{[['']]}
Το Φλεβάρη ο Ζαχαριάδης κλήθηκε να παρευρεθεί στην 7η Ολομέλεια του ΚΚΕ, που θα γινόταν στη Ρουμανία. Hταν πανέτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τη σύναξη σαν αληθινός «νοικοκύρης του κόμματος», ανυπόμονος να συντρίψει τους αντιπάλους του. Αν βέβαια μπορούν να ονομαστούν αντίπαλοι ενός Ζαχαριάδη οι λακέδες της γραφειοκρατικής νομενκλατούρας των Σούσλωφ, Πονομαριώφ και Σία.
Όταν έμαθα ότι θα έπαιρνε μέρος στην Ολομέλεια, σκέφτηκα ότι υπήρχε πιθανότητα να μην ξαναγυρίσει ποτέ στο Μποροβίτσι. Αποκλείεται δηλαδή να τα βρουν στην 7η Ολομέλεια οι Σοβιετικοί με το Ζαχαριάδη, και να τελειώσει αυτή η άδικη επέμβαση του Κρεμλίνου στα ελληνικά εδάφη;
Μια τέτοια εξέλιξη ήταν βέβαια απόλυτα δυνατή, αφού στο χρόνο που πέρασε δεν κατάφεραν οι μεγιστάνες του Κρεμλίνου να τραβήξουν το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, θρυμματίζοντας το συμπαγές μέτωπο των οπαδών του. Οι τελευταίοι, αντί να λιγοστεύουν, πολλαπλασιάζονταν όσο περνούσε ο καιρός και η σύγχυση της πρώτης περιόδου. Πολύ περισσότερο που η εγκαταστημένη από τους Σοβιετικούς τσανακογλείφτικη ηγεσία έδειχνε ολοένα την ανικανότητά της.
Δεν ήταν παρά μια σύναξη από αλληλουποβλεπόμενες φατρίες μ’ ένα και μοναδικό μέλημα: τη μονοπώληση της σοβιετικής εύνοιας. Γινόταν ολοένα και πιο φανερό ότι η καθαίρεση του Ζαχαριάδη κι ό,τι ακολούθησε ήταν περισσότερο μια επίδειξη πυγμής του Κρεμλίνου απέναντι σ’ έναν ηγέτη, σ’ ένα κόμμα και σ’ ένα λαό που δε σήκωναν «τσαμπουκάδες», παρά μια νομοτελειακή ανάγκη υπαγορευμένη απ τα συμφέροντα του «παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος», όπως διακήρυτταν πομπωδώς οι κουτοπόνηροι «επεμβασίες».
Ήδη μια σειρά κομμουνιστικά κόμματα, με επικεφαλής το κινεζικό, είχαν αρχίσει να δυσφορούν. Η αμείλικτη πραγματικότητα έδειχνε ότι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος για τους Σοβιετικούς απ’ τη γενναία αναγνώριση του λάθους τους και την έμπρακτη, άμεση διόρθωση. Αυτή ήταν η μοναδική λύση, ακόμα και για ένα κοινό νου, πόσο μάλλον για ανθρώπους ικανούς να αναλύουν και να προβλέπουν διαλεκτικά ως έμπειροι -υποτίθεται- μαρξιστές -λενινιστές μια πολιτική κατάσταση. Απ’ αυτή την άποψη δεν ήταν μια ουτοπιστική έκφραση ευσεβών πόθων εκείνη η αισιόδοξη πρόβλεψη: «Τα τσογλάνια θα μπουν στη θέση τους τούτο το χρόνο. Αλλιώς τα πράματα δε σηκώνουν».
Είναι πολύ ενδεικτική επί του προκειμένου η διαφωτιστική πληροφορία του Περικλή Ροδάκη, που βεβαιώνει στο βιβλίο του ότι «η πλειοψηφία του ΚΚΕ στην 7η Ολομέλεια είναι με τ' μεριά του Ζαχαριάδη». 1 Για να επεξηγήσει στη συνέχεια: «... τελικά θα χάσει το παιχνίδι». Εκείνοι που έχουν την εξουσία βρίσκουν πάντα τρόπους να ξεπερνιούνται πλειοψηφίες και νομιμότητες. 2 Τελικά δύο απ’ τα μέλη της Κ.Ε. που είχαν δηλώσει υποστήριξη στο Ζαχαριάδη λιποταχτούν προς το ντοβλέτι. Και η καταδίκη του Ν. Ζαχαριάδη εξασφαλίζει «πλειοψηφία».
Ο Ροδάκης είναι απ’ τους λυσσώδεις επικριτές του Ν. Ζαχαριάδη και των οπαδών του. (Ποιος ξέρει γιατί... Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.) Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η μαρτυρία του αποκτάει πολλαπλάσια αξιοπιστία.
Αλλά θα πρέπει να έβλεπαν ως δαμόκλειο σπάθη πάνω απ’ το κεφάλι τους το ενδεχόμενο μιας αρνητικής ψηφοφορίας, που θα έκανε ρεζίληδες των σκυλιών τους Σοβιετικούς μανδαρίνους του Σούσλωφ, για να φτάσουν ως το σημείο να τσαλαπατήσουν «πλειοψηφίες και νομιμότητες».
Κι ο Ζαχαριάδης να στέκεται ολομόναχος -αλυσωμένος, αλλά ανυπότακτος- και ν’ ακούει από τα πιστά μέχρι χτες παλληκάρια του ν’ απαγγέλλουν την εις θάνατον καταδίκη του (τι άλλο είναι η διαγραφή για έναν ηγέτη της κατηγορίας του;). 3 Αυτή η καταδίκη, όπως φαίνεται απ’ όλες σχεδόν τις κατοπινές μαρτυρίες, ήταν προδιαγεγραμμένη και οργανωμένη σ’ όλες τις λεπτομέρειες, εκτός απ’ την ημερομηνία εκτέλεσης της ποινής. Αυτή θα έμενε ανοιχτή για δεκάξι ολόκληρα χρόνια, ώστε να παραταθεί η αγωνία του μελλοθάνατου κι η κτηνώδης απόλαυση των δήμιων Πονομαριώφ, Σούσλωφ, Κουούσινεν, Βινογκράντωφ, Ντεζ, που διασκέδαζαν με το μαρτύριό του.
Όπως είναι γνωστό, έβαλε ο ίδιος τέλος σ’ αυτό την 1η Αύγουστου 1973, στην πολική έρημο του Σοργκούτ.
Όχι, δεν έβαλες εσύ μονάχος τη θηλιά, άλλα χέρια το ’καναν αυτό
Θα μπορούσε να πει τώρα πια η ιστορία στο Ν. Ζαχαριάδη.4
Πρόκειται για την εν ψυχρώ δολοφονία απ’ τους ξένους (σε συνεργασία με τ’ απαραίτητα ρωμαίικα τσανάκια) ενός μεγάλου, ακατάβλητου πατριώτη και κοινωνικού πρωτοπόρου αγωνιστή.
Πολλοί απ’ τους συνεργούς αυτής της δολοφονίας, πρώην στενοί συνεργάτες, φίλοι κι υμνητές του αδικοχαμένου ηγέτη, πρόλαβαν να συνειδητοποιήσουν την ανίερη πράξη τους πριν φύγουν απ’ τη ζωή και να αλαφρώσουν την τύψη τους περιγράφοντας κάποιες ιδιαζόντως ειδεχθείς λεπτομέρειες της «εκτέλεσης» του Νίκου Ζαχαριάδη στην 7η Ολομέλεια. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Γ. Βοντίτσιος («Γούσιας»), μέλος του Πολίτικου Γραφείου και αντιστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού. Αν και αμφισβητήθηκε πολύ από πολλούς (και το Ν. Ζαχαριάδη) το πολιτικό, ηθικό του πρόσωπο, δεν παύει να είναι ο «αυτόπτης μάρτυς». Ένα απ’ τα ((πρόσωπα της τραγωδίας», που βοηθάει στη διασταύρωση και κατανόηση των βασικών στοιχείων της θανάσιμης, ανελέητης και απάνθρωπης σύγκρουσης ανάμεσα σε χθεσινούς -υποτίθεται- συμπολεμιστές ενός υψηλού ιδανικού. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του Οι αιτίες για τις ήττες, τη διάσπαση τον ΚΚΕ και της ελληνικής Αριστεράς, που τα λέει χύμα στην ιδιότυπη «κατσαπλιάδικη» γλώσσα, του:
Περήφανη, ήρεμη κι αντρίκεια στάση παρουσίασε ο Ν. Ζαχαριάδης. Ανέβηκε στο βήμα και είπε τα παρακάτω: «Αυτά που λέτε ότι κυνήγησα κι είχα δημιουργήσει ανώμαλο καθεστώς είναι ψέματα. Πάντα προσπάθησα να διατηρήσω την ενότητα του κόμματος. Αν ήθελα να κυνηγήσω, μπορούσα να το κάνω αμέσως μόλις ήρθα απ’ το Νταχάου. Ο κόσμος ήταν αγαναχτισμένος κατά της τότε ηγεσίας για την προδοσία του μεγάλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της χιτλεροφασιστικής κατοχής. Τότε, μια λέξη να έλεγα με το κύρος που διέθετα, την τότε ηγεσία, Σιάντο, Παρτσαλίδη, Ιωαννίδη κλπ., θα την κυνήγαγε ο κόσμος, κι αυτό που εγώ δεν τους έκανα μου το κάνουν αυτοί».
Τους είπε: «Το Ζαχαριάδη πετάξτε τον, κάντε τον ό,τι θέλετε. Όμως δεν πρέπει πετώντας απ’ τη σκάφη το βρώμικο νερό να πετάξετε μαζί και το παιδί. Δεν πρέπει ανθρώπους ικανούς και χρήσιμους στο λαϊκό κίνημα, που σε τίποτα δε φταίνε, να τους κυνηγάτε». 5
Τον άρχισαν στις ερωτήσεις. Τους κατατρόπωσε με τις απαντήσεις του. Ο Ζαραλής (πρώην κατσικοκλέφτης), που τον φέρανε κι αυτόν στην «Ολομέλεια», ρώτησε θρασύτατα το Ζαχαριάδη: «Πες μας γιατί στο Νταχάου δε σε σκότωσαν οι χιτλερικοί;» Κι ο Νίκος Ζαχαριάδης, πάντα ετοιμόλογος, τους απάντησε: «Εσύ συγγενεύεις με τους χιτλερικούς και μπορείς να πας να τους ρωτήσεις και να μάθεις».
Οι απαντήσεις του Ζαχαριάδη τους ζάλισαν, γιατί σε όλα έδινε απαντήσεις, τους κόλλησε στον τοίχο όταν τους είπε ότι για τον Εμφύλιο πόλεμο και την αιτία της ήττας έχω το ντοκουμέντο - εννοώντας αυτό που υπέγραψε ο Στάλιν.
Άρχισε να δημιουργείται ταραχή και εκνευρισμός σ’ αυτούς που κάλεσαν το Ζαχαριάδη να του βάλουν ερωτήσεις. Τότε ο Στ. Γιαννακόπουλος («Π. Ανταίος»), επίλεκτο στέλεχος των ραδιουργιών και του φραξιονισμού στην Τασκένδη, σύνδεσμος μεταξύ των καθοδηγητών της συνωμοσίας και των φραξιονιστών της Τασκένδης, αυτός που οργίασε σε βάρος των αγωνιστών πολιτικών προσφύγων στη Σοβιετική Ένωση, αυτός που τον είχαν οι Σοβιετικοί να σκαρώνει κατά παραγγελία συκοφαντικές εκθέσεις σε βάρος των αγωνιστών, αυτός που κήρυξε εξοντωτικό πόλεμο στη Μόσχα κατά του αγωνιστή ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Αλέξη Πάρνη, 6 που αν δεν επενέβαινε ο αγωνιστής ποιητής Ναζίμ Χικμέτ θα είχε σταλεί στη Σιβηρία, αυτό το υποκείμενο άρχισε απ’ τη θέση των κλακαδόρων που κάθονταν να φωνάζει στο Ζαχαριάδη «Κάτσε κάτω, δε θέλουμε προπαγάνδα».
Ακολούθησαν κι άλλοι το παράδειγμά του, και του Ζαχαριάδη του αφαίρεσαν το λόγο.
Ανέφερα μόνο μερικά στιγμιότυπα απ’ την περίφημη αυτή «Ολομέλεια». Μια και κάτω απ’ τη φοβερή πίεση υποχώρησαν όλα τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, ακολούθησα αυτό που προβλέπει το καταστατικό να πειθαρχήσω στην πλειοψηφία.
Προς το τέλος των εργασιών της «Ολομέλειας», στις 22 Φλεβάρη 1957, έδωσα στο προεδρείο της «Ολομέλειας» δήλωση ότι πειθαρχώ στις αποφάσεις που θα πάρει η «Ολομέλεια». Μ’ αυτή μου την πράξη έδινα μάθημα και ταυτόχρονα ξεσκέπαζα τα ξένα κόμματα που κηδεμόνευαν το ΚΚΕ και τα διορισμένα όργανά τους, που κατά κόρο δημαγωγούσαν ότι αποκαθιστούν τις λενινιστικές αρχές και νόρμες. Ξεμασκάρευα τον Κουούσινεν...
Αυτή η τελευταία φράση δεν αντιστοιχεί βέβαια στην πραγματικότητα. Τον Κουούσινεν τον ξεμασκάρεψε απόλυτα μόνον ο Ζαχαριάδης, που δεν υποχώρησε ούτε στιγμή στη φοβερή πίεση, αρνούμενος να κάνει παραχωρήσεις, συμβιβασμούς, διακανονισμούς, δηλώσεις γραπτές και προφορικές σ’ αυτόν ή το Ρουμάνο Γκεοργκίου Ντεζ (που κόμπαζε ότι έχωνε το κεφάλι κάθε αντιρρησία στο νεροβάρελο) ή τον οποιοδήποτε εκπρόσωπο του «εκφυλισμένου σοβιετικού κράτους».7 Όταν ο Γούσιας, εκτός απ’ την προκαταβολική αποδοχή των αποφάσεων της 7ης Ολομέλειας, είχε δεχτεί, όπως ξέρουμε, να πάει στην Τασκένδη μαζί με τους Βλαντά, Μπαρτζιώτα κι άλλα κορυφαία στελέχη για να πείσει τους ζαχαριαδικούς να αποκηρύξουν τον ηγέτη τους, πειθαρχώντας στα σοβιετικά «αποφασίζομεν και διατάσσομεν».
Καλή είναι βέβαια η μετάνοια, που δίνει τη δύναμη να ελαφρύνεις την τύψη σου, αλλά δεν μπορεί να σβήσει την ιστορική αλήθεια.
Αλλά ας δούμε κι έναν άλλο «μετανιωμένο», το Δημήτρη Βλαντά, που έβγαλε κι αυτός ξέχωρο βιβλίο για το Νίκο Ζαχαριάδη το 1984. Το τελικό (απολογητικό) κεφάλαιο «Γενικά συμπεράσματα» τ’ αρχίζει έτσι: «Ο Ζαχαριάδης ήταν σ’ όλη την επαναστατική του ζωή ένας ατρόμητος επαναστάτης. Άντεξε σε όλες τις δοκιμασίες. Τον εξόντωσε η ρωσική ηγεσία, παρ’ όλο που την υπηρέτησε σωστά. Ο Ζαχαριάδης ήξερε πολλά, 8 κι η ρούσικη ηγεσία φοβότανε ότι κάποτε μπορεί να τ’ αποκάλυπτε και ν’ απαγκιστρώσει το ΚΚΕ από τη ρωσική εξάρτηση».
Τι μεγάλος και σπουδαίος Έλληνας θα ήσουν, σύντεκνε Μήτσο, αν έβρισκες το θάρρος να βροντοφωνάξεις τούτα τα λόγια απ’ το βήμα της επίσημης σύναξης! Αλλά, βλέπεις, σου είχαν φουσκώσει τα μυαλά ο χοντροκέφαλος Βινογκράντωφ κι ο μικρόμυαλος Πετρώφ με τις υποσχέσεις τους για την άνοδό σου στο... χηρεύοντα θώκο του γενικού γραμματέα. Και γι’ αυτό άρχισες να πρωτοστατείς στο υβρεολόγιο εναντίον του Νίκου, με την κουτοπόνηρη, ραγιάδικη σκέψη ότι εκεί, στην 7η Ολομέλεια, θα έκαναν πέρα το νωθρό, ξενέρωτο Κολιγιάννη, παραδίνοντας σ’ εσένα τα κομματικά ηνία. Είχες μάλιστα κάνει και τις ανάλογες συμφωνίες κάτω απ’ το τραπέζι με το Βαφειάδη, που δεν ήθελε ούτε ζωγραφιστό τον Κολιγιάννη. Όλα αυτά έχουν «πρωτοκολληθεί» από κάμποσες αντίστοιχες μαρτυρίες και δε στηρίζονται μόνο στα λεγάμενα του Βοντίτσιου («Γούσια»). που, ειρήσθω εν παρόδω, καταχωρεί στα στιγμιότυπα της 7ης Ολομέλειας και το παρακάτω εξοργιστικό επεισόδιο:
Ένα απόγευμα στη σάλα των συνεδριάσεων συναντήθηκα με το Ν. Ζαχαριάδη. Ήρθε κοντά μου και με χαιρέτησε. Αποφασίσαμε να πάμε στο δωμάτιό του. Την ώρα που ανεβαίναμε τις σχόλες, συναντάμε το Μ. Βλαντά. Ο Ζαχαριάδης του γέλασε και πήγε να τον χαιρετήσει. Ο Βλαντάς με φωνές και θράσος που πάντα τον διέκρινε του είπε: «Σε σένα ποτέ μου δε θα δώσω το χέρι μου». Ο Ζαχαριάδης γυρίζοντας προς εμένα μου είπε: «Κοίτα κατάντια από άνθρωπο...»
Δε θα ήταν η πρώτη φορά που θα διαπίστωνε που καταντάει και πόσο άνανδρος γίνεται ακόμα κι ένας άντρας με πολύχρονη επαναστατική δράση όταν αφήνει τα ραγιάδικα απωθημένα του να σηκώσουν κεφάλι και να τον αναγκάσουν ν’ ακολουθήσει το φιλοτομαριστικό αξίωμα «Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται».
Μου είχε γράψει ο Νίκος Ζαχαριάδης με δηκτική πίκρα την προτελευταία μέρα του 1956: «Αν μπορούσα, στο Βλαντά για πρωτοχρονιάτικο δώρο θα τούστελνα την “Αβγή” 9 με το γραφτό του, για να ξαναδεί τα χάλια του και τον ξεπεσμό του, που ομολογώ τέτιον δεν τον θεωρούσα δυνατό».
Ούτε εγώ θεωρούσα δυνατή μια παρόμοια αλλαγή απ’ το απόλυτο λευκό στο απόλυτο μαύρο. Η κοινή κρητική μας καταγωγή είχε κάνει φυσική και απρόσκοπτη την αμοιβαία συμπάθεια με το Βλαντά. Δεν την ονομάζω φιλία, γιατί ο χαρακτήρας του ήταν κάπως κλειστός και συχνά απωθητικός σε εγκάρδιες προσεγγίσεις. Παρ’ όλα αυτά κάναμε καλή παρέα τις μέρες της ανακατάληψης του Γράμμου το 1949, όταν με φιλοξενούσε στο στρατηγικό του αμπρί, κι αργότερα στη Μόσχα του 1954, όπου σπούδασε για κάποια περίοδο σε μια ανώτατη επιμορφωτική σχολή.
Του άρεσε το απέραντο ρωσικό δάσος του Περεντέλκινο, όπου ζούσα με την οικογένειά μου. Τον θυμάμαι να βαδίζει σ’ αυτό «μικρός το δέμας», αλλά γερός κι ανθεκτικός. Συνήθιζε να κοντοστέκεται, να παίρνει βαθιές ανάσες και να αναφωνεί με ευδαιμονική ιλαρότητα:
«Μωρέ, εδώ είναι παράδεισος! Ξεβράκωτος Θεός δηλαδή...»
Ποιος να μου το έλεγε ότι θα «ξεβρακωνόταν» σε τέτοιο σημείο ώστε να αρνηθεί να χαιρετήσει το Νίκο Ζαχαριάδη, το χτεσινό του ηγέτη και μέντορα.
Και φυσικά δεν ήταν ο μόνος. Ως τώρα ανατριχιάζω όταν θυμάμαι ότι ο Α. Γκρόζος, ως επικεφαλής του προεδρείου της «παρασυναγωγής», αποκάλεσε στην ομιλία του «κανάγια» το Νίκο Ζαχαριάδη. Ήταν ο γνωστός σύντροφος «μπάρμπα-Αποστολής», που μ’ είχε επισκεφτεί στο διαμέρισμά μου, μία μέρα πριν φύγει απ’ τη Μόσχα για την 6η Ολομέλεια, για να με συμβουλέψει -παίζοντας χιουμοριστικά με το επώνυμό μου- ν’ αντισταθώ ως «Λεωνίδας» (Λεωνιδάκης) των Θερμοπυλών στην απαράδεκτη σοβιετική επέμβαση-συνωμοσία ενάντια στο Ν. Ζαχαριάδη.
Τελικά ο «μπαρμπα-Αποστολής» τερμάτισε ευδοκίμως το βίο του σε μια πρωτεύουσα της Ανατολικής σοβιετοκρατούμενης Ευρώπης στην αρχή της δεκαετίας του 1980, βουτηγμένος στη χλιδή της παχυλής σύνταξης του ανώτατου «κρατικού στελέχους» (ακόμα και προσωπικό σοφέρ τού είχαν διαθέσει!). Λίγο πριν πεθάνει, κλήθηκε στο Κρεμλίνο και παρασημοφορήθηκε από τον ετοιμόρροπο Μπρέζνιεφ, με εισήγηση του ετοιμοθάνατου Σούσλωφ. Ήταν η αποθέωση της αποσύνθεσης...
Στη διάρκεια της ηγεμονίας του, θες από τύψη, θες από γεροντικό πείσμα, προσπάθησε να προσεταιριστεί τον απροσκύνητο Φώκο Αλευρά, επικαλούμενος την παλιά φιλία και την ειλικρινή πρόθεσή του να τον βοηθήσει για να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του. Μάταια... Την τελευταία φορά που συναντήθηκαν, ο Φώκος έβγαζε το ψωμί του ως περιπτερούχος σε μια συνοικία του Βουκουρεστίου. Εκεί είχαν ρίξει το σεμνό βετεράνο γιατί αρνήθηκε να συμφωνήσει με τη διαγραφή του Ν. Ζαχαριάδη και τη ρετσινιά που πήγε να του κολλήσει ο Βαφειάδης για την «ύποπτη διαγωγή του στο Νταχάου».10
Φυσικά έδιωξε κακήν κακώς το νεόπλουτο κομματικό μεγιστάνα με τον προσωπικό σοφέρ. Μήπως μπορούσε να ανταλλάζει τον αξετίμητο τίτλο του αδιάφθορου επαναστάτη με τα ντενεκεδένια λιλιά και το πλουσιοπάροχο ταϊνι που προσφέρουν συνήθως οι αποικιστές κάθε δόγματος και σημαίας στους υποταγμένους ιθαγενείς φύλαρχους;
Ενα μήνα ύστερα από την 7η Ολομέλεια είχα κι εγώ μια σημαδιακή ανάλογη συνάντηση. Μου τηλεφώνησε ο γνωστός πια στον αναγνώστη Καρλ Σεμενκώφ για να μου πει ότι ο σύντροφος Κολιγιάννης, που είχε καταλύσει σε μια σουίτα του ξενοδοχείου «Μόσκβα», είχε εκφράσει την επιθυμία να κουβεντιάσει μαζί μου, ύστερα από σχετική συνεννόηση με το Γραφείο Διεθνών Σχέσεων του σοβιετικού Κόμματος.
Τέτοιες υψηλού επιπέδου συναντήσεις μου έδιναν την ευκαιρία να διαμαρτυρηθώ για τους διωγμούς των συντρόφων μου στην Τασκέντη, εκφράζοντας απερίφραστα τη συμπάθεια και τη συμπαράστασή μου σ’ αυτούς. Ήταν λοιπόν ευπρόσδεκτες από μένα, όσο άχαρες και μίζερες κι αν τις θεωρούσα.
Έτσι πήγα, σχετικά νηφάλιος, στο ξενοδοχείο «Μόσκβα». Δεν ήταν το κατάλληλο για τη φιλοξενία ενός γενικού γραμματέα ξένου κόμματος, αλλά, όπως κατάλαβα αργότερα, ήταν το μόνο διαθέσιμο, γιατί εκείνες τις μέρες έτυχε να γίνονται ταυτόχρονα δύο μεγάλα διεθνή συνέδρια και υπήρχε πρόβλημα χώρου.
Πάντως εγώ ένιωσα λες και πήγαινα να παίξω σε δική μου έδρα. Το «Μόσκβα», βλέπετε, ήταν στέκι του καλλιτεχνικού κόσμου - κι όχι μόνο...
Πήγα και κάθισα σε μια απ’ τις πολυθρόνες του χολ, απέναντι ακριβώς απ’ το ασανσέρ - εκεί θα συναντιόμουνα με το Σεμενκώφ, όπως είχαμε συμφωνήσει.
Τον είδα να καταφτάνει σοβαρός αλλά φιλομειδής.
«Ο σύντροφος “Κολιάνες” μένει στον πέμπτο όροφο», μου είπε με τα ιδιότυπα ελληνικά του. «Είναι κι ο Πέτρος Ρούσσος μαζί του».
Βρήκαμε στη σουίτα το Ρούσσο μαζί με τον Πετρώφ, το χτεσινό ευπροσήγορο και συμμαζεμένο επίσημο ακόλουθο του Νίκου Ζαχαριάδη. Τώρα μου φάνηκε διαμετρικά αλλαγμένος σε σύγκριση μ’ εκείνη την πρώτη μας συνάντηση τον Οκτώβρη του 1952 στη «Σοβιέτσκαγια». Ήταν σκυθρωπός, απότομος, αλαζονικός, και μίλησε για το νέο γενικό γραμματέα του ΚΚΕ μάλλον ανευλαβώς, με ύφος αφεντικού.
«Πήγαινε πες στον Κολιγιάννη πως ήρθε ο Πάρνης», πρόσταζε το βοηθό του.
Κι ενώ ο Σεμενκώφ έσπευσε πάραυτα στα εσώτερα της σουίτας, ο Πετρώφ μου εξήγησε ότι ο Κολιγιάννης είχε μέσα στην τραπεζαρία μια σοβαρή σύσκεψη με κάποια στελέχη από την Τασκέντη. Για να γυρίσει αμέσως στο Ρούσσο.
«Αυτός είναι ο απείθαρχος ποιητής μας», του είπε και μ’ έδειξε μάλλον εύθυμα, προσπαθώντας να δημιουργήσει φιλική ατμόσφαιρα.
Αλλά, ενώ πήγαινε να μπει η κουβέντα στ’ αυλάκι, ξαναγύρισε ο Σεμανκώφ και του έκανε νόημα ότι έπρεπε να πάει μέσα στη σύσκεψη. Μπορεί και να ήταν τέχνασμα για να δοθεί ευκαιρία στο Ρούσσο να με «ορμηνέψει». Έτσι ή αλλιώς, ο μελαχρινός, μικροκαμωμένος, διακριτικός Ρούσσος με τα βαθουλωμένα μάγουλα και τα πυκνά φρύδια άρχισε να μου μιλάει με το μειλίχιο, χαμηλόφωνο τρόπο του για τα «καλά και συμφέροντα» της καθαίρεσης και διαγραφής του Ν. Ζαχαριάδη.
Κι έτσι βρέθηκα σε λίγο να ερίζω με το θρυλικό για μας τους νέους της Κατοχής «θεωρητικό» του Κόμματος, που θα μας απογοήτευε τόσο πολύ τον καυτό Ιούλη του 1944, όταν υπόγραψε στο Λίβανο το ζημιογόνο για το λαϊκοαπελευθερωτικό εαμικό κίνημα συμβιβασμό (το προοίμιο της καταστροφικής συμφωνίας της Βάρκιζας). Ήταν μάλλον μια τραγική μορφή, αν σκεφτεί κανείς την πολύχρονη δοκιμασία του σε φυλακές κι εξορίες, τα μύρια ηρωικά «Όχι» σ’ ανακριτές, δικαστές, δεσμοφύλακες, χαφιέδες, εξαναγκασμούς, κακουχίες, εκβιασμούς, πειρασμούς, τρικλοποδιές, δολερές προτάσεις συνδιαλλαγής κτλ.
Όταν όμως έφτασε η μεγάλη κρίσιμη στιγμή της μοίρας γι’ αυτόν και την παράταξή του και τη χώρα, δεν μπόρεσε να πει τ’ απαιτούμενο μεγάλο «Όχι» των περιστάσεων. Υπόγραψε ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ, αλλά και βασικός παράγοντας της εαμικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη «Εθνικής Ενότητας», ό,τι ζήτησε η αυτοκρατορική Αγγλία διά στόματος του χειραγωγημένου τότε απ’ τον Τσώρτσιλ, δοτού πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου.
Γιατί δε βρήκε το κουράγιο να σηκωθεί από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αρνούμενος να υποκύψει; Ήταν η σκέψη του μικρή, είτε η ψυχή του λίγη; Πώς πήγε το χέρι του να παραδώσει την αντάρτισσα Ελλάδα του μεγάλου οράματος «Θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά». τυλιγμένη σε μια κόλλα χαρτί, στους εκπροσώπους των παλιών αστικών κομμάτων με την ασήμαντη προσφορά στην Αντίσταση, για να στήσουν ξανά, φτου κι από την αρχή, το άχαρο παραδοσιακό γαϊτανάκι της εξάρτησης απ’ την ξένη ακρίδα των επεμβάσεων και των κανονιοφόρων της αγγλικής αρμάδας, κ. αργότερα του περιβόητου αμερικάνικου 6ου Στόλου;
Ξέχασε τους Διακόσιους, το Ναπολέοντα Σουκατζίδη και το ματωμένο «Όχι» που είχαν βροντοφωνάξει πριν από δύο μήνες στο θυσιαστήριο της Καισαριανής, ανεβάζοντας σ’ απίθανα ύψη τους πατριωτικούς τίτλους του ΚΚΕ; Έφριξε ο κόσμος μ’ αυτή την ανεκδιήγητη συμφωνία, που «τσουβάλιασε» κυριολεκτικά την Ελλάδα της Αντίστασης και τους ήρωες της, ζωντανούς και νεκρούς! «Προδότη» ανέβαζαν το Ρούσσο, «ανίκανο» τον κατέβαζαν. Κι η Χρύσα, η γυναίκα του, με το ακονισμένο ταξικό κριτήριο, έπαθε υστερία όταν έμαθε τι είχε διαπράξει στο Λίβανο.
«Σας το έλεγα εγώ. Δεν ήταν γι’ αυτή την αποστολή ο Πετρής», φώναζε κλαίγοντας σχεδόν στο Σιάντο και τους άλλου: καθοδηγητές, εκεί στο χωριό Πετρίλια των Αγράφων - τη βουνίσια έδρα του ΚΚΕ.
Πολλοί σύντροφοι ζητούσαν το κεφάλι του επί πίνακι. Aλλά στο μεταξύ σωρεύτηκαν χειρότερα λάθη, (Συμφωνία Καζέρτας, αδέξιοι χειρισμοί του Δεκέμβρη, η Βάρκιζα, η παράδοση όπλων), που σαν προσχώσεις κάλυψαν κάπως τη δική του «λαδιά». Κι έτσι συνέχισε, έρημος, βαρύς και μόνος, σκιώδης και φευγάτος, τη θητεία του στην Κεντρική Επιτροπή, χρωστώντας μεγάλη χάρη στο Ζαχαριάδη που δεν τον διέγραψε απ’ το Κόμμα - κι εκείνον και τους άλλους συνθηκολόγους της Καζέρτας και της Βάρκιζας. Αλλά αυτός δεν ήθελε ή δεν τόλμησε να ανταποδώσει το καλό όταν ο ηγέτης του έπεσε σε δυσμένεια. Αντίθετα, συντάχθηκε απ’ τους πρώτους με τους Σοβιετικούς!
Και τώρα καθόταν και μου έκανε κήρυγμα για τη σοφία της σοβιετικής ηγεσίας και των άλλων «αδελφών» κομμάτων, που θα ξαναβάλουν στη σωστή πορεία το παραστρατημένο κίνημά μας. Τα λόγια του ήταν τόσο τυπικά άχρωμα, βαρετά, χιλιοφορεμένα. Και προπαντός κάλπικα. Γιατί, αν υπήρχε ένα κορυφαίο στέλεχος του ΚΚΕ που είχε βάσιμες αφορμές ν’ αμφιβάλλει για το κριτήριο, την ειλικρίνεια και την ανυστεροβουλία των Σοβιετικών, ήταν σίγουρα αυτός... Όπως είχε αναφέρει ο ίδιος, επιστρέφοντας απ’ το Λίβανο, στα εξαγριωμένα μαζί του κορυφαία στελέχη του κινήματος, οι Σοβιετικοί είχαν εγκρίνει την πράξη του - και κάτι περισσότερο: Τον παρότρυναν σ’ αυτή.
Τα γεγονότα είναι αναμφισβήτητα. Πριν πάρει την απόφαση να υπογράψει, νιώθοντας να τον ζώνουν τα... φίδια του μεγάλου διλήμματος, πήγε και χτύπησε τη θύρα της σοβιετικής πρεσβείας στο Κάιρο ζητώντας ακρόαση. Ο πρέσβης αρνήθηκε να τον δεχτεί. Του έστειλε ωστόσο έναν υπάλληλο στην αίθουσα αναμονής για να του μεταφέρει τη συντροφική μεν, ανεπίσημη δε, συμβουλή «να υπογράψει τη συμφωνία με τους προτεινόμενους απ’ τη σύμμαχο Αγγλία όρους». Αδιάφορο αν αυτοί οι όροι επισημοποιούσαν τη φυλάκιση στα στρατόπεδα της ερήμου (πλάι πλάι με τους χιτλερικούς αιχμαλώτους της στρατιάς Ρόμμελ) εκατοντάδων ηρωικών αξιωματικών και οπλιτών του ελληνικού στρατού και στύλου της Μέσης Ανατολής, που δεν ήθελαν να αποδεχτούν την εξευτελιστική για την πατρίδα τους αγγλική αποικιοκρατική κηδεμονία!
Τον Κολιγιάννη, που ήρθε ύστερα από λίγο να μπει στην κουβέντα μας, τον ήξερα απ’ το βουνό. Ήταν ένας καθοδηγητής περιορισμένης εμβέλειας απ’ την άποψη των πνευματικών ικανοτήτων, αλλά μετριόφρων, λιγομίλητος, συχνά απόμακρος. Ο συγγραφέας Δ. Χατζής τον αναφέρει επαινετικά στο αφήγημά του «Μουργκάνα», κι όχι άδικα κατά τη γνώμη μου, αφού είχε μια θετική πολεμική δράση την περίοδο 1947-1948.
Η συζήτηση μαζί του ήταν αδιέξοδη και δίχως κανένα ενδιαφέρον, γιατί μιλούσαμε και οι δύο σε «ώτα μη ακουόντων». Αλλά δεν υπήρχε σ’ αυτήν καμία οξύτητα. Θες γιατί δεν είχα φιλοδοξίες κομματικής σταδιοδρομίας για να με φοβάται ως μελλοντικό ανταγωνιστή, θες γιατί ήθελε να δώσει εξετάσεις Συνετού ηγέτη στον παριστάμενο Πετρώφ, ήταν πολύ ήπιος κι ανεκτικός απέναντι μου. Σε κάποια στιγμή μάλιστα έγινε ανυπόκριτα «φιλικός», αναπολώντας το ξεπροβόδισμά μου για το Λογοτεχνικό Ινστιτούτο το φθινόπωρο του 1951. Ήταν τότε κομματικός γραμματέας της Τασκέντης, αλλά δεν έμεινε πολύ καιρό σ’ αυτή τη θέση. Γρήγορα κατέβηκε στην Ελλάδα για να καθοδηγήσει τις παράνομες οργανώσεις του Κόμματος ως άμεσος εκπρόσωπος του Ζαχαριάδη.
Η απόδοσή του δεν ήταν, όπως διαπιστώθηκε, η αναμενόμενη, γιατί έπαθε μεγάλα στραπάτσα -σύλληψη Γιώτη (Φλωράκη), Γλέζου κι άλλων σημαντικών στελεχών-, η Ασφάλεια τον είχε βάλει κι αυτόν στο χέρι, αλλά γλύτωσε τη σύλληψη την τελευταία στιγμή κάτω από ανεξερεύνητες συνθήκες, που τον έκαναν «ύποπτο» όταν γύρισε στο Βουκουρέστι. Όμως ο Ζαχαριάδης τον απάλλαξε... «λόγω βλακείας». Ναι, έτσι ακριβώς διατύπωσε ο ίδιος την «αθωωτική» του ετυμηγορία σ’ ένα μεταγενέστερο γράμμα σ’ εμένα απ’ το Μποροβίτσι - τον Απρίλη του 1960.
Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα, για να καταλάβει ο αναγνώστης ποια ήταν ακριβώς η αντικειμενική τοποθέτηση του Ζαχαριάδη για τον Κολιγιάννη όταν ο τελευταίος είχε καταλάβει πια τη θέση του γενικού γραμματέα:
Τα πράματα όμως δείχνανε ότι (όπως τ’ ανάλυσα και τα δούλεψα εκατοντάδες φορές στα χρόνια αφτά της εξορίας μου) 11 μονάχα δυο πρόσωπα θάταν σε θέση να καταφέρουν τέτιο χτύπημα: οι Γούσιας και Κολιγιάνης. Τον Κολιγιάνη τον αποκλείω γιατί δεν είνε τέτιος, γιατί δεν καλύπτει όλες τις συλήψεις και γιατί είνε πολύ βλάκας για τέτια πράματα. Τα Ιμαλάια της βλακείας του τα δείχνει το γεγονός ότι αφτός είνε ο μόνος που θα μπορούσε πρώτος και άμεσα να μυριστεί τη βρωμιά επιτόπου, αλλά πού;
Εννοείται ότι διαχώρισα αμέσως τη θέση μου απ’ τον Κολιγιάννη όταν έμαθα, λίγο μετά την προβοκάτσια της Τασκέντης το φθινόπωρο του 1955, ότι έγινε αναπάντεχα... τιμητής του Νίκου Ζαχαριάδη, και μάλιστα σε ζητήματα γενικής στρατηγικής και τακτικής του Κόμματος, αν και δεν είχε γι’ αυτό τις ανάλογες πνευματικές ικανότητες.
Ύστερα τα πράγματα αγρίεψαν πιο πολύ, κι οι δήμιοι του καγκεμπίτη Σαάκωφ, Σοβιετικοί και «Ρωμιοί», άρχισαν να θύουν και ν’ απολύουν εκεί στην Τασκέντη.
Λυσσάν ο Ισάκωφ στην Τασκέντη κι ο Σοάσλωφ στο Κρεμλίνο.
κι από κοντά οι μαυρόφυχοι γραικύλοι κάνουν πλάτες.
Ακούς της Πρέσπας το λυγμό, τον πατρικό του Γράμμου θρήνο.
καθώς τα τρένα κουβαλάν στη Σιβηρία τους αντάρτες;
«Είναι μαζί κι ο γιόκας μου», λέει μια μάνα απ’ την πατρίδα.
«Τ’ άλλο παιδί μου τυραννιέται στα κάτεργα της Μακρόνησου.
Κι έτσι μου σπάσαν και τις δυο φτερούγες μες στην καταιγίδα.
Άμποτε η κόλαση διπλά να κάψει, Γιούδα, την ψυχή σου!»
Και μόνο αυτοί οι στίχοι είναι αρκετοί για να περιγραφτεί το χάσμα του μίσους που είχε ανοιχτεί ανάμεσα στους χτεσινούς συντρόφους και «αδελφούς» της ίδιας οικογένειας. Ήταν ένα μίσος εσωστρεφές, και γι’ αυτό πιο βαθύ, άγριο και αυτοκαταστροφικό. αφού διαχώριζε με αβυσσαλέα χάσματα ανθρώπους προσανατολισμένους σε μια κοινή ιδεολογική αποστολή και ενταγμένους στο ίδιο στρατόπεδο. Δημιουργούσε με σφοδρότητα και ταχύτητα τυφώνα αλληλομισούμενες ομάδες, κατηγορίες, φράξιες, συντεχνίες, αιρέσεις, δόγματα, που είχαν τις προϋποθέσεις να εξελιχθούν με τον καιρό σε κοινωνικές κάστες, πολύ πιο κλειστές κι αντιδραστικές απ’ αυτές που καταπολεμούσε η κοσμοθεωρία τους.
Είχα προσβληθεί αναμφισβήτητα, και μάλιστα σ’ ένα μεγάλο βαθμό, απ’ αυτό το ιδιόμορφο «μίσος», είχα συμβιώσει μ αυτό δύο ολόκληρα χρόνια εδώ στη Μόσχα, το είχα κάνει κινητήριο άνεμο της πορείας μου. Και τ’ άκουγα να σφυρίζει στα πανιά και τα ξάρτια της ψυχής μου όταν ξεκίνησα, με φιλοπόλεμη «ζαχαριάδικη» διάθεση, να συναντήσω τον Κολιγιάννη.
Αλλά στη διάρκεια της κουβέντας (μιλούσε αργά και μετρούσε τα λόγια του σαν τις χάντρες ενός τεμπέλικου μονόχρωμου κομπολογιού, κοιτώντας κάθε τόσο τον παριστάμενο Πετρώφ λες κι ήθελε να πάρει προέγκριση για την επόμενη φράση) η διάθεσή μου άλλαξε αναπάντεχα. Ο σφοδρός άνεμος του πάθους άρχισε να πέφτει, τα πανιά κρέμασαν, και η πληκτική, νυσταλέα νηνεμία της κούρασης και της θλίψης απλώθηκε στην ψυχή μου. Έχασα ολότελα τη διάθεση να αντιγνωμήσω, και πολύ περισσότερο να λογομαχήσω, με τον Κολιγιάννη. Ήταν για μένα ο πηδαλιούχος ενός άλλου ΚΚΕ, τόσο διαφορετικού απ’ το χτεσινό, το «ζαχαριάδικο».
Εννοώ εκείνο που πολέμησε τέσσερις κατοχικές ιμπεριαλιστικές αρμάδες με την αποκοτιά ενός πυρπολικού του ’21, πυροδοτώντας την έμπνευση του Τυρταίου στην ψυχή μου. Ο καπετάνιος του ήταν βέβαια κατά το λεγόμενο αγύριστο κεφάλι, και μπορούσε με το ίδιο «πειρατικό» θάρρος που είχε ο Κατσώνης απέναντι στην αυτοκράτειρα Αικατερίνη να πηγαίνει στο Κρεμλίνο, να βάζει εμπρός στο Στάλιν την απολογιστική αναφορά της εκστρατείας και να του λέει μ’ επαναστατική ευθύτητα, αλλά και με τον απαιτούμενο ιεραρχικό σεβασμό: «Παρακαλώ, σύντροφε, να την προσυπογράψετε ολογράφως, αν την εγκρίνετε». Κι ο άλλος έβαζε κάτω το χαρτί κι υπόγραφε «Σωστά, I. Στάλιν»!
Όσο για το «ΚΚΕ» του Κ. Κολιγιάννη, δεν είχε καμιά δυσκολία η φαντασία μου να το περιγράψει, κι αυτό «ποιητική αδεία». Ήταν μια βάρκα απ’ αυτές που κουβάλαγαν σ’ άλλους, περασμένους, καιρούς βαλίτσες κι επιβάτες από τα αγκυροβολημένα αρόδο πλοία για την ακτή και τούμπαλιν. Κι είχε τώρα ως βασικό προορισμό να κάνει «θελήματα» στους αφέντες της σοβιετικής νομενκλατούρας - για όσο καιρό ακόμα θα βρισκόταν αυτή στα πράγματα...
Παραπομπές
1 Νίκος Ζαχαριάδης, εκδόσεις Επικαιρότητα, 1987, σελ. 267.
2 Φανταστείτε ότι ανάγκασαν, στο όνομα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και της κομματικής πειθαρχίας, τους Ν. Ακριτίδη και Β. Φωκά να ψηφίσουν τη διαγραφή του λατρευτού τους ως τότε Νίκου Ζαχαριάδη. Ποιος ξέρει τι πιέσεις δέχτηκαν για να παραμορφώσουν την ηθική προσωπικότητά τους. Και μόνον αυτά τα δύο παραδείγματα είναι αρκετά για να δικαιώσουν τον τίτλο του κεφαλαίου, «Η “Κίρκη” της 7ης Ολομέλειας» (δε μιλάμε για την 11η του 1967, όπου ο παλιός φίλος μου Ν. Ακριτίδης «ευθυγραμμίστηκε» με τους πιο αήθεις συκοφάντες του Νίκου Ζαχαριάδη).
3 Η δικαιοσύνη της ιστορίας επιβάλλει να αναφερθεί η σθεναρή αντίθεση του Μ. Πορφυρογένη σ’ αυτή την επαίσχυντη «διαγραφή», που δε δέχτηκε να τη συνυπογράψει.
4 Παραφράζοντας το στίχο του Ν. Ασέεβ για το Μαγιακόφσκυ: «Δεν τράβηξες εσύ τη σκανδάλη...».
5 Στα απόρρητα πρακτικά της 7ης Ολομέλειας (Υπόθεση Ζαχαριάδη: Καταδίκη και αποκατάσταση τον κομμουνιστή ηγέτη, εκδόσεις Φιλίστωρ, 2001) έχω κι εγώ την «τιμητική» μου, ως... κυνηγημένος! Πολλοί απ’ τους εγκάθετους-απολογητές της ξένης επέμβασης αναφέρουν τ’ όνομά μου ζητώντας την κεφαλήν μου επί πίνακι, επειδή παρέχω ενεργό υποστήριξη στο Ν. Ζαχαριάδη!
6 Αυτό το επιβεβαιώνουν γραπτά ντοκουμέντα.
7 Έκφραση του Τολιάττι στο περιοδικό Νονόβι Αργκομέντι, που επικρίθηκε απ’ την Πράβντα το 1956.
8 Ιδιαίτερα για τις απραγματοποίητες υποσχέσεις του Κρεμλίνου σ' ό,τι αφορούσε τη στρατιωτική βοήθεια σε βαρύ οπλισμό κι αεροπλάνα κατά τη διάρκεια του ένοπλου αγώνα.
9 Αναμασούσε σ’ αυτό την άποψη του «ζαχαριάδικου τυχοδιωκτισμού», την κατασκευασμένη απ’ τους Σοβιετικούς για να δικαιολογήσουν το ξεπούλημα της αριστερής Ελλάδας στη Γιάλτα, κι αργότερα στο δεύτερο ένοπλο αγώνα.
10 Θα πρέπει να υπενθυμίσω στον αναγνώστη ότι η επιτροπή που συστήθηκε στην 7η Ολομέλεια για να διερευνήσει την καταγγελία αναγκάστηκε να πάει και να δηλώσει στο Ζαχαριάδη δέκα χρόνια αργότερα ότι «τον έβγαλε καθαρό». Κι όσο για το συκοφάντη Μάρκο Βαφειάδη, αφού επί δύο χρόνια φιλοξενήθηκε στα Σκόπια απ’ τους τιτοϊκούς της «Μακεδονικής Δημοκρατίας», γύρισε στην Ελλάδα, τα βρήκε με το κατεστημένο, έγινε βουλευτής Επικράτειας του ΠΑΣΟΚ, ονομάστηκε «αντιστράτηγος» και απολάμβανε τ’ ανάλογα ωφελήματα απ’ το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Εκείνου του αστικού, «μοναρχοφασιστικού και αμερικανοκίνητου» που σύντριψε τους «κομμουνιστοσυμμορίτες» στο Γράμμο!
11 Αυτή η φράση του Ν. Ζαχαριάδη δείχνει ότι δεν κόλλαγε «ρετσινιές» αβασάνιστα.
Όταν έμαθα ότι θα έπαιρνε μέρος στην Ολομέλεια, σκέφτηκα ότι υπήρχε πιθανότητα να μην ξαναγυρίσει ποτέ στο Μποροβίτσι. Αποκλείεται δηλαδή να τα βρουν στην 7η Ολομέλεια οι Σοβιετικοί με το Ζαχαριάδη, και να τελειώσει αυτή η άδικη επέμβαση του Κρεμλίνου στα ελληνικά εδάφη;
Μια τέτοια εξέλιξη ήταν βέβαια απόλυτα δυνατή, αφού στο χρόνο που πέρασε δεν κατάφεραν οι μεγιστάνες του Κρεμλίνου να τραβήξουν το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, θρυμματίζοντας το συμπαγές μέτωπο των οπαδών του. Οι τελευταίοι, αντί να λιγοστεύουν, πολλαπλασιάζονταν όσο περνούσε ο καιρός και η σύγχυση της πρώτης περιόδου. Πολύ περισσότερο που η εγκαταστημένη από τους Σοβιετικούς τσανακογλείφτικη ηγεσία έδειχνε ολοένα την ανικανότητά της.
Δεν ήταν παρά μια σύναξη από αλληλουποβλεπόμενες φατρίες μ’ ένα και μοναδικό μέλημα: τη μονοπώληση της σοβιετικής εύνοιας. Γινόταν ολοένα και πιο φανερό ότι η καθαίρεση του Ζαχαριάδη κι ό,τι ακολούθησε ήταν περισσότερο μια επίδειξη πυγμής του Κρεμλίνου απέναντι σ’ έναν ηγέτη, σ’ ένα κόμμα και σ’ ένα λαό που δε σήκωναν «τσαμπουκάδες», παρά μια νομοτελειακή ανάγκη υπαγορευμένη απ τα συμφέροντα του «παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος», όπως διακήρυτταν πομπωδώς οι κουτοπόνηροι «επεμβασίες».
Ήδη μια σειρά κομμουνιστικά κόμματα, με επικεφαλής το κινεζικό, είχαν αρχίσει να δυσφορούν. Η αμείλικτη πραγματικότητα έδειχνε ότι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος για τους Σοβιετικούς απ’ τη γενναία αναγνώριση του λάθους τους και την έμπρακτη, άμεση διόρθωση. Αυτή ήταν η μοναδική λύση, ακόμα και για ένα κοινό νου, πόσο μάλλον για ανθρώπους ικανούς να αναλύουν και να προβλέπουν διαλεκτικά ως έμπειροι -υποτίθεται- μαρξιστές -λενινιστές μια πολιτική κατάσταση. Απ’ αυτή την άποψη δεν ήταν μια ουτοπιστική έκφραση ευσεβών πόθων εκείνη η αισιόδοξη πρόβλεψη: «Τα τσογλάνια θα μπουν στη θέση τους τούτο το χρόνο. Αλλιώς τα πράματα δε σηκώνουν».
Είναι πολύ ενδεικτική επί του προκειμένου η διαφωτιστική πληροφορία του Περικλή Ροδάκη, που βεβαιώνει στο βιβλίο του ότι «η πλειοψηφία του ΚΚΕ στην 7η Ολομέλεια είναι με τ' μεριά του Ζαχαριάδη». 1 Για να επεξηγήσει στη συνέχεια: «... τελικά θα χάσει το παιχνίδι». Εκείνοι που έχουν την εξουσία βρίσκουν πάντα τρόπους να ξεπερνιούνται πλειοψηφίες και νομιμότητες. 2 Τελικά δύο απ’ τα μέλη της Κ.Ε. που είχαν δηλώσει υποστήριξη στο Ζαχαριάδη λιποταχτούν προς το ντοβλέτι. Και η καταδίκη του Ν. Ζαχαριάδη εξασφαλίζει «πλειοψηφία».
Ο Ροδάκης είναι απ’ τους λυσσώδεις επικριτές του Ν. Ζαχαριάδη και των οπαδών του. (Ποιος ξέρει γιατί... Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.) Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η μαρτυρία του αποκτάει πολλαπλάσια αξιοπιστία.
Αλλά θα πρέπει να έβλεπαν ως δαμόκλειο σπάθη πάνω απ’ το κεφάλι τους το ενδεχόμενο μιας αρνητικής ψηφοφορίας, που θα έκανε ρεζίληδες των σκυλιών τους Σοβιετικούς μανδαρίνους του Σούσλωφ, για να φτάσουν ως το σημείο να τσαλαπατήσουν «πλειοψηφίες και νομιμότητες».
Κι ο Ζαχαριάδης να στέκεται ολομόναχος -αλυσωμένος, αλλά ανυπότακτος- και ν’ ακούει από τα πιστά μέχρι χτες παλληκάρια του ν’ απαγγέλλουν την εις θάνατον καταδίκη του (τι άλλο είναι η διαγραφή για έναν ηγέτη της κατηγορίας του;). 3 Αυτή η καταδίκη, όπως φαίνεται απ’ όλες σχεδόν τις κατοπινές μαρτυρίες, ήταν προδιαγεγραμμένη και οργανωμένη σ’ όλες τις λεπτομέρειες, εκτός απ’ την ημερομηνία εκτέλεσης της ποινής. Αυτή θα έμενε ανοιχτή για δεκάξι ολόκληρα χρόνια, ώστε να παραταθεί η αγωνία του μελλοθάνατου κι η κτηνώδης απόλαυση των δήμιων Πονομαριώφ, Σούσλωφ, Κουούσινεν, Βινογκράντωφ, Ντεζ, που διασκέδαζαν με το μαρτύριό του.
Όπως είναι γνωστό, έβαλε ο ίδιος τέλος σ’ αυτό την 1η Αύγουστου 1973, στην πολική έρημο του Σοργκούτ.
Όχι, δεν έβαλες εσύ μονάχος τη θηλιά, άλλα χέρια το ’καναν αυτό
Θα μπορούσε να πει τώρα πια η ιστορία στο Ν. Ζαχαριάδη.4
Πρόκειται για την εν ψυχρώ δολοφονία απ’ τους ξένους (σε συνεργασία με τ’ απαραίτητα ρωμαίικα τσανάκια) ενός μεγάλου, ακατάβλητου πατριώτη και κοινωνικού πρωτοπόρου αγωνιστή.
Πολλοί απ’ τους συνεργούς αυτής της δολοφονίας, πρώην στενοί συνεργάτες, φίλοι κι υμνητές του αδικοχαμένου ηγέτη, πρόλαβαν να συνειδητοποιήσουν την ανίερη πράξη τους πριν φύγουν απ’ τη ζωή και να αλαφρώσουν την τύψη τους περιγράφοντας κάποιες ιδιαζόντως ειδεχθείς λεπτομέρειες της «εκτέλεσης» του Νίκου Ζαχαριάδη στην 7η Ολομέλεια. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Γ. Βοντίτσιος («Γούσιας»), μέλος του Πολίτικου Γραφείου και αντιστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού. Αν και αμφισβητήθηκε πολύ από πολλούς (και το Ν. Ζαχαριάδη) το πολιτικό, ηθικό του πρόσωπο, δεν παύει να είναι ο «αυτόπτης μάρτυς». Ένα απ’ τα ((πρόσωπα της τραγωδίας», που βοηθάει στη διασταύρωση και κατανόηση των βασικών στοιχείων της θανάσιμης, ανελέητης και απάνθρωπης σύγκρουσης ανάμεσα σε χθεσινούς -υποτίθεται- συμπολεμιστές ενός υψηλού ιδανικού. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του Οι αιτίες για τις ήττες, τη διάσπαση τον ΚΚΕ και της ελληνικής Αριστεράς, που τα λέει χύμα στην ιδιότυπη «κατσαπλιάδικη» γλώσσα, του:
Περήφανη, ήρεμη κι αντρίκεια στάση παρουσίασε ο Ν. Ζαχαριάδης. Ανέβηκε στο βήμα και είπε τα παρακάτω: «Αυτά που λέτε ότι κυνήγησα κι είχα δημιουργήσει ανώμαλο καθεστώς είναι ψέματα. Πάντα προσπάθησα να διατηρήσω την ενότητα του κόμματος. Αν ήθελα να κυνηγήσω, μπορούσα να το κάνω αμέσως μόλις ήρθα απ’ το Νταχάου. Ο κόσμος ήταν αγαναχτισμένος κατά της τότε ηγεσίας για την προδοσία του μεγάλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της χιτλεροφασιστικής κατοχής. Τότε, μια λέξη να έλεγα με το κύρος που διέθετα, την τότε ηγεσία, Σιάντο, Παρτσαλίδη, Ιωαννίδη κλπ., θα την κυνήγαγε ο κόσμος, κι αυτό που εγώ δεν τους έκανα μου το κάνουν αυτοί».
Τους είπε: «Το Ζαχαριάδη πετάξτε τον, κάντε τον ό,τι θέλετε. Όμως δεν πρέπει πετώντας απ’ τη σκάφη το βρώμικο νερό να πετάξετε μαζί και το παιδί. Δεν πρέπει ανθρώπους ικανούς και χρήσιμους στο λαϊκό κίνημα, που σε τίποτα δε φταίνε, να τους κυνηγάτε». 5
Τον άρχισαν στις ερωτήσεις. Τους κατατρόπωσε με τις απαντήσεις του. Ο Ζαραλής (πρώην κατσικοκλέφτης), που τον φέρανε κι αυτόν στην «Ολομέλεια», ρώτησε θρασύτατα το Ζαχαριάδη: «Πες μας γιατί στο Νταχάου δε σε σκότωσαν οι χιτλερικοί;» Κι ο Νίκος Ζαχαριάδης, πάντα ετοιμόλογος, τους απάντησε: «Εσύ συγγενεύεις με τους χιτλερικούς και μπορείς να πας να τους ρωτήσεις και να μάθεις».
Οι απαντήσεις του Ζαχαριάδη τους ζάλισαν, γιατί σε όλα έδινε απαντήσεις, τους κόλλησε στον τοίχο όταν τους είπε ότι για τον Εμφύλιο πόλεμο και την αιτία της ήττας έχω το ντοκουμέντο - εννοώντας αυτό που υπέγραψε ο Στάλιν.
Άρχισε να δημιουργείται ταραχή και εκνευρισμός σ’ αυτούς που κάλεσαν το Ζαχαριάδη να του βάλουν ερωτήσεις. Τότε ο Στ. Γιαννακόπουλος («Π. Ανταίος»), επίλεκτο στέλεχος των ραδιουργιών και του φραξιονισμού στην Τασκένδη, σύνδεσμος μεταξύ των καθοδηγητών της συνωμοσίας και των φραξιονιστών της Τασκένδης, αυτός που οργίασε σε βάρος των αγωνιστών πολιτικών προσφύγων στη Σοβιετική Ένωση, αυτός που τον είχαν οι Σοβιετικοί να σκαρώνει κατά παραγγελία συκοφαντικές εκθέσεις σε βάρος των αγωνιστών, αυτός που κήρυξε εξοντωτικό πόλεμο στη Μόσχα κατά του αγωνιστή ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Αλέξη Πάρνη, 6 που αν δεν επενέβαινε ο αγωνιστής ποιητής Ναζίμ Χικμέτ θα είχε σταλεί στη Σιβηρία, αυτό το υποκείμενο άρχισε απ’ τη θέση των κλακαδόρων που κάθονταν να φωνάζει στο Ζαχαριάδη «Κάτσε κάτω, δε θέλουμε προπαγάνδα».
Ακολούθησαν κι άλλοι το παράδειγμά του, και του Ζαχαριάδη του αφαίρεσαν το λόγο.
Ανέφερα μόνο μερικά στιγμιότυπα απ’ την περίφημη αυτή «Ολομέλεια». Μια και κάτω απ’ τη φοβερή πίεση υποχώρησαν όλα τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, ακολούθησα αυτό που προβλέπει το καταστατικό να πειθαρχήσω στην πλειοψηφία.
Προς το τέλος των εργασιών της «Ολομέλειας», στις 22 Φλεβάρη 1957, έδωσα στο προεδρείο της «Ολομέλειας» δήλωση ότι πειθαρχώ στις αποφάσεις που θα πάρει η «Ολομέλεια». Μ’ αυτή μου την πράξη έδινα μάθημα και ταυτόχρονα ξεσκέπαζα τα ξένα κόμματα που κηδεμόνευαν το ΚΚΕ και τα διορισμένα όργανά τους, που κατά κόρο δημαγωγούσαν ότι αποκαθιστούν τις λενινιστικές αρχές και νόρμες. Ξεμασκάρευα τον Κουούσινεν...
Αυτή η τελευταία φράση δεν αντιστοιχεί βέβαια στην πραγματικότητα. Τον Κουούσινεν τον ξεμασκάρεψε απόλυτα μόνον ο Ζαχαριάδης, που δεν υποχώρησε ούτε στιγμή στη φοβερή πίεση, αρνούμενος να κάνει παραχωρήσεις, συμβιβασμούς, διακανονισμούς, δηλώσεις γραπτές και προφορικές σ’ αυτόν ή το Ρουμάνο Γκεοργκίου Ντεζ (που κόμπαζε ότι έχωνε το κεφάλι κάθε αντιρρησία στο νεροβάρελο) ή τον οποιοδήποτε εκπρόσωπο του «εκφυλισμένου σοβιετικού κράτους».7 Όταν ο Γούσιας, εκτός απ’ την προκαταβολική αποδοχή των αποφάσεων της 7ης Ολομέλειας, είχε δεχτεί, όπως ξέρουμε, να πάει στην Τασκένδη μαζί με τους Βλαντά, Μπαρτζιώτα κι άλλα κορυφαία στελέχη για να πείσει τους ζαχαριαδικούς να αποκηρύξουν τον ηγέτη τους, πειθαρχώντας στα σοβιετικά «αποφασίζομεν και διατάσσομεν».
Καλή είναι βέβαια η μετάνοια, που δίνει τη δύναμη να ελαφρύνεις την τύψη σου, αλλά δεν μπορεί να σβήσει την ιστορική αλήθεια.
Αλλά ας δούμε κι έναν άλλο «μετανιωμένο», το Δημήτρη Βλαντά, που έβγαλε κι αυτός ξέχωρο βιβλίο για το Νίκο Ζαχαριάδη το 1984. Το τελικό (απολογητικό) κεφάλαιο «Γενικά συμπεράσματα» τ’ αρχίζει έτσι: «Ο Ζαχαριάδης ήταν σ’ όλη την επαναστατική του ζωή ένας ατρόμητος επαναστάτης. Άντεξε σε όλες τις δοκιμασίες. Τον εξόντωσε η ρωσική ηγεσία, παρ’ όλο που την υπηρέτησε σωστά. Ο Ζαχαριάδης ήξερε πολλά, 8 κι η ρούσικη ηγεσία φοβότανε ότι κάποτε μπορεί να τ’ αποκάλυπτε και ν’ απαγκιστρώσει το ΚΚΕ από τη ρωσική εξάρτηση».
Τι μεγάλος και σπουδαίος Έλληνας θα ήσουν, σύντεκνε Μήτσο, αν έβρισκες το θάρρος να βροντοφωνάξεις τούτα τα λόγια απ’ το βήμα της επίσημης σύναξης! Αλλά, βλέπεις, σου είχαν φουσκώσει τα μυαλά ο χοντροκέφαλος Βινογκράντωφ κι ο μικρόμυαλος Πετρώφ με τις υποσχέσεις τους για την άνοδό σου στο... χηρεύοντα θώκο του γενικού γραμματέα. Και γι’ αυτό άρχισες να πρωτοστατείς στο υβρεολόγιο εναντίον του Νίκου, με την κουτοπόνηρη, ραγιάδικη σκέψη ότι εκεί, στην 7η Ολομέλεια, θα έκαναν πέρα το νωθρό, ξενέρωτο Κολιγιάννη, παραδίνοντας σ’ εσένα τα κομματικά ηνία. Είχες μάλιστα κάνει και τις ανάλογες συμφωνίες κάτω απ’ το τραπέζι με το Βαφειάδη, που δεν ήθελε ούτε ζωγραφιστό τον Κολιγιάννη. Όλα αυτά έχουν «πρωτοκολληθεί» από κάμποσες αντίστοιχες μαρτυρίες και δε στηρίζονται μόνο στα λεγάμενα του Βοντίτσιου («Γούσια»). που, ειρήσθω εν παρόδω, καταχωρεί στα στιγμιότυπα της 7ης Ολομέλειας και το παρακάτω εξοργιστικό επεισόδιο:
Ένα απόγευμα στη σάλα των συνεδριάσεων συναντήθηκα με το Ν. Ζαχαριάδη. Ήρθε κοντά μου και με χαιρέτησε. Αποφασίσαμε να πάμε στο δωμάτιό του. Την ώρα που ανεβαίναμε τις σχόλες, συναντάμε το Μ. Βλαντά. Ο Ζαχαριάδης του γέλασε και πήγε να τον χαιρετήσει. Ο Βλαντάς με φωνές και θράσος που πάντα τον διέκρινε του είπε: «Σε σένα ποτέ μου δε θα δώσω το χέρι μου». Ο Ζαχαριάδης γυρίζοντας προς εμένα μου είπε: «Κοίτα κατάντια από άνθρωπο...»
Δε θα ήταν η πρώτη φορά που θα διαπίστωνε που καταντάει και πόσο άνανδρος γίνεται ακόμα κι ένας άντρας με πολύχρονη επαναστατική δράση όταν αφήνει τα ραγιάδικα απωθημένα του να σηκώσουν κεφάλι και να τον αναγκάσουν ν’ ακολουθήσει το φιλοτομαριστικό αξίωμα «Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται».
Μου είχε γράψει ο Νίκος Ζαχαριάδης με δηκτική πίκρα την προτελευταία μέρα του 1956: «Αν μπορούσα, στο Βλαντά για πρωτοχρονιάτικο δώρο θα τούστελνα την “Αβγή” 9 με το γραφτό του, για να ξαναδεί τα χάλια του και τον ξεπεσμό του, που ομολογώ τέτιον δεν τον θεωρούσα δυνατό».
Ούτε εγώ θεωρούσα δυνατή μια παρόμοια αλλαγή απ’ το απόλυτο λευκό στο απόλυτο μαύρο. Η κοινή κρητική μας καταγωγή είχε κάνει φυσική και απρόσκοπτη την αμοιβαία συμπάθεια με το Βλαντά. Δεν την ονομάζω φιλία, γιατί ο χαρακτήρας του ήταν κάπως κλειστός και συχνά απωθητικός σε εγκάρδιες προσεγγίσεις. Παρ’ όλα αυτά κάναμε καλή παρέα τις μέρες της ανακατάληψης του Γράμμου το 1949, όταν με φιλοξενούσε στο στρατηγικό του αμπρί, κι αργότερα στη Μόσχα του 1954, όπου σπούδασε για κάποια περίοδο σε μια ανώτατη επιμορφωτική σχολή.
Του άρεσε το απέραντο ρωσικό δάσος του Περεντέλκινο, όπου ζούσα με την οικογένειά μου. Τον θυμάμαι να βαδίζει σ’ αυτό «μικρός το δέμας», αλλά γερός κι ανθεκτικός. Συνήθιζε να κοντοστέκεται, να παίρνει βαθιές ανάσες και να αναφωνεί με ευδαιμονική ιλαρότητα:
«Μωρέ, εδώ είναι παράδεισος! Ξεβράκωτος Θεός δηλαδή...»
Ποιος να μου το έλεγε ότι θα «ξεβρακωνόταν» σε τέτοιο σημείο ώστε να αρνηθεί να χαιρετήσει το Νίκο Ζαχαριάδη, το χτεσινό του ηγέτη και μέντορα.
Και φυσικά δεν ήταν ο μόνος. Ως τώρα ανατριχιάζω όταν θυμάμαι ότι ο Α. Γκρόζος, ως επικεφαλής του προεδρείου της «παρασυναγωγής», αποκάλεσε στην ομιλία του «κανάγια» το Νίκο Ζαχαριάδη. Ήταν ο γνωστός σύντροφος «μπάρμπα-Αποστολής», που μ’ είχε επισκεφτεί στο διαμέρισμά μου, μία μέρα πριν φύγει απ’ τη Μόσχα για την 6η Ολομέλεια, για να με συμβουλέψει -παίζοντας χιουμοριστικά με το επώνυμό μου- ν’ αντισταθώ ως «Λεωνίδας» (Λεωνιδάκης) των Θερμοπυλών στην απαράδεκτη σοβιετική επέμβαση-συνωμοσία ενάντια στο Ν. Ζαχαριάδη.
Τελικά ο «μπαρμπα-Αποστολής» τερμάτισε ευδοκίμως το βίο του σε μια πρωτεύουσα της Ανατολικής σοβιετοκρατούμενης Ευρώπης στην αρχή της δεκαετίας του 1980, βουτηγμένος στη χλιδή της παχυλής σύνταξης του ανώτατου «κρατικού στελέχους» (ακόμα και προσωπικό σοφέρ τού είχαν διαθέσει!). Λίγο πριν πεθάνει, κλήθηκε στο Κρεμλίνο και παρασημοφορήθηκε από τον ετοιμόρροπο Μπρέζνιεφ, με εισήγηση του ετοιμοθάνατου Σούσλωφ. Ήταν η αποθέωση της αποσύνθεσης...
Στη διάρκεια της ηγεμονίας του, θες από τύψη, θες από γεροντικό πείσμα, προσπάθησε να προσεταιριστεί τον απροσκύνητο Φώκο Αλευρά, επικαλούμενος την παλιά φιλία και την ειλικρινή πρόθεσή του να τον βοηθήσει για να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του. Μάταια... Την τελευταία φορά που συναντήθηκαν, ο Φώκος έβγαζε το ψωμί του ως περιπτερούχος σε μια συνοικία του Βουκουρεστίου. Εκεί είχαν ρίξει το σεμνό βετεράνο γιατί αρνήθηκε να συμφωνήσει με τη διαγραφή του Ν. Ζαχαριάδη και τη ρετσινιά που πήγε να του κολλήσει ο Βαφειάδης για την «ύποπτη διαγωγή του στο Νταχάου».10
Φυσικά έδιωξε κακήν κακώς το νεόπλουτο κομματικό μεγιστάνα με τον προσωπικό σοφέρ. Μήπως μπορούσε να ανταλλάζει τον αξετίμητο τίτλο του αδιάφθορου επαναστάτη με τα ντενεκεδένια λιλιά και το πλουσιοπάροχο ταϊνι που προσφέρουν συνήθως οι αποικιστές κάθε δόγματος και σημαίας στους υποταγμένους ιθαγενείς φύλαρχους;
Ενα μήνα ύστερα από την 7η Ολομέλεια είχα κι εγώ μια σημαδιακή ανάλογη συνάντηση. Μου τηλεφώνησε ο γνωστός πια στον αναγνώστη Καρλ Σεμενκώφ για να μου πει ότι ο σύντροφος Κολιγιάννης, που είχε καταλύσει σε μια σουίτα του ξενοδοχείου «Μόσκβα», είχε εκφράσει την επιθυμία να κουβεντιάσει μαζί μου, ύστερα από σχετική συνεννόηση με το Γραφείο Διεθνών Σχέσεων του σοβιετικού Κόμματος.
Τέτοιες υψηλού επιπέδου συναντήσεις μου έδιναν την ευκαιρία να διαμαρτυρηθώ για τους διωγμούς των συντρόφων μου στην Τασκέντη, εκφράζοντας απερίφραστα τη συμπάθεια και τη συμπαράστασή μου σ’ αυτούς. Ήταν λοιπόν ευπρόσδεκτες από μένα, όσο άχαρες και μίζερες κι αν τις θεωρούσα.
Έτσι πήγα, σχετικά νηφάλιος, στο ξενοδοχείο «Μόσκβα». Δεν ήταν το κατάλληλο για τη φιλοξενία ενός γενικού γραμματέα ξένου κόμματος, αλλά, όπως κατάλαβα αργότερα, ήταν το μόνο διαθέσιμο, γιατί εκείνες τις μέρες έτυχε να γίνονται ταυτόχρονα δύο μεγάλα διεθνή συνέδρια και υπήρχε πρόβλημα χώρου.
Πάντως εγώ ένιωσα λες και πήγαινα να παίξω σε δική μου έδρα. Το «Μόσκβα», βλέπετε, ήταν στέκι του καλλιτεχνικού κόσμου - κι όχι μόνο...
Πήγα και κάθισα σε μια απ’ τις πολυθρόνες του χολ, απέναντι ακριβώς απ’ το ασανσέρ - εκεί θα συναντιόμουνα με το Σεμενκώφ, όπως είχαμε συμφωνήσει.
Τον είδα να καταφτάνει σοβαρός αλλά φιλομειδής.
«Ο σύντροφος “Κολιάνες” μένει στον πέμπτο όροφο», μου είπε με τα ιδιότυπα ελληνικά του. «Είναι κι ο Πέτρος Ρούσσος μαζί του».
Βρήκαμε στη σουίτα το Ρούσσο μαζί με τον Πετρώφ, το χτεσινό ευπροσήγορο και συμμαζεμένο επίσημο ακόλουθο του Νίκου Ζαχαριάδη. Τώρα μου φάνηκε διαμετρικά αλλαγμένος σε σύγκριση μ’ εκείνη την πρώτη μας συνάντηση τον Οκτώβρη του 1952 στη «Σοβιέτσκαγια». Ήταν σκυθρωπός, απότομος, αλαζονικός, και μίλησε για το νέο γενικό γραμματέα του ΚΚΕ μάλλον ανευλαβώς, με ύφος αφεντικού.
«Πήγαινε πες στον Κολιγιάννη πως ήρθε ο Πάρνης», πρόσταζε το βοηθό του.
Κι ενώ ο Σεμενκώφ έσπευσε πάραυτα στα εσώτερα της σουίτας, ο Πετρώφ μου εξήγησε ότι ο Κολιγιάννης είχε μέσα στην τραπεζαρία μια σοβαρή σύσκεψη με κάποια στελέχη από την Τασκέντη. Για να γυρίσει αμέσως στο Ρούσσο.
«Αυτός είναι ο απείθαρχος ποιητής μας», του είπε και μ’ έδειξε μάλλον εύθυμα, προσπαθώντας να δημιουργήσει φιλική ατμόσφαιρα.
Αλλά, ενώ πήγαινε να μπει η κουβέντα στ’ αυλάκι, ξαναγύρισε ο Σεμανκώφ και του έκανε νόημα ότι έπρεπε να πάει μέσα στη σύσκεψη. Μπορεί και να ήταν τέχνασμα για να δοθεί ευκαιρία στο Ρούσσο να με «ορμηνέψει». Έτσι ή αλλιώς, ο μελαχρινός, μικροκαμωμένος, διακριτικός Ρούσσος με τα βαθουλωμένα μάγουλα και τα πυκνά φρύδια άρχισε να μου μιλάει με το μειλίχιο, χαμηλόφωνο τρόπο του για τα «καλά και συμφέροντα» της καθαίρεσης και διαγραφής του Ν. Ζαχαριάδη.
Κι έτσι βρέθηκα σε λίγο να ερίζω με το θρυλικό για μας τους νέους της Κατοχής «θεωρητικό» του Κόμματος, που θα μας απογοήτευε τόσο πολύ τον καυτό Ιούλη του 1944, όταν υπόγραψε στο Λίβανο το ζημιογόνο για το λαϊκοαπελευθερωτικό εαμικό κίνημα συμβιβασμό (το προοίμιο της καταστροφικής συμφωνίας της Βάρκιζας). Ήταν μάλλον μια τραγική μορφή, αν σκεφτεί κανείς την πολύχρονη δοκιμασία του σε φυλακές κι εξορίες, τα μύρια ηρωικά «Όχι» σ’ ανακριτές, δικαστές, δεσμοφύλακες, χαφιέδες, εξαναγκασμούς, κακουχίες, εκβιασμούς, πειρασμούς, τρικλοποδιές, δολερές προτάσεις συνδιαλλαγής κτλ.
Όταν όμως έφτασε η μεγάλη κρίσιμη στιγμή της μοίρας γι’ αυτόν και την παράταξή του και τη χώρα, δεν μπόρεσε να πει τ’ απαιτούμενο μεγάλο «Όχι» των περιστάσεων. Υπόγραψε ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ, αλλά και βασικός παράγοντας της εαμικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη «Εθνικής Ενότητας», ό,τι ζήτησε η αυτοκρατορική Αγγλία διά στόματος του χειραγωγημένου τότε απ’ τον Τσώρτσιλ, δοτού πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου.
Γιατί δε βρήκε το κουράγιο να σηκωθεί από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αρνούμενος να υποκύψει; Ήταν η σκέψη του μικρή, είτε η ψυχή του λίγη; Πώς πήγε το χέρι του να παραδώσει την αντάρτισσα Ελλάδα του μεγάλου οράματος «Θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά». τυλιγμένη σε μια κόλλα χαρτί, στους εκπροσώπους των παλιών αστικών κομμάτων με την ασήμαντη προσφορά στην Αντίσταση, για να στήσουν ξανά, φτου κι από την αρχή, το άχαρο παραδοσιακό γαϊτανάκι της εξάρτησης απ’ την ξένη ακρίδα των επεμβάσεων και των κανονιοφόρων της αγγλικής αρμάδας, κ. αργότερα του περιβόητου αμερικάνικου 6ου Στόλου;
Ξέχασε τους Διακόσιους, το Ναπολέοντα Σουκατζίδη και το ματωμένο «Όχι» που είχαν βροντοφωνάξει πριν από δύο μήνες στο θυσιαστήριο της Καισαριανής, ανεβάζοντας σ’ απίθανα ύψη τους πατριωτικούς τίτλους του ΚΚΕ; Έφριξε ο κόσμος μ’ αυτή την ανεκδιήγητη συμφωνία, που «τσουβάλιασε» κυριολεκτικά την Ελλάδα της Αντίστασης και τους ήρωες της, ζωντανούς και νεκρούς! «Προδότη» ανέβαζαν το Ρούσσο, «ανίκανο» τον κατέβαζαν. Κι η Χρύσα, η γυναίκα του, με το ακονισμένο ταξικό κριτήριο, έπαθε υστερία όταν έμαθε τι είχε διαπράξει στο Λίβανο.
«Σας το έλεγα εγώ. Δεν ήταν γι’ αυτή την αποστολή ο Πετρής», φώναζε κλαίγοντας σχεδόν στο Σιάντο και τους άλλου: καθοδηγητές, εκεί στο χωριό Πετρίλια των Αγράφων - τη βουνίσια έδρα του ΚΚΕ.
Πολλοί σύντροφοι ζητούσαν το κεφάλι του επί πίνακι. Aλλά στο μεταξύ σωρεύτηκαν χειρότερα λάθη, (Συμφωνία Καζέρτας, αδέξιοι χειρισμοί του Δεκέμβρη, η Βάρκιζα, η παράδοση όπλων), που σαν προσχώσεις κάλυψαν κάπως τη δική του «λαδιά». Κι έτσι συνέχισε, έρημος, βαρύς και μόνος, σκιώδης και φευγάτος, τη θητεία του στην Κεντρική Επιτροπή, χρωστώντας μεγάλη χάρη στο Ζαχαριάδη που δεν τον διέγραψε απ’ το Κόμμα - κι εκείνον και τους άλλους συνθηκολόγους της Καζέρτας και της Βάρκιζας. Αλλά αυτός δεν ήθελε ή δεν τόλμησε να ανταποδώσει το καλό όταν ο ηγέτης του έπεσε σε δυσμένεια. Αντίθετα, συντάχθηκε απ’ τους πρώτους με τους Σοβιετικούς!
Και τώρα καθόταν και μου έκανε κήρυγμα για τη σοφία της σοβιετικής ηγεσίας και των άλλων «αδελφών» κομμάτων, που θα ξαναβάλουν στη σωστή πορεία το παραστρατημένο κίνημά μας. Τα λόγια του ήταν τόσο τυπικά άχρωμα, βαρετά, χιλιοφορεμένα. Και προπαντός κάλπικα. Γιατί, αν υπήρχε ένα κορυφαίο στέλεχος του ΚΚΕ που είχε βάσιμες αφορμές ν’ αμφιβάλλει για το κριτήριο, την ειλικρίνεια και την ανυστεροβουλία των Σοβιετικών, ήταν σίγουρα αυτός... Όπως είχε αναφέρει ο ίδιος, επιστρέφοντας απ’ το Λίβανο, στα εξαγριωμένα μαζί του κορυφαία στελέχη του κινήματος, οι Σοβιετικοί είχαν εγκρίνει την πράξη του - και κάτι περισσότερο: Τον παρότρυναν σ’ αυτή.
Τα γεγονότα είναι αναμφισβήτητα. Πριν πάρει την απόφαση να υπογράψει, νιώθοντας να τον ζώνουν τα... φίδια του μεγάλου διλήμματος, πήγε και χτύπησε τη θύρα της σοβιετικής πρεσβείας στο Κάιρο ζητώντας ακρόαση. Ο πρέσβης αρνήθηκε να τον δεχτεί. Του έστειλε ωστόσο έναν υπάλληλο στην αίθουσα αναμονής για να του μεταφέρει τη συντροφική μεν, ανεπίσημη δε, συμβουλή «να υπογράψει τη συμφωνία με τους προτεινόμενους απ’ τη σύμμαχο Αγγλία όρους». Αδιάφορο αν αυτοί οι όροι επισημοποιούσαν τη φυλάκιση στα στρατόπεδα της ερήμου (πλάι πλάι με τους χιτλερικούς αιχμαλώτους της στρατιάς Ρόμμελ) εκατοντάδων ηρωικών αξιωματικών και οπλιτών του ελληνικού στρατού και στύλου της Μέσης Ανατολής, που δεν ήθελαν να αποδεχτούν την εξευτελιστική για την πατρίδα τους αγγλική αποικιοκρατική κηδεμονία!
Τον Κολιγιάννη, που ήρθε ύστερα από λίγο να μπει στην κουβέντα μας, τον ήξερα απ’ το βουνό. Ήταν ένας καθοδηγητής περιορισμένης εμβέλειας απ’ την άποψη των πνευματικών ικανοτήτων, αλλά μετριόφρων, λιγομίλητος, συχνά απόμακρος. Ο συγγραφέας Δ. Χατζής τον αναφέρει επαινετικά στο αφήγημά του «Μουργκάνα», κι όχι άδικα κατά τη γνώμη μου, αφού είχε μια θετική πολεμική δράση την περίοδο 1947-1948.
Η συζήτηση μαζί του ήταν αδιέξοδη και δίχως κανένα ενδιαφέρον, γιατί μιλούσαμε και οι δύο σε «ώτα μη ακουόντων». Αλλά δεν υπήρχε σ’ αυτήν καμία οξύτητα. Θες γιατί δεν είχα φιλοδοξίες κομματικής σταδιοδρομίας για να με φοβάται ως μελλοντικό ανταγωνιστή, θες γιατί ήθελε να δώσει εξετάσεις Συνετού ηγέτη στον παριστάμενο Πετρώφ, ήταν πολύ ήπιος κι ανεκτικός απέναντι μου. Σε κάποια στιγμή μάλιστα έγινε ανυπόκριτα «φιλικός», αναπολώντας το ξεπροβόδισμά μου για το Λογοτεχνικό Ινστιτούτο το φθινόπωρο του 1951. Ήταν τότε κομματικός γραμματέας της Τασκέντης, αλλά δεν έμεινε πολύ καιρό σ’ αυτή τη θέση. Γρήγορα κατέβηκε στην Ελλάδα για να καθοδηγήσει τις παράνομες οργανώσεις του Κόμματος ως άμεσος εκπρόσωπος του Ζαχαριάδη.
Η απόδοσή του δεν ήταν, όπως διαπιστώθηκε, η αναμενόμενη, γιατί έπαθε μεγάλα στραπάτσα -σύλληψη Γιώτη (Φλωράκη), Γλέζου κι άλλων σημαντικών στελεχών-, η Ασφάλεια τον είχε βάλει κι αυτόν στο χέρι, αλλά γλύτωσε τη σύλληψη την τελευταία στιγμή κάτω από ανεξερεύνητες συνθήκες, που τον έκαναν «ύποπτο» όταν γύρισε στο Βουκουρέστι. Όμως ο Ζαχαριάδης τον απάλλαξε... «λόγω βλακείας». Ναι, έτσι ακριβώς διατύπωσε ο ίδιος την «αθωωτική» του ετυμηγορία σ’ ένα μεταγενέστερο γράμμα σ’ εμένα απ’ το Μποροβίτσι - τον Απρίλη του 1960.
Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα, για να καταλάβει ο αναγνώστης ποια ήταν ακριβώς η αντικειμενική τοποθέτηση του Ζαχαριάδη για τον Κολιγιάννη όταν ο τελευταίος είχε καταλάβει πια τη θέση του γενικού γραμματέα:
Τα πράματα όμως δείχνανε ότι (όπως τ’ ανάλυσα και τα δούλεψα εκατοντάδες φορές στα χρόνια αφτά της εξορίας μου) 11 μονάχα δυο πρόσωπα θάταν σε θέση να καταφέρουν τέτιο χτύπημα: οι Γούσιας και Κολιγιάνης. Τον Κολιγιάνη τον αποκλείω γιατί δεν είνε τέτιος, γιατί δεν καλύπτει όλες τις συλήψεις και γιατί είνε πολύ βλάκας για τέτια πράματα. Τα Ιμαλάια της βλακείας του τα δείχνει το γεγονός ότι αφτός είνε ο μόνος που θα μπορούσε πρώτος και άμεσα να μυριστεί τη βρωμιά επιτόπου, αλλά πού;
Εννοείται ότι διαχώρισα αμέσως τη θέση μου απ’ τον Κολιγιάννη όταν έμαθα, λίγο μετά την προβοκάτσια της Τασκέντης το φθινόπωρο του 1955, ότι έγινε αναπάντεχα... τιμητής του Νίκου Ζαχαριάδη, και μάλιστα σε ζητήματα γενικής στρατηγικής και τακτικής του Κόμματος, αν και δεν είχε γι’ αυτό τις ανάλογες πνευματικές ικανότητες.
Ύστερα τα πράγματα αγρίεψαν πιο πολύ, κι οι δήμιοι του καγκεμπίτη Σαάκωφ, Σοβιετικοί και «Ρωμιοί», άρχισαν να θύουν και ν’ απολύουν εκεί στην Τασκέντη.
