ενώσεις εργαζομένων και τους διάφορους συλλόγους γινόταν όλο και πιο ενεργός παίχτης.
Αυτό που παιζόταν γύρω από την καθημερινή επιβίωση τεράστιων κομματιών του πληθυσμού της Αθήνας ήταν ο έλεγχος των διαδρομών διανομής του πλούτου που συγκεντρωνόταν μέσα σε συνθήκες πολέμου. Αλλά για την αισθητή παρουσία του ΕΑΜ στις συνοικίες της Αθήνας και για τη συστηματική προσπάθειά του να καθιερωθεί ως μοναδικός φορέας που μπορούσε να αναλάβει την άσκηση πολιτικής (η διαχείριση των συσσιτίων, π.χ, δεν ήταν τεχνικό, αλλά πολιτικό ζήτημα) και την επιβολή της τάξης, θα μιλήσουμε παρακάτω.
“Ένας πρωτοφανής πυρετός και μια μανία με είχαν κυριέψη
για την επιβίωση... μια απότομη ωρίμανση στην
αντιμετώπιση της ζωής, δηλαδή πολλαπλή σε σχέση με
την προπολεμική, σωματική και πνευματική...”
Όταν ξεκινήσαμε να διαβάζουμε και να συζητάμε για την περίοδο της κατοχής και για την πείνα στην
Αθήνα, μια συντρόφισσα είχε την εξής απορία: “Καλά, τότε δούλευε κανείς; Υπήρχαν μαγαζιά, εργοστάσια, γραφεία που λειτουργούσαν ή είχαν διαλυθεί τα πάντα;”. Εύλογη η απορία θα πει κανείς, αν αναλογιστεί ποια είναι η κυρίαρχη αφήγηση για την εποχή. Θάνατος και όλεθρος παντού, λένε τα σχολικά (κι όχι μόνο) βιβλία.
Η Αθήνα περιγράφεται ως ένα ανοιχτό νεκροταφείο με τη δυστυχία και τη στέρηση να προβάλουν
σε κάθε γωνία. Ο θάνατος βρίσκεται στον πυρήνα της εν λόγω αφήγησης· σκεπάζει τα πάντα και προκαλεί συναισθηματική και πνευματική παράλυση. Τι να πει κανείς για τον θάνατο; Πώς να αναμετρηθεί μαζί του; Είναι παντοδύναμος, απόλυτος και αιώνιος. Το ζήτημα, βέβαια, στο οποίο αναφερόμαστε εδώ δεν είναι φιλοσοφικό.
Η επιλογή να μιλάει κανείς για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με όρους φρίκης και ατελείωτων δεινών
δεν είναι ούτε τυχαία ούτε αμελητέα. Η επιλογή αυτή έχει ως άμεσο αποτέλεσμα να θεωρείται μια ολόκληρη ιστορική περίοδος κατά κάποιον τρόπο νεκρωμένη, άρα ακίνητη. Το μαζικό θανατικό και ο ζόφος που το ακολουθεί είναι τα μόνα στοιχεία που επιτρέπεται να θυμόμαστε και στα οποία μπορούμε να αναφερόμαστε. Τα σκελετωμένα σώματα και οι καχεκτικές παιδικές φιγούρες είναι οι μόνες εικόνες που μπορούμε να φέρνουμε στο μυαλό μας, αν θέλουμε να είμαστε politically correct.
Οι μεγάλες δόσεις θανάτου είναι αποστομωτικές και φράσσουν το πέρασμα προς μια λιγότερο συγκινησιακά φορτισμένη ανασύσταση της πραγματικότητας. Την ίδια στιγμή λειτουργούν ως ενοποιητικό στοιχείο και γίνονται η πρώτη ύλη για την κατασκευή μυθολογιών: ο
θάνατος, που μας άγγιξε όλους, που ήταν κοινή εμπειρία, που μας ένωσε.
Έλα, όμως, που στις ταξικές κοινωνίες δεν υπάρχουν καθολικές εμπειρίες. Έλα, όμως, που ακόμα και μια τόσο αφόρητη συνθήκη, όπως η πείνα, δεν καθορίζει τους πάντες με τον ίδιο τρόπο.
Προηγουμένως προσπαθήσαμε, έστω και κάπως άτσαλα, να δείξουμε ότι το ελληνικό κράτος δεν είχε παραλύσει με τον τρόπο που μας λέει η επίσημη Ιστορία. Μέσα από την οργάνωση της μαύρης εργασίας το ελληνικό κράτος μετασχηματιζόταν και προχωρούσε την επίθεση εναντίον της εργατικής τάξης με ολοένα και πιο εντατικούς ρυθμούς.
Παρακάτω, θα ασχοληθούμε με την καθημερινή ζωή στην Αθήνα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του '40 και ιδιαίτερα με τη ζωή εκείνων που (και τότε) έπρεπε να δουλέψουν γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο
Μια από τις πρώτες πηγές που βρίσκει κανείς, όταν ψάχνει να δει τι διάβολο γινόταν στην κατοχή, είναι οι προσωπικές μαρτυρίες· κατά βάση τα ημερολόγια. Οι καταγραφές που έγιναν την περίοδο ακριβώς που εξελίσσονταν τα γεγονότα λένε πολλά για τη ζωή της εποχής. Όχι έτσι γενικά κι αφηρημένα, αλλά για τη ζωή που γίνεται αντιληπτή μέσα από το ταξικό πρίσμα αυτών που κρατάνε τις σημειώσεις. Μια σύντομη ματιά σε δύο από τα πιο γνωστά ημερολόγια, εκείνο του μουσικού Μίνου Δούνια και εκείνο του δικηγόρου Ασημάκη Πανσέληνου θα μας πείσουν για του λόγου το αληθές.
Κι οι δύο είναι αστικής καταγωγής, έχουν ευαισθησίες κι ανησυχίες κι αν ζούσαν σήμερα μάλλον θα ψήφιζαν ΣΥΡΙΖΑ. Το κοινό στοιχείο που διατρέχει τις δύο μαρτυρίες είναι μια αίσθηση ξεβολέματος και μια γενική δυσανασχέτηση που τίποτα δεν λειτουργεί όπως πριν, που όλα είναι ρευστά, που η φτώχεια και η μιζέρια (των άλλων) είναι διαρκώς μπροστά τους. Και οι δυο τους μοιάζουν
εκνευρισμένοι με την κατάσταση, τους τη δίνει που πρέπει να στέκονται στις ουρές, να περπατάνε χιλιόμετρα για να βρουν κάτι φαγώσιμο, που δεν μπορούν να έχουν μια κανονικότητα αντίστοιχη με την προπολεμική.
Γι' αυτούς ο λιμός είναι κάτι σαν “δυσμενής μετάθεση”, το βιοτικό τους επίπεδο έχει κατρακυλήσει, αλλά παρόλα αυτά δεν μετράνε ώρες μέχρι να πεθάνουν από αβιταμίνωση ή φυματίωση. Γι' αυτούς το βαρέλι έχει πάτο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι εξαιτίας ακριβώς της ταξικής τους θέσης μπορούσαν να παρατηρούν, να καταγράφουν τα όσα πρωτόγνωρα έβλεπαν, να βάζουν σε μια σειρά τις σκέψεις τους, να λένε τι τους ενοχλεί.
Μπορούσαν να διατηρούν την αναγκαία αυτή απόσταση από την εξουθενωτική φρίκη· μπορούσαν να την κοιτάξουν και να την περιγράψουν. Γιατί η φρίκη δεν είχε κολλήσει πάνω τους σαν βδέλλα· δεν την κουβάλαγαν μαζί τους σε κάθε βήμα. Την έβλεπαν γύρω τους κι ήθελαν να παρέμβει, να μεσολαβήσει κάποιος (οι κρατικοί μηχανισμοί, για την ακρίβεια) για να “έρθουν τα πράγματα στα ίσα τους”.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Δούνιας μιλάει για αυτούς που είναι “πεινασμένοι και άεργοι”. Προσπαθεί να δείξει κατανόηση για τις “ακραίες συμπεριφορές τους”, αλλά ζητάει και από την αστυνομία να τους κάνει καλά. Λέει, λοιπόν, στις 11 Ιουλίου του 1941 κι ενώ η πείνα του χειμώνα δεν έχει ακόμη εμφανιστεί σε όλο της το μεγαλείο:
“Μόλις ανοίγω τα μάτια μου σήμερα τα ξημερώματα, πέφτει το βλέμμα μου στο μικρό δασάκι
πάνω απ' το Ψυχικό, στα Τουρκοβούνια. Για πρώτη φορά αντιλαμβάνομαι ότι είναι φοβερά
κουτσουρεμένο· τα πλάγια κλωνιά σχεδόν κάθε δένδρου είναι κομμένα και μόνο στην
κορφή έχει μείνει ένα κωμικό λοφίο σαν πινέλο! Δεν πιστεύω τα μάτια μου, και παίρνω τα
κιάλια να δω καλύτερα. Διακρίνω κάτω απ' τα δέντρα καμιά δεκαριά άντρες και παιδιά πάνω
στο έργο της καταστροφής. Ίσως δεν μπορεί να τους καταδικάσει κανείς. Είναι οι πεινασμένοι
και οι άεργοι που δεν βρίσκουν τη ντομάτα κάτω από τις 50 δρχ. και το λάδι κάτω από
τις 250 δρχ. Είναι όλοι αυτοί που πρέπει να χορτάσουν με τα 60 δράμια ψωμί του δελτίου.
Είναι η δύστυχη τάξη των ανθρώπων του λαού, που ήρθε να σώσει από τη “δουλείαν της
στερλίνας” η “νέα τάξη πραγμάτων” του Hitler. Αυτοί λοιπόν οι κακόμοιροι, που έχουν φθάσει
σε απόγνωση, σφάζουν σήμερα τα δένδρα για να βγάλουν μια δεκάρα, αύριο θα σφάζουν
όποιον μπορούν να ληστέψουν. Εν τω μεταξύ δεν υφίσταται ούτε δασοφυλακή -στον
Υμηττό γίνεται η ίδια δουλειά- ούτε αστυνομία”.
.
Η πείνα κι η εξαθλίωση εμφανίζονται ως πρόβλημα και μάλιστα πρόβλημα, για την επίλυση του οποίου αρμόδια είναι η αστυνομία. Ο Δούνιας παίρνει τα κιάλια του, κοιτάζει και γκρινιάζει. Οι πεινασμένοι και οι άεργοι πρέπει να περπατήσουν για κάποια ώρα, να ανέβουν στον Υμηττό, να κόψουν ξύλα, να περπατήσουν και πάλι μέχρι τα σπίτια τους, να κάτσουν εξουθενωμένοι γύρω από το ρεβυθόζουμο και να καταστρώσουν τη στρατηγική της επιβίωσης για την επόμενη ημέρα.
Ο Δούνιας κάνει μια κίνηση κι εκείνοι εκατό. Ο Δούνιας μιλάει για την απόγνωση κι εκείνοι προσπαθούν να μην της παραδοθούν.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 22 Νοέμβρη του 1941, ο Δούνιας ξανάγραφε για την απόγνωση που
συναντούσε γύρω του, και πάλι ως εξωτερικός παρατηρητής. Γκρίνια που δεν μπόρεσε να βρει παρά
μόνο πορτοκάλια και μανταρίνια στην αγορά, άγχος για τα πεινασμένα χέρια που τον πασπάτευαν:
“Η φτώχεια και η πείνα άλλαξαν τη μορφή της Αθήνας. Στους κεντρικούς δρόμους, ιδίως
κατά την Ομόνοια, οι άνθρωποι έχουν μεταβληθεί σε κοπάδια από εξαθλιωμένα όντα. Περιφέρονται
και γυρεύουν τροφή. Μικροπωλητές διαλαλούν τα πιο απίθανα κατασκευάσματα
ζαχαροπλαστικής: μίγματα από σύκα, χαρούπια, σταφίδες απαίσια στην εμφάνιση.
Άλλοι πουλούν μεταχειρισμένα ρούχα, εσώρουχα, καπέλα και παπούτσια. Εξευτελισμός και
εξαθλίωση του λαού μας! Έμεινα σήμερα αργά κάτω και είδα όλον αυτόν τον μαύρο, πεινασμένο
κόσμο απειλητικό στην απόγνωσή του. Είχα στη ράχη μου τον εκδρομικό μου σάκο
γεμάτο πορτοκάλια και μανταρίνια, τα μόνα πράγματα που προσφέρει η αγορά, και πολλές
φορές ένιωσα μέσα στο σκοτάδι χέρια πεινασμένων ανθρώπων να ψηλαφούν το περιεχόμενό
του με την ελπίδα να βρουν κάτι έτσι στα κλεφτά (...)”.
Τον Πανσέληνο, με τη σειρά του, μοιάζει να τον έπιαναν τα ενοχικά του όταν έπεφτε μούρη με μούρη με τη φρίκη. Τον δυσκόλευε το θέαμα, αλλά το θεωρούσε “άνανδρο” να μην κάτσει να το δει. Για ηθικούς λόγους, για να τα έχει καλά με τον εαυτό του, δεν απέστρεφε το βλέμμα:
“Γυρίζαμε με την Έφη κρατώντας δυο μαρούλια γαλήνιοι προς το σπίτι μας από της Αιμιλίας.
Μας είχε προσφέρει κακάο!, και τηγανίτες. Μπρος στο νεκροτομείο είδαμε πάλι ν' αδειάζει
ένα αυτοκίνητο με πτώματα απ' αυτά που μαζέβουν στους δρόμους! Έστριψα να πάω κατά
κει, η Έφη με τράβηξε, το θεώρησα άναντρο ν' αποφεύγω ένα θέαμα της πραγματικότητας
και πήγα. Μ' ακολούθησε πιο μακρυά και η Έφη! Ω τέτοιο αποτρόπαιο θέαμα δε λογάριαζα
ποτέ πως μπορούσε να υπάρχει. Μου πιάστηκε η καρδιά καθώς άδειαζε το φορείο κι ανέβηκαν
οι άνθρωποι για να πετάξουν ολόγυμνο, γυρισμένο στα μπρούμυτα, λερωμένο στα
πισινά, ένα κοκαλιάρη γέρο! Δεν μπορώ να κάνω περιγραφή. Μνήμη μου σε ικετέβω να μην
το ξεχάσεις το θέαμα αυτό ποτέ!”.
Πόσο πιο γευστικό θα ήταν το κακάο και πόσο πιο νόστιμες οι τηγανίτες αν κολυμπούσαν σε ένα στομάχι που δεν θα ήταν σφιγμένο από τις εικόνες της πραγματικότητας; Ο Πανσέληνος δεν χαιρόταν με αυτά που έβλεπε στο δρόμο ούτε κι ήταν αδιάφορος. Ήξερε όμως ότι αυτός δεν είχε κοινή μοίρα με τον κοκαλιάρη γέρο. Ήξερε ότι μεταξύ τους υπήρχε η καθησυχαστική απόσταση ασφαλείας που του επέτρεπε να παίρνει ανάσες.
Παρακαλούσε τη μνήμη του να μην ξεχάσει αυτό που έβλεπε, γιατί γνώριζε ότι αυτός θα έβγαινε ζωντανός (έστω και με δυσκολίες). Έτσι, ο λιμός γινόταν αντιληπτός ως κακός
εφιάλτης που αργά ή γρήγορα θα πέρναγε.
Η αστική τάξη και οι γόνοι της, ακόμα και οι πιο “ευαίσθητοι” από αυτούς, συντηρούν διαχρονικά μια τυφλή, σχεδόν μεταφυσική εμπιστοσύνη, στο ότι ο χρόνος κυλάει
αιώνιος και αδιατάρακτος. Η θέση ισχύος στην οποία βρίσκονται μέσα στην καπιταλιστικά οργανωμένη κοινωνία τούς δίνει τη δυνατότητα να παραμένουν μακάριοι ακόμα κι όταν λυσσομανάνε δίπλα τους χίλιοι άνεμοι.
Η εργατική τάξη, από την άλλη, χωρίς πολλές επιλογές και πολυτέλειες, γνωρίζει στο πετσί της ότι ο χρόνος κερδίζεται μέρα τη μέρα· ότι η ζωή δεν είναι κάτι σίγουρο και δεδομένο.
α) Καταναγκαστική εργασία
Είναι γνωστό ότι την περίοδο της κατοχής χιλιάδες ακίνητα άλλαξαν χέρια, τα περισσότερα πωλήθηκαν κοψοχρονιά ή ανταλλάχθηκαν για δυο τρεις ντενεκέδες λάδι. Εκείνοι που αναγκάστηκαν να πουλήσουν οτιδήποτε είχαν στην κατοχή τους για να μπορέσουν να επιβιώσουν δεν ήταν λίγοι. Αναρωτιέται όμως κανείς τι ακριβώς έκαναν όλοι εκείνοι που δεν είχαν παρά μόνο ένα πράγμα να πουλήσουν. 'Όλοι εκείνοι που δεν είχαν ούτε το δυαράκι που προοριζόταν για προίκα της κόρης, ούτε το δαχτυλίδι-κειμήλιο της γιαγιάς· που δεν είχαν τίποτα πέρα από την εργατική τους δύναμη. Μια ματιά στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας, εκεί όπου συγκεντρώνονταν προσφυγικοί πληθυσμοί από τη Μικρά Ασία μπορεί να μας δώσει χρήσιμες πληροφορίες για το τι συνεπαγόταν η επιβίωση σε καιρό πείνας.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι προσφυγικής καταγωγής κάτοικοι της Αθήνας είχαν συμπληρώσει σχεδόν εικοσαετία στη “χώρα υποδοχής” όταν ξεκίνησε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Κάτι όμως που δεν σημαίνει ότι είχαν και μια “στρωμένη” ζωή.
Η περίοδος του μεσοπολέμου ήταν γι' αυτούς ένας συνεχής αγώνας για την επιβίωση· άλλοτε με δουλειές του ποδαριού, άλλοτε με σκληρή χειρωνακτική εργασία, χωρίς να μπορούν στην πλειοψηφία τους να ξεφύγουν ποτέ από την υποτιμημένη θέση που τους είχε επιφυλάξει ο ελληνικός καπιταλισμός.
Κατά συνέπεια, την περίοδο του πολέμου η υποτίμησή τους έφτασε σε άλλα επίπεδα. Πολύ γρήγορα, όλοι εκείνοι που μέχρι πρότινος δεν τα έβγαζαν πέρα με τα χαμηλά και δυσεύρετα μεροκάματα, θα συνειδητοποιούσαν ότι στις συνθήκες της κατοχής η εργασία τους ισοδυναμούσε στην κυριολεξία με
ένα πιάτο φαΐ.
Ένα μεγάλο κομμάτι των κατοίκων της Καισαριανής, του Βύρωνα, του Υμηττού και των γύρω
περιοχών βρήκαν δουλειά, μέσω ελλήνων εργολάβων, στις επιταγμένες από τους στρατούς κατοχής
παραγωγικές μονάδες και στα οχυρωματικά έργα:
“Όπως και ο περισσότερος κόσμος εδώ, άλλοι δουλέψαμε στους Ιταλούς, άλλοι στους Γερμανούς· τρώγαμε ένα πιάτο φαγητό (...). Εγώ δούλεψα στο Χασάνι, στο αεροδρόμιο, στους Γερμανούς. Δούλεψα γύρω στους τρεις μήνες (...). Έχω δουλέψει στους Ιταλούς απάνω στον Υμηττό, κάναμε οχυρωματικά έργα (...). Σκάψαμε ένα όρυγμα από πίσω από τον Υμηττό, φαρδύ για να μην περνάνε τα τανκς (...). Παντού υπήρχε δουλειά, δουλειά άμα ήθελες τέτοια (...). Μας πηγαίνανε από την Ομόνοια, όπως από την Ομόνοια μας παίρνανε πάλι οι Ιταλοί και μας πηγαίνανε στο (...) Μπογιάτι και δούλευα εκεί στους Ιταλούς. Εκεί μεταφέραμε οβίδες (...). Έχω δουλέψει και στο αεροδρόμιο
της Ελευσίνας (το είχε επιτάξει ο γερμανικός στρατός)” (Μενέλαος Χαραλαμπίδης, “Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα”).
Η εργασία στα επιταγμένα εργοστάσια και στα οχυρωματικά έργα ήταν μαζικό φαινόμενο και γι'
αυτό καθόριζε το χαρακτήρα της εργασίας εκείνη την εποχή. Στο λιμάνι του Πειραιά, στο αεροδρόμιο του Ελληνικού (Χασάνι), της Ελευσίνας και του Τατοΐου, στα ναυπηγεία Βασιλειάδη, στο καλυκοποιείο Μαλτσινιώτη και σε διάφορα έργα οχύρωσης στην περιφέρεια του λεκανοπεδίου
δούλεψαν πολλοί εργάτες προερχόμενοι από τις ανατολικές συνοικίες. Ενδεικτικά, στο καλυκοποιείο
Μαλτσινιώτη, όπου στεγάζονταν τα εργοστάσια των Jumo (Junkers Motors), BMW και
Daimler Benz και τα οποία επισκεύαζαν κινητήρες των γερμανικών πολεμικών αεροπλάνων δούλευαν γύρω στα 5.000 άτομα.
Στο ναυπηγείο Βασιλειάδη στον Πειραιά, δούλευαν περίπου 600 άτομα στην επισκευή των γερμανικών πολεμικών πλοίων, στα ναυπηγεία του Περάματος γύρω στα 1.500 άτομα, ενώ πάνω από 3.500 εργάτες δούλευαν στα μεγάλα ιδιωτικά μηχανουργεία που συνεργάζονταν με τα επιταγμένα ναυπηγεία.
Σύμφωνα με έκθεση του συνταγματάρχη Βάλτερ Βάιγκολντ, επιτελάρχη στη στρατιωτική διοίκηση Νότιας Ελλάδας,τον Σεπτέμβρη του 1942, πάνω από 12.000 εργάτες δούλευαν στην επισκευή πολεμικών πλοίων, ενώ στο εργοστάσιο λιπασμάτων στον Πειραιά δούλευαν 2.500. Στο εργοστάσιο Λαναρά στο Περιστέρι δούλευαν 3.500 άτομα και στο ανθρακωρυχείο Περιστερίου κοντά 700. Γενικά, πάνω από 30.000 εργάτες δούλεψαν στα ναυπηγεία, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια, τα οχυρωματικά έργα, τα εργοστάσια και τα μηχανουργεία για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Να σημειώσουμε εδώ ότι στους προαναφερόμενους χώρους εργασίας λειτουργούσε κάποιου είδους συσσίτιο, το οποίο υποκαθιστούσε ένα μέρος του μισθού. Δηλαδή, μετά από ώρες εξαντλητικής εργασίας, εκτεθειμένοι στα καιρικά φαινόμενα και στη συνεχή κούραση, οι εργάτες έπρεπε να νιώθουν τυχεροί που θα εξασφάλιζαν μια πατάτα που επέπλεε σε ένα ακαθόριστο νεροζούμι. Πλέον δεν έπρεπε να δουλέψουν για να πάρουν λεφτά, να πληρώσουν το νοίκι, το μανάβη και τον μπακάλη.
Πλέον έπρεπε να δουλέψουν για να πάρουν μερικά χαρτονομίσματα, που λόγω πληθωρισμού δεν είχαν κανένα πραγματικό αντίκρυσμα, και μια μερίδα φαγητό που θα μετέθετε το θάνατο από ασιτία για λίγο αργότερα.
Στα σημεία όπου συγκεντρώνονταν όλοι εκείνοι που δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από την
εργατική τους δύναμη, η πείνα συνόρευε με τη σκλαβιά. Η καταναγκαστική εργασία,σε μαζική
κλίμακα, ήταν μια οργανωμένη πραγματικότητα που μπήκε μπροστά επειδή το ελληνικό κράτος
συμφώνησε στις επιτάξεις, επειδή τα ελληνικά αφεντικά έβλεπαν την κατοχή ως μια ρεαλιστική
και κερδοφόρα δυνατότητα να ξαναβάλουν μπρος τις μηχανές των εργοστασίων τους,
επειδή οι έλληνες εργολάβοι αναλάμβαναν να διαχειριστούν την τζάμπα εργατική δύναμη που
συγκεντρωνόταν στις εργατικές πιάτσες και γειτονιές και να τη διοχετεύσουν εκεί όπου υπήρχε
ζήτηση.
β) Κλοπές και γνωριμίες
Φυσικά, το συσσίτιο δεν αρκούσε ούτε για τον εργάτη ούτε για την οικογένειά του. Ως γνωστόν,
οι μέθοδοι που οργανώνουν τη ζωή και την εργασία αυτών που δεν έχουν τίποτα είναι έτσι σχεδιασμένες ώστε πάντα κάτι να λείπει. Η μερίδα είναι λειψή, τα λεφτά δεν φτάνουν ούτε για ζήτω,
το λεωφορείο είναι ή γεμάτο ή χαλασμένο. Αν σε όλα αυτά προστεθούν τα εντεινόμενα εμπόδια
λόγω του πολέμου, είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι η στρατηγική της επιβίωσης για την εργατική
τάξη προϋπέθετε συνεχώς κι άλλες “δεξιότητες”. Όπως, για παράδειγμα, το να κλέβεις με
μαεστρία, χωρίς να σε πιάσουν. Αυτό έκαναν πολλοί από όσους δούλευαν στις επιταγμένες επιχειρήσεις που προαναφέραμε. Έκλεβαν σιγά σιγά υλικά που πέρναγαν από τα χέρια τους και στη
συνέχεια τα έσπρωχναν στη μαύρη αγορά για να βγάλουν μερικά παραπάνω χρήματα ή να αποκτήσουν τρόφιμα.
