{[['']]}
Η λέπρα στην Κρήτη τον
19ο αιώνα:
Αντικατοπτρισμοί των κολασμένων στην
κοινωνία,
την πολιτική και την τέχνη
του
Δημήτρη Δαμασκηνού, εκπαιδευτικού Δ.Ε.
Οι
λεπροί-κομπάρσοι στο ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη: «Ο Καπετάν
Μιχάλης» (1)
Στο ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου
Καζαντζάκη: «Ο Καπετάν Μιχάλης» που
εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1953, κεντρικός ήρωας είναι ο πατέρας του συγγραφέα.
Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Κρήτη στη
διάρκεια της τουρκικής κατοχής και ο Καπετάν
Μιχάλης είναι ο ηρωικός καπετάνιος της Ελληνικής Επανάστασης του 1889. Είναι
γιος τού Καπετάν Σήφακα, ενός θαλερού εκατοχρονίτη που, κατά τη μακρά ζωή του,
έχει δει την Κρήτη να ξεσηκώνεται εφτά φορές, να λούζεται ξανά και ξανά στο
αίμα και να ξαναπέφτει στην οθωμανική κυριαρχία.
Στο
έργο αυτό ο συγγραφέας, επιδιώκοντας μια εντονότερη σύνδεση με το ομηρικό
πρότυπο, σχηματίζει μια πλατιά τοιχογραφία του Μεγάλου Κάστρου (δηλαδή του
Ηρακλείου) και των ανθρώπων της. Το κείμενο που είναι γραμμένο στ’ ακραία όρια
της νατουραλιστικής περιγραφής πλουτίζεται και από τον ιδιωματικό λόγο των
προσώπων, ώστε, χωρίς να έχει μεγάλη φαντασία, θαρρεί κανείς πως παρακολουθεί
μια κινηματογραφική αναπαράσταση εποχής, μια υπερπαραγωγή, όπου ο σκηνοθέτης -
συγγραφέας, έχει φροντίσει να υπάρχει πλήθος πρωταγωνιστών, δευτεραγωνιστών και
κομπάρσων [1].
Ανάμεσα
στους τελευταίους είναι και οι λεπροί, που ζουν εκτός των τειχών του Ηρακλείου,
αναφέρεται ωστόσο και μια περίπτωση ευκατάστατου λεπρού, του γιού του
γερο-Τουλουπανά, που ζει μέσα στην πόλη. Σ’ αυτό το σημείο η πληροφορία που διασώζει
η αφήγηση του Ν. Καζαντζάκη συμφωνεί με τις παρατηρήσεις του Zambaco
Pacha [2]:
«Κάποιοι ευκατάστατοι λεπροί έζησαν και
ζουν ακόμη στην πόλη με τον όρο να μην εμφανίζονται στον κόσμο. Αυτοί οι
προνομιούχοι λεπροί παντρεύονται, έχουν γυναίκες και παιδιά και συχνά
βρίσκονται ανάμεσα στους συγγενείς και τους φίλους. Δε σημειώθηκε ποτέ ένα
δείγμα μετάδοσης ανάμεσα στον κύκλο τους και ακόμα περισσότερο στο σπίτι
εκείνων που συναναστρέφονται».
Η
μυθιστορηματική αφήγηση αφορά στους χρόνους όπου έχει συντελεστεί ήδη η
πολιτική των Οθωμανικών μεταρρυθμίσεων (1839-1877) [3],
το Τανζιμάτ, που επέφερε τον εξοστρακισμό των περιθωριακών και των απόκληρων
από τις πόλεις, ώστε να ευνοηθεί η αστικοποίηση και η ανάπτυξή τους κατά τα
δυτικά πρότυπα.
Αναλυτικότερα για την υπόθεση του έργου ας σημειωθεί ότι ο Καπετάν Μιχάλης , αυτός ο άγριος και ανυπότακτος πολεμιστής, είχε ορκιστεί
να είναι μαυροντυμένος, αξύριστος και αγέλαστος μέχρι να ελευθερωθεί η Κρήτη. Ωστόσο,
λίγο πριν το Πάσχα του 1889 ο Νουρήμπεης τον καλεί σε συνάντηση, για να του
ζητήσει να βάλει γνώση στον αδερφό του τον Μανούσακα, ο οποίος ήθελε, για
χλευασμό, να βάλει ένα γάιδαρο μέσα στο τζαμί. Kαθώς ο
ήρωας περνούσε από τη Μεσκηνιά, στο δρόμο για τον Άι – Γιάννη στο Πετροκέφαλο
που ζούσε ο αδελφός του ο Μανούσακας, για να του μεταφέρει το μήνυμα του
Νουρήμπεη, να μην προκαλεί τους Τούρκους με τη συμπεριφορά του, το μάτι του
πέφτει στους λεπρούς. Σ’ αυτό το σημείο ο εξωδιηγητικός παντογνώστης αφηγητής
μεταφέρει με εσωτερική εστίαση τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα του
Καπετάν Μιχάλη, περιγράφοντας σχεδόν με αηδία μια παθιασμένη ερωτική σκηνή
ανάμεσα σ’ ένα νιόπαντρο ζευγάρι λεπρών που (και με την ύπαρξή του ακόμα, πολύ
περισσότερο με την αναπαραγωγή και τη διαιώνισή του) αντιστρατεύεται το πρότυπο
του Κρητικού που έχει στο νου του ο συγγραφέας [4].
Η λανθασμένη σύνδεση -κατά τις δημώδεις
αντιλήψεις της εποχής– της διαιώνισης της λέπρας με τις γεννήσεις, συνεπώς και
με την κληρονομικότητα, είναι προφανής:
Η κρήνη του Μοροζίνι στο Ηράκλειο επί τουρκοκρατίας |
«… Ο ζεστός ανοιξιάτικος αγέρας απλώθηκε και
πέρα από το Μεγάλο Κάστρο κι έπιασε απόξω από τα βενετσιάνικα μουράγια και το
μαγαρισμένο [5] λεπροχώρι, τη Μεσκηνιά. Σ’ ένα χαμώι,
κυλισμένοι κατάχαμα, ένας άντρας και μια γυναίκα, νιόπαντροι κι αυτοί,
αγκαλιάζουνταν με λύσσα. Τα δάχτυλα του αντρούς ήταν φαγωμένα από την αρρώστια
κι έτρεχαν μια κίτρινη βρώμα, κι η γυναίκα δεν είχε μύτη, είχε αρχίσει να
σαπίζει από καιρό, και τις μέρες εκείνες που ήταν να παντρευτεί της είχε πέσει.
Μα γουργούριζε η νιόπαντρη συνεπαρμένη από τη γλύκα κι είχε σκεπασμένο με μιαν
άσπρη πετσέτα το πρόσωπό της κι ο γαμπρός την κρατούσε με τους αγκώνους του και
μάχουνταν να κάμει γιο, να μην ξοφληθεί ποτέ από τον κόσμο η λέπρα…» [6].
Η περιγραφή ανταποκρίνεται στα όσα αναφέρει
ο περιηγητής Σονίνι το 1797 για τους λεπρούς της Κρήτης, υποδεικνύοντας ίσως κι
ένα τρόπο που χρησιμοποιούσε στη φιλολογική του προεργασία ο χαλκέντερος [7] Νίκος Καζαντζάκης, για να συγγράψει
κάποιες σκηνές στα λογοτεχνικά του έργα:
«Ποιος θα φανταζόταν ότι ο έρωτας θα
μπορούσε να ιδρύσει τον θρόνο του στη μέση μιας τόσο τρομακτικής και
αηδιαστικής κοινότητας; Σεξουαλικές σχέσεις δημιουργούνται ανάμεσα σε αυτούς
τους κακόμοιρους, που απαρτίζουν αυτή την κοινωνία. Η πικρή διάθεσή τους
προκαλεί το πάθος τους ή να μιλήσουμε πιο σωστά, την αγριότητά τους. Οι
ερωτικές περιπτύξεις τους δεν έχουν καμιά αναστολή. Ξεκομμένοι από τους άλλους
ανθρώπους αψηφούν κάθε αυτοσυγκράτηση. Το καταμεσήμερο τους βλέπεις να
επιδίδονται στις ερωτικές απολαύσεις τους και δεν σταματάνε να δίνει ο ένας
στον άλλο τα ανατριχιαστικά χάδια, μέχρι τη στιγμή που καταφαγωμένα από την
ασθένεια που τους κυριεύει, πέφτουν τα κομμάτια τους διαλυμένα από την μακροχρόνια
και πλήρη σήψη»
[8].
Ο
Καπετάν Μιχάλης, όμως, δεν έχει καμία σχέση με τον κόσμο των λεπρών και τον
ηδονισμό τους, δεν κυριαρχείται από το σεξουαλικό ένστικτο, τον ερωτικό πόθο
που είναι δυνατόν να κάνει τους άντρες να ξεχάσουν το στόχο τους, παρασυρμένοι
από τη απόλαυση της σάρκας. Η ερωτική επιθυμία του για την Εμινέ παλεύει με
τους προγόνους του, που ξυπνούν μέσα του, τον επιτιμούν για την αδυναμία του
και τον ωθούν στον αγώνα.
Το
ασυμβίβαστο αυτού του κώδικα των παραδοσιακών, φυλετικών και πατριωτικών αξιών
που αποδέχεται απόλυτα ο Καπετάν Μιχάλης με την ερωτική επιθυμία που νιώθει για
την Εμινέ τον ωθεί στη δολοφονία της. Με αυτή τη δόση επικής υπερβολής ο Νίκος
Καζαντζάκης σμιλεύει τον πρωταγωνιστή του με τέτοιον τρόπο, ώστε να ενσαρκώνει μια
ιδιαίτερη ηθική συνείδηση για τον αγώνα: δεν είναι μόνο αγωνιστής, αλλά τηρεί απαρέγκλιτα
τους πατροπαράδοτους νόμους και κανόνες, και οι πρόγονοί του ζουν στο ανόθευτο
αίμα τους και τον κατευθύνουν στον αγώνα για απελευθέρωση.
Κρήτες επαναστάτες |
[1] Ιφιγένεια
Τριάντου-Καψωμένου, Ένα στρατευμένο μυθιστόρημα: 'Ο Καπετάν Μιχάλης' και η αφηγηματική
τέχνη του Νίκου Καζαντζάκη, αναρτήθηκε την Κυριακή, 21 Νοεμβρίου 2010
στον ιστότοπο της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, Ίδρυμα Καψωμένου.
[2] Βλ. Zambaco Pacha, Voyages Chez les Lepreux par le Dr Zambaco Pacha,
avec une carte indiqua les localites lepreuse. G. Masson, Editeur. Libraire de l’
Academie de Medecine. Paris 1891.
[4] Το πρότυπο του Κρητικού για τον παντογνώστη αφηγητή
στον Καπετάν Μιχάλη (που μπορούμε βάσιμα να τον ταυτίσουμε στις απόψεις του με
τον συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη) είναι να κάνει οικογένεια με μια γυναίκα δυνατή,
Κρητικιά κι αυτή να γνωρίζει και να αποδέχεται τον κώδικα αξιών του άντρα της
και της κοινωνίας μέσα στην οποία ανατρέφονται κι οι δυο. Η συζυγική σχέση
μοιάζει να υποτάσσει απόλυτα τη σεξουαλική ευχαρίστηση στη σκοπιμότητα της
γέννησης και ανατροφής παιδιών που θα διαπαιδαγωγηθούν έτσι ώστε να αποτελέσουν
την επόμενη γενιά των αγωνιστών∙ τα κορίτσια καταξιώνονται όχι τόσο ως
γυναίκες, αλλά ως μανάδες, όπως και οι αρχαίες Σπαρτιάτισσες.
[5] μαγαρισμένος, -η, -ο < μετοχή παθητικού
παρακειμένου του ρήματος μαγαρίζομαι: λερώνομαι, μολύνομαι, μιαίνομαι.
[6] Καζαντζάκης
Νίκος, Ο Καπετάν Μιχάλης, Ελευτερία ή Θάνατος. Εκδόσεις Ελένης Ν.
Καζαντζάκη. Εικοστή Τρίτη Έκδοση. Αθήνα 1981, σελ. 56.
[7] χαλκέντερος, ο < ελληνιστική κοινή χαλκέντερος < χαλκός + έντερο: (επίθετο) εξαιρετικά εργατικός,
ακαταπόνητος, ακούραστος.
[8] Βλ.
Sonini C. 1801: Charles, Nicolas, Sigibert Sonini de Mancourt, Travels
in Greece and Tourkey by order of Louis XVI and with the authority of the
Ottoman, Court. Printed for T. N. Longman and O. Rees, Paterndster-Row.
London
1801, σελ. 376.
Δημοσίευση σχολίου