{[['']]}
Από το βιβλίο «Με τη μάχη στο αίμα τους» - Εκδόσεις Δαίμων του τυπογραφείου
«Μόνο εχθροί του λαού μπορούν να είναι εχθροί του τρόμου».
Khleb i volia, 1905
Η απόλυτη καταστροφή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, το ξεπάστρεμα νόμων και δικαστηρίων, θρησκειών και εκκλησιών, ιδιοκτησίας και ιδιοκτητών. Αυτές ήταν οι άμεσες επιδιώξεις κάθε αναρχικού στη ρώσικη αυτοκρατορία. Επιδίωκαν ως απώτερο στόχο τους την απόλυτη απελευθέρωση του ανθρώπου από όλα τα επίπλαστα δεσμά. Μέσο για την επίτευξη αυτών των σκοπών είναι η κοινωνική επανάσταση που ορίζεται ως η καθολική άμεση δράση.
Συγκεκριμένα αναφέρονταν στον τερρορισμό, στις απαλλοτριώσεις, την καταστροφή των κρατικών θεσμών, ενέργειες που θα ταρακουνούσαν τα θεμέλια της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Η άμεση δράση θα πραγματωνόταν «...χωρίς κανένα συμβιβασμό με τη μπουρζουαζία, χωρίς καν να εκφράζουμε αιτήματα» και θα οδηγούσε στην τελική καταστροφή τόσο του καπιταλισμού όσο και του κράτους. Στη θέση τους θα χτιζόταν η εξισωτική κοινωνία της κοινοκτημοσύνης, ελεύθερη από καταπίεση και χωρίς καν τον ελάχιστο έλεγχο που θα απαιτούσε η οποιαδήποτε μορφή εξουσίας.
Σύμφωνα με τον Πολ Αβριτς, μελετητή του ρώσικου αναρχισμού,«... η ίδια η φύση της αναρχικής αντίληψης, με την εχθρότητά της για κάθε μορφή ιεραρχικής οργάνωσης, απέτρεψε την ανάπτυξη ενός φορμαλιστικού κινήματος». Δεν υπήρχε μία ενιαία αναρχική οργάνωση και δεν υπήρχαν αυστηρά καθορισμένες ή κεντρικά συντονισμένες πολιτικές πάνω στο οποιοδήποτε προγραμματικό ή τακτικό ζήτημα, περιλαμβανομένης και της τακτικής του τερρορισμού. Είναι εφικτό ωστόσο το να θέσουμε κάποιους τύπους συμπεριφοράς, χαρακτηριστικούς των διάφορων αναρχικών ομάδων που ήταν διάσπαρτες σε όλη τη Ρωσία.
Λίγοι αναρχικοί υπήρχαν στη Ρωσία πριν τον 20ο αιώνα. Οι πρώτες ομάδες ξεκίνησαν να λειτουργούν κάτω από τη μαύρη σημαία του αναρχισμού προς τα τέλη του 1903 στο Μπελοστόκ, στην Οδησσό, στο Νεζίν και άλλες περιοχές. Δε δημιουργήθηκαν αυθόρμητα, αλλά περισσότερο ως αποτέλεσμα αποχωρήσεων από άλλες πολιτικές οργανώσεις, κυρίως τους εσέρους, αλλά και τις διάφορες τάσεις των σοσιαλδημοκρατών. Με το ξέσπασμα των επαναστατικών γεγονότων του 1905 και για τα δύο επόμενα βίαια χρόνια, αναρχικές ομάδες σχηματίστηκαν σε αστικά κέντρα, μικρότερες πόλεις και χωριά.
Σύμφωνα με τον Αβριτς, το «μοντέλο» ήταν παντού κοινό. Στην Ουκρανία, τον Καύκασο, και ειδικά στις δυτικές επαρχίες (Βαλτική, Πολωνία) όπου ο αναρχισμός εξαπλώθηκε, αποχωρήσαντες εσέροι και σοσιαλδημοκράτες σχημάτιζαν αναρχικούς πυρήνες που με τη σειρά τους σχημάτιζαν χαλαρές ομοσπονδίες κα επιδίδονταν σε πολύμορφη ριζοσπαστική δράση, κυρίως τερρορισμό.
Εσέροι και σοσιαλδημοκράτες επέλεγαν να εγκαταλείψουν τις οργανώσεις τους για πολλούς λόγους. Πολλοί που προέρχονταν από τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις είχαν αποξενωθεί από τις κομματικές ηγεσίες, καθώς τους θεωρούσαν «πολυλογάδες διανοούμενους» που ασχολούνταν μόνο με θεωρητικά ζητήματα, διασπώντας τους επαναστάτες. Άλλοι, λίγο περισσότερο καταρτισμένοι ιδεολογικά, απέρριπταν τη μαρξιστική εμμονή για την αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης κοινοβουλευτική: δημοκρατίας η οποία, σύμφωνα με το σοσιαλιστικό δόγμα, ήταν αναγκαίο στάδιο για τη σοσιαλιστική κοινωνική μετεξέλιξη και τον τελικά μαρασμό του κράτους.
Για τους αναρχικούς, όμως σύμφωνα με τις διακηρύξεις τους, εφόσον η δημοκρατία προστάτευε την καπιταλιστική εκμετάλλευση, ήταν εξίσου εχθρική με την απολυταρχία. Έτσι, και τα δύο αυτά πολιτικά συστήματα, «...μόνο μια γλώσσα είναι δυνατή. -βία». Η εργατική τάξη δε θα έπρεπε να κάνει καμία διάκριση ως προς τις διάφορες μορφές διακυβέρνησης, καθώς ένας επαναστάτης εργάτης μπορούσε «.. .να μπει σε ένα δημοκρατικό κοινοβούλιο, στα χειμερινά ανάκτορα ή σε οποιοδήποτε αστυνομικό-κρατικό ίδρυμα, μόνο με μια βόμβα».
Σε επίπεδο τακτικής, οι αποχωρήσαντες εσέροι, αν και πλήρως συμφωνούσαν με την κομματική τους πρακτική του πολιτικού τερρορισμού, θα επιθυμούσαν την επέκταση αυτών των μεθόδων και στο πεδίο της οικονομικής πάλης, τη χρήση τους δηλαδή κατά των καπιταλιστών. Οι αποχωρήσαντες σοσιαλδημοκράτες εγκατέλειπαν το κόμμα τους διαμαρτυρόμενοι για την επίσημη αντι-τερροριστική θέση του και το επακόλουθο έλλειμμα πρακτικής μαχητικής δράσης.
Και πάλι ο Αβριτς δικαίως ισχυρίζεται πως «...τα σοσιαλιστικά κόμματα στη Ρωσία σε αντίθεση με αυτά της Δυτ. Ευρώπης με τον ισχυρά ρεφορμιστικό χαρακτήρα τους, ήταν επαρκώς μαχητικά για να τους “στεγάζουν” όλους, πλην των πλέον παθιασμένων και ιδεαλιστών νέων σπουδαστών και εργατών, καθώς και των χωρίς ρίζες στοιχείων του υπόκοσμου των πόλεων».
Αυτά τα ανικανοποίητα και κυρίως νεαρά άτομα, τα ανίκανα να θέσουν τα εξεγερμένα πνεύματά τους υπό τους κανόνες και την πειθαρχία μιας δομημένης πολιτικής οργάνωσης, ήταν που έτειναν να εγκαταλείψουν τα επίσημα κόμματα και να γίνουν αναρχικοί, αφήνοντας στην άκρη ζητήματα ιδεολογίας και τακτικής.
Παρά το γεγονός ότι ακόμα και μετά το 1905 οι αναρχικοί ήταν σχετικά λίγοι συγκρινόμενοι με τους εσέρους και τους σοσιαλδημοκράτες, ήταν υπεύθυνοι για πολύ περισσότερες πολιτικές δολοφονίες.
Είναι αδύνατο να υπολογίσουμε με κάποια ακρίβεια το ποσοστό των τερροριστικών ενεργειών που είχαν γίνει από αναρχικούς, καθώς οι τοπικές αρχές σπάνια διευκρίνιζαν στις αναφορές τους τις πολιτικές τάσεις του κάθε τερροριστή. Οι ίδιες οι αναρχικές ομάδες, απομονωμένες η μία από την άλλη και χωρίς κεντρική οργανωτική δομή, δεν τηρούσαν βέβαια ακριβή αρχεία.
Μικρή αμφιβολία υπάρχει παρ’ όλα αυτά, πως η πλειοψηφία των περίπου 17.000 θυμάτων (νεκρών και τραυματιών) των τερροριστικών ενεργειών μεταξύ 1901 και 1916, ήταν έργο των αναρχικών. Πολλά από τα θύματα ήταν προσεκτικά επιλεγμένοι στόχοι επιθέσεων, ήταν όμως και πολλοί περαστικοί σε σημεία εκρήξεων, ληστειών και ανταλλαγής πυροβολισμών μεταξύ αναρχικών και αστυνομίας.
Η επιρροή του αναρχισμού στη ζωή της Ρωσίας κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα ήταν δυσανάλογη ως προς τον αριθμό των υποστηρικτών του. Πολλοί από αυτούς τους υποστηρικτές εκπροσωπούν τη νέα γενιά τερροριστών, τουλάχιστον με όρους θεωρητικής δικαίωσης των πολιτικών τους.
Ο Βάλτερ Λακέρ είναι απόλυτα σωστός στο να θεωρεί πως το αναρχικό κίνημα «δεν έκανε καμία θεωρητική συνεισφορά στην υπόθεση του ένοπλου αγώνα» στη Ρωσία. Αντίθετα από το Σοσιαλ-επαναστατικό Κόμμα που παρείχε στους υποστηρικτές του μια νέα ιδεολογική δικαίωση της τερροριστικής δράσης, οι ρώσοι αναρχικοί ελάχιστα έκαναν για την ανάπτυξη μιας θεωρητικής θεμελίωσης για την πολιτική του ατομικού τερρορισμού. Το μόνο που έκαναν ήταν κάποιες διακηρύξεις σε «φουτουριστικό» στυλ που κατήγγειλαν «...τη δηλητηριώδη ανάσα του πολιτισμού» και καλούσαν: «Αρπάξτε τα σουβλιά και τα σφυριά! Υπονομεύστε τα θεμέλια των τρωτών πόλεων! Τα πάντα είναι δικά μας, οτιδήποτε έξω από εμάς είναι θάνατος... Όλοι στους δρόμους! Εμπρός! Καταστρέψτε! Σκοτώστε!» Μέσα σε αυτή την ελάχιστα εκλεπτυσμένη φιλοσοφία ωστόσο, οι διάφοροι αναρχικοί κύκλοι στη Ρωσία και στο εξωτερικό έβρισκαν μια σειρά από λόγους για να υιοθετήσουν τον τερρορισμό ως πρωταρχική τακτική.
Μια από τις πιο σημαντικές αναρχικές ομάδες, αν και από τις λιγότερο ριζοσπαστικές, ήταν ο κύκλος των οπαδών του Π. Κροπότκιν, εξέχοντα θεωρητικού του ρώσικου αναρχισμού, που τότε κατοικούσε στο Λονδίνο. Η ομάδα είχε ως έδρα τη Γενεύη και εξέδιδε τη μηνιαία εφημερίδα ΧΛΕΜΠ ι ΒΟΛΙΑ («Ψωμί και Ελευθερία»). Χαρακτηρίζονταν ως αναρχοκομμουνιστές ενώ παρόμοια με τους εσέρους και -ακόμα περισσότερο- τους σοσιαλδημοκράτες, απέδιδαν τον πρωτεύοντα ρόλο του επαναστατικού κινήματος στις μάζες.
Σύμφωνα με τον Κροπότκιν, ατομικές τερροριστικές ενέργειες δεν επέφεραν καμία σημαντική αλλαγή στην υπάρχουσα κοινωνικοπολιτική τάξη πραγμάτων. Όσο για τις απαλλοτριώσεις, ενώ ως πρακτική δικαιολογημένα μετέφερε κεφάλαια από τη μπουρζουαζία προς αυτούς που εξέφραζαν την υπόθεση των καταπιεσμένων, εντούτοις δε συνεισέφερε στην ολική εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας, τον τελικό σκοπό δηλαδή των αναρχικών.
Αφού μελέτησαν τις υπάρχουσες φιλοσοφίες πάνω στο θέμα των πολιτικών δολοφονιών, τα μέλη της ΧΛΕΜΠ ι ΒΟΛΙΑ κατέληξαν πως είναι επίπλαστη η αντίληψη του να διαχωρίζεις τον πολιτικό από τον οικονομικό τερρορισμό (όπως έκαναν π.χ. οι εσέροι). Καθήκον των αναρχικών ήταν να παλέψουν τόσο ενάντια στο κράτος, όσο και ενάντια στην καπιταλιστική καταπίεση.
Αμφισβήτησαν επίσης τον «κεντρικό τερρορισμό» όπως εφαρμοζόταν από τους εσέρους, θεωρώντας τον μη δικαιολογήσιμο στην ίδια του την ουσία, καθώς όλες οι αποφάσεις θα έπρεπε να παίρνονται από τους ίδιους τους τερροριστές, χωρίς καμία επιρροή ή πίεση. Αν και οι δύο αυτές αρχές θα έπρεπε υποτίθεται να προωθούν την τερροριστική διάθεση ανάμεσα στους αναρχικούς, εξαλείφοντας τους περιορισμούς στη χρήση βίας (ειδικά σε στόχους που χαρακτηρίζονταν ως καπιταλιστές-εκμεταλλευτές), οι αναρχικοί της Χλεμπ ι Βόλια έδωσαν έμφαση στο γεγονός ότι η χρήση «τυφλής» βίας ενάντια σε χαμηλόβαθμα στελέχη του κράτους και της αστικής τάξης ήταν ασύμβατη με την επαναστατική συνείδηση.
Αντιθέτως, η Χλεμπ ι Βόλια ανοιχτά συνηγορούσε μόνο υπέρ του αμυντικού τερρορισμού, ο οποίος δικαιολογούσε αντίποινα ενάντια σε συγκεκριμένα, ιδιαιτέρως μισητά μέλη της αστυνομία και των Μαύρων Εκατονταρχιών. Διακήρυξαν επίσης πως διαδικασίες «επαναστατικών δικαστηρίων», «επαναστατικών ποινών» και άλλων παρόμοιων «αστικών κατάλοιπων», όπως γίνονταν από άλλα επαναστατικά κόμματα, δε συμφωνούσαν με τις δικές τους αντιλήψεις. Μέσα σε συνθήκες γενικευμένης καταπίεσης, οι αναρχικοί δε θα δίκαζαν και καταδίκαζαν. Θα υπεράσπιζαν τον εαυτό τους και θα εκδικούνταν. Ταυτόχρονα, όπως και οι εσέροι, προσδοκούσαν πως η τερροριστική δράση τους θα συνεισέφερε στην «προπαγάνδα με την πράξη», ξυπνώντας τις μάζες και υποκινώντας τες σε παραπέρα πάλη.
Η ανοιχτή αποκήρυξη του «τυφλού» τερρορισμού από τον Κροπότκιν και τους συντρόφους του είχε απήχηση και σε άλλους αναρχικούς, με πιο ένθερμους τους αναρχοσυνδικαλιστές. Αυτοί σχημάτιζαν μια μεγάλη ένωση στην Οδησσό, την ΟΜΑΔΑ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΩΝ της ΝΟΤΙΑΣ ΡΩΣΙΑΣ. Πίστευαν ότι δεδομένων των συνθηκών που επικρατούσαν, ο απελευθερωτικός αγώνας θα έπρεπε να είναι οικονομικός. Ο άμεσος στόχος των αναρχικών ήταν η διάδοση του λόγου τους στα εργοστάσια και η οργάνωση εργατικών ενώσεων ως φορέων της ταξικής πάλης ενάντια στη μπουρζουαζία. Κατά την άποψή τους, οι απαλλοτριώσεις και οι απομονωμένες τερροριστικές ενέργειες κατά εκπροσώπων του μισητού πολιτικού καθεστώτος, δε συνεισέφεραν στη διαπαιδαγώγηση του προλεταριάτου. Διαφωνούσαν με τις συνωμοτικές τακτικές και θεωρούσαν πως «...μόνο το εργατικό κίνημα μπορεί να παρέχει την οργανωμένη στρατιά των μαχητών της ελευθερίας που απαιτείται για την επιτυχή κοινωνική επανάσταση».
