{[['']]}
Από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη «Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους 1830 -1974»
Ο Παπαδόπουλος προνόησε να αμνηστεύσει και τον εαυτό του και τα παλικάρια του. Διότι, στο διάταγμα περί αμνηστεύσεως των πολιτικών κρατουμένων, η διατύπωση είναι τόσο δυσερμήνευτη, που επιτρέπει στον οποιοδήποτε, βάσει αυτού του διατάγματος και μόνο, να αμνηστεύσει τους πάντες, μηδέ των χουνταίων εξαιρουμένων.
Ε, αυτό ακριβώς έκανε ο Καραμανλής με το περίφημο «στιγμιαίο» (αδίκημα). Που σημαίνει πως ένοχοι για το πραξικόπημα είναι μόνο όσοι έδρασαν τη στιγμή της εκδήλωσης του πραξικοπήματος. Όλοι οι άλλοι απαλλάσσονται αυτομάτως, βάσει του χουντικού διατάγματος. Φρικώδες, τερατώδες, αλλά τόσο αληθινό, όσο και ο Καραμανλής ως φυσικό πρόσωπο νοούμενος.
Σωστά πάντως ενήργησε από απόψεως εθνικού συμφέροντος. Διότι αν το αδίκημα δεν ήταν στιγμιαίο αλλά διαρκές, θα έπρεπε να επεκταθεί και στην άλλη χούντα, τη μεγάλη, που δεν πρόλαβε να δράσει. Άσε που η μεταχουντική Δεξιά δεν θα μπορούσε να βρει στελέχη για να σώσει τη χώρα, δημοκρατικά αυτή τη φορά. Άλλωστε, αν η Δεξιά δεν μπορεί να αφομοιώσει τα καθάρματα, τι σόι Δεξιά θα ήταν; Σκέφτεστε μια Δεξιά του 1944 που δεν είναι σε θέση να αφομοιώσει τους δοσίλογους, μεταξύ των οποίων και ο Παπαδόπουλος; Να γιατί είναι αναγκαία η λήθη. Γιατί αν θυμόμασταν, θα ήταν αδύνατο να κυβερνηθεί αυτή η χώρα.
Και με την ιστορική μνήμη, τι γίνεται; Ω, ναι! Αυτή υπάρχει μόνο για να θυμόμαστε τα πάρα πάρα πολύ παλιά. Τον Περικλή, ας πούμε, και τον Μεγαλέξαντρο. Αυτούς ναι, δεν τους ξεχνούμε ποτέ. Ενώ τους δοσίλογους και τους χουνταίους πρέπει να τους καλύπτουμε με την «λήθη του παρελθόντος» η οποία, φυσικά, κάπου κάπου προεκτείνεται και προς την Αριστερά: Αν η Δεξιά δεν ξεχάσει τους «κατσαπλιάδες», η Αριστερά δεν μπορεί να ξεχάσει τους δοσίλογους και τους φασίστες. Η εκ δεξιών λήθη προμηθεύει άλλοθι στην εξ αριστερών, και έτσι η ελληνική ιστορία πάσχει μονίμως από αμνησία. Θυμόμαστε μόνο αυτά που δε βλάπτουν το εθνικό συμφέρον. Όλα τ’ άλλα, τα θάβουμε μονίμως στη λήθη, ίνα η χώρα μηδέποτε εξέλθει του ληθάργου. Και συ μου λες, πώς κρατιούνται τα κεραμίδια ξεκάρφωτα.
Τόσο γρήγορη ήταν η λήθη αμέσως μετά τη χούντα, που η πρώτη μεταχουντική κυβέρνηση εθνικής ενότητας, είχε μέσα και έναν υμνητή της χούντας, τον Σόλωνα Γκίκα. Που συνυπήρχε αρμονικότατα με τον Γ. Α. Μαγκάκη, τον Γιάνγκο Πεζματζόγλου και τον Γεώργιο Μαύρο, χώρια οι άλλοι, οι περισσότερο αριστεροί. Τι να πεις και τι να μολογήσεις, σε τούτη τη στιγμιαία χώρα, που ισχυρίζεται πως έχει ιστορία τριών χιλιάδων ετών.
Ο Κάτρης, λέει ευφυέστατα: Η ηττημένη και κατησχυμένη Δεξιά, την παραμονή της χούντας ήταν το 30% του ελληνικού λαού. Το 1974, την επομένη της χούντας, έφτανε το 54,5% - και χωρίς βία και νοθεία. Γιατί, λοιπόν, λέμε πως απέτυχε η χούντα; Δουλειά της ήταν να επαναφέρει ισχυρότερη τη Δεξιά στην εξουσία. Και τα κατάφερε. Κρυφό μεράκι των Αμερικανών ήταν να δημιουργηθεί στην Ελλάδα ένα ισχυρό κεντρώο κόμμα, που να λειτουργεί σαν φράγμα στη μετακίνηση ψηφοφόρων προς τα αριστερά. Και είδαν το όνειρό τους να γίνεται πραγματικότητα με το πανίσχυρο ΠΑΣΟΚ. Η χούντα πέτυχε τους στρατηγικούς της στόχους.
Η «εθνοσωτήριος» έγινε για να σώσει το έθνος από τον «άμεσο κομουνιστικό κίνδυνο». Το ΚΚΕ βρισκόταν εκτός νόμου από το 1947, τη χρονιά που εμφανίστηκε και ο περίφημος νόμος 509, που προβλέπει ποινές μέχρι θάνατο, όχι μόνο για κάθε είδους και μορφή κομουνιστική δραστηριότητα αλλά και για τη διάδοση των κομουνιστικών ιδεών.
Το περίεργο είναι, λέει ο οξυδερκής Γιάννης Κάτρης, πως ο κομουνιστικός κίνδυνος προβάλλει σαν άμεση εθνική απειλή κάθε φορά που τη χώρα κυβερνούν οι αντίπαλοι της Δεξιάς (Πλαστήρας, Παπανδρέου) και εξαφανίζεται ως δια μαγείας όταν ο έλεγχος της εξουσίας περνάει στη Δεξιά.
Στην πραγματικότητα, όμως, συνέβαινε το αντίθετο: Η δύναμη της Αριστερός ανέβαινε κάθε φορά που το δεξιό κράτος δυνάμωνε την καταστολή, και μειωνόταν κάθε φορά που το κεντρώο κράτος μείωνε την καταστολή. Όταν αυξάνεται η δύναμη της Δεξιάς αυξάνεται και η δύναμη της Αριστερός. Αντίθετα, όταν αυξάνεται η δύναμη του Κέντρου, μειώνεται η δύναμη και της Δεξιάς και της Αριστερός. Διότι το Κέντρο παίρνει ψήφους και από τα δυο άκρα του πολιτικού φάσματος.
Έχοντας αυτό υπ’ όψιν, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί η Δεξιά ανησυχεί σε κάθε προοπτική μείωσης της δύναμης της Αριστερός. Τούτο συμβαίνει διότι μείωση των ψήφων της Αριστερός σημαίνει αύξηση των ψήφων του Κέντρου. Ενώ αν, με την καταστολή και τον φανατισμό, καταφέρει η Δεξιά να διατηρήσει συσπειρωμένη την Αριστερά, μπορεί να είναι βέβαιη πως δεν θα υπάρξει διαρροή ψήφων από τα Αριστερά προς το Κέντρο. Συνεπώς, ο αγώνας της Δεξιάς κατά της Αριστερός στοχεύει το Κέντρο και όχι την Αριστερά, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι κόμμα εξουσίας και συνεπώς δεν απειλεί τη μάσα, που πάντα είναι ο σκοπός του αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας από ένα κόμμα στην Ελλάδα.
Αυτό σημαίνει πως η Δεξιά διώκει τους αριστερούς για να μην της αρπάξει την κουτάλα το Κέντρο. Εκείνο που εμφανίζεται απ’ τη Δεξιά σαν αγώνας κατά ιδεών και κοινωνικών συστημάτων δεν είναι παρά τρόμος μπροστά στην πιθανότητα να χαθεί η δυνατότητα για κλοπή του δημοσίου πλούτου. Η Δεξιά, άλλωστε, είναι Δεξιά διότι είναι άσχετη με κάθε είδους ιδεολογία. Η Δεξιά είναι πάρα πολύ ωφελιμιστική για να ασχολείται με ιδέες. Μία είναι η «ιδεολογία» της Δεξιάς: η μάσα, είτε σε επίπεδο ιδιωτικό είτε σε επίπεδο δημόσιο. Και κάθε μετακίνηση του Κέντρου και κυρίως της Αριστεράς, οπότε οι ατομικές συμπεριφορές γίνονται εμφανέστερες, προς το «ιδανικό» της μάσας, δεν είναι παρά μια άτυπη μετακίνηση προς τα δεξιά, ακόμα και στην περίπτωση που το κόμμα συνεχίζει να επιμένει πως είναι αριστερό, όπως για παράδειγμα στα πρώην κομουνιστικά κόμματα των χωρών του πρώην υπαρχτού και στην πραγματικότητα και τότε ανύπαρχτου σοσιαλισμού, αλλά και όπως στο ΠΑΣΟΚ.
Τώρα που ο «κομουνιστικός κίνδυνος» εξέλιπε εκ των πραγμάτων, η ζωή της Δεξιάς αρχίζει να γίνεται δύσκολη. Η μελλοντική πολιτική ζωή της Ελλάδας ανήκει στα κόμματα του Κέντρου. Όχι μόνο γιατί το Κέντρο εξ ορισμού δηλώνει μια (εκνευριστική για μένα) μεσότητα αλλά και διότι η αποδυνάμωση της Αριστερός μόνο το Κέντρο θα ήταν δυνατό να ωφελήσει και ποτέ τη Δεξιά. Η Δεξιά έχει ανάγκη από μία αρκούντως ισχυρή Αριστερά για να υπάρξει.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
23. Η λήθη και το στιγμιαίο
Ο Παπαδόπουλος προνόησε να αμνηστεύσει και τον εαυτό του και τα παλικάρια του. Διότι, στο διάταγμα περί αμνηστεύσεως των πολιτικών κρατουμένων, η διατύπωση είναι τόσο δυσερμήνευτη, που επιτρέπει στον οποιοδήποτε, βάσει αυτού του διατάγματος και μόνο, να αμνηστεύσει τους πάντες, μηδέ των χουνταίων εξαιρουμένων.
Ε, αυτό ακριβώς έκανε ο Καραμανλής με το περίφημο «στιγμιαίο» (αδίκημα). Που σημαίνει πως ένοχοι για το πραξικόπημα είναι μόνο όσοι έδρασαν τη στιγμή της εκδήλωσης του πραξικοπήματος. Όλοι οι άλλοι απαλλάσσονται αυτομάτως, βάσει του χουντικού διατάγματος. Φρικώδες, τερατώδες, αλλά τόσο αληθινό, όσο και ο Καραμανλής ως φυσικό πρόσωπο νοούμενος.
Σωστά πάντως ενήργησε από απόψεως εθνικού συμφέροντος. Διότι αν το αδίκημα δεν ήταν στιγμιαίο αλλά διαρκές, θα έπρεπε να επεκταθεί και στην άλλη χούντα, τη μεγάλη, που δεν πρόλαβε να δράσει. Άσε που η μεταχουντική Δεξιά δεν θα μπορούσε να βρει στελέχη για να σώσει τη χώρα, δημοκρατικά αυτή τη φορά. Άλλωστε, αν η Δεξιά δεν μπορεί να αφομοιώσει τα καθάρματα, τι σόι Δεξιά θα ήταν; Σκέφτεστε μια Δεξιά του 1944 που δεν είναι σε θέση να αφομοιώσει τους δοσίλογους, μεταξύ των οποίων και ο Παπαδόπουλος; Να γιατί είναι αναγκαία η λήθη. Γιατί αν θυμόμασταν, θα ήταν αδύνατο να κυβερνηθεί αυτή η χώρα.
Και με την ιστορική μνήμη, τι γίνεται; Ω, ναι! Αυτή υπάρχει μόνο για να θυμόμαστε τα πάρα πάρα πολύ παλιά. Τον Περικλή, ας πούμε, και τον Μεγαλέξαντρο. Αυτούς ναι, δεν τους ξεχνούμε ποτέ. Ενώ τους δοσίλογους και τους χουνταίους πρέπει να τους καλύπτουμε με την «λήθη του παρελθόντος» η οποία, φυσικά, κάπου κάπου προεκτείνεται και προς την Αριστερά: Αν η Δεξιά δεν ξεχάσει τους «κατσαπλιάδες», η Αριστερά δεν μπορεί να ξεχάσει τους δοσίλογους και τους φασίστες. Η εκ δεξιών λήθη προμηθεύει άλλοθι στην εξ αριστερών, και έτσι η ελληνική ιστορία πάσχει μονίμως από αμνησία. Θυμόμαστε μόνο αυτά που δε βλάπτουν το εθνικό συμφέρον. Όλα τ’ άλλα, τα θάβουμε μονίμως στη λήθη, ίνα η χώρα μηδέποτε εξέλθει του ληθάργου. Και συ μου λες, πώς κρατιούνται τα κεραμίδια ξεκάρφωτα.
Τόσο γρήγορη ήταν η λήθη αμέσως μετά τη χούντα, που η πρώτη μεταχουντική κυβέρνηση εθνικής ενότητας, είχε μέσα και έναν υμνητή της χούντας, τον Σόλωνα Γκίκα. Που συνυπήρχε αρμονικότατα με τον Γ. Α. Μαγκάκη, τον Γιάνγκο Πεζματζόγλου και τον Γεώργιο Μαύρο, χώρια οι άλλοι, οι περισσότερο αριστεροί. Τι να πεις και τι να μολογήσεις, σε τούτη τη στιγμιαία χώρα, που ισχυρίζεται πως έχει ιστορία τριών χιλιάδων ετών.
Ο Κάτρης, λέει ευφυέστατα: Η ηττημένη και κατησχυμένη Δεξιά, την παραμονή της χούντας ήταν το 30% του ελληνικού λαού. Το 1974, την επομένη της χούντας, έφτανε το 54,5% - και χωρίς βία και νοθεία. Γιατί, λοιπόν, λέμε πως απέτυχε η χούντα; Δουλειά της ήταν να επαναφέρει ισχυρότερη τη Δεξιά στην εξουσία. Και τα κατάφερε. Κρυφό μεράκι των Αμερικανών ήταν να δημιουργηθεί στην Ελλάδα ένα ισχυρό κεντρώο κόμμα, που να λειτουργεί σαν φράγμα στη μετακίνηση ψηφοφόρων προς τα αριστερά. Και είδαν το όνειρό τους να γίνεται πραγματικότητα με το πανίσχυρο ΠΑΣΟΚ. Η χούντα πέτυχε τους στρατηγικούς της στόχους.
24. Το τρυκ του κομουνιστικού κινδύνου
Η «εθνοσωτήριος» έγινε για να σώσει το έθνος από τον «άμεσο κομουνιστικό κίνδυνο». Το ΚΚΕ βρισκόταν εκτός νόμου από το 1947, τη χρονιά που εμφανίστηκε και ο περίφημος νόμος 509, που προβλέπει ποινές μέχρι θάνατο, όχι μόνο για κάθε είδους και μορφή κομουνιστική δραστηριότητα αλλά και για τη διάδοση των κομουνιστικών ιδεών.
Το περίεργο είναι, λέει ο οξυδερκής Γιάννης Κάτρης, πως ο κομουνιστικός κίνδυνος προβάλλει σαν άμεση εθνική απειλή κάθε φορά που τη χώρα κυβερνούν οι αντίπαλοι της Δεξιάς (Πλαστήρας, Παπανδρέου) και εξαφανίζεται ως δια μαγείας όταν ο έλεγχος της εξουσίας περνάει στη Δεξιά.
Στην πραγματικότητα, όμως, συνέβαινε το αντίθετο: Η δύναμη της Αριστερός ανέβαινε κάθε φορά που το δεξιό κράτος δυνάμωνε την καταστολή, και μειωνόταν κάθε φορά που το κεντρώο κράτος μείωνε την καταστολή. Όταν αυξάνεται η δύναμη της Δεξιάς αυξάνεται και η δύναμη της Αριστερός. Αντίθετα, όταν αυξάνεται η δύναμη του Κέντρου, μειώνεται η δύναμη και της Δεξιάς και της Αριστερός. Διότι το Κέντρο παίρνει ψήφους και από τα δυο άκρα του πολιτικού φάσματος.
Έχοντας αυτό υπ’ όψιν, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί η Δεξιά ανησυχεί σε κάθε προοπτική μείωσης της δύναμης της Αριστερός. Τούτο συμβαίνει διότι μείωση των ψήφων της Αριστερός σημαίνει αύξηση των ψήφων του Κέντρου. Ενώ αν, με την καταστολή και τον φανατισμό, καταφέρει η Δεξιά να διατηρήσει συσπειρωμένη την Αριστερά, μπορεί να είναι βέβαιη πως δεν θα υπάρξει διαρροή ψήφων από τα Αριστερά προς το Κέντρο. Συνεπώς, ο αγώνας της Δεξιάς κατά της Αριστερός στοχεύει το Κέντρο και όχι την Αριστερά, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι κόμμα εξουσίας και συνεπώς δεν απειλεί τη μάσα, που πάντα είναι ο σκοπός του αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας από ένα κόμμα στην Ελλάδα.
Αυτό σημαίνει πως η Δεξιά διώκει τους αριστερούς για να μην της αρπάξει την κουτάλα το Κέντρο. Εκείνο που εμφανίζεται απ’ τη Δεξιά σαν αγώνας κατά ιδεών και κοινωνικών συστημάτων δεν είναι παρά τρόμος μπροστά στην πιθανότητα να χαθεί η δυνατότητα για κλοπή του δημοσίου πλούτου. Η Δεξιά, άλλωστε, είναι Δεξιά διότι είναι άσχετη με κάθε είδους ιδεολογία. Η Δεξιά είναι πάρα πολύ ωφελιμιστική για να ασχολείται με ιδέες. Μία είναι η «ιδεολογία» της Δεξιάς: η μάσα, είτε σε επίπεδο ιδιωτικό είτε σε επίπεδο δημόσιο. Και κάθε μετακίνηση του Κέντρου και κυρίως της Αριστεράς, οπότε οι ατομικές συμπεριφορές γίνονται εμφανέστερες, προς το «ιδανικό» της μάσας, δεν είναι παρά μια άτυπη μετακίνηση προς τα δεξιά, ακόμα και στην περίπτωση που το κόμμα συνεχίζει να επιμένει πως είναι αριστερό, όπως για παράδειγμα στα πρώην κομουνιστικά κόμματα των χωρών του πρώην υπαρχτού και στην πραγματικότητα και τότε ανύπαρχτου σοσιαλισμού, αλλά και όπως στο ΠΑΣΟΚ.
Τώρα που ο «κομουνιστικός κίνδυνος» εξέλιπε εκ των πραγμάτων, η ζωή της Δεξιάς αρχίζει να γίνεται δύσκολη. Η μελλοντική πολιτική ζωή της Ελλάδας ανήκει στα κόμματα του Κέντρου. Όχι μόνο γιατί το Κέντρο εξ ορισμού δηλώνει μια (εκνευριστική για μένα) μεσότητα αλλά και διότι η αποδυνάμωση της Αριστερός μόνο το Κέντρο θα ήταν δυνατό να ωφελήσει και ποτέ τη Δεξιά. Η Δεξιά έχει ανάγκη από μία αρκούντως ισχυρή Αριστερά για να υπάρξει.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου