{[['']]}
Η καταγωγή της Οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους
Κατά τ' άλλα, τον καιρό του Τάκιτου, τουλάχιστον στους Γερμανούς που ήταν πιο γνωστοί του, το μητρικό δίκαιο είχε κιόλας κάνει τόπο στο πατρικό δίκαιο: τα παιδιά κληρονομούσαν τον πατέρα. Όπου δεν υπήρχαν παιδιά, κληρονομούσαν οι αδερφοί και οι θείοι από την πλευρά του πατέρα και της μητέρας. Το δικαίωμα του αδερφού της μητέρας στην κληρονομιά συνδέεται με τη διατήρηση του εθίμου που μόλις αναφέραμε και αποδείχνει επίσης πόσο νέο ήταν ακόμα τότε το πατρικό δίκαιο στους Γερμανούς. Ακόμα ως βαθιά στο μεσαίωνα βρίσκονταν ίχνη του μητρικού δικαίου. Και τότε ακόμα φαίνεται πως δεν θεωρούσαν και πολύ σίγουρη την πατρότητα, ιδίως στους δουλοπάροικους. Όταν λοιπόν ένας φεουδάρχης ζητούσε από μια πόλη να του αποδοθεί ένας δουλοπάροικος που είχε δραπετεύσει, έπρεπε, λόγου χάρη στο Άουγκσμπουργκ, στη Βασιλεία και στο Κάιζερσλάουτερν, να επιβεβαιώσουν με όρκο ότι ο κατηγορούμενος ήταν δουλοπάροικος έξι από τους κοντινότερους συγγενείς του εξ αίματος, και μάλιστα αποκλειστικά από τη μητρική πλευρά (Mauter, Stadteverfassug, Ι, σελ. 381).
Άλλο ένα υπόλειμμα από το μητρικό δίκαιο που μόλις τότε έσβηνε, είναι ο σχεδόν ακατανόητος για τους Ρωμαίους σεβασμός των Γερμανών προς το γυναικείο φύλο. Τα κορίτσια των αριστοκρατικών οικογενειών θεωρούνταν οι πιο σίγουροι όμηροι για την τήρηση των συμφωνιών με τους Γερμανούς. Η σκέψη ότι οι γυναίκες και οι κόρες τους θα μπορούσαν να πιαστούν αιχμάλωτες και να γίνουν σκλάβες, τους ήταν αφόρητη και κέντριζε περισσότερο από καθετί άλλο το θάρρος τους στη μάχη. Στη γυναίκα βλέπουν κάτι το ιερό και το προφητικό, ακούν τη συμβουλή της ακόμα και στις σπουδαιότερες υποθέσεις. Έτσι η Βελέντα, η βρουκτεριανή ιέρεια στην περιοχή του ποταμού Λίπε ήταν η κινητήρια ψυχή όλης της εξέγερσης των Μπαταβών, όπου ο Κίβιλις, επικεφαλής Γερμανών και Βέλγων, κλόνισε όλη τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη Γαλατία.*
Στο σπίτι η κυριαρχία της γυναίκας μοιάζει αδιαφιλονίκητη. Φυσικά, η γυναίκα, οι γέροι και τα παιδιά έπρεπε να φροντίζουν για όλη τη δουλειά, ενώ ο άντρας πήγαινε κυνήγι, έπινε ή τεμπέλιαζε. Αυτά λέει ο Τάκιτος. Επειδή όμως δεν λέει ποιος καλλιεργούσε τα χωράφια και δηλώνει ρητά ότι οι δούλοι πρόσφεραν μόνο δοσίματα χωρίς να κάνουν όμως αγγαρείες, τότε είναι φανερό ότι οι ενήλικοι άντρες θα πρέπει να έκαναν τη λίγη δουλειά που απαιτούσε η καλλιέργεια της γης.
Η μορφή του γάμου όπως είπαμε ήδη πιο πάνω, ήταν ο ζευγαρωτός γάμος, που σιγά-σιγά πλησίαζε στη μονογαμία. Δεν ήταν ακόμη αυστηρή μονογαμία, αφού στους αρχόντους επιτρεπόταν η πολυγαμία. Γενικά επέμεναν αυστηρά στην αγνότητα των κοριτσιών (σε αντίθεση με τους Κέλτες) και ο Τάκιτος μιλάει με ξεχωριστή θέρμη για το αδιάλυτο του δεσμού του γάμου στους Γερμανούς. Σαν λόγο χωρισμού αναφέρει μόνο τη μοιχεία της γυναίκας. Η αφήγηση του ωστόσο αφήνει εδώ πολλά κενά και οπωσδήποτε χρησιμεύει ολοφάνερα για καθρέφτης αρετής στους ακόλαστους Ρωμαίους.
Ένα είναι βέβαιο: αν οι Γερμανοί στα δάση τους ήταν οι εξαιρετικοί αυτοί ιππότες της αρετής, χρειάστηκε μονάχα ελάχιστη επαφή με τον έξω κόσμο, για να πέσουν στο επίπεδο των άλλων ευρωπαίων μέσων ανθρώπων. Το τελευταίο ίχνος της αυστηρότητας των ηθών χάθηκε μέσα στο ρωμαϊκό κόσμο ακόμα πιο γρήγορα απ' ό,τι η γερμανική γλώσσα. Δεν έχει κανείς παρά να διαβάσει τον Γκρεγκουάρ ντε Τουρ. Είναι αυτονόητο ότι στα γερμανικά παρθένα δάση δεν μπορούσε να επικρατεί η ραφιναρισμένη ηδυπάθεια των σαρκικών απολαύσεων που επικρατούσε στη Ρώμη, και έτσι μένουν στους Γερμανούς και απ' αυτή την άποψη αρκετά πλεονεκτήματα απέναντι στο ρωμαϊκό κόσμο, χωρίς να τους αποδίνουμε με τη φαντασία μας μια εγκράτεια σε σαρκικά ζητήματα που ποτέ και πουθενά δεν επικράτησε σ' έναν ολόκληρο λαό.
Από το καθεστώς των γενών προέρχεται η υποχρέωση να κληρονομούν τις εχθρότητες και τις φιλίες του πατέρα ή των συγγενών. Επίσης τη χρηματική αποζημίωση και την εξιλέωση, αντί της αιματηρής εκδίκησης σε περιπτώσεις φόνου ή τραυματισμού. Αυτή η εξαγορά, που πριν από μια γενιά ακόμα θεωρούνταν ειδικός γερμανικός θεσμός, έχει τώρα αποδειχτεί ότι υπάρχει σε εκατοντάδες λαούς σαν γενική, ηπιότερη μορφή της αιματηρής εκδίκησης που πήγαζε από το σύστημα των γενών. Τα βρίσκουμε, όπως και την υποχρέωση της φιλοξενίας, εκτός των άλλων και στους Ινδιάνους της Αμερικής. Η περιγραφή της φιλοξενίας από τον Τάκιτο (Germaia c. 21) είναι σχεδόν ως τις λεπτομέρειες της η ίδια μ' εκείνη που κάνει ο Μόργκαν για τους Ινδιάνους του.