Ο Χρήστος Μάρτης κι ο αδελφός του από την Καισαριανή δούλευαν από τον Ιούλιο του 1942 στα ναυπηγεία Βασιλειάδη και ήξεραν ότι τα υποπροϊόντα της παραγωγικής διαδικασίας ήταν περιζήτητα ως πρώτη ύλη στα ιδιωτικά μηχανουργεία:
“Σε “προνομιούχα” κάπως θέση βρίσκονταν οι τορναδόροι ειδικά εκείνη την περίοδο,
διότι ορισμένα από τα μεταλλικά υλικά που επεξεργάζονταν ήταν σχετικώς “πολύτιμα”,
όπως ο ορείχαλκος (μπρούτζος) ή ο χαλκός και σπανιότερα ένα ειδικό μέταλλο
που επένδυε εσωτερικά τον αυλό των κουζινέτων (...). Όπως ήταν “φυσικό” ένα μέρος
από τα ρινίσματα αυτά, κατάλληλα συσκευασμένο (σε σακουλάκια), έβγαινε κρυμμένο
σε διάφορα σημεία του σώματος εκτός εργοστασίου, παρόλο το ψάξιμο που
γινόταν κατά την έξοδο. Ήταν μια πολύ σημαντική πηγή εξοικονόμησης χρήματος,
γιατί ήταν περιζήτητη πρώτη ύλη στα μηχανουργεία”. (Χαραλαμπίδης, ό.π, σελ 92).
Γύρω από τα επιταγμένα εργοστάσια άρχισε, λοιπόν, να δημιουργείται ένα ολόκληρο δίκτυο
σχέσεων όπου οι γνωριμίες και η πρόσβαση στις κατάλληλες πληροφορίες είχαν μεγάλη σημασία.
Η καταναγκαστική εργασία άνοιγε “νέες ευκαιρίες” και νομιμοποιούνταν στην πράξη, αφού
με τα υλικά που διοχετεύονταν σε διάφορους τομείς όπου οι ελλείψεις ήταν τεράστιες, η αγορά
μπορούσε να κινηθεί πιο αποτελεσματικά.
Και κάπως έτσι, οι συνθήκες σκλαβιάς, που ήταν κρατικά οργανωμένες, γίνονταν το απαραίτητο συστατικό για τη συνεχώς διευρυνόμενη μαφιοζοποίηση στην περίοδο της κατοχής. Η κυρίαρχη αφήγηση δεν βλέπει πουθενά το κράτος, κοιτάζει απλώς τους μαυραγορίτες σαν να ήταν φιγούρες που εμφανίστηκαν από το πουθενά κι έκαναν ό,τι ήθελαν. Κι όμως· ήταν οι κρατικοί μηχανισμοί που εγγυόνταν ότι ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης θα “έπεφτε στην αγκαλιά” της καταναγκαστικής εργασίας, που οργάνωναν τη μαύρη αγορά, που έχτιζαν το κράτος-μαφία.
Στο παρακάτω απόσπασμα, ο καισαριανιώτης Ματθαίος Φραγκιάς που τη δεκαετία του '40 πούλαγε μαζί με το συνέταιρό του ελαστικά στην πλατεία Μοναστηρακίου περιγράφει πώς από τις εγκαταστάσεις του ελληνικού στρατού, τα δυσεύρετα ελαστικά έφταναν στο κέντρο της Αθήνας:
“Βλέπω λοιπόν αυτούς (τους άλλους μικροπωλητές), κάθε Σάββατο κατά τις δώδεκα
έφευγαν από την πλατεία όπου πουλούσανε (...). Κλείνουμε λοιπόν και εμείς (...) παίρνουμε το γκαζοζέν (...). Οπότε φτάνουμε στη Μεσογείων και τους βλέπω να προχωράνε προς τη Σχολή Χωροφυλακής, στο δασύλλιο εκείνο (...). Τα βουλκανιζατέρ των Γερμανών ήτανε μέσα εκεί, στο Γουδί. Την ώρα δύο, δυόμιση βλέπουμε να φεύγουνε εργάτες (...). Έρχεται ένας σ' εμένα (...) μου λέει “θες λάστιχα; Έχω πάμε σπίτι μου”.
Πάμε στο σπίτι του, κάτω από το ντιβάνι βγάζει ένα σωρό λάστιχα. Έδωσα περίπου δύο εκατομμύρια, γεμίσαμε λάστιχα και εμείς· γνωριμία πλέον με τον Σωτήρη (...).
Την άλλη μέρα στο Μοναστηράκι γέμισε ο τόπος λάστιχα. Πουλούσαμε, μεροκάματο πάρα πολύ καλό και άνοιξε ο δρόμος πλέον της γνωριμίας. Εγώ βέβαια πληροφορήθηκα ότι εκείνος που βγάζει περισσότερο είναι ένας Αυλωνίτης, τον οποίο και πλησιάζω.
Ο Αυλωνίτης με υπερκάλυπτε εμένα σε αυτά που ήθελα. Πώς βγαίναν τα λάστιχα; Κόβαν αυτοί τα λάστιχα μέσα, τα βάζανε στα παντελόνια τους από μέσα.
Έκοβαν το άλλο, βάζαν στο στήθος επάνω, εδώ. Δεν μπορούσαν να φανταστούν οι Γερμανοί κάτι τέτοιο και βγαίνανε όμορφοι και ωραίοι από μέσα”.
Από τα βουλκανιζατέρ των Γερμανών που στεγάζονταν εντός της Σχολής Χωροφυλακής, (σε
χώρο του ελληνικού στρατού), έβγαινε η πρώτη ύλη για να κινηθεί ένα μέρος του εμπορίου στο
κέντρο της Αθήνας. Οι εργάτες διακινδύνευαν σε καθημερινή βάση για να γλιτώσουν από την
πείνα κι από τη σύλληψη κι η διακινδύνευση αυτή δεν ήταν ούτε προσωπική επιλογή ούτε ατομική
μαγκιά. Οι καθημερινές τους διαδρομές ήταν καθορισμένες και οργανωμένες με την ορθολογική
βαρβαρότητα που χαρακτηρίζει μια ταξική κοινωνία σε καιρό πολέμου. Στην κατοχή,
λοιπόν, όχι μόνο υπήρχε κόσμος που δούλευε, αλλά δούλευε με όρους καταναγκασμού και
σκλαβιάς.
Που έπρεπε για να τη σκαπουλάρει (συχνά πρόσκαιρα) από την πείνα να κάνει σχεδόν
τα πάντα. Η, εκ των πραγμάτων, αναγκαστική εμπλοκή σε διάφορα μιαφοζοδίκτυα διακίνησης
υλικών για μερικές πενταροδεκάρες ή για λίγο ψωμί δεν ήταν η μόνη εκδήλωση των “ευκαιριών”
που είχε μπροστά της η εργατική τάξη. Η πορνεία, που πιθανώς να μας απασχολήσει σε επόμενα
κείμενα, ήταν άλλη μια από αυτές τις “ευκαιρίες με κρατική χορηγία”.
Για να επανέλθουμε, κλείνοντας, στο αρχικό ζήτημα του θανάτου και το πώς αυτό υπερκαθορίζει
τις κυρίαρχες αφηγήσεις, θα θέλαμε να πούμε το εξής: ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά
και η πείνα πιο συγκεκριμένα, όντως κατέστησαν το θάνατο πρωταγωνιστή. Όντως οι δρόμοι
γέμισαν πτώματα, όντως η στέρηση κι η φτώχεια έφτασαν σε επίπεδα που δύσκολα μπορούν
να περιγραφούν με λέξεις. Αν όμως, περιοριστεί κανείς στην απολυτότητα του θανάτου, τότε
είναι προφανές ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο. Δεν μπορεί να δει πώς επιβίωσαν όσοι δεν
πέθαναν τότε· δεν μπορεί να δει τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις· δεν μπορεί να κατανοήσει τι
πραγματικά εννοεί κάποιος που μέσα στην κατοχή έλεγε: “...Μεγάλο μίσος αισθάνθηκα μια μέρα
για κάποιον, όταν έμαθα πως έφαγε μακαρόνια (!) με σάλτσα ! και τυρί !!...”.
Και το μίσος αυτό δεν ήταν ατομικό ελάττωμα ούτε δεν θα μπορούσε να κριθεί με ψυχολογικούς όρους. Το μίσος αυτό πήγαζε από τις κοινωνικές αντιθέσεις που δεν μπορούσαν πλέον να κρυφτούν ή να κρατηθούν σε καταστολή.
Στην πολυπόθητη μακαρονάδα συμπυκνωνόταν η ανατριχιαστική συνειδητοποίηση
ότι κάποιοι είναι για πέταμα και κάποιοι όχι.
Γι' αυτό επιμένουμε ότι η προσέγγιση του λιμού απλώς και μόνο ως ολέθρου που βιώθηκε ως τέτοιος από τους πάντες, ως σημείου μηδέν στην Ιστορία του 20ου αιώνα, είναι μια προσέγγιση βολική για τα αφεντικά και τους φίλους τους και εχθρική για εμάς.
Να το ξαναπούμε: Η πείνα δεν υπήρξε κοινή, διαταξική εμπειρία. Υπήρξε συλλογική για μεγάλα κοινωνικά κομμάτια, τα οποία, διά πυρός και σιδήρου, είδαν ότι αν υπήρχε μια πιθανότητα να τη βγάλουν καθαρή αυτή ήταν να ενεργήσουν οργανωμένα και να βγουν, μαχητικά, στο προσκήνιο. Αλλά αυτά είναι ιστορίες για μετέπειτα.
Πηγή: Περιοδικό "Antifa" τ45&46
Στην κατοχή, οι προϋπάρχουσες ταξικές αντιθέσεις φόρεσαν τα καλά τους και παρέλασαν χωρίς προσχήματα στους κεντρικούς δρόμους. Στην περίπτωση της διάθεσης των τροφίμων, του στρατηγικής σημασίας αυτού προϊόντος, η ταξική θέση μεταφραζόταν στις πιθανότητες που είχε κάποιος να βρει τα είδη εκείνα που θα του επέτρεπαν να μην πεθάνει από ασιτία. Άρα, λοιπόν, όταν μιλάμε για τα τρόφιμα δεν πρέπει να σκεφτόμαστε τόσο με όρους επάρκειας-ανεπάρκειας
όσο με όρους προσβασιμότητας.
Ας γίνουμε, όμως, πιο συγκεκριμένοι. Η πείνα στην κατοχή δεν ξέσπασε επειδή ένα βράδυ ξαφνικά εξαφανίστηκαν τα τρόφιμα από τις προθήκες των μαγαζιών, αλλά επειδή όλο και μεγαλύτερα κοινωνικά κομμάτια, λόγω της ταξικής τους θέσης, αδυνατούσαν μέσα στον πόλεμο να
εξασφαλίσουν πρόσβαση στα τρόφιμα.
Δεν υπονοούμε εδώ ότι ο θαλάσσιος αποκλεισμός της χώρας από τον αγγλικό στόλο, η επίταξη των μέσων μεταφοράς, οι ελλείψεις στα καύσιμα, οι καταστροφές στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, η παρουσία των γερμανικών και ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων και τόσοι άλλοι παράγοντες δεν έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της ζοφερής πραγματικότητας της κατοχής. Λέμε, όμως, ότι όλοι αυτά τα τεράστια εμπόδια σε καιρό πολέμου δεν είναι αρκετά για να εξηγήσουν την καταστροφή και το θάνατο. Μάλιστα, η παρουσίασή τους ως εξόφθαλμων και αυταπόδεικτων αιτίων μάλλον στρογγυλεύει την κατάσταση παρά την ερμηνεύει.
Κάπως έτσι προκύπτουν οι ομογενοποιητικές, σχεδόν εξισωτικές (και γι' αυτό καθησυχαστικές) αφηγήσεις για την πείνα.
Όλοι πείνασαν, όλοι εξαθλιώθηκαν, αφού όλοι αντιμετώπιζαν τις ίδιες ανυπέρβλητες δυσκολίες. Στις ταξικές κοινωνίες, βέβαια, δεν υπάρχουν ίδιες συνθήκες για όλους. Ούτε καν οι σεισμοί και οι τυφώνες δεν αποτελούν “κοινές συνθήκες και εμπειρίες”. Πώς να το κάνουμε; Η επιβίωση στην κατοχή είχε περισσότερο να κάνει με την εγγύτητα του καθενός στα τρόφιμα, παρά με τα ίδια τα τρόφιμα.
Για να μην παρεξηγηθούμε, δεν λέμε ότι η ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του '40 ήταν μια κοινωνία ευμάρειας ή ότι δεν υπήρχε κανένα ζήτημα επάρκειας τροφίμων.
Κάθε άλλο· ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε. Λέμε ωστόσο, ότι το πρόβλημα δεν ήταν γενικά κι αφηρημένα ότι “δεν υπήρχε λάδι και ψωμί”, αλλά ότι όλο και λιγότεροι είχαν πρόσβαση στο λάδι και το ψωμί που υπήρχε.
Η αυτενέργεια της μαφίας
Ας αρχίσουμε με δύο μικρές υπενθυμίσεις. Τμήματα της ελληνικής κοινωνίας γνώριζαν πολύ καλά τι πάει να πει στέρηση και φόβος για το αν θα βγει η μέρα ήδη πολλά χρόνια πριν την κατοχή. Η εργατική τάξη και πρώτα και κύρια τα πιο υποτιμημένα κομμάτια της δεν τα έβγαζαν πέρα ούτε και πριν τον πόλεμο.
Για τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, για παράδειγμα, η καθημερινή ζωή στην περίοδο του μεσοπολέμου ήταν μια συνεχής και κουραστική μάχη για την επιβίωση.
Και φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι ειδικά εκείνοι, λόγω ακριβώς της ταξικής
τους θέσης, γνώρισαν πρώτοι τον οδοστρωτήρα της πείνας. Από την άλλη, οι συνθήκες του πολέμου, με την ένταση και τη βιαιότητά τους διαμόρφωσαν μια σαφώς διαφοροποιημένη πραγματικότητα. Όχι με την κυρίαρχη έννοια της εξαίρεσης, της παρένθεσης, της κακιάς στιγμής ή δεν ξέρουμε τι άλλο.
Τα όσα συνέβησαν στην κατοχή ήταν κατά κάποιον τρόπο πρωτόγνωρα, δεν έγιναν όμως σε κενό αέρος και με το κοντέρ της Ιστορίας να έχει μηδενίσει. Όλοι οι πρωταγωνιστές εκείνης της ζοφερής περιόδου είχαν ένα πριν που καθόριζε το τώρα τους και θα χαρακτήριζε και το αύριό τους. Από αυτού του είδους την ιστορική συνέχεια δεν ξέφευγε, φυσικά, και το ελληνικό κράτος.
Παρακάτω, θα το αποκαλούμε με το όνομά του χωρίς να καταφεύγουμε σε επιθετικούς προσδιορισμούς του είδους “δωσιλογικό”, “κατοχικό”, προκειμένου να το διαχωρίσουμε σε “καλό
και κακό”. Σαν να λέμε, για άλλη μια φορά, θα στεναχωρήσουμε τους αριστερούς ιστορικούς...
Πίσω πάλι στο ζήτημα της μαύρης αγοράς. Από τους πρώτους μήνες του 1941, άρχισε να αναδύεται
αυτό το πεδίο συναλλαγών που βρισκόταν στο πλάι της “νόμιμης” αγοράς. Εκείνοι που λόγω επαγγέλματος, λόγω επαφών με τα κατάλληλα πρόσωπα, λόγω οικονομικής επιφάνειας, ήταν σε θέση να συγκεντρώνουν μεγάλες ποσότητες τροφίμων για να τις μεταπουλήσουν, είδαν να ανοίγεται μπροστά τους μια σειρά από ευκαιρίες.
Μέσα στις ειδικές συνθήκες του πολέμου, ένα καθοριστικής σημασίας προϊόν, όπως τα τρόφιμα,
γινόταν “σχεδόν απαγορευμένο και παράνομο”. Συνεπώς, η διακίνησή του αναγόταν σε αρμοδιότητα μιας μαφίας που αναλάμβανε να ρυθμίσει την προσφορά και τη ζήτηση με τους δικούς της όρους.
Πλέον, οι τιμές των προϊόντων δεν συμβάδιζαν ούτε στο ελάχιστο με τους μισθούς, που κι αυτοί με τη σειρά τους, λόγω του πληθωρισμού, είχαν αμελητέα αγοραστική αξία. Άντε βγάλε άκρη,
δηλαδή. Ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης μοιάζει να μην πολυεμποστεύεται τη σύγκριση των αριθμών και μάλλον έχει τα δίκια του:
“Κάθε προσπάθεια κατανόησης των όρων επιβίωσης των ανθρώπων με άξονα τις αμοιβές και το τρέχον κόστος των προϊόντων, θα βρισκόταν, στην πρώτη κιόλας στροφή σε αδιέξοδο. Προσπάθειες ερμηνείας των συμβαινόντων στην περίοδο αυτή που ξεκινούν από την αποκλειστική σύγκριση των
δύο μεγεθών, των τιμών της “μαύρης” και των αμοιβών, εύκολα καταλήγουν στο πουθενά. Η ύπαρξη
δύο συστημάτων αποτίμησης των αγαθών εξηγεί τα ανεξήγητα (...)”.
.
Αυτό πάντως που φαίνεται να χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο είναι το εξής: μεγάλα χρηματικά ποσά επενδύονταν σε καταναλωτικά αγαθά, αφού πολλοί κάτοχοι χρήματος έκριναν ότι δεν τους συνέφερε να καταθέτουν τα κεφάλαιά τους στην τράπεζα ή να αγοράζουν τα πατσαβουρο-ομόλογα του ελληνικού κράτους. Αλλά έτσι δεν είναι οι εποχές της ρευστότητας;
Τα αφεντικά δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει και για όσο διάστημα δεν μπορεί ο αγαπημένος τους φίλος -το κράτος- να τους εγγυηθεί ότι τα λεφτά τους είναι σε καλά χέρια, εκείνα αυτενεργούν. Όπως έγραφε και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, “πάσης φύσεως κερδοσκόποι” προέβαιναν “εις επενδύσεις των ρευστών των επί σκοπώ μελλοντικής κερδοσκοπίας”.
.
Την άνοιξη του 1941 είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται σε καθημερινή βάση στις εφημερίδες αναφορές για κερδοσκοπία. Είναι χαρακτηριστική η καταγγελία του Σωματείου Ζυγιστών της κεντρικής λαχαναγοράς:
“(...) μερικοί καταστηματάρχαι λαχανοπώλαι των Αθηνών, διαθέτοντες μεγαλύτερα σχετικώς κεφάλαια, έκλεισαν αγοράν, δι' αποκλειστικόν λογαριασμόν των, των κηπουρικών προϊόντων πολλών λαχανοκήπων της Αττικής, ούτως ώστε κανείς από τους μικροκαταστηματάρχας και μικροπωλητάς να μη ημπορή να προμηθευθή ουδέ οκάν εκ των κηπουρικών αυτών ειδών. Τα προαγορασμένα προϊόντα, δι' ευνόητους λόγους, δεν παραλαμβάνονται από την Δημοτικήν Λαχαναγοράν, αλλά μεταφέρονται διά διαφόρων διόδων και παρόδων κατ' ευθείαν εις τα καταστήματα των προαγοραστών”.
Προφανώς και όποιος διέθετε “μεγαλύτερα σχετικώς κεφάλαια” καθόριζε την επάρκεια και τις τιμές των προϊόντων στην αγορά. Κάτι, βέβαια, που στη μεγακλίμακα μεταφραζόταν στον καθορισμό του ποιος θα ζούσε και ποιος θα πέθαινε. Αυτοί που έκαναν κουμάντο στη μαύρη αγορά κι έλεγχαν σημαντικά αγαθά σαν τα τρόφιμα, αποκτούσαν υπόσταση και εξουσία. Για να το πούμε αλλιώς, οι έμποροι κι οι επιχειρηματίες που έριχναν χρήμα στη μαύρη αγορά δεν έβγαζαν απλώς κέρδος. Καθόριζαν τις τιμές, απαντούσαν στην υπαρκτή ζήτηση κι έκαναν τα πράγματα να κινούνται. Με έναν τρόπο, ασκούσαν πολιτική σε μια περίοδο που το ελληνικό κράτος ως μηχανισμός τρέκλιζε.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, καμία έκπληξη δεν προκαλεί το γεγονός ότι ακόμα κι οι επίσημες εκθέσεις παραδέχονταν την κρατική ανικανότητα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Επιτροπής Σμπαρούνη (του υπουργείου Οικονομικών) σχετικά με τις επισιτιστικές ανάγκες της Ελλάδας, η διανομή αγαθών μέσω του «Δελτίου Τροφίμων» την περίοδο Ιουλίου 1941
- Μαρτίου 1942 δεν εξασφάλισε στον πληθυσμό της Αθήνας ούτε το 30% του ελάχιστου ορίου θερμίδων για την επιβίωση ενός ανθρώπου.
Το ελληνικό κράτος, δηλαδή, έλεγε “βγάλτε τα πέρα μόνοι σας και βλέπουμε”. Ή αλλιώς πουλήστε ό,τι έχετε και δεν έχετε· και τον εαυτό σας τον ίδιο.
Παρόλ' αυτά όμως, δεν θα πρέπει να βλέπει κανείς τις δύο αυτές οντότητες, το κράτος και τη μαύρη
αγορά, ως αντιτιθέμενες ή πλήρως διαχωρισμένες. Το μαφιοζοδίκτυο που οργάνωσε την πείνα πάτησε πάνω σε προϋπάρχουσες σχέσεις (οι έμποροι, πχ, γνώριζαν από πριν με ποιους παραγωγούς της επαρχίας έπρεπε να συνεργαστούν για να συγκεντρώσουν τα πολυπόθητα είδη), ενώ παράλληλα ενέταξε στο δυναμικό του μπάτσους, δικαστικούς, συμβολαιογράφους και λοιπούς λειτουργούς κ.ο.κ.
Αρκεί, νομίζουμε, να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα για να δούμε το είδος αυτής της συνύπαρξης για την οποία κάνουμε λόγο. Την περίοδο της κατοχής, η αναζήτηση ειδών διατροφής και καθημερινής ανάγκης ήταν σχεδόν συνώνυμη με την πολύωρη αναμονή σε ουρές, καθώς και με τη διάνυση αρκετών χιλιομέτρων. Η ρευστότητα της περιόδου μπορούσε να αντικατοπτριστεί στις αναγκαστικές αυτές “συνήθειες” που απέκτησε ένα μεγάλο κομμάτι των κατοίκων των αστικών κέντρων. Αυτός που τη μια μέρα στεκόταν στην ουρά του τάδε μαγαζιού, την επομένη θα έπρεπε να πάει κάπου άλλου. Εκείνος που τη μια στιγμή περπάταγε ώρες προς τη μια κατεύθυνση, την άλλη θα έπρεπε να κινηθεί προς την αντίστροφη, αφού η πηγή της τροφής δεν ήταν σταθερή.
Η εν λόγω κινητικότητα, όμως, το πότε εδώ και το πότε εκεί ανάλογα με το πού “παίζει φαΐ”, δεν θα
πρέπει σε καμία περίπτωση να ιδωθεί ως μια ολότελα ανεξέλεγκτη ροή ανθρώπων που πήγαιναν όπου ήθελαν.
Το ελληνικό κράτος είχε από νωρίς, ήδη από το φθινόπωρο του 1941, επιβάλει διοικητικούς περιορισμούς στις μετακινήσεις ατόμων κι εμπορευμάτων, χωρίς όμως να θέλει (ούτε και να μπορεί, φυσικά) να τις εμποδίσει εντελώς. Τι συνέβαινε, δηλαδή; Το ελληνικό κράτος με αποφάσεις του υπουργείου Επισιτισμού μείωνε διαρκώς τη μερίδα του ψωμιού ανά κάτοικο και συνιστούσε “φειδώ στην κατανάλωση”, ενώ την ίδια στιγμή δημιουργούσε ένα ασφυκτικό νομικό πλαίσιο με τις “άδειες μεταφοράς ειδών”. Πεδίο δόξης λαμπρό για τη μαύρη αγορά, δηλαδή.
Οι “άδειες μεταφοράς ειδών”, οι οποίες άρχισαν να μπαίνουν στο παιχνίδι από τον Οκτώβρη του '41,
επέτρεπαν τη μεταφορά έως 4 οκάδων λαδιού, 6 οκάδων σταφίδας και 6 οκάδων οσπρίων, ενώ για να έχουν ισχύ έπρεπε να θεωρούνται κατά την αναχώρηση του επίδοξου αγοραστή από τον τόπο κατοικίας του, στη συνέχεια να ξαναθεωρούνται στον τόπο αγοράς των προϊόντων και τέλος κατά
την επιστροφή.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, προέβλεπαν και συγκεκριμένο χρονικό όριο για το ταξίδι. Κάπως εξωπραγματικές οι απαιτήσεις που έθετε το ελληνικό κράτος, θα έλεγε κανείς.
Και μόνο, δηλαδή, η υποχρέωση να θεωρηθεί η άδεια στο σημείο αγοράς προσέκρουε
πάνω στη νέα πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί από το καλοκαίρι του '41 στην ελληνική
ύπαιθρο. Δυσκολευόμαστε, για την ακρίβεια, να καταλάβουμε με ποιο τρόπο οι ιδιοκτήτες γης
που αρνήθηκαν να παραδώσουν μερίδιο της σοδειάς τους στις αρχές, θα πείθονταν να δηλώνουν
τις ποσότητες που διέθεταν στους εμπόρους της Αθήνας, παρέχοντας έτσι πληροφορίες
στο κράτος για τα αποθέματά τους. Με λίγα λόγια, τέτοιου είδους άδειες δεν είχαν ακριβώς τη
χρησιμότητα την οποία παρουσιάζονταν να έχουν. Από την άλλη, δεν ήταν καθόλου κι αυτό που
θα λέγαμε “κενό γράμμα”. Το γεγονός άλλωστε ότι πωλούνταν στη μαύρη αγορά για περίπου
τρεις χιλιάδες δραχμές, όλο και κάτι μας λέει για το πόσο αναγκαίες ήταν. Μας λέει δηλαδή ότι
αποτελούσαν ένα κρατικό έγγραφο που έπρεπε να διαθέτει κανείς, αλλά που -ως εκ θαύματος ήταν
σχεδόν αδύνατο να το αποκτήσει με νόμιμες διαδικασίες. Γι' αυτό, όμως, δεν υπάρχει η
μαφία· για να προσφέρει “εναλλακτικές”;
Μια, λοιπόν, πλαστή άδεια με στοιχεία που δεν έκαναν τους παραγωγούς να τσινίζουν, αλλά και μπορούσαν να κριθούν ικανοποιητικά σε έναν έλεγχο της αστυνομίας, μπορούσε να λειτουργήσει, για όσους ήταν σε θέση να την εξασφαλίσουν, ως διαβατήριο που θα τους έφερνε πιο κοντά στον προορισμό τους. Να, λοιπόν, πως χτιζόταν ένας ολόκληρος μηχανισμός με άκρες στην αστυνομία και τα κάθε είδους σημεία ελέγχου. Να πώς ο μπάτσος, ως κρατικός υπάλληλος, έκανε τα κονέ του με τον μαυραγορίτη και πώς ο τελευταίος, ως “εκφραστής της ιδιωτικής πρωτοβουλίας” τού έδινε πίσω ένα μερίδιο από τα κέρδη της ανθοφόρας επιχείρησής του.
Όπου ακούς “πάταξη της μαύρης αγοράς”, προσπάθεια οργάνωσής της μυρίζει
επιβλητική που δεσπόζει στις ελληνικές ταινίες με ιστορίες από την κατοχή. Ο τσιγκούνης και
γλοιώδης αποθησαυριστής εμφανίζεται ως το απόγειο της ανθρώπινης απληστίας και μισανθρωπίας
που βγάζει λεφτά την ώρα που γύρω του σαρώνει τα πάντα ο θάνατος. Κι η αλήθεια
είναι ότι μάλλον έχουμε εξοικειωθεί με αυτού του είδους την προσέγγιση. Όταν η κουβέντα έρχεται
στο ζήτημα της μαύρης αγοράς, σχεδόν αντανακλαστικά στο προσκήνιο μπαίνει αυτός ο
σάπιος τύπος που μαζεύει από τσουβάλια αλεύρι και κονσέρβες μέχρι σπίτια και πιάνα. Ενώ
κάλλιστα θα μπορούσε πλάι του να εμφανίζεται κι η φιγούρα του υπουργού Οικονομικών ή
έστω ενός εισαγγελέα.
Τι να κάνουμε όμως; Ούτε οι ταινίες ούτε οι κυρίαρχες αφηγήσεις και τα έπη της αριστερής ιστοριογραφίας μας έχουν προμηθεύσει με παρόμοιες εικόνες. Το ελληνικό κράτος, όπως πάντα, δεν χωράει στη φωτογραφία
Κι όμως, το ελληνικό κράτος, ακόμα και στη δυσμενή (γι' αυτό) κατάσταση στην οποία βρισκόταν
στις αρχές της δεκαετίας του '40, ήταν παρόν. Όπως θα δούμε παρακάτω, αυτός ο μηχανισμός
που πήγαινε κουτσαίνοντας έκανε ό,τι μπορούσε για να ελέγξει (δηλαδή να οργανώσει)
τη μαύρη αγορά.
Τα περιστατικά στα οποία θα αναφερθούμε, δεν αφορούσαν καμιά εκστρατεία πάταξης της μαφίας που είχε εδραιωθεί, αλλά μάλλον μια προσπάθεια να ελεγχθούν οι ροές χρήματος που κυλούσαν έξω από τις τράπεζες και να βρεθεί ένας τρόπος να μπουν μέσα σε αυτές. Οι φυλακίσεις μεγαλοεπιχειρηματιών και τα σκάνδαλα που φιγουράριζαν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής δεν ήταν αποτέλεσμα “πολιτικής βούλησης για την πάταξη της αισχροκέρδειας” κι άλλα τέτοια ωραία, αλλά της αγωνιώδους κρατικής προσπάθειας για ανάκτηση του ελέγχου. Ας μην ξεχνάμε ότι την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε εδώ, ο πληθωρισμός είχε φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη κι η Τράπεζα της Ελλάδας έριχνε στην αγορά χρήμα χωρίς κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα· ενώ η συγκέντρωση κεφαλαίου γινόταν, σε μεγάλο βαθμό, εκτός των τραπεζικών καταστημάτων. Η επένδυση ρευστού σε τρόφιμα κι άλλα προϊόντα από όλους εκείνους που έβλεπαν ότι έτσι όχι μόνο θα προφύλασσαν τα χρήματά τους από τη διαρκή υποτίμηση του νομίσματος, αλλά θα έβγαζαν και κέρδος διαθέτοντας τα αποκτήματά τους στη μαύρη αγορά, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας“ παράλληλης οικονομίας” που δεν διασταυρωνόταν με την τράπεζα. Κι αυτό ακριβώς ήταν το ζήτημα για το υπουργείο Οικονομικών.
Από την άνοιξη του '41, ο πρωθυπουργός Τσολάκογλου είχε περάσει νομοθετικό διάταγμα
που προέβλεπε την ίδρυση ειδικών Αισχροδικείων στις περιφέρειες των Πρωτοδικείων Αθηνών
και Πειραιώς. Κι αν κρίνουμε από τα δημοσιεύματα του Τύπου, οι δουλειές πρέπει να πήγαιναν
καλά για τους δικαστές αφού καθημερινά γίνονταν δεκάδες (συχνά και εκατοντάδες) συλλήψεις.
Στο πρωτοσέλιδο της Ακρόπολης της 18ης Νοεμβρίου διαβάζουμε: “Αμείλικτος ο διωγμός εναντίον
των μεγαλοκαρχαριών της μαύρης αγοράς. Αμυνόμεθα να μην αποθάνη ο κόσμος, δηλοί
ο κ. Πρωθυπουργός, και οι επίβουλοι θα πέσουν υπό τον πέλεκυν της δικαιοσύνης. Νέαι αλλεπάλληλοι αποκαλύψεις άντρων και οργίων μαυραγοριτών. Ο κ. Πρωθυπουργός εν οργή ξυλοκοπεί ιδιοχείρως τέσσερας ασυνειδήτους εκμεταλλευτάς”.
Στους συλληφθέντες συγκαταλέγονταν χονδρέμποροι,
Στους συλληφθέντες συγκαταλέγονταν χονδρέμποροι, δικηγόροι, κρατικοί υπάλληλοι (μέχρι
και του υπουργείου Οικονομικών, να φανταστεί κανείς!) που αν μη τι άλλο θα επάνδρωναν τα
υψηλά κλιμάκια του μαφιοζοδικτύου. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την περίπτωση του Κ. Ζωναρά, διευθυντή του ζαχαροπλαστείου “Ζόναρς” που προφυλακίστηκε στις 21 Νοέμβρη του '41.
Ο κύριος Ζωναράς συνελήφθη όταν εισήγαγε ένα βαγόνι ζάχαρη από τη Σερβία. Κι εδώ αρχίζουν
οι απορίες μας: τι είδους επαφές και σχέσεις είχε αυτός ο τύπος, που μέσα σε περίοδο πολέμου
(και τυπικού αποκλεισμού των μετακινήσεων, ας μην ξεχνάμε) μπορούσε να κουβαλάει ένα ολόκληρο βαγόνι ζάχαρη από το εξωτερικό; Πόσες άραγε φορές είχε πραγματοποιήσει αντίστοιχες παραλαβές, χωρίς να έχει ποτέ δυσκολευτεί με τα τελωνεία, τις αστυνομικές αρχές κ.ά πριν τον πιάσουν;
Δεν ξύπνησε μέσα μας το αστυνομικό δαιμόνιο, απλώς νομίζουμε ότι τέτοιου βεληνεκούς υποθέσεις (η συγκεκριμένη έμεινε γνωστή ως “σκάνδαλο της Ζάχαρης”, ενώ η Ακρόπολη αποκαλούσε το Ζωναρά και τους άλλους συλληφθέντες “μεγιστάνες της μαύρης αγοράς”) χρησίμευαν μάλλον για την αναδιάρθρωση του μαφιοζοδικτύου και την αλλαγή των ισορροπιών παρά για την “αντιμετώπιση” της μαφίας.
Βέβαια, οι αναγνώστες αυτού του περιοδικού δεν θα περίμεναν από εμάς να πούμε και κάτι άλλο.
Στο ίδιο πνεύμα, λίγες ημέρες αργότερα, στις 6 Δεκέμβρη, ο υπουργός Οικονομικών προχώρησε σε αναλυτική παρουσίαση του νέου “νόμου περί πληρωμής δι' επιταγών” και ξεκαθάρισε με αρκετά γλαφυρό τρόπο τι ήταν αυτό που ένοιαζε το ελληνικό κράτος: “Τώρα ο μόνος τρόπος διά να περιορισθή η έκδοσις χαρτονομίσματος, διά να μη είνε αυτό άφθονο και να μη
εξευτελισθή είνε να γίνει κάτι παρόμοιον με ό,τι γίνεται εις την κυκλοφορίαν του αίματος εις το ανθρώπινον σώμα έχη ανάγκην από εκατοντάδες οκάδων αίματος την ημέραν διά να ζήση, εν τούτοις το αίμα δεν είναι ποτέ πολύ εις τον ανθρώπινον οργανισμόν διά να χάση την αξίαν του ή να είνε επιζήμιον. (...) Εφόσον είμεθα υποχρεωμένοι να καλύψωμεν εν μέρος των δαπανών διά της εκδόσεως χαρτονομίσματος, ο μόνος και απλούστερος τρόπος διά να περιορίσωμεν την άφθονον έκδοσιν χαρτονομίσματος και τον εξευτελισμόν είνε να δημιουργήσωμεν ένα σύστημα κυκλοφορίας όπως είνε του αίματος. Δηλαδή το χαρτονόμισμα που εξέρχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος αφού εκπληρώση τον προορισμόν του παρά τω λαώ, να επιστρέφη κατά το δυνατόν πάλι εις τας Τραπέζας,
υπό τύπον καταθέσεων και απ' εκεί να φεύγη πάλι προς τον λαόν. (...) Ο σκοπός του νόμου είναι σαφής: το χαρτονόμισμα να μη κρύβεται στα σπίτια, αλλά να επιστρέφει εις τας Τράπεζας. (...) Ο έμπορος ο οποίος μαζεύει το χαρτονόμισμα από τους εργάτας, τους ημερομισθίους κλπ, αυτός αντί να το κλειδώση στο συρτάρι του, πρέπει να το πηγαίνη εις την Τράπεζαν και ν' ανοίξη έναν τρεχούμενον λογαριασμόν ή να κάμη, εάν δεν έχη ανάγκην αυτού μίαν παγίαν κατάθεσιν. Θέλει αύριον να αγοράση άλλο εμπόρευμα ή σπίτι δεν έχει παρά να πηγαίνη εις την Τράπεζαν, που έχει τον λογαριασμόν του και να πη “δώσατέ μου μίαν επιταγή από 500.000 δρχ διά τον έμπορον
τάδε ή 5 εκατομμύρια διά τον κ. τάδε, από τον οποίο ηγόρασα το σπίτι”. Ο κ. που επώλησε το σπίτι, αντί να μετρήση πέντε εκατομμύρια βρώμικα χαρτονομίσματα, τα οποία επέρασαν από τα θηλάκια και τον σίελον χιλιάδων φυματικών, λαμβάνει την επιταγήν της Τράπεζας, πηγαίνει εις αυτήν και λέγει. Επειδή χρεωστώ εν εκατομμύριον εις τον κύριον Αθανασόπουλον, δώσατέ μου μίαν επιταγή δι' αυτόν, δώσατέ μου και μίαν άλλην διά τον κύριον Δημητριάδην εκ δύο εκατομμυρίων δραχμών, διότι ηγόρασα το σπίτι του και τα υπόλοιπα εκ δύο εκατομμυρίων, ας μείνουν εις την Τράπεζαν ως κατάθεσίς μου, θα τα πάρω όλα μαζί, αν κάμω καμμίαν άλλην αγορά ή σιγά σιγά διά τα έξοδά μου.
