{[['']]}
Του Τέου Ρόμφου - Συγγραφέα, HotDoc
Το Παρίσι έμοιαζε με βομβαρδισμένη πόλη, συγκοινωνίες δεν υπήρχαν, καύσιμα δεν υπήρχαν, τροφοδοσία δεν γινόταν, καπνίζαμε τις τελευταίες γόπες που βρίσκαμε πεταμένες και μόνο ποδήλατα κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Από νωρίς είχε ακούσει στο καφέ Σεν Κλοντ, ότι το βράδυ οι Ελληνες θα μαζεύονταν στο Αμφιθέατρο της Σορβόννης για συζητήσουν και να συντονίσουν τη συμμετοχή το στην εξέγερση του Μάη.
Πηγαίνοντας για κει πέρασα από δρόμους που ελέγχονταν από τους φοιτητές. Συνθήματα γραμμένα στους τοίχους: «Τέλος στο πανεπιστήμιο», «Κατάργηση της κοινωνίας των τάξεων», «Τέρμα στην εμπορευματική κοινωνία του θεάματος», «Η κοινωνία θα ευτυχήσει μόνο όταν ο τελευταίος γραφειοκράτης κρεμαστεί με τα άντερα του τελευταίου καπιταλιστή».
Τριγύρω έβλεπες μίμους, ταχυδακτυλουργούς, ανθρώπους που βγάζανε φωτιές από το στόμα, παρέες που παίζανε μουσική, ξυλοπόδαρους και ισορροπιστές.
Οι συμπλοκές με την αστυνομία συνεχίζονταν το τελευταίο εικοσαήμερο σχεδόν καθημερινά κι εκείνο το βράδυ δεν είχαν αρχίσει ακόμη.
Στους δρόμους που έλεγχαν οι δυνάμεις ασφαλείας, οι αστυνομικοί έστεκαν παρατεταγμένοι με πλήρη εξάρτηση, προστατευτικά γυαλιά, κράνη, ασπίδες, κλομπ και παρακολουθούσαν με ζήλια και κούραση τη ζωή στην αυλή των θαυμάτων.
Μέσα στο Αμφιθέατρο γινότανε χαμός. Ηταν πολύς κόσμος εκεί, ο Τρότσκας, η Λενάρα, ο Αρχιτέκτονας, ο Δράκος, ο Χιτζάζ, ο Αγγελος, ο Βοσκός της Αβύσσου, ο Κόκκινος Δικηγόρος, ο Αμπελοφιλόσοφος, η Πασιονάρια και πολλές φάτσες που έβλεπα για πρώτη φορά.
Ο πυρήνας των συγκεντρωμένων ήταν οι αυτοεξόριστοι κινηματογραφιστές του Παρισιού, μόνο ο Γκάζης, το τσιράκι του Δράκου, έλειπε.
Εναν μήνα πριν, στις 23 του Απρίλη, τη μέρα που έγινε η συγκέντρωση στη Σορβόννη για τη συμπλήρωση ενός χρόνου φασισμού στην Ελλάδα, πήρε σουηδικό διαβατήριο και θα ήταν πια στη Στοκχόλμη.
Από τη Συντονιστική προτάθηκε να κάνουμε κατάληψη στην ελληνική πρεσβεία, υπήρξαν όμως πολλές αντιρρήσεις· θα φυλαγόταν -κατά πληροφορίες-εκτός από τους Γάλλους αστυνομικούς και από τους τραμπούκους του Περιπτέρου.
Αρχισαν οι αψιμαχίες, ειπώθηκε ότι ο γαλλικός Μάης πρέπει να μεταλαμπαδευτεί στην Ελλάδα, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την ελληνική χούντα, άλλοι ήταν υπέρ της βίαιης ανατροπής του καθεστώτος των συνταγματαρχών, άλλοι υπέρ του περάσματος με ειρηνικά μέσα σε λαϊκή δημοκρατία, ώρες ατέλειωτων συζητήσεων και ανταλλαγής σφοδρών πυρών.
«Εσείς» κραύγαζαν «ξεπουλάτε την επανάσταση».
«Ρεβιζιονιστές!» οι μεν.
«Προβοκάτορες!» οι άλλοι.
Σιγά σιγά η αίθουσα άδειαζε. Ο γαλλικός Μάης είχε ξεχαστεί, ώσπου κάποιος πρότεινε να καταλάβουμε το Ελληνικό Σπίτι στη φοιτητούπολη της Σιτέ. Η πρότασή του έγινε δεκτή με ανακούφιση απ’ τους περισσότερους.
Η νύχτα είχε προχωρήσει όταν βγήκαμε από τον χώρο του πανεπιστημίου στους δρόμους του Καρτιέ Λατέν. Πελώρια δέντρα κομμένα σύρριζα ήταν πεσμένα στη μέση του δρόμου. Στα οδοφράγματα ξηλωμένα καθίσματα από τον γειτονικό κινηματογράφο, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, γυρισμένα στο πλάι φορτηγά.
Κρατώντας σημαίες στα χέρια κατεβήκαμε τη Ρι Σεν Ζακ τραγουδώντας ελληνικά τραγούδια, παράθυρα ανοίγανε στον δρόμο μας και ξαφνιασμένα μούτρα κοίταζαν την εύθυμη παρέα μας.