Στη θεωρητική οπτική τους σχετικά με την τερροριστική δράση, αρκετές αναρχικές ομάδες εμφανίζονταν λοιπόν σχετικά μετριοπαθείς. Οι απόψεις τους ήταν πιο συγκρατημένες σε σχέση με τους εσέρους (και βέβαια τους μαξιμαλιστές). Στην περίπτωση μάλιστα των αναρχοσυνδκαλιστών, οι απόψεις τους προσέγγιζαν αυτές των σοσιαλδημοκρατών. Όλοι αυτοί βέβαια αποτελούσαν μια μειονότητα. Η μεγάλη πλειονότητα των αναρχικών ήταν υπέρ της «τυφλής», ριψοκίνδυνης, απεριόριστη: βίας, θεωρώντας «...την υπάρχουσα κρατική καταπίεση και οικονομική σκλαβιά, επαρκή κίνητρα για άμεση επίθεση, συλλογική ή ατομική, κατά των καταπιεστών και των εκμεταλλευτών, χωρίς να χρειάζεται καμία άλλη δικαιολόγηση».
Η μεγαλύτερη και πιο ενεργή αναρχική οργάνωση στη Ρωσία ήταν μια ομοσπονδία ομάδων, απλωμένη κυρίως στις παραμεθόριες επαρχίες στη δύση και το νότο, γνωστή ως «ΜΑΥΡΗ ΣΗΜΑΙΑ». Τα μέλη της χαρακτηρίζονταν ως αναρχοκομμουνιστές. Σε επίπεδο τακτικής όμως. ήταν διατεθειμένοι να πάνε πέρα από την αντίληψη του Κροπότκιν, που_ θεωρούσε την ατομική δράση απλά ως συμπλήρωμα του μαζικού αγώνα ενάντια στην πολιτική και οικονομική καταπίεση. Ήταν πιο κοντά στις απόψεις περί συνομωσίας και αδιάκοπης βίας που είχε εκφράσει ο «πατέρας» του ρώσικου αναρχισμού, ο Μπακούνιν. Καχύποπτοι απέναντι σε μεγάλης κλίμακας οργανώσεις, δεν υποστήριζαν τις απόψεις των αναρχοσυνδικαλιστών, που θεωρούσαν καθοδηγητικό το ρόλο των εργατικών ενώσεων στην υπόθεση της απελευθέρωσης του προλεταριάτου. Προτιμούσαν την άμεση «αιμοδιψή» δράση, σε σχέση με την υπομονετική μακροχρόνια προπαγάνδα κατά των καπιταλιστών.
Έτσι, σύντομα μετά την εμφάνιση των ομάδων της Μαύρης Σημαίας το 1903. τα μέλη της εξέφρασαν τη δική τους αντίληψη για την τερροριστική δράση. Για αυτούς, κάθε ενέργεια βίας ενάντια στην πολιτική καταπίεση, όσο άγρια και ανούσια κι αν φαινόταν στην κοινή γνώμη, ήταν δικαιολογημένη μέσα σε μια κατάσταση που από το 1905 προσέγγιζε τον εμφύλιο πόλεμο. Μέσα σε μια κατάσταση γενικευμένης σύγκρουσης και αμοιβαίου μίσους μεταξύ των εξεγερμένων σκλάβων και των αφεντών τους, οι αναρχικοί θεωρούσαν πως δε χρειάζονταν κάποια ιδιαίτερη πρόκληση για να στρέψουν την εκδίκησή τους ενάντια στους πράκτορες της απολυταρχίας.
Οι πολιτικές δολοφονίες δε θα χρησιμοποιούνταν πλέον, απλά ως τιμωρία με ξεκάθαρο κίνητρο, ενάντια σε συγκεκριμένες βάναυσες και καταπιεστικές πράξεις κάποιου αντιδραστικού. Στην πραγματικότητα οι αναρχικοί αναγνώρισαν την «αυθαίρετη» φύση του τερρορισμού που προωθούσαν, δίνοντας του έναν ιδιαίτερο χαρακτηρισμό: «τερρορισμός χωρίς αφορμή».
«Η μονοτονία της αποστολής μου συχνά μετριαζόταν από τη συντροφιά του λαμπρού ρώσου φιλόσοφου Τζούντο Γκρόσμαν, περισσότερο γνωστού με το επαναστατικό ψευδώνυμό του, Ρόστσιν. Ήταν της ηλικίας μου, αλλά πολύ σοφότερος. Γεννήθηκε σε οικογένεια πλουσίων επιχειρηματιών οι οποίοι, προφανώς για να αποφύγουν προβλήματα, του παρείχαν ένα γενναιόδωρο ποσό που του επέτρεπε να περνά τον περισσότερο χρόνο του στη Γαλλία και την Ελβετία. Εκεί ανέπτυξε την αναρχική φιλοσοφία του, πολύ ριζοσπαστικότερη από τον “ορθόδοξο” και “επίσημο” αναρχοκομμουνισμό του Κροπότκιν ή τον αναρχοσυνδικαλισμό που υιοθετούταν από μεγάλο αριθμό γάλλων συνδικαλιστών.
Σε ζητήματα τακτικής εισήγαγε δύο νέες ιδέες. Την κατάληψη μιας βιομηχανικής πόλης, μικρής ή μεγάλης, την οποία οι επαναστάτες θα κρατούσαν έστω και για λίγες ημέρες, στη διάρκεια των οποίων θα απαλλοτρίωναν τον πλούτο προς όφελος των φτωχών. Αυτό, πίστευε, θα προκαλούσε εξεγέρσεις και σε άλλες περιοχές, μέχρι που θα έμπαινε φωτιά σε όλη τη χώρα, και κάθε κυβερνητική εξουσία θα καταργούταν για πάντα.
Στο μεταξύ, η μπουρζουαζία θα έπρεπε διαρκώς να παρενοχλείται με πράξεις τερορισμού. Όχι όμως με πράξεις αντεκδίκησης ενάντια σε άκαρδους καταπιεστές ή δεσποτικούς αξιωματούχους, λόγω δηλαδή της ύπαρξης μιας συγκεκριμένης αφορμής, αλλά με πράξεις που θα στρέφονται ενάντια στη μπουρζουαζία ως τέτοια, για το μοναδικό έγκλημά της να συνιστά μια τάξη εχθρική προς τους εργάτες. Από αυτό προκύπτει και ο όρος που εισήγαγε: “τερορισμός χωρίς αφορμή”.
Βόμβες που ρίχνονταν μέσα σε θέατρα (οι φτωχοί, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούσαν να πάνε σε αυτά), σε κυριλέ εστιατόρια και καφέ. Και φυσικά, ας μην αναφερθούμε καν στις αυθόρμητες μαχαιριές ή πιστολιές σε άτομα που φαίνονταν ευκατάστατα, και που θα έπρεπε να είναι η καθημερινή πρακτική εφαρμογή της τακτικής του. Η ατομική τυραννία των ηγεμόνων του παρελθόντος είχε αντικατασταθεί από τη συλλογική τυραννία της μπουρζουαζίας.
Ως εκ τούτου, η δικαιολόγηση της τυφλής μαζικής αντεκδίκησης εκ μέρους των καταδυναστευομένων ήταν το άλφα και το ωμέγα, το βασικό εργαλείο. Αυτές οι ιδέες του Ρόστσιν είχαν εκφραστεί συνοπτικά, δέκα χρόνια νωρίτερα, από τον Λοτιέρ, ένα γάλλο αναρχικό που είχε δηλώσει στο δικαστήριο:
“Δεν θα έχω σκοτώσει έναν αθώο αν σκοτώσω τον πρώτο αστό που θα συναντήσω στο δρόμο μου”. Είχε αποπειραθεί να σκοτώσει ένα διπλωμάτη που βρέθηκε στο δρόμο του σε μια παρισινή λεωφόρο.
Η ομάδα που ίδρυσε ο Ρόστσιν λεγόταν Μαύρη Σημαία, παίρνοντας το όνομά της από το ομώνυμο περιοδικό που έκδιδε το 1905. Κάποια μέλη της ομάδας όντως προχώρησαν στην εφαρμογή του “χωρίς αφορμή τερορισμού”, ρίχνοντας βόμβες σε κομψά εστιατόρια της Βαρσοβίας και της Οδησσού».
Σε συμφωνία με αυτή την τελείως νέα αντίληψη που ξεκινά να εξαπλώνεται γύρω στο 1905, η βία δεν απαιτούσε πλέον άμεση δικαιολόγηση. Οποιοσδήποτε φορούσε στολή θεωρούταν εκπρόσωπος του κυβερνητικού στρατοπέδου και άρα, ανά πάσα στιγμή, στόχος εκτέλεσης ως εχθρός του λαού. Σύμφωνα με τους θιασώτες του «χωρίς αφορμή» τερρορισμού, όλοι οι υπερασπιστές του τσαρικού καθεστώτος, ακόμα και αυτοί που υπηρετούσαν την κυβέρνηση λόγω υποχρεωτικής στρατολογίας, άξιζαν την ποινή του θανάτου. Οι αρχές λοιπόν των bezmotivniki παρείχαν δικαίωση σε κάθε εξτρεμιστή που αποφάσιζε να ρίξει μια βόμβα σε μια στρατιωτική μονάδα, σε μια κοζάκικη περίπολο, σε μια περίπολο αστυνομικών.
Ακόμα περισσότερο, σύμφωνα με τις αρχές του «χωρίς αφορμή» τερρορισμού, ήταν καθήκον κάθε αναρχικού να μάχεται ενάντια στους εκπρόσωπους της οικονομικής καταπίεσης. Στα μάτια των αναρχικών της Μαύρης Σημαίας ή ομάδων όπως οι ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΑΤΟΜΙΚΙΣΤΕΣ, η οικονομική καταπίεση ήταν τόσο εχθρική όσο και οι πολιτικές συνθήκες της απολυταρχίας. Στην πάλη ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία, η αναρχική τάση δικαιολογούσε το θάνατο κάθε βιομηχάνου ή γαιοκτήμονα ακόμα και των διευθυντών των επιχειρήσεών τους, όντας εκπρόσωπο του καπιταλιστικού κόσμου και άρα εκμεταλλευτές από την ίδια τη φύση της θέσης τους.
Στην ουσία, οι αναρχικοί ριζοσπάστες θεωρούσαν ένοχους για την οικονομική καταπίεση «...όχι απλά μια κοινωνική κατάσταση πραγμάτων, αλλά τον καθένα που στηρίζει αυτή την κατάσταση και τη χρησιμοποιεί προς όφελος του». Με αυτή την πεποίθηση στο μυαλό τους, οι αναρχικοί παραμέριζαν τους ηθικούς ενδοιασμούς ρίχνοντας βόμβες σε θέατρα και εστιατόρια, καθώς ήταν απίθανο κάποιος που δεν άνηκε στην τάξη των καταπιεστών να συχνάζει σε τέτοιους χώρους διασκέδασης, φτιαγμένους ειδικά για την αναψυχή της μπουρζουαζίας.
Σε αυτό το πνεύμα, οι αναρχοκομμουνιστές της Βαρσοβίας έριξαν στις 4 Νοέμβρη 1905, δύο βόμβες «εμπλουτισμένες» με καρφιά, στο καφέ του ξενοδοχείου ΜΠΡΙΣΤΟΛ, όπου εκείνη την ώρα βρίσκονταν διακόσιοι θαμώνες, απλά και μόνο «...για να δούμε πως θα σφάδαζαν οι αχρείοι μπουρζουάδες μέσα στην αγωνία του θανάτου». Αυτή η πολιτική τους φαινόταν ιδιαιτέρως αρμόζουσα, καθώς οι αναρχοκομμουνιστές θεωρούσαν πως «...συγκριτικά με τον πολιτικό τερρορισμό, ο οικονομικός αντιμπουρζουάδικος τερρορισμός είναι πιο αποτελεσματικό μέσο προπαγάνδας των αναρχικών ιδεών μέσα στο προλεταριάτο». Οι αναρχοατομικιστές το πήγαν ακόμα πιο μακριά, θεωρώντας τον εαυτό τους ελεύθερο να σκοτώσει οποιοδήποτε αυτοί έκριναν, ακόμα κι αν αυτό ήταν μόνο και μόνο για την προσωπική τους ικανοποίηση. Κατά την οπτική τους, κάθε τερροριστική ενέργεια, χωρίς διάκριση, συνεισέφερε με το δικό της τρόπο στην καταστροφή του αστικού κόσμου.
Οι αναρχικοί μάχονταν να ανατρέψουν τόσο αυτό που θεωρούσαν καταπιεστική πολιτική και οικονομική τάξη πραγμάτων, όσο και τα ηθικά θεμέλια του υπάρχοντος κράτους και κοινωνίας. Εκπρόσωποι της αρχοκομμουνιστικής τάσης του κινήματος επιδοκίμαζαν τις -χωρίς ιδιαίτερη αφορμή- τερροριστικές επιθέσεις κατά αντιδραστικών διανοούμενων και ακόμα συχνότερα κατά του κλήρου. Στα μάτια αυτών των αναρχικών, ακόμα και τα σύμβολα της κρατικής και πνευματικής υποδούλωσης (όπως αψίδες θριάμβου και αγάλματα στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών), καθώς και οι ναοί, ήταν κατάλληλοι στόχοι για ανατίναξη.
Οι ομάδες της Μαύρης Σημαίας στρατολογούσαν τα περισσότερα οπό τα μέλη τους, στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα των παραμεθόριων περιοχών, κυρίως στο Εβραϊκό Όριο. Αν και οι αναρχικοί είχαν σχετικά λίγους υποστηρικτές στις κεντρικές ρώσικες επαρχίες και στις πρωτεύουσες, ένας αριθμός μικρότερων ομάδων δρούσε σε αυτές τις περιοχές με ριζοσπαστισμό και φανατισμό που δεν υπολείπονταν της εξτρεμιστικής Μαύρης Σημαίας.
Ίσως η πιο σημαντική από αυτές τις ομάδες να ήταν η «ΧΩΡΙΣ ΕΞΟΥΣΙΑ», που είχε την «έδρα» της στην Πετρούπολη, ενώ μικρότερες ομάδες της δρούσαν στο Κίεβο, το Μινσκ και τη Βαροοβία. Όπως η Μαύρη Σημαία, έτσι και η Χωρίς Εξουσία οριζόταν ως οναρχοκομμουνιστική και τα μέλη της ήταν εξίσου παθιασμένοι υποστηρικτές του «χωρίς αφορμή» τερρορισμού.
Εξέχουσα μορφή της Χωρίς Εξουσία ήταν ο Μπιντμπέι, ένας νεαρός άντρας (είκοσι και κάτι χρονών), θαυμαστής του Σεργκέι Νετσάγιεφ, αυτού του «μαύρου πρόβατου» του ρωσικού επαναστατικού κινήματος του 19ου αιώνα.
Ο Μπιντμπέι (όπως και ο Νετσάγιεφ) προωθούσε την χωρίς ενδοιασμούς χρήση βίας και με επιμονή υποστήριζε πως οι ριζοσπάστες θα έπρεπε να συνεργαστούν με τους «...ληστές τους μόνους πραγματικούς επαναστάτες στη Ρωσία». Καλούσε τους συντρόφους του να επιφέρουν ανελέητα χτυπήματα ενάντια σε κάθε κρατικό αξιωματούχο και αστυνομικό. Θεωρούσε κάθε τέτοια επίθεση ως βήμα για τη λαϊκή απελευθέρωση.
Επιπλέον, στην οπτική του Μπιντμπέι ήταν ουσιώδες το να χτυπιέται ο κάθε ιδιοκτήτης, καθώς τέτοιες ενέργειες εκδήλωναν την ταξική σύγκρουση και υποκινούσαν τις καταπιεσμένες μάζες σε αγώνα ενάντια στα αφεντικά. Μέσα στο πνεύμα του «χωρίς αφορμή» τερρορρισμού, οι αναρχικοί της Χωρίς Εξουσία υιοθέτησαν την πολεμική κραυγή «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΣΤΟΥΣ» ως κεντρικό σύνθημα και θεμελιώδη τους πολιτική, κρίνοντας επαρκή τη θεώρηση πως «...βλέποντας έναν άνθρωπο με λευκά γάντια, αναγνωρίζεις έναν εχθρό που του αξίζει ο θάνατος».
Μετά το 1907, όταν η οργανωμένη αντικαθεστωτική δράση είχε σε μεγάλο βαθμό κατασταλεί, η πλειοψηφία της Χωρίς Εξουσία ασχολήθηκε αποκλειστικά με την οικονομική πλευρά του τερρορισμού. Τη στιγμή που πολλοί ριζοσπάστες (κυρίως μεταξύ των εργατών) είχαν απογοητευθεί και επέστρεφαν στις δουλειές τους, πολλά μέλη της Χωρίς Εξουσία επέμεναν πως οι πραγματικοί αναρχικοί δεν πρέπει να συμμετέχουν στην καπιταλιστική παραγωγή, καθώς «...δεν πρέπει με τη δουλειά μας σε εργοστάσια και καταστήματα να ενδυναμώνουμε και να πλουτίζουμε τους ίδιους ακριβώς αστούς που θα πρέπει να είναι αντικείμενο της πιο ανελέητης εξόντωσης. Ένας πραγματικός αναρχικός πρέπει να ικανοποιεί τις υλικές του ανάγκες με μέσο τις ληστείες και την κλοπή τω· υπαρχόντων των πλουσίων».
Στην ουσία, ο Μπιντμπέι και οι σύντροφοί του κήρυξαν ολοκληρωτικό πόλεμο στο όλον της υπάρχουσας κοινωνίας, θεωρώντας την διεφθαρμένη ως τον πυρήνα της και επιδιώκοντας την καταστροφή της με μέσο τον τερρορισμό. Και άλλες μικρότερες αναρχικές ομάδες (όπως οι Αναρχικοί-Ατομικιστές), ακολούθησαν το κάλεσμά τους για άμεση δράση, δικαιολογημένοι ακριβώς από τον ισχυρισμό ότι δε χρειάζονται καμία δικαιολόγηση.
«Η πιο βίαιη απ’ όλες τις ριζοσπαστικές σέχτες ήταν η αναρχική ομάδα που λεγόταν Χωρίς Εξουσία. Το κήρυγμα της ομάδας ήταν η ίδια η απλότητα. Οι μάζες, που προς το παρόν κοιμούνταν, ήταν κατά βάσει επαναστατικές.
Ήταν αναγκαίο να τις ξεσηκώσουν, όχι ενάντια σε συγκεκριμένες επιμέρους καταπιέσεις αλλά στο ίδιο το κοινωνικό σύστημα. Όταν θα ανορθώνονταν, θα διέλυαν όλους τους θεσμούς του παλιού κόσμου και πάραυτα θα εγκαθίδρυαν τον επίγειο παράδεισο του ελευθεριακού κομμουνισμού που θα καθιστούσε περιττή κάθε οργανωμένη εξουσία. Και ο καλύτερος τρόπος για να ξεσηκώσεις τις μάζες ήταν να απευθυνθείς στην επιθυμία τους για εκδίκηση και να δώσεις το παράδειγμα, αδιακρίτως σκοτώνοντας και ληστεύοντας όλους τους επωφελούμενους του παρόντος συστήματος προνομίων.
Ήταν, εν ολίγοις, ένα κήρυγμα για τις “τρελαμένες παρυφές” του ριζοσπαστικού κινήματος. Διέφεραν από την Μαύρη Σημαία η οποία ενέκρινε τους μαζικούς αγώνες για άμεσες βελτιώσεις, ενώ η Χωρίς Εξουσία μόνο περιφρόνηση έτρεφε για τις απεργίες με μισθολογικά αιτήματα.
Ο ιδρυτής της Χωρίς Εξουσία ήταν ένας νεαρός αρμένιος διανοούμενος, που υπέγραφε ως “Μπιντμπέι” τις ευφυώς γραμμένες μπροσούρες του. Το πραγματικό του όνομα ήταν το, διόλου αρμένικο, Νικολάι Ρομανόφ (που ήταν ακριβώς και το όνομα του... τσάρου). Έχοντας κάνει μία φάρσα με την οποία ειρωνευόταν τον τσάρο μέσω της συνωνυμίας τους, το 1902 αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο της Πετρούπολης.
Η Μπιντμπέι είχε μόλις φύγει από τη Γενεύη όταν έφτασα εκεί. Αφού έγραψε όλα όσα είχε να πει σε μια σειρά ευφυών μπροσούρων, επέστρεψε στην πατρίδα στον Καύκασο όπου αργότερα συνελήφθη έχοντας στην κατοχή του μια βαλίτσα με εκρηκτικά. Η χλευαστική περιφρόνηση με την οποία αντιμετώπισε τους δικαστές, ευρέως επισημάνθηκε και θαυμάστηκε το 1905-1906. Αρνήθηκε να σηκωθεί από το εδώλιο όταν καλέστηκε το όνομά του, όπως και να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση, καθώς “...δεν ομιλώ σε ανθρώπους τους οποίους δεν γνωρίζω προσωπικά”. Η περιφρονητική σιωπή του φαίνεται να εντυπωσίασε ακόμα και τους δικαστές, που αντί να τον καταδικάσουν σε θάνατο, του επέβαλλαν δεκαπενταετή καταναγκαστικά έργα, μια ποινή της οποίας -απ’ όσο γνωρίζω- δεν επιβίωσε».
Ασχέτως των θεωρητικών διαφωνιών μεταξύ των αναρχικών ως προς το πόσο εκτεταμένα θα έπρεπε να εφαρμοστούν οι τερρορριστικές μέθοδοι, όλες οι αναρχικές οργανώσεις -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- υποστήριζαν την πρακτική των πολιτικών δολοφονιών. Καμία από αυτές τις ομάδες δεν αμφισβητούσε την αρχή της τερροριστικής δράσης. Η ασυμφωνία τους αφορούσε τα «ψιλά γράμματα» της θεωρίας της ατομικής βίας και τις λεπτομέρειες που καθόριζαν την επιλογή των στόχων.
Ενώ -θεωρητικά- απέδιδαν μεγάλη σημασία στην προπαγάνδα μέσα στο προλεταριάτο, στη πράξη πολλές αναρχικές ομάδες ασχολούνταν αποκλειστικά με τον τερρορισμό και σπάνια επιδίδονταν σε πιο μακροπρόθεσμες εκφάνσεις του αντικαθεστωτικού και αντικαπιταλιστικού αγώνα. Σύμφωνα με έναν παλιό εξτρεμιστή: «Δεν υπήρχε σχεδόν κανένας αναρχικός που μπαίνοντας στις γραμμές του κινήματος να μη γινόταν 100% boevik (μαχητής), έτοιμος ανά πάσα στιγμή για την κάθε ενέργεια.
Η επαναστατική κατάσταση δημιούργησε μια ατμόσφαιρα απόλυτης μαχητικότητας, ειδικά κατά την περίοδο 1905-1906. Οι αναρχικοί ήταν οι πλέον χαρακτηριστικοί του νέου τύπου τερροριστή, όχι μόνο ως προς την επιλογή των στόχων, αλλά και ως προς τη διαδικασία που επέλεγαν για να προβούν σε τερροριστικές ενέργειες».
Σε ότι αφορά τους στόχους, όλοι οι αναρχικοί (πλην των μελών της Χλεμπ ι Βόλια) ήταν έτοιμοι να αποδείξουν έμπρακτα τη διάθεσή τους για γενικευμένες εκτελέσεις. Ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς αναρχοσυνδικαλιστές υποστήριζαν εκτελέσεις που συνδέονταν με την πολιτική τους, αυτή του ολικού οικονομικού τερρορισμού. Με το ξέσπασμα λοιπόν της πρώτης ρωσικής επανάστασης, οι αναρχικοί αφοσιώθηκαν σε τερροριστικά σχέδια που θα ήταν αδιανόητα για τους επαναστάτες του 19ου αιώνα, ενώ άλλοι -μη αναρχικοί- ριζοσπάστες του 1905,τα έβρισκαν αντιφατικά.
Όπως τα μέλη όλων των άλλων επαναστατικών οργανώσεων, έτσι και οι αναρχικοί άρπαζαν κάθε ευκαιρία που τους δινόταν για να «καθαρίσουν» τις γραμμές τους από τους πολυάριθμους πράκτορες της αστυνομίας, ή για να επιτεθούν σε άτομα που βοηθούσαν τις αρχές στη σύλληψη επαναστατών ή που κατέθεταν εναντίον τους στα δικαστήρια. Οι αναρχικοί συχνά άνοιγαν πυρ και πετούσαν βόμβες στους αστυνομικούς που επιχειρούσαν να πραγματοποιήσουν εφόδους και συλλήψεις σε σπίτια όπου διέμεναν. Συχνά προτιμούσαν να τερματίσουν τις ζωές τους με την τελευταία τους σφαίρα, αντί να πέσουν στα χέρια των αρχών.
Χαρακτηριστικά αναφέρω πως στις 14 Μάρτη του 1909, στη μικρή πόλη Σμέλα, μετά από πολύωρη και αιματηρή μάχη με την αστυνομία, ο αναρχικός Μιρόσνικ τοποθέτησε δυναμίτη μέσα στο στόμα του και ανατινάχθηκε, ενώ ο σύντροφός του Αρίς ανατινάχθηκε με χειροβομβίδα. Αρκετοί επίσης σκοτώνονταν στην προσπάθειά τους να απελευθερώσουν φυλακισμένους συντρόφους τους, πολλές φορές με ιδιαίτερα ριψοκίνδυνα σχέδια. Σε μια περίπτωση, ομάδα αναρχικών εισέβαλε σε εκκλησία όπου είχαν μεταφερθεί κρατούμενοι για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία του Πάσχα, εκτέλεσε τους φρουρούς και απελευθέρωσε τους φυλακισμένους. Συχνά, ένοπλοι αναρχικοί καταλάμβαναν τυπογραφεία και ζητούσαν από τους εργαζόμενους να τους τυπώσουν προκηρύξεις.
Αν και έκαναν μεγαλεπήβολα σχέδια για εκτελέσεις κυβερνητών και άλλων σημαινόντων κρατικών αξιωματούχων (περιλαμβανομένων και μελών της τσαρικής οικογένειας), στα οποία σταθερά αποτύγχαναν, εντούτοις συχνά επιτύγχαναν σε πράξεις εκδίκησης κατά τοπικών στρατιωτικών διοικητών, περιφερειακών αξιωματούχων της Οχράνα και της χωροφυλακής, πολιτικών και σωφρονιστικών αξιωματούχων, καθώς και ιερέων και ραβίνων που στα κηρύγματά τους καταφέρονταν κατά των ριζοσπαστών. Επικέντρωναν επίσης τις επιθέσεις τους ενάντια σε κρατικούς υπαλλήλους όλων των ειδών και των βαθμίδων, μόνο και μόνο λόγω της ιδιότητάς τους, θεωρώντας τους ένοχους ως υπηρέτες της απολυταρχίας.
Η σύγκρουση και το αμοιβαίο μίσος ανάμεσα στις αρχές και τους ριζοσπάστες ήταν τόσο βαθιά ώστε -όπως ανέφερε ένας επαναστάτης-, «...κάποιοι αναρχικοί δεν μπορούσαν καν να ανεχτούν τη θέα ενός αστυνομικού που βάδιζε στο δρόμο». Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν που ο πιο κοινός στόχος ήταν απλοί αστυνομικοί που περιπολούσαν. Με το ξέσπασμα της επανάστασης του 1905, οι απλοί αστυνομικοί του δρόμου χτυπιόντουσαν μαζικά και μέρα-μεσημέρι από τους αναρχικούς.
Σε αρκετές περιπτώσεις πάλι, επεδίωκαν την πρόκληση αυτού που χαρακτήριζαν «αντεπαναστατική βία». Στις 24 Απρίλη 1905 για παράδειγμα, αναρχικοί της Οδησσού συγκεντρώθηκαν μπροστά σε τοπικό κυβερνητικό κτίριο με σκοπό, όταν εμφανισθούν αστυνομικοί για να τους διαλύσουν, να εκτοξεύσουν βόμβες εναντίον τους.
Πολλοί αστυνομικοί που τους χαριζόταν η ζωή, αφοπλίζονταν από τους αναρχικούς. Οι αρχές γνώριζαν πως αστυνομικοί που υπηρετούσαν στα κέντρα της ριζοσπαστικής δράσης όπως η Οδησσός, το Εκατερίνοσλαβ και οι παραμεθόριες περιοχές, ήταν ιδιαίτερα τρωτοί σε εξτρεμιστικές επιθέσεις. Απέμενε μόνο η χρήση του στρατού. Μέχρι και τρεις στρατιώτες φυλούσαν τον αστυνομικό που ...φυλούσε μια τράπεζα, ένα ταχυδρομείο ή ένα δημόσιο ταμείο. Σε στρατιωτικές μονάδες είχε επίσης ανατεθεί η φύλαξη των αστυνομικών τμημάτων.
Οι αναρχικοί συχνά επεδείκνυαν μεγάλο προσωπικό θάρρος στην προθυμία τους να θυσιάσουν τη ζωή τους προς χάρη του επαναστατικού σκοπού. Ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να δράσουν κατ’ αυτό τον τρόπο, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για μια εντυπωσιακή ομαδική εκτέλεση κρατικών λειτουργών.
Σε ένα τυπικό περιστατικό, στις 27 Μάη 1906 στο Μπελοστόκ, δύο αναρχικοί επιτέθηκαν σε ολόκληρο αστυνομικό απόσπασμα και εκτέλεσαν τον διοικητή. Παρομοίως, τόσο συχνά πραγματοποιούσαν επιθέσεις σε έφιππους Κοζάκους, ώστε τους ανάγκασαν να μην εμφανίζονται στο δρόμο, φοβούμενοι τυχόν ενέδρα.
Σε κάποια περιστατικά, τερροριστές που ήθελαν να εκδικηθούν κάποιον αστυνομικό, επιδίδονταν σε ευφυή τεχνάσματα για να αναγκάσουν τα θύματά τους να βγουν από τις σχετικά προστατευμένες εγκαταστάσεις τους. Όμως, ούτε καν εκεί δεν ήταν προστατευμένη η αστυνομία, καθώς οι αναρχικοί συχνά κατάφερναν να πλησιάσουν τα βαριά φρουρούμενα αρχηγεία της Οχράνα και της χωροφυλακής, ρίχνοντας βόμβες στο εσωτερικό τους. Με την αποφασιστικότητα ενός φανατικού, κατάφεραν να εισβάλουν σε αστυνομικά αρχηγεία σε αρκετές περιφέρειες της χώρας, πυροδοτώντας τα εκρηκτικά που σκότωναν τους ίδιους, αλλά και όλους τους παριστάμενους. Ο Νισάν Φάρμπερ, ένα από τα πιο ενεργά μέλη της αναρχικής ομάδας του Μπελοστόκ, ήταν υπεύθυνος για μια τέτοια έκρηξη τον Οκτώβρη του 1904.
«Απ’ όλες τις ιδεολογίες που, στις αρχές του αιώνα, προσέλκυαν τους νεαρούς διανοούμενους (ή “ημιδιανοούμενους” όπως ο ίδιος), ο Σεμιόν ενστερνίστηκε τον αναρχισμό, ο οποίος, με όλο τον ουτοπισμό του, εξέφραζε πιο βίαια τη δυσφορία των καταπιεσμένων που είχαν κάποια μόρφωση. Είχε ενδιαφερθεί για τον αναρχισμό μέσα από τις ιστορίες που του είχε διηγηθεί ένας σχεδόν αγράμματος εβραίος αλήτης που οι περιπλανήσεις του είχαν φτάσει μέχρι τη Βαρκελώνη, ένα από τα κυρίαρχα κέντρα της αναρχικής σκέψης. Ο αλήτης είχε εντυπωσιασθεί από τις ρομαντικές, υπερμαχητικές πλευρές του ισπανικού αναρχισμού, ενός αναρχισμού επαναστατικής (ή και τεροριστικής) δράσης, και όχι απλά προπαγάνδισης ιδεών. Οι εργάτες στα υφαντουργεία του Μπελοστόκ (τον τόπο καταγωγής του Σεμιόν) όπου ο πληθυσμός ήταν κυρίως εβραϊκός, ενθουσιωδώς υιοθέτησαν το νέο αυτό κήρυγμα.
Ετσι, αν πραγματοποιούταν μια απεργία στο Μπελοστόκ, μάλλον κάποια βόμβα θα έσκαγε στο σπίτι του βιομηχάνου ή ο επιστάτης του αφεντικού θα μαχαιρωνόταν στη μέση του δρόμου. Και αν η αστυνομία ήταν ιδιαιτέρως κτηνώδης προς τους απεργούς, μια πεντάκιλη βόμβα θα έσκαγε σε ένα αστυνομικό τμήμα. Αν χρειάζονταν χρήματα για το κίνημα, δεν θα οργανωνόταν κάποια χοροεσπερίδα, ούτε θα συλλέγονταν μεταξύ των συντρόφων. Αντιθέτως, μια γενναιόδωρη δωρεά εκατοντάδων ή και χιλιάδων ρουβλιών θα πραγματοποιούταν από κάποιον καπιταλιστή, πεισμένο από ένα όπλο κολλημένο στο κεφάλι του».
Επιθέσεις πραγματοποιούνταν και κατά του στρατού που έδρευε σε περιοχές που «μαστίζονταν» από την τερροριστική δράση. Σε μια τέτοια περιοχή, το Εκατερίνοσλαβ, στις θυελλώδεις μέρες του Οκτώβρη 1905, οι αρχές αναφέρουν αναρίθμητα περιστατικά κατά τα οποία οι επαναστάτες άνοιγαν πυρ ή έριχναν βόμβες σε στρατιωτικά αποσπάσματα. Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί βρίσκονταν σε κίνδυνο, κυριολεκτικά σε κάθε γωνία του δρόμου. Δεν υπήρχαν ασφαλείς οδοί στις -πόλεις, καθώς βόμβες έπεφταν από τα μπαλκόνια και εκρηκτικοί μηχανισμοί τοποθετούνταν ακόμα και μέσα στους στρατώνες των κοζάκων.
Οποιοσδήποτε εκπροσωπούσε την καταπιεστική οικονομική τάξη -δηλαδή βιομήχανοι, διευθυντές, έμποροι, γαιοκτήμονες, ιδιοκτήτες-, αποτελούσε στόχο επίθεσης από τους αναρχικούς. Και αυτό σε αντίθεση με άλλες οργανώσεις του σοσιαλιστικού στρατοπέδου που επικέντρωναν τις επιθέσεις τους σε πολιτικά στελέχη. Επιθέσεις ενάντια στο χειρότερο των καπιταλιστών, συμβάδιζαν με αδιάκοπες μαζικές τερροριστικές ενέργειες ενάντια στη μπουρζουαζία στο σύνολό της. Σύμφωνα με σύνθημα αναρχοκομμουνιστικών ομάδων της Μόσχας και της Οδησσού, «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΤΏΝ ΕΡΓΑΤΩΝ». Θάνατος άξιζε σε οποιονδήποτε δεν ήταν ακτήμονας προλετάριος.
Είναι αδύνατο να υπολογίσουμε τον αριθμό των τερροριστικών ενεργειών που έγιναν από αναρχικούς ενάντια σε ιδιοκτήτες, καθώς είναι τεράστιο το εύρος των στόχων: από πλούσιους τραπεζίτες και βιομηχάνους μέχρι και «μικρά» αφεντικά που είχαν αρνηθεί παραχωρήσεις στους απεργούς εργαζομένους τους, που είχαν καλέσει την αστυνομία για να καταστείλει εργατικές διαμαρτυρίες ή είχαν κάνει απολύσεις.
Στόχο ενίοτε αποτελούσαν τεχνικοί, μηχανικοί και άλλοι ειδικοί, που στα μάτια των «ακαλλιέργητων» ριζοσπαστών εργατών άνηκαν στο στρατόπεδο των καταπιεστών, και μόνο λόγω της εκπαίδευσης και θέσης τους. Σε μια περίπτωση, αναρχικοί τερροριστές είχαν εκτελέσει τους τρεις γιους ενός βιομηχάνου, ενώ κάποιες φορές έριχναν βόμβες και σε μικρά μαγαζιά, απλά ως «...διαμαρτυρία ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία». Στο Εκατερίνοσλαβ, ένας αναρχικός έριξε για λόγους «ταξικής εκδίκησης» μια βόμβα σε βαγόνι τραίνου 1ης θέσης, γεμάτο προφανώς με ευκατάστατους πολίτες.
Αρκετές από τις ενέργειες που πραγματοποιούνταν από αναρχικές ομάδες ή άτομα μετά το 1905, θα μπορούσαν να θεωρηθούν μέρος του εξελισσόμενου οικονομικού αγώνα των προλετάριων ενάντια στους καπιταλιστές. Ο Φάρμπερ για παράδειγμα, επιτέθηκε με μαχαίρι και τραυμάτισε σοβαρά τον Κόγκαν, διευθυντή μεγάλης κλωστουφαντουργικής βιομηχανίας. Η ενέργεια πραγματοποιήθηκε ως αντίποινα για τις απολύσεις εργατών μετά από απεργία. Αυτή η τερροριστική ενέργεια δεν ήταν μια μεμονωμένη στιγμή ατομικής βίας.
Αναρχικές ομάδες (κυρίως αναρχοσυνδικαλιστικής κατεύθυνσης) ήταν υπεύθυνες για πολυάριθμα περιστατικά οικονομικού τερρορισμού, όπως ανατινάξεις τραίνων και τραμ που λειτουργούσαν κατά τη διάρκεια απεργιών, ή η εκτέλεση του διευθυντή ενός μεγάλου τυπογραφείου που απέρριπτε τα αιτήματα των απεργών της επιχείρησής του. Το λιμάνι της Οδησσού έγινε κέντρο διαρκούς τερροριστικής δράσης κατά το 1906-1907, όταν οι αναρχοσυνδικαλιστές ανατίναξαν αρκετά εμπορικά πλοία και εκτέλεσαν δύο πλοίαρχους που ήταν αντιπαθείς στους ναύτες.
Εκτός από τη χαρακτηριστική επιλογή στόχων, ο νέος τύπος τερρορισμού που πραγματωνόταν από τους αναρχικούς, διακρινόταν και ως προς τη λογική πίσω από τις πράξεις. Καθώς οι αναρχικοί για λόγους αρχής απέρριπταν τους οργανωμένους πολιτικούς σχηματισμούς, συχνά πραγματοποιούσαν τερροριστικές ενέργειες κατά προσωπική βούληση και παρόρμηση, ανεξάρτητα ακόμα και από τους τοπικούς αναρχικούς κύκλους.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνέβη στα τέλη του 1906, όταν ο αναρχοκομμουνιστής Βενιαμίν Φρίντμαν είχε στήσει ενέδρα για να εκτελέσει το διευθυντή της φυλακής του Γκρόντνο. Έτυχε όμως να περνάει ένας δεσμοφύλακας, ιδιαίτερα αντιπαθής στους κρατούμενους και ο Φρίντμαν έκρινε πως «...και σε αυτό το σκύλο αξίζει μια σφαίρα». Χωρίς να διστάσει τον πυροβόλησε.
Ένα άλλο περιστατικό δείχνει πόσο παρορμητικά δρούσαν οι αναρχικοί. Όταν έφτασε στα αυτιά του Αλεξάντρ Κολοσόφ (μέλους της αναρχικής ομάδας του Τάμποφ) η φήμη πως μια συντρόφισσα βιάστηκε στη φυλακή από δεσμοφύλακες, χωρίς να χάσει χρόνο πήρε το όπλο του και ξεκίνησε για να εκτελέσει το διευθυντή της φυλακής. Ευτυχώς για το διευθυντή, ο Κολοσόφ συνάντησε στο δρόμο τον φίλο της συντρόφισσας που του είπε πως η φήμη ήταν ψευδής.
Σε αντίθεση με τους ριζοσπάστες του 19ου αιώνα, που διέπονταν από μια κοινή τάση για θεωρητική μελέτη, οι αναρχικοί ήταν σε μεγάλο βαθμό αδιάφοροι για θεωρητικά ζητήματα. Επιπλέον, οι περισσότεροι είχαν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, καθώς προέρχονταν από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.
Αρνιόντουσαν όμως να το θεωρήσουν αυτό ως εμπόδιο στην επαναστατική τους δραστηριότητα και ένας αναρχικός με καμάρι δήλωνε πως «...στη ζωή μου δεν έχω διαβάσει ούτε ένα βιβλίο, αλλά στην καρδιά μου είμαι αναρχικός». Έχοντας συνείδηση του γεγονότος ότι πολλοί σύντροφοι είχαν χαμηλό θεωρητικό επίπεδο, οι αναρχικοί δήλωναν ότι το πρωταρχικό χαρακτηριστικό ενός επαναστάτη ήταν το «...να έχει τη μάχη στο αίμα του».
Όπως και προηγουμένως αναφέραμε, πολλοί αναρχικοί θαύμαζαν τον Σεργκέι Νετσάγιεφ και ενστερνίζονταν τις απόψεις του για συνεργασία με τους «...ληστές, τους μόνους πραγματικούς επαναστάτες στη Ρωσία». Η «κοινή ληστεία» ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στους αναρχικούς κύκλους. Πρώην απατεώνες, επαγγελματίες κλέφτες και άλλα μέλη του «υπόκοσμου» προσχωρούσαν με μεγάλη συχνότητα στους αναρχικούς. Αυτό εν μέρει οφειλόταν στο ότι το αναρχικό κίνημα τους παρείχε μια «δικαίωση» της συμπεριφοράς τους, όχι μόνο επειδή θεωρούσε την παρούσα κοινωνία ως υπεύθυνη για την τάση προς το έγκλημα εκ μέρους των φτωχών, αποξενωμένων και αποθαρρυμένων μελών της, αλλά και επειδή προσέφερε μια δικαιολόγηση της εγκληματικότητάς τους, ως προοδευτικών βημάτων που συνεισέφεραν στην αποσταθεροποίηση της κοινωνικοπολιτικής τάξης.
Ακολουθώντας το παράδειγμα του Μπακούνιν, οι αναρχικοί καλωσόριζαν ως αδελφούς και συντρόφους τους παρίες και φυγάδες της κοινωνίας, δίνοντας έμφαση στην επαναστατική δυναμική των κλεφτών, των αλητών,του λούμπεν προλεταριάτου.Ήδη από το 1903, με στόχο τη μετατροπή των ληστών σε μαχητές της ελευθερίας, η αναρχική ομάδα «ΑΓΩΝΑΣ» του Μπελοστόκ ξεκίνησε επαναστατική αγκιτάτσια μεταξύ των ληστών, αρκετοί από τους οποίους όντως έγιναν αποτελεσματικοί επαναστάτες. Πολλοί φυλακισμένοι αναρχικοί επίσης έκαναν αγκιτάτσια μεταξύ των ποινικών.
Από τις αρχές του 1906 εμφανίστηκαν στις επαρχίες οι ομάδες των αυτοαποκαλούμενων «Μαύρων Κορακιών», «...συμμορίες νεαρών ληστών που οι περιπέτειες τους ενίοτε χρωματίζονταν με κόκκινο ρομαντισμό». Εμφανίστηκαν ακόμα «αναρχοσυμμορίτικες» ομάδες με ονόματα όπως «Μαύρος Τρόμος». Μια μεγάλη αναρχική συμμορία δρούσε στο Κίεβο και τη Βίλνα, με εξέχουσα μορφή κάποιον Ουστίνοφ. Μια άλλη μεγάλη αναρχική ομάδα καθοδηγούνταν από τον Σαβέλεφ (οπαδό του «χωρίς αφορμή» τερρορισμού) και σε μεγάλο βαθμό απαρτιζόταν από «κακοποιούς» και λιποτάκτες που είχαν αποδράσει από το Βλαδιβοστόκ και είχαν καταφύγει στην κεντρική Ρωσία, όπου ενώθηκαν με τους αναρχικούς και συνέχισαν τη δράση τους.
Χαρακτηριστική είναι η βιογραφία του Μόβσα Σπίντλερ, αναρχικού από το Μπελοστόκ, όπως παρουσιάζεται στη νεκρολογία που έγραψαν για αυτόν οι σύντροφοι του. Σύμφωνα με τη νεκρολογία, η δράση του Μόβσα «...σημαδεύτηκε από μια απίστευτη πολυμορφία»; μοίραζε κείμενα στους εργάτες και βοηθούσε στο «στήσιμο» των παράνομων τυπογραφείων, έκανε προμήθειες οπλισμού, συμμετείχε σε μία τουλάχιστον απαλλοτρίωση και πολυάριθμες τερροριστικές επιθέσεις.
Μαζί με δύο φίλους σχεδίασε την εκτέλεση του διευθυντή της φυλακής Γκρόντνο. Απελευθέρωσε ένα σύντροφο και τραυμάτισε αρκετούς από τους στρατιώτες που τον συνόδευαν κατά τη διάρκεια μεταγωγής. Έριξε βόμβα στην άμαξα του κυβερνήτη-στρατηγού του Μπελοστόκ. Ακόμα και όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Μπελοστόκ, κάθε φορά που επέστρεφε, εκτελούσε και έναν καταδότη. Κράτησε για τον εαυτό του την τελευταία του σφαίρα μετά από αιματηρή συμπλοκή με την αστυνομία.
Ο Σπίντλερ ξεκίνησε ως «κοινός» ποινικός πριν ενωθεί με τους αναρχικούς; «... ήταν επαγγελματίας κλέφτης, σεβαστός στους κύκλους του για την επιδεξιότητά του (...) Δεν κατείχε την αναρχική θεωρία, ήταν όμως ένας από τους πιο αφοσιωμένους και έντιμους συντρόφους σε όλο το ρώσικο κίνημα».
Οι σχέσεις των αναρχικών με τους ποινικούς ενόχλησαν φυσικά τους «σοβαρούς» εκπρόσωπους του επαναστατικού κινήματος.
Ο Πλεχάνοφ, από τους στυλοβάτες της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας, επέκρινε: «Είναι αδύνατο να καταλάβεις που τελειώνει ο σύντροφος αναρχικός και που αρχίζει ο ληστής». Έπαιρνε όμως την απάντηση από τον Μπογκντάνοφ: «Ουρλιάζουν,“κάτω οι απαλλοτριωτές, οι ληστές, οι κακοποιοί”. Η ώρα της εξέγερσης όμως θα έρθει και όλοι αυτοί θα είναι μαζί μας. Στα οδοφράγματα, ένα σκληραγωγημένο κλεφτρόνι θα είναι πολύ πιο χρήσιμο από τον κύριο Πλεχάνοφ».
