{[['']]}
Στις 18 Απριλίου του 1932 η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο αποφασίζει να κηρύξει προσωρινό χρεοστάσιο, δηλαδή αναστολή εξυπηρέτησης των εξωτερικών της δανείων. Η αναστολή αποπληρωμής του ελληνικού εξωτερικού χρέους ξεκινάει από την 1η Μαΐου του ίδιου χρόνου. Με αυτό τον τρόπο επισημοποιήθηκε ουσιαστικά η πτώχευση. Η χώρα αποσυνδέει τη δραχμή από το χρυσό και το εθνικό νόμισμα στρέφεται στις κυμαινόμενες ισοτιμίες.
Η κρίση του 1932 πυροδοτήθηκε από το μεγάλο κραχ του 1929 και την τεράστια πτώση των τιμών στην παγκόσμια οικονομία. Μολονότι η επίδραση του στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο δυσμενής όσο σε κάποιες γειτονικές της χώρες, η οικονομία της αποδείχτηκε ευάλωτη, καθώς ήταν εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές προϊόντων «πολυτελείας», όπως ο καπνός, το ελαιόλαδο και οι σταφίδες αλλά και από το εφοπλιστικό και μεταναστευτικό συνάλλαγμα.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να αποτρέψει την κρίση εξάντλησαν τα αποθέματά της σε χρυσό και συνάλλαγμα. Έτσι, αναγκαστικά αποφασίστηκε η αναστολή της μετατρεψιμότητας του νομίσματος και η αναστολή της εξυπηρέτησης των εξωτερικών δανείων. Συγκεκριμένα:
Η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού) είχε φτάσει το 1932 να απορροφά το 81,08% των ελληνικών συναλλαγματικών εισπράξεων. Για το λόγο αυτό η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ) και ζήτησε από τη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή (Δ.O.E.) στην Ελλάδα πενταετή αναστολή των χρεολυσίων σε ξένο νόμισμα δανείων και τη σύναψη νέου δανείου 50.000.000 δολαρίων. Το συμβούλιο της Κ.Τ.Ε. στη συνεδρίαση στις 11 Απριλίου 1932 αποφάσισε την αναστολή της καταβολής των χρεολυσίων για ένα μόνο χρόνο και παρέπεμψε την Ελλάδα σε απευθείας συζήτηση με τους ομολογιούχους.
Στην προσπάθειά της να αναστείλει την πληρωμή των χρεολυσίων η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε με νόμο η καταβολή των τοκομεριδίων να μειωθεί κατά 25% από την 1η Απριλίου 1932. Στις 25 Απριλίου 1932 κατατέθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο «περί αναστολής της υποχρεώσεως της Τραπέζης της Ελλάδος προς εξαργύρωσιν των τραπεζικών γραμματίων αυτής και ρυθμίσεως της αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος». Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε από τη Βουλή και τη Γερουσία και έγινε ο νόμος 5422 της 26/4/1932, διά του οποίου η δραχμή επανερχόταν σε καθεστώς αναγκαστικής κυκλοφορίας και απαγορευόταν η ελεύθερη αγορά συναλλάγματος.
Στην αγόρευσή του ο υπουργός Οικονομικών Βαρβαρέσος δήλωσε: «Σήμερον ευρίσκομαι ομολογώ εις εξαιρετικά δυσάρεστον θέσιν εισηγούμενος ενώπιον υμών την εγκατάλειψιν...του χρυσού κανόνος, του χρυσού συναλλάγματος. Όπως υπηνίχθη ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως, δεν πρόκειται περί μέτρου το οποίον απορρέει εξ ελευθέρας κρίσεως της κυβερνήσεως...είναι μέτρον επιβληθέν εκ καταστάσεως ανάγκης αναποτρέπτου». Στη συνέχεια κηρύχθηκε προσωρινό χρεοστάσιο και για τους τόκους των εξωτερικών δανείων από την 1η Μαΐου 1932.
Στην Ελλάδα μετά την πτώχευση του 1932 ξεκινά μια περίοδος ισχυρού κρατικού παρεμβατισμού στον οικονομικό τομέα και ιδιαίτερα στις εξωτερικές συναλλαγές. Ξεκινά, επίσης, μια πολιτική προστατευτισμού με σκοπό την αυτάρκεια της χώρας επιβάλλοντας δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα και ενισχύοντας την εσωτερική αγορά. Μπαίνει επίσης στο χώρο της κλειστής οικονομίας. Συγκεκριμένα, οι συναλλαγές δεν γίνονται πλέον με βάση το συνάλλαγμα αλλά με βάση διακρατικές συμφωνίες ενώ τα προς ανταλλαγή προϊόντα κοστολογούνται και ισοσκελίζεται η αξία των εισαγωγών με την αξία των εξαγωγών.
Αυτό είχε, εκτός από αρνητικές, και θετικές συνέπειες αφού μέχρι τότε οι συναλλαγές με το εξωτερικό ήταν ελλειμματικές από τη στιγμή που οι εισαγωγές ήταν περισσότερες από τις εξαγωγές. Από το 1933 εξάλλου άρχισε ένα ρεύμα επιστροφής κεφαλαίων από το εξωτερικό λόγω υψηλών ελληνικών επιτοκίων. Αυξήθηκε έτσι και το σε χρυσό αποθεματικό του εκδοτικού πιστωτικού ιδρύματος, της Tράπεζας της Eλλάδος, από 7,6 εκατομμύρια δολάρια το 1932 σε 44,7 εκατομμύρια το 1934. Η αύξηση αυτή είχε ανάλογο αποτέλεσμα στη νομισματική κυκλοφορία.
Όμως η κατανομή του νέου «πλούτου», που προέκυπτε από την πολιτική της αυτάρκειας, δημιουργούσε έντονες κοινωνικές αντιπαλότητες. Η μόνιμη κρίση που έπληττε τα μεγάλα εξαγωγικά λιμάνια σε αντίθεση με την ξαφνική ευημερία αγροτικών περιοχών, η άνοδος των κερδών των βιομηχανιών σε αντίθεση με τα χαμηλά ημερομίσθια ήταν μερικά από τα σημεία τριβής που η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος (υπό του Παναγή Τσαλδάρη ανήλθε στην εξουσία το 1933) έπρεπε να αντιμετωπίσει. Όμως και τα δύο μεγάλα κόμματα (Λαϊκό Κόμμα και Κόμμα Φιλελευθέρων) πίστευαν μάλλον στην ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας παρά στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής και στο σχεδιασμό της οικονομίας. Η αδυναμία της κυβέρνησης Τσαλδάρη να αναλάβει μια περισσότερο δραστήρια διαχείριση της οικονομίας ενίσχυσε την κοινωνική αναταραχή και οδήγησε στην εκπνοή της οικονομικής ανάκαμψης.
Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στα ευρωπαϊκά κράτη ήταν δυστυχώς η ανάδειξη ολοκληρωτικών καθεστώτων, φασιστικών και δικτατορικών. Η Ελλάδα δεν ξέφυγε από τον κανόνα, και το 1936 με την ανοχή του παλατιού αρχίζει η δικτατορία του Ι. Μεταξά.
Δημοσίευση σχολίου