{[['']]}
Ποιοι ήθελαν και μεθόδευσαν τη σύγκρουση της Αθήνας σκοτώνοντας άοπλους διαδηλωτές στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ
Του Ζήση I. Καραβά - Δημοσιογράφου, πτυχιούχου Ιστορικού & Αρχαιολογικού της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ποιοι ήθελαν και (πώς) μεθόδευσαν τη σύγκρουση της Αθήνας σκοτώνοντας άοπλους διαδηλωτές στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ;
Ενα από τα πλέον συζητημένα ζητήματα - ερωτήματα της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας μας είναι ποιοι ήθελαν και για ποιον σκοπό (και πώς) μεθόδευσαν τη σύγκρουση που άρχισε στις 3 του Δεκέμβρη 1944 στην Αθήνα. Μπορεί το σχετικό κεφάλαιο να μην υπάρχει καν στα σχολικά βιβλία και να μην απασχολεί, ωστόσο παραμένει στο επιστημονικό/ιστορικό προσκήνιο. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που γινόμαστε μάρτυρες μιας προσπάθειας αναθεώρησης της ιστορίας εκείνης της τραγικής περιόδου, όπως αυτή εκδηλώνεται -σε «ακαδημαϊκό» επίπεδο και όχι μόνο- μέσα από την τάση/σχολή με κύριους εκφραστές τους πανεπιστημιακούς και δημοσιολογούντες Στάθη Καλύβα (Yale Νέας Υόρκης), Νίκο Μαραντζίδη (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) και τον Βρετανό ιστορικό και δημοσιογράφο Μαρκ Μαζάουερ.
Για την εν γένει εργαλειακή χρησιμοποίηση του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος από τη δεξιά παράταξη παρατίθεται και η ακόλουθη διαπίστωση/επισήμανση του αναπληρωτή καθηγητή Κοινωνικής Ιστορίας Πολυμέρη Βόγλη: «Τα τελευταία χρόνια από αρθρογράφους και ΜΜΕ που πρόσκεινται στη ΝΔ έχει υπάρξει μια σαφέστατη αναδίπλωση σε μια δεξιά αφήγηση του παρελθόντος. Η αρχή έγινε με την προσπάθεια αποκατάστασης των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Κατοχή ως θυμάτων του ΕΛΑΣ, για να ακολουθήσει η αναβάπτιση του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά σε μεγάλο ηγέτη, η υποβάθμιση των επιπτώσεων που είχε για τη χώρα η δικτατορία των συνταγματαρχών, ενώ κυριακάτικες εφημερίδες διανέμουν DVDs με την απολογία του αρχιπραξικοπηματία Γιώργου Παπαδόπουλου και πονήματα για τα “εγκλήματα των κομμουνιστών”»..
Ας δούμε όμως εν συντομία πώς φτάσαμε στα Δεκεμβριανά του 1944. Καταρχάς πρέπει να υπογραμμιστεί ότι είναι γνωστό και γενικώς αποδεκτό πως στη διάρκεια της Αντίστασης πρωτοστάτησε το ΕΑΜικό κίνημα (αριστεροί και φιλελεύθεροι προοδευτικοί και δημοκράτες).
Οι μεταξικοί και βασιλόφρονες απουσίασαν σχεδόν καθολικά.
Ομως, όσο φούντωνε το ΕΑΜικό κίνημα αποκτώντας και οπλισμό από τις αντίπαλες (ιταλογερμανικές) κατοχικές δυνάμεις που εξουδετέρωνε, άρχιζε να ανησυχεί η άλλη παράταξη, ιδιαίτερα από το 1943 και πολύ περισσότερο από τη στιγμή που στις 10 του Μάρτη 1944 οι ΕΑΜικοί συγκρότησαν την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ).
Η άλλη πλευρά, με κύρια έκφραση τη «νόμιμη» ελληνική κυβέρνηση, γνωστή ως «κυβέρνηση της εξορίας» στο Κάιρο, αποφάσισε να καλέσει εκπροσώπους των πολιτικών δυνάμεων σε συνέδριο στον Λίβανο (Απρίλης -Μάης 1944), όπου απέσπασε τη συναίνεση για συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας με συμμετοχή και πέντε με έξι προσώπων από το ΕΑΜ, όχι όμως σε νευραλγικά υπουργικά πόστα. Οπερ και εγένετο, καθώς ύστερα από λίγους μήνες δισταγμού και κωλυσιεργίας το ΕΑΜ στις αρχές του Σεπτέμβρη 1944 πρότεινε εκπροσώπους για έξι υπουργικές θέσεις (Αλέξανδρος Σβώλος, Γιάννης Ζέβγος, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Αγγελος Αγγελόπουλος, Ηλίας Τσιριμώκος, Νίκος Ασκούτσης) στην υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου κυβέρνηση.
Στα τέλη του ίδιου μήνα πραγματοποιήθηκε στην Καζέρτα της Ιταλίας μια άλλη συνάντηση, στην οποία είχαν προσκληθεί και οι αρχηγοί των δυο κυριότερων ένοπλων αντιστασιακών οργανώσεων του ελλαδικού χώρου, ο Στέφανος Σαράφης του ΕΛΑΣ και ο Ναπολέων Ζέρβας του ΕΔΕΣ, καθώς και Βρετανοί αξιωματούχοι. Εκεί στις 27 του Σεπτέμβρη υπογράφτηκε η Συμφωνία της Καζέρτας με κύρια σημεία:
α) Ολες οι ένοπλες δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο, άρα και ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ, θα υπάγονταν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
β) Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας όριζε αρχιστράτηγο τον Βρετανό στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι.
Οκτώβρης του 1944: Βρετανοί στρατιώτες, οι φύλακες-άγγελοι της παλιάς αστικής τάξης και των «πλουτισάντων επί Κατοχής», αποβιβάζονται στο λιμάνι του Πειραιά
γ) Οι δυνάμεις των ανταρτών δεν είχαν δικαίωμα να κινηθούν προς Αθήνα και Θεσσαλονίκη κατά την αποχώρηση των Γερμανών. Επρεπε να περιμένουν την άφιξη της κυβέρνησης, την οποία θα συνόδευαν τόσο βρετανικές δυνάμεις όσο και μια ελληνική ταξιαρχία, η οποία είχε βοηθήσει τους συμμάχους στο Ρίμινι και είχε εκκαθαριστεί από δημοκρατικούς στρατιώτες και αξιωματικούς προτού αναχωρήσει από το Κάιρο.
Οι Γερμανοί αποσύρονταν από την Αθήνα (12/10/1944) και η ελληνική κυβέρνηση έφτασε στις 18 του Οκτώβρη.
Παρεμπιπτόντως, αν ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ είχαν πρόθεση και σχέδιο να καταλάβουν την εξουσία με τα όπλα, γιατί δεν το έπραξαν εκείνο το νεκρό διάστημα;
Ακολούθησαν 45 μέρες στη διάρκεια των οποίων η κυβέρνηση είχε προστριβές με τους ΕΑΜικούς συνεργάτες της για ένα πολύ βασικό ζήτημα. Ο Γ. Παπανδρέου επιδίωκε να αφοπλίσει τον ΕΛΑΣ και να διατηρήσει δυνάμεις σαφώς αντιΕΑΜικές: την Ορεινή Ταξιαρχία του Ρίμινι και τον Ιερό Λόχο.
Οι επικίνδυνοι και κατά τον πρωθυπουργό ύποπτοι για βίαιη κατάληψη της εξουσίας ΕΑΜικοί ζήτησαν να διατηρήσουν κι αυτοί μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ ισοδύναμη προς τα κυβερνητικά ένοπλα σώματα. Η πλευρά Παπανδρέου είχε επιπλέον στο πλευρό της τις δυνάμεις των Βρετανών (με τανκς και αεροπλάνα), άρα δεν είχε λόγους να αγωνιά μήπως υπερτερούν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ/ΚΚΕ.
Ομως την 1η Δεκέμβρη 1944 ο Σκόμπι εξέδωσε διαταγή για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ έως τις 10 του Δεκέμβρη!
Κατόπιν τούτου, οι ΕΑΜικοί υπουργοί παραιτήθηκαν και το ΕΑΜ προκήρυξε γενική απεργία και οργάνωση συλλαλητηρίου την Κυριακή 3 του Δεκέμβρη στην πλατεία Συντάγματος. Κι εκεί άρχισαν όλα, όταν (όπως καταδεικνύεται με ντοκουμέντα και μαρτυρίες της εποχής) τα «όργανα της τάξεως» της κυβέρνησης Παπανδρέου (με τις πολιτικές και στρατιωτικές πλάτες των Βρετανών) αιματοκύλησαν το συλλαλητήριο ανοίγοντας πυρ εναντίον των άοπλων διαδηλωτών.
Για το ποιος προσχεδιασμένα ήρξατο χειρών αδίκων υπάρχουν πάμπολλα γραπτά ντοκουμέντα. Ενδεικτικά:
• Οπως αναφέρει ο Βάσος Μαθιόπουλος στο βιβλίο του «Δεκέμβρης του 1944» (σελ. 120), σε μήνυμα που έστειλε ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ στις 7 του Νοέμβρη 1944 προς τον υπουργό του επί των Εξωτερικών Αντονι Ιντεν έγραφε: «Κατά τη γνώμη μου, αφού πληρώσαμε τόσα (με τη “συμφωνία των ποσοστών", παραχωρήσεις στον Στάλιν), περιμένω οπωσδήποτε μια σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν θα πρέπει να την αποφύγουμε, υπό τον όρο να διαλέξουμε καλά το έδαφός μας (χώρο - χρόνο - σχεδίασμά)»!
• Επίσης, σε άλλο μήνυμά του, στα μέσα του Νοέμβρη 1944, ο Τσόρτσιλ έγραψε: «Είναι ευτύχημα ότι η επικείμενη σύγκρουση με το ΕΑΜ γίνεται χωρίς να είναι ο βασιλιάς εκεί. Μπορούμε να παίξουμε πολύ καλύτερα το παιχνίδι μας υπέρ του Παπανδρέου απ’ ό,τι θα μπορούσαμε αν θα εμφανιζόμασταν να επιβάλλουμε ένα μοναρχικό καθεστώς στην Ελλάδα»!
• Και όταν λίγες ημέρες μετά ξεκινούσε η «επικείμενη» σύγκρουση, πάλι ο Τσόρτσιλ έγραψε ειδικές οδηγίες στον αρμόδιο στρατηγό Σκόμπι, διατάζοντάς τον: «Μη διστάσετε να πυροβολήσετε εναντίον παντός ενόπλου... Μη διστάσετε να ενεργήσετε ως να ευρίσκεσθε εις μόλις καταληφθείσαν πόλιν όπου έχει εκραγει επαναστατικόν κίνημα»!
Να διευκρινιστεί ότι αυτά γράφονταν από τον Τσόρτσιλ ενώ οι δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν είχαν ακόμη συγκρουστεί με Βρετανούς και προσπαθούσαν ή προσδοκούσαν να βρουν δρόμο συμπόρευσης (με αποστολή εκπροσώπων στον Σκόμπι για συνεννόηση).
Ιδού, λοιπόν, ο βασικός υπαίτιος του εμπρησμού για τα Δεκεμβριανά!
Αλλά και ο εκλεκτός των Βρετανών πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου ομολογεί σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (2/3/1948) ότι είχε υποσχεθεί στον «μέγα ηγέτη» Τσόρτσιλ «εξοπλισμό του κράτους -αφοπλισμό του ΕΑΜ», ενώ σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής τόνιζε: «Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήση και την Κυβέρνησιν των Βουνών - την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πώς θα κατελύετο; Δύο ήσαν τα στάδια διά να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ»!
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ είχαν στόχο (και σχέδιο) να καταλάβουν διά των όπλων την εξουσία. Σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς οι οποίοι έχουν μελετήσει τα σχετικά ντοκουμέντα της εποχής, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από κανένα κομματικό κείμενο ή αναφορά, από καμία μαρτυρία ή πηγή της Αριστεράς. Διότι αυτό μπορεί να ήταν η ευχή ή η επιθυμία πολλών ΕΑΜικών, αλλά βρισκόταν πέρα από τις προθέσεις και τις αποφάσεις της ηγεσίας του ΕΑΜ/ΚΚΕ. Αλλωστε, παρά την κοινωνικοπολιτική προβολή και αναγνώρισή του από τον ελληνικό λαό, το ΕΑΜικό κίνημα έδειξε πολλή υποχωρητικότητα.
Γιατί όλες αυτές οι υποχωρήσεις δεν εκτιμήθηκαν από την πλευρά του πρωθυπουργού; Μήπως είχε άλλα κατά νου; Ποιος, λοιπόν, ή ποιοι από τους τρεις παράγοντες -οι Αγγλοι του Τσόρτσιλ, η ελληνική κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου και η ΕΑΜική ηγεσία- είχαν συνειδητά επιδιώξει να φτάσουν στη σύγκρουση που άρχισε με την αιματοχυσία άοπλων διαδηλωτών στην πλατεία Συντάγματος την Κυριακή 3 του Δεκέμβρη 1944;
Κάποιοι ιστορικοί (και άλλοι) υποστηρικτές της άποψης ότι την κύρια ευθύνη για τα Δεκεμβριανά φέρουν ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ προβάλλουν ως βασικό ντοκουμέντο την έκθεση του Θόδωρου Μακρίδη (ψευδώνυμο Εκτορας) που γράφτηκε το καλοκαίρι του 1946 με εντολή του Νίκου Ζαχαριάδη και απευθυνόταν στην ηγεσία του ΚΚΕ.
Η εν λόγω έκθεση αφορά όλη την περίοδο από την προετοιμασία ίδρυσης του ΕΛΑΣ έως και τη Βάρκιζα (12/2/1945). Ο Θ. Μακρίδης ήταν αξιωματικός του αστικού στρατού και κλήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1941. Από τα πρώτα μέλη της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση του ΕΛΑΣ και αργότερα ανέλαβε επιτελικό πόστο στο Γενικό Στρατηγείο.
Από ιστορικής άποψης η έκθεση Μακρίδη έρχεται να επιβεβαιώσει μια σειρά άλλες μαρτυρίες αλλά και να παρουσιάσει αναλυτικά στοιχεία γύρω από τη δράση του ΕΛΑΣ, την ποιοτική και ποσοτική δύναμή του κ.λπ.
Από πολιτική άποψη η έκθεση αποτελεί λεπτομερειακή παρουσίαση - ανάλυση της εσωτερικής αντιπαράθεσης στην ηγεσία του ΕΛΑΣ και ως έναν βαθμό και του ΚΚΕ για την πορεία και τον χαρακτήρα του αγώνα. Αναδείχνει τις ταλαντεύσεις και τις υποχωρήσεις απέναντι στο ζήτημα της εξουσίας των Αγγλων και των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Περιγράφει με στοιχεία την πορεία ανάπτυξης του ΕΛΑΣ και τις αδυναμίες που αποτύπωσε σε αυτόν η ασαφής πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ. Αναφέρεται εκτενώς στην αρνητική επίπτωση της Συμφωνίας της Καζέρτας, της υπαγωγής στο συμμαχικό στρατηγείο κ,λπ.
Σχετικά με τα Δεκεμβριανά ο Θ. Μακρίδης διαβεβαίωνε την ηγεσία του ΚΚΕ ότι «δεν ήταν τόσο τρομερή η κατάσταση όσο την φανταζόντουσαν γιατί ο ΕΛΑΣ έχασε μια μάχη και 5.000 μαχητές, αλλά διαθέτει ακόμη 100.000 εμπειροπόλεμους μαχητές που μπορούν να μάθουν τους Αγγλους και τα κοπέλια τους ότι δεν μας νίκησαν φθάνει να γίνει μια κατάλληλη ανακατάταξη και συγκέντρωση των δυνάμεων αυτών που θα χρειαστεί μια προθεσμία 20-30 ημερών».
Μάλιστα ο Μακρίδης κάνει αναφορά σε σχέδιο για την κατάληψη της Αθήνας μετά την αποχώρηση των Γερμανών, για διαφωνίες που είχαν προκόψει μεταξύ των κομμουνιστών σχετικά με το θέμα και για άλλα δύο αντίστοιχα σχέδια κατάληψης της Αθήνας που συντάχθηκαν μέσα στο 1944. Επίσης, ισχυρίζεται ότι είχε πάρει εντολή από τον Ζέβγο να συντάξει το σχέδιο κατάληψης της Αττικής, τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν πλέον αναμενόταν η αποχώρηση των Γερμανών μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Αλλά τελικά οι Γερμανοί δεν αποχώρησαν το 1943, οπότε το αρχικό σχέδιο δεν εφαρμόστηκε.
Ετσι, οι βασιζόμενοι αποκλειστικά στην έκθεση Μακρίδη υποστηρίζουν ότι ανεξάρτητα από επιμέρους λεπτομέρειες και διαφωνίες, αυτή αποτελεί πειστήριο ότι το ΚΚΕ από το 1943 στόχευε στη βίαιη κατάληψη της Αθήνας, άρα και της εξουσίας.
Ωστόσο απόψεις και θέσεις σαν του Θ. Μακρίδη ήταν έξω από τις ιεραρχήσεις της ηγεσίας ΕΑΜ/ΚΚΕ, που λειτουργούσε εν πολλοίς αμυντικά απέναντι στην αντίπαλη παράταξη, τη λεγάμενη «εθνική».
Διότι αν ήταν διαφορετικά, τότε:
1) Γιατί η ηγεσία ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ απέρριψε την πρόταση του Αρη Βελουχιώτη (Νοέμβρης 1944) για τη χρησιμοποίηση όλου του δυναμικού των ένοπλων ανταρτών του ΕΛΑΣ από τη Στερεά και την Πελοπόννησο για την κατάληψη της Αθήνας και κατ’ επέκταση της εξουσίας κατά την αποχώρηση των Γερμανών;
Και όχι μόνο αυτό, αλλά στη διάρκεια των Δεκεμβριανών η ηγεσία ΕΑΜ/ΚΚΕ απομόνωσε τον Βελουχιώτη από τη μάχη της Αθήνας απομακρύνοντάς τον στην Ηπειρο σε επιχειρήσεις εναντίον επουσιωδών «υπολειμμάτων» του ΕΔΕΣ.
2) Γιατί αν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στόχευε εξαρχής σε επιβολή κομμουνιστικού τύπου καθεστώτος δεν εξαπέλυσε το στρατιωτικό του κίνημα στο κενό διάστημα από 12-18 Οκτωβρίου του 1944; Αλλά και στη συνέχεια, μέχρι το αιματοκύλισμα του ειρηνικού συλλαλητηρίου της Κυριακής 3 του Δεκέμβρη 1944 στο Σύνταγμα, γιατί ΕΑΜ/ΚΚΕ επέμεναν στις άοπλες μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις προκειμένου να δείξουν με αυτές την ισχύ και την αντίθεσή τους στην αποικιοκρατικού τύπου βρετανική παρουσία/ επέμβαση και να βάλουν την (όποια αριστερή) σφραγίδα τους στις πολιτικές εξελίξεις;
3) Γιατί στο αιματοκύλισμα των διαδηλωτών στην πλατεία Συντάγματος δεν απάντησαν από το ΚΚΕ αμέσως; Οπως αναφέρει ο Γ. Λεονταρίτης στο βιβλίο του «Ποιοι ήθελαν τα Δεκεμβριανά», ο Αγγλος αξιωματικός Μπίφορντ Τζόουνς είχε δηλώσει: «Οσοι από τους θεατές βρισκόμασταν στη γραμμή του πυρός περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή το ΕΑΜ να απαντήσει με όπλα. Πάνω στη σκεπή των κεντρικών γραφείων του ΚΚΕ, που βρίσκονταν στην πλατεία, υπήρχαν πολυβόλα, τα οποία μπορούσαν να γαζώσουν ολόκληρη τη γειτονιά με καταιγιστικό πυρ. Το ΕΑΜ όμως περιορίστηκε σε βρισιές και απειλές. Δεν νομίζω πως υπήρχαν οπλισμένοι διαδηλωτές. Η οργή του πλήθους ήταν τέτοια, ώστε, εάν-ήσαν οπλισμένοι, θα είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος εκείνη τη στιγμή...».
4) Γιατί (αν το ΚΚΕ είχε προαποφασίσει τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας) ο ΕΛΑΣ καθυστερούσε την έναρξη επιχειρήσεων εναντίον των Βρετανών επί σχεδόν μια εβδομάδα μετά την έκρηξη της δεκεμβριανής σύγκρουσης (τα εν λόγω ζητήματα θέτει και ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του «Δεκεμβριανά 1944, η Μάχη της Αθήνας»);
Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΕΛΑΣ κινήθηκε για να εξουδετερώσει τις εστίες των ακροδεξιών/παρακρατικών και στράφηκε εναντίον των δύο άκρων της αντίπαλης διάταξης (Γουδή και Μακρυγιάννη), αφήνοντας ανέγγιχτο και αγγλοκρατούμενο το κέντρο της Αθήνας, ιδίως γύρω από το επιτελικό σημείο της Βουλής, που, αν ήθελε, είχε την ισχύ να την καταλάβει συλλαμβάνοντας και τον Γ. Παπανδρέου!
Αλλά και μεσούντων των Δεκεμβριανών ενώ οι Βρετανοί επέκτειναν τις επιθέσεις τους εναντίον του ΕΑΑΣ, ο γραμματέας του ΚΚΕ Γιώργης Σιάντος στις 14/12/1944 πρότεινε τον τερματισμό των μαχών, χωρίς όμως ανταπόκριση από το αντίπαλο στρατόπεδο (αρχείο Αιγιαλίδη, Aide Memoire, 14 Δεκεμβρίου 1944, πηγή: ΕΛΙΑ).
Αυτά τα ίδια «γιατί» αποτελούν απάντηση και στον ισχυρισμό του «ιστορικού» Στάθη Καλύβα ότι «η απόφαση για τη σύγκρουση τον Δεκέμβρη του 1944 είχε ληφθεί από το ΚΚΕ στις 27 του Νοέμβρη και επισημοποιήθηκε στις 2 του Δεκέμβρη οπότε ξεκίνησαν για την Αθήνα μονάδες του ΕΑΑΣ Αττικής και Ρούμελης» (βλ. σχετικό άρθρο του «Οκτώ ερωτήματα για τον Δεκέμβριο του 1944» στην «Καθημερινή», 7/12/2014). Ανάλογο άρθρο του Στ. Καλύβα ήταν και το «Η επιλογή της βίαιης ρήξης» (στο «Βήμα», 5/12/2004).
Οχι μόνο, λοιπόν, δεν υπήρχε πρόθεση και σχέδιο από την πλευρά ΕΑΜ/ΚΚΕ για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας διά των όπλων, αλλά, απεναντίας, από κομματικά ντοκουμέντα (και την περίοδο των Δεκεμβριανών) προκύπτει η σταθερή προσήλωση της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ στον δρόμο της «έντιμης απεμπλοκής». Αυτό μαρτυρά σχετική απόφαση του ΠΓ του ΚΚΕ σπς 11 του Δεκέμβρη 1944 (Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 109, φ4/1/1, πηγή: ΑΣΚΙ).
Αλλά και στο φινάλε των Δεκεμβριανών (τερματίστηκαν στις 5-6 Γενάρη 1945), όταν το γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ ζήτησε από την ηγεσία του ΚΚΕ την έγκριση να συνεχίσει τη σύγκρουση εκτός Αττικής, ο Γ. Σιάντος απέρριψε κάθε τέτοια συζήτηση επικαλούμενος την κομματική απόφαση για στρατιωτική απεμπλοκή και δρομολόγηση διαδικασιών ομαλοποίησης με πολιτικά μέσα (βλ. ραδιοτηλεγράφημα Σιάντου προς οργανώσεις - Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 145, φ7/32/289,7 Ιανουάριου 1945, πηγή: ΑΣΚΏ.
Αξιοσημείωτες είναι οι σχετικές απόψεις/εκτιμήσεις μιας εμβληματικής μορφής της κομμουνιστικής Αριστεράς, του Γρηγόρη Φαράκου (γεν. γραμματέας ΚΚΕ από τον Ιούλη του 1989 έως τον Φλεβάρη του 1991 και μετά στον Συνασπισμό), ο οποίος υποστήριζε ότι μπορεί η γραμμή της βίαιης ρήξης να υπήρχε ως σκέψη στο ΚΚΕ, αλλά αποκλείστηκε -και ορθώς- τότε από την ηγεσία του κόμματος.
Συγκεκριμένα, σε άρθρο του στα «Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας» (2/12/1999), ο Γ.Φ. έγραφε: «Για τους “νικητές” της δεκεμβριανής σύγκρουσης που πέτυχαν να καταλάβουν την εξουσία και να τη διατηρήσουν επί πολλές δεκαετίες υπάρχει η πραγματικότητα που έζησε ο τόπος. Αυτή αποδεικνύει ότι ο κύριος σκοπός τους ήταν η ανεξέλεγκτη μονοπώληση της εξουσίας και βασικό τους μέλημα είχαν την κονιορτοποίηση - εξαφάνιση της Αριστεράς από την πολιτική ζωή».
Επιπλέον, σημαντική παράμετρος -εν μέρει και επεξηγηματική για τη στάση ΕΑΜ/ΚΚΕ- που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι το γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΕ και κατ’ επέκταση του ΕΑΜικού κινήματος θεωρούσε ότι οι ήδη εκτεταμένες κατοχικές καταστροφές (πάνω από 1.770χωριά είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, πάνω από 1.000.000 άνθρωποι δεν είχαν στέγη, ενώ η παραγωγή σιτηρών είχε μειωθεί κατά 40%), η πείνα και η εξαθλίωση των λαϊκών μαζών δεν επέτρεπαν τη συνέχιση ενός παρατεταμένου ένοπλου αγώνα με μαζική λαϊκή υποστήριξη και συμμετοχή. Πόσο μάλλον που αργά ή γρήγορα η έλλειψη πυρομαχικών και τροφίμων θα προκαλούσε δυσεπίλυτα προβλήματα σε συνδυασμό με την απειλή των Αγγλοαμερικανών να διακόψουν τη βοήθεια σε τρόφιμα και φάρμακα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι ανατιθέμενοι και επικριτές της Συμφωνίας της Βάρκιζας (12/2/1945), όπως το μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ Γιάννης Ζέβγος, παραδέχονταν ότι ενώ το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχαν στη διάθεσή τους 50.000 ετοιμοπόλεμους άντρες, η συνέχιση και επέκταση του ένοπλου αγώνα (βασικά στην ύπαιθρο χώρα) δεν θα μπορούσε να απαντήσει στην περαιτέρω ανθρωπιστική καταστροφή που αναπόφευκτα θα προκαλούσε η κλιμάκωση των πολεμικών συγκρούσεων (βλ. I Ζεύγος, «Η λαϊκή αντίσταση του Δεκέμβρη και το νεοελληνικό πρόβλημα», Αθήνα 1945, σελ. 64).
Του Ζήση I. Καραβά - Δημοσιογράφου, πτυχιούχου Ιστορικού & Αρχαιολογικού της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ποιοι ήθελαν και (πώς) μεθόδευσαν τη σύγκρουση της Αθήνας σκοτώνοντας άοπλους διαδηλωτές στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ;
Ενα από τα πλέον συζητημένα ζητήματα - ερωτήματα της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας μας είναι ποιοι ήθελαν και για ποιον σκοπό (και πώς) μεθόδευσαν τη σύγκρουση που άρχισε στις 3 του Δεκέμβρη 1944 στην Αθήνα. Μπορεί το σχετικό κεφάλαιο να μην υπάρχει καν στα σχολικά βιβλία και να μην απασχολεί, ωστόσο παραμένει στο επιστημονικό/ιστορικό προσκήνιο. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που γινόμαστε μάρτυρες μιας προσπάθειας αναθεώρησης της ιστορίας εκείνης της τραγικής περιόδου, όπως αυτή εκδηλώνεται -σε «ακαδημαϊκό» επίπεδο και όχι μόνο- μέσα από την τάση/σχολή με κύριους εκφραστές τους πανεπιστημιακούς και δημοσιολογούντες Στάθη Καλύβα (Yale Νέας Υόρκης), Νίκο Μαραντζίδη (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) και τον Βρετανό ιστορικό και δημοσιογράφο Μαρκ Μαζάουερ.
Από τον Λίβανο στην Καζέρτα:
Η προετοιμασία της ήττας
Για την εν γένει εργαλειακή χρησιμοποίηση του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος από τη δεξιά παράταξη παρατίθεται και η ακόλουθη διαπίστωση/επισήμανση του αναπληρωτή καθηγητή Κοινωνικής Ιστορίας Πολυμέρη Βόγλη: «Τα τελευταία χρόνια από αρθρογράφους και ΜΜΕ που πρόσκεινται στη ΝΔ έχει υπάρξει μια σαφέστατη αναδίπλωση σε μια δεξιά αφήγηση του παρελθόντος. Η αρχή έγινε με την προσπάθεια αποκατάστασης των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Κατοχή ως θυμάτων του ΕΛΑΣ, για να ακολουθήσει η αναβάπτιση του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά σε μεγάλο ηγέτη, η υποβάθμιση των επιπτώσεων που είχε για τη χώρα η δικτατορία των συνταγματαρχών, ενώ κυριακάτικες εφημερίδες διανέμουν DVDs με την απολογία του αρχιπραξικοπηματία Γιώργου Παπαδόπουλου και πονήματα για τα “εγκλήματα των κομμουνιστών”»..
Ας δούμε όμως εν συντομία πώς φτάσαμε στα Δεκεμβριανά του 1944. Καταρχάς πρέπει να υπογραμμιστεί ότι είναι γνωστό και γενικώς αποδεκτό πως στη διάρκεια της Αντίστασης πρωτοστάτησε το ΕΑΜικό κίνημα (αριστεροί και φιλελεύθεροι προοδευτικοί και δημοκράτες).
Οι μεταξικοί και βασιλόφρονες απουσίασαν σχεδόν καθολικά.
Ομως, όσο φούντωνε το ΕΑΜικό κίνημα αποκτώντας και οπλισμό από τις αντίπαλες (ιταλογερμανικές) κατοχικές δυνάμεις που εξουδετέρωνε, άρχιζε να ανησυχεί η άλλη παράταξη, ιδιαίτερα από το 1943 και πολύ περισσότερο από τη στιγμή που στις 10 του Μάρτη 1944 οι ΕΑΜικοί συγκρότησαν την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ).
Η άλλη πλευρά, με κύρια έκφραση τη «νόμιμη» ελληνική κυβέρνηση, γνωστή ως «κυβέρνηση της εξορίας» στο Κάιρο, αποφάσισε να καλέσει εκπροσώπους των πολιτικών δυνάμεων σε συνέδριο στον Λίβανο (Απρίλης -Μάης 1944), όπου απέσπασε τη συναίνεση για συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας με συμμετοχή και πέντε με έξι προσώπων από το ΕΑΜ, όχι όμως σε νευραλγικά υπουργικά πόστα. Οπερ και εγένετο, καθώς ύστερα από λίγους μήνες δισταγμού και κωλυσιεργίας το ΕΑΜ στις αρχές του Σεπτέμβρη 1944 πρότεινε εκπροσώπους για έξι υπουργικές θέσεις (Αλέξανδρος Σβώλος, Γιάννης Ζέβγος, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Αγγελος Αγγελόπουλος, Ηλίας Τσιριμώκος, Νίκος Ασκούτσης) στην υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου κυβέρνηση.
Στα τέλη του ίδιου μήνα πραγματοποιήθηκε στην Καζέρτα της Ιταλίας μια άλλη συνάντηση, στην οποία είχαν προσκληθεί και οι αρχηγοί των δυο κυριότερων ένοπλων αντιστασιακών οργανώσεων του ελλαδικού χώρου, ο Στέφανος Σαράφης του ΕΛΑΣ και ο Ναπολέων Ζέρβας του ΕΔΕΣ, καθώς και Βρετανοί αξιωματούχοι. Εκεί στις 27 του Σεπτέμβρη υπογράφτηκε η Συμφωνία της Καζέρτας με κύρια σημεία:
α) Ολες οι ένοπλες δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο, άρα και ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ, θα υπάγονταν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
β) Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας όριζε αρχιστράτηγο τον Βρετανό στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι.
Οκτώβρης του 1944: Βρετανοί στρατιώτες, οι φύλακες-άγγελοι της παλιάς αστικής τάξης και των «πλουτισάντων επί Κατοχής», αποβιβάζονται στο λιμάνι του Πειραιά
γ) Οι δυνάμεις των ανταρτών δεν είχαν δικαίωμα να κινηθούν προς Αθήνα και Θεσσαλονίκη κατά την αποχώρηση των Γερμανών. Επρεπε να περιμένουν την άφιξη της κυβέρνησης, την οποία θα συνόδευαν τόσο βρετανικές δυνάμεις όσο και μια ελληνική ταξιαρχία, η οποία είχε βοηθήσει τους συμμάχους στο Ρίμινι και είχε εκκαθαριστεί από δημοκρατικούς στρατιώτες και αξιωματικούς προτού αναχωρήσει από το Κάιρο.
Ο «γέρος της δημοκρατίας» άθυρμα των Αγγλων
Οι Γερμανοί αποσύρονταν από την Αθήνα (12/10/1944) και η ελληνική κυβέρνηση έφτασε στις 18 του Οκτώβρη.
Παρεμπιπτόντως, αν ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ είχαν πρόθεση και σχέδιο να καταλάβουν την εξουσία με τα όπλα, γιατί δεν το έπραξαν εκείνο το νεκρό διάστημα;
Ακολούθησαν 45 μέρες στη διάρκεια των οποίων η κυβέρνηση είχε προστριβές με τους ΕΑΜικούς συνεργάτες της για ένα πολύ βασικό ζήτημα. Ο Γ. Παπανδρέου επιδίωκε να αφοπλίσει τον ΕΛΑΣ και να διατηρήσει δυνάμεις σαφώς αντιΕΑΜικές: την Ορεινή Ταξιαρχία του Ρίμινι και τον Ιερό Λόχο.
Οι επικίνδυνοι και κατά τον πρωθυπουργό ύποπτοι για βίαιη κατάληψη της εξουσίας ΕΑΜικοί ζήτησαν να διατηρήσουν κι αυτοί μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ ισοδύναμη προς τα κυβερνητικά ένοπλα σώματα. Η πλευρά Παπανδρέου είχε επιπλέον στο πλευρό της τις δυνάμεις των Βρετανών (με τανκς και αεροπλάνα), άρα δεν είχε λόγους να αγωνιά μήπως υπερτερούν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ/ΚΚΕ.
Ομως την 1η Δεκέμβρη 1944 ο Σκόμπι εξέδωσε διαταγή για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ έως τις 10 του Δεκέμβρη!
Κατόπιν τούτου, οι ΕΑΜικοί υπουργοί παραιτήθηκαν και το ΕΑΜ προκήρυξε γενική απεργία και οργάνωση συλλαλητηρίου την Κυριακή 3 του Δεκέμβρη στην πλατεία Συντάγματος. Κι εκεί άρχισαν όλα, όταν (όπως καταδεικνύεται με ντοκουμέντα και μαρτυρίες της εποχής) τα «όργανα της τάξεως» της κυβέρνησης Παπανδρέου (με τις πολιτικές και στρατιωτικές πλάτες των Βρετανών) αιματοκύλησαν το συλλαλητήριο ανοίγοντας πυρ εναντίον των άοπλων διαδηλωτών.
Για το ποιος προσχεδιασμένα ήρξατο χειρών αδίκων υπάρχουν πάμπολλα γραπτά ντοκουμέντα. Ενδεικτικά:
• Οπως αναφέρει ο Βάσος Μαθιόπουλος στο βιβλίο του «Δεκέμβρης του 1944» (σελ. 120), σε μήνυμα που έστειλε ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ στις 7 του Νοέμβρη 1944 προς τον υπουργό του επί των Εξωτερικών Αντονι Ιντεν έγραφε: «Κατά τη γνώμη μου, αφού πληρώσαμε τόσα (με τη “συμφωνία των ποσοστών", παραχωρήσεις στον Στάλιν), περιμένω οπωσδήποτε μια σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν θα πρέπει να την αποφύγουμε, υπό τον όρο να διαλέξουμε καλά το έδαφός μας (χώρο - χρόνο - σχεδίασμά)»!
• Επίσης, σε άλλο μήνυμά του, στα μέσα του Νοέμβρη 1944, ο Τσόρτσιλ έγραψε: «Είναι ευτύχημα ότι η επικείμενη σύγκρουση με το ΕΑΜ γίνεται χωρίς να είναι ο βασιλιάς εκεί. Μπορούμε να παίξουμε πολύ καλύτερα το παιχνίδι μας υπέρ του Παπανδρέου απ’ ό,τι θα μπορούσαμε αν θα εμφανιζόμασταν να επιβάλλουμε ένα μοναρχικό καθεστώς στην Ελλάδα»!
• Και όταν λίγες ημέρες μετά ξεκινούσε η «επικείμενη» σύγκρουση, πάλι ο Τσόρτσιλ έγραψε ειδικές οδηγίες στον αρμόδιο στρατηγό Σκόμπι, διατάζοντάς τον: «Μη διστάσετε να πυροβολήσετε εναντίον παντός ενόπλου... Μη διστάσετε να ενεργήσετε ως να ευρίσκεσθε εις μόλις καταληφθείσαν πόλιν όπου έχει εκραγει επαναστατικόν κίνημα»!
Να διευκρινιστεί ότι αυτά γράφονταν από τον Τσόρτσιλ ενώ οι δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν είχαν ακόμη συγκρουστεί με Βρετανούς και προσπαθούσαν ή προσδοκούσαν να βρουν δρόμο συμπόρευσης (με αποστολή εκπροσώπων στον Σκόμπι για συνεννόηση).
Ιδού, λοιπόν, ο βασικός υπαίτιος του εμπρησμού για τα Δεκεμβριανά!
Αλλά και ο εκλεκτός των Βρετανών πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου ομολογεί σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (2/3/1948) ότι είχε υποσχεθεί στον «μέγα ηγέτη» Τσόρτσιλ «εξοπλισμό του κράτους -αφοπλισμό του ΕΑΜ», ενώ σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής τόνιζε: «Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήση και την Κυβέρνησιν των Βουνών - την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πώς θα κατελύετο; Δύο ήσαν τα στάδια διά να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ»!
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ είχαν στόχο (και σχέδιο) να καταλάβουν διά των όπλων την εξουσία. Σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς οι οποίοι έχουν μελετήσει τα σχετικά ντοκουμέντα της εποχής, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από κανένα κομματικό κείμενο ή αναφορά, από καμία μαρτυρία ή πηγή της Αριστεράς. Διότι αυτό μπορεί να ήταν η ευχή ή η επιθυμία πολλών ΕΑΜικών, αλλά βρισκόταν πέρα από τις προθέσεις και τις αποφάσεις της ηγεσίας του ΕΑΜ/ΚΚΕ. Αλλωστε, παρά την κοινωνικοπολιτική προβολή και αναγνώρισή του από τον ελληνικό λαό, το ΕΑΜικό κίνημα έδειξε πολλή υποχωρητικότητα.
Γιατί όλες αυτές οι υποχωρήσεις δεν εκτιμήθηκαν από την πλευρά του πρωθυπουργού; Μήπως είχε άλλα κατά νου; Ποιος, λοιπόν, ή ποιοι από τους τρεις παράγοντες -οι Αγγλοι του Τσόρτσιλ, η ελληνική κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου και η ΕΑΜική ηγεσία- είχαν συνειδητά επιδιώξει να φτάσουν στη σύγκρουση που άρχισε με την αιματοχυσία άοπλων διαδηλωτών στην πλατεία Συντάγματος την Κυριακή 3 του Δεκέμβρη 1944;
Τα άσφαιρα επιχειρήματα των ιστορικών αναθεωρητών
Κάποιοι ιστορικοί (και άλλοι) υποστηρικτές της άποψης ότι την κύρια ευθύνη για τα Δεκεμβριανά φέρουν ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ προβάλλουν ως βασικό ντοκουμέντο την έκθεση του Θόδωρου Μακρίδη (ψευδώνυμο Εκτορας) που γράφτηκε το καλοκαίρι του 1946 με εντολή του Νίκου Ζαχαριάδη και απευθυνόταν στην ηγεσία του ΚΚΕ.
Η εν λόγω έκθεση αφορά όλη την περίοδο από την προετοιμασία ίδρυσης του ΕΛΑΣ έως και τη Βάρκιζα (12/2/1945). Ο Θ. Μακρίδης ήταν αξιωματικός του αστικού στρατού και κλήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1941. Από τα πρώτα μέλη της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση του ΕΛΑΣ και αργότερα ανέλαβε επιτελικό πόστο στο Γενικό Στρατηγείο.
Από ιστορικής άποψης η έκθεση Μακρίδη έρχεται να επιβεβαιώσει μια σειρά άλλες μαρτυρίες αλλά και να παρουσιάσει αναλυτικά στοιχεία γύρω από τη δράση του ΕΛΑΣ, την ποιοτική και ποσοτική δύναμή του κ.λπ.
Από πολιτική άποψη η έκθεση αποτελεί λεπτομερειακή παρουσίαση - ανάλυση της εσωτερικής αντιπαράθεσης στην ηγεσία του ΕΛΑΣ και ως έναν βαθμό και του ΚΚΕ για την πορεία και τον χαρακτήρα του αγώνα. Αναδείχνει τις ταλαντεύσεις και τις υποχωρήσεις απέναντι στο ζήτημα της εξουσίας των Αγγλων και των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Περιγράφει με στοιχεία την πορεία ανάπτυξης του ΕΛΑΣ και τις αδυναμίες που αποτύπωσε σε αυτόν η ασαφής πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ. Αναφέρεται εκτενώς στην αρνητική επίπτωση της Συμφωνίας της Καζέρτας, της υπαγωγής στο συμμαχικό στρατηγείο κ,λπ.
Σχετικά με τα Δεκεμβριανά ο Θ. Μακρίδης διαβεβαίωνε την ηγεσία του ΚΚΕ ότι «δεν ήταν τόσο τρομερή η κατάσταση όσο την φανταζόντουσαν γιατί ο ΕΛΑΣ έχασε μια μάχη και 5.000 μαχητές, αλλά διαθέτει ακόμη 100.000 εμπειροπόλεμους μαχητές που μπορούν να μάθουν τους Αγγλους και τα κοπέλια τους ότι δεν μας νίκησαν φθάνει να γίνει μια κατάλληλη ανακατάταξη και συγκέντρωση των δυνάμεων αυτών που θα χρειαστεί μια προθεσμία 20-30 ημερών».
Μάλιστα ο Μακρίδης κάνει αναφορά σε σχέδιο για την κατάληψη της Αθήνας μετά την αποχώρηση των Γερμανών, για διαφωνίες που είχαν προκόψει μεταξύ των κομμουνιστών σχετικά με το θέμα και για άλλα δύο αντίστοιχα σχέδια κατάληψης της Αθήνας που συντάχθηκαν μέσα στο 1944. Επίσης, ισχυρίζεται ότι είχε πάρει εντολή από τον Ζέβγο να συντάξει το σχέδιο κατάληψης της Αττικής, τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν πλέον αναμενόταν η αποχώρηση των Γερμανών μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Αλλά τελικά οι Γερμανοί δεν αποχώρησαν το 1943, οπότε το αρχικό σχέδιο δεν εφαρμόστηκε.
Ετσι, οι βασιζόμενοι αποκλειστικά στην έκθεση Μακρίδη υποστηρίζουν ότι ανεξάρτητα από επιμέρους λεπτομέρειες και διαφωνίες, αυτή αποτελεί πειστήριο ότι το ΚΚΕ από το 1943 στόχευε στη βίαιη κατάληψη της Αθήνας, άρα και της εξουσίας.
Ωστόσο απόψεις και θέσεις σαν του Θ. Μακρίδη ήταν έξω από τις ιεραρχήσεις της ηγεσίας ΕΑΜ/ΚΚΕ, που λειτουργούσε εν πολλοίς αμυντικά απέναντι στην αντίπαλη παράταξη, τη λεγάμενη «εθνική».
Διότι αν ήταν διαφορετικά, τότε:
1) Γιατί η ηγεσία ΕΑΜ-ΕΛΑΣ/ΚΚΕ απέρριψε την πρόταση του Αρη Βελουχιώτη (Νοέμβρης 1944) για τη χρησιμοποίηση όλου του δυναμικού των ένοπλων ανταρτών του ΕΛΑΣ από τη Στερεά και την Πελοπόννησο για την κατάληψη της Αθήνας και κατ’ επέκταση της εξουσίας κατά την αποχώρηση των Γερμανών;
Και όχι μόνο αυτό, αλλά στη διάρκεια των Δεκεμβριανών η ηγεσία ΕΑΜ/ΚΚΕ απομόνωσε τον Βελουχιώτη από τη μάχη της Αθήνας απομακρύνοντάς τον στην Ηπειρο σε επιχειρήσεις εναντίον επουσιωδών «υπολειμμάτων» του ΕΔΕΣ.
2) Γιατί αν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στόχευε εξαρχής σε επιβολή κομμουνιστικού τύπου καθεστώτος δεν εξαπέλυσε το στρατιωτικό του κίνημα στο κενό διάστημα από 12-18 Οκτωβρίου του 1944; Αλλά και στη συνέχεια, μέχρι το αιματοκύλισμα του ειρηνικού συλλαλητηρίου της Κυριακής 3 του Δεκέμβρη 1944 στο Σύνταγμα, γιατί ΕΑΜ/ΚΚΕ επέμεναν στις άοπλες μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις προκειμένου να δείξουν με αυτές την ισχύ και την αντίθεσή τους στην αποικιοκρατικού τύπου βρετανική παρουσία/ επέμβαση και να βάλουν την (όποια αριστερή) σφραγίδα τους στις πολιτικές εξελίξεις;
3) Γιατί στο αιματοκύλισμα των διαδηλωτών στην πλατεία Συντάγματος δεν απάντησαν από το ΚΚΕ αμέσως; Οπως αναφέρει ο Γ. Λεονταρίτης στο βιβλίο του «Ποιοι ήθελαν τα Δεκεμβριανά», ο Αγγλος αξιωματικός Μπίφορντ Τζόουνς είχε δηλώσει: «Οσοι από τους θεατές βρισκόμασταν στη γραμμή του πυρός περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή το ΕΑΜ να απαντήσει με όπλα. Πάνω στη σκεπή των κεντρικών γραφείων του ΚΚΕ, που βρίσκονταν στην πλατεία, υπήρχαν πολυβόλα, τα οποία μπορούσαν να γαζώσουν ολόκληρη τη γειτονιά με καταιγιστικό πυρ. Το ΕΑΜ όμως περιορίστηκε σε βρισιές και απειλές. Δεν νομίζω πως υπήρχαν οπλισμένοι διαδηλωτές. Η οργή του πλήθους ήταν τέτοια, ώστε, εάν-ήσαν οπλισμένοι, θα είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος εκείνη τη στιγμή...».
4) Γιατί (αν το ΚΚΕ είχε προαποφασίσει τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας) ο ΕΛΑΣ καθυστερούσε την έναρξη επιχειρήσεων εναντίον των Βρετανών επί σχεδόν μια εβδομάδα μετά την έκρηξη της δεκεμβριανής σύγκρουσης (τα εν λόγω ζητήματα θέτει και ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του «Δεκεμβριανά 1944, η Μάχη της Αθήνας»);
Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΕΛΑΣ κινήθηκε για να εξουδετερώσει τις εστίες των ακροδεξιών/παρακρατικών και στράφηκε εναντίον των δύο άκρων της αντίπαλης διάταξης (Γουδή και Μακρυγιάννη), αφήνοντας ανέγγιχτο και αγγλοκρατούμενο το κέντρο της Αθήνας, ιδίως γύρω από το επιτελικό σημείο της Βουλής, που, αν ήθελε, είχε την ισχύ να την καταλάβει συλλαμβάνοντας και τον Γ. Παπανδρέου!
Αλλά και μεσούντων των Δεκεμβριανών ενώ οι Βρετανοί επέκτειναν τις επιθέσεις τους εναντίον του ΕΑΑΣ, ο γραμματέας του ΚΚΕ Γιώργης Σιάντος στις 14/12/1944 πρότεινε τον τερματισμό των μαχών, χωρίς όμως ανταπόκριση από το αντίπαλο στρατόπεδο (αρχείο Αιγιαλίδη, Aide Memoire, 14 Δεκεμβρίου 1944, πηγή: ΕΛΙΑ).
Αυτά τα ίδια «γιατί» αποτελούν απάντηση και στον ισχυρισμό του «ιστορικού» Στάθη Καλύβα ότι «η απόφαση για τη σύγκρουση τον Δεκέμβρη του 1944 είχε ληφθεί από το ΚΚΕ στις 27 του Νοέμβρη και επισημοποιήθηκε στις 2 του Δεκέμβρη οπότε ξεκίνησαν για την Αθήνα μονάδες του ΕΑΑΣ Αττικής και Ρούμελης» (βλ. σχετικό άρθρο του «Οκτώ ερωτήματα για τον Δεκέμβριο του 1944» στην «Καθημερινή», 7/12/2014). Ανάλογο άρθρο του Στ. Καλύβα ήταν και το «Η επιλογή της βίαιης ρήξης» (στο «Βήμα», 5/12/2004).
Οχι μόνο, λοιπόν, δεν υπήρχε πρόθεση και σχέδιο από την πλευρά ΕΑΜ/ΚΚΕ για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας διά των όπλων, αλλά, απεναντίας, από κομματικά ντοκουμέντα (και την περίοδο των Δεκεμβριανών) προκύπτει η σταθερή προσήλωση της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ στον δρόμο της «έντιμης απεμπλοκής». Αυτό μαρτυρά σχετική απόφαση του ΠΓ του ΚΚΕ σπς 11 του Δεκέμβρη 1944 (Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 109, φ4/1/1, πηγή: ΑΣΚΙ).
Αλλά και στο φινάλε των Δεκεμβριανών (τερματίστηκαν στις 5-6 Γενάρη 1945), όταν το γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ ζήτησε από την ηγεσία του ΚΚΕ την έγκριση να συνεχίσει τη σύγκρουση εκτός Αττικής, ο Γ. Σιάντος απέρριψε κάθε τέτοια συζήτηση επικαλούμενος την κομματική απόφαση για στρατιωτική απεμπλοκή και δρομολόγηση διαδικασιών ομαλοποίησης με πολιτικά μέσα (βλ. ραδιοτηλεγράφημα Σιάντου προς οργανώσεις - Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 145, φ7/32/289,7 Ιανουάριου 1945, πηγή: ΑΣΚΏ.
Αξιοσημείωτες είναι οι σχετικές απόψεις/εκτιμήσεις μιας εμβληματικής μορφής της κομμουνιστικής Αριστεράς, του Γρηγόρη Φαράκου (γεν. γραμματέας ΚΚΕ από τον Ιούλη του 1989 έως τον Φλεβάρη του 1991 και μετά στον Συνασπισμό), ο οποίος υποστήριζε ότι μπορεί η γραμμή της βίαιης ρήξης να υπήρχε ως σκέψη στο ΚΚΕ, αλλά αποκλείστηκε -και ορθώς- τότε από την ηγεσία του κόμματος.
Συγκεκριμένα, σε άρθρο του στα «Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας» (2/12/1999), ο Γ.Φ. έγραφε: «Για τους “νικητές” της δεκεμβριανής σύγκρουσης που πέτυχαν να καταλάβουν την εξουσία και να τη διατηρήσουν επί πολλές δεκαετίες υπάρχει η πραγματικότητα που έζησε ο τόπος. Αυτή αποδεικνύει ότι ο κύριος σκοπός τους ήταν η ανεξέλεγκτη μονοπώληση της εξουσίας και βασικό τους μέλημα είχαν την κονιορτοποίηση - εξαφάνιση της Αριστεράς από την πολιτική ζωή».
Επιπλέον, σημαντική παράμετρος -εν μέρει και επεξηγηματική για τη στάση ΕΑΜ/ΚΚΕ- που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι το γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΕ και κατ’ επέκταση του ΕΑΜικού κινήματος θεωρούσε ότι οι ήδη εκτεταμένες κατοχικές καταστροφές (πάνω από 1.770χωριά είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, πάνω από 1.000.000 άνθρωποι δεν είχαν στέγη, ενώ η παραγωγή σιτηρών είχε μειωθεί κατά 40%), η πείνα και η εξαθλίωση των λαϊκών μαζών δεν επέτρεπαν τη συνέχιση ενός παρατεταμένου ένοπλου αγώνα με μαζική λαϊκή υποστήριξη και συμμετοχή. Πόσο μάλλον που αργά ή γρήγορα η έλλειψη πυρομαχικών και τροφίμων θα προκαλούσε δυσεπίλυτα προβλήματα σε συνδυασμό με την απειλή των Αγγλοαμερικανών να διακόψουν τη βοήθεια σε τρόφιμα και φάρμακα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι ανατιθέμενοι και επικριτές της Συμφωνίας της Βάρκιζας (12/2/1945), όπως το μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ Γιάννης Ζέβγος, παραδέχονταν ότι ενώ το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχαν στη διάθεσή τους 50.000 ετοιμοπόλεμους άντρες, η συνέχιση και επέκταση του ένοπλου αγώνα (βασικά στην ύπαιθρο χώρα) δεν θα μπορούσε να απαντήσει στην περαιτέρω ανθρωπιστική καταστροφή που αναπόφευκτα θα προκαλούσε η κλιμάκωση των πολεμικών συγκρούσεων (βλ. I Ζεύγος, «Η λαϊκή αντίσταση του Δεκέμβρη και το νεοελληνικό πρόβλημα», Αθήνα 1945, σελ. 64).
Δημοσίευση σχολίου