{[['']]}
Πρώτο θύμα των απλουστεύσεων είναι συνήθως εκείνες οι λεπτομέρειες που μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα την ιστορική εξέλιξη. Η περίπτωση των τριών δωσιλογικών κυβερνήσεων της Κατοχής, από την είσοδο της Βέρμαχτ στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941 μέχρι την αποχώρησή της τον Οκτώβριο του 1944, αποτελεί ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Γερμανοί και Ιταλοί δεν κυβέρνησαν την κατεχόμενη Ελλάδα απευθείας, με δική τους πολιτική διοίκηση (όπως έκαναν οι Βούλγαροι στη δικιά τους ζώνη κατοχής, ανατολικά του Στρυμόνα). Στηρίχτηκαν αντίθετα στον υφιστάμενο κρατικό μηχανισμό της μεταξικής περιόδου, εγκαθιστώντας στην Αθήνα κυβερνήσεις-ανδρείκελα που υπάγονταν πλήρως στις κατοχικές αρχές και λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι μεταξύ των κατακτητών και της μεγάλης μάζας του πληθυσμού.
Μοναδική εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα αποτέλεσαν η Θεσσαλονίκη και τα περίχωρά της μεταξύ Ιουλίου 1943 και Μαρτίου 1944, όταν επικεφαλής των ελληνικών υπηρεσιών τέθηκαν προσωρινά Γερμανοί έπαρχοι με προϊστάμενο τον Μαξ Μέρτεν.
Ως δικαιολογία και πρότυπο για τη συνεργασία τους με τον κατακτητή, οι εγχώριοι Κουίσλινγκ επικαλέστηκαν τη σχέση του Πατριαρχείου με τους Οθωμανούς μετά την άλωση της Πόλης (Γ. Τσολάκογλου, «Απομνημονεύματα», Αθήναι 1959, σ. 159). Από την άλλη, όπως γνωρίζουμε από τα γερμανικά αρχεία, η προθυμία στελεχών του προηγούμενου καθεστώτος να συνεργαστούν μαζί τους στη διακυβέρνηση της κατεχόμενης Ελλάδας θεωρήθηκε από τα στελέχη του Γ' Ράιχ «θείο δώρο», καθώς απάλλασσε τη Γερμανία από το φορτίο της καθημερινής διαχείρισης χωρίς να μειώνει στο ελάχιστο την κυριαρχική της θέση.
Μολονότι η απόλυτη εξάρτησή τους από τις γερμανοϊταλικές κατοχικές αρχές οδήγησε στην αδιαφοροποίητη αντιμετώπισή τους από τη συλλογική μνήμη, οι τρεις δωσιλογικές κυβερνήσεις διακρίνονται από αξιοσημείωτες μεταξύ τους διαφορές, ιδίως όσον αφορά τα δομικά χαρακτηριστικά και τις κοινωνικές συμμαχίες τους. Αξίζει, ως εκ τούτου, να ρίξουμε μια πιο πιο προσεκτική ματιά σ’ αυτό ειδικά το σημείο.
Η κυβέρνηση του στρατού
Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση ορκίστηκε στις 30 Απριλίου 1941, με πρωθυπουργό τον στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου – τον ίδιο που, λίγες μέρες νωρίτερα, είχε υπογράψει το πρωτόκολλο συνθηκολόγησης του ελληνικού στρατού στο μέτωπο της Ηπείρου.
Ακόμη έξι από τα δέκα μέλη της ήταν ανώτατοι στρατιωτικοί: Π. Δεμέστιχας (Εσωτερικών), Ν. Μάρκου (Δημ. Ασφαλείας), Γ. Μπάκος (Εθν. Αμύνης), Χ. Κατσιμήτρος (Εργασίας & Γεωργίας), Σ. Μουτούσης (Συγκοινωνιών), Α. Ραγκαβής (Γ.Δ. Μακεδονίας).
Τις επόμενες βδομάδες προστέθηκαν ακόμη δύο στρατιωτικοί και ένας πολιτικός, ο Μακεδόνας Σωτήριος Γκοτζαμάνης, ως υπουργός Οικονομικών. Τον Μάρτιο του 1942, ο τελευταίος θα προαχθεί –με ιταλική υποστήριξη– σε «υπερυπουργό», αναλαμβάνοντας και τα πέντε «παραγωγικά» χαρτοφυλάκια (Εθν. Οικονομίας, Οικονομικών, Επισιτισμού, Γεωργίας, Εργασίας).
Ο στρατοκρατικός χαρακτήρας αντανακλάται και στον δημόσιο λόγο της νέας κυβέρνησης, ήδη από τα πρώτα της βήματα. Σε διάγγελμά του προς τον λαό, αμέσως μετά τον διορισμό του (29/4/1941), ο Τσολάκογλου διακηρύσσει πως αντλεί τη νομιμότητά του από τη βούληση «όλων των Στρατηγών και Αξιωματικών του αγωνισθέντος Ελληνικού Στρατού», την οποία ταυτίζει με την «κυρίαρχον θέλησιν του Ελληνικού λαού»: «εντολή και μοναδικός προορισμός» του, ξεκαθαρίζει, είναι η «αποκατάστασις της ησυχίας και της τάξεως, τη συγκαταθέσει των δυνάμεων κατοχής»· ο δε πληθυσμός καλείται να μείνει «μακράν παντός ξένου συμφέροντος» και να τον «ακολουθήσει» στο έργο της «αναστηλώσεως της φιλτάτης μας Πατρίδος» (ΦΕΚ 1941/Α/146).
Επί της ουσίας, η κυβέρνηση Τσολάκογλου θυμίζει περισσότερο μηχανισμό προστασίας των συλλογικών συμφερόντων της κάστας των επαγγελματιών στρατιωτικών, τους οποίους η διάλυση του ελληνικού στρατού είχε αφήσει ξεκρέμαστους: αξιωματικοί «τακτοποιούνται» σε επισιτιστικά γραφεία, νομαρχίες κι άλλες δημόσιες υπηρεσίες· βαθμοφόροι «αποσπώνται» στη Χωροφυλακή· μετά το κλείσιμο της σχολής τους, οι ευέλπιδες εισάγονται αυτοδίκαια στο Πολυτεχνείο.
Υπουργός Εθνικής Αμύνης χωρίς στρατό στις διαταγές του, ο στρατηγός Μπάκος θα επιχειρήσει αργότερα να καλύψει το κενό με τη δημιουργία μιας «ελληνικής εθελοντικής λεγεώνας», προοριζόμενης για το Ανατολικό Μέτωπο – σχέδιο που θα μείνει όμως στα χαρτιά, εξαιτίας (και) της ιταλικής αντίδρασης.
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, η φυγή του βασιλιά και της «νόμιμης» κυβέρνησής του πολύ λίγα πράγματα άλλαξε στη δομή του κρατικού μηχανισμού. Οι νέοι κυβερνήτες έσπευσαν βέβαια να διαχωριστούν συμβολικά από τους προκατόχους τους, μετονομάζοντας το «Βασίλειον της Ελλάδος» σε «Ελληνική Πολιτεία», ονομασία που είχε χρησιμοποιηθεί επί Καποδίστρια (Ν.Δ. 1 της 30/4/1941).
Αποκήρυξαν επίσης τη μεταξική ηγεσία σαν «υπεύθυνη της εθνικής συμφοράς» και συγκρότησαν ειδικό δικαστήριο «διά την εκδίκασιν των αδικημάτων των καταχραστών από 4ης Αυγούστου και εφεξής» (Ν.Δ. 32 της 13/5/41). Οπως όμως εύστοχα επισημαίνει ένας συντηρητικός ξένος παρατηρητής, ο Μεταξάς μπορεί μεν να συγκρούστηκε με τον Αξονα, «είχε προετοιμάσει ωστόσο το δρόμο για την κατοχή, προσαρμόζοντας ανάλογα την κρατική μηχανή και συνηθίζοντας το λαό σε αυταρχική διακυβέρνηση.
Οι Γερμανοί, επομένως, δεν είχαν ανάγκη να επινοήσουν ένα νέο είδος διοικήσεως για να γεμίσουν το κενό· χρειάστηκε μόνο να βρουν μερικά πρόσωπα, για τις κενές θέσεις των υπουργείων» (C.M. Woodhouse, «Το μήλο της έριδος», Αθήνα 1975, σ. 51). Για τα μεσαία ιδίως γρανάζια της διοίκησης, η ψευδαίσθηση της αδιατάρακτης εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος θα διατηρηθεί έτσι μέχρι τη στιγμή της –συχνά τραυματικής– διάψευσής της από κάποια άκομψη παρέμβαση των πραγματικών νομέων της εξουσίας.
Από μεγάλο μέρος των επαγγελματιών στρατιωτικών, η τακτοποίησή τους σε επιτελικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού έγινε φυσικά αντιληπτή ως θείο δώρο, σε μια συγκυρία λιμοκτονίας των πιο ευάλωτων μερίδων του υπόλοιπου πληθυσμού. Από κάποιους άλλους βιώθηκε ωστόσο τραυματικά, ως αναίσχυντη προδοσία της αποστολής τους.
«Τι εκάναμε στη σκλαβιά;» αναρωτιέται ρητορικά στην υπηρεσιακή απολογία του το 1945 ένας απ’ αυτούς, αξιωματικός αργότερα του ΕΛΑΣ, αναφερόμενος στο σώμα των μόνιμων αξιωματικών. «Φτιάξαμε Πρωθυπουργό, Υπουργούς, Προσωπάρχας, Διευθυντάς, Παραδιευθυντάς. Σαν ποντικοί χωθήκαμε στους Επισιτισμούς. Δελτία άρτου - τροφίμων, Υπουργεία Επισιτισμού - Υπουργεία σιδηροδρόμων - Ερυθρούς Σταυρούς. Εκατοντάδες τρέξαμε στα Πανεπιστήμια και Πολυτεχνεία για δίπλωμα. Για δίπλωμα που [θα] εξασκούσαμε στην χώρα των σκλάβων. Οι σιδηρόδρομοι δουλεύουν για λογαριασμό των κατακτητών, και κει αξιωματικοί. Δημιουργούνται τάγματα εργασίας διά να προμηθεύουν εργάτας εις τους Γερμανούς, και κει αξιωματικοί. Και φτάνουμε στα Καζίνα, τα Γερμανικής εμπνεύσεως αυτά διαφθορεία της πατριωτικής ιδέας, και κει αξιωματικοί επόπται και διευθυνταί. Και γυρίζει η μπίλια που θα τα φέρει κάποτε όλα μαύρα» (Γιάννης Πριόβολος, «Αντιπαραθέσεις και διαμάχες στην κατεχόμενη Μακεδονία», Θεσ/νίκη 2013, σ. 216).