Μισή ώρα αργότερα φτάσαμε στην πύλη της Σιτέ, σταματήσαμε μπροστά στο κτίριο που θύμιζε αρχαίο ελληνικό ναό. Ανάμεσα στους δυο κίονες της εισόδου ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα: Ελληνικό Σπίτι.
Ο μισοκοιμισμένος θυρωρός μας κοίταζε να γεμίζουμε την είσοδο, καμιά πενηνταριά συμπατριώτες σε πλήρη ευθυμία. Ο Γιάννης της Λιλής έβγαλε μια μπερέτα και την κούνησε στη μούρη του. Ο θυρωρός φάνηκε να ξυπνάει. Ο Γιάννης της Λιλής ρώτησε πού βρίσκεται το διαμέρισμα του διευθυντή.
Μερικοί ανεβήκαμε στον δεύτερο, όπου ήταν οι κοιτώνες των φοιτητών, και ανοίξαμε την πόρτα που έγραφε ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ, χωρίς να χτυπήσουμε. Ηταν στο κρεβάτι του και κοιμότανε. Σηκώθηκε κάτωχρος. «Ποιοι είστε εσείς και με ποιο δικαίωμα...». «Σκασμός, Χούντα!».
Του ανακοινώθηκε σε έντονο ύφος ότι από τώρα και στο εξής το Ελληνικό Σπίτι καταλαμβάνεται από αντιχουντικούς πατριώτες και κηρύσσεται «Ελεύθερο Ελληνικό Εδαφος».
Εκείνος απαλλάσσεται των χουντικών καθηκόντων του, θα παραμείνει έγκλειστος στο διαμέρισμά του κι όταν θελήσει να βγει θα ζητήσει την άδεια από την επιτροπή αγώνα. Στο πλαίσιο του περιορισμού του προστέθηκε ο όρος ότι θα έπρεπε να φοράει μόνο πιτζάμες.
Τον θυρωρό τον στείλαμε σπίτι του. Ο Αρχιτέκτονας κάθισε στο θυρωρείο και ανέλαβε το τηλεφωνικό κέντρο. Τηλεφώνησε στη συντονιστική της Σορβόννης και διάβασε τη διακήρυξη της επιτροπής κατάληψης: «Από σήμερα, 22 του Μάη και ώρα 7 το πρωί, το Ελληνικό Σπίτι της φοιτητούπολης βρίσκεται υπό κατάληψη από φοιτητές και νεαρούς Ελληνες εργάτες. Η κατάληψη εκφράζει το πνεύμα αντίστασης στον ελληνικό φασισμό και είναι πράξη συμπαράστασης στο γαλλικό κίνημα. Από σήμερα το Ελληνικό Σπίτι ορίζεται σαν τόπος κατοικίας, συγκέντρωσης και ελεύθερων συζητήσεων, με σκοπό να γίνει κέντρο επαναστατικής δραστηριότητας».
Ο Αρχιτέκτονας πρόσθεσε ότι θα πρέπει να ενημερώσουμε την επιτροπή συσσιτίου για να μας στέλνουν φαγητό. Υστερα από αυτά άρχισε τα τηλεφωνήματα σε διάφορες γκόμενες.
Εν τω μεταξύ στη μεγάλη σάλα γινότανε χαμός. Στους τοίχους έγραφε ο καθένας με σπρέι, λαδομπογιά ή μαρκαδόρο ό,τι σκεφτόταν, τα συνθήματα γέμιζαν τα λευκά ντουβάρια με αστραπιαία ταχύτητα. Αφίσες με μουστακαλήδες γεμίσανε τη μια μεριά:
«ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ» «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ»
«Ούτε Θεός ούτε Αφέντης»
«Η φαντασία στην εξουσία»
«Διαρκής επανάσταση»
«Κάντε Ερωτα όχι πόλεμο»
«Γαμήστε το σύστημα»
«Μπολσεβίκικη Επανάσταση»
Στη γωνίτσα μόλις που διακρινόταν το σύνθημα: «Είμαι κι εγώ εδώ»
Διαμορφώσαμε τον χώρο έτσι ώστε να μπορούν να γίνονται συνελεύσεις. Εξω κρεμάστηκε ένα μεγάλο πανό που δέθηκε στα κλαδιά του κισσού της εισόδου: «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ»
Ξυπνήσαμε τους φοιτητές στους κοιτώνες τους και τους καλέσαμε να κατέβουν στη μεγάλη σάλα όπου γινότανε γενική συνέλευση. Οι φοιτητές κατεβήκανε φοβισμένοι και κάθισαν μαζεμένοι στις καρέκλες. Από την παρέα μας όλοι σχεδόν γράφανε και μοιράζανε προκηρύξεις.
Και τότε άρχισε η συνέλευση. Συζητήσεις για την αυτοοργάνωση, τις επιτροπές αγώνα την κλιμάκωση των καταλήψεων, την ανάγκη κοινωνικοποίησης της τέχνης, το επανασταστατικό θέατρο τις επαναστατικές πολιτιστικές εκδηλώσεις και, τέλος, για τρόπους άμυνας στις επικείμενες συγκρούσεις με την αστυνομία και τους φασίστες.