«Μόνο εχθροί του λαού μπορούν να είναι εχθροί του τρόμου».
Khleb i volia, 1905
Η απόλυτη καταστροφή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, το ξεπάστρεμα νόμων και δικαστηρίων, θρησκειών και εκκλησιών, ιδιοκτησίας και ιδιοκτητών. Αυτές ήταν οι άμεσες επιδιώξεις κάθε αναρχικού στη ρώσικη αυτοκρατορία. Επιδίωκαν ως απώτερο στόχο τους την απόλυτη απελευθέρωση του ανθρώπου από όλα τα επίπλαστα δεσμά. Μέσο για την επίτευξη αυτών των σκοπών είναι η κοινωνική επανάσταση που ορίζεται ως η καθολική άμεση δράση.
Συγκεκριμένα αναφέρονταν στον τερρορισμό, στις απαλλοτριώσεις, την καταστροφή των κρατικών θεσμών, ενέργειες που θα ταρακουνούσαν τα θεμέλια της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Η άμεση δράση θα πραγματωνόταν «...χωρίς κανένα συμβιβασμό με τη μπουρζουαζία, χωρίς καν να εκφράζουμε αιτήματα» και θα οδηγούσε στην τελική καταστροφή τόσο του καπιταλισμού όσο και του κράτους. Στη θέση τους θα χτιζόταν η εξισωτική κοινωνία της κοινοκτημοσύνης, ελεύθερη από καταπίεση και χωρίς καν τον ελάχιστο έλεγχο που θα απαιτούσε η οποιαδήποτε μορφή εξουσίας.
Σύμφωνα με τον Πολ Αβριτς, μελετητή του ρώσικου αναρχισμού,«... η ίδια η φύση της αναρχικής αντίληψης, με την εχθρότητά της για κάθε μορφή ιεραρχικής οργάνωσης, απέτρεψε την ανάπτυξη ενός φορμαλιστικού κινήματος». Δεν υπήρχε μία ενιαία αναρχική οργάνωση και δεν υπήρχαν αυστηρά καθορισμένες ή κεντρικά συντονισμένες πολιτικές πάνω στο οποιοδήποτε προγραμματικό ή τακτικό ζήτημα, περιλαμβανομένης και της τακτικής του τερρορισμού. Είναι εφικτό ωστόσο το να θέσουμε κάποιους τύπους συμπεριφοράς, χαρακτηριστικούς των διάφορων αναρχικών ομάδων που ήταν διάσπαρτες σε όλη τη Ρωσία.
Λίγοι αναρχικοί υπήρχαν στη Ρωσία πριν τον 20ο αιώνα. Οι πρώτες ομάδες ξεκίνησαν να λειτουργούν κάτω από τη μαύρη σημαία του αναρχισμού προς τα τέλη του 1903 στο Μπελοστόκ, στην Οδησσό, στο Νεζίν και άλλες περιοχές. Δε δημιουργήθηκαν αυθόρμητα, αλλά περισσότερο ως αποτέλεσμα αποχωρήσεων από άλλες πολιτικές οργανώσεις, κυρίως τους εσέρους, αλλά και τις διάφορες τάσεις των σοσιαλδημοκρατών. Με το ξέσπασμα των επαναστατικών γεγονότων του 1905 και για τα δύο επόμενα βίαια χρόνια, αναρχικές ομάδες σχηματίστηκαν σε αστικά κέντρα, μικρότερες πόλεις και χωριά.
Σύμφωνα με τον Αβριτς, το «μοντέλο» ήταν παντού κοινό. Στην Ουκρανία, τον Καύκασο, και ειδικά στις δυτικές επαρχίες (Βαλτική, Πολωνία) όπου ο αναρχισμός εξαπλώθηκε, αποχωρήσαντες εσέροι και σοσιαλδημοκράτες σχημάτιζαν αναρχικούς πυρήνες που με τη σειρά τους σχημάτιζαν χαλαρές ομοσπονδίες κα επιδίδονταν σε πολύμορφη ριζοσπαστική δράση, κυρίως τερρορισμό.
Εσέροι και σοσιαλδημοκράτες επέλεγαν να εγκαταλείψουν τις οργανώσεις τους για πολλούς λόγους. Πολλοί που προέρχονταν από τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις είχαν αποξενωθεί από τις κομματικές ηγεσίες, καθώς τους θεωρούσαν «πολυλογάδες διανοούμενους» που ασχολούνταν μόνο με θεωρητικά ζητήματα, διασπώντας τους επαναστάτες. Άλλοι, λίγο περισσότερο καταρτισμένοι ιδεολογικά, απέρριπταν τη μαρξιστική εμμονή για την αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης κοινοβουλευτική: δημοκρατίας η οποία, σύμφωνα με το σοσιαλιστικό δόγμα, ήταν αναγκαίο στάδιο για τη σοσιαλιστική κοινωνική μετεξέλιξη και τον τελικά μαρασμό του κράτους.
Για τους αναρχικούς, όμως σύμφωνα με τις διακηρύξεις τους, εφόσον η δημοκρατία προστάτευε την καπιταλιστική εκμετάλλευση, ήταν εξίσου εχθρική με την απολυταρχία. Έτσι, και τα δύο αυτά πολιτικά συστήματα, «...μόνο μια γλώσσα είναι δυνατή. -βία». Η εργατική τάξη δε θα έπρεπε να κάνει καμία διάκριση ως προς τις διάφορες μορφές διακυβέρνησης, καθώς ένας επαναστάτης εργάτης μπορούσε «.. .να μπει σε ένα δημοκρατικό κοινοβούλιο, στα χειμερινά ανάκτορα ή σε οποιοδήποτε αστυνομικό-κρατικό ίδρυμα, μόνο με μια βόμβα».
Σε επίπεδο τακτικής, οι αποχωρήσαντες εσέροι, αν και πλήρως συμφωνούσαν με την κομματική τους πρακτική του πολιτικού τερρορισμού, θα επιθυμούσαν την επέκταση αυτών των μεθόδων και στο πεδίο της οικονομικής πάλης, τη χρήση τους δηλαδή κατά των καπιταλιστών. Οι αποχωρήσαντες σοσιαλδημοκράτες εγκατέλειπαν το κόμμα τους διαμαρτυρόμενοι για την επίσημη αντι-τερροριστική θέση του και το επακόλουθο έλλειμμα πρακτικής μαχητικής δράσης.
Και πάλι ο Αβριτς δικαίως ισχυρίζεται πως «...τα σοσιαλιστικά κόμματα στη Ρωσία σε αντίθεση με αυτά της Δυτ. Ευρώπης με τον ισχυρά ρεφορμιστικό χαρακτήρα τους, ήταν επαρκώς μαχητικά για να τους “στεγάζουν” όλους, πλην των πλέον παθιασμένων και ιδεαλιστών νέων σπουδαστών και εργατών, καθώς και των χωρίς ρίζες στοιχείων του υπόκοσμου των πόλεων».
Αυτά τα ανικανοποίητα και κυρίως νεαρά άτομα, τα ανίκανα να θέσουν τα εξεγερμένα πνεύματά τους υπό τους κανόνες και την πειθαρχία μιας δομημένης πολιτικής οργάνωσης, ήταν που έτειναν να εγκαταλείψουν τα επίσημα κόμματα και να γίνουν αναρχικοί, αφήνοντας στην άκρη ζητήματα ιδεολογίας και τακτικής.
Παρά το γεγονός ότι ακόμα και μετά το 1905 οι αναρχικοί ήταν σχετικά λίγοι συγκρινόμενοι με τους εσέρους και τους σοσιαλδημοκράτες, ήταν υπεύθυνοι για πολύ περισσότερες πολιτικές δολοφονίες.
Είναι αδύνατο να υπολογίσουμε με κάποια ακρίβεια το ποσοστό των τερροριστικών ενεργειών που είχαν γίνει από αναρχικούς, καθώς οι τοπικές αρχές σπάνια διευκρίνιζαν στις αναφορές τους τις πολιτικές τάσεις του κάθε τερροριστή. Οι ίδιες οι αναρχικές ομάδες, απομονωμένες η μία από την άλλη και χωρίς κεντρική οργανωτική δομή, δεν τηρούσαν βέβαια ακριβή αρχεία.
Μικρή αμφιβολία υπάρχει παρ’ όλα αυτά, πως η πλειοψηφία των περίπου 17.000 θυμάτων (νεκρών και τραυματιών) των τερροριστικών ενεργειών μεταξύ 1901 και 1916, ήταν έργο των αναρχικών. Πολλά από τα θύματα ήταν προσεκτικά επιλεγμένοι στόχοι επιθέσεων, ήταν όμως και πολλοί περαστικοί σε σημεία εκρήξεων, ληστειών και ανταλλαγής πυροβολισμών μεταξύ αναρχικών και αστυνομίας.
Η επιρροή του αναρχισμού στη ζωή της Ρωσίας κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα ήταν δυσανάλογη ως προς τον αριθμό των υποστηρικτών του. Πολλοί από αυτούς τους υποστηρικτές εκπροσωπούν τη νέα γενιά τερροριστών, τουλάχιστον με όρους θεωρητικής δικαίωσης των πολιτικών τους.
Ο Βάλτερ Λακέρ είναι απόλυτα σωστός στο να θεωρεί πως το αναρχικό κίνημα «δεν έκανε καμία θεωρητική συνεισφορά στην υπόθεση του ένοπλου αγώνα» στη Ρωσία. Αντίθετα από το Σοσιαλ-επαναστατικό Κόμμα που παρείχε στους υποστηρικτές του μια νέα ιδεολογική δικαίωση της τερροριστικής δράσης, οι ρώσοι αναρχικοί ελάχιστα έκαναν για την ανάπτυξη μιας θεωρητικής θεμελίωσης για την πολιτική του ατομικού τερρορισμού. Το μόνο που έκαναν ήταν κάποιες διακηρύξεις σε «φουτουριστικό» στυλ που κατήγγειλαν «...τη δηλητηριώδη ανάσα του πολιτισμού» και καλούσαν: «Αρπάξτε τα σουβλιά και τα σφυριά! Υπονομεύστε τα θεμέλια των τρωτών πόλεων! Τα πάντα είναι δικά μας, οτιδήποτε έξω από εμάς είναι θάνατος... Όλοι στους δρόμους! Εμπρός! Καταστρέψτε! Σκοτώστε!» Μέσα σε αυτή την ελάχιστα εκλεπτυσμένη φιλοσοφία ωστόσο, οι διάφοροι αναρχικοί κύκλοι στη Ρωσία και στο εξωτερικό έβρισκαν μια σειρά από λόγους για να υιοθετήσουν τον τερρορισμό ως πρωταρχική τακτική.
Μια από τις πιο σημαντικές αναρχικές ομάδες, αν και από τις λιγότερο ριζοσπαστικές, ήταν ο κύκλος των οπαδών του Π. Κροπότκιν, εξέχοντα θεωρητικού του ρώσικου αναρχισμού, που τότε κατοικούσε στο Λονδίνο. Η ομάδα είχε ως έδρα τη Γενεύη και εξέδιδε τη μηνιαία εφημερίδα ΧΛΕΜΠ ι ΒΟΛΙΑ («Ψωμί και Ελευθερία»). Χαρακτηρίζονταν ως αναρχοκομμουνιστές ενώ παρόμοια με τους εσέρους και -ακόμα περισσότερο- τους σοσιαλδημοκράτες, απέδιδαν τον πρωτεύοντα ρόλο του επαναστατικού κινήματος στις μάζες.
Σύμφωνα με τον Κροπότκιν, ατομικές τερροριστικές ενέργειες δεν επέφεραν καμία σημαντική αλλαγή στην υπάρχουσα κοινωνικοπολιτική τάξη πραγμάτων. Όσο για τις απαλλοτριώσεις, ενώ ως πρακτική δικαιολογημένα μετέφερε κεφάλαια από τη μπουρζουαζία προς αυτούς που εξέφραζαν την υπόθεση των καταπιεσμένων, εντούτοις δε συνεισέφερε στην ολική εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας, τον τελικό σκοπό δηλαδή των αναρχικών.
Αφού μελέτησαν τις υπάρχουσες φιλοσοφίες πάνω στο θέμα των πολιτικών δολοφονιών, τα μέλη της ΧΛΕΜΠ ι ΒΟΛΙΑ κατέληξαν πως είναι επίπλαστη η αντίληψη του να διαχωρίζεις τον πολιτικό από τον οικονομικό τερρορισμό (όπως έκαναν π.χ. οι εσέροι). Καθήκον των αναρχικών ήταν να παλέψουν τόσο ενάντια στο κράτος, όσο και ενάντια στην καπιταλιστική καταπίεση.
Αμφισβήτησαν επίσης τον «κεντρικό τερρορισμό» όπως εφαρμοζόταν από τους εσέρους, θεωρώντας τον μη δικαιολογήσιμο στην ίδια του την ουσία, καθώς όλες οι αποφάσεις θα έπρεπε να παίρνονται από τους ίδιους τους τερροριστές, χωρίς καμία επιρροή ή πίεση. Αν και οι δύο αυτές αρχές θα έπρεπε υποτίθεται να προωθούν την τερροριστική διάθεση ανάμεσα στους αναρχικούς, εξαλείφοντας τους περιορισμούς στη χρήση βίας (ειδικά σε στόχους που χαρακτηρίζονταν ως καπιταλιστές-εκμεταλλευτές), οι αναρχικοί της Χλεμπ ι Βόλια έδωσαν έμφαση στο γεγονός ότι η χρήση «τυφλής» βίας ενάντια σε χαμηλόβαθμα στελέχη του κράτους και της αστικής τάξης ήταν ασύμβατη με την επαναστατική συνείδηση.
Αντιθέτως, η Χλεμπ ι Βόλια ανοιχτά συνηγορούσε μόνο υπέρ του αμυντικού τερρορισμού, ο οποίος δικαιολογούσε αντίποινα ενάντια σε συγκεκριμένα, ιδιαιτέρως μισητά μέλη της αστυνομία και των Μαύρων Εκατονταρχιών. Διακήρυξαν επίσης πως διαδικασίες «επαναστατικών δικαστηρίων», «επαναστατικών ποινών» και άλλων παρόμοιων «αστικών κατάλοιπων», όπως γίνονταν από άλλα επαναστατικά κόμματα, δε συμφωνούσαν με τις δικές τους αντιλήψεις. Μέσα σε συνθήκες γενικευμένης καταπίεσης, οι αναρχικοί δε θα δίκαζαν και καταδίκαζαν. Θα υπεράσπιζαν τον εαυτό τους και θα εκδικούνταν. Ταυτόχρονα, όπως και οι εσέροι, προσδοκούσαν πως η τερροριστική δράση τους θα συνεισέφερε στην «προπαγάνδα με την πράξη», ξυπνώντας τις μάζες και υποκινώντας τες σε παραπέρα πάλη.
Η ανοιχτή αποκήρυξη του «τυφλού» τερρορισμού από τον Κροπότκιν και τους συντρόφους του είχε απήχηση και σε άλλους αναρχικούς, με πιο ένθερμους τους αναρχοσυνδικαλιστές. Αυτοί σχημάτιζαν μια μεγάλη ένωση στην Οδησσό, την ΟΜΑΔΑ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΩΝ της ΝΟΤΙΑΣ ΡΩΣΙΑΣ. Πίστευαν ότι δεδομένων των συνθηκών που επικρατούσαν, ο απελευθερωτικός αγώνας θα έπρεπε να είναι οικονομικός. Ο άμεσος στόχος των αναρχικών ήταν η διάδοση του λόγου τους στα εργοστάσια και η οργάνωση εργατικών ενώσεων ως φορέων της ταξικής πάλης ενάντια στη μπουρζουαζία. Κατά την άποψή τους, οι απαλλοτριώσεις και οι απομονωμένες τερροριστικές ενέργειες κατά εκπροσώπων του μισητού πολιτικού καθεστώτος, δε συνεισέφεραν στη διαπαιδαγώγηση του προλεταριάτου. Διαφωνούσαν με τις συνωμοτικές τακτικές και θεωρούσαν πως «...μόνο το εργατικό κίνημα μπορεί να παρέχει την οργανωμένη στρατιά των μαχητών της ελευθερίας που απαιτείται για την επιτυχή κοινωνική επανάσταση».
Στη θεωρητική οπτική τους σχετικά με την τερροριστική δράση, αρκετές αναρχικές ομάδες εμφανίζονταν λοιπόν σχετικά μετριοπαθείς. Οι απόψεις τους ήταν πιο συγκρατημένες σε σχέση με τους εσέρους (και βέβαια τους μαξιμαλιστές). Στην περίπτωση μάλιστα των αναρχοσυνδκαλιστών, οι απόψεις τους προσέγγιζαν αυτές των σοσιαλδημοκρατών. Όλοι αυτοί βέβαια αποτελούσαν μια μειονότητα. Η μεγάλη πλειονότητα των αναρχικών ήταν υπέρ της «τυφλής», ριψοκίνδυνης, απεριόριστη: βίας, θεωρώντας «...την υπάρχουσα κρατική καταπίεση και οικονομική σκλαβιά, επαρκή κίνητρα για άμεση επίθεση, συλλογική ή ατομική, κατά των καταπιεστών και των εκμεταλλευτών, χωρίς να χρειάζεται καμία άλλη δικαιολόγηση».
BEZMOTIVNIKI («Τερροριστές χωρίς αφορμή»)
Η μεγαλύτερη και πιο ενεργή αναρχική οργάνωση στη Ρωσία ήταν μια ομοσπονδία ομάδων, απλωμένη κυρίως στις παραμεθόριες επαρχίες στη δύση και το νότο, γνωστή ως «ΜΑΥΡΗ ΣΗΜΑΙΑ». Τα μέλη της χαρακτηρίζονταν ως αναρχοκομμουνιστές. Σε επίπεδο τακτικής όμως. ήταν διατεθειμένοι να πάνε πέρα από την αντίληψη του Κροπότκιν, που_ θεωρούσε την ατομική δράση απλά ως συμπλήρωμα του μαζικού αγώνα ενάντια στην πολιτική και οικονομική καταπίεση. Ήταν πιο κοντά στις απόψεις περί συνομωσίας και αδιάκοπης βίας που είχε εκφράσει ο «πατέρας» του ρώσικου αναρχισμού, ο Μπακούνιν. Καχύποπτοι απέναντι σε μεγάλης κλίμακας οργανώσεις, δεν υποστήριζαν τις απόψεις των αναρχοσυνδικαλιστών, που θεωρούσαν καθοδηγητικό το ρόλο των εργατικών ενώσεων στην υπόθεση της απελευθέρωσης του προλεταριάτου. Προτιμούσαν την άμεση «αιμοδιψή» δράση, σε σχέση με την υπομονετική μακροχρόνια προπαγάνδα κατά των καπιταλιστών.
Έτσι, σύντομα μετά την εμφάνιση των ομάδων της Μαύρης Σημαίας το 1903. τα μέλη της εξέφρασαν τη δική τους αντίληψη για την τερροριστική δράση. Για αυτούς, κάθε ενέργεια βίας ενάντια στην πολιτική καταπίεση, όσο άγρια και ανούσια κι αν φαινόταν στην κοινή γνώμη, ήταν δικαιολογημένη μέσα σε μια κατάσταση που από το 1905 προσέγγιζε τον εμφύλιο πόλεμο. Μέσα σε μια κατάσταση γενικευμένης σύγκρουσης και αμοιβαίου μίσους μεταξύ των εξεγερμένων σκλάβων και των αφεντών τους, οι αναρχικοί θεωρούσαν πως δε χρειάζονταν κάποια ιδιαίτερη πρόκληση για να στρέψουν την εκδίκησή τους ενάντια στους πράκτορες της απολυταρχίας.
Οι πολιτικές δολοφονίες δε θα χρησιμοποιούνταν πλέον, απλά ως τιμωρία με ξεκάθαρο κίνητρο, ενάντια σε συγκεκριμένες βάναυσες και καταπιεστικές πράξεις κάποιου αντιδραστικού. Στην πραγματικότητα οι αναρχικοί αναγνώρισαν την «αυθαίρετη» φύση του τερρορισμού που προωθούσαν, δίνοντας του έναν ιδιαίτερο χαρακτηρισμό: «τερρορισμός χωρίς αφορμή».
«Η μονοτονία της αποστολής μου συχνά μετριαζόταν από τη συντροφιά του λαμπρού ρώσου φιλόσοφου Τζούντο Γκρόσμαν, περισσότερο γνωστού με το επαναστατικό ψευδώνυμό του, Ρόστσιν. Ήταν της ηλικίας μου, αλλά πολύ σοφότερος. Γεννήθηκε σε οικογένεια πλουσίων επιχειρηματιών οι οποίοι, προφανώς για να αποφύγουν προβλήματα, του παρείχαν ένα γενναιόδωρο ποσό που του επέτρεπε να περνά τον περισσότερο χρόνο του στη Γαλλία και την Ελβετία. Εκεί ανέπτυξε την αναρχική φιλοσοφία του, πολύ ριζοσπαστικότερη από τον “ορθόδοξο” και “επίσημο” αναρχοκομμουνισμό του Κροπότκιν ή τον αναρχοσυνδικαλισμό που υιοθετούταν από μεγάλο αριθμό γάλλων συνδικαλιστών.
Σε ζητήματα τακτικής εισήγαγε δύο νέες ιδέες. Την κατάληψη μιας βιομηχανικής πόλης, μικρής ή μεγάλης, την οποία οι επαναστάτες θα κρατούσαν έστω και για λίγες ημέρες, στη διάρκεια των οποίων θα απαλλοτρίωναν τον πλούτο προς όφελος των φτωχών. Αυτό, πίστευε, θα προκαλούσε εξεγέρσεις και σε άλλες περιοχές, μέχρι που θα έμπαινε φωτιά σε όλη τη χώρα, και κάθε κυβερνητική εξουσία θα καταργούταν για πάντα.
Στο μεταξύ, η μπουρζουαζία θα έπρεπε διαρκώς να παρενοχλείται με πράξεις τερορισμού. Όχι όμως με πράξεις αντεκδίκησης ενάντια σε άκαρδους καταπιεστές ή δεσποτικούς αξιωματούχους, λόγω δηλαδή της ύπαρξης μιας συγκεκριμένης αφορμής, αλλά με πράξεις που θα στρέφονται ενάντια στη μπουρζουαζία ως τέτοια, για το μοναδικό έγκλημά της να συνιστά μια τάξη εχθρική προς τους εργάτες. Από αυτό προκύπτει και ο όρος που εισήγαγε: “τερορισμός χωρίς αφορμή”.
Βόμβες που ρίχνονταν μέσα σε θέατρα (οι φτωχοί, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούσαν να πάνε σε αυτά), σε κυριλέ εστιατόρια και καφέ. Και φυσικά, ας μην αναφερθούμε καν στις αυθόρμητες μαχαιριές ή πιστολιές σε άτομα που φαίνονταν ευκατάστατα, και που θα έπρεπε να είναι η καθημερινή πρακτική εφαρμογή της τακτικής του. Η ατομική τυραννία των ηγεμόνων του παρελθόντος είχε αντικατασταθεί από τη συλλογική τυραννία της μπουρζουαζίας.
Ως εκ τούτου, η δικαιολόγηση της τυφλής μαζικής αντεκδίκησης εκ μέρους των καταδυναστευομένων ήταν το άλφα και το ωμέγα, το βασικό εργαλείο. Αυτές οι ιδέες του Ρόστσιν είχαν εκφραστεί συνοπτικά, δέκα χρόνια νωρίτερα, από τον Λοτιέρ, ένα γάλλο αναρχικό που είχε δηλώσει στο δικαστήριο:
“Δεν θα έχω σκοτώσει έναν αθώο αν σκοτώσω τον πρώτο αστό που θα συναντήσω στο δρόμο μου”. Είχε αποπειραθεί να σκοτώσει ένα διπλωμάτη που βρέθηκε στο δρόμο του σε μια παρισινή λεωφόρο.
Η ομάδα που ίδρυσε ο Ρόστσιν λεγόταν Μαύρη Σημαία, παίρνοντας το όνομά της από το ομώνυμο περιοδικό που έκδιδε το 1905. Κάποια μέλη της ομάδας όντως προχώρησαν στην εφαρμογή του “χωρίς αφορμή τερορισμού”, ρίχνοντας βόμβες σε κομψά εστιατόρια της Βαρσοβίας και της Οδησσού».
Σε συμφωνία με αυτή την τελείως νέα αντίληψη που ξεκινά να εξαπλώνεται γύρω στο 1905, η βία δεν απαιτούσε πλέον άμεση δικαιολόγηση. Οποιοσδήποτε φορούσε στολή θεωρούταν εκπρόσωπος του κυβερνητικού στρατοπέδου και άρα, ανά πάσα στιγμή, στόχος εκτέλεσης ως εχθρός του λαού. Σύμφωνα με τους θιασώτες του «χωρίς αφορμή» τερρορισμού, όλοι οι υπερασπιστές του τσαρικού καθεστώτος, ακόμα και αυτοί που υπηρετούσαν την κυβέρνηση λόγω υποχρεωτικής στρατολογίας, άξιζαν την ποινή του θανάτου. Οι αρχές λοιπόν των bezmotivniki παρείχαν δικαίωση σε κάθε εξτρεμιστή που αποφάσιζε να ρίξει μια βόμβα σε μια στρατιωτική μονάδα, σε μια κοζάκικη περίπολο, σε μια περίπολο αστυνομικών.
Ακόμα περισσότερο, σύμφωνα με τις αρχές του «χωρίς αφορμή» τερρορισμού, ήταν καθήκον κάθε αναρχικού να μάχεται ενάντια στους εκπρόσωπους της οικονομικής καταπίεσης. Στα μάτια των αναρχικών της Μαύρης Σημαίας ή ομάδων όπως οι ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΑΤΟΜΙΚΙΣΤΕΣ, η οικονομική καταπίεση ήταν τόσο εχθρική όσο και οι πολιτικές συνθήκες της απολυταρχίας. Στην πάλη ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία, η αναρχική τάση δικαιολογούσε το θάνατο κάθε βιομηχάνου ή γαιοκτήμονα ακόμα και των διευθυντών των επιχειρήσεών τους, όντας εκπρόσωπο του καπιταλιστικού κόσμου και άρα εκμεταλλευτές από την ίδια τη φύση της θέσης τους.
Στην ουσία, οι αναρχικοί ριζοσπάστες θεωρούσαν ένοχους για την οικονομική καταπίεση «...όχι απλά μια κοινωνική κατάσταση πραγμάτων, αλλά τον καθένα που στηρίζει αυτή την κατάσταση και τη χρησιμοποιεί προς όφελος του». Με αυτή την πεποίθηση στο μυαλό τους, οι αναρχικοί παραμέριζαν τους ηθικούς ενδοιασμούς ρίχνοντας βόμβες σε θέατρα και εστιατόρια, καθώς ήταν απίθανο κάποιος που δεν άνηκε στην τάξη των καταπιεστών να συχνάζει σε τέτοιους χώρους διασκέδασης, φτιαγμένους ειδικά για την αναψυχή της μπουρζουαζίας.
Σε αυτό το πνεύμα, οι αναρχοκομμουνιστές της Βαρσοβίας έριξαν στις 4 Νοέμβρη 1905, δύο βόμβες «εμπλουτισμένες» με καρφιά, στο καφέ του ξενοδοχείου ΜΠΡΙΣΤΟΛ, όπου εκείνη την ώρα βρίσκονταν διακόσιοι θαμώνες, απλά και μόνο «...για να δούμε πως θα σφάδαζαν οι αχρείοι μπουρζουάδες μέσα στην αγωνία του θανάτου». Αυτή η πολιτική τους φαινόταν ιδιαιτέρως αρμόζουσα, καθώς οι αναρχοκομμουνιστές θεωρούσαν πως «...συγκριτικά με τον πολιτικό τερρορισμό, ο οικονομικός αντιμπουρζουάδικος τερρορισμός είναι πιο αποτελεσματικό μέσο προπαγάνδας των αναρχικών ιδεών μέσα στο προλεταριάτο». Οι αναρχοατομικιστές το πήγαν ακόμα πιο μακριά, θεωρώντας τον εαυτό τους ελεύθερο να σκοτώσει οποιοδήποτε αυτοί έκριναν, ακόμα κι αν αυτό ήταν μόνο και μόνο για την προσωπική τους ικανοποίηση. Κατά την οπτική τους, κάθε τερροριστική ενέργεια, χωρίς διάκριση, συνεισέφερε με το δικό της τρόπο στην καταστροφή του αστικού κόσμου.
Οι αναρχικοί μάχονταν να ανατρέψουν τόσο αυτό που θεωρούσαν καταπιεστική πολιτική και οικονομική τάξη πραγμάτων, όσο και τα ηθικά θεμέλια του υπάρχοντος κράτους και κοινωνίας. Εκπρόσωποι της αρχοκομμουνιστικής τάσης του κινήματος επιδοκίμαζαν τις -χωρίς ιδιαίτερη αφορμή- τερροριστικές επιθέσεις κατά αντιδραστικών διανοούμενων και ακόμα συχνότερα κατά του κλήρου. Στα μάτια αυτών των αναρχικών, ακόμα και τα σύμβολα της κρατικής και πνευματικής υποδούλωσης (όπως αψίδες θριάμβου και αγάλματα στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών), καθώς και οι ναοί, ήταν κατάλληλοι στόχοι για ανατίναξη.
Οι ομάδες της Μαύρης Σημαίας στρατολογούσαν τα περισσότερα οπό τα μέλη τους, στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα των παραμεθόριων περιοχών, κυρίως στο Εβραϊκό Όριο. Αν και οι αναρχικοί είχαν σχετικά λίγους υποστηρικτές στις κεντρικές ρώσικες επαρχίες και στις πρωτεύουσες, ένας αριθμός μικρότερων ομάδων δρούσε σε αυτές τις περιοχές με ριζοσπαστισμό και φανατισμό που δεν υπολείπονταν της εξτρεμιστικής Μαύρης Σημαίας.
Ίσως η πιο σημαντική από αυτές τις ομάδες να ήταν η «ΧΩΡΙΣ ΕΞΟΥΣΙΑ», που είχε την «έδρα» της στην Πετρούπολη, ενώ μικρότερες ομάδες της δρούσαν στο Κίεβο, το Μινσκ και τη Βαροοβία. Όπως η Μαύρη Σημαία, έτσι και η Χωρίς Εξουσία οριζόταν ως οναρχοκομμουνιστική και τα μέλη της ήταν εξίσου παθιασμένοι υποστηρικτές του «χωρίς αφορμή» τερρορισμού.
Εξέχουσα μορφή της Χωρίς Εξουσία ήταν ο Μπιντμπέι, ένας νεαρός άντρας (είκοσι και κάτι χρονών), θαυμαστής του Σεργκέι Νετσάγιεφ, αυτού του «μαύρου πρόβατου» του ρωσικού επαναστατικού κινήματος του 19ου αιώνα.
Ο Μπιντμπέι (όπως και ο Νετσάγιεφ) προωθούσε την χωρίς ενδοιασμούς χρήση βίας και με επιμονή υποστήριζε πως οι ριζοσπάστες θα έπρεπε να συνεργαστούν με τους «...ληστές τους μόνους πραγματικούς επαναστάτες στη Ρωσία». Καλούσε τους συντρόφους του να επιφέρουν ανελέητα χτυπήματα ενάντια σε κάθε κρατικό αξιωματούχο και αστυνομικό. Θεωρούσε κάθε τέτοια επίθεση ως βήμα για τη λαϊκή απελευθέρωση.
Επιπλέον, στην οπτική του Μπιντμπέι ήταν ουσιώδες το να χτυπιέται ο κάθε ιδιοκτήτης, καθώς τέτοιες ενέργειες εκδήλωναν την ταξική σύγκρουση και υποκινούσαν τις καταπιεσμένες μάζες σε αγώνα ενάντια στα αφεντικά. Μέσα στο πνεύμα του «χωρίς αφορμή» τερρορρισμού, οι αναρχικοί της Χωρίς Εξουσία υιοθέτησαν την πολεμική κραυγή «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΣΤΟΥΣ» ως κεντρικό σύνθημα και θεμελιώδη τους πολιτική, κρίνοντας επαρκή τη θεώρηση πως «...βλέποντας έναν άνθρωπο με λευκά γάντια, αναγνωρίζεις έναν εχθρό που του αξίζει ο θάνατος».
Μετά το 1907, όταν η οργανωμένη αντικαθεστωτική δράση είχε σε μεγάλο βαθμό κατασταλεί, η πλειοψηφία της Χωρίς Εξουσία ασχολήθηκε αποκλειστικά με την οικονομική πλευρά του τερρορισμού. Τη στιγμή που πολλοί ριζοσπάστες (κυρίως μεταξύ των εργατών) είχαν απογοητευθεί και επέστρεφαν στις δουλειές τους, πολλά μέλη της Χωρίς Εξουσία επέμεναν πως οι πραγματικοί αναρχικοί δεν πρέπει να συμμετέχουν στην καπιταλιστική παραγωγή, καθώς «...δεν πρέπει με τη δουλειά μας σε εργοστάσια και καταστήματα να ενδυναμώνουμε και να πλουτίζουμε τους ίδιους ακριβώς αστούς που θα πρέπει να είναι αντικείμενο της πιο ανελέητης εξόντωσης. Ένας πραγματικός αναρχικός πρέπει να ικανοποιεί τις υλικές του ανάγκες με μέσο τις ληστείες και την κλοπή τω· υπαρχόντων των πλουσίων».
Στην ουσία, ο Μπιντμπέι και οι σύντροφοί του κήρυξαν ολοκληρωτικό πόλεμο στο όλον της υπάρχουσας κοινωνίας, θεωρώντας την διεφθαρμένη ως τον πυρήνα της και επιδιώκοντας την καταστροφή της με μέσο τον τερρορισμό. Και άλλες μικρότερες αναρχικές ομάδες (όπως οι Αναρχικοί-Ατομικιστές), ακολούθησαν το κάλεσμά τους για άμεση δράση, δικαιολογημένοι ακριβώς από τον ισχυρισμό ότι δε χρειάζονται καμία δικαιολόγηση.
«Η πιο βίαιη απ’ όλες τις ριζοσπαστικές σέχτες ήταν η αναρχική ομάδα που λεγόταν Χωρίς Εξουσία. Το κήρυγμα της ομάδας ήταν η ίδια η απλότητα. Οι μάζες, που προς το παρόν κοιμούνταν, ήταν κατά βάσει επαναστατικές.
Ήταν αναγκαίο να τις ξεσηκώσουν, όχι ενάντια σε συγκεκριμένες επιμέρους καταπιέσεις αλλά στο ίδιο το κοινωνικό σύστημα. Όταν θα ανορθώνονταν, θα διέλυαν όλους τους θεσμούς του παλιού κόσμου και πάραυτα θα εγκαθίδρυαν τον επίγειο παράδεισο του ελευθεριακού κομμουνισμού που θα καθιστούσε περιττή κάθε οργανωμένη εξουσία. Και ο καλύτερος τρόπος για να ξεσηκώσεις τις μάζες ήταν να απευθυνθείς στην επιθυμία τους για εκδίκηση και να δώσεις το παράδειγμα, αδιακρίτως σκοτώνοντας και ληστεύοντας όλους τους επωφελούμενους του παρόντος συστήματος προνομίων.
Ήταν, εν ολίγοις, ένα κήρυγμα για τις “τρελαμένες παρυφές” του ριζοσπαστικού κινήματος. Διέφεραν από την Μαύρη Σημαία η οποία ενέκρινε τους μαζικούς αγώνες για άμεσες βελτιώσεις, ενώ η Χωρίς Εξουσία μόνο περιφρόνηση έτρεφε για τις απεργίες με μισθολογικά αιτήματα.
Ο ιδρυτής της Χωρίς Εξουσία ήταν ένας νεαρός αρμένιος διανοούμενος, που υπέγραφε ως “Μπιντμπέι” τις ευφυώς γραμμένες μπροσούρες του. Το πραγματικό του όνομα ήταν το, διόλου αρμένικο, Νικολάι Ρομανόφ (που ήταν ακριβώς και το όνομα του... τσάρου). Έχοντας κάνει μία φάρσα με την οποία ειρωνευόταν τον τσάρο μέσω της συνωνυμίας τους, το 1902 αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο της Πετρούπολης.
Η Μπιντμπέι είχε μόλις φύγει από τη Γενεύη όταν έφτασα εκεί. Αφού έγραψε όλα όσα είχε να πει σε μια σειρά ευφυών μπροσούρων, επέστρεψε στην πατρίδα στον Καύκασο όπου αργότερα συνελήφθη έχοντας στην κατοχή του μια βαλίτσα με εκρηκτικά. Η χλευαστική περιφρόνηση με την οποία αντιμετώπισε τους δικαστές, ευρέως επισημάνθηκε και θαυμάστηκε το 1905-1906. Αρνήθηκε να σηκωθεί από το εδώλιο όταν καλέστηκε το όνομά του, όπως και να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση, καθώς “...δεν ομιλώ σε ανθρώπους τους οποίους δεν γνωρίζω προσωπικά”. Η περιφρονητική σιωπή του φαίνεται να εντυπωσίασε ακόμα και τους δικαστές, που αντί να τον καταδικάσουν σε θάνατο, του επέβαλλαν δεκαπενταετή καταναγκαστικά έργα, μια ποινή της οποίας -απ’ όσο γνωρίζω- δεν επιβίωσε».
Ασχέτως των θεωρητικών διαφωνιών μεταξύ των αναρχικών ως προς το πόσο εκτεταμένα θα έπρεπε να εφαρμοστούν οι τερρορριστικές μέθοδοι, όλες οι αναρχικές οργανώσεις -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- υποστήριζαν την πρακτική των πολιτικών δολοφονιών. Καμία από αυτές τις ομάδες δεν αμφισβητούσε την αρχή της τερροριστικής δράσης. Η ασυμφωνία τους αφορούσε τα «ψιλά γράμματα» της θεωρίας της ατομικής βίας και τις λεπτομέρειες που καθόριζαν την επιλογή των στόχων.
Ενώ -θεωρητικά- απέδιδαν μεγάλη σημασία στην προπαγάνδα μέσα στο προλεταριάτο, στη πράξη πολλές αναρχικές ομάδες ασχολούνταν αποκλειστικά με τον τερρορισμό και σπάνια επιδίδονταν σε πιο μακροπρόθεσμες εκφάνσεις του αντικαθεστωτικού και αντικαπιταλιστικού αγώνα. Σύμφωνα με έναν παλιό εξτρεμιστή: «Δεν υπήρχε σχεδόν κανένας αναρχικός που μπαίνοντας στις γραμμές του κινήματος να μη γινόταν 100% boevik (μαχητής), έτοιμος ανά πάσα στιγμή για την κάθε ενέργεια.
Η επαναστατική κατάσταση δημιούργησε μια ατμόσφαιρα απόλυτης μαχητικότητας, ειδικά κατά την περίοδο 1905-1906. Οι αναρχικοί ήταν οι πλέον χαρακτηριστικοί του νέου τύπου τερροριστή, όχι μόνο ως προς την επιλογή των στόχων, αλλά και ως προς τη διαδικασία που επέλεγαν για να προβούν σε τερροριστικές ενέργειες».
Σε ότι αφορά τους στόχους, όλοι οι αναρχικοί (πλην των μελών της Χλεμπ ι Βόλια) ήταν έτοιμοι να αποδείξουν έμπρακτα τη διάθεσή τους για γενικευμένες εκτελέσεις. Ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς αναρχοσυνδικαλιστές υποστήριζαν εκτελέσεις που συνδέονταν με την πολιτική τους, αυτή του ολικού οικονομικού τερρορισμού. Με το ξέσπασμα λοιπόν της πρώτης ρωσικής επανάστασης, οι αναρχικοί αφοσιώθηκαν σε τερροριστικά σχέδια που θα ήταν αδιανόητα για τους επαναστάτες του 19ου αιώνα, ενώ άλλοι -μη αναρχικοί- ριζοσπάστες του 1905,τα έβρισκαν αντιφατικά.
Όπως τα μέλη όλων των άλλων επαναστατικών οργανώσεων, έτσι και οι αναρχικοί άρπαζαν κάθε ευκαιρία που τους δινόταν για να «καθαρίσουν» τις γραμμές τους από τους πολυάριθμους πράκτορες της αστυνομίας, ή για να επιτεθούν σε άτομα που βοηθούσαν τις αρχές στη σύλληψη επαναστατών ή που κατέθεταν εναντίον τους στα δικαστήρια. Οι αναρχικοί συχνά άνοιγαν πυρ και πετούσαν βόμβες στους αστυνομικούς που επιχειρούσαν να πραγματοποιήσουν εφόδους και συλλήψεις σε σπίτια όπου διέμεναν. Συχνά προτιμούσαν να τερματίσουν τις ζωές τους με την τελευταία τους σφαίρα, αντί να πέσουν στα χέρια των αρχών.
Χαρακτηριστικά αναφέρω πως στις 14 Μάρτη του 1909, στη μικρή πόλη Σμέλα, μετά από πολύωρη και αιματηρή μάχη με την αστυνομία, ο αναρχικός Μιρόσνικ τοποθέτησε δυναμίτη μέσα στο στόμα του και ανατινάχθηκε, ενώ ο σύντροφός του Αρίς ανατινάχθηκε με χειροβομβίδα. Αρκετοί επίσης σκοτώνονταν στην προσπάθειά τους να απελευθερώσουν φυλακισμένους συντρόφους τους, πολλές φορές με ιδιαίτερα ριψοκίνδυνα σχέδια. Σε μια περίπτωση, ομάδα αναρχικών εισέβαλε σε εκκλησία όπου είχαν μεταφερθεί κρατούμενοι για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία του Πάσχα, εκτέλεσε τους φρουρούς και απελευθέρωσε τους φυλακισμένους. Συχνά, ένοπλοι αναρχικοί καταλάμβαναν τυπογραφεία και ζητούσαν από τους εργαζόμενους να τους τυπώσουν προκηρύξεις.
Αν και έκαναν μεγαλεπήβολα σχέδια για εκτελέσεις κυβερνητών και άλλων σημαινόντων κρατικών αξιωματούχων (περιλαμβανομένων και μελών της τσαρικής οικογένειας), στα οποία σταθερά αποτύγχαναν, εντούτοις συχνά επιτύγχαναν σε πράξεις εκδίκησης κατά τοπικών στρατιωτικών διοικητών, περιφερειακών αξιωματούχων της Οχράνα και της χωροφυλακής, πολιτικών και σωφρονιστικών αξιωματούχων, καθώς και ιερέων και ραβίνων που στα κηρύγματά τους καταφέρονταν κατά των ριζοσπαστών. Επικέντρωναν επίσης τις επιθέσεις τους ενάντια σε κρατικούς υπαλλήλους όλων των ειδών και των βαθμίδων, μόνο και μόνο λόγω της ιδιότητάς τους, θεωρώντας τους ένοχους ως υπηρέτες της απολυταρχίας.
Η σύγκρουση και το αμοιβαίο μίσος ανάμεσα στις αρχές και τους ριζοσπάστες ήταν τόσο βαθιά ώστε -όπως ανέφερε ένας επαναστάτης-, «...κάποιοι αναρχικοί δεν μπορούσαν καν να ανεχτούν τη θέα ενός αστυνομικού που βάδιζε στο δρόμο». Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν που ο πιο κοινός στόχος ήταν απλοί αστυνομικοί που περιπολούσαν. Με το ξέσπασμα της επανάστασης του 1905, οι απλοί αστυνομικοί του δρόμου χτυπιόντουσαν μαζικά και μέρα-μεσημέρι από τους αναρχικούς.
Σε αρκετές περιπτώσεις πάλι, επεδίωκαν την πρόκληση αυτού που χαρακτήριζαν «αντεπαναστατική βία». Στις 24 Απρίλη 1905 για παράδειγμα, αναρχικοί της Οδησσού συγκεντρώθηκαν μπροστά σε τοπικό κυβερνητικό κτίριο με σκοπό, όταν εμφανισθούν αστυνομικοί για να τους διαλύσουν, να εκτοξεύσουν βόμβες εναντίον τους.
Πολλοί αστυνομικοί που τους χαριζόταν η ζωή, αφοπλίζονταν από τους αναρχικούς. Οι αρχές γνώριζαν πως αστυνομικοί που υπηρετούσαν στα κέντρα της ριζοσπαστικής δράσης όπως η Οδησσός, το Εκατερίνοσλαβ και οι παραμεθόριες περιοχές, ήταν ιδιαίτερα τρωτοί σε εξτρεμιστικές επιθέσεις. Απέμενε μόνο η χρήση του στρατού. Μέχρι και τρεις στρατιώτες φυλούσαν τον αστυνομικό που ...φυλούσε μια τράπεζα, ένα ταχυδρομείο ή ένα δημόσιο ταμείο. Σε στρατιωτικές μονάδες είχε επίσης ανατεθεί η φύλαξη των αστυνομικών τμημάτων.
Οι αναρχικοί συχνά επεδείκνυαν μεγάλο προσωπικό θάρρος στην προθυμία τους να θυσιάσουν τη ζωή τους προς χάρη του επαναστατικού σκοπού. Ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να δράσουν κατ’ αυτό τον τρόπο, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για μια εντυπωσιακή ομαδική εκτέλεση κρατικών λειτουργών.
Σε ένα τυπικό περιστατικό, στις 27 Μάη 1906 στο Μπελοστόκ, δύο αναρχικοί επιτέθηκαν σε ολόκληρο αστυνομικό απόσπασμα και εκτέλεσαν τον διοικητή. Παρομοίως, τόσο συχνά πραγματοποιούσαν επιθέσεις σε έφιππους Κοζάκους, ώστε τους ανάγκασαν να μην εμφανίζονται στο δρόμο, φοβούμενοι τυχόν ενέδρα.
Σε κάποια περιστατικά, τερροριστές που ήθελαν να εκδικηθούν κάποιον αστυνομικό, επιδίδονταν σε ευφυή τεχνάσματα για να αναγκάσουν τα θύματά τους να βγουν από τις σχετικά προστατευμένες εγκαταστάσεις τους. Όμως, ούτε καν εκεί δεν ήταν προστατευμένη η αστυνομία, καθώς οι αναρχικοί συχνά κατάφερναν να πλησιάσουν τα βαριά φρουρούμενα αρχηγεία της Οχράνα και της χωροφυλακής, ρίχνοντας βόμβες στο εσωτερικό τους. Με την αποφασιστικότητα ενός φανατικού, κατάφεραν να εισβάλουν σε αστυνομικά αρχηγεία σε αρκετές περιφέρειες της χώρας, πυροδοτώντας τα εκρηκτικά που σκότωναν τους ίδιους, αλλά και όλους τους παριστάμενους. Ο Νισάν Φάρμπερ, ένα από τα πιο ενεργά μέλη της αναρχικής ομάδας του Μπελοστόκ, ήταν υπεύθυνος για μια τέτοια έκρηξη τον Οκτώβρη του 1904.
«Απ’ όλες τις ιδεολογίες που, στις αρχές του αιώνα, προσέλκυαν τους νεαρούς διανοούμενους (ή “ημιδιανοούμενους” όπως ο ίδιος), ο Σεμιόν ενστερνίστηκε τον αναρχισμό, ο οποίος, με όλο τον ουτοπισμό του, εξέφραζε πιο βίαια τη δυσφορία των καταπιεσμένων που είχαν κάποια μόρφωση. Είχε ενδιαφερθεί για τον αναρχισμό μέσα από τις ιστορίες που του είχε διηγηθεί ένας σχεδόν αγράμματος εβραίος αλήτης που οι περιπλανήσεις του είχαν φτάσει μέχρι τη Βαρκελώνη, ένα από τα κυρίαρχα κέντρα της αναρχικής σκέψης. Ο αλήτης είχε εντυπωσιασθεί από τις ρομαντικές, υπερμαχητικές πλευρές του ισπανικού αναρχισμού, ενός αναρχισμού επαναστατικής (ή και τεροριστικής) δράσης, και όχι απλά προπαγάνδισης ιδεών. Οι εργάτες στα υφαντουργεία του Μπελοστόκ (τον τόπο καταγωγής του Σεμιόν) όπου ο πληθυσμός ήταν κυρίως εβραϊκός, ενθουσιωδώς υιοθέτησαν το νέο αυτό κήρυγμα.
Ετσι, αν πραγματοποιούταν μια απεργία στο Μπελοστόκ, μάλλον κάποια βόμβα θα έσκαγε στο σπίτι του βιομηχάνου ή ο επιστάτης του αφεντικού θα μαχαιρωνόταν στη μέση του δρόμου. Και αν η αστυνομία ήταν ιδιαιτέρως κτηνώδης προς τους απεργούς, μια πεντάκιλη βόμβα θα έσκαγε σε ένα αστυνομικό τμήμα. Αν χρειάζονταν χρήματα για το κίνημα, δεν θα οργανωνόταν κάποια χοροεσπερίδα, ούτε θα συλλέγονταν μεταξύ των συντρόφων. Αντιθέτως, μια γενναιόδωρη δωρεά εκατοντάδων ή και χιλιάδων ρουβλιών θα πραγματοποιούταν από κάποιον καπιταλιστή, πεισμένο από ένα όπλο κολλημένο στο κεφάλι του».
Επιθέσεις πραγματοποιούνταν και κατά του στρατού που έδρευε σε περιοχές που «μαστίζονταν» από την τερροριστική δράση. Σε μια τέτοια περιοχή, το Εκατερίνοσλαβ, στις θυελλώδεις μέρες του Οκτώβρη 1905, οι αρχές αναφέρουν αναρίθμητα περιστατικά κατά τα οποία οι επαναστάτες άνοιγαν πυρ ή έριχναν βόμβες σε στρατιωτικά αποσπάσματα. Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί βρίσκονταν σε κίνδυνο, κυριολεκτικά σε κάθε γωνία του δρόμου. Δεν υπήρχαν ασφαλείς οδοί στις -πόλεις, καθώς βόμβες έπεφταν από τα μπαλκόνια και εκρηκτικοί μηχανισμοί τοποθετούνταν ακόμα και μέσα στους στρατώνες των κοζάκων.
Οποιοσδήποτε εκπροσωπούσε την καταπιεστική οικονομική τάξη -δηλαδή βιομήχανοι, διευθυντές, έμποροι, γαιοκτήμονες, ιδιοκτήτες-, αποτελούσε στόχο επίθεσης από τους αναρχικούς. Και αυτό σε αντίθεση με άλλες οργανώσεις του σοσιαλιστικού στρατοπέδου που επικέντρωναν τις επιθέσεις τους σε πολιτικά στελέχη. Επιθέσεις ενάντια στο χειρότερο των καπιταλιστών, συμβάδιζαν με αδιάκοπες μαζικές τερροριστικές ενέργειες ενάντια στη μπουρζουαζία στο σύνολό της. Σύμφωνα με σύνθημα αναρχοκομμουνιστικών ομάδων της Μόσχας και της Οδησσού, «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΤΏΝ ΕΡΓΑΤΩΝ». Θάνατος άξιζε σε οποιονδήποτε δεν ήταν ακτήμονας προλετάριος.
Είναι αδύνατο να υπολογίσουμε τον αριθμό των τερροριστικών ενεργειών που έγιναν από αναρχικούς ενάντια σε ιδιοκτήτες, καθώς είναι τεράστιο το εύρος των στόχων: από πλούσιους τραπεζίτες και βιομηχάνους μέχρι και «μικρά» αφεντικά που είχαν αρνηθεί παραχωρήσεις στους απεργούς εργαζομένους τους, που είχαν καλέσει την αστυνομία για να καταστείλει εργατικές διαμαρτυρίες ή είχαν κάνει απολύσεις.
Στόχο ενίοτε αποτελούσαν τεχνικοί, μηχανικοί και άλλοι ειδικοί, που στα μάτια των «ακαλλιέργητων» ριζοσπαστών εργατών άνηκαν στο στρατόπεδο των καταπιεστών, και μόνο λόγω της εκπαίδευσης και θέσης τους. Σε μια περίπτωση, αναρχικοί τερροριστές είχαν εκτελέσει τους τρεις γιους ενός βιομηχάνου, ενώ κάποιες φορές έριχναν βόμβες και σε μικρά μαγαζιά, απλά ως «...διαμαρτυρία ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία». Στο Εκατερίνοσλαβ, ένας αναρχικός έριξε για λόγους «ταξικής εκδίκησης» μια βόμβα σε βαγόνι τραίνου 1ης θέσης, γεμάτο προφανώς με ευκατάστατους πολίτες.
Αρκετές από τις ενέργειες που πραγματοποιούνταν από αναρχικές ομάδες ή άτομα μετά το 1905, θα μπορούσαν να θεωρηθούν μέρος του εξελισσόμενου οικονομικού αγώνα των προλετάριων ενάντια στους καπιταλιστές. Ο Φάρμπερ για παράδειγμα, επιτέθηκε με μαχαίρι και τραυμάτισε σοβαρά τον Κόγκαν, διευθυντή μεγάλης κλωστουφαντουργικής βιομηχανίας. Η ενέργεια πραγματοποιήθηκε ως αντίποινα για τις απολύσεις εργατών μετά από απεργία. Αυτή η τερροριστική ενέργεια δεν ήταν μια μεμονωμένη στιγμή ατομικής βίας.
Αναρχικές ομάδες (κυρίως αναρχοσυνδικαλιστικής κατεύθυνσης) ήταν υπεύθυνες για πολυάριθμα περιστατικά οικονομικού τερρορισμού, όπως ανατινάξεις τραίνων και τραμ που λειτουργούσαν κατά τη διάρκεια απεργιών, ή η εκτέλεση του διευθυντή ενός μεγάλου τυπογραφείου που απέρριπτε τα αιτήματα των απεργών της επιχείρησής του. Το λιμάνι της Οδησσού έγινε κέντρο διαρκούς τερροριστικής δράσης κατά το 1906-1907, όταν οι αναρχοσυνδικαλιστές ανατίναξαν αρκετά εμπορικά πλοία και εκτέλεσαν δύο πλοίαρχους που ήταν αντιπαθείς στους ναύτες.
Εκτός από τη χαρακτηριστική επιλογή στόχων, ο νέος τύπος τερρορισμού που πραγματωνόταν από τους αναρχικούς, διακρινόταν και ως προς τη λογική πίσω από τις πράξεις. Καθώς οι αναρχικοί για λόγους αρχής απέρριπταν τους οργανωμένους πολιτικούς σχηματισμούς, συχνά πραγματοποιούσαν τερροριστικές ενέργειες κατά προσωπική βούληση και παρόρμηση, ανεξάρτητα ακόμα και από τους τοπικούς αναρχικούς κύκλους.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνέβη στα τέλη του 1906, όταν ο αναρχοκομμουνιστής Βενιαμίν Φρίντμαν είχε στήσει ενέδρα για να εκτελέσει το διευθυντή της φυλακής του Γκρόντνο. Έτυχε όμως να περνάει ένας δεσμοφύλακας, ιδιαίτερα αντιπαθής στους κρατούμενους και ο Φρίντμαν έκρινε πως «...και σε αυτό το σκύλο αξίζει μια σφαίρα». Χωρίς να διστάσει τον πυροβόλησε.
Ένα άλλο περιστατικό δείχνει πόσο παρορμητικά δρούσαν οι αναρχικοί. Όταν έφτασε στα αυτιά του Αλεξάντρ Κολοσόφ (μέλους της αναρχικής ομάδας του Τάμποφ) η φήμη πως μια συντρόφισσα βιάστηκε στη φυλακή από δεσμοφύλακες, χωρίς να χάσει χρόνο πήρε το όπλο του και ξεκίνησε για να εκτελέσει το διευθυντή της φυλακής. Ευτυχώς για το διευθυντή, ο Κολοσόφ συνάντησε στο δρόμο τον φίλο της συντρόφισσας που του είπε πως η φήμη ήταν ψευδής.
Σε αντίθεση με τους ριζοσπάστες του 19ου αιώνα, που διέπονταν από μια κοινή τάση για θεωρητική μελέτη, οι αναρχικοί ήταν σε μεγάλο βαθμό αδιάφοροι για θεωρητικά ζητήματα. Επιπλέον, οι περισσότεροι είχαν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, καθώς προέρχονταν από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.
Αρνιόντουσαν όμως να το θεωρήσουν αυτό ως εμπόδιο στην επαναστατική τους δραστηριότητα και ένας αναρχικός με καμάρι δήλωνε πως «...στη ζωή μου δεν έχω διαβάσει ούτε ένα βιβλίο, αλλά στην καρδιά μου είμαι αναρχικός». Έχοντας συνείδηση του γεγονότος ότι πολλοί σύντροφοι είχαν χαμηλό θεωρητικό επίπεδο, οι αναρχικοί δήλωναν ότι το πρωταρχικό χαρακτηριστικό ενός επαναστάτη ήταν το «...να έχει τη μάχη στο αίμα του».
Όπως και προηγουμένως αναφέραμε, πολλοί αναρχικοί θαύμαζαν τον Σεργκέι Νετσάγιεφ και ενστερνίζονταν τις απόψεις του για συνεργασία με τους «...ληστές, τους μόνους πραγματικούς επαναστάτες στη Ρωσία». Η «κοινή ληστεία» ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στους αναρχικούς κύκλους. Πρώην απατεώνες, επαγγελματίες κλέφτες και άλλα μέλη του «υπόκοσμου» προσχωρούσαν με μεγάλη συχνότητα στους αναρχικούς. Αυτό εν μέρει οφειλόταν στο ότι το αναρχικό κίνημα τους παρείχε μια «δικαίωση» της συμπεριφοράς τους, όχι μόνο επειδή θεωρούσε την παρούσα κοινωνία ως υπεύθυνη για την τάση προς το έγκλημα εκ μέρους των φτωχών, αποξενωμένων και αποθαρρυμένων μελών της, αλλά και επειδή προσέφερε μια δικαιολόγηση της εγκληματικότητάς τους, ως προοδευτικών βημάτων που συνεισέφεραν στην αποσταθεροποίηση της κοινωνικοπολιτικής τάξης.
Ακολουθώντας το παράδειγμα του Μπακούνιν, οι αναρχικοί καλωσόριζαν ως αδελφούς και συντρόφους τους παρίες και φυγάδες της κοινωνίας, δίνοντας έμφαση στην επαναστατική δυναμική των κλεφτών, των αλητών,του λούμπεν προλεταριάτου.Ήδη από το 1903, με στόχο τη μετατροπή των ληστών σε μαχητές της ελευθερίας, η αναρχική ομάδα «ΑΓΩΝΑΣ» του Μπελοστόκ ξεκίνησε επαναστατική αγκιτάτσια μεταξύ των ληστών, αρκετοί από τους οποίους όντως έγιναν αποτελεσματικοί επαναστάτες. Πολλοί φυλακισμένοι αναρχικοί επίσης έκαναν αγκιτάτσια μεταξύ των ποινικών.
Από τις αρχές του 1906 εμφανίστηκαν στις επαρχίες οι ομάδες των αυτοαποκαλούμενων «Μαύρων Κορακιών», «...συμμορίες νεαρών ληστών που οι περιπέτειες τους ενίοτε χρωματίζονταν με κόκκινο ρομαντισμό». Εμφανίστηκαν ακόμα «αναρχοσυμμορίτικες» ομάδες με ονόματα όπως «Μαύρος Τρόμος». Μια μεγάλη αναρχική συμμορία δρούσε στο Κίεβο και τη Βίλνα, με εξέχουσα μορφή κάποιον Ουστίνοφ. Μια άλλη μεγάλη αναρχική ομάδα καθοδηγούνταν από τον Σαβέλεφ (οπαδό του «χωρίς αφορμή» τερρορισμού) και σε μεγάλο βαθμό απαρτιζόταν από «κακοποιούς» και λιποτάκτες που είχαν αποδράσει από το Βλαδιβοστόκ και είχαν καταφύγει στην κεντρική Ρωσία, όπου ενώθηκαν με τους αναρχικούς και συνέχισαν τη δράση τους.
Χαρακτηριστική είναι η βιογραφία του Μόβσα Σπίντλερ, αναρχικού από το Μπελοστόκ, όπως παρουσιάζεται στη νεκρολογία που έγραψαν για αυτόν οι σύντροφοι του. Σύμφωνα με τη νεκρολογία, η δράση του Μόβσα «...σημαδεύτηκε από μια απίστευτη πολυμορφία»; μοίραζε κείμενα στους εργάτες και βοηθούσε στο «στήσιμο» των παράνομων τυπογραφείων, έκανε προμήθειες οπλισμού, συμμετείχε σε μία τουλάχιστον απαλλοτρίωση και πολυάριθμες τερροριστικές επιθέσεις.
Μαζί με δύο φίλους σχεδίασε την εκτέλεση του διευθυντή της φυλακής Γκρόντνο. Απελευθέρωσε ένα σύντροφο και τραυμάτισε αρκετούς από τους στρατιώτες που τον συνόδευαν κατά τη διάρκεια μεταγωγής. Έριξε βόμβα στην άμαξα του κυβερνήτη-στρατηγού του Μπελοστόκ. Ακόμα και όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Μπελοστόκ, κάθε φορά που επέστρεφε, εκτελούσε και έναν καταδότη. Κράτησε για τον εαυτό του την τελευταία του σφαίρα μετά από αιματηρή συμπλοκή με την αστυνομία.
Ο Σπίντλερ ξεκίνησε ως «κοινός» ποινικός πριν ενωθεί με τους αναρχικούς; «... ήταν επαγγελματίας κλέφτης, σεβαστός στους κύκλους του για την επιδεξιότητά του (...) Δεν κατείχε την αναρχική θεωρία, ήταν όμως ένας από τους πιο αφοσιωμένους και έντιμους συντρόφους σε όλο το ρώσικο κίνημα».
Οι σχέσεις των αναρχικών με τους ποινικούς ενόχλησαν φυσικά τους «σοβαρούς» εκπρόσωπους του επαναστατικού κινήματος.
Ο Πλεχάνοφ, από τους στυλοβάτες της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας, επέκρινε: «Είναι αδύνατο να καταλάβεις που τελειώνει ο σύντροφος αναρχικός και που αρχίζει ο ληστής». Έπαιρνε όμως την απάντηση από τον Μπογκντάνοφ: «Ουρλιάζουν,“κάτω οι απαλλοτριωτές, οι ληστές, οι κακοποιοί”. Η ώρα της εξέγερσης όμως θα έρθει και όλοι αυτοί θα είναι μαζί μας. Στα οδοφράγματα, ένα σκληραγωγημένο κλεφτρόνι θα είναι πολύ πιο χρήσιμο από τον κύριο Πλεχάνοφ».
Δημοσίευση σχολίου