{[['']]}
Απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο του Μάκη Παπούλια με τίτλο «Πόσο η φόρα ήταν μεγάλη πόσο το πήδημα μικρό».
Στις έξι το πρωί μας ξύπνησε ο γείτονάς μας, ο Γιώργος Μανουσάκης, παλικάρι μέχρι κει πάνω, κρητικός. “Φύγετε! Δικτατορία! Κατέβηκαν τα τεθωρακισμένα και έχουν αποκλείσει το κέντρο...” Ντύθηκα γρήγορα με πολιτικά και ο Μίμης παρέα, όπου φύγει-φύγει, περάσαμε το Μπραχάμι με τη μία, με κατεύθυνση τα Άνω Πετράλωνα, στο άγνωστο για την Ασφάλεια σπίτι του θείου Πέτρου και της θείας Διαμάντως. Όλη τη μέρα, το ραδιόφωνο μετέδιδε επαναλαμβανόμενα το διάταγμα του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων,Oδυσσέα Αγγελή, και τις απαγορεύσεις της χούντας. Προσπάθησα γρήγορα να βρω διασύνδεση για δράση κατά της δικτατορίας, με σαφή πρόθεση να μη συνεχίσω στο στρατό. Αναζήτησα τον Αντρέα Λεντάκη, έψαξα για επαφές. Άλλοι είχαν συλληφθεί, άλλοι είχαν περάσει στην παρανομία. Περίμενα απαντήσεις που δεν ήρθαν ποτέ, έτσι με την προτροπή του πατέρα μου αλλά και του αδερφού μου, αποφάσισα να παρουσιαστώ στη μονάδα μου. Ο πατέρας μου έφερε τα στρατιωτικά μου ρούχα στο σπίτι, στα Πετράλωνα που κρυβόμουν, μου έδωσε και 8.000 δραχμές να έχω μαζί μου για κάθε ενδεχόμενο, φιληθήκαμε... έκλαιγε, φοβόταν πολύ. Το ίδιο κι ο Μίμης. Έτσι ήταν το σκηνικό και τα καινούρια αδιέξοδα της ζωής μας , πάλι ο πατέρας μου σε αξεπέραστες και θανατικές αγωνίες . Έφυγα λυπημένος ,φορτωμένος πίκρα και δυστυχία, με βαριά καρδιά αναγκαστικά πήρα το τρένο για την Ξάνθη.
Ένα ολόκληρο ταξίδι με πικρές σκέψεις για την ήττα και τις αιτίες της, με φόβους μήπως πηγαίνω να παραδοθώ μόνος μου, μήπως πηγαίνω στο στόμα του λύκου... Νωπό στη μνήμη μου ήταν το πραξικόπημα στην Ινδονησία, όπου είχαν σφαγιαστεί χιλιάδες αριστεροί.
Έχω συνειδητοποιήσει ότι η δικτατορία έχει κερδίσει το παιχνίδι, ότι δεν υπήρξε καμιά αντίσταση και μας περιμένουν μεγάλες περιπέτειες και ταλαιπωρίες. Με την είσοδό μου στο τάγμα, ώρα 11 το βράδυ, με στείλανε στον 2ο λόχο, βρήκα τους φαντάρους στο πρωτοϋπνι και έλεγα πως θα περάσω αθόρυβα. Λάθος μου! Ένας-ένας, σηκωθήκανε, με κυκλώσανε κι αρχίσανε... νέους, στραβάδι, ξέρεις πού ήρθες, θα πεθάνεις... Τόλμησα να ξεστομίσω “Ρε πούστηδες, έχω τον πόνο μου, έχω κι εσάς τώρα;” Τίποτα. Χαλασμός, επιθετικότητα και καψώνια. Πλήρης εξάντληση... αλλά και ανοχή.
Στην πρωινή αναφορά των λόχων, πέφτουν επάνω μου ακριβοί φίλοι. Θανάσης Καλαφάτης, Σταύρος Καρμίρης, Γιάννης Φελέκης, Πέτρος Μουρλάς, Σάκης Μιχαηλίδης, Βλαδίμηρος Όχουνος, Γιώργος Χριστοδουλόπουλος . Μετά τις αγκαλιές, όλοι ρωτούν για την κατάσταση, αν σκοτώνουν, τι ξέρω, αν είδα στο ταξίδι μου τίποτα... μεγάλη άγνοια και αγωνία. Προσπάθησα να τους καθησυχάσω.
Πρώτο μου μέλημα, να επισκεφτώ το φίλο μου τον Μπάμπη Λυκούδη στο Πειθαρχείο, που ήταν εκεί κρατούμενος πριν από την 21η Απριλίου, όπως μου είπαν τα παιδιά, και δεν είχε καμιά πληροφόρηση για τη χούντα. Αφόρητη ζέστη και ο Μπάμπης γυμνός από τη μέση και πάνω, ρωτάει: “Σκοτώνουν;” Στον τοίχο έχει γράψει με κάρβουνο “21.4.67 MΠAMΠHΣ ΛΥΚΟΥΔΗΣ - DUM – SPIRO - SPERO”.
21 Απριλίου 1967. Τους στρατηγούς και τους πολιτικούς πρόλαβε μία ομάδα υνταγματαρχών με επικεφαλής τους Γεώργιο Παπαδόπουλο, Νικόλαο Μακαρέζο, Στυλιανό Παττακό, προβαίνοντας σε ένα “made in USA” στρατιωτικό πραξικόπημα και αιφνιδιάζοντας τους πάντες: το παλάτι, τα κόμματα, τον ελληνικό λαό. Το παλάτι ασπάζεται τη Χούντα. “Πρωθυπουργός” ορίζεται ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Κόλλιας. Εξαπολύεται πογκρόμ συλλήψεων κατά του συνόλου του πολιτικού κόσμου και συλλαμβάνονται αδιακρίτως Έλληνες πολίτες, κυρίως αριστερών πεποιθήσεων, ακόμα και “καθ’ υποψίαν”. Τα δημοκρατικά δικαιώματα συνθλίβονται από τις ερπύστριες των τανκς. Η χώρα μπαίνει στο γύψο για επτά χρόνια. To “Eλλάς Ελλήνων Χριστιανών”, εκτός από δηλητηριώδες θεώρημα, θα γίνει και καθημερινό σύνθημα αναφοράς για τη χούντα.
Βέβαια, οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν. Πώς φτάσαμε ως εδώ, πώς μας πιάσανε στον ύπνο... Διάχυτη απογοήτευση, τα ερωτήματα μεγάλα. Με το Θανάση Καλαφάτη συζητάμε καθημερινά και αναρωτιόμαστε για τα αίτια της ήττας, προσπαθούμε να δούμε πού πάμε και τι μας περιμένει. Ως αιρετικός της αριστεράς και διαγραμμένος από τη Νεολαία της Ε.Δ.Α, εγώ δεν μπορώ να παραδεχτώ πρώτα απ' όλα, την παράδοσή μας αμαχητί. Συμπεραίνω εύκολα ότι η σπουδάζουσα νεολαία της Ε.Δ.Α, αν είχε μείνει αλώβητη, μπορούσε με κατάλληλα επεξεργασμένο σχέδιο να σταθεί ανάχωμα στη δικτατορία, τουλάχιστον στους πανεπιστημιακούς χώρους. Αυτό δεν έγινε για πολλούς λόγους αλλά κυρίως γιατί η σπουδαστική οργάνωση στην ολότητά της, είχε πριν από ενάμιση χρόνο καρατομηθεί και διαλυθεί .
Το Κ.Σ της Νεολαίας της Ε.Δ.Α με πρωτεργάτες τούς Τάκη Μπενά, Θόδωρο Κοκλάνη, Αριστείδη Μανωλάκο,και λοιπους υπερασπιζόμενοι την “καθαρότητα” της γραμμής του κόμματος έστειλαν εκατοντάδες δοκιμασμένους αγωνιστές στα σπίτια τους και στην ιδιώτευση και το σοβαρότερο, περιέπλεξαν την Ε.Φ.Ε.Ε. και όλο το φοιτητικό κίνημα στη δίνη μιας κρίσης, από την οποία δεν βγήκε ποτέ. Κράτησαν στεγανές τις καινούργιες οργανώσεις της σπουδάζουσας των Λαμπράκηδων - κι αυτό θεωρισαν επιτυχία.
Η χούντα, βρήκε το φοιτητικό κίνημα διασπασμένο, αποδιοργανωμένο, χωρίς μαζικότητα, αδύναμο να αντισταθεί και ίσως να καταθέσει όποιες θυσίες...
Από ραδιοφωνικό σταθμό της Ευρώπης μαθαίνουμε αργά μετά τα μεσάνυχτα ότι η Χούντα δολοφόνησε το Νικηφόρο Μανδηλαρά, τον δικηγόρο και φίλο μου, που με υπερασπίστηκε στη μεγάλη δίκη της ΕΦΕΕ δίχως αμοιβή και με δημοκρατικό θάρρος. Τον έκλαψα πολύ γιατί ήταν λεβέντης, ακέραιος και στα μάτια μου έμοιαζε άτρωτος.
Η μουσική και τα τραγούδια του Θεοδωράκη σε απαγόρευση.
Βυθισμένοι σε μαύρες σκέψεις, “υπηρετούμε” στο 516 Τάγμα Πεζικού ,στη Ξάνθη. Η Διοίκηση του στρατοπέδου ετοιμάζεται να γιορτάσει το Πάσχα καλώντας κόσμο από την πόλη.
Εμάς, μας κεραυνοβολεί η απόφαση ενός στελέχους των Λαμπράκηδων και της νεολαίας της ΕΔΑ, να συνεργαστεί ανοιχτά με τη διοίκηση του στρατοπέδου. Τον βλέπουμε να βγαίνει παρέα με το λοχαγό του Α2, τον ακούμε να μας ειρωνεύεται και να μας λοιδορεί. Όσοι δεχτήκαμε αυτούς τους προπηλακισμούς -και ήμαστε πολλοί που λειτουργούσαμε ομαδικά- και τις ειρωνείες, νιώθαμε άλλοτε πολύ λυπημένοι και πυκραμένοι κι ‘ άλλοτε εξοργισμένοι.
“Εκείνη τη νύχτα άδειασα τόσο, που όταν μου πέταξαν το μαχαίρι δε βρήκε πουθενά να καρφωθεί” [ Τάσος Λειβαδίτης ].
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου στο στρατό, βρέθηκε στο θερμοκήπιό του. Κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί, έγιναν εθελοντές, πίστεψαν στην “επανάσταση”, όπως την αποκαλούσαν, κι έδειξαν ζήλο και φανατισμό. Καθεστώς Μακρονήσου για τους χαρακτηρισμένους ως αριστερούς φαντάρους. Η βιομηχανία του αποχαρακτηρισμού, πρώτη προτεραιότητα για το γραφείο του Α2. Τα Πειθαρχικά Τάγματα που ήταν γεμάτα με “τυφεκιοφόρους του εχθρού”, καθήλωναν τους φαντάρους κάθε μέρα, πολλές ώρες, με τη γνωστή “εθνική, ηθική διαπαιδαγώγηση” (ΕΗΔ). Τους καλούσαν στο Α2 και με απειλές και εκβιασμούς, τους ζητούσαν σταδιακά δήλωση νομιμοφροσύνης, δήλωση μετανοίας, δημόσια ομιλία ενώπιον στρατιωτών, γράμμα στους γονείς και στην εκκλησία του χωριού, πληροφορίες για συναδέλφους και φίλους. Έργο βάρβαρο, φασιστικό και βλακώδες.