Ξαφνικά μια κοπέλα μισότυφλη, με πολύ χοντρούς φακούς, ανέκτησε φαίνεται την όρασή της κι άρχισε να στριγκλίζει υστερικά και να δείχνει μια αφίσα στον τοίχο. «Πάρτε τον αυτόν, αυτός έσφαξε τον παππού μου».
Γύρισα και κοίταξα εκεί που έδειχνε. Ηταν η εικόνα ενός μουσάτου άντρα, ζωσμένου με φισεκλίκια. Το αντεπαναστατικό αυτό στοιχείο απομακρύνθηκε από το φουαγέ και η συνεδρίαση συνεχίστηκε.
Ο Κοσταφέρης πρότεινε να χωριστούμε σε πέντε επιτροπές αγώνα. Τέχνης και προπαγάνδας, τροφοδοσίας και καθαριότητας, παραγωγής και ιδεών, συντονισμού με την εξέγερση, και άμυνας. Ψηφίσαμε και αποφασίσαμε, ποιοι αναλάμβαναν να ανεβάσουν θέατρο επαναστατικό, άλλοι να μαγειρεύουν και να καθαρίζουνε, άλλοι να φυλάνε με βάρδιες και άλλοι γράφανε κείμενα με προοπτική να τα τυπώσουμε σε πολύγραφο, μόλις βραδιάσει.
Ο Αγγελος μίλησε με τη λεπτή ψιθυριστή φωνή του: «Δεν θα φάμε τίποτα, βρε παιδιά;». Θυμηθήκαμε ότι στα υπόγεια μαγειρεία είχαμε μεταφέρει τα τρόφιμα που μας είχε στείλει η επιτροπή συσσιτίου της Σοβρώνης και τότε άρχισε τα μαγείρεμα.
Τις επόμενες ώρες κυκλοφορούσαν φήμες για ενδεχόμενη επίθεση των Ελλήνων φασιστών του Περιπτέρου και των ομάδων κρούσης των φασιστών της Οξιντάν και κάναμε διπλοσκοπιές.
Δεν μου κολλούσε ύπνος και βγήκα έξω μες στη νύχτα να πάρω αέρα, άναψα τσιγάρο και μίλησα με τον Τρότσκα που φύλαγε σκοπός με ένα χοντρό ρόπαλο.
Από το Σπίτι της Αφρικής ακούστηκαν γυναικείες φωνές να ζητάνε βοήθεια. Τρέξαμε. Μια ξανθή κοπέλα βγήκε τρέχοντος, γυμνή, κρατώντας το ματωμένο στήθος της, πίσω της ένας εξαγριωμένος Γκανέζος.
Εντρομη εκείνη τον έδειχνε και φώναζε ότι ήθελε να τη φάει. Κινηθήκαμε απειλητικά προς τον Γκανέζο, που τρύπωσε πάλι στο Σπίτι της Αφρικής για να γυρίσει με καμιά δεκαριά άλλους συμπατριώτες του. Ακολούθησε συμπλοκή Ελλήνων και Αφρικανών. Οι φωνές μας ξεσήκωσαν τους καταληψίες των άλλων εθνικών σπιτιών, Ισπανούς και Πορτογάλους, που έτρεξαν και μας χώρισαν. Την κοπέλα την πήρε ένα ασθενοφόρο και η νύχτα τελείωσε έτσι.
Γυρίσαμε στο φουαγέ. Οι μεγάλοι, ο Δράκος, ο Διαφημιστής, ο Βοσκός της Αβύσσου, είχαν κάνει φαίνεται το επαναστατικό τους καθήκον και είχαν πάει στα σπίτια τους. Είχαμε μείνει όλοι οι άστεγοι και πεινασμένοι.
Ο Μάης ήταν στην πραγματικότητα για μας κι εμείς έπρεπε να τον υπερασπιστούμε.
Το ξημέρωμα συνεχίζονταν ακόμη οι συζητήσεις και οι τσακωμοί, μάχες χαρακωμάτων για κομματικές θέσεις. Υπήρχαν κάποιοι που θέλανε να βγάλουμε έξω από το Σπίτι τους τροφίμους φοιτητές για να πάρουμε εμείς τα δωμάτια, άλλοι μας προέτρεπαν να βιάσουμε τις φοιτήτριες, ακόμη ακούστηκε η πρόταση να βασανίσουμε και να κρεμάσουμε τον διευθυντή.
Κάποιοι κατηγορούσαν κάποιους άλλους για ρεφορμιστές, εκείνοι τους έβριζαν σταλινικούς. Αλλοι, αποκαμωμένοι, κοιμόντουσαν στο πάτωμα.
Στα καθίσματα, κάθε λογής άνθρωποι κοιμόντουσαν, φιλιόντουσαν, αδιαφορούσαν. Οι πιο τυχεροί, ξαπλωμένοι στους λιγοστούς καναπέδες, ροχάλιζαν.
Οι επιτροπές αγώνα είχαν ξεχαστεί ολότελα. Λίγα μόλις χιλιόμετρα πιο πέρα από τη Σορβόννη και η εξέγερση των Γάλλων φοιτητών, οι οδομαχίες που συνεχίζονταν στα κεντρικά βουλεβάρτα φάνταζαν πράγματα πολύ μακρινά.