Τι απλούστερον, τι ευκολώτερον, τι υγιεινότερον από αυτό;” .
Να, λοιπόν, ποια ήταν η έγνοια του κυρίου υπουργού: έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος ανάσχεσης αυτού του μαζικού bunk run, ώστε να ξαναβρούν τα κεφάλαια το δρόμο προς την τράπεζα. Ο κύριος υπουργός κοίταγε πέρα από τον κάθε επιμέρους γερολαδά κι έβλεπε τις ροές χρήματος που έμεναν εκτός κρατικής διαχείρισης να του κουνάνε το μαντήλι.
Η περίοδος της κατοχής ήταν περίοδος γενικών ανακατατάξεων και μετασχηματισμών και
στο εσωτερικό του κράτους. Οι παλιές ρυθμίσεις, από το ποιος ασκούσε εξουσία μέχρι το πώς θα γίνονταν οι πληρωμές, επαναπροσδιορίζονταν μέσα από το πρίσμα των νέων δεδομένων και των πιεστικών όρων που έθετε η εμπόλεμη πραγματικότητα. Στο σημείο, όμως, αυτό πρέπει να σταθούμε λίγο. Το ελληνικό κράτος, στην προσπάθειά του να ελέγξει και να ρυθμίσει τους τρόπους διάθεσης και τους μηχανισμούς διανομής των αγαθών, δεν έπαιζε σε άδειο γήπεδο. Άποψη και ρόλο στη διάθεση των τροφίμων διεκδικούσε να έχει και το ΕΑΜ που μέσα από την οργάνωση συσσιτίων και τη συμμετοχή μελών του στους κατά τόπους προμηθευτικούς-καταναλωτικούς
συνεταιρισμούς, τις ενώσεις εργαζομένων και τους διάφορους συλλόγους γινόταν όλο και πιο ενεργός παίχτης.
Αυτό που παιζόταν γύρω από την καθημερινή επιβίωση τεράστιων κομματιών του πληθυσμού της Αθήνας ήταν ο έλεγχος των διαδρομών διανομής του πλούτου που συγκεντρωνόταν μέσα σε συνθήκες πολέμου. Αλλά για την αισθητή παρουσία του ΕΑΜ στις συνοικίες της Αθήνας και για τη συστηματική προσπάθειά του να καθιερωθεί ως μοναδικός φορέας που μπορούσε να αναλάβει την άσκηση πολιτικής (η διαχείριση των συσσιτίων, π.χ, δεν ήταν τεχνικό, αλλά πολιτικό ζήτημα) και την επιβολή της τάξης, θα μιλήσουμε παρακάτω.
“Ένας πρωτοφανής πυρετός και μια μανία με είχαν κυριέψη
για την επιβίωση... μια απότομη ωρίμανση στην
αντιμετώπιση της ζωής, δηλαδή πολλαπλή σε σχέση με
την προπολεμική, σωματική και πνευματική...”
Όταν ξεκινήσαμε να διαβάζουμε και να συζητάμε για την περίοδο της κατοχής και για την πείνα στην
Αθήνα, μια συντρόφισσα είχε την εξής απορία: “Καλά, τότε δούλευε κανείς; Υπήρχαν μαγαζιά, εργοστάσια, γραφεία που λειτουργούσαν ή είχαν διαλυθεί τα πάντα;”. Εύλογη η απορία θα πει κανείς, αν αναλογιστεί ποια είναι η κυρίαρχη αφήγηση για την εποχή. Θάνατος και όλεθρος παντού, λένε τα σχολικά (κι όχι μόνο) βιβλία.
Η Αθήνα περιγράφεται ως ένα ανοιχτό νεκροταφείο με τη δυστυχία και τη στέρηση να προβάλουν
σε κάθε γωνία. Ο θάνατος βρίσκεται στον πυρήνα της εν λόγω αφήγησης· σκεπάζει τα πάντα και προκαλεί συναισθηματική και πνευματική παράλυση. Τι να πει κανείς για τον θάνατο; Πώς να αναμετρηθεί μαζί του; Είναι παντοδύναμος, απόλυτος και αιώνιος. Το ζήτημα, βέβαια, στο οποίο αναφερόμαστε εδώ δεν είναι φιλοσοφικό.
Η επιλογή να μιλάει κανείς για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με όρους φρίκης και ατελείωτων δεινών
δεν είναι ούτε τυχαία ούτε αμελητέα. Η επιλογή αυτή έχει ως άμεσο αποτέλεσμα να θεωρείται μια ολόκληρη ιστορική περίοδος κατά κάποιον τρόπο νεκρωμένη, άρα ακίνητη. Το μαζικό θανατικό και ο ζόφος που το ακολουθεί είναι τα μόνα στοιχεία που επιτρέπεται να θυμόμαστε και στα οποία μπορούμε να αναφερόμαστε. Τα σκελετωμένα σώματα και οι καχεκτικές παιδικές φιγούρες είναι οι μόνες εικόνες που μπορούμε να φέρνουμε στο μυαλό μας, αν θέλουμε να είμαστε politically correct.
Οι μεγάλες δόσεις θανάτου είναι αποστομωτικές και φράσσουν το πέρασμα προς μια λιγότερο συγκινησιακά φορτισμένη ανασύσταση της πραγματικότητας. Την ίδια στιγμή λειτουργούν ως ενοποιητικό στοιχείο και γίνονται η πρώτη ύλη για την κατασκευή μυθολογιών: ο
θάνατος, που μας άγγιξε όλους, που ήταν κοινή εμπειρία, που μας ένωσε.
Έλα, όμως, που στις ταξικές κοινωνίες δεν υπάρχουν καθολικές εμπειρίες. Έλα, όμως, που ακόμα και μια τόσο αφόρητη συνθήκη, όπως η πείνα, δεν καθορίζει τους πάντες με τον ίδιο τρόπο.
Προηγουμένως προσπαθήσαμε, έστω και κάπως άτσαλα, να δείξουμε ότι το ελληνικό κράτος δεν είχε παραλύσει με τον τρόπο που μας λέει η επίσημη Ιστορία. Μέσα από την οργάνωση της μαύρης εργασίας το ελληνικό κράτος μετασχηματιζόταν και προχωρούσε την επίθεση εναντίον της εργατικής τάξης με ολοένα και πιο εντατικούς ρυθμούς.
Παρακάτω, θα ασχοληθούμε με την καθημερινή ζωή στην Αθήνα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του '40 και ιδιαίτερα με τη ζωή εκείνων που (και τότε) έπρεπε να δουλέψουν γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο
Η πείνα ως ξεβόλεμα
Μια από τις πρώτες πηγές που βρίσκει κανείς, όταν ψάχνει να δει τι διάβολο γινόταν στην κατοχή, είναι οι προσωπικές μαρτυρίες· κατά βάση τα ημερολόγια. Οι καταγραφές που έγιναν την περίοδο ακριβώς που εξελίσσονταν τα γεγονότα λένε πολλά για τη ζωή της εποχής. Όχι έτσι γενικά κι αφηρημένα, αλλά για τη ζωή που γίνεται αντιληπτή μέσα από το ταξικό πρίσμα αυτών που κρατάνε τις σημειώσεις. Μια σύντομη ματιά σε δύο από τα πιο γνωστά ημερολόγια, εκείνο του μουσικού Μίνου Δούνια και εκείνο του δικηγόρου Ασημάκη Πανσέληνου θα μας πείσουν για του λόγου το αληθές.
Κι οι δύο είναι αστικής καταγωγής, έχουν ευαισθησίες κι ανησυχίες κι αν ζούσαν σήμερα μάλλον θα ψήφιζαν ΣΥΡΙΖΑ. Το κοινό στοιχείο που διατρέχει τις δύο μαρτυρίες είναι μια αίσθηση ξεβολέματος και μια γενική δυσανασχέτηση που τίποτα δεν λειτουργεί όπως πριν, που όλα είναι ρευστά, που η φτώχεια και η μιζέρια (των άλλων) είναι διαρκώς μπροστά τους. Και οι δυο τους μοιάζουν
εκνευρισμένοι με την κατάσταση, τους τη δίνει που πρέπει να στέκονται στις ουρές, να περπατάνε χιλιόμετρα για να βρουν κάτι φαγώσιμο, που δεν μπορούν να έχουν μια κανονικότητα αντίστοιχη με την προπολεμική.
Γι' αυτούς ο λιμός είναι κάτι σαν “δυσμενής μετάθεση”, το βιοτικό τους επίπεδο έχει κατρακυλήσει, αλλά παρόλα αυτά δεν μετράνε ώρες μέχρι να πεθάνουν από αβιταμίνωση ή φυματίωση. Γι' αυτούς το βαρέλι έχει πάτο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι εξαιτίας ακριβώς της ταξικής τους θέσης μπορούσαν να παρατηρούν, να καταγράφουν τα όσα πρωτόγνωρα έβλεπαν, να βάζουν σε μια σειρά τις σκέψεις τους, να λένε τι τους ενοχλεί.
Μπορούσαν να διατηρούν την αναγκαία αυτή απόσταση από την εξουθενωτική φρίκη· μπορούσαν να την κοιτάξουν και να την περιγράψουν. Γιατί η φρίκη δεν είχε κολλήσει πάνω τους σαν βδέλλα· δεν την κουβάλαγαν μαζί τους σε κάθε βήμα. Την έβλεπαν γύρω τους κι ήθελαν να παρέμβει, να μεσολαβήσει κάποιος (οι κρατικοί μηχανισμοί, για την ακρίβεια) για να “έρθουν τα πράγματα στα ίσα τους”.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Δούνιας μιλάει για αυτούς που είναι “πεινασμένοι και άεργοι”. Προσπαθεί να δείξει κατανόηση για τις “ακραίες συμπεριφορές τους”, αλλά ζητάει και από την αστυνομία να τους κάνει καλά. Λέει, λοιπόν, στις 11 Ιουλίου του 1941 κι ενώ η πείνα του χειμώνα δεν έχει ακόμη εμφανιστεί σε όλο της το μεγαλείο:
“Μόλις ανοίγω τα μάτια μου σήμερα τα ξημερώματα, πέφτει το βλέμμα μου στο μικρό δασάκι
πάνω απ' το Ψυχικό, στα Τουρκοβούνια. Για πρώτη φορά αντιλαμβάνομαι ότι είναι φοβερά
κουτσουρεμένο· τα πλάγια κλωνιά σχεδόν κάθε δένδρου είναι κομμένα και μόνο στην
κορφή έχει μείνει ένα κωμικό λοφίο σαν πινέλο! Δεν πιστεύω τα μάτια μου, και παίρνω τα
κιάλια να δω καλύτερα. Διακρίνω κάτω απ' τα δέντρα καμιά δεκαριά άντρες και παιδιά πάνω
στο έργο της καταστροφής. Ίσως δεν μπορεί να τους καταδικάσει κανείς. Είναι οι πεινασμένοι
και οι άεργοι που δεν βρίσκουν τη ντομάτα κάτω από τις 50 δρχ. και το λάδι κάτω από
τις 250 δρχ. Είναι όλοι αυτοί που πρέπει να χορτάσουν με τα 60 δράμια ψωμί του δελτίου.
Είναι η δύστυχη τάξη των ανθρώπων του λαού, που ήρθε να σώσει από τη “δουλείαν της
στερλίνας” η “νέα τάξη πραγμάτων” του Hitler. Αυτοί λοιπόν οι κακόμοιροι, που έχουν φθάσει
σε απόγνωση, σφάζουν σήμερα τα δένδρα για να βγάλουν μια δεκάρα, αύριο θα σφάζουν
όποιον μπορούν να ληστέψουν. Εν τω μεταξύ δεν υφίσταται ούτε δασοφυλακή -στον
Υμηττό γίνεται η ίδια δουλειά- ούτε αστυνομία”.
.
Η πείνα κι η εξαθλίωση εμφανίζονται ως πρόβλημα και μάλιστα πρόβλημα, για την επίλυση του οποίου αρμόδια είναι η αστυνομία. Ο Δούνιας παίρνει τα κιάλια του, κοιτάζει και γκρινιάζει. Οι πεινασμένοι και οι άεργοι πρέπει να περπατήσουν για κάποια ώρα, να ανέβουν στον Υμηττό, να κόψουν ξύλα, να περπατήσουν και πάλι μέχρι τα σπίτια τους, να κάτσουν εξουθενωμένοι γύρω από το ρεβυθόζουμο και να καταστρώσουν τη στρατηγική της επιβίωσης για την επόμενη ημέρα.
Ο Δούνιας κάνει μια κίνηση κι εκείνοι εκατό. Ο Δούνιας μιλάει για την απόγνωση κι εκείνοι προσπαθούν να μην της παραδοθούν.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 22 Νοέμβρη του 1941, ο Δούνιας ξανάγραφε για την απόγνωση που
συναντούσε γύρω του, και πάλι ως εξωτερικός παρατηρητής. Γκρίνια που δεν μπόρεσε να βρει παρά
μόνο πορτοκάλια και μανταρίνια στην αγορά, άγχος για τα πεινασμένα χέρια που τον πασπάτευαν:
“Η φτώχεια και η πείνα άλλαξαν τη μορφή της Αθήνας. Στους κεντρικούς δρόμους, ιδίως
κατά την Ομόνοια, οι άνθρωποι έχουν μεταβληθεί σε κοπάδια από εξαθλιωμένα όντα. Περιφέρονται
και γυρεύουν τροφή. Μικροπωλητές διαλαλούν τα πιο απίθανα κατασκευάσματα
ζαχαροπλαστικής: μίγματα από σύκα, χαρούπια, σταφίδες απαίσια στην εμφάνιση.
Άλλοι πουλούν μεταχειρισμένα ρούχα, εσώρουχα, καπέλα και παπούτσια. Εξευτελισμός και
εξαθλίωση του λαού μας! Έμεινα σήμερα αργά κάτω και είδα όλον αυτόν τον μαύρο, πεινασμένο
κόσμο απειλητικό στην απόγνωσή του. Είχα στη ράχη μου τον εκδρομικό μου σάκο
γεμάτο πορτοκάλια και μανταρίνια, τα μόνα πράγματα που προσφέρει η αγορά, και πολλές
φορές ένιωσα μέσα στο σκοτάδι χέρια πεινασμένων ανθρώπων να ψηλαφούν το περιεχόμενό
του με την ελπίδα να βρουν κάτι έτσι στα κλεφτά (...)”.
Τον Πανσέληνο, με τη σειρά του, μοιάζει να τον έπιαναν τα ενοχικά του όταν έπεφτε μούρη με μούρη με τη φρίκη. Τον δυσκόλευε το θέαμα, αλλά το θεωρούσε “άνανδρο” να μην κάτσει να το δει. Για ηθικούς λόγους, για να τα έχει καλά με τον εαυτό του, δεν απέστρεφε το βλέμμα:
“Γυρίζαμε με την Έφη κρατώντας δυο μαρούλια γαλήνιοι προς το σπίτι μας από της Αιμιλίας.
Μας είχε προσφέρει κακάο!, και τηγανίτες. Μπρος στο νεκροτομείο είδαμε πάλι ν' αδειάζει
ένα αυτοκίνητο με πτώματα απ' αυτά που μαζέβουν στους δρόμους! Έστριψα να πάω κατά
κει, η Έφη με τράβηξε, το θεώρησα άναντρο ν' αποφεύγω ένα θέαμα της πραγματικότητας
και πήγα. Μ' ακολούθησε πιο μακρυά και η Έφη! Ω τέτοιο αποτρόπαιο θέαμα δε λογάριαζα
ποτέ πως μπορούσε να υπάρχει. Μου πιάστηκε η καρδιά καθώς άδειαζε το φορείο κι ανέβηκαν
οι άνθρωποι για να πετάξουν ολόγυμνο, γυρισμένο στα μπρούμυτα, λερωμένο στα
πισινά, ένα κοκαλιάρη γέρο! Δεν μπορώ να κάνω περιγραφή. Μνήμη μου σε ικετέβω να μην
το ξεχάσεις το θέαμα αυτό ποτέ!”.
Πόσο πιο γευστικό θα ήταν το κακάο και πόσο πιο νόστιμες οι τηγανίτες αν κολυμπούσαν σε ένα στομάχι που δεν θα ήταν σφιγμένο από τις εικόνες της πραγματικότητας; Ο Πανσέληνος δεν χαιρόταν με αυτά που έβλεπε στο δρόμο ούτε κι ήταν αδιάφορος. Ήξερε όμως ότι αυτός δεν είχε κοινή μοίρα με τον κοκαλιάρη γέρο. Ήξερε ότι μεταξύ τους υπήρχε η καθησυχαστική απόσταση ασφαλείας που του επέτρεπε να παίρνει ανάσες.
Παρακαλούσε τη μνήμη του να μην ξεχάσει αυτό που έβλεπε, γιατί γνώριζε ότι αυτός θα έβγαινε ζωντανός (έστω και με δυσκολίες). Έτσι, ο λιμός γινόταν αντιληπτός ως κακός
εφιάλτης που αργά ή γρήγορα θα πέρναγε.
Η αστική τάξη και οι γόνοι της, ακόμα και οι πιο “ευαίσθητοι” από αυτούς, συντηρούν διαχρονικά μια τυφλή, σχεδόν μεταφυσική εμπιστοσύνη, στο ότι ο χρόνος κυλάει
αιώνιος και αδιατάρακτος. Η θέση ισχύος στην οποία βρίσκονται μέσα στην καπιταλιστικά οργανωμένη κοινωνία τούς δίνει τη δυνατότητα να παραμένουν μακάριοι ακόμα κι όταν λυσσομανάνε δίπλα τους χίλιοι άνεμοι.
Η εργατική τάξη, από την άλλη, χωρίς πολλές επιλογές και πολυτέλειες, γνωρίζει στο πετσί της ότι ο χρόνος κερδίζεται μέρα τη μέρα· ότι η ζωή δεν είναι κάτι σίγουρο και δεδομένο.
Η πείνα ως απειλή για τη ζωή
α) Καταναγκαστική εργασία
Είναι γνωστό ότι την περίοδο της κατοχής χιλιάδες ακίνητα άλλαξαν χέρια, τα περισσότερα πωλήθηκαν κοψοχρονιά ή ανταλλάχθηκαν για δυο τρεις ντενεκέδες λάδι. Εκείνοι που αναγκάστηκαν να πουλήσουν οτιδήποτε είχαν στην κατοχή τους για να μπορέσουν να επιβιώσουν δεν ήταν λίγοι. Αναρωτιέται όμως κανείς τι ακριβώς έκαναν όλοι εκείνοι που δεν είχαν παρά μόνο ένα πράγμα να πουλήσουν. 'Όλοι εκείνοι που δεν είχαν ούτε το δυαράκι που προοριζόταν για προίκα της κόρης, ούτε το δαχτυλίδι-κειμήλιο της γιαγιάς· που δεν είχαν τίποτα πέρα από την εργατική τους δύναμη. Μια ματιά στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας, εκεί όπου συγκεντρώνονταν προσφυγικοί πληθυσμοί από τη Μικρά Ασία μπορεί να μας δώσει χρήσιμες πληροφορίες για το τι συνεπαγόταν η επιβίωση σε καιρό πείνας.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι προσφυγικής καταγωγής κάτοικοι της Αθήνας είχαν συμπληρώσει σχεδόν εικοσαετία στη “χώρα υποδοχής” όταν ξεκίνησε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Κάτι όμως που δεν σημαίνει ότι είχαν και μια “στρωμένη” ζωή.
Η περίοδος του μεσοπολέμου ήταν γι' αυτούς ένας συνεχής αγώνας για την επιβίωση· άλλοτε με δουλειές του ποδαριού, άλλοτε με σκληρή χειρωνακτική εργασία, χωρίς να μπορούν στην πλειοψηφία τους να ξεφύγουν ποτέ από την υποτιμημένη θέση που τους είχε επιφυλάξει ο ελληνικός καπιταλισμός.
Κατά συνέπεια, την περίοδο του πολέμου η υποτίμησή τους έφτασε σε άλλα επίπεδα. Πολύ γρήγορα, όλοι εκείνοι που μέχρι πρότινος δεν τα έβγαζαν πέρα με τα χαμηλά και δυσεύρετα μεροκάματα, θα συνειδητοποιούσαν ότι στις συνθήκες της κατοχής η εργασία τους ισοδυναμούσε στην κυριολεξία με
ένα πιάτο φαΐ.
Ένα μεγάλο κομμάτι των κατοίκων της Καισαριανής, του Βύρωνα, του Υμηττού και των γύρω
περιοχών βρήκαν δουλειά, μέσω ελλήνων εργολάβων, στις επιταγμένες από τους στρατούς κατοχής
παραγωγικές μονάδες και στα οχυρωματικά έργα:
“Όπως και ο περισσότερος κόσμος εδώ, άλλοι δουλέψαμε στους Ιταλούς, άλλοι στους Γερμανούς· τρώγαμε ένα πιάτο φαγητό (...). Εγώ δούλεψα στο Χασάνι, στο αεροδρόμιο, στους Γερμανούς. Δούλεψα γύρω στους τρεις μήνες (...). Έχω δουλέψει στους Ιταλούς απάνω στον Υμηττό, κάναμε οχυρωματικά έργα (...). Σκάψαμε ένα όρυγμα από πίσω από τον Υμηττό, φαρδύ για να μην περνάνε τα τανκς (...). Παντού υπήρχε δουλειά, δουλειά άμα ήθελες τέτοια (...). Μας πηγαίνανε από την Ομόνοια, όπως από την Ομόνοια μας παίρνανε πάλι οι Ιταλοί και μας πηγαίνανε στο (...) Μπογιάτι και δούλευα εκεί στους Ιταλούς. Εκεί μεταφέραμε οβίδες (...). Έχω δουλέψει και στο αεροδρόμιο
της Ελευσίνας (το είχε επιτάξει ο γερμανικός στρατός)” (Μενέλαος Χαραλαμπίδης, “Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα”).
Η εργασία στα επιταγμένα εργοστάσια και στα οχυρωματικά έργα ήταν μαζικό φαινόμενο και γι'
αυτό καθόριζε το χαρακτήρα της εργασίας εκείνη την εποχή. Στο λιμάνι του Πειραιά, στο αεροδρόμιο του Ελληνικού (Χασάνι), της Ελευσίνας και του Τατοΐου, στα ναυπηγεία Βασιλειάδη, στο καλυκοποιείο Μαλτσινιώτη και σε διάφορα έργα οχύρωσης στην περιφέρεια του λεκανοπεδίου
δούλεψαν πολλοί εργάτες προερχόμενοι από τις ανατολικές συνοικίες. Ενδεικτικά, στο καλυκοποιείο
Μαλτσινιώτη, όπου στεγάζονταν τα εργοστάσια των Jumo (Junkers Motors), BMW και
Daimler Benz και τα οποία επισκεύαζαν κινητήρες των γερμανικών πολεμικών αεροπλάνων δούλευαν γύρω στα 5.000 άτομα.
Στο ναυπηγείο Βασιλειάδη στον Πειραιά, δούλευαν περίπου 600 άτομα στην επισκευή των γερμανικών πολεμικών πλοίων, στα ναυπηγεία του Περάματος γύρω στα 1.500 άτομα, ενώ πάνω από 3.500 εργάτες δούλευαν στα μεγάλα ιδιωτικά μηχανουργεία που συνεργάζονταν με τα επιταγμένα ναυπηγεία.
Σύμφωνα με έκθεση του συνταγματάρχη Βάλτερ Βάιγκολντ, επιτελάρχη στη στρατιωτική διοίκηση Νότιας Ελλάδας,τον Σεπτέμβρη του 1942, πάνω από 12.000 εργάτες δούλευαν στην επισκευή πολεμικών πλοίων, ενώ στο εργοστάσιο λιπασμάτων στον Πειραιά δούλευαν 2.500. Στο εργοστάσιο Λαναρά στο Περιστέρι δούλευαν 3.500 άτομα και στο ανθρακωρυχείο Περιστερίου κοντά 700. Γενικά, πάνω από 30.000 εργάτες δούλεψαν στα ναυπηγεία, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια, τα οχυρωματικά έργα, τα εργοστάσια και τα μηχανουργεία για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Να σημειώσουμε εδώ ότι στους προαναφερόμενους χώρους εργασίας λειτουργούσε κάποιου είδους συσσίτιο, το οποίο υποκαθιστούσε ένα μέρος του μισθού. Δηλαδή, μετά από ώρες εξαντλητικής εργασίας, εκτεθειμένοι στα καιρικά φαινόμενα και στη συνεχή κούραση, οι εργάτες έπρεπε να νιώθουν τυχεροί που θα εξασφάλιζαν μια πατάτα που επέπλεε σε ένα ακαθόριστο νεροζούμι. Πλέον δεν έπρεπε να δουλέψουν για να πάρουν λεφτά, να πληρώσουν το νοίκι, το μανάβη και τον μπακάλη.
Πλέον έπρεπε να δουλέψουν για να πάρουν μερικά χαρτονομίσματα, που λόγω πληθωρισμού δεν είχαν κανένα πραγματικό αντίκρυσμα, και μια μερίδα φαγητό που θα μετέθετε το θάνατο από ασιτία για λίγο αργότερα.
Στα σημεία όπου συγκεντρώνονταν όλοι εκείνοι που δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από την
εργατική τους δύναμη, η πείνα συνόρευε με τη σκλαβιά. Η καταναγκαστική εργασία,σε μαζική
κλίμακα, ήταν μια οργανωμένη πραγματικότητα που μπήκε μπροστά επειδή το ελληνικό κράτος
συμφώνησε στις επιτάξεις, επειδή τα ελληνικά αφεντικά έβλεπαν την κατοχή ως μια ρεαλιστική
και κερδοφόρα δυνατότητα να ξαναβάλουν μπρος τις μηχανές των εργοστασίων τους,
επειδή οι έλληνες εργολάβοι αναλάμβαναν να διαχειριστούν την τζάμπα εργατική δύναμη που
συγκεντρωνόταν στις εργατικές πιάτσες και γειτονιές και να τη διοχετεύσουν εκεί όπου υπήρχε
ζήτηση.
β) Κλοπές και γνωριμίες
Φυσικά, το συσσίτιο δεν αρκούσε ούτε για τον εργάτη ούτε για την οικογένειά του. Ως γνωστόν,
οι μέθοδοι που οργανώνουν τη ζωή και την εργασία αυτών που δεν έχουν τίποτα είναι έτσι σχεδιασμένες ώστε πάντα κάτι να λείπει. Η μερίδα είναι λειψή, τα λεφτά δεν φτάνουν ούτε για ζήτω,
το λεωφορείο είναι ή γεμάτο ή χαλασμένο. Αν σε όλα αυτά προστεθούν τα εντεινόμενα εμπόδια
λόγω του πολέμου, είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι η στρατηγική της επιβίωσης για την εργατική
τάξη προϋπέθετε συνεχώς κι άλλες “δεξιότητες”. Όπως, για παράδειγμα, το να κλέβεις με
μαεστρία, χωρίς να σε πιάσουν. Αυτό έκαναν πολλοί από όσους δούλευαν στις επιταγμένες επιχειρήσεις που προαναφέραμε. Έκλεβαν σιγά σιγά υλικά που πέρναγαν από τα χέρια τους και στη
συνέχεια τα έσπρωχναν στη μαύρη αγορά για να βγάλουν μερικά παραπάνω χρήματα ή να αποκτήσουν τρόφιμα.
Ο Χρήστος Μάρτης κι ο αδελφός του από την Καισαριανή δούλευαν από τον Ιούλιο του 1942 στα ναυπηγεία Βασιλειάδη και ήξεραν ότι τα υποπροϊόντα της παραγωγικής διαδικασίας ήταν περιζήτητα ως πρώτη ύλη στα ιδιωτικά μηχανουργεία:
“Σε “προνομιούχα” κάπως θέση βρίσκονταν οι τορναδόροι ειδικά εκείνη την περίοδο,
διότι ορισμένα από τα μεταλλικά υλικά που επεξεργάζονταν ήταν σχετικώς “πολύτιμα”,
όπως ο ορείχαλκος (μπρούτζος) ή ο χαλκός και σπανιότερα ένα ειδικό μέταλλο
που επένδυε εσωτερικά τον αυλό των κουζινέτων (...). Όπως ήταν “φυσικό” ένα μέρος
από τα ρινίσματα αυτά, κατάλληλα συσκευασμένο (σε σακουλάκια), έβγαινε κρυμμένο
σε διάφορα σημεία του σώματος εκτός εργοστασίου, παρόλο το ψάξιμο που
γινόταν κατά την έξοδο. Ήταν μια πολύ σημαντική πηγή εξοικονόμησης χρήματος,
γιατί ήταν περιζήτητη πρώτη ύλη στα μηχανουργεία”. (Χαραλαμπίδης, ό.π, σελ 92).
Γύρω από τα επιταγμένα εργοστάσια άρχισε, λοιπόν, να δημιουργείται ένα ολόκληρο δίκτυο
σχέσεων όπου οι γνωριμίες και η πρόσβαση στις κατάλληλες πληροφορίες είχαν μεγάλη σημασία.
Η καταναγκαστική εργασία άνοιγε “νέες ευκαιρίες” και νομιμοποιούνταν στην πράξη, αφού
με τα υλικά που διοχετεύονταν σε διάφορους τομείς όπου οι ελλείψεις ήταν τεράστιες, η αγορά
μπορούσε να κινηθεί πιο αποτελεσματικά.
Και κάπως έτσι, οι συνθήκες σκλαβιάς, που ήταν κρατικά οργανωμένες, γίνονταν το απαραίτητο συστατικό για τη συνεχώς διευρυνόμενη μαφιοζοποίηση στην περίοδο της κατοχής. Η κυρίαρχη αφήγηση δεν βλέπει πουθενά το κράτος, κοιτάζει απλώς τους μαυραγορίτες σαν να ήταν φιγούρες που εμφανίστηκαν από το πουθενά κι έκαναν ό,τι ήθελαν. Κι όμως· ήταν οι κρατικοί μηχανισμοί που εγγυόνταν ότι ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης θα “έπεφτε στην αγκαλιά” της καταναγκαστικής εργασίας, που οργάνωναν τη μαύρη αγορά, που έχτιζαν το κράτος-μαφία.
Στο παρακάτω απόσπασμα, ο καισαριανιώτης Ματθαίος Φραγκιάς που τη δεκαετία του '40 πούλαγε μαζί με το συνέταιρό του ελαστικά στην πλατεία Μοναστηρακίου περιγράφει πώς από τις εγκαταστάσεις του ελληνικού στρατού, τα δυσεύρετα ελαστικά έφταναν στο κέντρο της Αθήνας:
“Βλέπω λοιπόν αυτούς (τους άλλους μικροπωλητές), κάθε Σάββατο κατά τις δώδεκα
έφευγαν από την πλατεία όπου πουλούσανε (...). Κλείνουμε λοιπόν και εμείς (...) παίρνουμε το γκαζοζέν (...). Οπότε φτάνουμε στη Μεσογείων και τους βλέπω να προχωράνε προς τη Σχολή Χωροφυλακής, στο δασύλλιο εκείνο (...). Τα βουλκανιζατέρ των Γερμανών ήτανε μέσα εκεί, στο Γουδί. Την ώρα δύο, δυόμιση βλέπουμε να φεύγουνε εργάτες (...). Έρχεται ένας σ' εμένα (...) μου λέει “θες λάστιχα; Έχω πάμε σπίτι μου”.
Πάμε στο σπίτι του, κάτω από το ντιβάνι βγάζει ένα σωρό λάστιχα. Έδωσα περίπου δύο εκατομμύρια, γεμίσαμε λάστιχα και εμείς· γνωριμία πλέον με τον Σωτήρη (...).
Την άλλη μέρα στο Μοναστηράκι γέμισε ο τόπος λάστιχα. Πουλούσαμε, μεροκάματο πάρα πολύ καλό και άνοιξε ο δρόμος πλέον της γνωριμίας. Εγώ βέβαια πληροφορήθηκα ότι εκείνος που βγάζει περισσότερο είναι ένας Αυλωνίτης, τον οποίο και πλησιάζω.
Ο Αυλωνίτης με υπερκάλυπτε εμένα σε αυτά που ήθελα. Πώς βγαίναν τα λάστιχα; Κόβαν αυτοί τα λάστιχα μέσα, τα βάζανε στα παντελόνια τους από μέσα.
Έκοβαν το άλλο, βάζαν στο στήθος επάνω, εδώ. Δεν μπορούσαν να φανταστούν οι Γερμανοί κάτι τέτοιο και βγαίνανε όμορφοι και ωραίοι από μέσα”.
Από τα βουλκανιζατέρ των Γερμανών που στεγάζονταν εντός της Σχολής Χωροφυλακής, (σε
χώρο του ελληνικού στρατού), έβγαινε η πρώτη ύλη για να κινηθεί ένα μέρος του εμπορίου στο
κέντρο της Αθήνας. Οι εργάτες διακινδύνευαν σε καθημερινή βάση για να γλιτώσουν από την
πείνα κι από τη σύλληψη κι η διακινδύνευση αυτή δεν ήταν ούτε προσωπική επιλογή ούτε ατομική
μαγκιά. Οι καθημερινές τους διαδρομές ήταν καθορισμένες και οργανωμένες με την ορθολογική
βαρβαρότητα που χαρακτηρίζει μια ταξική κοινωνία σε καιρό πολέμου. Στην κατοχή,
λοιπόν, όχι μόνο υπήρχε κόσμος που δούλευε, αλλά δούλευε με όρους καταναγκασμού και
σκλαβιάς.
Που έπρεπε για να τη σκαπουλάρει (συχνά πρόσκαιρα) από την πείνα να κάνει σχεδόν
τα πάντα. Η, εκ των πραγμάτων, αναγκαστική εμπλοκή σε διάφορα μιαφοζοδίκτυα διακίνησης
υλικών για μερικές πενταροδεκάρες ή για λίγο ψωμί δεν ήταν η μόνη εκδήλωση των “ευκαιριών”
που είχε μπροστά της η εργατική τάξη. Η πορνεία, που πιθανώς να μας απασχολήσει σε επόμενα
κείμενα, ήταν άλλη μια από αυτές τις “ευκαιρίες με κρατική χορηγία”.
Για να επανέλθουμε, κλείνοντας, στο αρχικό ζήτημα του θανάτου και το πώς αυτό υπερκαθορίζει
τις κυρίαρχες αφηγήσεις, θα θέλαμε να πούμε το εξής: ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά
και η πείνα πιο συγκεκριμένα, όντως κατέστησαν το θάνατο πρωταγωνιστή. Όντως οι δρόμοι
γέμισαν πτώματα, όντως η στέρηση κι η φτώχεια έφτασαν σε επίπεδα που δύσκολα μπορούν
να περιγραφούν με λέξεις. Αν όμως, περιοριστεί κανείς στην απολυτότητα του θανάτου, τότε
είναι προφανές ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο. Δεν μπορεί να δει πώς επιβίωσαν όσοι δεν
πέθαναν τότε· δεν μπορεί να δει τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις· δεν μπορεί να κατανοήσει τι
πραγματικά εννοεί κάποιος που μέσα στην κατοχή έλεγε: “...Μεγάλο μίσος αισθάνθηκα μια μέρα
για κάποιον, όταν έμαθα πως έφαγε μακαρόνια (!) με σάλτσα ! και τυρί !!...”.
Και το μίσος αυτό δεν ήταν ατομικό ελάττωμα ούτε δεν θα μπορούσε να κριθεί με ψυχολογικούς όρους. Το μίσος αυτό πήγαζε από τις κοινωνικές αντιθέσεις που δεν μπορούσαν πλέον να κρυφτούν ή να κρατηθούν σε καταστολή.
Στην πολυπόθητη μακαρονάδα συμπυκνωνόταν η ανατριχιαστική συνειδητοποίηση
ότι κάποιοι είναι για πέταμα και κάποιοι όχι.
Γι' αυτό επιμένουμε ότι η προσέγγιση του λιμού απλώς και μόνο ως ολέθρου που βιώθηκε ως τέτοιος από τους πάντες, ως σημείου μηδέν στην Ιστορία του 20ου αιώνα, είναι μια προσέγγιση βολική για τα αφεντικά και τους φίλους τους και εχθρική για εμάς.
Να το ξαναπούμε: Η πείνα δεν υπήρξε κοινή, διαταξική εμπειρία. Υπήρξε συλλογική για μεγάλα κοινωνικά κομμάτια, τα οποία, διά πυρός και σιδήρου, είδαν ότι αν υπήρχε μια πιθανότητα να τη βγάλουν καθαρή αυτή ήταν να ενεργήσουν οργανωμένα και να βγουν, μαχητικά, στο προσκήνιο. Αλλά αυτά είναι ιστορίες για μετέπειτα.
Πηγή: Περιοδικό "Antifa" τ45&46
Δημοσίευση σχολίου