Η ζωηρότατη και ατελείωτη διαμάχη για το αν οι Γερμανοί του Τάκιτου είχαν κιόλας μοιράσει οριστικά τη γη ή όχι, και για το πώς πρέπει να ερμηνευτούν τα σχετικά χωρία, ανήκει τώρα στο παρελθόν. Από τότε που αποδείχτηκε σχεδόν για όλους τους λαούς ότι τα γένη και αργότερα οι κομμουνιστικές οικογενειακές κοινότητες καλλιεργούσαν από κοινού τα χωράφια, πράγμα που, όπως βεβαίωνε ο Καίσαρας, υπήρχε ακόμα στους Σουηβούς**, και ότι το καθεστώς αυτό το διαδέχθηκε το μοίρασμα της γης σε ξεχωριστές οικογένειες με περιοδικό ξαναμοίρασμά της, ότι το περιοδικό αυτό ξαναμοίρασμα της καλλιεργήσιμης γης είχε διατηρηθεί στην ίδια τη Γερμανία πού και πού και ως τις μέρες μας, δεν αξίζει να μιλάμε γι' αυτή τη διαμάχη.
Αν οι Γερμανοί από την κοινή καλλιέργεια της γης, που ο Καίσαρας την αποδίδει ρητά στους Σουηβούς (μοιρασμένο ή ιδιωτικό χωράφι, λέει, δεν υπάρχει καθόλου σ' αυτούς), πέρασαν μέσα σε 150 χρόνια, ως τον Τάκιτο, στην ατομική καλλιέργεια με ξαναμοίρασμά της γης κάθε χρόνο, αυτό πραγματικά αποτελεί αρκετή πρόοδο. Η μετάβαση από τη βαθμίδα εκείνη στην πλήρη ατομική ιδιοκτησία της γης, σ' ένα τόσο σύντομο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα και χωρίς καμιά ξένη ανάμειξη, είναι απλούστατα αδύνατο. Διαβάζω λοιπόν στον Τάκιτο μονάχα εκείνο που λέει με ξερά λόγια: Αλλάζουν (ή ξαναμοιράζουν) την καλλιεργημένη γη κάθε χρόνο, και πάλι περισσεύει αρκετή κοινή γη.3* Είναι η βαθμίδα της γεωργίας και της ιδιοποίησης της γης που αντιστοιχεί ακριβώς στο τότε καθεστώς των γενών των Γερμανών.
Την παραπάνω τελευταία παράγραφο την αφήνω αμετάβλητη, όπως βρίσκεται στις προηγούμενες εκδόσεις. Στο μεταξύ το πρόβλημα πήρε άλλη τροπή. Από τότε που ο Κοβαλέφσκι απέδειξε ότι η πατριαρχική οικιακή συντροφιά ήταν πλατιά, αν όχι και καθολικά, διαδεδομένη σαν ενδιάμεση βαθμίδα ανάμεσα στην κομμουνιστική οικογένεια του μητρικού δικαίου και τη σύγχρονη απομονωμένη οικογένεια, δεν μπαίνει πια το ερώτημα όπως έμπαινε ακόμα στη συζήτηση ανάμεσα στον Μάουρερ και τον Βάιτς, αν δηλαδή πρόκειται για κοινή ή ατομική ιδιοκτησία της γης, αλλά για τη μορφή της κοινής ιδιοκτησίας. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τον καιρό του Καίσαρα στους Σουηβούς δεν υπήρχε μονάχα κοινή ιδιοκτησία, αλλά και από κοινού καλλιέργεια για κοινό λογαριασμό. Θα συζητηθεί ακόμα πολύ αν η οικονομική μονάδα ήταν το γένος ή η οικιακή συντροφιά, ή μια ενδιάμεση κομμουνιστική συγγενική ομάδα, ή αν ακόμη, ανάλογα με τις συνθήκες της γης εμφανίζονταν και οι τρεις ομάδες. Ο Κοβαλέφσκι όμως ισχυρίζεται ότι η κατάσταση που περιγράφει ο Τάκιτος δεν έχει για προϋπόθεση τη μαρκ ή αγροτική κοινότητα, αλλά την οικιακή συντροφιά, και απ' αυτήν πολύ αργότερα εξελίχθηκε η αγροτική κοινότητα εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού.
Σύμφωνα μ' αυτά, οι οικισμοί των Γερμανών στην περιοχή που κατέλαβαν τον καιρό των Ρωμαίων, καθώς και στην περιοχή που απόσπασαν αργότερα από τους Ρωμαίους, δεν αποτελούνταν από χωριά, αλλά από μεγάλες οικογενειακές συντροφιές, που αγκάλιαζαν περισσότερες γενιές, έπαιρναν και καλλιεργούσαν ένα αντίστοιχο κομμάτι γης και χρησιμοποιούσαν τη γύρω χέρσα γη από κοινού με τους γείτονες σαν κοινή μεθοριακή ζώνη. Το χωρίο του Τάκιτου για την αλλαγή της καλλιεργημένης γης θα έπρεπε λοιπόν πραγματικά να το καταλάβουμε με την αγρονομική έννοια: Η συντροφιά καλλιεργούσε κάθε χρόνο ένα άλλο κομμάτι γης και άφηνε χέρσα τα χωράφια της περασμένης χρονιάς ή τα εγκατέλειπε ολότελα. Επειδή ο πληθυσμός ήταν αραιός, έμενε πάλι αρκετή χέρσα γη, έτσι που έκανε περιττή κάθε διαμάχη για κατοχή γης. Μόνο ύστερα από αιώνες, όταν ο αριθμός των μελών της οικιακής συντροφιάς μεγάλωσε τόσο που να μην είναι πια δυνατή η κοινή οικονομία με τους τότε όρους παραγωγής, διαλύθηκαν τα κοινά νοικοκυριά. Οι αγροί και τα λιβάδια, που ως τότε ήταν κοινά, μοιράστηκαν με το γνωστό τρόπο ανάμεσα στα ατομικά νοικοκυριά που διαμορφώνονταν τώρα, αρχικά για ορισμένο χρόνο, αργότερα μια για πάντα, ενώ τα δάση, τα βοσκοτόπια και τα νερά έμειναν κοινά.
Για τη Ρωσία φαίνεται ότι έχει πέρα για πέρα αποδειχτεί ιστορικά αυτή η πορεία εξέλιξης. Όσο για τη Γερμανία, και σε δεύτερη μοίρα για τις άλλες γερμανικές χώρες, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η υπόθεση αυτή εξηγεί από πολλές απόψεις καλύτερα τις πηγές και λύνει ευκολότερα τις δυσκολίες από την παλιά άποψη, που ανάγει την αγροτική κοινότητα ως την εποχή του Τάκιτου. Τα πιο παλιά ντοκουμέντα, για παράδειγμα ο Codex Laureshamensis4*, εξηγούνται στο σύνολο τους πολύ καλύτερα με τη βοήθεια της οικιακής συντροφιάς παρά με την αγροτική κοινότητα. Από την άλλη πλευρά, προβάλλουν νέες δυσκολίες και νέα προβλήματα που πρέπει να λυθούν. Εδώ μόνο νέες έρευνες μπορούν να κρίνουν οριστικά. Δεν μπορώ ωστόσο ν' αρνηθώ ότι είναι πολύ πιθανό η οικιακή συντροφιά να υπήρξε σαν ενδιάμεση βαθμίδα και στη Γερμανία, τη Σκανδιναβία και την Αγγλία.
Ενώ τον καιρό του Καίσαρα μόλις είχε εγκατασταθεί μόνιμα μόνο ένα μέρος των Γερμανών, ενώ ένα άλλο μέρος ζηούσε ακόμα να βρει οριστικούς τόπους διαμονής, τον καιρό του Τάκιτου οι Γερμανοί έχουν κιόλας έναν ολόκληρο αιώνα μόνιμης εγκατάστασης πίσω τους. Γι' αυτό είναι αναμφισβήτητη η πρόοδος στην παραγωγή των μέσων συντήρησης. Κατοικούν σε ξύλινα σπίτια, το ντύσιμο τους είναι ακόμα πολύ πρωτόγονο, μοιάζει με το ντύσιμο ανθρώπων των δασών: χοντροϋφασμένος μάλλινος μανδύας, δέρματα ζώων, για τις γυναίκες και τους ευγενείς λινά εσώρουχα. Η τροφή τους αποτελείται από γάλα, κρέας, άγριους καρπούς και, όπως προσθέτει ο Πλίνιος, από χυλό βρόμης5* (που και σήμερα ακόμα είναι κελτικό εθνικό φαγητό στην Ιρλανδία και τη Σκοτία). Ο πλούτος τους αποτελείται από ζώα, που είναι όμως κατώτερης ράτσας, τα βόδια είναι μικρά, ασήμαντα, χωρίς κέρατα. Τα άλογα ήταν μικρά και βραδυκίνητα πόνεϊ. Το χρήμα το χρησιμοποιούσαν σπάνια και πολύ λίγο και ήταν μονάχα ρωμαϊκό. Το χρυσάφι και το ασήμι δεν τα κατεργάζονταν και δεν τα λογάριαζαν, το σίδερο ήταν σπάνιο και φαίνεται, τουλάχιστον για τις φυλές της περιοχής του Ρήνου και του Δούναβη, ότι δεν το παρήγαγαν μόνοι τους, αλλά το εισήγαγαν σχεδόν όλο απέξω.
Η ρουνική γραφή (απομίμηση ελληνικών ή λατινικών γραμμάτων) ήταν γνωστή μόνο σαν μυστική γραφή και τη χρησιμοποιούσαν μονάχα για θρησκευτική μαγεία. Συνηθιζόταν ακόμα η ανθρωποθυσία. Κοντολογίς, έχουμε εδώ μπροστά μας ένα λαό που μόλις υψώθηκε από τη μέση βαθμίδα της βαρβαρότητας στην ανώτερη. Ενώ όμως οι φυλές που συνόρευαν άμεσα με τους Ρωμαίους, εξαιτίας της εύκολης εισαγωγής ρωμαϊκών βιομηχανικών προϊόντων, εμποδίζονταν στην ανάπτυξη μιας ανεξάρτητης μεταλλουργικής και υφαντουργικής βιομηχανίας, τέτοιου είδους βιομηχανία αναπτύχθηκε αναμφισβήτητα στα βορειοανατολικά, στα παράλια της Βαλτικής.
Τα διάφορα όπλα που βρέθηκαν στα έλη του Σλέσβιγκ —μακρύ σιδερένιο ξίφος, αλυσωτός θώρακας, ασημένιο κράνος κλπ.— μαζί με ρωμαϊκά νομίσματα του τέλους του δεύτερου αιώνα και τα γερμανικά μετάλλινα είδη που διαδόθηκαν με τις μεταναστεύσεις των λαών, είναι προϊόντα αρκετά αναπτυγμένης και ιδιόμορφης τέχνης, κι όταν ακόμα πρόκειται για περιπτώσεις απομίμησης ρωμαϊκών πρωτοτύπων. Με τη μετανάστευση στην πολιτισμένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία σταμάτησε παντού, εκτός από την Αγγλία, αυτή η παραγωγή των γερμανικών φυλών. Πόσο ομοιόμορφα είχε γεννηθεί και αναπτυχθεί παραπέρα αυτή η παραγωγή, το δείχνουν, λόγου χάρη, οι χάλκινες πόρπες. Όσες βρέθηκαν στη Βουργουνδία, στη Ρουμανία και στην Αζοφική Θάλασσα θα μπορούσαν να έχουν βγει από το ίδιο εργαστήρι με τις αγγλικές και τις σουηδικές και είναι εξίσου αναμφισβήτητα γερμανικής προέλευσης.
Στην ανώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας αντιστοιχεί και η οργάνωση της διοίκησης. Γενικά, κατά τον Τάκιτο, υπήρχε το συμβούλιο των αρχηγών (principes) που αποφάσιζε για μικρότερα ζητήματα, προετοίμαζε όμως τα σπουδαιότερα για να αποφασίσει γι' αυτά η λαϊκή συνέλευση. Αυτή η συνέλευση, στην κατώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας, τουλάχιστον εκεί όπου την ξέρουμε, στους Αμερικανούς, υπήρχε πρώτα μονάχα για το γένος, όχι ακόμα για τη φυλή ή την ομοσπονδία φυλών. Οι αρχηγοί (principes) ξεχωρίζουν ακόμα έντονα από τους πολέμαρχους (duces), ακριβώς όπως στους Ιροκέζους. Οι πρώτοι ζουν κιόλας εν μέρει από τιμητικά δώρα σε ζώα, σιτηρά κλπ., που προσφέρουν τα μέλη της φυλής. Εκλέγονται κυρίως, όπως στην Αμερική, από την ίδια οικογένεια. Η μετάβαση στο πατρικό δίκαιο ευκολύνει, όπως στην Ελλάδα και τη Ρώμη, τη βαθμιαία αλλαγή από την εκλογή στην κληρονομική διαδοχή και έτσι διαμορφώνεται μια αριστοκρατική οικογένεια σε κάθε γένος. Τις περισσότερες φορές, αυτοί οι παλιοί, οι λεγόμενοι ευγενείς του γένους, χάθηκαν στη μετανάστευση των λαών ή αμέσως ύστερα απ' αυτήν. Οι στρατιωτικοί διοικητές εκλέγονταν χωρίς να παίρνεται υπόψη η καταγωγή, μονάχα ανάλογα με τις ικανότητες τους. Είχαν λίγη εξουσία και έπρεπε να επηρεάζουν με το παράδειγμα τους.
Την καθαυτό πειθαρχική εξουσία στο στρατό ο Τάκιτος την αποδίδει ρητά στους ιερείς. Η πραγματική εξουσία βρισκόταν στη συνέλευση του λαού. Ο βασιλιάς, ή αρχηγός της φυλής, προεδρεύει. Ο λαός αποφασίζει: όχι—μένα μουρμουρητό, ναι — με επευφημίες και κλαγγή των όπλων. Η συνέλευση είναι ταυτόχρονα και δικαστήριο. Εδώ παραπέμπονται οι κατηγορίες και εκδικάζονται, εδώ αποφασίζονται οι θανατικές καταδίκες. Με θανατική ποινή τιμωρείται μόνο η δειλία, η προδοσία του λαού και η παρά φύση ασέλγεια. Και στα γένη και στις άλλες υποδιαιρέσεις δικάζει το σύνολο με πρόεδρο τον αρχηγό που, όπως σε κάθε γερμανικό πρωτόγονο δικαστήριο, μπορεί μονάχα να διευθύνει τη διαδικασία και να βάζει ερωτήσεις. Την απόφαση στους Γερμανούς έπαιρνε ανέκαθεν και παντού το σύνολο.
Ομοσπονδίες φυλών είχαν διαμορφωθεί από τον καιρό του Καίσαρα. Σε μερικές απ' αυτές υπήρχαν κιόλας βασιλείς. Όπως στους Έλληνες και τους Ρωμαίους, ο ανώτατος αρχηγός του στρατού έτεινε κιόλας προς την τυραννίδα και κάποτε κατάφερνε να φτάσει ως αυτήν. Τέτοιοι τυχεροί σφετεριστές της εξουσίας δεν ήταν σε καμιά περίπτωση απεριόριστοι κυρίαρχοι, άρχιζαν ωστόσο να σπάζουν τα δεσμά του καθεστώτος των γενών. Ενώ άλλοτε οι απελεύθεροι δούλοι είχαν δευτερεύουσα θέση, γιατί δεν μπορούσαν ν' ανήκουν σε κανένα γένος, με τους νέους βασιλείς οι ευνοούμενοι αυτοί αποκτούσαν συχνά βαθμούς, πλούτη και τιμές. Ύστερα από την κατάκτηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έγινε το ίδιο με τους στρατιωτικούς αρχηγούς που είχαν γίνει τώρα βασιλείς μεγάλων χωρών. Στους Φράγκους οι δούλοι και οι απελεύθεροι του βασιλιά έπαιζαν σπουδαίο ρόλο, πρώτα στην αυλή και έπειτα στο κράτος. Οι νέοι ευγενείς κατά μεγάλο μέρος κατάγονταν απ' αυτούς.
Ένας θεσμός που ευνόησε την εμφάνιση της βασιλείας ήταν οι ακολουθίες. Ήδη στους αμερικανούς ερυθρόδερμους είδαμε πως πλάι στην οργάνωση του γένους σχηματίζονται ιδιωτικές εταιρίες για τη διεξαγωγή πολέμου με δική τους πρωτοβουλία και ευθύνη. Στους Γερμανούς αυτές οι ιδιωτικές εταιρίες είχαν γίνει κιόλας μόνιμες ενώσεις. Ο πολέμαρχος, που είχε αποκτήσει φήμη, συγκέντρωνε γύρω του μια ομάδα από νεαρούς που διψούσαν για λάφυρα και που συνδέονταν μαζί του με αμοιβαία προσωπική πίστη. Ο αρχηγός τους συντηρούσε και τους έδινε δώρα, τους οργάνωνε ιεραρικά. Για τις μικρότερες εκστρατείες χρησίμευε μια ετοιμοπόλεμη σωματοφυλακή, για τις μεγαλύτερες υπήρχε ένα έτοιμο σώμα αξιωματικών. Όσο κι αν ήταν αδύνατες αυτές οι ακολουθίες, κι όσο αδύνατες κι αν παρουσιάζονται, για παράδειγμα αργότερα τον καιρό του Οδόακρου στην Ιταλία, αποτέλεσαν ωστόσο την απαρχή της παρακμής της παλιάς λαϊκής ελευθερίας και τέτοιο ρόλο έπαιξαν στη διάρκεια της μετανάστευσης των λαών και ύστερα απ' αυτήν. Πρώτα, γιατί ευνόησαν την εμφάνιση της βασιλικής εξουσίας. Δεύτερο, γιατί, όπως αναφέρει ο Τάκιτος, μπορούσαν να διατηρηθούν μόνο με αδιάκοπους πολέμους και ληστρικές εκστρατείες.
Η ληστεία έγινε σκοπός. Όταν ο αρχηγός της ακολουθίας δεν είχε τι να κάνει εκεί κοντά, τραβούσε με τους άντρες του σε άλλους λαούς, όπου γινόταν πόλεμος και υπήρχε προοπτική για πλιάτσικο. Τα βοηθητικά στρατεύματα που αποτελούνταν από γερμανικές φυλές και που κατά μεγάλες μάζες πολεμούσαν κάτω από τη ρωμαϊκή σημαία, ακόμα και ενάντια σε Γερμανούς, είχαν συγκροτηθεί ως ένα βαθμό από τέτοιες ακολουθίες. Το καθεστώς των μισθοφόρων, αυτό το αίσχος και η κατάρα των Γερμανών, υπήρχε εδώ κιόλας στην πρώτη μορφή του. Ύστερα από την κατάκτηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι ακόλουθοι αυτοί των βασιλιάδων, μαζί με τους μη ελεύθερους και τους ρωμαίους αυλικούς υπηρέτες, αποτέλεσαν το δεύτερο βασικό συστατικό στοιχείο των κατοπινών ευγενών.
Γενικά, λοιπόν, στις γερμανικές φυλές που ενώθηκαν σε λαούς, επικρατεί η ίδια συγκρότηση που είχε αναπτυχθεί στους Έλληνες της ηρωικής εποχής και στους Ρωμαίους της λεγόμενης εποχής των βασιλιάδων: λαϊκή συνέλευση, συμβούλιο των αρχηγών των γενών και πολέμαρχος που τείνει κιόλας προς μια πραγματική βασιλική εξουσία. Ήταν η πιο διαμορφωμένη διοικητική οργάνωση που μπορούσε γενικά να αναπτύξει το καθεστώς των γενών. Ήταν το υποδειγματικό καθεστώς της ανώτερης βαθμίδας της βαρβαρότητας. Μόλις η κοινωνία βγήκε έξω από τα όρια μέσα στα οποία αρκούσε αυτή η οργάνωση, άρχισε να σβήνει το καθεστώς των γενών. Διαλύθηκε και στη θέση του μπήκε το κράτος.
___________________________________
* Η εξέγερση των γαλατικών και γερμανικών φυλών, με επικεφαλής τον Κίβιλις, ενάντια στη ρωμαϊκή κυριαρχία τα έτη 69-70 (σύμφωνα με ορισμένες πηγές 69-71) προκλήθηκε από τις αυξήσεις των φόρων, τις αυξημένες στρατολογίες και τις καταχρήσεις εξουσίας των Ρωμαίων. Επεκτάθηκε σ' ένα σημαντικό τμήμα της Γαλικίας και γερμανικών περιοχών που βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία των Ρωμαίων. Αρχικά φάνηκε ότι τα εδάφη αυτά θα τα έχανε η Ρώμη. Ύστερα, όμως, από τις αρχικές επιτυχίες, οι εξεγερμένοι υπέστησαν αρκετές ήττες που τους ανάγκασαν να κλείσουν ειρήνη με τη Ρώμη (σημ. γερμ. σύντ.).
** Γ. Ι. Καίσαρ, ό.π., βιβλίο IV, κεφ. Ι (σημ. γερμ. σύντ.)
3* Tacitus, Germania, κεφ. 26 (σημ. γερμ. σύντ.).
4* «Κτηματολόγιο της πόλης Λορς», δηλαδή βιβλίο του μοναστηριού του Λορς, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα αντίγραφα, επίσημων εγγράφων που αφορούν δωρεές, προνόμοια κ.ά. Το μοναστήρι αυτό, που ιδρύθηκε στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα κοντά στο Βορμς, διέθετε στη Νοτιοδυτική Γερμανία μεγάλη φεουδαρχική ιδιοκτησία. Αυτό το βιβλίο ολοκληρώθηκε το 12ο αιώνα και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πηγές για την ιστορία της γαιοκτησίας των αγροτών και φεουδαρχών τον 8ο και 9ο αιώνα (σημ. γερμ. σύντ.).
5* Plinius, Historia naturalis, βιβλίο 18, κεφ. 17 (σημ. γερμ. σύντ.).
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Κατά τ' άλλα, τον καιρό του Τάκιτου, τουλάχιστον στους Γερμανούς που ήταν πιο γνωστοί του, το μητρικό δίκαιο είχε κιόλας κάνει τόπο στο πατρικό δίκαιο: τα παιδιά κληρονομούσαν τον πατέρα. Όπου δεν υπήρχαν παιδιά, κληρονομούσαν οι αδερφοί και οι θείοι από την πλευρά του πατέρα και της μητέρας. Το δικαίωμα του αδερφού της μητέρας στην κληρονομιά συνδέεται με τη διατήρηση του εθίμου που μόλις αναφέραμε και αποδείχνει επίσης πόσο νέο ήταν ακόμα τότε το πατρικό δίκαιο στους Γερμανούς. Ακόμα ως βαθιά στο μεσαίωνα βρίσκονταν ίχνη του μητρικού δικαίου. Και τότε ακόμα φαίνεται πως δεν θεωρούσαν και πολύ σίγουρη την πατρότητα, ιδίως στους δουλοπάροικους. Όταν λοιπόν ένας φεουδάρχης ζητούσε από μια πόλη να του αποδοθεί ένας δουλοπάροικος που είχε δραπετεύσει, έπρεπε, λόγου χάρη στο Άουγκσμπουργκ, στη Βασιλεία και στο Κάιζερσλάουτερν, να επιβεβαιώσουν με όρκο ότι ο κατηγορούμενος ήταν δουλοπάροικος έξι από τους κοντινότερους συγγενείς του εξ αίματος, και μάλιστα αποκλειστικά από τη μητρική πλευρά (Mauter, Stadteverfassug, Ι, σελ. 381).
Άλλο ένα υπόλειμμα από το μητρικό δίκαιο που μόλις τότε έσβηνε, είναι ο σχεδόν ακατανόητος για τους Ρωμαίους σεβασμός των Γερμανών προς το γυναικείο φύλο. Τα κορίτσια των αριστοκρατικών οικογενειών θεωρούνταν οι πιο σίγουροι όμηροι για την τήρηση των συμφωνιών με τους Γερμανούς. Η σκέψη ότι οι γυναίκες και οι κόρες τους θα μπορούσαν να πιαστούν αιχμάλωτες και να γίνουν σκλάβες, τους ήταν αφόρητη και κέντριζε περισσότερο από καθετί άλλο το θάρρος τους στη μάχη. Στη γυναίκα βλέπουν κάτι το ιερό και το προφητικό, ακούν τη συμβουλή της ακόμα και στις σπουδαιότερες υποθέσεις. Έτσι η Βελέντα, η βρουκτεριανή ιέρεια στην περιοχή του ποταμού Λίπε ήταν η κινητήρια ψυχή όλης της εξέγερσης των Μπαταβών, όπου ο Κίβιλις, επικεφαλής Γερμανών και Βέλγων, κλόνισε όλη τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη Γαλατία.*
Στο σπίτι η κυριαρχία της γυναίκας μοιάζει αδιαφιλονίκητη. Φυσικά, η γυναίκα, οι γέροι και τα παιδιά έπρεπε να φροντίζουν για όλη τη δουλειά, ενώ ο άντρας πήγαινε κυνήγι, έπινε ή τεμπέλιαζε. Αυτά λέει ο Τάκιτος. Επειδή όμως δεν λέει ποιος καλλιεργούσε τα χωράφια και δηλώνει ρητά ότι οι δούλοι πρόσφεραν μόνο δοσίματα χωρίς να κάνουν όμως αγγαρείες, τότε είναι φανερό ότι οι ενήλικοι άντρες θα πρέπει να έκαναν τη λίγη δουλειά που απαιτούσε η καλλιέργεια της γης.
Η μορφή του γάμου όπως είπαμε ήδη πιο πάνω, ήταν ο ζευγαρωτός γάμος, που σιγά-σιγά πλησίαζε στη μονογαμία. Δεν ήταν ακόμη αυστηρή μονογαμία, αφού στους αρχόντους επιτρεπόταν η πολυγαμία. Γενικά επέμεναν αυστηρά στην αγνότητα των κοριτσιών (σε αντίθεση με τους Κέλτες) και ο Τάκιτος μιλάει με ξεχωριστή θέρμη για το αδιάλυτο του δεσμού του γάμου στους Γερμανούς. Σαν λόγο χωρισμού αναφέρει μόνο τη μοιχεία της γυναίκας. Η αφήγηση του ωστόσο αφήνει εδώ πολλά κενά και οπωσδήποτε χρησιμεύει ολοφάνερα για καθρέφτης αρετής στους ακόλαστους Ρωμαίους.
Ένα είναι βέβαιο: αν οι Γερμανοί στα δάση τους ήταν οι εξαιρετικοί αυτοί ιππότες της αρετής, χρειάστηκε μονάχα ελάχιστη επαφή με τον έξω κόσμο, για να πέσουν στο επίπεδο των άλλων ευρωπαίων μέσων ανθρώπων. Το τελευταίο ίχνος της αυστηρότητας των ηθών χάθηκε μέσα στο ρωμαϊκό κόσμο ακόμα πιο γρήγορα απ' ό,τι η γερμανική γλώσσα. Δεν έχει κανείς παρά να διαβάσει τον Γκρεγκουάρ ντε Τουρ. Είναι αυτονόητο ότι στα γερμανικά παρθένα δάση δεν μπορούσε να επικρατεί η ραφιναρισμένη ηδυπάθεια των σαρκικών απολαύσεων που επικρατούσε στη Ρώμη, και έτσι μένουν στους Γερμανούς και απ' αυτή την άποψη αρκετά πλεονεκτήματα απέναντι στο ρωμαϊκό κόσμο, χωρίς να τους αποδίνουμε με τη φαντασία μας μια εγκράτεια σε σαρκικά ζητήματα που ποτέ και πουθενά δεν επικράτησε σ' έναν ολόκληρο λαό.
Από το καθεστώς των γενών προέρχεται η υποχρέωση να κληρονομούν τις εχθρότητες και τις φιλίες του πατέρα ή των συγγενών. Επίσης τη χρηματική αποζημίωση και την εξιλέωση, αντί της αιματηρής εκδίκησης σε περιπτώσεις φόνου ή τραυματισμού. Αυτή η εξαγορά, που πριν από μια γενιά ακόμα θεωρούνταν ειδικός γερμανικός θεσμός, έχει τώρα αποδειχτεί ότι υπάρχει σε εκατοντάδες λαούς σαν γενική, ηπιότερη μορφή της αιματηρής εκδίκησης που πήγαζε από το σύστημα των γενών. Τα βρίσκουμε, όπως και την υποχρέωση της φιλοξενίας, εκτός των άλλων και στους Ινδιάνους της Αμερικής. Η περιγραφή της φιλοξενίας από τον Τάκιτο (Germaia c. 21) είναι σχεδόν ως τις λεπτομέρειες της η ίδια μ' εκείνη που κάνει ο Μόργκαν για τους Ινδιάνους του.
Η ζωηρότατη και ατελείωτη διαμάχη για το αν οι Γερμανοί του Τάκιτου είχαν κιόλας μοιράσει οριστικά τη γη ή όχι, και για το πώς πρέπει να ερμηνευτούν τα σχετικά χωρία, ανήκει τώρα στο παρελθόν. Από τότε που αποδείχτηκε σχεδόν για όλους τους λαούς ότι τα γένη και αργότερα οι κομμουνιστικές οικογενειακές κοινότητες καλλιεργούσαν από κοινού τα χωράφια, πράγμα που, όπως βεβαίωνε ο Καίσαρας, υπήρχε ακόμα στους Σουηβούς**, και ότι το καθεστώς αυτό το διαδέχθηκε το μοίρασμα της γης σε ξεχωριστές οικογένειες με περιοδικό ξαναμοίρασμά της, ότι το περιοδικό αυτό ξαναμοίρασμα της καλλιεργήσιμης γης είχε διατηρηθεί στην ίδια τη Γερμανία πού και πού και ως τις μέρες μας, δεν αξίζει να μιλάμε γι' αυτή τη διαμάχη.
Αν οι Γερμανοί από την κοινή καλλιέργεια της γης, που ο Καίσαρας την αποδίδει ρητά στους Σουηβούς (μοιρασμένο ή ιδιωτικό χωράφι, λέει, δεν υπάρχει καθόλου σ' αυτούς), πέρασαν μέσα σε 150 χρόνια, ως τον Τάκιτο, στην ατομική καλλιέργεια με ξαναμοίρασμά της γης κάθε χρόνο, αυτό πραγματικά αποτελεί αρκετή πρόοδο. Η μετάβαση από τη βαθμίδα εκείνη στην πλήρη ατομική ιδιοκτησία της γης, σ' ένα τόσο σύντομο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα και χωρίς καμιά ξένη ανάμειξη, είναι απλούστατα αδύνατο. Διαβάζω λοιπόν στον Τάκιτο μονάχα εκείνο που λέει με ξερά λόγια: Αλλάζουν (ή ξαναμοιράζουν) την καλλιεργημένη γη κάθε χρόνο, και πάλι περισσεύει αρκετή κοινή γη.3* Είναι η βαθμίδα της γεωργίας και της ιδιοποίησης της γης που αντιστοιχεί ακριβώς στο τότε καθεστώς των γενών των Γερμανών.
Την παραπάνω τελευταία παράγραφο την αφήνω αμετάβλητη, όπως βρίσκεται στις προηγούμενες εκδόσεις. Στο μεταξύ το πρόβλημα πήρε άλλη τροπή. Από τότε που ο Κοβαλέφσκι απέδειξε ότι η πατριαρχική οικιακή συντροφιά ήταν πλατιά, αν όχι και καθολικά, διαδεδομένη σαν ενδιάμεση βαθμίδα ανάμεσα στην κομμουνιστική οικογένεια του μητρικού δικαίου και τη σύγχρονη απομονωμένη οικογένεια, δεν μπαίνει πια το ερώτημα όπως έμπαινε ακόμα στη συζήτηση ανάμεσα στον Μάουρερ και τον Βάιτς, αν δηλαδή πρόκειται για κοινή ή ατομική ιδιοκτησία της γης, αλλά για τη μορφή της κοινής ιδιοκτησίας. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τον καιρό του Καίσαρα στους Σουηβούς δεν υπήρχε μονάχα κοινή ιδιοκτησία, αλλά και από κοινού καλλιέργεια για κοινό λογαριασμό. Θα συζητηθεί ακόμα πολύ αν η οικονομική μονάδα ήταν το γένος ή η οικιακή συντροφιά, ή μια ενδιάμεση κομμουνιστική συγγενική ομάδα, ή αν ακόμη, ανάλογα με τις συνθήκες της γης εμφανίζονταν και οι τρεις ομάδες. Ο Κοβαλέφσκι όμως ισχυρίζεται ότι η κατάσταση που περιγράφει ο Τάκιτος δεν έχει για προϋπόθεση τη μαρκ ή αγροτική κοινότητα, αλλά την οικιακή συντροφιά, και απ' αυτήν πολύ αργότερα εξελίχθηκε η αγροτική κοινότητα εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού.
Σύμφωνα μ' αυτά, οι οικισμοί των Γερμανών στην περιοχή που κατέλαβαν τον καιρό των Ρωμαίων, καθώς και στην περιοχή που απόσπασαν αργότερα από τους Ρωμαίους, δεν αποτελούνταν από χωριά, αλλά από μεγάλες οικογενειακές συντροφιές, που αγκάλιαζαν περισσότερες γενιές, έπαιρναν και καλλιεργούσαν ένα αντίστοιχο κομμάτι γης και χρησιμοποιούσαν τη γύρω χέρσα γη από κοινού με τους γείτονες σαν κοινή μεθοριακή ζώνη. Το χωρίο του Τάκιτου για την αλλαγή της καλλιεργημένης γης θα έπρεπε λοιπόν πραγματικά να το καταλάβουμε με την αγρονομική έννοια: Η συντροφιά καλλιεργούσε κάθε χρόνο ένα άλλο κομμάτι γης και άφηνε χέρσα τα χωράφια της περασμένης χρονιάς ή τα εγκατέλειπε ολότελα. Επειδή ο πληθυσμός ήταν αραιός, έμενε πάλι αρκετή χέρσα γη, έτσι που έκανε περιττή κάθε διαμάχη για κατοχή γης. Μόνο ύστερα από αιώνες, όταν ο αριθμός των μελών της οικιακής συντροφιάς μεγάλωσε τόσο που να μην είναι πια δυνατή η κοινή οικονομία με τους τότε όρους παραγωγής, διαλύθηκαν τα κοινά νοικοκυριά. Οι αγροί και τα λιβάδια, που ως τότε ήταν κοινά, μοιράστηκαν με το γνωστό τρόπο ανάμεσα στα ατομικά νοικοκυριά που διαμορφώνονταν τώρα, αρχικά για ορισμένο χρόνο, αργότερα μια για πάντα, ενώ τα δάση, τα βοσκοτόπια και τα νερά έμειναν κοινά.
Για τη Ρωσία φαίνεται ότι έχει πέρα για πέρα αποδειχτεί ιστορικά αυτή η πορεία εξέλιξης. Όσο για τη Γερμανία, και σε δεύτερη μοίρα για τις άλλες γερμανικές χώρες, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η υπόθεση αυτή εξηγεί από πολλές απόψεις καλύτερα τις πηγές και λύνει ευκολότερα τις δυσκολίες από την παλιά άποψη, που ανάγει την αγροτική κοινότητα ως την εποχή του Τάκιτου. Τα πιο παλιά ντοκουμέντα, για παράδειγμα ο Codex Laureshamensis4*, εξηγούνται στο σύνολο τους πολύ καλύτερα με τη βοήθεια της οικιακής συντροφιάς παρά με την αγροτική κοινότητα. Από την άλλη πλευρά, προβάλλουν νέες δυσκολίες και νέα προβλήματα που πρέπει να λυθούν. Εδώ μόνο νέες έρευνες μπορούν να κρίνουν οριστικά. Δεν μπορώ ωστόσο ν' αρνηθώ ότι είναι πολύ πιθανό η οικιακή συντροφιά να υπήρξε σαν ενδιάμεση βαθμίδα και στη Γερμανία, τη Σκανδιναβία και την Αγγλία.
Ενώ τον καιρό του Καίσαρα μόλις είχε εγκατασταθεί μόνιμα μόνο ένα μέρος των Γερμανών, ενώ ένα άλλο μέρος ζηούσε ακόμα να βρει οριστικούς τόπους διαμονής, τον καιρό του Τάκιτου οι Γερμανοί έχουν κιόλας έναν ολόκληρο αιώνα μόνιμης εγκατάστασης πίσω τους. Γι' αυτό είναι αναμφισβήτητη η πρόοδος στην παραγωγή των μέσων συντήρησης. Κατοικούν σε ξύλινα σπίτια, το ντύσιμο τους είναι ακόμα πολύ πρωτόγονο, μοιάζει με το ντύσιμο ανθρώπων των δασών: χοντροϋφασμένος μάλλινος μανδύας, δέρματα ζώων, για τις γυναίκες και τους ευγενείς λινά εσώρουχα. Η τροφή τους αποτελείται από γάλα, κρέας, άγριους καρπούς και, όπως προσθέτει ο Πλίνιος, από χυλό βρόμης5* (που και σήμερα ακόμα είναι κελτικό εθνικό φαγητό στην Ιρλανδία και τη Σκοτία). Ο πλούτος τους αποτελείται από ζώα, που είναι όμως κατώτερης ράτσας, τα βόδια είναι μικρά, ασήμαντα, χωρίς κέρατα. Τα άλογα ήταν μικρά και βραδυκίνητα πόνεϊ. Το χρήμα το χρησιμοποιούσαν σπάνια και πολύ λίγο και ήταν μονάχα ρωμαϊκό. Το χρυσάφι και το ασήμι δεν τα κατεργάζονταν και δεν τα λογάριαζαν, το σίδερο ήταν σπάνιο και φαίνεται, τουλάχιστον για τις φυλές της περιοχής του Ρήνου και του Δούναβη, ότι δεν το παρήγαγαν μόνοι τους, αλλά το εισήγαγαν σχεδόν όλο απέξω.
Η ρουνική γραφή (απομίμηση ελληνικών ή λατινικών γραμμάτων) ήταν γνωστή μόνο σαν μυστική γραφή και τη χρησιμοποιούσαν μονάχα για θρησκευτική μαγεία. Συνηθιζόταν ακόμα η ανθρωποθυσία. Κοντολογίς, έχουμε εδώ μπροστά μας ένα λαό που μόλις υψώθηκε από τη μέση βαθμίδα της βαρβαρότητας στην ανώτερη. Ενώ όμως οι φυλές που συνόρευαν άμεσα με τους Ρωμαίους, εξαιτίας της εύκολης εισαγωγής ρωμαϊκών βιομηχανικών προϊόντων, εμποδίζονταν στην ανάπτυξη μιας ανεξάρτητης μεταλλουργικής και υφαντουργικής βιομηχανίας, τέτοιου είδους βιομηχανία αναπτύχθηκε αναμφισβήτητα στα βορειοανατολικά, στα παράλια της Βαλτικής.
Τα διάφορα όπλα που βρέθηκαν στα έλη του Σλέσβιγκ —μακρύ σιδερένιο ξίφος, αλυσωτός θώρακας, ασημένιο κράνος κλπ.— μαζί με ρωμαϊκά νομίσματα του τέλους του δεύτερου αιώνα και τα γερμανικά μετάλλινα είδη που διαδόθηκαν με τις μεταναστεύσεις των λαών, είναι προϊόντα αρκετά αναπτυγμένης και ιδιόμορφης τέχνης, κι όταν ακόμα πρόκειται για περιπτώσεις απομίμησης ρωμαϊκών πρωτοτύπων. Με τη μετανάστευση στην πολιτισμένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία σταμάτησε παντού, εκτός από την Αγγλία, αυτή η παραγωγή των γερμανικών φυλών. Πόσο ομοιόμορφα είχε γεννηθεί και αναπτυχθεί παραπέρα αυτή η παραγωγή, το δείχνουν, λόγου χάρη, οι χάλκινες πόρπες. Όσες βρέθηκαν στη Βουργουνδία, στη Ρουμανία και στην Αζοφική Θάλασσα θα μπορούσαν να έχουν βγει από το ίδιο εργαστήρι με τις αγγλικές και τις σουηδικές και είναι εξίσου αναμφισβήτητα γερμανικής προέλευσης.
Στην ανώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας αντιστοιχεί και η οργάνωση της διοίκησης. Γενικά, κατά τον Τάκιτο, υπήρχε το συμβούλιο των αρχηγών (principes) που αποφάσιζε για μικρότερα ζητήματα, προετοίμαζε όμως τα σπουδαιότερα για να αποφασίσει γι' αυτά η λαϊκή συνέλευση. Αυτή η συνέλευση, στην κατώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας, τουλάχιστον εκεί όπου την ξέρουμε, στους Αμερικανούς, υπήρχε πρώτα μονάχα για το γένος, όχι ακόμα για τη φυλή ή την ομοσπονδία φυλών. Οι αρχηγοί (principes) ξεχωρίζουν ακόμα έντονα από τους πολέμαρχους (duces), ακριβώς όπως στους Ιροκέζους. Οι πρώτοι ζουν κιόλας εν μέρει από τιμητικά δώρα σε ζώα, σιτηρά κλπ., που προσφέρουν τα μέλη της φυλής. Εκλέγονται κυρίως, όπως στην Αμερική, από την ίδια οικογένεια. Η μετάβαση στο πατρικό δίκαιο ευκολύνει, όπως στην Ελλάδα και τη Ρώμη, τη βαθμιαία αλλαγή από την εκλογή στην κληρονομική διαδοχή και έτσι διαμορφώνεται μια αριστοκρατική οικογένεια σε κάθε γένος. Τις περισσότερες φορές, αυτοί οι παλιοί, οι λεγόμενοι ευγενείς του γένους, χάθηκαν στη μετανάστευση των λαών ή αμέσως ύστερα απ' αυτήν. Οι στρατιωτικοί διοικητές εκλέγονταν χωρίς να παίρνεται υπόψη η καταγωγή, μονάχα ανάλογα με τις ικανότητες τους. Είχαν λίγη εξουσία και έπρεπε να επηρεάζουν με το παράδειγμα τους.
Την καθαυτό πειθαρχική εξουσία στο στρατό ο Τάκιτος την αποδίδει ρητά στους ιερείς. Η πραγματική εξουσία βρισκόταν στη συνέλευση του λαού. Ο βασιλιάς, ή αρχηγός της φυλής, προεδρεύει. Ο λαός αποφασίζει: όχι—μένα μουρμουρητό, ναι — με επευφημίες και κλαγγή των όπλων. Η συνέλευση είναι ταυτόχρονα και δικαστήριο. Εδώ παραπέμπονται οι κατηγορίες και εκδικάζονται, εδώ αποφασίζονται οι θανατικές καταδίκες. Με θανατική ποινή τιμωρείται μόνο η δειλία, η προδοσία του λαού και η παρά φύση ασέλγεια. Και στα γένη και στις άλλες υποδιαιρέσεις δικάζει το σύνολο με πρόεδρο τον αρχηγό που, όπως σε κάθε γερμανικό πρωτόγονο δικαστήριο, μπορεί μονάχα να διευθύνει τη διαδικασία και να βάζει ερωτήσεις. Την απόφαση στους Γερμανούς έπαιρνε ανέκαθεν και παντού το σύνολο.
Ομοσπονδίες φυλών είχαν διαμορφωθεί από τον καιρό του Καίσαρα. Σε μερικές απ' αυτές υπήρχαν κιόλας βασιλείς. Όπως στους Έλληνες και τους Ρωμαίους, ο ανώτατος αρχηγός του στρατού έτεινε κιόλας προς την τυραννίδα και κάποτε κατάφερνε να φτάσει ως αυτήν. Τέτοιοι τυχεροί σφετεριστές της εξουσίας δεν ήταν σε καμιά περίπτωση απεριόριστοι κυρίαρχοι, άρχιζαν ωστόσο να σπάζουν τα δεσμά του καθεστώτος των γενών. Ενώ άλλοτε οι απελεύθεροι δούλοι είχαν δευτερεύουσα θέση, γιατί δεν μπορούσαν ν' ανήκουν σε κανένα γένος, με τους νέους βασιλείς οι ευνοούμενοι αυτοί αποκτούσαν συχνά βαθμούς, πλούτη και τιμές. Ύστερα από την κατάκτηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έγινε το ίδιο με τους στρατιωτικούς αρχηγούς που είχαν γίνει τώρα βασιλείς μεγάλων χωρών. Στους Φράγκους οι δούλοι και οι απελεύθεροι του βασιλιά έπαιζαν σπουδαίο ρόλο, πρώτα στην αυλή και έπειτα στο κράτος. Οι νέοι ευγενείς κατά μεγάλο μέρος κατάγονταν απ' αυτούς.
Ένας θεσμός που ευνόησε την εμφάνιση της βασιλείας ήταν οι ακολουθίες. Ήδη στους αμερικανούς ερυθρόδερμους είδαμε πως πλάι στην οργάνωση του γένους σχηματίζονται ιδιωτικές εταιρίες για τη διεξαγωγή πολέμου με δική τους πρωτοβουλία και ευθύνη. Στους Γερμανούς αυτές οι ιδιωτικές εταιρίες είχαν γίνει κιόλας μόνιμες ενώσεις. Ο πολέμαρχος, που είχε αποκτήσει φήμη, συγκέντρωνε γύρω του μια ομάδα από νεαρούς που διψούσαν για λάφυρα και που συνδέονταν μαζί του με αμοιβαία προσωπική πίστη. Ο αρχηγός τους συντηρούσε και τους έδινε δώρα, τους οργάνωνε ιεραρικά. Για τις μικρότερες εκστρατείες χρησίμευε μια ετοιμοπόλεμη σωματοφυλακή, για τις μεγαλύτερες υπήρχε ένα έτοιμο σώμα αξιωματικών. Όσο κι αν ήταν αδύνατες αυτές οι ακολουθίες, κι όσο αδύνατες κι αν παρουσιάζονται, για παράδειγμα αργότερα τον καιρό του Οδόακρου στην Ιταλία, αποτέλεσαν ωστόσο την απαρχή της παρακμής της παλιάς λαϊκής ελευθερίας και τέτοιο ρόλο έπαιξαν στη διάρκεια της μετανάστευσης των λαών και ύστερα απ' αυτήν. Πρώτα, γιατί ευνόησαν την εμφάνιση της βασιλικής εξουσίας. Δεύτερο, γιατί, όπως αναφέρει ο Τάκιτος, μπορούσαν να διατηρηθούν μόνο με αδιάκοπους πολέμους και ληστρικές εκστρατείες.
Η ληστεία έγινε σκοπός. Όταν ο αρχηγός της ακολουθίας δεν είχε τι να κάνει εκεί κοντά, τραβούσε με τους άντρες του σε άλλους λαούς, όπου γινόταν πόλεμος και υπήρχε προοπτική για πλιάτσικο. Τα βοηθητικά στρατεύματα που αποτελούνταν από γερμανικές φυλές και που κατά μεγάλες μάζες πολεμούσαν κάτω από τη ρωμαϊκή σημαία, ακόμα και ενάντια σε Γερμανούς, είχαν συγκροτηθεί ως ένα βαθμό από τέτοιες ακολουθίες. Το καθεστώς των μισθοφόρων, αυτό το αίσχος και η κατάρα των Γερμανών, υπήρχε εδώ κιόλας στην πρώτη μορφή του. Ύστερα από την κατάκτηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι ακόλουθοι αυτοί των βασιλιάδων, μαζί με τους μη ελεύθερους και τους ρωμαίους αυλικούς υπηρέτες, αποτέλεσαν το δεύτερο βασικό συστατικό στοιχείο των κατοπινών ευγενών.
Γενικά, λοιπόν, στις γερμανικές φυλές που ενώθηκαν σε λαούς, επικρατεί η ίδια συγκρότηση που είχε αναπτυχθεί στους Έλληνες της ηρωικής εποχής και στους Ρωμαίους της λεγόμενης εποχής των βασιλιάδων: λαϊκή συνέλευση, συμβούλιο των αρχηγών των γενών και πολέμαρχος που τείνει κιόλας προς μια πραγματική βασιλική εξουσία. Ήταν η πιο διαμορφωμένη διοικητική οργάνωση που μπορούσε γενικά να αναπτύξει το καθεστώς των γενών. Ήταν το υποδειγματικό καθεστώς της ανώτερης βαθμίδας της βαρβαρότητας. Μόλις η κοινωνία βγήκε έξω από τα όρια μέσα στα οποία αρκούσε αυτή η οργάνωση, άρχισε να σβήνει το καθεστώς των γενών. Διαλύθηκε και στη θέση του μπήκε το κράτος.
___________________________________
* Η εξέγερση των γαλατικών και γερμανικών φυλών, με επικεφαλής τον Κίβιλις, ενάντια στη ρωμαϊκή κυριαρχία τα έτη 69-70 (σύμφωνα με ορισμένες πηγές 69-71) προκλήθηκε από τις αυξήσεις των φόρων, τις αυξημένες στρατολογίες και τις καταχρήσεις εξουσίας των Ρωμαίων. Επεκτάθηκε σ' ένα σημαντικό τμήμα της Γαλικίας και γερμανικών περιοχών που βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία των Ρωμαίων. Αρχικά φάνηκε ότι τα εδάφη αυτά θα τα έχανε η Ρώμη. Ύστερα, όμως, από τις αρχικές επιτυχίες, οι εξεγερμένοι υπέστησαν αρκετές ήττες που τους ανάγκασαν να κλείσουν ειρήνη με τη Ρώμη (σημ. γερμ. σύντ.).
** Γ. Ι. Καίσαρ, ό.π., βιβλίο IV, κεφ. Ι (σημ. γερμ. σύντ.)
3* Tacitus, Germania, κεφ. 26 (σημ. γερμ. σύντ.).
4* «Κτηματολόγιο της πόλης Λορς», δηλαδή βιβλίο του μοναστηριού του Λορς, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα αντίγραφα, επίσημων εγγράφων που αφορούν δωρεές, προνόμοια κ.ά. Το μοναστήρι αυτό, που ιδρύθηκε στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα κοντά στο Βορμς, διέθετε στη Νοτιοδυτική Γερμανία μεγάλη φεουδαρχική ιδιοκτησία. Αυτό το βιβλίο ολοκληρώθηκε το 12ο αιώνα και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πηγές για την ιστορία της γαιοκτησίας των αγροτών και φεουδαρχών τον 8ο και 9ο αιώνα (σημ. γερμ. σύντ.).
5* Plinius, Historia naturalis, βιβλίο 18, κεφ. 17 (σημ. γερμ. σύντ.).
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Δημοσίευση σχολίου