{[['']]}
Η λέπρα στην Κρήτη τον
19ο αιώνα:
Αντικατοπτρισμοί των κολασμένων στην
κοινωνία,
την πολιτική και την τέχνη
του Δημήτρη Δαμασκηνού, εκπαιδευτικού Δ.Ε.
Μεσκίνηδες στο Ηράκλειο
Στα
χρόνια της Ενετοκρατίας Λαζαρέτα ονομάζονταν τα Ιδρύματα που περιέθαλπαν τους
λεπρούς. Στην Candia των Ενετών (αλλιώς Χάνδακας ή Μεγάλο Κάστρο,
σημερινό Ηράκλειο) αναφέρονται δύο Λαζαρέτα έξω από τα τείχη. Το ένα έξω από τα
πύλη του Παντοκράτορα (Χανιώπορτα) και το δεύτερο στο ανατολικό τμήμα της πόλης
(Μανδράκι, τώρα Αλικαρνασσός) [1].
Μετά τη κατάκτηση της
Κρήτης από τους Τούρκους ατόνησε η απομόνωση στα Λαζαρέτα, έτσι ώστε οι λεπροί
γυρνούσαν ζητιανεύοντας ανάμεσα στους υγιείς, φρικτά ανθρώπινα κατάλοιπα μιας
σκληρής μοίρας.
Ο συνοικισμός των λεπρών,
η Μεσκινιά, δημιουργήθηκε μάλλον μετά το
1717, στο προάστιο Μαρουλάς, τη σημερινή δηλαδή Χρυσοπηγή. Προσδιορίζεται στην
ευρύτερη περιοχή της Τρυπητής, που ονομαζόταν Γκιολλούκ (Βάλτος) με αμμώδες και
βαλτώδες έδαφος (σημερινός Πόρος).
Τότε,
γράφει ο Στέφανος Ξανθουδίδης στο έργο του «Χάνδαξ, ιστορικά σημειώματα», που
εκδόθηκε το 1927, ο Τούρκος Γενικός Διοικητής του νησιού έδωσε εντολή στον καδή
και στον αγά των γενίτσαρων να αναζητήσουν και να συγκεντρώσουν τους λεπρούς
της πόλης και να βρουν κατάλληλο χώρο εκτός της πόλης για να τους εγκαταστήσουν.
Στο έγγραφο που είχε στείλει ο Μεχμέτ πασάς στις 3 Σιεβάλ 1129 (1717),
αναφερόταν:
«Ελλόγιμε Ιεροδίκα του Χάνδακος και
εξοχώτατε Αγά Σεκσουντζή Μπασί.
Επειδή οι έτι και νυν εκτός της πόλεως και
εις διάφορα μέρη αυτής διαμένοντες λεπροί, παρακωλύουν και προκαλούν δια της
παρουσίας των την αηδίαν των άλλων δούλων του θεού, δια τούτο δέον να γίνη
επισταμένη έρευνα και επιθεώρησις, και οπουδήποτε ευρίσκονται τοιούτοι να
περισυλλεχθούν και αποσταλούν εις άλλο κατάλληλον μέρος εκτός του φρουρίου.
Λόγω
της σοβαρότητος του πράγματος εφιστώμεν την προσοχήν υμών, όπως καταλάβητε
πάσαν φροντίδα και μη παραμένη ουδείς εκ των λεπρών τούτων από σήμερον και εις
το εξής εντός της πόλεως…
[…] Επί τούτοις εφιστάται η προσοχή και
μέριμνα υμών προς ακριβή εφαρμογήν της παρούσης» [2].
Το
«ενδιαφέρον» των Οθωμανικών αρχών για την απομάκρυνση των λεπρών από τις πόλεις
συμβάδιζε με τη μεγάλη διάδοση της λέπρας στην Κρήτη τον 18ο και τον
19ο αιώνα, όπως, άλλωστε, πιστοποιούν οι πυκνές αναφορές των
περιηγητών. Ένας ανώνυμος περιηγητής, πχ., με τα στοιχεία A. B. D. [3] έμπορος και ναυτικός πολυταξιδεμένος
έφτασε στη Κρήτη προερχόμενος από τη Κωνσταντινούπολη στα 1754 και: «Βρήκε
το λαό εξουθενωμένο από τη τυραννία και τη φτώχεια. Πρόσεξε τη μεγάλη διάδοση
της λέπρας στο νησί. Οι άρρωστοι ήταν εγκατεστημένοι κατά αποικίες, δύο λεύγες
έξω από τις πόλεις, σε μικρές καλύβες με καλαμοσκεπή και λασπόχωμα. Ήταν
πολυάριθμοι και αποζούσαν από τη καλλιέργεια μικρών χωραφιών γύρω από τις
καλύβες και την ελεημοσύνη των περαστικών. Η όψη τους ήταν τρομακτική. Όλο το
σώμα τους σκεπάζεται από μια φρικτή κρούστα. Παντρεύονται μεταξύ τους.»
Ένας
άλλος περιηγητής ο Claude Savary [4]
βρίσκεται στη Κρήτη το 1797 μετά από περιοδεία στις Κυκλάδες: « Είδε τις
θλιβερές αποικίες των λεπρών πλάι στους δημόσιους δρόμους και περιγράφει το
φρικτό θέαμα… Αντίθετα με τον Sonnini, παρατηρεί ότι οι πλούσιοι δεν
προσβάλλονται καθόλου από τη λέπρα.
Η
φρικτή αυτή αρρώστια μόνο την ελληνική φτωχολογιά σημαδεύει. Κι αυτό επειδή –κατά
το συγγραφέα- η λέπρα προσβάλλει όσους τηρούν τις σαρακοστές και τρέφονται μόνο
με παστόψαρα [5],
ελιές, τυρί και πίνουν παλιόκρασα. Αυτή η δίαιτα προκαλεί φλεγμονή στο αίμα και
οδηγεί στη λέπρα. Απόδειξη ότι η λέπρα δεν εμφανίζεται διόλου στους πλούσιους
Οθωμανούς που τρώνε όλο το χρόνο κρέατα, ρύζι, λαχανικά. Το ίδιο αναφέρει για
τους Γάλλους, ούτε έπαθε κανείς τους λέπρα μέσα στα 100 χρόνια που ζούσαν στη
Κρήτη [6]».
Η
αυθεντικότερη όμως αναφορά στη λέπρα ανήκει στο γιατρό και βοτανολόγο F. W.
Sieber [7] που περιηγήθηκε στο νησί από το Γενάρη
μέχρι το Νοέμβριο του 1817. Συναντά συνοικίες λεπρών έξω από τις πόλεις της
Κρήτης αλλά και μεμονωμένους σε χωριά. Εκεί στον Χάνδακα συνάντησε: «για
πρώτη φορά τους λεπρούς που ζουν σ’ ένα προάστιο προ του φρουρίου της πόλεως
και δεν επιτρέπεται ποτέ να μπαίνουν σ’ αυτή».
Τα παλιά τείχη στο λιμάνι και η πύλη στου μόλου πριν την κατεδάφιση (Αρχείο Gerola- Δημοτική Βικελαία Βιβλιοθήκη Ηρακλείου) |
Η
αθλιότητα τον σόκαρε. Οι περισσότεροι έχουν χάσει τα δάχτυλα των χεριών και των
ποδιών, τη μύτη τα φρύδια τους. Έτειναν τα κολοβωμένα άκρα τους, παρακαλώντας
για συμπόνια και ελεημοσύνη.
Χρήσιμες
για τη Μεσκινιά του Ηρακλείου είναι οι πληροφορίες που συγκρατεί από την
περιήγηση του ο γιατρός Δημήτριος –
Αλέξανδρος Ζαμπάκος ή Zambaco Pacha, που επισκέφθηκε την Κρήτη την άνοιξη του
1888. Στο βιβλίο του Voyages Chez les Lepreux ερευνώντας για την λέπρα γράφει
επί λέξει:
«… Η
Μεσκινιά [του Ηρακλείου] είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα απ’ όπου απολαμβάνει
κανείς μια θαυμάσια θέα. Αυτό το χωριό, το οποίο έχει κτιστεί από τους λεπρούς
και ανήκει σ’ αυτούς, βρίσκεται σε απόσταση ενός τετάρτου της ώρας από το
Ηράκλειο, με γαϊδουράκι. Τα περίπου 120 σπίτια του, τα περισσότερα χτισμένα με
πέτρες, στεγάζουν σήμερα 130 λεπρούς, σύμφωνα με την δήλωση του ιερέα τους. Η
τοπική διοίκηση χορηγεί στον καθέναν απ’ αυτούς ένα καρβέλι ψωμί την ημέρα, που
ζυγίζει περίπου 1200 γραμμάρια. Μερικοί απ’ αυτούς έχουν στην κατοχή τους
κάποιο σπιτάκι ή κτήματα στον τόπο της καταγωγής τους, απ’ όπου εξασφαλίζουν
ένα μικρό εισόδημα. Κατ’ εξαίρεση, υπάρχουν τρεις ή τέσσερις οικογένειες στο
Λεπροχώρι που έχουν χτίσει εκεί ωραίες μικρές επαύλεις. Όμως, αυτοί που
στερούνται τα προς το ζην - και που είναι οι περισσότεροι – ζουν από την
επαιτεία».
Άποψη του Ηρακλείου από τα τείχη το 1900-10. |
[2] Το
έγγραφο υπάρχει στο Τουρκικό Αρχείο Ηρακλείου. Βλ. Αλέκου Α. Ανδρικάκη, Η
λέπρα στην Κρήτη και τρεις ιστορικές εκθέσεις. Η πρώτη πρόταση για το
λεπροκομείο στις Διονυσάδες απ’ τη Σπιναλόγκα. Εφημερίδα
Πατρίς, 07/02/2011.
[4] Savary
C. Lettres
sur la Grece. Paris 1788. Σιμοπούλου Κ.: Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα,
Τεύχος Β’ σελ. 772.
[5] Οι
χωρικοί της Κρήτης ενοχοποιούσαν τα ψάρια σαν μια από τις αιτίες της λέπρας. Βλ.
Φραγκάκη E., Δημώδη Ιατρική της Κρήτης, Αθήνα
1978, σελ. 145.
[6] Η
παρατήρηση του Savary για την αρρώστια που εμφανίζεται συχνότερα στις εξαθλιωμένες
λαϊκές τάξεις του νησιού είναι ακριβής. Σχετίζεται, όμως, όχι κυρίως με το
είδος της διατροφής αλλά με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης που ευνοούσαν τη
λεπρική μόλυνση.
Δημοσίευση σχολίου