Λυσσάν ο Ισάκωφ στην Τασκέντη κι ο Σοάσλωφ στο Κρεμλίνο.
κι από κοντά οι μαυρόφυχοι γραικύλοι κάνουν πλάτες.
Ακούς της Πρέσπας το λυγμό, τον πατρικό του Γράμμου θρήνο.
καθώς τα τρένα κουβαλάν στη Σιβηρία τους αντάρτες;
«Είναι μαζί κι ο γιόκας μου», λέει μια μάνα απ’ την πατρίδα.
«Τ’ άλλο παιδί μου τυραννιέται στα κάτεργα της Μακρόνησου.
Κι έτσι μου σπάσαν και τις δυο φτερούγες μες στην καταιγίδα.
Άμποτε η κόλαση διπλά να κάψει, Γιούδα, την ψυχή σου!»
Και μόνο αυτοί οι στίχοι είναι αρκετοί για να περιγραφτεί το χάσμα του μίσους που είχε ανοιχτεί ανάμεσα στους χτεσινούς συντρόφους και «αδελφούς» της ίδιας οικογένειας. Ήταν ένα μίσος εσωστρεφές, και γι’ αυτό πιο βαθύ, άγριο και αυτοκαταστροφικό. αφού διαχώριζε με αβυσσαλέα χάσματα ανθρώπους προσανατολισμένους σε μια κοινή ιδεολογική αποστολή και ενταγμένους στο ίδιο στρατόπεδο. Δημιουργούσε με σφοδρότητα και ταχύτητα τυφώνα αλληλομισούμενες ομάδες, κατηγορίες, φράξιες, συντεχνίες, αιρέσεις, δόγματα, που είχαν τις προϋποθέσεις να εξελιχθούν με τον καιρό σε κοινωνικές κάστες, πολύ πιο κλειστές κι αντιδραστικές απ’ αυτές που καταπολεμούσε η κοσμοθεωρία τους.
Είχα προσβληθεί αναμφισβήτητα, και μάλιστα σ’ ένα μεγάλο βαθμό, απ’ αυτό το ιδιόμορφο «μίσος», είχα συμβιώσει μ αυτό δύο ολόκληρα χρόνια εδώ στη Μόσχα, το είχα κάνει κινητήριο άνεμο της πορείας μου. Και τ’ άκουγα να σφυρίζει στα πανιά και τα ξάρτια της ψυχής μου όταν ξεκίνησα, με φιλοπόλεμη «ζαχαριάδικη» διάθεση, να συναντήσω τον Κολιγιάννη.
Αλλά στη διάρκεια της κουβέντας (μιλούσε αργά και μετρούσε τα λόγια του σαν τις χάντρες ενός τεμπέλικου μονόχρωμου κομπολογιού, κοιτώντας κάθε τόσο τον παριστάμενο Πετρώφ λες κι ήθελε να πάρει προέγκριση για την επόμενη φράση) η διάθεσή μου άλλαξε αναπάντεχα. Ο σφοδρός άνεμος του πάθους άρχισε να πέφτει, τα πανιά κρέμασαν, και η πληκτική, νυσταλέα νηνεμία της κούρασης και της θλίψης απλώθηκε στην ψυχή μου. Έχασα ολότελα τη διάθεση να αντιγνωμήσω, και πολύ περισσότερο να λογομαχήσω, με τον Κολιγιάννη. Ήταν για μένα ο πηδαλιούχος ενός άλλου ΚΚΕ, τόσο διαφορετικού απ’ το χτεσινό, το «ζαχαριάδικο».
Εννοώ εκείνο που πολέμησε τέσσερις κατοχικές ιμπεριαλιστικές αρμάδες με την αποκοτιά ενός πυρπολικού του ’21, πυροδοτώντας την έμπνευση του Τυρταίου στην ψυχή μου. Ο καπετάνιος του ήταν βέβαια κατά το λεγόμενο αγύριστο κεφάλι, και μπορούσε με το ίδιο «πειρατικό» θάρρος που είχε ο Κατσώνης απέναντι στην αυτοκράτειρα Αικατερίνη να πηγαίνει στο Κρεμλίνο, να βάζει εμπρός στο Στάλιν την απολογιστική αναφορά της εκστρατείας και να του λέει μ’ επαναστατική ευθύτητα, αλλά και με τον απαιτούμενο ιεραρχικό σεβασμό: «Παρακαλώ, σύντροφε, να την προσυπογράψετε ολογράφως, αν την εγκρίνετε». Κι ο άλλος έβαζε κάτω το χαρτί κι υπόγραφε «Σωστά, I. Στάλιν»!
Όσο για το «ΚΚΕ» του Κ. Κολιγιάννη, δεν είχε καμιά δυσκολία η φαντασία μου να το περιγράψει, κι αυτό «ποιητική αδεία». Ήταν μια βάρκα απ’ αυτές που κουβάλαγαν σ’ άλλους, περασμένους, καιρούς βαλίτσες κι επιβάτες από τα αγκυροβολημένα αρόδο πλοία για την ακτή και τούμπαλιν. Κι είχε τώρα ως βασικό προορισμό να κάνει «θελήματα» στους αφέντες της σοβιετικής νομενκλατούρας - για όσο καιρό ακόμα θα βρισκόταν αυτή στα πράγματα...
Παραπομπές
1 Νίκος Ζαχαριάδης, εκδόσεις Επικαιρότητα, 1987, σελ. 267.
2 Φανταστείτε ότι ανάγκασαν, στο όνομα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και της κομματικής πειθαρχίας, τους Ν. Ακριτίδη και Β. Φωκά να ψηφίσουν τη διαγραφή του λατρευτού τους ως τότε Νίκου Ζαχαριάδη. Ποιος ξέρει τι πιέσεις δέχτηκαν για να παραμορφώσουν την ηθική προσωπικότητά τους. Και μόνον αυτά τα δύο παραδείγματα είναι αρκετά για να δικαιώσουν τον τίτλο του κεφαλαίου, «Η “Κίρκη” της 7ης Ολομέλειας» (δε μιλάμε για την 11η του 1967, όπου ο παλιός φίλος μου Ν. Ακριτίδης «ευθυγραμμίστηκε» με τους πιο αήθεις συκοφάντες του Νίκου Ζαχαριάδη).
3 Η δικαιοσύνη της ιστορίας επιβάλλει να αναφερθεί η σθεναρή αντίθεση του Μ. Πορφυρογένη σ’ αυτή την επαίσχυντη «διαγραφή», που δε δέχτηκε να τη συνυπογράψει.
4 Παραφράζοντας το στίχο του Ν. Ασέεβ για το Μαγιακόφσκυ: «Δεν τράβηξες εσύ τη σκανδάλη...».
5 Στα απόρρητα πρακτικά της 7ης Ολομέλειας (Υπόθεση Ζαχαριάδη: Καταδίκη και αποκατάσταση τον κομμουνιστή ηγέτη, εκδόσεις Φιλίστωρ, 2001) έχω κι εγώ την «τιμητική» μου, ως... κυνηγημένος! Πολλοί απ’ τους εγκάθετους-απολογητές της ξένης επέμβασης αναφέρουν τ’ όνομά μου ζητώντας την κεφαλήν μου επί πίνακι, επειδή παρέχω ενεργό υποστήριξη στο Ν. Ζαχαριάδη!
6 Αυτό το επιβεβαιώνουν γραπτά ντοκουμέντα.
7 Έκφραση του Τολιάττι στο περιοδικό Νονόβι Αργκομέντι, που επικρίθηκε απ’ την Πράβντα το 1956.
8 Ιδιαίτερα για τις απραγματοποίητες υποσχέσεις του Κρεμλίνου σ' ό,τι αφορούσε τη στρατιωτική βοήθεια σε βαρύ οπλισμό κι αεροπλάνα κατά τη διάρκεια του ένοπλου αγώνα.
9 Αναμασούσε σ’ αυτό την άποψη του «ζαχαριάδικου τυχοδιωκτισμού», την κατασκευασμένη απ’ τους Σοβιετικούς για να δικαιολογήσουν το ξεπούλημα της αριστερής Ελλάδας στη Γιάλτα, κι αργότερα στο δεύτερο ένοπλο αγώνα.
10 Θα πρέπει να υπενθυμίσω στον αναγνώστη ότι η επιτροπή που συστήθηκε στην 7η Ολομέλεια για να διερευνήσει την καταγγελία αναγκάστηκε να πάει και να δηλώσει στο Ζαχαριάδη δέκα χρόνια αργότερα ότι «τον έβγαλε καθαρό». Κι όσο για το συκοφάντη Μάρκο Βαφειάδη, αφού επί δύο χρόνια φιλοξενήθηκε στα Σκόπια απ’ τους τιτοϊκούς της «Μακεδονικής Δημοκρατίας», γύρισε στην Ελλάδα, τα βρήκε με το κατεστημένο, έγινε βουλευτής Επικράτειας του ΠΑΣΟΚ, ονομάστηκε «αντιστράτηγος» και απολάμβανε τ’ ανάλογα ωφελήματα απ’ το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Εκείνου του αστικού, «μοναρχοφασιστικού και αμερικανοκίνητου» που σύντριψε τους «κομμουνιστοσυμμορίτες» στο Γράμμο!
11 Αυτή η φράση του Ν. Ζαχαριάδη δείχνει ότι δεν κόλλαγε «ρετσινιές» αβασάνιστα.
+ σχόλια + 5 σχόλια
Επειδή η καπηλεία του Νίκου Ζαχαριάδη από τον Αλέξη Πάρνη είναι άνευ προηγουμένου, ανέσυρα ένα σχετικό με τα «έργα» και τις «ημέρες» του Α. Π. επί της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 γράμμα που δημοσιεύτηκε πριν από αρκετά χρόνια σε μη ενεργή πια ιστοσελίδα. Ακολουθεί σε τέσσερις συνέχειες· ελπίζω να διαβαστεί προσεκτικά και να εκτιμηθεί δεόντως για το ποιον του συγκεκριμένου ανθρώπου…
Άγρυπνος
Ο ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΡΝΗΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ: ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΤΕΙ (1/4)
Φίλε Οικοδόμε,
Ανάρτησες ένα δημοσίευμα της «Ναυτεμπορικής» που αναφέρεται στην απονομή ενός διεθνούς λογοτεχνικού βραβείου στον συγγραφέα Αλέξη Πάρνη. Στο σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα που συνοδεύει το δημοσίευμα της εφημερίδας δεν υπάρχει λέξη για το τι έκανε ο Αλέξης Πάρνης την εποχή της Χούντας· αυτό δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει: κι άλλα βιογραφικά σημειώματα του συγγραφέα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας στις στήλες του ελληνικού τύπου δεν αναφέρουν τίποτα σχετικά. Επειδή, όπως θα φανεί στην συνέχεια, δεν νομίζω ότι αυτή η σιωπή είναι τυχαία και επειδή η ανάρτησή σου γίνεται καλή τη πίστει, θα μου επιτρέψεις να καταθέσω εδώ μιαν ανάμνηση της εφηβικής μου ηλικίας που αφορά μιαν πτυχή της βιογραφίας του Αλέξη Πάρνη την περίοδο της εφτάχρονης φασιστικής δικτατορίας, πτυχή που όπως βάσιμα πιστεύω είναι γνωστή μεν, έχει έντεχνα κι «έξυπνα» αποσιωπηθεί δε για λόγους που δεν μας πιάνει ο τόπος και ο χρόνος να εξηγήσω. Καταθέτω αυτήν την προσωπική ανάμνηση γιατί πιστεύω ότι η ιστορική αλήθεια δεν πρέπει να ξεχνιέται. Ελπίζω να μην παρεξηγηθώ.
Το Γυμνάσιο το έβγαλα επί Χούντας. Σε κάποιες από τις τάξεις του το μάθημα των Νέων Ελληνικών μας το έκανε ένας καθηγητής όχι μόνο φιλοχουντικός, αλλά πραγματικός φασίστας με τα όλα του: τι φιλοναζιστικά κηρύγματα, τι πόλεμο νεύρων εναντίον του μοναδικού συμμαθητή μας εβραϊκής καταγωγής («Εσείς οι Εβραίοι πουλήσατε και πουλάτε την Ελλάδα, να μην παραπονιέστε για ό,τι σας βρήκε και θα σας βρει!», του κοπάναγε και του ξανακοπάναγε χαρακτηριστικά), τι άγριο ξύλο σ’ όποιον μαθητή του ’φερνε την παραμικρή αντίρρηση. Επικρατούσε με λίγα λόγια κλίμα άγριας ψυχολογικής τρομοκρατίας κατά την διάρκεια του μαθήματος, η οποία πλαισιωνόταν συχνότατα από εξίσου άγριο ξυλοφόρτωμα για ασήμαντη υπαρκτή ή εντελώς ανύπαρκτη αφορμή. Ο εν λόγω καθηγητής συνήθιζε ως διδακτικό μέσο του μαθήματος των Νέων Ελληνικών να χρησιμοποιεί και τα δημοσιεύματα του Στέλιου Αρτεμάκη, λογοτεχνικού κριτικού της χουντικής εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος» του Σάββα Κωνσταντόπουλου, εντύπου που ήταν ένα από τα κύρια στηρίγματα του φασιστικού καθεστώτος· τα φύλλα της εφημερίδας με τα άρθρα τα έφερνε στην τάξη κι ανέθετε σε κάποιον μαθητή να αναγνώσει δυνατά το εκάστοτε άρθρο του Στ. Αρτεμάκη για να ακολουθήσει ο σχετικός, κατά κανόνα εμετικά αντικομμουνιστικός και ανοιχτά φιλοχιτλερικός, σχολιασμός του άρθρου από τον ίδιο και η αναγκαστική συζήτηση επί του μάλλον μετρίου περιεχομένου του με την μορφή ερωτήσεων προς τους μαθητές. Κάποτε ο Στ. Αρτεμάκης άρχισε να έχει και δική του εκπομπή στο νεότευκτο τότε τηλεοπτικό πρόγραμμα της ΥΕΝΕΔ (Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων) κι ο καθηγητής που σημειωτέον είχε επί μακρόν διδάξει στην Σχολή Μηχανικών της Βασιλικής Αεροπορίας (ΣΜΑ), αφού ρώτησε και πληροφορήθηκε ποιοι απ’ τους μαθητές είχαν συσκευή τηλεόρασης (όσο κι αν διαδόθηκε αυτό το ΜΜΕ επί Χούντας, δεν είχε κάθε οικογένεια συσκευή), τους χρέωσε όλους να παρακολουθούν ανελλιπώς την εκπομπή του Στ. Αρτεμάκη και να είναι πάντα έτοιμοι στο επόμενο της εκπομπής μάθημα να δώσουν περίληψη των περιεχομένων της εκπομπής· από τους χρεωμένους με την παρακολούθηση της εκπομπής διάλεγε σχεδόν πάντοτε έναν απ’ αυτούς που «είχε στο μάτι» για να τον εξουθενώσει «δεόντως» με ερωτήσεις για το «υψηλό» νόημα των κατά κανόνα ισχνών ποιότητας λεγομένων του Στ. Αρτεμάκη («Και μη νομίσετε, παλιοτεμπέληδες, ότι θα μου ξεφύγετε, παρακολουθώ κι εγώ ο ίδιος τις εκπομπές και ξέρω ακριβώς τι ελέχθη!» φώναζε υπενθυμίζοντάς μας σε κάθε μάθημα την επόμενη εκπομπή). Έτσι βρέθηκα, μιας κι είχαμε συσκευή στο σπίτι, να παρακολουθώ τις τηλεοπτικές εκπομπές του Στ. Αρτεμάκη στην ΥΕΝΕΔ…
(Συνεχίζεται)
Μη Απολιθωμένος (ακόμα!) από τις ακτές της Ανατολικής Βαλτικής
Ο ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΡΝΗΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ: ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΤΕΙ (2/4)
Συνέχεια από το προηγούμενο
Οι εκπομπές του Στ. Αρτεμάκη στην ΥΕΝΕΔ ήταν βασικά εκπομπές λογοτεχνικής κριτικής· λέω «βασικά» γιατί θύμιζαν περισσότερο σημερινές βιβλιοπαρουσιάσεις παρά καθαυτό κριτική λογοτεχνικού βιβλίου εξ ου και αποκάλεσα προηγουμένως την ποιότητά τους «ισχνή» (και οι λογοτεχνικές κριτικές του ίδιου στον «Ελεύθερο Κόσμο» δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, στα όριο του μέτριου βρίσκονταν). Ο Στ. Αρτεμάκης κινούνταν καθαρά και σταθερά στα ιδεολογικά πλαίσια της φασιστικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου, με τον αντισοβιετισμό και τον αντικομμουνισμό να πηγαίνουν παράλληλα προς τον άκρατο κι άκριτο ελληκοκεντρισμό κι εθνικισμό, χωρίς βεβαίως να παραλείπει κάποιες δήθεν «αποστασιοποιήσεις» που περισσότερο ήταν «για τα μάτια του κόσμου» ή για να το περιγράψω εναργέστερα, για να μην πέφτει στο επίπεδο των εκπομπών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών, του Γεωργίου Γεωργαλά, αστέρα και βαρέος πυροβολικού της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας της Χούντας. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Στ. Αρτεμάκης επεδίωκε να «διανθίζει» τις τηλεοπτικές του εκπομπές με συνεντεύξεις λογοτεχνών άσχετα αν τα βιβλία τους τα παρουσίαζε ή όχι στην εκπομπή.
Σε μια λοιπόν από αυτές τις τηλεοπτικές εκπομπές του Στ. Αρτεμάκη που παρακολουθούσα κι εγώ κατ’ εντολήν του φιλόλογου καθηγητή μας εμφανίστηκε και ο εντελώς άγνωστός μου τότε Αλέξης Πάρνης. Ο Στ. Αρτεμάκης τον είχε καλέσει με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία ενός βιβλίου του, δεν θυμάμαι αν ήταν το «Ο Διορθωτής» ή το «Μια Πράγα στον καθένα»· κλίνω προς το δεύτερο αφού η συνέντευξη εστιάστηκε κατά μέγα μέρος στην «εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία για την κατάπνιξη της ελευθερίας του τσεχοσλοβακικού λαού», αλλά και το «Ο Διορθωτής» ήταν επίσης αντικείμενο της συζήτησης που περιστράφηκε επίσης γύρω από το θέμα «της κομμουνιστικής καταπίεσης των διανοουμένων, της διανόησης και της ελεύθερης σκέψης». Σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκπομπές του Στ. Αρτεμάκη που είχα παρακολουθήσει και στις οποίες η συνέντευξη αποτελούσε το μισό της εκπομπής, αυτή ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στην συνέντευξη με τον Α. Πάρνη.
Από τα πρώτα δευτερόλεπτα της εκπομπής έγινε φανερό πως ο Στ. Αρτεμάκης αισθανόταν σαν να «είχε πιάσει λαυράκι» πάρα πολύ μεγάλο, απ’ τα μεγαλύτερα της επαγγελματικής του ζωής· τα μάτια του άστραφταν κυριολεκτικά, στο βλέμμα του έλειπε η ρουτινιάρικη αδιαφορία πολλών προηγούμενων συνεντεύξεων, η φωνή του είχε μια ζωηράδα που ελάχιστα θύμιζε την συχνή μονοτονία των πριν εκπομπών, ο ίδιος φαινόταν σαν να βρισκόταν σε ένα είδος υπερδιέγερσης που εκδηλωνόταν όχι μόνο στην ταχύτητα του λόγου, αλλά και σε ένα σχεδόν —με την καλή έννοια του όρου— θεατρικό στιλ που ξεπερνούσε κατά πολύ τον συνηθισμένο ανιαρό και πληκτικό τόνο που κυριαρχούσε άλλοτε. Απέναντί του είχε έναν Α. Πάρνη όχι απλά συγκαταβατικό, καλόβολο και καλόβουλο, αλλά έναν συνομιλητή που τον «σιγοντάριζε» να πάει ένα βήμα ακόμα παραπέρα στις ερωτήσεις του και στον τάχα «προβληματισμό» του για την «κομμουνιστική απειλή»· γελούσε συνεχώς κατανεύοντας και δείχνοντας καταπληκτική ευκολία κι ετοιμότητα να επιβεβαιώσει, να υπερακοντίσει, να υπερθεματίσει τον Στ. Αρτεμάκη…
(Συνεχίζεται)
Μη Απολιθωμένος (ακόμα!) από τις ακτές της Ανατολικής Βαλτικής
Ο ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΡΝΗΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ: ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΤΕΙ (3/4)
Συνέχεια από το προηγούμενο
Δεν έχει νόημα να αναπαραγάγω εδώ όλο το περιεχόμενο εκείνης της εκπομπής όπως το θυμάμαι· εξάλλου τα κύρια σημεία της συζήτησης τα επισήμανα προηγουμένως. Αξίζει μόνο να υπογραμμίσω δύο σημεία. Πρώτο, ότι ο Α. Πάρνης υποστήριξε με την άνεση ενός ομοϊδεάτη όλη την αντικομμουνιστική και αντισοβιετική βρομερή προπαγάνδα που σερβίρισε ο Στ. Αρτεμάκης χωρίς να δείξει φανερές —στην εκπομπή τουλάχιστον— επιφυλάξεις ή να πάρει κάποιες αποστάσεις, έτσι έστω και για το θεαθήναι. Και δεύτερο, ότι το «ατού» της συνέντευξης ήταν το κομμουνιστικό παρελθόν του Α. Πάρνη κι όχι τόσο τα λογοτεχνικά του έργα· αυτό το «ατού» το εκμεταλλεύτηκαν και οι δυο τους στο έπακρο: ο Στ. Αρτεμάκης παίρνοντας συνέντευξη από έναν «πρώην» που «ξέρει» τον κομμουνισμό εκ των ένδον, έχει «φάει ψωμί κι αλάτι» μαζί με τους κομμουνιστές, ξέρει τι λέει, μιλάει εκ μακράς πείρας, έχουν δει πολλά τα μάτια του, δεν είναι ο πρώτος δηλωσίας που φτύνει σήμερα εκεί πού χτες έγλειφε και ο Α. Πάρνης δίνοντας συνέντευξη ως αξιοπρεπής «πρώην» που συνειδητοποίησε το «λάθος» του, δεν αραδιάζει κακόγουστες χαμέρπειες των κοινών εξωμοτών που πάνε να ανανήψουν εξορίζοντας στο πυρ το εξώτερο ό,τι χθες προσκυνούσαν.
Αν και η εκπομπή μου ’χε κάνει τότε εντύπωση, μου ’χε αφήσει και το αίσθημα μιας έντονης δυσπιστίας: θες από αντίδραση στην προπαγάνδα της δικτατορίας και στον φιλόλογο καθηγητή που τόσο μας τρομοκρατούσε, θες από το οικογενειακό και συγγενικό περιβάλλον που το αποτελούσαν ανηλεώς διωχθέντες και διωχθείσες της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, θες από τις τότε πρώτες μου επαφές με την κομμουνιστική κοσμοθεωρία, υποτίμησα την εμβέλεια κι αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης προπαγάνδας απορρίπτοντάς την χωρίς παραπέρα προβληματισμό· εκ των υστέρων κατάλαβα πόσο πραγματικά επικίνδυνη ήταν. Το αστείο ήταν ότι ο ντούρος φασίστας φιλόλογος καθηγητής μας απέκλεισε την συγκεκριμένη εκπομπή του Στ. Αρτεμάκη από την συζήτηση στο επόμενο μάθημα των Νέων Ελληνικών, γιατί κεντρικό πρόσωπο ήταν μεν ένας «πρώην κομμουνιστής», αλλά το ύφος του «πρώην» αυτού του φάνηκε ύποπτο και ως εκ τούτου έκρινε την συγκεκριμένη εκπομπή ως μη ενδεικνυόμενη για την εθνικόφρονα διδασκαλία του μαθήματος κλπ. κλπ. Η χουντική-φασιστική παράκρουση σ’ όλο της το μεγαλείο…
Πέρασαν πάνω από τέσσερις δεκαετίες και τον Α. Πάρνη τον είχα ξεχάσει τελείως. Ξαφνικά πριν από κάποια χρόνια τον βλέπω στο πλευρό του Σήφη Ζαχαριάδη ως τον άνθρωπο που υποστήριξε όσο λίγοι τον πατέρα του την εποχή που τον κυνηγούσαν· μετά τον βλέπω να βγάζει βιβλία για τον Νίκο Ζαχαριάδη δημοσιεύοντας μάλιστα και την αλληλογραφία τους· και τον περασμένο Αύγουστο τον βλέπω να τον υπερασπίζεται ο Γιώργος Πετρόπουλος με μια ανάρτηση στον ιστότοπο του «Εργατικού Αγώνα» από τον «κακό» Μάκη Μαΐλη. Έμεινα έκπληκτος! Τηλεφώνησα σ’ ένα παλιό συνομήλικο και συμμαθητή για να τσεκάρω μήπως η μνήμη μου με είχε προδώσει. Ο παλιός μου συμμαθητής όχι μόνο μου επιβεβαίωσε ότι η μνήμη μου δεν με είχε προδώσει σ’ ό,τι αφορούσε την εκπομπή της ΥΕΝΕΔ (είχε κι αυτού τότε η οικογένεια συσκευή), αλλά με διαβεβαίωσε ότι υπάρχει και συνέντευξη του Α. Πάρνη και βιβλιοπαρουσιάσεις των βιβλίων του για τον κομμουνισμό στον «Ελεύθερο Κόσμο» της περιόδου της Χούντας από τον Στ. Αρτεμάκη· στην συνέντευξη μάλιστα στην εφημερίδα ο Α. Πάρνης είναι χειρότερος στην υιοθέτηση των αντικομμουνιστικών επιθέσεων του Στ. Αρτεμάκη απ’ ό,τι ήταν στην συνέντευξη στην τηλεόραση…
(Συνέχεια και τέλος στο επόμενο)
Μη Απολιθωμένος (ακόμα!) από τις ακτές της Ανατολικής Βαλτικής
Ο ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΡΝΗΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ: ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΤΕΙ (4/4)
(Συνέχεια και τέλος από το προηγούμενο)
Δεν θέλω να κουράσω άλλο τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες μ’ αυτήν την ιστορία. Δεν αμφισβητώ καλή τη πίστει τα όσα ισχυρίζεται ο Σήφης ο Ζαχαριάδης για τον Α. Πάρνη. Δεν τον κρίνω ως λογοτέχνη ή ως ποιητή ή ως μεταφραστή. Δεν κάνω τον «ιεροεξεταστή» αναφορικά με το τι πίστευε κάποτε και τι πιστεύει τώρα.
Έπειτα δεν ξέρω αν υφίστανται αρχεία των τηλεοπτικών εκπομπών της ΥΕΝΕΔ της εποχής. Ο «Ελεύθερος Κόσμος» της περιόδου 1967–1974 δεν μου προσβάσιμος ή προσπελάσιμος. Επομένως δεν μπορώ να τσεκάρω την απόλυτη ακρίβεια όσα η μνήμη διατήρησε από εκείνα τα μαύρα χρόνια. Όσα θυμάμαι καλά, τα γράφω εδώ ενσυνείδητα και ζητώ συγνώμη αν τυχόν η μνήμη μου δεν με βοήθησε σε κάποια επουσιώδη σημεία.
Καταθέτω όσα προηγουμένως έγραψα για τον Α. Πάρνη γιατί θεωρώ —ακριβώς τις μέρες που συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από την πτώση της Χούντας— απαράδεκτες τις συνομωσίες σιωπής γύρω από το όχι και τόσο εύοσμο παρελθόν ανθρώπων που άσχετα με την μέχρι τότε διαδρομή τους στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα δεν στάθηκαν στο ύψος τους όταν έπρεπε· τέτοια αποσιώπηση αποτελεί προσβολή προς τους αγώνες και τις θυσίες του ελληνικού λαού στον αντιδικτατορικό αγώνα. Και πολύ περισσότερο καθώς αυτή η αποσιώπηση προωθείται από γνωστούς αντιΚΚΕ κύκλους που εζήλωσαν την δόξα του Μανιαδάκη (και —ειρήσθω εν παρόδω— πολύ καλά έκανε κατά την γνώμη μου ο Μάκης Μαΐλης και στιγμάτισε μια συγκεκριμένη καπηλεία του Α. Πάρνη).
Εύχομαι αυτό το σχόλιο να αποτελέσει αφορμή κι έναυσμα σχετικής έρευνας της περίπτωσης από νεότερους μου που θα έχουν πρόσβαση στο απαραίτητο αρχειακό υλικό.
Ελπίζω στην κατανόηση όλων που μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν το μακροσκελές αυτό σχόλιο κι ευχαριστώ για την δημοσίευση,
Μη Απολιθωμένος (ακόμα!) από τις ακτές της Ανατολικής Βαλτικής
Δημοσίευση σχολίου