Η κρίση νομιμοποίησης
Η πολύνεκρη πείνα του 1941-42, όταν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν σε όλη τη χώρα (αποτέλεσμα της αποδιάρθρωσης των συγκοινωνιών, της περιορισμένης σποράς του προηγούμενου φθινοπώρου, του ναυτικού αποκλεισμού και –πάνω απ’ όλα– της αρπαγής των όποιων αποθεμάτων από τα κατοχικά στρατεύματα), έδωσε τη χαριστική βολή στη δημόσια εικόνα του καθεστώτος.
Στο ίδιο αποτέλεσμα συνέκλιναν τόσο η ψοφοδεής στάση των κυβερνώντων απέναντι στους πραγματικούς κυρίους της χώρας όσο και η κραυγαλέα ανικανότητά τους να αντιμετωπίσουν ακόμη και τα πιο απλά προβλήματα.
Μια εγκύκλιος του Τσολάκογλου, τον Δεκέμβριο του 1941, είναι πολλαπλά αποκαλυπτική γι’ αυτό το τελευταίο. Αντιμέτωπος με τον λιμό που αποδεκατίζει τους πολίτες, ο πρωθυπουργός διατάζει με στόμφο τους τοπικούς αξιωματούχους και άρχοντες να… αυτενεργήσουν: «Εχω την απόφασιν να πυρπολήσω ολόκληρον το χάρτινον οικοδόμημα των γραφειοκρατικών διατυπώσεων. […] Θυσιάζω όλους τους τύπους και όλας τας διατυπώσεις […] Αι νομαρχίαι δέον ν’ αποβούν κυψέλαι δημιουργικής εργατικότητος και να παύσουν να είναι κέντρα σχολαστικής εγγραφολογίας» (Τσολάκογλου, ό.π., σ. 172-3). Μάταια θ’ αναζητήσει κανείς, μέσα σε όλη αυτήν τη μεγαλοστομία, την παραμικρή πρακτική υπόδειξη.
Για τους λιγότερο αφελείς, τα πράγματα ήταν άλλωστε προφανή από νωρίς. Οταν στις 22 Ιουλίου 1941 ο Τσολάκογλου απευθύνθηκε στον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ζητώντας την παρέμβασή του «από άμβωνος» ώστε να ανατραπεί το δυσμενές για τη δωσιλογική κυβέρνηση δημόσιο αίσθημα, ο ιεράρχης φρόντισε, δίχως ν’ αμφισβητήσει τις «διαθέσεις φιλοπατρίας» ή τα «ευγενή ελατήρια» του πρωθυπουργού, να ξεκαθαρίσει τη δική του θέση.
Αν «ο λαϊκός παράγων δεν διάκειται μετ’ εξαιρετικής συμπαθείας προς την Κυβέρνησιν», διαβάζουμε στην απάντησή του, «η δυσφορία αύτη έχει ολιγωτέραν σχέσιν προς πολιτικάς απόψεις και κρίσεις, περισσότερον δε προς την σοβαράν, σχεδόν αδιέξοδον εσωτερικήν κατάστασιν η οποία προέκυψεν από της ημέρας της κατοχής και, εν ισχυρώ μέτρω, συνεπεία ταύτης».
Ως εκ τούτου, και δεδομένου ότι «η λαϊκή δυσφορία διογκουμένη κατά λόγον της οσημέραι επιτεινομένης δυσπραγίας, απειλεί να ανατρέψη εκ βάθρων ολόκληρον το οικοδόμημα» του δωσιλογικού επιτελείου, οποιαδήποτε δημόσια τοποθέτηση της Εκκλησίας υπέρ του καθεστώτος απλώς θα συνέθλιβε «το γόητρον αυτής υπό το συντριπτικόν βάρος των γεγονότων» (ό.π., σ. 226-9).
Εκεί που οι δομικές αδυναμίες της πρώτης δωσιλογικής κυβέρνησης καθίστανται κατ’ εξοχήν οφθαλμοφανείς είναι στον χειρισμό των αντιστάσεων της κοινωνίας.
Κληρονόμος των τρομοκρατικών μηχανισμών της 4ης Αυγούστου και «εταίρος» της χιτλερικής Νέας Τάξης, το καθεστώς ευθύς εξαρχής έθεσε την «αποκατάστασιν της ησυχίας και της τάξεως» στο επίκεντρο των καθηκόντων του.
Μέσα στους πρώτους μήνες της θητείας της, η κυβέρνηση Τσολάκογλου θα φροντίσει έτσι να εκσυγχρονίσει το θεσμικό πλαίσιο το σχετικό με την καταστολή της «αναρχίας», έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις καινούργιες συνθήκες. Εκτός αυτού, ειδικές διατάξεις (Ν.Δ. 33/13.5.41 και 178/14.6.41) ποινικοποίησαν την «καθ’ οιονδήποτε τρόπον δημοσίως, προφορικώς ή εγγράφως, διά λόγων ή έργων, αμέσως ή εμμέσως» επίκριση των κατοχικών στρατευμάτων και κάθε εκδήλωση «αντιλήψεων ή συναισθημάτων εν σχέσει προς τον διεξαγόμενον Πόλεμον» ή «εξωτερίκευσιν πολιτικών απόψεων αφορωσών Ξένην Δύναμιν» – ρύθμιση που δεν αφορούσε, προφανώς, τους υποστηρικτές του Αξονα.
Οι διοικητικές εκτοπίσεις, που είχαν πάρει μαζικές διαστάσεις επί Μεταξά, συνεχίστηκαν εξίσου μαζικά επί Τσολάκογλου, με αποκέντρωση μάλιστα των αρμόδιων «Επιτροπών Ασφαλείας» και μετατόπιση της αποφασιστικής αρμοδιότητας από τους νομάρχες στη Χωροφυλακή (Ν.Δ. 207/19.6.41).
Επιβεβαιώθηκε επίσης νομοθετικά η εξακολούθηση της δίωξης κάθε «υπόπτου κομμουνιστικής δράσεως» ή οπαδού «ανατρεπτικών κοινωνικών, οικονομικών και θρησκευτικών ιδεών, θεωριών και συστημάτων» (Ν.Δ. 345/1.8.41).
Καθοριστικότερη, στις δεδομένες συνθήκες, αποδείχθηκε ωστόσο η διαθεσιμότητα των κυβερνητικών στελεχών να προσφύγουν στη βία των κατοχικών στρατευμάτων για να επιβάλουν την τάξη.
Οι οδηγίες Τσολάκογλου προς τους επάρχους, νομάρχες και κοινοτάρχες της Μακεδονίας (23/8/1941) είναι απ’ αυτήν την άποψη διαφωτιστικές: «Οταν παρίσταται ανάγκη επιβολής του Κράτους του Νόμου διά καταναγκαστικών μέτρων», προστάζει, «μη διστάζετε να ζητήτε την συνδρομήν των αρχών της Κατοχής, όταν τα διατιθέμενα παρ’ υμίν όργανα καθίστανται ανεπαρκή ή ανίκανα να επιβάλουν την τάξιν και να εφαρμόσουν τα υπό της Κυβερνήσεως διατασσόμενα μέτρα».
Προλαβαίνοντας μάλιστα ενδεχόμενες αμφιβολίες των υφισταμένων του, τους διαβεβαιώνει πως αυτού του είδους η «ενίσχυσις» από τα κατοχικά όπλα «είναι λογική και ενδεδειγμένη, πόρρω απέχουσα από του να θεωρείται επέμβασις εις τα εσωτερικά ημών πράγματα» (Στράτος Δορδανάς, «Το αίμα των αθώων», Αθήνα 2007, σ. 94).
Μεταβατικές ωδίνες
Η ώρα της κρίσης για την πρώτη δωσιλογική κυβέρνηση ήρθε το καλοκαίρι του 1942, όταν η ανάπτυξη του διεκδικητικού κινήματος στις πόλεις, η εμφάνιση του αντάρτικου στην ύπαιθρο και η ολοκλήρωση της παραγωγικής αποδιάρθρωσης πιστοποίησαν την ολοκληρωτική αποκοπή της από την κοινωνία.
Στις 18 Αυγούστου 1942, επτά πολιτικοί αρχηγοί (Θεμιστοκλής Σοφούλης, Γεώργιος Καφαντάρης, Στυλιανός Γονατάς, Δημήτριος Μάξιμος, Γεώργιος Παπανδρέου, Ιωάννης Ράλλης, Θεόδωρος Πάγκαλος) καλούν με επιστολή τους τον Τσολάκογλου ν’ απαιτήσει από τις γερμανικές αρχές «την διακοπήν ή έστω την αναστολήν επί χρονικόν τι διάστημα» της καταβολής των «δαπανών κατοχής», προκειμένου ν’ αποφευχθεί η «οικονομική συντριβή του τόπου».
Η αδυναμία του παραλήπτη να αποσπάσει την παραμικρή σχετική παραχώρηση από τους κατακτητές, απτή απόδειξη του ρόλου που ο ιμπεριαλισμός της χιτλερικής Νέας Τάξης επεφύλασσε στους κατά τόπους υφισταμένους του, θα υπαγορεύσει την αποχώρησή του.
Η απόφασή του να παραιτηθεί πάρθηκε για πρώτη φορά στις 29 Αυγούστου και επιβεβαιώθηκε στις 24 Οκτωβρίου, όταν κατέστη σαφής η αποτυχία του Γκοτζαμάνη να πείσει τη Ρώμη και το Βερολίνο να περιορίσουν τις απαιτήσεις τους.
Στις 15 Νοεμβρίου 1942 ο Τσολάκογλου αντικαταστάθηκε άτυπα από τον αντιπρόεδρό του, Κων/νο Λογοθετόπουλο, και στις 2 Δεκεμβρίου η παραίτησή του επισημοποιήθηκε, με την προσχηματική επίκληση «λόγων υγείας».
Καθηγητής γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παντρεμένος με Γερμανίδα και άκρως γερμανόφιλος ο ίδιος, ο Λογοθετόπουλος κλήθηκε να καλύψει όπως όπως την κραυγαλέα πλέον κρίση νομιμοποίησης του καθεστώτος. Στο παρθενικό διάγγελμά του διαβεβαίωσε ότι κύρια φροντίδα του θα είναι «η βελτίωσις των όρων διαβιώσεως του Ελληνικού λαού» και η καταστολή των «τυχοδιωκτών αισχροκερδών», στιγμάτισε δε την «καταπληκτικήν στάσιν» των παλιών πολιτικών, που «οχυρωθέντες εις τα φρούρια της ιδίας αυτών σκοπιμότητος» και «αδιάφοροι προ της χειμαζομένης Πατρίδος, ουδεμίαν ηθέλησαν να προσφέρουν υπηρεσίαν εις την Ελλάδα, εγκαταλείψαντες αυτήν εις την δίνην των κυμάτων και τον στρόβιλον της καταιγίδος».
Το βασικό όμως μέτωπό του το επιφύλαξε για τους «αυτόκλητους» αγωνιστές της Αντίστασης, με διατυπώσεις που, αν μη τι άλλο, πιστοποιούν επίγνωση της ολοκληρωτικής αποκοπής του από τον πληθυσμό: «Δυστυχώς υπήρξαν θερμόαιμοι τινές οι οποίοι εξ αγαθού συνειδότος ενόμισαν ότι τα προβλήματα της Ελλάδος δύνανται να λυθώσι, εάν έκαστος πολίτης ανελάμβανε την πρωτοβουλίαν της σωτηρίας της Πατρίδος. Και τους ολίγους αυτούς συνεταιρίσθησαν ευθύς αμέσως οι άνθρωποι του σκότους, οι ασυνείδητοι και οι ταραξίαι, οι κομμουνισταί, διά να εξασφαλίσουν εν ονόματι του πατριωτισμού την προσφιλή δι’ αυτούς εικόνα της αναρχίας, της λεηλασίας και της αρπαγής. Ο νόθος αυτός πατριωτισμός ας κοπάση και ας επανέλθη έκαστος εις τα ειρηνικά του έργα, ίνα εν ψυχική ηρεμία οδηγήσωμεν την Πατρίδα εις την βεβαίαν σωτηρίαν της. Αυτή είναι η αποστολή, ήτις μου έλαχεν» (ΦΕΚ 1942/Α/307).
Η βραχύβια θητεία του Λογοθετόπουλου θα σημαδευτεί από το αποκορύφωμα της Αντίστασης στην πρωτεύουσα: την παλλαϊκή εξέγερση του Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1943 που απέτρεψε την αναγκαστική στρατολογία Ελλήνων εργατών για την πολεμική βιομηχανία του Ράιχ.
Μπροστά στη γενική απεργία που παραλύει την πόλη, τις διαδηλώσεις χιλιάδων Αθηναίων, τις συγκρούσεις με την αστυνομία και τα κατοχικά στρατεύματα, την κατάληψη του υπουργείου Εργασίας και το κάψιμο των καταλόγων της πολιτικής επιστράτευσης, ο δωσίλογος πρωθυπουργός θ’ ανακοινώσει επίσημα «ότι η επιστράτευσις αυτή δεν πρόκειται να γίνη και οι οπωσδήποτε εργαζόμενοι στην υπηρεσία των στρατιωτικών αρχών κατοχής δεν πρόκειται να σταλούν προς εργασίαν εκτός της Ελλάδος» («Το Βήμα» 7/3/1943).
Ετσι κι αλλιώς, η δεύτερη αυτή κατοχική κυβέρνηση δεν ήταν παρά ένα μεταβατικό σχήμα, ανάμεσα στους στρατηγούς της συνθηκολόγησης και την αναζήτηση μιας πολιτικότερης λύσης. Στους τέσσερις μήνες της πρωθυπουργίας του Λογοθετόπουλου, Γερμανοί και Ιταλοί επικυρίαρχοι θα συνεχίσουν τις βολιδοσκοπήσεις για τον προσεταιρισμό μιας εγχώριας προσωπικότητας που θα είναι ικανή να συνασπίσει στο πλευρό τους ένα μέρος του παλιού πολιτικού κόσμου (και των συνδεδεμένων με αυτόν συντηρητικών κοινωνικών δυνάμεων), στο όνομα της καταπολέμησης του «κομμουνιστικού κινδύνου».
Η ιταλική πρεσβεία θα δώσει μάχη υπέρ της πρωθυπουργοποίησης του Γκοτζαμάνη – χαμένη από χέρι, καθώς οι πάντες γνωρίζουν πως είναι ο πιο μισητός απ’ όλους τους δωσίλογους υπουργούς.
Ενα πρώτο βήμα σημειώνεται τον Δεκέμβριο του 1942, με τον διορισμό του Αναστασίου Ταβουλάρη, ανθρώπου του στρατηγού Πάγκαλου, στο κρίσιμο για την καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» πόστο του υπουργού Εσωτερικών (που από τον Απρίλιο του 1942 έχει απορροφήσει και τις αρμοδιότητες του υπουργού Δημοσίας Ασφαλείας).
Οι σημαντικότερες όμως διαπραγματεύσεις διεξάγονται με τον Ιωάννη Ράλλη, γόνο παλιάς πολιτικής οικογένειας και ηγετικό στέλεχος της συντηρητικής πτέρυγας του Λαϊκού Κόμματος, που στις 7 Απριλίου 1943 σχηματίζει την τρίτη –και τελευταία– κατοχική κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση των αστών
Η συγκρότηση της κυβέρνησης Ράλλη αποτελεί καθοριστική τομή στην εξέλιξη του εγχώριου δωσιλογισμού, καθώς επιχειρεί να αποτυπώσει θεσμικά την ανάδυση ενός ενιαίου «εθνικόφρονος» χώρου, που περιλαμβάνει τόσο τους επίσημους εκφραστές της «Ελληνικής Πολιτείας» όσο και μεγάλο μέρος των μη ΕΑΜικών αντιστασιακών οργανώσεων.
Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, μια κοινή λογική αρχίζει να διαπερνά όλο αυτόν τον χώρο: με δεδομένη την αρνητική για τους κατακτητές τροπή του πολέμου, αυτό που έχει πρωταρχική σημασία δεν είναι η όποια συμβολή στη συμμαχική νίκη αλλά η καταπολέμηση του εσωτερικού εχθρού και η πάση θυσία αποτροπή της επικράτησης του ΕΑΜ την επαύριο της Απελευθέρωσης.
Οντως, την άνοιξη του 1943 η επερχόμενη στρατιωτική ήττα του Αξονα είναι πια προφανής, ύστερα από την καταστροφική για τους Γερμανούς έκβαση των μαχών του Στάλινγκραντ και του Ελ Αλαμέιν. Στην Ελλάδα, η ίδια ακριβώς περίοδος γνωρίζει τη σαρωτική ανάπτυξη του αντάρτικου στην ύπαιθρο και την αδιαμφισβήτητη επικράτηση του ΕΛΑΣ στο εσωτερικό της Αντίστασης.
Σε ένα άλλο επίπεδο, η σχετική σταθεροποίηση της επισιτιστικής κατάστασης των αστικών κέντρων, χάρη κυρίως στη βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ενισχύει τις δυνατότητες της δωσιλογικής κυβέρνησης να ελέγξει τα τμήματα εκείνα της κοινωνίας που η πείνα του 1941-42 τα είχε οδηγήσει στην αυτονόμηση από την αδύναμη –τότε– κεντρική εξουσία.
Αναλαμβάνοντας το αξίωμα του πρωθυπουργού, ο Ιωάννης Ράλλης κάθε άλλο παρά αγνοεί αυτά τα δεδομένα. Στην ημιτελή απολογία που συνέταξε μετά την Απελευθέρωση, τους αποδίδει μάλιστα καθοριστική σημασία: «Ο λόγος όστις είχε την μεγαλυτέραν επί της συνειδήσεώς μου επίδρασιν», γράφει, «ήτο ότι, κατ’ Απρίλιον 1943, διεγράφετο σαφώς εις τον ορίζοντα των προβλέψεων η ήττα της Γερμανίας. Η αναρχία εδέσποζε της χώρας όλης. Αι πρόοδοι των ανατρεπτικών στοιχείων ήσαν καταφανείς. Τα θεμέλια του κοινωνικού μας καθεστώτος εσείοντο. Επρεπε το κράτος να παρασκευασθή διά την άμυνάν του, εάν ήθελε να ζήση» (Γ. Ράλλης, «Ο Ιωάννης Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου», σ. 42).
Η ίδια ακριβώς λογική αποτυπώνεται και στο πρωθυπουργικό διάγγελμα που ο παλαίμαχος πολιτικός απευθύνει προς τον λαό αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του: «Η υφ’ ημάς Κυβέρνησις, έχουσα πάντα λόγον να πιστεύη ότι πάσα συνέχισις της διαταρράξεως της δημοσίας τάξεως θα συσσωρεύση ανεπανορθώτους συμφοράς εις την Χώραν ημών, κύριον αυτής καθήκον θεωρεί την αποκατάστασιν της τάξεως και την προστασίαν του κοινωνικού μας καθεστώτος, υπό το οποίον και μόνον δύναται να ζήση και να επιδιώξη τα μεγάλα της πεπρωμένα η Ελλάς. […] Πρέπει καλώς πάντες να κατανοήσωμεν ότι, διεξάγων ο Αξων σκληρόν αγώνα κατά του επαπειλούντος τον πολιτισμόν φοβερού κομμουνιστικού κινδύνου, δικαιούται να έχη τουλάχιστον την αξίωσιν όπως μη δημιουργή εις αυτόν ο Ελληνικός Λαός περιπλοκάς και όπως μη παρεμβάλλη εμπόδια εις το βαρύτατον τούτο έργον του. Δηλούμεν ότι μεθ’ όσης στοργικής μερίμνης θ’ αντιμετωπίση η Κυβέρνησις τας ανάγκας του Ελληνικού Λαού, μετ’ ίσης αυστηρότητος θα πατάξη οιανδήποτε απόπειραν διασαλεύσεως της τάξεως, οθενδήποτε και αν ήθελε προέλθη αύτη» (ΦΕΚ 1943/Α/81).
Στο ιδεολογικό πεδίο, ο μετασχηματισμός του επίσημου κρατικού λόγου είναι προφανής: τα γερμανικά στρατεύματα παύουν να είναι ο κατακτητής, η συνεργασία με τον οποίο είναι επώδυνη πλην αναγκαία για την επιβίωση του έθνους, και μετατρέπονται σε ενεργητικό σύμμαχο στον αγώνα κατά του «διεθνούς μπολσεβικισμού», του «πανσλαβισμού» και της «προδοτικής» σύμπραξης των Αγγλοαμερικανών με τις «ορδές της στέππας» (σύμπραξη που από τους πιο προχωρημένους προπαγανδιστές αποδίδεται στον κοινό φυλετικό τόπο του μοσχοβίτικου «εβραιομπολσεβικισμού» και της υπερατλαντικής «εβραιοπλουτοκρατίας»).
Το αίτημα μιας πολιτικά άχρωμης «τάξης» και «ασφάλειας», που κυριαρχούσε το 1941-42, παραχωρεί έτσι τη θέση του στο σαφώς συνεκτικότερο φόβητρο του «ερυθρού τρόμου».
Η αλλαγή αυτή συμβαδίζει με την αντίστοιχη μετάλλαξη της ναζιστικής προπαγάνδας, που από την επιθετική επαγγελία μιας Νέας Τάξης αναδιπλώνεται σταδιακά στην επιστράτευση παραδοσιακών ιδεολογημάτων, ικανών να συσπειρώσουν την κατά τόπους συντηρητική κοινή γνώμη ενάντια στο φάντασμα της κοινωνικής ανατροπής. Αποστολή του πληρεξούσιου του γερμανικού ΥΠΕΞ για τα Βαλκάνια, Χέρμαν Νοϊμπάχερ, όπως αποτυπώνεται σε διαταγή του ίδιου του Χίτλερ (29/10/1943), είναι «να αντιμετωπίσει τον κομμουνιστικό κίνδυνο με ενιαίο και συντονισμένο τρόπο», οργανώνοντας «τις εθνικές, αντικομμουνιστικές δυνάμεις και κατευθύνοντας πολιτικά τη συμμετοχή τους στον αγώνα κατά των κομμουνιστικών συμμοριών» (Χ. Φλάισερ, «Στέμμα και Σβάστικα», τ.Β', σ. 357).
Ενδεικτική της αναδιάταξης των συμμαχιών είναι και η εργατική πολιτική της κυβέρνησης Ράλλη. Τον Αύγουστο του 1941, ο Τσολάκογλου είχε απαγορεύσει τις απολύσεις μισθωτών χωρίς ειδική άδεια του υπουργού Εργασίας (Ν.Δ. 424). Ενδεχόμενη παράβαση της απαγόρευσης συνιστούσε ποινικό αδίκημα, γεγονός που προκαλούσε την οργή των βιομηχάνων – κι από ένα σημείο και μετά τη δυσφορία των αρχών κατοχής, που εκτιμούσαν ότι μαζικές απολύσεις θα τροφοδοτούσαν με πεινασμένους εθελοντές εργάτες την πολεμική βιομηχανία του Γ' Ράιχ.
Τον Δεκέμβριο του 1943 ο υφυπουργός Εργασίας Νικόλαος Καλύβας, παλιό στέλεχος του εργοδοτικού συνδικαλισμού, κατάργησε νομοθετικά την επίμαχη προστατευτική διάταξη, «απελευθερώνοντας» τις απολύσεις (Ν. 1038).
Η απήχηση αυτής της στρατηγικής σε μια αξιόλογη –αν και οπωσδήποτε μειοψηφική– μερίδα της ελληνικής κοινωνίας συνιστά το δεύτερο πεδίο της τομής του 1943. Ατομα και συλλογικότητες, που ώς τότε είχαν αποφύγει οποιαδήποτε εκδήλωση υπέρ των κατακτητών, προσανατολίζονται μέσα στο 1943 είτε στην ανοιχτή υποστήριξη του «αντισυμμοριακού αγώνος» είτε σε λιγότερο ενεργητικές μορφές συμπόρευσης μαζί του.
Η ιδεολογική και πολιτική τομή ολοκληρώνεται στο νομοθετικό επίπεδο με τη θέσπιση σειράς δρακόντειων διατάξεων κατά του εσωτερικού εχθρού και στο οργανωτικό με την εκκαθάριση και αναδιοργάνωση των σωμάτων ασφαλείας, που υπάγονται πλέον απευθείας στον «Αρχηγού των SS και της [ναζιστικής] Αστυνομίας στην Ελλάδα». Κυρίως, όμως, με τη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας, ένοπλου σχηματισμού που υπάγεται επίσης στα Ες Ες μέσω των υπουργείων Ασφαλείας και Εθνικής Αμύνης της κυβέρνησης Ράλλη.
Η εξόριστη «κυβέρνηση»
Η κυβέρνηση Ράλλη «παρέδωσε» την εξουσία στις 12 Σεπτεμβρίου 1944, λίγες ώρες πριν από την αποχώρηση της Βέρμαχτ. Στο αποχαιρετιστήριο διάγγελμά του, απευθυνόμενο κυρίως στους διαδόχους του, ο επικεφαλής της «χαιρέτισε» μάλιστα το τέλος της Κατοχής, ισχυριζόμενος πως «ουδέποτε εδέχθη» να λειτουργήσει σαν όργανό της: «Ευτυχής διότι υπό αισίους οιωνούς λήγει η μαρτυρική αποστολή μου και με ήσυχον την συνείδησιν ότι εξετέλεσα πιστώς το καθήκον μου, επανέρχομαι εις τον ιδιωτικόν βίον, έτοιμος να λογοδοτήσω ενώπιον παντός αρμοδίου» (ΦΕΚ 1944/Α/242).
Διαφορετική στάση επέλεξε ο σκληρός πυρήνας των συνεργατών του. Ακολουθώντας τη Βέρμαχτ στην υποχώρησή της, σχημάτισαν στην Αυστρία «εξόριστη κυβέρνηση» με την ονομασία «Ελληνική Εθνική Επιτροπή» και επικεφαλής τον αντιπρόεδρο του Ράλλη, Εκτορα Τσιρονίκο – παλιό τραπεζίτη και βιομήχανο στην τσαρική Ρωσία, ο οποίος στα τέλη της Κατοχής κατείχε πέντε υπουργεία (Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Επισιτισμού, Εθνικής Προνοίας και Γεωργίας).
Η ακριβής σύνθεση της Επιτροπής παραμένει ασαφής, μολονότι βέβαιο είναι ότι συμμετείχαν σ’ αυτή ο Ταβουλάρης και κάποιοι δευτεροκλασάτοι Ελληνες ναζί (Παναγιώτης Γούλας, Αριστείδης Ανδρόνικος, Ξενοφών Γιοσμάς κ.ά.).
Η λειψή τιμωρία
Η ποινική μεταχείριση των δωσίλογων πρωθυπουργών, στη μεγάλη μεταπολεμική δίκη της άνοιξης του 1945, υπήρξε εμφανώς ασύμμετρη – με κοινό χαρακτηριστικό τον εγκλεισμό τους στις πολυτελείς φυλακές Ζελιώτη, στο κέντρο της Αθήνας, και όχι στα άθλια «σωφρονιστικά» καταστήματα όπου σωριάζονταν σαν σαρδέλες οι κοινοί θνητοί.
● Ο Τσολάκογλου καταδικάστηκε σε θάνατο, κυρίως για την πρωτοβουλία του να συνάψει ανακωχή, αλλά δεν τουφεκίστηκε. Πέθανε το 1948 από λευχαιμία.
● Λογοθετόπουλος και Ράλλης καταδικάστηκαν σε ισόβια. Ο Ράλλης πέθανε στη φυλακή στις 26/10/1946, ο ημιεπίσημος όμως χαρακτήρας της κηδείας του προκάλεσε τις διαμαρτυρίες ακόμη και της βρετανικής κυβέρνησης. Ο Λογοθετόπουλος είχε ήδη καταφύγει στη Γερμανία απ’ όπου εκδόθηκε το 1946. Αποφυλακίστηκε το 1952 και πέθανε το 1961.
● Σε θάνατο καταδικάστηκαν –ερήμην– και οι δύο οικονομικοί «υπερυπουργοί» των κατοχικών κυβερνήσεων, Τσιρονίκος και Γκοτζαμάνης. Ο πρώτος εκδόθηκε τον Αύγουστο του 1946 από τις αμερικανικές αρχές της Γερμανίας και παρέμεινε στη φυλακή μέχρι το 1952, οπότε αμνηστεύτηκε· πέθανε το 1964, σε ηλικία 82 ετών. Ο δεύτερος αμνηστεύτηκε επίσης το 1952, επέστρεψε από την Ιταλία και το 1954 διεκδίκησε τη δημαρχία της Θεσσαλονίκης, αποσπώντας 24,3% στον πρώτο και 43,4% στον δεύτερο γύρο. Οταν πέθανε, το 1958, κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα, σε τάφο που παραχώρησε δωρεάν τιμής ένεκεν ο Δήμος Θεσσαλονίκης. Η περίπτωσή του, ως κατεξοχήν εκφραστή του ελληνομακεδονικού φασισμού και πολιτικού προπάτορα των σημερινών «μακεδονομάχων», αξίζει να μας απασχολήσει αναλυτικά σε κάποιο μελλοντικό αφιέρωμα.
Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος - "Εφημερίδα των Συντακτών"
Δημοσίευση σχολίου