{[['']]}
Η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας και η παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ έδωσαν έναυσμα για κύμα συλλήψεων και τρομοκρατίας εναντίον των οπαδών του ΕΑΜ
Πηγή: Του Ανδρέα Αθανασιάδη, Εκπαιδευτικού ερευνητή τοπικής ιστορίας - Hot Doc History
Πέντε χιλιόμετρα έξω από το Κιλκίς υπάρχει -δηλαδή υπήρχε έως προχθές- ένα μικρό προσφυγικό χωριό. Λέγεται Ξηρόβρυση. Οι κάτοικοί του ήταν, από τότε που εγκαταστάθηκαν στον τόπο, βενιζελικοί και τα τελευταία χρόνια έγιναν δημοκρατικοί. Είχαν στον καιρό της άλλης κατοχής κρατήσει ψηλά το όνομα του Ελληνα, γράψει μια εφημερίδα της Θεσσαλονίκης. Αντρες, γυναίκες και παιδιά είχαν δοθεί στον εθνικό αγώνα. Από τις αρχές του κράτους (του ίδιου του μεταδεκεμβριανού κράτους) δεν καταδιωκόταν κανείς τους για κανένα λόγο. Σ’ αυτό το χωριό έπεσε προχτές σαν πανούκλα η μοναρχική συμμορία του Λαζίκ και του Μπουντουβάκη.
Κ. Καραγιώργης, «Ξηρόβρυση», «Ριζοσπάστης», 26.11.1946
Οι κάτοικοι του ανωτέρω χωρίου [Ξηρόβρυση] είναι άπαντες κομμουνισταί οι πλείστοι των οποίων μετέχοντες συμμοριών εν δράσει, υπέστησαν μερικήν καταστροφήν από εξαγριωθέντας εθνικόφρονας κατοίκους των γειτονικών χωρίων, λόγω των πολλών εγκλημάτων άτινα διέπραξαν οι συμμορίται και οι κομμουνισταί.
«Ελευθερία», 20.3.1947
Μετά τη Βάρκιζα, γράφει ο Γ.Θ. Μαυρογορδάτος, και τον επακόλουθο αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, ένα κύμα συλλήψεων και τρομοκρατίας σάρωνε την Ελλάδα και ιδίως την επαρχία. Σύμφωνα με τον ίδιο, φορείς της τρομοκρατίας ήταν άτακτες ομάδες φανατικών βασιλοφρόνων, που συμμετείχαν σε δράση κατά των μελών και υποστηρικτών του ΕΑΜ και γενικότερα εναντίον δημοκρατικών πολιτών.
Παράλληλη υπήρξε και η δράση αριστερών ομάδων, κυρίως στη Μακεδονία. Ομως η ανοχή, η προστασία και η ενθάρρυνση των δεξιών παρακρατικών από τη Χωροφυλακή και τη νεοσύστατη Εθνοφυλακή, η σύμπραξη δηλαδή των κρατικών αρχών με την τρομοκρατική αυτή δράση οδήγησε, κατά τα έτη 1945 έως τουλάχιστον και το δημοψήφισμα του 1946, σε έναν «μονομερή εμφύλιο της μοναρχικής Δεξιάς εναντίον των ανυπεράσπιστων αντιπάλων της - ουσιαστικά κάθε πολιτικής απόχρωσης» 1.
Η νεοσύστατη Εθνοφυλακή αποτέλεσε το όργανο της τρομοκρατικής δράσης που εξαπέλυσε η δεξιά σε όλη τη χώρα
Στα μέσα Νοεμβρίου 1946, υπήρξε μια πίεση στα χωριά του Κιλκίς από τους αριστερούς αντάρτες. Στις 15 Νοεμβρίου, αντάρτες επιτέθηκαν κατά του σταθμού Χωροφυλακής Μεταλλικού Κιλκίς, του οποίου οι άντρες απουσίαζαν. Οι αντάρτες αναχώρησαν αφού κατέστρεψαν τον σταθμό 2. Στις 16 Νοεμβρίου επιτέθηκαν κατά του σιδηροδρομικού σταθμού Μεταλλικού Κιλκίς και έκοψαν τηλεγραφικούς στύλους και καλώδια 3. Στις 17 Νοεμβρίου «20 αντάρτες μπήκαν στο χωριό Αντιγόνια [Κιλκίς], έκαψαν 14 σπίτια μοναρχικών και σκότωσαν το Γ. Δελαγρανίδη» 4 Μία μέρα μετά επιτέθηκαν κατά της φρουράς του σιδηροδρομικού σταθμού των Μουριών 5.
Την ίδια μέρα, παραστρατιωτικές ομάδες κινήθηκαν εναντίον αριστερών χωριών της περιοχής, όπως ήταν τα προσφυγικά χωριά Κοκκινιά και Ξηρόβρυση Κιλκίς.
Η Κοκκινιά ήταν το χωριό του ηγέτη της αριστερής πτέρυγας του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας και στελέχους του ΕΑΜ Κώστα Γαβριηλίδη. Στην Κατοχή, η Κοκκινιά συμμετείχε μαζικά στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, γι’ αυτό και το χωριό αυτό αποτέλεσε από τότε στόχο των «Παοτζήδων» 6. Ιδιαίτερα δε κυνηγήθηκε η οικογένεια του Γαβριηλίδη.
Τον Απρίλιο του 1944, οι «Παοτζήδες» του Λαζίκ κλείδωσαν τη γυναίκα του Γαβριηλίδη και το μικρό παιδί τους στο σπίτι τους και έβαλαν φωτιά. Σύσσωμο το χωριό μεσολάβησε στον Λαζίκ. Η οικογένεια του Γαβριηλίδη γλίτωσε από βέβαιο θάνατο, τα υπάρχοντά τους όμως και τα ζωντανά τους λεηλατήθηκαν, το σπίτι τους κάηκε. Ο πρώτος ξάδερφος του Κώστα, ο Λουκάς Γαβριηλίδης, κατακρεουργήθηκε και οι υπόλοιποι πήραν τα βουνά.
Οι "Παοτζήδες" από την υπηρεσία των ναζί πέρασαν στην υπηρεσία του μεταβαρκιζιανού κράτους.
Στις 19 Νοεμβρίου 1946, οι παλιοί «Παοτζήδες» της περιοχής, στον νέο τους ρόλο, θα επανέλθουν στην Κοκκινιά, θα σκοτώσουν μέσα σε μια νύχτα δεκατρείς κατοίκους και θα κάψουν πολλά σπίτια του μικρού αυτού χωριού 7.
Ο Γαβριηλίδης θα πάρει ένα γράμμα από συγγενή του από την Κοκκινιά ο οποίος περιέγραφε τα γεγονότα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου. Το γράμμα δημοσιεύτηκε στις 30 Νοεμβρίου στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Ριζοσπάστης»:
«18 Νοεμβρίου 1946. Νύχτα Δευτέρας προς Τρίτη. Η ώρα θα ήταν μόλις 10 και μισή. Υστερα από τον κάματο της ημέρας ρίξαμε το βασανισμένο μας κορμί στον ύπνο για να ξεκουραστούμε τη νύχτα και ν’ αρχίσουμε το πρωί πάλι τη δουλειά μας. Πού να φανταστούμε πως το πρωί πολλοί από μας δεν θα ζούσαν.
Ξάφνου ακούμε τα σκυλιά να γαυγίζουν ανήσυχα, πράγμα που μας έβαλε σε ανησυχία. Κάτι κακό προμηνυόταν.
Και αληθινά. Υστερα από λίγα λεπτά της ώρας ακούστηκαν πολυβολισμοί από τη βόρεια και τη δυτική πλευρά του χωριού. Το κακό αμέσως μαθεύτηκε σ’ όλο το χωριό.
Οι κανίβαλοι του Λαζίκ, που είναι όλοι τους συνεργάτες των Γερμανών, κυκλώσανε το χωριό πολυβολώντας και καίοντας τα σπίτια.
Δύο απ’ αυτούς χτυπούν την πόρτα του Γιάννη Ιωαννίδη. Τους ανοίγει. Χωρίς καμιά κουβέντα τον ξαπλώνουν στη γης και δίνουν φωτιά στο σπίτι του ένα δίπατο σπίτι, που το ’φτιάξε με χίλια βάσανα.
Αλλοι βροντάν στην πόρτα του Αλκή Παυλίδη, που κείνη την ώρα συζητούσε με τον Γιάννη Κιουρτσίδη που ήταν αρραβωνιαστικός της κόρης του.
Βγαίνει έξω ο Γιάννης να δει τι θέλουν και χωρίς άλλη συζήτηση τον αφήνουν νεκρό πάνω στο κατώφλι της αγαπημένης του. Μπαίνουν μέσα στο σπίτι και πιάνουν τον Αλκή Παυλίδη μπροστά στη γυναίκα του, την αρραβωνιασμένη κόρη του και τ’ άλλα παιδιά του. Τους παρακαλεί να μην τον σκοτώσουν μπροστά στην οικογένειά του. Αδύνατον. Οι κανίβαλοι, αφού τον έσφαξαν σαν αρνί μπροστά στα παιδιά του και τη γυναίκα του, σκότωσαν και τον γιο του με τον ίδιο τρόπο. Βγαίνοντας έδωσαν φωτιά στο σπίτι. Η γυναίκα έξαλλη σαν τρελή με τ’ άλλα της παιδιά έτρεχε μέσα στους δρόμους του χωριού.
Τα πτώματα των σκοτωμένων έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς.
Ετσι στο ίδιο σπίτι από χέρια δολοφόνων σκοτώθηκαν πατέρας, γιος και γαμπρός. Η ίδια φρικτή εικόνα με δράστες άλλους δολοφόνους εκτυλίχτηκε σε άλλα σπίτια του χωριού. Στο σπίτι του Συμεών Συμεωνίδη σκοτώνουν τον γιο του Παναγιώτη Ιωαννίδη, 29 χρονών, που είχε παντρευτεί πέρυσι. Στης Ναζής Κωνσταντινίδου σκοτώνουν τον γιο της Λάζαρο Κωνσταντινίδη, 29 χρονών και τον γαμπρό της 37 χρονών που είναι απ’ άλλο χωριό και έτυχε κείνο το βράδυ να βρίσκεται εκεί. Στου Παύλου Ναθαναηλίδη σκοτώνουν τον γιο του Κώστα Ναθαναηλίδη, 21 χρονών. Στου Αβραάμ Ευσταθιάδη σκοτώνουν τον ίδιο 68 χρονών, που ήταν κρατούμενος και βγήκε την προηγούμενη μέρα. Στου Δημήτριου Γαβριηλίδη σκοτώνουν τον ίδιο, 37 χρονών. Ας σημειωθεί πως ήταν κουτσός και γενικά άνθρωπος που δεν ήταν σε θέση να κάνει κακό σε κανένα.
Στου Τριαντάφυλλου Μισαηλίδη σκότωσαν τον ίδιο, 46 χρονών. Ηταν ο πιο ήσυχος άνθρωπος του χωριού και ίσως και ολόκληρου του νομού.
Από τη μια μεριά σκοτώνουν και από την άλλη βάζουν φωτιά στα σπίτια. Ετσι το χωριό μας ζει τη νύχτα της 18 Νοεμβρίου τη νύχτα του Βαρθολομαίου.
Οι κανίβαλοι συναγωνίζονται ποιος θα κάνει τις μεγαλύτερες καταστροφές. Ολο το χωριό έχει παραδοθεί στις φλόγες. Τα ζώα μουγκρίζουν στους στάβλους και προσπαθούν να ξεφύγουν το κακό. Μαζί με τους συγχωριανούς μας που σφάχτηκαν, κάηκαν και πολλά ζώα ζωντανά. Οι κακούργοι απειλούν ότι δεν θα αφήσουν ρουθούνι. Τα ίδια ακούσαμε στην Κατοχή από τους ίδιους τους δολοφόνους, συνεργάτες των Γερμανών.
Ολοι αυτοί οι κοινοί εγκληματίες και προδότες του ελληνικού λαού γυρίζουν τώρα ελεύθεροι μέσα στους δρόμους του Κιλκίς.
Τα ίδια έφτιαναν και στη γερμανική Κατοχή. Αφού σκότωναν, ατίμαζαν και καίανε στα χωριά αθώα γυναικόπαιδα, γυρνούσαν στο Κιλκίς και γλεντούσαν με τους Γερμανούς και Γερμανοέλληνες, όπως σήμερα γλεντούν με τους Εγγλέζους και Εγγλεζοέλληνες».
Ο Τύπος της Δεξιάς θα προσπαθήσει να διαστρεβλώσει τη σφαγή της Κοκκινιάς. Μάλιστα θα υποστηρίξει ότι το χωριό καταστράφηκε «μέσα σε μάχη στις 18 Νοεμβρίου 1946». Σε αυτή την παραπληροφόρηση θα παρασυρθεί και ο «Ριζοσπάστης». Σε φύλλο της, της 21ης Νοεμβρίου, η εφημερίδα έγραφε: «Στις 2 το βράδυ της 18 τρέχ. πολλοί αντάρτες μπήκαν στο χωριό Κοκκινιά του Κιλκίς και σκότωσαν 12 μοναρχικούς». Την επομένη βέβαια θα διορθώσει: «Συμμορίτες της Δεξιάς μεταμφιεσμένοι μπήκαν στο χωριό Κοκκινιά και κάψανε πολλά σπίτια, σκότωσαν 11 δημοκρατικούς και τραυμάτισαν άλλους πολλούς. Στο Καβαλλάρι κάψανε 20 σπίτια, στις Συκιές 10 σπίτια και σκότωσαν ένα, στην Αντιγόνια έδρα σταθμού Χωροφυλακής κάψανε 10 σπίτια, στο Γερακαριό κάψανε 15 αχυρώνες και σκότωσαν έναν γέρο».
Δύο δε μέρες αργότερα θα στηλιτεύσει τη στάση των δεξιών εφημερίδων: «[.. πριν τρεις μέρες [21 Νοεμβρίου] δημοσιεύτηκε σε μοναρχικές και “δημοκρατικές” εφημερίδες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης η είδηση ότι “συμμορίται” κλπ. μπήκαν στο χωριό Κοκκινιά του Κιλκίς και “κατέσφαξαν” 12 πολίτας. Προχτές [22 Νοεμβρίου] αποκαλύφθηκε ότι τα θύματα ήταν δημοκρατικοί πολίτες και γυναικόπαιδα και δράστης ο μοναρχικός λήσταρχος Γερμανοέλληνας Λαζίκ με τη συμμορία του» 8
Μια μέρα μετά τα γεγονότα στην Κοκκινιά, οι ομάδες των παρακρατικών θα βάλουν στόχο δύο άλλα προσφυγικά χωριά. Τη «μάνα της κομμούνας», το Μεταλλικό, και την Ξηρόβρυση.
Πρώτη τους στάση η Ξηρόβρυση. Η Ξηρόβρυση απέχει 5 χιλιόμετρα από το Κιλκίς. Το χωριό αυτό επιλέχθηκε να πληρώσει με το αίμα των κατοίκων του την επιλογή πολλών από αυτούς να συμμετάσχουν ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ 9. Από το χωριό αυτό καταγόταν ο Π. Σαββίδης (Καραϊσκάκης), τοπικός αρχηγός των ανταρτών. Τριακόσιοι κάτοικοι του χωριού το είχαν ήδη εγκαταλείψει, μετά την επίθεση των ανταρτών στις Μουριές, φοβούμενοι την αντίδραση των δεξιών παραστρατιωτικών ομάδων 10.
Την Τετάρτη 20 Νοέμβρη, στις 8 το βράδυ, 70 κουκουλοφόροι εισέβαλαν στην Ξηρόβρυση και άρχισαν να καίνε σπίτια, να σκοτώνουν ανθρώπους, να βιάζουν γυναίκες, να σφάζουν στην κυριολεξία όποιον κάτοικο έβρισκαν μπροστά τους.
Η συμμορία των κουκουλοφόρων έδρασε ταχύτατα και γύρω στις 10 το βράδυ αποχώρησαν. Οταν ξημέρωσε, όσοι επέζησαν μετέφεραν τους τραυματίες με κάρα στο νοσοκομείο του Κιλκίς. Εκεί πολλοί από τους τραυματίες κατέληξαν.
Ολη αυτή η επιχείρηση εξελίχθηκε υπό την ανοχή της Χωροφυλακής του Κιλκίς, όπως καταγγέλλεται μέσα από μαρτυρίες. Στην Ξηρόβρυση, το μετακατοχικό καθεστώς έδειξε την αγριότητά του σκοτώνοντας 47 γυναικόπαιδα. Η σφαγή στην Ξηρόβρυση ήταν από τα πιο αιματηρά περιστατικά εκτέλεσης αμάχων στη διάρκεια του Εμφυλίου και απασχόλησε επί μέρες τον Τύπο.
Οι κρατικές αρχές προσπάθησαν αρχικά να αποδώσουν την ευθύνη για τη σφαγή στους αντάρτες, αργότερα όμως επιβεβαιώθηκε ότι επρόκειτο περί ενέργειας παραστρατιωτικών. Οι εφημερίδες «Μακεδονία» και «Ελληνικός Βορράς» γράψανε ότι «κομμουνιστοσυμμορίται έσφαξαν 47 γυναικόπαιδα στην Ξηρόβρυση Κιλκίς»11.
0 «Ριζοσπάστης», στις 24 Νοεμβρίου, αποκάλυψε τη στάση των αστικών εφημερίδων: «Χθες, όλες μαζί οι εφημερίδες ανήγγειλαν ότι “αναρχοκομμουνισταί” κ.λπ. μπήκαν στο χωριό Ξηρόβρυση του Κιλκίς και “κατέσφαξαν 42 εθνικόφρονας, ετραυμάτισαν 30 και επυρπόλησαν 45 οικίας”».
Δεν θα υπάρξει κανένα μέτρο για την περίθαλψη και ενίσχυση τραυματιών και αστέγων, ούτε για τη σύλληψη των δραστών. Αντιθέτως θα υπάρξει προσπάθεια από τον «αντιδραστικό Τύπο» να σκεπαστεί το έγκλημα και να αποδοθεί η ομαδική αυτή σφαγή και η καταστροφή του χωριού σε «αριστερές συμμορίες» με το αιτιολογικό ότι οι κάτοικοι της Ξηρόβρυσης «αρνήθηκαν να υπακούσουν εις ατομικός προσκλήσεις, όπως ανέλθουν εις τα όρη» ή «υπέγραψαν δηλώσεις μετάνοιας!».
Σε τρίστηλο πρωτοσέλιδο άρθρο του στον «Ριζοσπάστη», ο διευθυντής της συντακτικής επιτροπής Κ. Καραγιώργης ανέφερε ως υπεύθυνη της σφαγής τη «μοναρχική συμμορία του Λαζίκ και του Μπουντουβάκη» και ηθικό αυτουργό την εφημερίδα «Εστία», η οποία παρότρυνε «να σφάξουν τα εαμοκομμουνιστικά γυναικόπαιδα σαν να ήταν ενήλικοι» 12. Θύμιζε ότι η εφημερίδα «Εστία», σε σχόλιό της, της 9ης Ιουλίου 1946, για τα γεγονότα της Ποντοκερασιάς έγραφε: «[...] Γυναίκες και παιδιά είνε στρατιώται και εκτελεστοί εξ ίσου άγριοι και θηριώδεις με τους χειροτέρους ενηλίκους. Ο ελληνικός στρατός πρέπει να το έχει υπ' όψει του».
Στις 27 Νοεμβρίου, ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε ανταπόκριση της 25ης τρέχοντος από τη Θεσσαλονίκη, όπου αυτόπτες μάρτυρες της σφαγής μεταβαίνοντες στη Θεσσαλονίκη κατήγγειλαν «τους επιδρομείς Λαζίκ και Μπαντουβάκη», οι οποίοι συνοδευόμενοι από άλλους 60-70
«μουντζουρωμένα τα πρόσωπά τους με φούμο για να μη γνωρισθούν», προέβησαν σε «όργιο σφαγής και αίματος», επισημαίνοντας μάλιστα την «αδυναμία» της αστυνομίας του Κιλκίς «να προλάβει να φθάσει στον αιματηρό αυτό Γολγοθά», αν και «το χωριό απέχει μόνο μισή ώρα με τα πόδια». Στο ίδιο φύλλο, η εφημερίδα έδωσε και τη λίστα θυμάτων, όσων μέχρι τότε είχε εξακριβωθεί η ταυτότητά τους.
Η Ξηρόβρυση καταστράφηκε πλήρως και ερημώθηκε: «Από τα 120 σπίτια της Ξηρόβρυσης, τους 100 αχυρώνες και τους 100 περίπου σταύλους έμειναν άθικτα 10 μόνο σπίτια και πολλοί λίγοι σταύλοι και αχυρώνες. Ο αριθμός των καμένων επίσης ζώων (μεγάλων και μικρών) υπολογίζεται σε 1000»13.
Στις 26 Νοεμβρίου, ο υπουργός Βορείου Ελλάδας Κ. Ροδόπουλος, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφους σχετικά με τα γεγονότα της Ξηρόβρυσης, δήλωσε ότι διέταξε «να επανέλθη πάραυτα ο ανώτερος διοικητής Χωροφυλακής διακόπτων τας επιχειρήσεις εναντίον των συμμοριών και ενεργήση αυτοπροσώπως ανακρίσεις δια τα γεγονότα της Ξηροβρύσης» και ότι «θα ελέγξη αυτοπροσώπως την ακρίβειαν του πορίσματος».
Επίσης, ο υπουργός τόνισε πως αν αληθεύουν τα γραφόμενα «υπό τινών εφημερίδων» θα προβεί «εις αυστηροτάτας κυρώσεις κατά παντός υπευθύνου» 14. Ακόμα και ο Α/ΓΕΣ αντιστράτηγος Κ. Βεντήρης διέταξε ανακρίσεις διότι «το πράγμα είναι τερατώδες»15.
Στις 27 Νοεμβρίου αναφέρονται άλλοι 18 φόνοι δημοκρατικών πολιτών από τις «ορδές των Μπουντουβάκη και Λαζίκ», στα χωριά Δογάντζα και Ρογιά του Κιλκίς. Ετσι, η Επιτροπή Μακεδονίας-Θράκης του ΕΑΜ θα στείλει τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στη γενική γραμματεία του συλλόγου «Για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα».
Ο «Ριζοσπάστης» αναφερόμενος στην Ξηρόβρυση τη χαρακτηρίζει ως ένα «από τα ειρηνικότερα και δημοκρατικότερα χωριά της Μακεδονίας». Μετά δε την επιδρομή της «φιλοκυβερνητικής συμμορίας του Λαζίκ» κατέληξε να αποτελεί το «νέο Δίστομο», καθώς «η σφαγή έγινε κατά το χιτλερικό υπόδειγμα των παρομοίων περιπτώσεων του Διστόμου, των Καλαβρύτων, του Κομμένου Αρτας και των Ανωγείων Κρήτης». Και εξηγεί:
«Οι συμμορίτες έζωσαν το χωριό απ’ όλες τις πλευρές και αφού χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες, άρχισαν το απαίσιο έργο τους. Ολες οι γυναίκες ατιμάσθηκαν κατά τρόπο κτηνώδη και μετά σφάχτηκαν από τους ίδιους τους βιαστές τους. Αντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά πέρασαν από το λεπίδι των κτηνανθρώπων. Μετά το ομαδικό έγκλημα οι δολοφόνοι έφυγαν ήσυχα ήσυχα χωρίς φυσικά να ενοχληθούν από τις φιλικές προς αυτούς κυβερνητικές δυνάμεις».
Δημοκρατικοί παράγοντες του κέντρου επικοινώνησαν με επιζήσαντες του δράματος της Ξηρόβρυσης και επιβεβαίωσαν τις ανταποκρίσεις και τα άρθρα του «Ριζοσπάστη». Μάλιστα, από «έγκυρες πηγές του κέντρου» δόθηκε η πληροφορία ότι τα γεγονότα της Ξηρόβρυσης «αν και ξεχωρίζουν σε φρικαλεότητα από κάθε προηγούμενο εν τούτοις δεν είνε τα μόνα που συνέβησαν τον τελευταίο καιρό στη Μακεδονία. Μονάχα στο βορειοανατολικό τμήμα της περιφέρειας Κιλκίς, όπου έχουν αναλάβει την εξόντωση του πληθυσμού οι εγκληματικές ορδές του Λαζίκ, έχουν σχεδόν εκθεμελιωθεί δώδεκα συνοικισμοί (χωριουδάκια). Τριακόσια σπίτια αγροτών είνε τελείως ή εν μέρει αποτεφρωμένα. Ο αριθμός των σφαγμένων από τη συμμορία Λαζίκ γυναικοπαιδών υπερβαίνει κατά πολύ τα εκατό».
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Τσαλδάρης απαντώντας σε διάβημα της επιτροπής του ΕΑΜ θα δηλώσει ότι «δεν έχει επίσημον γνώσιν των γεγονότων της Ξηρόβρυσης...».
Στις 27 Νοεμβρίου, ο υπουργός Στρατιωτικών Φίλιππος Δραγούμης, επιστρέφοντας στην Αθήνα ύστερα από ταξίδι του στη Μακεδονία θα επιβεβαιώσει τη σφαγή των κατοίκων. Θα εκφράσει δε τη γνώμη ότι «πιθανόν πρόκειται περί... βεντέτας». «Αυτά», θα προσθέσει, «συμβαίνουν εκατέρωθεν».
Οι μέρες περνάνε και κανείς υπεύθυνος δεν θα συλληφθεί. Ετσι, στις 29 Νοεμβρίου η Επιτροπή του ΕΑΜ Περιοχής Μακεδονίας-Θράκης και οι Αγροτικοί Φιλελεύθεροι θα απευθύνουν νέα ανοιχτή διαμαρτυρία για τη σφαγή της Ξηρόβρυσης στην κυβέρνηση, στους πρεσβευτές των συμμαχικών κρατών, στο Γαλλικό Συμβούλιο Εθνικής Αντίστασης, στην κ. Ρούζβελτ και στον Τύπο του εξωτερικού.
Με τη διαμαρτυρία του, το ΕΑΜ καλούσε όλους όσοι είναι ενάντιοι στη φρίκη της φασιστικής βίας «να βοηθήσουν τον ελληνικό λαό για να απαλλαγεί από τον φασιστικό βραχνά στον οποίο τον έριξε η αγγλική κατοχή».
Γινόταν επίσης έκκληση σε όλη τη δημοκρατική ανθρωπότητα να βοηθήσει «στην αποκατάσταση δημοκρατικών ελευθεριών στην Ελλάδα»16.
Στις 30 Νοεμβρίου ρωτήθηκε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Καλιάνης για τα γεγονότα της περιοχής του Κιλκίς. Απάντησε ότι δεν είχε ακόμη έκθεση για τα γεγονότα της Ξηρόβρυσης, προσθέτοντας ότι έστειλε επανειλημμένα τηλεγραφήματα στις εκεί αρχές, για να διερευνήσουν τι συνέβη, αλλά ακόμη δεν είχε πάρει απάντηση 17.
Ο γενικός διοικητής Κεντρικής Μακεδονίας Γεώργιος Τζηρίδης δήλωσε ότι η σφαγή στην Ξηρόβρυση έγινε από «εθνικόφρονας των πέριξ χωρίων», ότι απέβλεπε μονάχα στο κάψιμο του σπιτιού του Σαββίδη, ότι πυροβόλησαν «και οι κομμουνισταί του χωρίου» και ότι από τους 47 σκοτωμένους της Ξηρόβρυσης «οι 11 είνε εθνικόφρονες».
Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι στην πραγματικότητα δεν έγιναν ωμότητες. Οι θέσεις του Τζηρίδη ανάγκασαν τη νομαρχιακή επιτροπή του ΕΑΜ Κιλκίς να απαντήσει με ανοιχτό γράμμα της. Η επιτροπή κατήγγειλε πως όλες οι δολοφονίες και οι εμπρησμοί έγιναν στην πραγματικότητα από «μοναρχικές συμμορίες». Ανέφερε πως «πυρπολήθηκαν 50 σπίτια άλλων κατοίκων χωρίς να θιγεί το σπίτι του Σαββίδη», πως «κανένας χωρικός της Ξηρόβρυσης δεν πυροβόλησε, κανένας συμμορίτης σκοτωμένος δεν υπάρχει ή έστω τραυματισμένος». Επίσης, κανένας από τους 47 σκοτωμένους και 50 τραυματισμένους δεν ήταν «εθνικόφρων» και πως «όλα τα τραγικά θύματα είνε άντρες, γυναίκες, γέροι, παιδιά και σφάχτηκαν ή σκοτώθηκαν μέσα στα σπίτια τους, εκτός απ' όσους πρόλαβαν να κρυφτούν στις γύρω χαράδρες όπου διανυκτέρευσαν με την ψυχή στο στόμα». Απαντώντας, τέλος, στο επιχείρημα του Τζηρίδη ότι δεν έγιναν ωμότητες, η επιτροπή του ΕΑΜ υποστήριξε πως οι «φρικώδεις ωμότητες» ομολογούνταν από τις σφαγές γέρων, παιδιών, όπως και ολόκληρων οικογενειών 18 .
Κανένας υπεύθυνος γα τη σφαγή της Ξηρόβρυσης δεν θα συλλήφθεί. Αντίθετα, θα παραπεμφθεί στο Πενταμελές Εφετείο ο υπεύθυνος του «Ριζοσπάστη» Κ. Καραγιώργης, με την κατηγορία ότι «διέσπειρε εν γνώσει ψευδείς ειδήσεις», λόγω των δημοσιευμάτων της εφημερίδας σχετικά «με τα εγκλήματα των μοναρχικών» στην Ξηρόβρυση. Ως μάρτυρας κατηγορίας εξετάστηκε ο αντισυνταγματάρχης Χωροφυλακής Μακρυνιώτης, που υπηρετούσε στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως και διαβάστηκε επιπρόσθετα και η ένορκη κατάθεση του Παπουτσάκη. Ως μάρτυρας υπεράσπισης παρουσιάστηκε ο Μιχάλης Κύρκος της ΚΕ του ΕΑΜ.
Ο Μακρυνιώτης στην κατάθεσή του τόνισε πως ο «Ριζοσπάστης» «ανέγραψε την είδηση για την Ξηρόβρυση για να κλονίσει την εμπιστοσύνη του λαού προς τον στρατόν και εν γνώσει της ανταρσίας».
Παραδέχτηκε βέβαια ότι έγινε η σφαγή της Ξηρόβρυσης αλλά, σύμφωνα με την αναφορά των οργάνων του, η εγκληματική αυτή ενέργεια έγινε από άγνωστη «πολυπληθή συμμορία».
Αρνήθηκε δε τη μετοχή των Λαζίκ και Μπουντουβάκη και γενικά «τη δράση των δεξιών συμμοριών».
Δήλωσε επίσης άγνοια για τα γεγονότα της Κοκκινιάς και κατέθεσε πως δεν διάβασε τις δηλώσεις του γενικού διοικητή Βορείου Ελλάδας Ροδόπουλου για τα γεγονότα αυτά, όπως δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες του κέντρου και της Δεξιάς. Παρόμοια άγνοια επικαλέστηκε ο ίδιος μάρτυρας όταν ο Καραγιώργης τον ρώτησε αν είχε γνώση αντίστοιχων δημοσιευμάτων σε «Βήμα», «Ελευθερία»19 και «Εμπρός».
Ο Μιχάλης Κύρκος κατέθεσε ότι στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε πάει με την αντιπροσωπεία της ΚΕ του ΕΑΜ, ήρθε σε επαφή με «υπολείμματα οικογενειών της Ξηρόβρυσης» και διαπίστωσε ότι η σφαγή «έγινε όχι μόνο από μοναρχικούς συμμορίτες, όπως αναγνώρισε κι ο Ροδόπουλος, αλλά κι από χωροφύλακες που συνεργάσθηκαν μαζί τους».
Η δίκη τελικά αναβλήθηκε μέχρι την έκδοση του ανακριτικού πορίσματος των δικαστικών αρχών της Θεσσαλονίκης σχετικά με τα γεγονότα της Ξηρόβρυσης 20.
Νέα ανακίνηση του θέματος έγινε στις 19 Μαρτίου 1947, όταν επισκέφτηκε την Ξηρόβρυση το 2ο Κλιμάκιο της Επιτροπής Ερεύνης του ΟΗΕ. Το κλιμάκιο φτάνοντας στο μαρτυρικό χωριό αντίκρισε «ένα θέαμα απερίγραπτης τραγικότητας».
Παντού ερείπια, χαλάσματα, ερημιά, καταστροφή. Βρήκε περίπου 15 άτομα, οι περισσότερες γυναίκες, «τρεις αγελάδες κι έναν πελεκάνο πάνω στο πιο ψηλό ερείπιο».
Οι αντιπρόσωποι της επιτροπής του ΟΗΕ γύρισαν όλο σχεδόν το χωριό. Είδαν τα καμένα σπίτια, τους κατεστραμμένους αχυρώνες, τα ερείπια και «τους δυστυχισμένους κατοίκους του που κλαίγανε μπροστά στα χαλάσματα και σέρνανε σε κάθε βήμα τους τον τρόμο, τη φρίκη και την απέραντη συμφορά».
Σε επίσημη συνεδρίαση του κλιμακίου εξετάστηκαν μάρτυρες από το χωριό. Παρόλο που ο φόβος ήταν διάχυτος στις καταθέσεις, παρόλο που όλοι οι μάρτυρες δίσταζαν να μιλήσουν, έδωσαν τελικά με τα «λίγα απλά και φοβισμένα λόγια τους» όλη την «τραγική εικόνα της φοβερής συμφοράς» και έδειξαν στους ξένους ότι «τρέμουν να μιλήσουν γιατί φοβούνται για τη ζωή τους» 21.
Το ίδιο απόγευμα τα μέλη της Επιτροπής Ερεύνης του ΟΗΕ εγκατέλειψαν την Ξηρόβρυση και κινήθηκαν προς το Κιλκίς. Το ίδιο κι οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού. Κινήθηκαν προς το Κιλκίς, όπως έκαναν κάθε βράδυ, για να γυρίσουν στο ερειπωμένο νοικοκυριό τους την επομένη. Στο χωριό πλέον η ασφάλειά τους δεν ήταν δεδομένη...
Καμιά τιμωρία δεν επιβλήθηκε στις παραστρατιωτικές εκείνες ομάδες που δολοφόνησαν άμαχο πληθυσμό και γυναικόπαιδα στην περιοχή του Κιλκίς τον Νοέμβριο του 1946. Για το κράτος της «εθνικοφροσύνης» τέτοιες ομάδες ήταν απολύτως επιθυμητές και χρήσιμες στον αγώνα του κατά του «κομμουνιστοσυμμοριτισμού», γι’ αυτό και φρόντισε να τις επισημοποιήσει, μετεξελίσσοντάς τες, την ίδια εκείνη περίοδο, σε επίσημες επικουρικές δυνάμεις του στρατού, υπό τις ονομασίες MAY και ΜΑΔ (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου - Μονάδες Αποσπασμάτων Διώξεως).
Παραπομπές
1 Γεώργιος Θ. Μαυρογορδάτος, «Οι εκλογές και το δημοψήφισμα του 1946», στο συλλογικό: Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ενα έθνος σε κρίση, Θεμέλιο, Αθήνα 2006, σ. 308-309.
2 Εμπρός, 17.11.1946.
3 Ηλίας Μεταλλίδης, Με τον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία, A/Συνέχεια, Αθήνα 2010, σ. 124-127
4 Ριζοσπάστης, 19.11.1946, σ. 3.
5 Πολυμερής Βόγλης, Η αδύνατη επανάσταση. Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014, σ. 162.
6 Το 1944 η ΠΑΟ, Πανελλήνιος Απελευθερωτική 0ργάνωσις, διέκοψε τη λειτουργία της. Το μεγαλύτερο όμως μέρος των καπεταναίων της εξοπλίστηκε και τέθηκε υπό τη διοίκηση των Γερμανών, σε έναν κοινό «αντικομμουνιστικό» αγώνα κατά του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στην περιοχή της Μακεδονίας. Οι συνεργάτες αυτοί των Γερμανών έδρασαν υπό την επωνυμία Εθνικός Ελληνικός Στρατός (ΕΕΣ), όμως το ΕΑΜικό κίνημα συνέχιζε να τους αποκαλεί «Παοτζήδες».
7 Νίτσα Γαβριηλίδου, Ο πατέρας μου Κώστας Γαβριηλίδης, Εντός, 2η έκδ., Αθήνα 2002 σ. 40,107,137,14
8 Ριζοσπάστης, 22 και 24.11.1946
9 Μεταλλίδης, ό.π·, σ. 20,52,54,58,86,87.
10 Βόγλης, ό.π., σ. 162.
11 Γαβριηλίδου, ό.π., σ. 139-141.
12 Ριζοσπάστης, 26.11.1946, σ. 1.
13 Βλ. φύλλα Ριζοσπάστη, 24-27.11.1946 και Μεταλλίδης, ό.π., σ. 253-254.
14 Ελευθερία, 27.11.1946, σ. 4.
15 Γ' ΣΣ προς Χ Μεραρχία Θεσσαλονίκη 2 Δεκεμβρίου 1947, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου τ. 2 σ. 586
16.Ριζοσπάστης, 28 και 30.11.1946.
17 Ριζοσπάστης, 1.12.1946.
18 Ριζοσπάστης, 4.12.1946, σ. 4· Μεταλλίδης, ό.π., σ. 249-252.
19. Ελευθερία, 27.11.1946, σ. 4.
20 Ριζοσπάστης, 4.2.1947.
21 Βόγλης, ό.π., σ. 163- Ριζοσπάστης, 25.3.1947.
Δημοσίευση σχολίου