Το κλίμα στο Ελληνικό Σπίτι ήταν κλίμα θεωρίας και εσωστρέφειας. Είχα την αίσθηση ότι οι συμπατριώτες μου, με όλες τις προσωπικές μικροκομματικές γραμμές που αγωνιούσαν να επιβάλουν, να προωθήσουν και να υπερασπιστούν αναλώνονταν σε ζητήματα που βρίσκονταν μακριά από την πραγματική δράση. Οι συνταγματάρχες σι Ελλάδα μου φαίνονταν θλιβεροί και μακρινοί για να ασχολούμαι μαζί τους. Αποφάσισα να φύγω από εκεί μέσα και να πάω στη Σορβόννη.
Λίγες μέρες μετά, όταν ο Μάης είχε πια τελειώσει συνάντησα τον Γιάννη της Λιλής που μου διηγήθηκε την πλάκα που έγινε στο Ελληνικό Σπίτι το τελευταίο βράδυ, προτού αποχωρήσουν και οι τελευταίοι καταληψίες.
Κάθε βράδυ στις οκτώ περνούσε από Σπίτι ένας κοντούλης και γλοιώδης τύπος, που μεταξύ μας ήταν γνωστό ότι επρόκειτο για έμμισθο χαφιέ. Αργότερα, στη μεταπολίτευση, τον συνάντησα καθηγητή στην Πάντειο.
Οταν λοιπόν εκείνο το βράδυ εμφανίστηκε, τον προσκαλέσανε με τρόπο να κάτσει μαζί τους στο πίσω δωμάτιο. Ανυποψίαστος εκείνος μπήκε και κάθισε. Ενώ συζητούσανε, κάποιος πήγε στο ραδιόφωνο και το άνοιξε στα βραχέα και μέσα από παράσιτα προσπαθούσε να το συντονίσει στη «Φωνή της Αλήθειας», την εκπομπή που εξέπεμπε στα ελληνικά το "Ράδιο Μόσχα" εκείνα τα χρόνια. Την εκπομπή την είχαν μαγνητοφωνήσει από πριν στο ραδιοκασετόφωνο και έτσι αντί για ράδιο ακουγόταν η εκπομπή. Τους ήχους των παρασίτων τούς είχαν δημιουργήσει με ψαλίδια
που τρίβανε πάνω σε μέταλλα, σύρμα κατσαρόλας και άλλα, η κοπέλα που έκανε την εκφωνήτρια άλλοτε απομακρυνόταν από το μικρόφωνο κι άλλοτε πλησίαζε, έτσι ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ενός σταθμού βραχέων που χάνεται και ξαναεμφανίζεται.
Κάποιος είπε «να, εκεί είναι», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή που μίλαγε ελληνικά, αυτός που έψαχνε για τον σταθμό είπε να γίνει ησυχία, η φωνή ακουγότανε στο ραδιόφωνο να πάλλεται, μιλούσε προφανώς για την πτώση της χούντας.
«Εδώ Μόσχα... εδώ Μόσχα... σας ομιλεί η “Φωνή της Αλήθειας”... Ελληνες πατριώτες, Ελληνες της διασποράς, απανταχού Ελληνες, η χούντα πέθανε, αυτή την ώρα οι κάτοικοι της Αθήνας έχουν βγει στους δρόμους για να γιορτάσουν την πτώση της ξενόφερτης, αιματοβαμμένης και λαομίσητης χούντας των λακέδων στρατιωτικών. Οι πρώτες πληροφορίες αναφέρουν ότι όλα τα ανδρείκελα της χούντας και οι υπηρέτες τους έχουν πέσει στα χέρια του λαού. Λαϊκά δικαστήρια οργανώνονται μπροστά στη Βουλή, οι πρώτες αγχόνες στήνονται στο Σύνταγμα. Ελληνες πατριώτες, Ελληνες της διασποράς, απανταχού πατριώτες, γρηγορείτε! Απομονώστε τους χαφιέδες που βρίσκονται ανάμεσά σας, αυτοί είναι οι πρώτοι που πρέπει να πληρώσουνε...».
Ολοι κοιταχτήκανε με σημασία, σιγά σιγά τα βλέμματα συγκεντρώθηκαν και μείνανε καρφωμένα πάνω στον χαφιέ. Οταν εκείνος κατάλαβε ότι όλοι μέσα στο δωμάτιο τον κοιτούσαν, κατέβασε το βλέμμα, ψιθύρισε κάτι γρήγορα, φοβισμένα, κι εξαφανίστηκε από το Σπίτι.
Ημουν πολύ νέος τότε και φαινόταν ότι όλα όσα συμβαίνανε γύρω μου θα διαρκέσουν για πάντα. Λίγες μέρες μετά οι παραλίες σφαλίστηκαν και πάλι κάτω από το καλντερίμι των δρόμων κι από πάνω έπεσε άσφαλτος.