Η δήλωση νομιμοφροσύνης που απαιτούσε το Α2, είχε αποτελέσματα σοβαρά. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων αμετανόητων, οι υπόλοιποι χαρακτηρισμένοι φαντάροι ως αριστεροί ή Λαμπράκηδες, μιλάμε για χιλιάδες, αποδέχτηκαν και υπέγραψαν ανοχή στη Χούντα κατά τη στρατιωτική τους θητεία και υπόσχεση ότι θα μείνουν αμέτοχοι μετά την απόλυσή τους. Αυτή η υπογραφή “ανοχής”, όσο αθώα κι αν φαντάζει, είχε τα ψυχολογικά της αποτελέσματα και ασκούσε πίεση ηθική σ' αυτούς που την υπέγραφαν. Έπρεπε έγκαιρα η ηγεσία της αριστεράς, με καυστική ανακοίνωσή της, αλλά και με κάθε τρόπο να κουρελιάσει αυτή την γκαιμπελίστικη ταχτική και στην ουσία να αθωώσει πραγματικά τα θύματα αυτών των εκβιασμών. Δυστυχώς δεν το τόλμησε ποτέ. Δεν το τόλμησε παλιά, με τους “δηλωσίες της Μακρονήσου, των Φυλακών και της Γυάρου”, δεν το τόλμησε και τότε, με τα εικοσάχρονα παλικαράκια που βρέθηκαν αθώα απέναντι σε τέτοιους εκβιασμούς στο στρατό ή στην πολιτική τους ζωή.
Σ’όλη μου την στρατιωτική θητεία ήρθα αντιμέτωπος με καμιά δεκαριά λοχαγούς του Α2 , οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν κομμένοι λοκατζήδες, που είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και μαδυμένη αλαζονεία. Φορούσαν μόνο την πράσινη στολή του λοκατζή, ήταν επιδειξιομανείς, ως επί το πλείστον ανέραστοι, αλλά και κομπλεξικοί, εκδικητικοί, με κακό βλέμμα, νευρικό βάδισμα και κούφιο νταηλίκι. Ένας τέτοιος, στο 516 Τάγμα Πεζικού, δεν συγκρατώ το όνομά του, υποχρεώνει ένα παλικαρόπουλο μέχρι κει πάνω, να βγάλει λόγο μπροστά στους φαντάρους αποκηρύσσοντας την αριστερά και τις παραφυάδες της... Ο νεαρός είναι στους χαρακτηρισμένους όχι από δική του δράση, αλλά από σκοτωμένο πατέρα στο αντάρτικο. Βολτάρει αμήχανος στο προαύλιο, κάποια στιγμή ζητάει βοήθεια από τον αξιαγάπητο Μπάμπη Λυκούδη. Το και το ρε σειρά, Μπάμπη, τι να κάνω; Κάθετος ο Μπάμπης και δυστυχώς σκληρός, είχε γυρίσει κι από ένα στρατοδικείο με τέσσερις μήνες φυλακή, “Αν σου αρέσει να χορεύεις πάνω στα κόκαλα του πατέρα σου, κάντο, τι με ρωτάς εμένα;” Κόκκαλο το παλικαρόπουλο. Τέτοια άθλια παιχνίδια έπαιζαν οι λοχαγοί της χούντας, οι ψευτοπαλικαράδες που κατέλυσαν το Σύνταγμα “για να ενώσουν τους Έλληνες”, υποτίθεται...
Η χούντα στο στρατό απέφυγε την ανοιχτή επίθεση στους χαρακτηρισμένους και αμετανόητους φαντάρους, δεν ήθελε να φτιάξει ήρωες και επιδίωκε τη σιωπηρή υποταγή όλων. Άλλωστε ήταν παντοδύναμη και στα στρατόπεδα έκανε ό,τι ήθελε. Εξαίρεση σ' αυτό αποτέλεσε ο ΔόκιμοςΑξιωματικός Πούσιας Αχιλλέας που για πολλές μέρες μας προκαλούσε στην Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση , ζητώντας επίμονα να απαντήσουμε σε πολιτικές και άλλες ερωτήσεις, όπως “Ποίοι είναι οι εξωτερικοί εχθροί της Ελλάδος”... όταν αρνιόμαστε, μας έβαζε όρθιους στον ήλιο.
Μαζευτήκαμε όσοι δεχόμαστε τις επιθέσεις και τα καψώνια και σε πολύωρη σύσκεψηαποφασίσαμε, σε όποιον πέσει ο κλήρος την άλλη μέρα, θα δώσει απάντηση. Και την έδωσε ο Θανάσης Καλαφάτης. Η απόφασή μας ήταν λάθος και είχε μεγάλο κόστος.
Με μια εμπνευσμένη ανάλυση ενώπιον 500 τυφεκιοφόρων, απέδειξε ότι εχθρός της πατρίδας μας είναι η Τουρκία και όχι οι προς βοράν χώρες του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού. Λυσσώδης η αντίδραση του Δόκιμου Αξιωματικού, που παρότρυνε τους φαντάρους να επιτεθούν στον ομιλητή. Οι ακροατές φαντάροι, σε νεκρική σιγή και με έκδηλη ικανοποίηση, έμειναν εντελώς αδιάφοροι και αμέτοχοι στα κελεύσματα του Αξιωματικού.
Με μια εμπνευσμένη ανάλυση ενώπιον 500 τυφεκιοφόρων, απέδειξε ότι εχθρός της πατρίδας μας είναι η Τουρκία και όχι οι προς βοράν χώρες του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού. Λυσσώδης η αντίδραση του Δόκιμου Αξιωματικού, που παρότρυνε τους φαντάρους να επιτεθούν στον ομιλητή. Οι ακροατές φαντάροι, σε νεκρική σιγή και με έκδηλη ικανοποίηση, έμειναν εντελώς αδιάφοροι και αμέτοχοι στα κελεύσματα του Αξιωματικού.
Σε χρόνο μηδέν ετοιμάστηκε η ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ) για Στρατοδικείο και τον Θανάση σηκωτό στο Πειθαρχείο.
Ζητάω και πάω μάρτυρας στον Λοχαγό Ανακριτή Σπυρόπουλο, με καταγωγή από την Καλαμάτα. Με πιάνει από το λαιμό να με πνίξει. “Ρε πούστη, εσύ από τα Κολοκωτρονέικα μέρη, μάρτυρας στον Καλαφάτη; Τελείωσες, θα πεθάνεις! Δεν θέλω ν’ ακούσω τίποτα ρε πούστη!’’Αλαζονία και θράσος μαζί με φωνές κι’ αντάρα σίγουρος εφ’ όλης της ύλης για την Χούντα μπορούσε και να με καθαρίσει . Από κάποια στιγμή και μετά με άφησε να του μιλήσω να του εξηγήσω τους εκβιασμούς και τον “υπερβάλλοντα ζήλο” του Αχιλλέα Πούσια . “Μαλάκας ο κύριος Δόκιμος. Ποιός του είπε να σας κάνει ήρωες; Η επανάσταση τα τελείωσε όλα αυτά, είναι παντοδύναμη. Θα σας λιώσουμε!’’είπε. Είπε κι άλλα πολλά, γαύγιζε σαν μαντρόσκυλο, ήταν το φόβητρο του στρατοπέδου και των νεαρών φαντάρων που συνήθως τους τράβαγε το ελάχιστο μαλλί που διατηρούσαν πάνω από τα αυτιά τους και πάνω στα μηνίγγια τους. Πόνος αφόρητος. Η ποινή του στρατοδικείου ήταν βαριά για τον Καλαφάτη: πεντέμισι χρόνια φυλακή, απόταξη από το στρατό και μεταφορά στις πολιτικές φυλακές.Η στρατιωτική θητεία για όλους τους στρατευμένους, ήταν βάσανο μεγάλο εκείνη την εποχή με τη χούντα και τους εθελοντές αξιωματικούς της. Ήταν μαρτύριο πραγματικό. Μαρτύριο για τους “αχαρακτήριστους’’, τους “καθαρούς από φρονήματα”, αλλά και τους χαρακτηρισμένους. Για τους μετανοημένους αριστερούς, αλλά και για τους αμετανόητους. Γι' αυτούς τους τελευταίους, ήταν κόλαση ...
Είχα συνειδητά αποφασίσει να παραμείνω αμετανόητος αριστερός στη στρατιωτική μου θητεία. Όχι από κανένα φανατισμό και προσήλωση στις απόψεις του Κ.Κ.Ε., ή για να γίνω μάρτυρας και ήρωας κάποιου κόμματος, ήμουν πλέον πολύ κατασταλαγμένος σχετικά με’ αυτά... Κράτησα αυτή την ακραία στάση από δημοκρατική υπερηφάνεια απέναντι στη χούντα. Ορισμένα επώνυμα στελέχη του 114, του φοιτητικού και δημοκρατικού κινήματος, έπρεπε, απέναντι στο θερμοκήπιο της χούντας που ήταν ο στρατός, να ξεδιπλώσουμε τη σημαία της ανυποχώρητης δημοκρατικής συνείδησης και πεποίθησης.
Και αυτό έκανα. Είχα όμως κι άλλους λόγους στη ζωή μου να είμαι σκληρός, αδιάλλακτος και “ανυπόγραφος”. Είχα έναν πατέρα που τους “τα υπέγραψε όλα’’ για να γλυτώσει τη δουλειά του και την οικογένειά του και τον κάνανε περιπτερά και καπνοπώλη. Είχα έναν ακριβό φίλο, τον Σωτήρη Πέτρουλα, και τον δολοφόνησαν. Είχα βοηθήσει νέα παιδιά, με τους αγώνες μου, να μπουν στο δημοκρατικό και αριστερό κίνημα και ήθελα τώρα, στα δύσκολα, με το παράδειγμά μου να τους κρατήσω όρθιους και δυνατούς. Είχα αυτοπυρποληθεί με την αποβολή μου από την ΑΣΟΕΕ κι έμεινα συνεπής στον απεργιακό αγώνα της Ανωτάτης Εμπορικής. Είχα, το σπουδαιότερο, μια ζεστή φωλιά μέσα στην καρδιά μου, γεμάτη με τη ντομπροσύνη και το αντριλίκι της οδού Αθηνάς, των ανθρώπων της πιάτσας και του νυχτερινού σχολείου .Είχα τα τραγούδια του Καζαντζίδη, του Μίκη και του Χατζιδάκι στην ψυχή μου.
Είχα την υπερηφάνεια των καπετάνιων του 1821 και της Εθνικής Αντίστασης στην πατρίδα μου, την Αρκαδία. Γι' αυτούς και πολλούς άλλους λόγους, αυστηρά και κάθετα δεν δέχτηκα όποια ταπείνωση από τη χούντα και την πολέμησα με κάθε τρόπο. Γι' αυτό ήμουν αδιάλλακτος. Κι άλλη μια φορά αν χρειαστεί, θα το ξανακάνω.
Μία ακόμα πρακτική της χούντας στο στρατό, ήταν η περιοδική μετακίνηση χαρακτηρισμένων φαντάρων ανά τρίμηνο σε διαφορετικά στρατόπεδα, οι γνωστοί ως “τριμηνίτες’’. Το άλλοθι της χούντας ήταν να μην προλαβαίνουν οι ομοϊδεάτες φαντάροι να δημιουργούν σχέσεις εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης μεταξύ τους. Έτσι όμως περνούσαν τη θητεία τους κάθε τρεις μήνες σε καινούργια μονάδα, απροστάτευτοι, άγνωστοι, κυνηγημένοι και εγκαταλειμένοι στο έλεος του κάθε κομπλεξικού, απολίτικου, φιλόδοξου λοχαγού του Α2. Βέβαια, στα τρένα και τα βαπόρια που μετέφεραν τους “τριμηνίτες’’, γινόταν πανηγύρι. Αρχίζαμε με Λοίζο και Χατζιδάκι και τελειώναμε με “Σώπα όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες”. Έτσι πήγαινε στράφι και η εθνική ηθική διαπαιδαγώγηση που με τις ώρες μας υποχρέωναν να συμμετέχουμε και να ακούμε. Τα υποταγμένα φαντάρια στο Α2, έβρισκαν τον εαυτό τους ξανά, σήκωναν τις γροθιές τους και το δημοκρατικό τους φρόνημα στους ουρανούς. Μοναδικές στιγμές ανάτασης, αντίστασης, συγκίνησης ,ομαδικού θάρρους και ηρωισμού απέναντι στη Χούντα των συνταγματαρχών. Οι καλύτερες στιγμές της δίχρονης στρατιωτικής μου ζωής.
Στην Ξάνθη βγήκαμε πολλές φορές έξω στην πόλη, στους περίπου έξι μήνες που έμεινα στο 516 Τ.Π. Τον πρώτο καιρό, είχα δηλώσει συμμετοχή στους στρατιωτικούς αγώνες της Μεραρχίας στα 1500 μέτρα με στολή, όπλο, παλάσκες, κράνος και άρβυλα. Κάθε πρωί πηγαίναμε στο γήπεδο για προπόνηση. Ολόκληρη διμοιρία πέρναγε τραγουδώντας εμφυλιοπολεμικά άσματα μέσα από τα σοκάκια της παλιάς πόλης. Εγώ δεν άνοιγα το στόμα μου να τραγουδήσω αυτά τα βλακώδη κατασκευάσματα και συνέχεια με κλοτσούσε και μου αγρίευε ο λοχαγός. Ο φίλος μου ο Τάκης Παππάς, δικηγόρος αλλά και τυφεκιοφόρος του εχθρού, που είχε έρθει πρόσφατα στο τάγμα μας, κορόιδευε ότι του Μάκη το άθλημα είναι το άλμα εις ξάπλας... Όμως εγώ πήγα στους αγώνες, βγήκα τρίτος και κέρδισα τιμητική άδεια δέκα ημερών, άλλο δεν μου τη δώσανε οι αχρείοι “λοχαγοί και βασιλιάδες”.
O Tάκης Παππάς ο ποιο αγαπησιάρης φίλος στο 516 τ.π ήταν περίπτωση στρατιώτη δεν τον μπορούσε το στρατό και την πηθαρχία του ,αλλά περισσότερο τον κούραζαν τα καθημερινά ,πλήσιμο ,ξύρισμα,βάψιμο αρβίλες ,πόρπες ,κουμπιά ,πιστολοθήκη ,όλα αυτά τον ταλαιπωρούσαν αφάνταστα .Κάλτσες κι εσώρουχα δεν έπλενε ποτέ του ,τα φόραγε μέχρι εξαντλήσεως και κρυφά βεβαίος τα πέταγε στα σκουπίδια .ΟΤάκης Παππάς ο δήμετρος φίλος ,σύμβουλος μας στα πηθαρχικά παραπτώματα αλλά και καθημερινός χιουμορίστας της πληκτικής ζωής μας .
Μετά τους αγώνες, κόλλησα κοντά σε άλλο φίλο, τον Πέτρο Μουρλά, οικοδόμο, που του είχαν αναθέσει να πλακοστρώσει την κεντρική πλατεία της Ξάνθης. Βασανισμένος τυφεκιοφόρος κι αυτός, σκληρό καρύδι και με πολύ χιούμορ. Εγώ πλακάς δηλωμένος στο στρατιωτικό μου βιβλιάριο, έτσι, κατά την προσφιλή μου ταχτική να μην είμαι μες στα πόδια τους, πέρασα δύο ολόκληρους μήνες στρώνοντας πλακάκια και κάνοντας κοινωνικό έργο. Τα βράδια που είχαμε έξοδο, βγαίναμε στην παλιά πόλη και στα μοναδικά ταβερνάκια της πίναμε πολύ κρασί.
Μπουκάλια αμέτρητα Μαλαματίνα είχαμε κατεβάσει, σπάσαμε τα στομάχια μας μ' αυτό το εμφιαλωμένο παλιόκρασο. Η δυσκολία που είχαμε ήταν να σουλουπώσουμε τον Μπάμπη τον Λυκούδη για να βγει μαζί μας. Να τον σιδερώσουμε, να του βάψουμε άρβυλα, να του γυαλίσουμε τις πόρπες στη στρατιωτική ζώνη, να του μπαλώσουμε όλα τα κουμπιά... Παρόλα αυτά, μία στις δύο φορές δεν τον
άφηναν να βγει, εξαρτιόταν από την αυστηρότητα του λοχαγού. Ο Μπάμπης ήταν όλη η παρέα. Πείραζε, προκαλούσε, με λίγα λόγια έγραφε ιστορία. Τραγουδούσε υπέροχα, άρχιζε με ρεμπέτικα και τελείωνε με κεφαλλονίτικες καντάδες. Μοναδικοί μεζέδες ούζου, λίγο ακριβοί, τσοντάραμε όλοι, τα περισσότερα αυτός που είχε πάρει επιταγή. Ο Τάκης ήταν ο πιο άνετος, έπαιρνε επιταγή από τη γιαγιά του, το θείο του Νίκο Παππά, τη θεία του Ρίτα Μπούμη Παππά και τον Βίκτωρα, τον πατέρα του. Είχαμε μηχανισμό παρακολούθησης! Πλήρωνε, ήταν και κουβαρντάς, σχεδόν μονίμως τα μισά στους λογαριασμούς των ταβερνείων.
άφηναν να βγει, εξαρτιόταν από την αυστηρότητα του λοχαγού. Ο Μπάμπης ήταν όλη η παρέα. Πείραζε, προκαλούσε, με λίγα λόγια έγραφε ιστορία. Τραγουδούσε υπέροχα, άρχιζε με ρεμπέτικα και τελείωνε με κεφαλλονίτικες καντάδες. Μοναδικοί μεζέδες ούζου, λίγο ακριβοί, τσοντάραμε όλοι, τα περισσότερα αυτός που είχε πάρει επιταγή. Ο Τάκης ήταν ο πιο άνετος, έπαιρνε επιταγή από τη γιαγιά του, το θείο του Νίκο Παππά, τη θεία του Ρίτα Μπούμη Παππά και τον Βίκτωρα, τον πατέρα του. Είχαμε μηχανισμό παρακολούθησης! Πλήρωνε, ήταν και κουβαρντάς, σχεδόν μονίμως τα μισά στους λογαριασμούς των ταβερνείων.
Εδώ θα μείνει για πάντα το ζεστό το πέρασμά σου, φωτιά που ανάβει η ματιά σου, Ερνέστο Τσε Γκεβάρα”, 9 Οκτωβρίου 1967, το θλιβερό μαντάτο έφτασε στο 516 Πειθαρχικό Τάγμα Πεζικού. Μείναμε για λίγο σε στάση προσοχής κι όλη την ημέρα και για πολλές άλλες μέρες που ακολούθησαν, κουβεντιάζαμε γι' αυτόν με την ομάδα που είχαμε στο τάγμα μας.
+ σχόλια + 1 σχόλια
“Αν σου αρέσει να χορεύεις πάνω στα κόκαλα του πατέρα σου, κάντο, τι με ρωτάς εμένα;” Κόκκαλο το παλικαρόπουλο. Τέτοια άθλια παιχνίδια έπαιζαν οι λοχαγοί της χούντας, "
ΣΤΗΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟ
ΠΟΙΟΣ ΕΠΑΙΞΕ ΑΘΛΙΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΕΙΝΑΙ
ΠΟΛΥ ΠΡΟΦΑΝΕΣ . ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ
ΩΦΕΛΗΣΑΝ ΠΟΛΥ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ .....
Δημοσίευση σχολίου