Τα όνειρά μας συνεχίζουν να βρίσκονται θαμμένα κάτω από τους κυβόλιθους και καραβάνια τουριστών τριγυρίζουν σήμερα στα σημεία των συγκρούσεων, όπου οι τσιτσερόνε εξηγούν πώς άρχισαν όλα.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Το Παρίσι έμοιαζε με βομβαρδισμένη πόλη, συγκοινωνίες δεν υπήρχαν, καύσιμα δεν υπήρχαν, τροφοδοσία δεν γινόταν, καπνίζαμε τις τελευταίες γόπες που βρίσκαμε πεταμένες και μόνο ποδήλατα κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Από νωρίς είχε ακούσει στο καφέ Σεν Κλοντ, ότι το βράδυ οι Ελληνες θα μαζεύονταν στο Αμφιθέατρο της Σορβόννης για συζητήσουν και να συντονίσουν τη συμμετοχή το στην εξέγερση του Μάη.
Πηγαίνοντας για κει πέρασα από δρόμους που ελέγχονταν από τους φοιτητές. Συνθήματα γραμμένα στους τοίχους: «Τέλος στο πανεπιστήμιο», «Κατάργηση της κοινωνίας των τάξεων», «Τέρμα στην εμπορευματική κοινωνία του θεάματος», «Η κοινωνία θα ευτυχήσει μόνο όταν ο τελευταίος γραφειοκράτης κρεμαστεί με τα άντερα του τελευταίου καπιταλιστή».
Τριγύρω έβλεπες μίμους, ταχυδακτυλουργούς, ανθρώπους που βγάζανε φωτιές από το στόμα, παρέες που παίζανε μουσική, ξυλοπόδαρους και ισορροπιστές.
Οι συμπλοκές με την αστυνομία συνεχίζονταν το τελευταίο εικοσαήμερο σχεδόν καθημερινά κι εκείνο το βράδυ δεν είχαν αρχίσει ακόμη.
Στους δρόμους που έλεγχαν οι δυνάμεις ασφαλείας, οι αστυνομικοί έστεκαν παρατεταγμένοι με πλήρη εξάρτηση, προστατευτικά γυαλιά, κράνη, ασπίδες, κλομπ και παρακολουθούσαν με ζήλια και κούραση τη ζωή στην αυλή των θαυμάτων.
Μέσα στο Αμφιθέατρο γινότανε χαμός. Ηταν πολύς κόσμος εκεί, ο Τρότσκας, η Λενάρα, ο Αρχιτέκτονας, ο Δράκος, ο Χιτζάζ, ο Αγγελος, ο Βοσκός της Αβύσσου, ο Κόκκινος Δικηγόρος, ο Αμπελοφιλόσοφος, η Πασιονάρια και πολλές φάτσες που έβλεπα για πρώτη φορά.
Ο πυρήνας των συγκεντρωμένων ήταν οι αυτοεξόριστοι κινηματογραφιστές του Παρισιού, μόνο ο Γκάζης, το τσιράκι του Δράκου, έλειπε.
Εναν μήνα πριν, στις 23 του Απρίλη, τη μέρα που έγινε η συγκέντρωση στη Σορβόννη για τη συμπλήρωση ενός χρόνου φασισμού στην Ελλάδα, πήρε σουηδικό διαβατήριο και θα ήταν πια στη Στοκχόλμη.
Από τη Συντονιστική προτάθηκε να κάνουμε κατάληψη στην ελληνική πρεσβεία, υπήρξαν όμως πολλές αντιρρήσεις· θα φυλαγόταν -κατά πληροφορίες-εκτός από τους Γάλλους αστυνομικούς και από τους τραμπούκους του Περιπτέρου.
Αρχισαν οι αψιμαχίες, ειπώθηκε ότι ο γαλλικός Μάης πρέπει να μεταλαμπαδευτεί στην Ελλάδα, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την ελληνική χούντα, άλλοι ήταν υπέρ της βίαιης ανατροπής του καθεστώτος των συνταγματαρχών, άλλοι υπέρ του περάσματος με ειρηνικά μέσα σε λαϊκή δημοκρατία, ώρες ατέλειωτων συζητήσεων και ανταλλαγής σφοδρών πυρών.
«Εσείς» κραύγαζαν «ξεπουλάτε την επανάσταση».
«Ρεβιζιονιστές!» οι μεν.
«Προβοκάτορες!» οι άλλοι.
Σιγά σιγά η αίθουσα άδειαζε. Ο γαλλικός Μάης είχε ξεχαστεί, ώσπου κάποιος πρότεινε να καταλάβουμε το Ελληνικό Σπίτι στη φοιτητούπολη της Σιτέ. Η πρότασή του έγινε δεκτή με ανακούφιση απ’ τους περισσότερους.
Η νύχτα είχε προχωρήσει όταν βγήκαμε από τον χώρο του πανεπιστημίου στους δρόμους του Καρτιέ Λατέν. Πελώρια δέντρα κομμένα σύρριζα ήταν πεσμένα στη μέση του δρόμου. Στα οδοφράγματα ξηλωμένα καθίσματα από τον γειτονικό κινηματογράφο, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, γυρισμένα στο πλάι φορτηγά.
Κρατώντας σημαίες στα χέρια κατεβήκαμε τη Ρι Σεν Ζακ τραγουδώντας ελληνικά τραγούδια, παράθυρα ανοίγανε στον δρόμο μας και ξαφνιασμένα μούτρα κοίταζαν την εύθυμη παρέα μας.
Μισή ώρα αργότερα φτάσαμε στην πύλη της Σιτέ, σταματήσαμε μπροστά στο κτίριο που θύμιζε αρχαίο ελληνικό ναό. Ανάμεσα στους δυο κίονες της εισόδου ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα: Ελληνικό Σπίτι.
Ο μισοκοιμισμένος θυρωρός μας κοίταζε να γεμίζουμε την είσοδο, καμιά πενηνταριά συμπατριώτες σε πλήρη ευθυμία. Ο Γιάννης της Λιλής έβγαλε μια μπερέτα και την κούνησε στη μούρη του. Ο θυρωρός φάνηκε να ξυπνάει. Ο Γιάννης της Λιλής ρώτησε πού βρίσκεται το διαμέρισμα του διευθυντή.
Μερικοί ανεβήκαμε στον δεύτερο, όπου ήταν οι κοιτώνες των φοιτητών, και ανοίξαμε την πόρτα που έγραφε ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ, χωρίς να χτυπήσουμε. Ηταν στο κρεβάτι του και κοιμότανε. Σηκώθηκε κάτωχρος. «Ποιοι είστε εσείς και με ποιο δικαίωμα...». «Σκασμός, Χούντα!».
Του ανακοινώθηκε σε έντονο ύφος ότι από τώρα και στο εξής το Ελληνικό Σπίτι καταλαμβάνεται από αντιχουντικούς πατριώτες και κηρύσσεται «Ελεύθερο Ελληνικό Εδαφος».
Εκείνος απαλλάσσεται των χουντικών καθηκόντων του, θα παραμείνει έγκλειστος στο διαμέρισμά του κι όταν θελήσει να βγει θα ζητήσει την άδεια από την επιτροπή αγώνα. Στο πλαίσιο του περιορισμού του προστέθηκε ο όρος ότι θα έπρεπε να φοράει μόνο πιτζάμες.
Τον θυρωρό τον στείλαμε σπίτι του. Ο Αρχιτέκτονας κάθισε στο θυρωρείο και ανέλαβε το τηλεφωνικό κέντρο. Τηλεφώνησε στη συντονιστική της Σορβόννης και διάβασε τη διακήρυξη της επιτροπής κατάληψης: «Από σήμερα, 22 του Μάη και ώρα 7 το πρωί, το Ελληνικό Σπίτι της φοιτητούπολης βρίσκεται υπό κατάληψη από φοιτητές και νεαρούς Ελληνες εργάτες. Η κατάληψη εκφράζει το πνεύμα αντίστασης στον ελληνικό φασισμό και είναι πράξη συμπαράστασης στο γαλλικό κίνημα. Από σήμερα το Ελληνικό Σπίτι ορίζεται σαν τόπος κατοικίας, συγκέντρωσης και ελεύθερων συζητήσεων, με σκοπό να γίνει κέντρο επαναστατικής δραστηριότητας».
Ο Αρχιτέκτονας πρόσθεσε ότι θα πρέπει να ενημερώσουμε την επιτροπή συσσιτίου για να μας στέλνουν φαγητό. Υστερα από αυτά άρχισε τα τηλεφωνήματα σε διάφορες γκόμενες.
Εν τω μεταξύ στη μεγάλη σάλα γινότανε χαμός. Στους τοίχους έγραφε ο καθένας με σπρέι, λαδομπογιά ή μαρκαδόρο ό,τι σκεφτόταν, τα συνθήματα γέμιζαν τα λευκά ντουβάρια με αστραπιαία ταχύτητα. Αφίσες με μουστακαλήδες γεμίσανε τη μια μεριά:
«ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ» «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ»
«Ούτε Θεός ούτε Αφέντης»
«Η φαντασία στην εξουσία»
«Διαρκής επανάσταση»
«Κάντε Ερωτα όχι πόλεμο»
«Γαμήστε το σύστημα»
«Μπολσεβίκικη Επανάσταση»
Στη γωνίτσα μόλις που διακρινόταν το σύνθημα: «Είμαι κι εγώ εδώ»
Διαμορφώσαμε τον χώρο έτσι ώστε να μπορούν να γίνονται συνελεύσεις. Εξω κρεμάστηκε ένα μεγάλο πανό που δέθηκε στα κλαδιά του κισσού της εισόδου: «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ»
Ξυπνήσαμε τους φοιτητές στους κοιτώνες τους και τους καλέσαμε να κατέβουν στη μεγάλη σάλα όπου γινότανε γενική συνέλευση. Οι φοιτητές κατεβήκανε φοβισμένοι και κάθισαν μαζεμένοι στις καρέκλες. Από την παρέα μας όλοι σχεδόν γράφανε και μοιράζανε προκηρύξεις.
Και τότε άρχισε η συνέλευση. Συζητήσεις για την αυτοοργάνωση, τις επιτροπές αγώνα την κλιμάκωση των καταλήψεων, την ανάγκη κοινωνικοποίησης της τέχνης, το επανασταστατικό θέατρο τις επαναστατικές πολιτιστικές εκδηλώσεις και, τέλος, για τρόπους άμυνας στις επικείμενες συγκρούσεις με την αστυνομία και τους φασίστες.
Ξαφνικά μια κοπέλα μισότυφλη, με πολύ χοντρούς φακούς, ανέκτησε φαίνεται την όρασή της κι άρχισε να στριγκλίζει υστερικά και να δείχνει μια αφίσα στον τοίχο. «Πάρτε τον αυτόν, αυτός έσφαξε τον παππού μου».
Γύρισα και κοίταξα εκεί που έδειχνε. Ηταν η εικόνα ενός μουσάτου άντρα, ζωσμένου με φισεκλίκια. Το αντεπαναστατικό αυτό στοιχείο απομακρύνθηκε από το φουαγέ και η συνεδρίαση συνεχίστηκε.
Ο Κοσταφέρης πρότεινε να χωριστούμε σε πέντε επιτροπές αγώνα. Τέχνης και προπαγάνδας, τροφοδοσίας και καθαριότητας, παραγωγής και ιδεών, συντονισμού με την εξέγερση, και άμυνας. Ψηφίσαμε και αποφασίσαμε, ποιοι αναλάμβαναν να ανεβάσουν θέατρο επαναστατικό, άλλοι να μαγειρεύουν και να καθαρίζουνε, άλλοι να φυλάνε με βάρδιες και άλλοι γράφανε κείμενα με προοπτική να τα τυπώσουμε σε πολύγραφο, μόλις βραδιάσει.
Ο Αγγελος μίλησε με τη λεπτή ψιθυριστή φωνή του: «Δεν θα φάμε τίποτα, βρε παιδιά;». Θυμηθήκαμε ότι στα υπόγεια μαγειρεία είχαμε μεταφέρει τα τρόφιμα που μας είχε στείλει η επιτροπή συσσιτίου της Σοβρώνης και τότε άρχισε τα μαγείρεμα.
Τις επόμενες ώρες κυκλοφορούσαν φήμες για ενδεχόμενη επίθεση των Ελλήνων φασιστών του Περιπτέρου και των ομάδων κρούσης των φασιστών της Οξιντάν και κάναμε διπλοσκοπιές.
Δεν μου κολλούσε ύπνος και βγήκα έξω μες στη νύχτα να πάρω αέρα, άναψα τσιγάρο και μίλησα με τον Τρότσκα που φύλαγε σκοπός με ένα χοντρό ρόπαλο.
Από το Σπίτι της Αφρικής ακούστηκαν γυναικείες φωνές να ζητάνε βοήθεια. Τρέξαμε. Μια ξανθή κοπέλα βγήκε τρέχοντος, γυμνή, κρατώντας το ματωμένο στήθος της, πίσω της ένας εξαγριωμένος Γκανέζος.
Εντρομη εκείνη τον έδειχνε και φώναζε ότι ήθελε να τη φάει. Κινηθήκαμε απειλητικά προς τον Γκανέζο, που τρύπωσε πάλι στο Σπίτι της Αφρικής για να γυρίσει με καμιά δεκαριά άλλους συμπατριώτες του. Ακολούθησε συμπλοκή Ελλήνων και Αφρικανών. Οι φωνές μας ξεσήκωσαν τους καταληψίες των άλλων εθνικών σπιτιών, Ισπανούς και Πορτογάλους, που έτρεξαν και μας χώρισαν. Την κοπέλα την πήρε ένα ασθενοφόρο και η νύχτα τελείωσε έτσι.
Γυρίσαμε στο φουαγέ. Οι μεγάλοι, ο Δράκος, ο Διαφημιστής, ο Βοσκός της Αβύσσου, είχαν κάνει φαίνεται το επαναστατικό τους καθήκον και είχαν πάει στα σπίτια τους. Είχαμε μείνει όλοι οι άστεγοι και πεινασμένοι.
Ο Μάης ήταν στην πραγματικότητα για μας κι εμείς έπρεπε να τον υπερασπιστούμε.
Το ξημέρωμα συνεχίζονταν ακόμη οι συζητήσεις και οι τσακωμοί, μάχες χαρακωμάτων για κομματικές θέσεις. Υπήρχαν κάποιοι που θέλανε να βγάλουμε έξω από το Σπίτι τους τροφίμους φοιτητές για να πάρουμε εμείς τα δωμάτια, άλλοι μας προέτρεπαν να βιάσουμε τις φοιτήτριες, ακόμη ακούστηκε η πρόταση να βασανίσουμε και να κρεμάσουμε τον διευθυντή.
Κάποιοι κατηγορούσαν κάποιους άλλους για ρεφορμιστές, εκείνοι τους έβριζαν σταλινικούς. Αλλοι, αποκαμωμένοι, κοιμόντουσαν στο πάτωμα.
Στα καθίσματα, κάθε λογής άνθρωποι κοιμόντουσαν, φιλιόντουσαν, αδιαφορούσαν. Οι πιο τυχεροί, ξαπλωμένοι στους λιγοστούς καναπέδες, ροχάλιζαν.
Οι επιτροπές αγώνα είχαν ξεχαστεί ολότελα. Λίγα μόλις χιλιόμετρα πιο πέρα από τη Σορβόννη και η εξέγερση των Γάλλων φοιτητών, οι οδομαχίες που συνεχίζονταν στα κεντρικά βουλεβάρτα φάνταζαν πράγματα πολύ μακρινά.
Το κλίμα στο Ελληνικό Σπίτι ήταν κλίμα θεωρίας και εσωστρέφειας. Είχα την αίσθηση ότι οι συμπατριώτες μου, με όλες τις προσωπικές μικροκομματικές γραμμές που αγωνιούσαν να επιβάλουν, να προωθήσουν και να υπερασπιστούν αναλώνονταν σε ζητήματα που βρίσκονταν μακριά από την πραγματική δράση. Οι συνταγματάρχες σι Ελλάδα μου φαίνονταν θλιβεροί και μακρινοί για να ασχολούμαι μαζί τους. Αποφάσισα να φύγω από εκεί μέσα και να πάω στη Σορβόννη.
Λίγες μέρες μετά, όταν ο Μάης είχε πια τελειώσει συνάντησα τον Γιάννη της Λιλής που μου διηγήθηκε την πλάκα που έγινε στο Ελληνικό Σπίτι το τελευταίο βράδυ, προτού αποχωρήσουν και οι τελευταίοι καταληψίες.
Κάθε βράδυ στις οκτώ περνούσε από Σπίτι ένας κοντούλης και γλοιώδης τύπος, που μεταξύ μας ήταν γνωστό ότι επρόκειτο για έμμισθο χαφιέ. Αργότερα, στη μεταπολίτευση, τον συνάντησα καθηγητή στην Πάντειο.
Οταν λοιπόν εκείνο το βράδυ εμφανίστηκε, τον προσκαλέσανε με τρόπο να κάτσει μαζί τους στο πίσω δωμάτιο. Ανυποψίαστος εκείνος μπήκε και κάθισε. Ενώ συζητούσανε, κάποιος πήγε στο ραδιόφωνο και το άνοιξε στα βραχέα και μέσα από παράσιτα προσπαθούσε να το συντονίσει στη «Φωνή της Αλήθειας», την εκπομπή που εξέπεμπε στα ελληνικά το "Ράδιο Μόσχα" εκείνα τα χρόνια. Την εκπομπή την είχαν μαγνητοφωνήσει από πριν στο ραδιοκασετόφωνο και έτσι αντί για ράδιο ακουγόταν η εκπομπή. Τους ήχους των παρασίτων τούς είχαν δημιουργήσει με ψαλίδια
που τρίβανε πάνω σε μέταλλα, σύρμα κατσαρόλας και άλλα, η κοπέλα που έκανε την εκφωνήτρια άλλοτε απομακρυνόταν από το μικρόφωνο κι άλλοτε πλησίαζε, έτσι ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ενός σταθμού βραχέων που χάνεται και ξαναεμφανίζεται.
Κάποιος είπε «να, εκεί είναι», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή που μίλαγε ελληνικά, αυτός που έψαχνε για τον σταθμό είπε να γίνει ησυχία, η φωνή ακουγότανε στο ραδιόφωνο να πάλλεται, μιλούσε προφανώς για την πτώση της χούντας.
«Εδώ Μόσχα... εδώ Μόσχα... σας ομιλεί η “Φωνή της Αλήθειας”... Ελληνες πατριώτες, Ελληνες της διασποράς, απανταχού Ελληνες, η χούντα πέθανε, αυτή την ώρα οι κάτοικοι της Αθήνας έχουν βγει στους δρόμους για να γιορτάσουν την πτώση της ξενόφερτης, αιματοβαμμένης και λαομίσητης χούντας των λακέδων στρατιωτικών. Οι πρώτες πληροφορίες αναφέρουν ότι όλα τα ανδρείκελα της χούντας και οι υπηρέτες τους έχουν πέσει στα χέρια του λαού. Λαϊκά δικαστήρια οργανώνονται μπροστά στη Βουλή, οι πρώτες αγχόνες στήνονται στο Σύνταγμα. Ελληνες πατριώτες, Ελληνες της διασποράς, απανταχού πατριώτες, γρηγορείτε! Απομονώστε τους χαφιέδες που βρίσκονται ανάμεσά σας, αυτοί είναι οι πρώτοι που πρέπει να πληρώσουνε...».
Ολοι κοιταχτήκανε με σημασία, σιγά σιγά τα βλέμματα συγκεντρώθηκαν και μείνανε καρφωμένα πάνω στον χαφιέ. Οταν εκείνος κατάλαβε ότι όλοι μέσα στο δωμάτιο τον κοιτούσαν, κατέβασε το βλέμμα, ψιθύρισε κάτι γρήγορα, φοβισμένα, κι εξαφανίστηκε από το Σπίτι.
Ημουν πολύ νέος τότε και φαινόταν ότι όλα όσα συμβαίνανε γύρω μου θα διαρκέσουν για πάντα. Λίγες μέρες μετά οι παραλίες σφαλίστηκαν και πάλι κάτω από το καλντερίμι των δρόμων κι από πάνω έπεσε άσφαλτος.
Τα όνειρά μας συνεχίζουν να βρίσκονται θαμμένα κάτω από τους κυβόλιθους και καραβάνια τουριστών τριγυρίζουν σήμερα στα σημεία των συγκρούσεων, όπου οι τσιτσερόνε εξηγούν πώς άρχισαν όλα.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου