Αρχική » » Η καταγωγή της Οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους Μέρος 15ο

Η καταγωγή της Οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους Μέρος 15ο

{[['']]}
 Η καταγωγή της Οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους
                             
 Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ

Οι Γερμανοί, κατά τον Τάκιτο, ήταν πολυάριθμος λαός. Μια κατά προσέγγιση εικόνα της δύναμης των ξεχωριστών γερμανικών λαών μας δίνει ο Καίσαρας. Αναφέρει τον αριθμό των Ουσιπέτων και των Τενκτέρων που εμφανίστηκαν στην αριστερή όχθη του Ρήνου και που τους ανεβάζει σε 180.000 ψυχές, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Δηλαδή περίπου 100.000 για τον κάθε λαό*, σημαντικά περισσότερους από το σύνολο, για παράδειγμα, των Ιροκεζων τον καιρό της άνθησης τους, όταν δεν ήταν ούτε 20.000 άτομα και όμως είχαν γίνει ο τρόμος όλης της χώρας που απλώνεται από τις μεγάλες λίμνες ως τους ποταμούς Οχάιο και Ποτομάκ.

Αν προσπαθήσουμε να τοποθετήσουμε στο χάρτη τους λαούς που ήταν εγκαταστημένοι στην περιοχή του Ρήνου και που μας είναι πιο γνωστοί από τις περιγραφές των ιστορικών — ο κάθε τέτοιος λαός πιάνει κατά μέσο όρο περίπου τόσο χώρο όσο μια πρωσική διοικητική περιοχή, δηλαδή περίπου 10.000 τετρ. χιλιόμετρα ή 182 τετραγωνικά γεωγραφικά μίλια. Όμως η Germania Magna** των Ρωμαίων που φτάνει ως το Βιστούλα, έχει σε στρογγυλό αριθμό 500.000 τετρ. χιλιόμετρα. Με μέσο όρο 100.000 άτομα για τον κάθε λαό, ο συνολικός αριθμός για τη Germania Magna πρέπει να υπολογίζεται σε πέντε εκατομμύρια. Ο αριθμός αυτός είναι σημαντικός για μια βαρβαρική ομάδα λαών, για τις δικές μας όμως συνθήκες —10 άτομα στο τετραγωνικό χιλιόμετρο ή 550 στο γεωγραφικό τετρ. μίλι— είναι εξαιρετικά μικρός. Όμως με τα στοιχεία αυτά καθόλου δεν εξαντλήθηκε ο αριθμός των Γερμανών που ζούσαν τότε. Ξέρουμε ότι κατά μήκος των Καρπαθίων ως τις εκβολές του Δούναβη κατοικούσαν τότε γερμανικοί λαοί γοτθικής φυλής, Μπαστάρνοι, Πευκίνοι και άλλοι, τόσο πολυάριθμοι, που ο Πλίνιος λέει ότι αποτελούσαν την πέμπτη κύρια φυλή των Γερμανών3* και ότι αυτοί, που στα 180 πριν από τη χρονολογία μας εμφανίζονται κιόλας στη μισθοφορική υπηρεσία του μακεδόνα βασιλιά Περσέα, στα πρώτα ακόμα χρόνια του Αυγούστου προωθήθηκαν ως την περιοχή της Αδριανούπολης. Αν τους υπολογίσουμε μονάχα ένα εκατομμύριο, τότε στις αρχές της χρονολογίας μας, έχουμε σαν πιθανό συνολικό αριθμό των Γερμανών τουλάχιστον τα έξι εκατομμύρια.

Ύστερα από την εγκατάσταση τους στη Γερμανία (Germanien), θα πρέπει ο πληθυσμός να μεγάλωνε με διαρκώς αναπτυσσόμενη ταχύτητα. Και μόνο οι βιομηχανικοί πρόοδοι που αναφέραμε πιο πάνω, θα έφταναν για να το αποδείξουν αυτό. Αν κρίνουμε από τα ρωμαϊκά νομίσματα που βρέθηκαν μαζί τους, τα ευρήματα των ελών του Σλέσβιγκ χρονολογούνται από τον τρίτο αιώνα. Την εποχή αυτή υπήρχε λοιπόν κιόλας στη Βαλτική αναπτυγμένη μεταλλουργική και υφαντουργική βιομηχανία, ζωηρή επικοινωνία με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και μια σχετική πολυτέλεια στους πλουσιότερους — όλα αυτά αποτελούν ίχνη πυκνότερου πληθυσμού.

Περίπου αυτή την εποχή όμως αρχίζει και ο γε­νικός επιθετικός πόλεμος των Γερμανών σ' όλη τη γραμμή του Ρήνου ενάντια στη συνοριακή οχυρωματική γραμμή και στο Δούναβη, από τη Βόρεια Θάλασσα ως τη Μαύρη Θάλασσα, πράγμα που αποτελεί άμεση απόδειξη ότι ο πληθυσμός όλο και μεγάλωνε και σπρωχνόταν προς τα έξω. Τριακόσια χρόνια κράτησε ο αγώνας, και κατά τη διάρκεια του όλος ο κύριος κορμός των γοτθικών λαών (εκτός από τους σκανδιναβούς Γότθους και τους Βουργούνδιους), τράβηξε προς τα νοτιοανατολικά και σχημάτισε την αριστερή πτέρυγα της μεγάλης επιθετικής γραμμής, που στο κέντρο της, στον Άνω Δούναβη, προωθήθηκαν οι Ανω Γερμανοί (Ερμινόνες) και στη δεξιά πτέρυγα της στο Ρήνο προωθήθηκαν οι Ισκεβόνες (Iskavonen) που τώρα λέγονται Φράγκοι. Στους Ινγκεβόνες (Ingavonen) έπεσε η κατάκτηση της Βρετανίας. Στα τέλη του πέμπτου αιώνα, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία εξασθενημένη, αναιμική και ανήμπορη, ήταν ανοιχτή στους γερμανούς εισβολείς.

Πιο πάνω σταθήκαμε στο λίκνο του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού. Εδώ στεκόμαστε στον τάφο του. Πάνω απ' όλες τις χώρες της λεκάνης της Μεσογείου είχε περάσει αιώνες ολόκληρους η ισοπεδωτική πλάνη της ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας. Όπου δεν έφερε αντίσταση η ελληνική γλώσσα, όλες οι εθνικές γλώσσες αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν τη θέση τους σε μια παραφθαρμένη λατινική. Δεν υπήρχαν εθνικές διαφορές, δεν υπήρχαν πια Γαλάτες, Ίβηρες, Λιγούριοι, Νοροίκοι, όλοι τους έγιναν Ρωμαίοι. Η ρωμαϊκή διοίκηση και το ρωμαϊκό δίκαιο είχαν διαλύσει παντού τις παλιές ενώσεις των γενών και μαζί τους το τελευταίο ίχνος τοπικής και εθνικής πρωτοβουλίας. Ο νεοξεφουρνισμένος ρωμαϊσμός δεν μπορούσε να χρησιμεύσει σαν αντιστάθμισμα. Δεν εξέφραζε καμιά εθνικότητα, αλλά μονάχα την έλλειψη εθνικότητας. Τα στοιχεία νέων εθνών υπήρχαν παντού. Οι λατινικές διάλεκτοι των διαφόρων επαρχιών χώριζαν όλο και περισσότερο η μια από την άλλη.

Τα φυσικά σύνορα που είχαν κάνει πριν την Ιταλία, τη Γαλατία, την Ισπανία, την Αφρική ανεξάρτητες περιοχές, υπήρχαν ακόμα και γίνονταν ακόμα αισθητά. Πουθενά, όμως, δεν υπήρχε η δύναμη που θα συνένωνε αυτά τα στοιχεία σε καινούργια έθνη. Πουθενά δεν υπήρχε ακόμα ίχνος ικανότητας για εξέλιξη, για δύναμη αντίστασης, και πολύ περισσότερο για δημιουργική δύναμη. Στο απέραντο αυτό έδαφος μονάχα ένας δεσμός συγκρατούσε την τεράστια ανθρώπινη μάζα: το ρωμαϊκό κράτος, και αυτό με τον καιρό είχε γίνει ο χειρότερος εχθρός και καταπιεστής της. Οι επαρχίες είχαν καταστρέψει τη Ρώμη. Η Ρώμη η ίδια είχε γίνει μια επαρχιακή πόλη σαν τις άλλες, προνομιούχα, όχι όμως πια κυρίαρχη, όχι πια κέντρο της κοσμοκρατορίας, ούτε καν πια έδρα των αυτοκρατόρων και υποαυτοκρατόρων, που εδρεύανε στην Κωνσταντινούπολη, στο Τριρ, στο Μιλάνο. Το ρωμαϊκό κράτος είχε γίνει μια γιγάντια, περίπλοκη μηχανή, αποκλειστικά για την απομύζηση των υπηκόων. Οι δασμοί, οι κρατικές αγγαρείες και τα κάθε λογής δοσίματα έσπρωχναν τη μάζα του πληθυσμού σε όλο και βαθύτερη φτώχεια. Η πίεση που μεγάλωνε με τους εκβιασμούς των τοπικών διοικητών, των φοροεισπρακτόρων και των στρατιωτών γινόταν αβάσταχτη. Εκεί κατάντησε το ρωμαϊκό κράτος με την κοσμοκρατορία του: στήριξε το δικαίωμα της ύπαρξης του στη διατήρηση της τάξης προς τα μέσα και στην υπεράσπιση του από τους βαρβάρους προς τα έξω. Όμως η τάξη του ήταν χειρότερη από τη χειρότερη αταξία και τους βαρβάρους, που ενάντια τους καμωνόταν πως υπερασπίζει τους πολίτες, οι πολίτες αυτοί τους περίμεναν σαν σωτήρες.

Η κοινωνική κατάσταση δεν ήταν λιγότερο απελπιστική. Από τα τέλη κιόλας της δημοκρατίας, η ρωμαϊκή κυριαρχία είχε καταλήξει να εκμεταλλεύεται αισχρά τις κατακτημένες επαρχίες. Η αυτοκρατορία δεν κατάργησε την εκμετάλλευση αυτή, αλλά αντίθετα τη ρύθμισε. Όσο περισσότερο ξέπεφτε η αυτοκρατορία, τόσο περισσότερο αυξάνονταν οι φόροι και οι αγγαρείες, τόσο πιο ξεδιάντροπα λήστευαν και εκβίαζαν οι υπάλληλοι. Το εμπόριο και η βιομηχανία δεν απασχόλησαν ποτέ τους κυρίαρχους των λαών, τους Ρωμαίους. Μονάχα στην τοκογλυφία ξεπέρασαν ό,τι υπήρξε πριν και μετά απ' αυτούς. Ό,τι βρήκαν και διατηρούνταν ακόμα από το εμπόριο, καταστράφηκε με τους εκβιασμούς των υπαλλήλων. Ό,τι κατάφερε να διασωθεί, ανήκει στο ανατολικό, ελληνικό τμήμα της αυτοκρατορίας, που βρίσκεται έξω από την περιοχή που εξετάζουμε. Γενική εξαθλίωση, πισωδρόμηση του εμπορίου, της χειροτεχνίας, της τέχνης, ελάττωση του πληθυσμού, παρακμή των πόλεων, επιστροφή της γεωργίας σε χαμηλότερη βαθμίδα—αυτό ήταν το τελικό αποτέλεσμα της ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας.

Η γεωργία, που σ' όλο τον αρχαίο κόσμο ήταν ο αποφασιστικός κλάδος παραγωγής, ξανάγινε τέτοιος περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Στην Ιταλία τα τεράστια κτήματα (λατιφούντια), που από τα τέλη της δημοκρατίας έπιαναν σχεδόν όλο το έδαφος, είχαν αξιοποιηθεί κατά δύο τρόπους. Ή σαν βοσκοτόπια ζώων, όπου ο πληθυσμός αντικαταστάθηκε με πρόβατα και βόδια, που η φύλαξη τους απαιτούσε μονάχα λίγους δούλους. Ή σαν επαύλεις, όπου με πλήθος δούλους καλλιεργούσαν κήπους σε μεγάλη κλίμακα, εν μέρει για την πολυτέλεια του ιδιοκτήτη, εν μέρει για την τοποθέτηση των προϊόντων τους στις αγορές των πόλεων. Τα μεγάλα βοσκοτόπια διατηρήθηκαν και ίσως και να επεκτάθηκαν. Τα κτήματα των επαύλεων και η κηπουρική τους παρακμάσανε με την εξαθλίωση των ιδιοκτητών τους και την κατάπτωση των πόλεων. Η οικονομία των λατιφούντιων, που βασιζόταν στην εργασία των δούλων, δεν ήταν πια προσοδοφόρα, ήταν όμως τότε η μοναδική δυνατή μορφή της μεγάλης γεωργίας. Η μικροκαλλιέργεια είχε γίνει ξανά η μόνη μορφή που συνέφερε.

Η μία έπαυλη μετά την άλλη κερματιζόταν σε μικρούς κλήρους που παραδίνονταν σε κληρονομικούς πακτωτές που πλήρωναν ένα ορισμένο ποσό ή σε partiarii, που ήταν περισσότερο διαχειριστές παρά πακτωτές και που για τη δουλεία τους έπαιρναν το ένα έκτο ή και μόνο το ένα ένατο του προϊόντος της χρονιάς. Κυρίως όμως τους μικρούς αυτούς κλήρους τους έδιναν σε αποίκους, που πλήρωναν γι' αυτούς ένα ορισμένο ποσό κάθε χρόνο, ήταν δεμένοι στη γη και μπορούσαν να πουληθούν, μαζί με τον κλήρο. Δεν ήταν βέβαια δούλοι, αλλά δεν ήταν και ελεύθεροι, δεν μπορούσαν να παντρεύονται ελεύθερες και οι γάμοι ανάμεσα τους δεν θεωρούνταν πέρα για πέρα έγκυροι γάμοι, αλλά, όπως και οι γάμοι των δούλων, απλή συμβίωση (contudernium). Ήταν οι πρόδρομοι των δουλοπάροικων του μεσαίωνα.

Η αρχαία δουλεία είχε φάει τα ψωμιά της. Ούτε στην ύπαιθρο, στη μεγάλη αγροτική οικονομία, ούτε στις μανουφακτούρες των πόλεων ήταν πια αποδοτική, έτσι που ν' άξιζε τον κόπο. Η αγορά για τα προϊόντα της είχε χαθεί. Όμως, στη μικρή γεωργία και στη μικρή χειροτεχνία, στις οποίες είχε συρρικνωθεί η γιγάντια παραγωγή της εποχής της άνθησης της αυτοκρατορίας, δεν υπήρχε τόπος για πολλούς δούλους. Μονάχα για σπιτικούς δούλους και για την πολυτελή ζωή των πλουσίων υπήρχε ακόμα θέση στην κοινωνία. Η δουλεία όμως που πέθαινε είχε ακόμα αρκετή δύναμη για να κάνει να φαίνεται κάθε παραγωγική εργασία σαν δουλειά δούλου, ανάξια για τους ελεύθερους Ρωμαίους, και ελεύθερος Ρωμαίος ήταν τώρα ο καθένας. Γι' αυτό από τη μια έχουμε αύξηση του αριθμού των περιττών δούλων, που είχαν καταντήσει βάρος, και τους αφήνουν ελεύθερους, και από την άλλη αύξηση των αποίκων και των εξαθλιωμένων ελεύθερων (σαν τους poor whites4* των πρώην δουλοκτητικών πολιτειών της Αμερικής).

 Ο χριστιανισμός δεν φταίει καθόλου για το βαθμιαίο θάνατο της αρχαίας δουλείας. Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία αιώνες ολόκληρους συμμετείχε στη δουλεία και αργότερα δεν εμπόδισε ποτέ το εμπόριο των δούλων που έκαναν οι χριστιανοί, ούτε το εμπόριο των δούλων που έκαναν οι Γερμανοί στο Βορρά, ούτε το εμπόριο των δούλων που έκαναν οι Βενετσιάνοι στη Μεσόγειο, ούτε το κατοπινό εμπόριο των μαύρων5*. Η δουλεία ήταν πια ασύμφορη γι' αυτό και πέθανε. Η δουλεία όμως πεθαίνοντας άφησε πίσω της το φαρμακερό της κεντρί, την περιφρόνηση της παραγωγικής εργασίας από τους ελεύθερους. Αυτό είναι το αδιέξοδο όπου βρέθηκε ο ρωμαϊκός κόσμος: η δουλεία ήταν οικονομικά αδύνατη, η εργασία των ελεύθερων ήταν ηθικά περιφρονημένη. Η μια δεν μπορούσε πια, η άλλη δεν μπορούσε ακόμα να αποτελέσει τη βασική μορφή της κοινωνικής παραγωγής. Το μόνο που μπορούσε να βοηθήσει εδώ ήταν μονάχα μια ριζική επανάσταση.

 Στις επαρχίες η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε είναι από τη Γαλατία. Πλάι στους άποικους υπήρχαν εδώ ακόμα ελεύθεροι μικροαγρότες. Οι αγρότες αυτοί, για να εξασφαλιστούν από τις βιαιοπραγίες των υπαλλήλων, των δικαστών και των τοκογλύφων, κατέφευγαν συχνά στην προστασία, στο πατρονάρισμα ενός ισχυρού. Κι αυτό δεν το 'καναν μονάχα άτομα, αλλά ολόκληρες κοινότητες, έτσι που τον 4ο αιώνα οι αυτοκράτορες έβγαλαν πολλές φορές διάταγμα που το απαγόρευαν. Όμως, ποιο ήταν το όφελος για εκείνον που ζητούσε προστασία; Ο πάτρονάς τους τους έβαζε τον όρο να μεταβιβάσουν την ιδιοκτησία των κτημάτων τους σ' αυτόν, και σ' αντάλλαγμα θα τους εξασφάλιζε εφ' όρου ζωής την επικαρπία ένα τέχνασμα που το κράτησε υπό σημείωση η αγία εκκλησία και το χρησιμοποίησε πλατιά τον 9ο και 1Οο αιώνα για να μεγαλώσει το βασίλειο του Θεού και τη δική της γαιοκτησία. Τότε, βέβαια, γύρω στο έτος 475, ο επίσκοπος Σαλβιανός της Μασσαλίας αγανακτεί ακόμα μπρος σε μια τέτοια κλεψιά και αφηγείται ότι η πίεση των ρωμαίων υπαλλήλων και των μεγάλων γαιοκτημόνων έχει γίνει τόσο κακοήθης, που πολλοί «Ρωμαίοι» κατέφευγαν στις περιοχές που ήδη κατείχαν οι βάρβαροι και ότι οι ρωμαίοι πολίτες που είχαν εγκατασταθεί εκεί δεν φοβούνταν τίποτα περισσότερο παρά μήπως ξαναβρεθούν κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία6* Το γεγονός ότι τότε γονείς συχνά πουλούσαν τα παιδιά τους για δούλους από φτώχεια, το αποδείχνει ένας νόμος που βγήκε ενάντια σ' αυτό.

Σαν αμοιβή για το ότι οι γερμανοί βάρβαροι απελευθέρωσαν τους Ρωμαίους από το ίδιο τους το κράτος, τους πήραν τα δυο τρίτα όλης της γης και τη μοίρασαν μεταξύ τους. Η διανομή έγινε σύμφωνα με την οργάνωση των γενών. Επειδή οι κατακτητές ήταν αριθμητικά σχετικά ασήμαντοι, έμειναν πολύ μεγάλες λουρίδες γης αμοίραστες, ιδιοκτησία εν μέρει όλου του λαού, εν μέρει των ξεχωριστών φυλών και γενών. Μέσα σε κάθε γένος μοίρασαν τους αγρούς και τα λιβάδια με κλήρο σε ίσα μέρη ανάμεσα στα ξεχωριστά νοικοκυριά. Αν με τον καιρό έγιναν επανειλημμένα ξαναμοιράσματα δεν το ξέρουμε, πάντως σύντομα σταμάτησαν αυτή τη μέθοδο στις ρωμαϊκές επαρχίες και τα χωρισμένα μερίδια έγιναν ατομική ιδιοκτησία που μπορούσε να πουληθεί, allod7*

 Τα δάση και τα λιβάδια έμειναν αμοίραστα για κοινή χρήση. Αυτή η χρήση, καθώς και ο τρόπος της καλλιέργειας της μοιρασμένης γης, ρυθμίστηκε σύμφωνα με την παλιά συνήθεια και ύστερα από απόφαση του συνόλου. Όσο περισσότερο ζούσε το γένος στο χωριό του, κι όσο περισσότερο οι Γερμανοί και οι Ρωμαίοι βαθμιαία συγχωνεύονταν, τόσο περισσοτερο υποχωρούσε ο συγγενικός χαρακτήρας του δεσμού μπρος στον εδαφικό. Το γένος εξαφανίστηκε μέσα στην αγροτική κοινότητα (Markgenossenchaft), όπου βέβαια είναι ακόμα συχνά ορατά τα ίχνη της προέλευσης της από τη συγγένεια των μελών. Έτσι εδώ η οργάνωση των γενών, τουλάχιστον στις χώρες όπου διατηρήθηκε η αγροτική κοινότητα —Βόρεια Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία και Σκανδιναβία— πέρασε απαρατήρητα σε μια εδαφική οργάνωση και απέκτησε έτσι την ικανότητα της προσαρμογής στο κράτος. Διατήρησε, ωστόσο, τον έμφυτο δημοκρατικό χαρακτήρα που διακρίνει όλο το καθεστώς του γένους και διαφύλαξε ακόμα και στην παρακμή, που αργότερα ήρθε αναγκαστικά, υπολείμματα από την οργάνωση των γενών και επομένως ένα όπλο στα χέρια των καταπιεζομένων, ένα όπλο που μένει ζωντανό ως τη νεότατη εποχή.

Έτσι, αν χάθηκε γρήγορα ο δεσμός αίματος στο γένος, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι και στη φυλή και στο σύνολο του λαού εκφυλίστηκαν τα όργανα του γένους εξαιτίας της κατάκτησης. Ξέρουμε ότι η κυριαρχία πάνω σε υποταγμένους είναι ασυμβίβαστη με το σύστημα των γενών. Αυτό το βλέπουμε εδώ σε μεγάλη κλίμακα. Όταν οι γερμανικοί λαοί έγιναν κύριοι των ρωμαϊκών επαρχιών, έπρεπε να οργανώσουν αυτή την κατάκτηση. Τις μάζες των Ρωμαίων, όμως, δεν μπορούσαν ούτε να τις δεχτούν στις οργανώσεις των γενών, ούτε και να τις διοικήσουν με τα γένη. Επικεφαλής των τοπικών οργάνων διοίκησης, που στην αρχή εξακολουθούσαν να υπάρχουν σε μεγάλη αναλογία, έπρεπε να βάλουν έναν αντικαταστάτη του ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή, και αυτό μπορούσε να είναι μονάχα κάποιο άλλο κράτος. Τα όργανα της οργάνωσης των γενών έπρεπε, έτσι, να μετατραπούν σε κρατικά όργανα, και επειδή η κατάσταση πίεζε, αυτό έπρεπε να γίνει πολύ γρήγορα. Ο άμεσος όμως εκπρόσωπος του κατα­κτητή λαού ήταν ο στρατιωτικός αρχηγός. Η εξασφάλιση του κατακτημένου εδάφους προς τα μέσα και προς τα έξω απαιτούσε την ενίσχυση της εξουσίας του. Είχε φτάσει η στιγμή για τη μετατροπή της εξουσίας της στρατιωτικής διοίκησης σε βασιλεία. Και η μετατροπή αυτή έγινε.

Ας πάρουμε το βασίλειο των Φράγκων. Εδώ πέρασαν στην απόλυτη κυριότητα του νικητή λαού, των Σαλίων-Φράγκων, όχι μονάχα τα μεγάλα ρωμαϊκά κρατικά κτήματα, αλλά ακόμα και όλες οι πολύ μεγάλες εκτάσεις γης, που δεν ήταν μοιρασμένες στις μεγαλύτερες ή μικρότερες περιφερειακές και αγροτικές κοινότητες (Gau-und Markgenossenschaften), και ιδιαίτερα όλες οι μεγάλες δασωμένες εκτάσεις. Το πρώτο που έκανε ο βασιλιάς των Φράγκων, που από απλός ανώτατος στρατιωτικός αρχηγός μεταβλήθηκε σε πραγματικό ηγεμόνα της χώρας, ήταν να μετατρέψει αυτή τη λαϊκή ιδιοκτησία σε βασιλικό κτήμα, να την κλέψει από το λαό και να τη χαρίσει ή να την παραχωρήσει στην ακολουθία του. Η ακολουθία αυτή, που αρχικά την αποτελούσαν οι προσωπικοί πολεμικοί του ακόλουθοι και οι υπόλοιποι υπαρχηγοί του στρατού, ενισχύθηκε σύντομα όχι μονάχα με Ρωμαίους, δηλαδή εκρωμαϊσμένους Γαλάτες, που με το γεγονός ότι ήξεραν να γράφουν, ότι ήταν μορφωμένοι, ότι ήξεραν τη ρωμανική γλώσσα και τη λατινική φιλολογική γλώσσα, καθώς και το τοπικό δίκαιο, του έγιναν σύντομα απαραίτητοι, αλλά και με δούλους, δουλοπάροικους και απελεύθερους, που αποτέλεσαν την αυλή του, απ' όπου διάλεγε τους ευνοουμένους του. Σ' όλους αυτούς, στην αρχή κυρίως, χάριζαν τμήματα της λαϊκής γης, αργότερα τους την παραχωρούσαν με τη μορφή ευεργετημάτων (beneficia8*) πρώτα συνήθως για όλο τον καιρό που ζούσε ο βασιλιάς, και έτσι δημιουργήθηκε η βάση για μια καινούργια αριστοκρατία σε βάρος του λαού.

 Κάτι ακόμα. Η μεγάλη έκταση της αυτοκρατορίας δεν μπορούσε να κυβερνηθεί με τα μέσα της παλιάς οργάνωσης των γενών. Το συμβούλιο των αρχηγών, κι αν δεν είχε από καιρό αχρηστευθεί, δεν θα μπορούσε να συγκεντρωθεί, και σύντομα αντικαταστάθηκε από το μόνιμο περιβάλλον του βασιλιά. Η παλιά λαϊκή συνέλευση διατηρήθηκε για τους τύπους, γινόταν όμως όλο και περισσότερο απλή συνέλευση των υπαρχηγών του στρατού και των καινούργιων αρχόντων. Οι ελεύθεροι κτηματίες αγρότες, η μάζα του φράγκικου λαού, εξαντλήθηκαν με τους αιώνιους εμφύλιους και κατακτητικούς πολέμους, ιδιαίτερα με τους κατακτητικούς πολέμους του Καρλομάγνου και ξέπεσαν ακριβώς όπως είχαν ξπέσει οι ρωμαίοι χωρικοί τα τελευταία χρόνια της δημοκρατίας. Οι αγρότες αυτοί, που αρχικά συγκροτούσαν όλο το στρατό και μετά την κατάκτηση της Γαλλίας αποτέλεσαν το βασικό του πυρήνα, είχαν τόσο φτωχύνει στις αρχές του ένατου αιώνα, που μόλις ένας στους πέντε άντρες μπορούσε να πάρει μέρος σε εκστρατεία.

Στη θέση του πρώην στρατού από ελεύθερους χωρικούς που τον συγκαλούσε άμεσα ο βασιλιάς, μπήκε ένας στρατός, που τον αποτελούσαν οι υπηρέτες των καινούργιων αρχόντων, αλλά και κολίγοι, δηλαδή απόγονοι των αγροτών, που παλιά δεν είχαν άλλον κύριο εκτός από το βασιλιά και που ακόμα πιο παλιά δεν γνώριζαν απολύτως κανέναν κύριο, ούτε καν βασιλιά. Τον καιρό που βασίλευαν οι διάδοχοι του Καρλομάγνου ολοκληρώθηκε η καταστροφή της φράγκικης αγροτιάς με εσωτερικούς πολέμους, με την αποδυνάμωση της βασιλικής εξουσίας και με τις αντίστοιχες υπερβάσεις των αρχόντων που σ' αυτούς προστέθηκαν τώρα κι οι κομήτες των περιφερειών (Gaugrafen)9* που τοποθετήθηκαν από τον Καρλομάγνο και που επιδίωκαν να κάνουν το αξίωμα τους κληρονομικό και τέλος με τις επιδρομές των Νορμανδών. Πενήντα χρόνια μετά το θάνατο του Καρλομάγνου, το βασίλειο των Φράγκων κείτεται το ίδιο ανήμπορο στα πόδια των Νορμανδών, όπως πριν τετρακόσια χρόνια η ρωμαϊκή αυτοκρατορία στα πόδια των Φράγκων.

Κι όχι μονάχα η εξωτερική αδυναμία, αλλά και η εσωτερική κοινωνική τάξη, ή μάλλον κοινωνική αταξία, ήταν σχεδόν η ίδια. Οι ελεύθεροι φράγκοι αγρότες βρέθηκαν σε παρόμοια κατάσταση, όπως και οι προκάτοχοι τους, οι ρωμαίοι άποικοι. Καταστραμμένοι από τους πολέμους και τις λεηλασίες, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην προστασία των νεοανερχόμενων αρχόντων ή της εκκλησίας, αφού η βασιλική εξουσία ήταν πολύ αδύνατη για να τους προστατεύσει. Αυτή την προστασία, όμως, υποχρεώθηκαν να την πληρώσουν ακριβά. Όπως προηγούμενα οι γαλάτες χωρικοί, έτσι κι αυτοί υποχρεώθηκαν να μεταβιβάσουν την ιδιοκτησία της γης τους στον προστάτη κύριο που τους την ξανάδινε σαν μίσθιο με διάφορες και μεταβαλλόμενες μορφές, πάντα όμως με αντάλλαγμα αγγαρείες και δοσίματα.

Και όταν πια βρέθηκαν σ' αυτή τη μορφή εξάρτησης, έχασαν σιγά-σιγά και την προσωπική τους ελευθερία. Ύστερα από λίγες γενιές έγιναν οι περισσότεροι δουλοπάροικοι. Πόσο γρήγορα προχώρησε ο αφανισμός της ελεύθερης αγροτιάς, το δείχνει το κτηματολόγιο που σύνταξε ο Ιρμίνων10* του αβαείου του Σεν-Ζερμέν ντε Πρε, που βρισκόταν τότε κοντά και τώρα μέσα στο Παρίσι. Στη μεγάλη γαιοκτησία αυτού του αβαείου, που ήταν σκορπισμένη στη γύρω περιοχή, ήταν εγκαταστημένα, ακόμα από τον καιρό του Καρλομάγνου, 2.788 νοικοκυριά, σχεδόν χωρίς εξαίρεση Φράγκοι με γερμανικά ονόματα. Απ' αυτούς οι 2.080 ήταν άποικοι, οι 35 λίτοι11*, οι 220 δούλοι και μονάχα 8 ελεύθεροι μικροαγρότες! Δηλαδή, η εκκλησία εφάρμοζε τώρα γενικά ενάντια στους αγρότες την ίδια συνήθεια, που ο Σαλβιανός είχε κηρύξει άθεη, τη συνήθεια ο προστάτης κύριος να εξαναγκάζει τον αγρότη να του μεταβιβάσει την ιδιοκτησία της γης του και αυτός να του την ξαναδίνει μόνο για ισόβια χρήση. Οι αγγαρείες, που τώρα όλο και περισσότερο γίνονταν συνήθεια, είχαν για πρότυπο τους τόσο τις ρωμαϊκές αγγαρείες (angariae)12* υποχρεωτικές υπηρεσίες για το κράτος, όσο και τις υπηρεσίες των μελών της γερμανικής αγροτικής κοινότητας για την κατασκευή γεφυριών, δρόμων και για άλλους κοινούς σκοπούς. Φαίνεται λοιπόν σαν να ξαναγύρισε η μάζα του πληθυσμού, ύστερα από τετρακόσια χρόνια, εντελώς στο αρχικό σημείο.

Αυτό όμως απόδειχνε δυο πράγματα: Πρώτα ότι η κοινωνική διάρθρωση και η κατανομή της ιδιοκτησίας στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, την περίοδο της παρακμής της, αντιστοιχούσε πέρα για πέρα στην τότε βαθμίδα της παραγωγής στη γεωργία και τη βιομηχανία, ήταν δηλαδή αναπόφευκτη. Και δεύτερο, ότι αυτή η βαθμίδα παραγωγής δεν είχε ούτε κατέβει ούτε ανέβει σημαντικά μέσα στα 400 χρόνια που ακολούθησαν, δηλαδή με την ίδια αναγκαιότητα είχε δημιουργήσει την ίδια κατανομή της ιδιοκτησίας και τις ίδιες τάξεις του πληθυσμού. Τους τελευταίους αιώνες της ύπαρξης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η πόλη είχε χάσει την προηγούμενη κυριαρχία της πάνω στην ύπαιθρο και δεν την επανέκτησε στους πρώτους αιώνες της γερμανικής κυριαρχίας. Αυτό προϋποθέτει μια χαμηλή βαθμίδα ανάπτυξης τόσο της γεωργίας, όσο και της βιομηχανίας. Αυτή η συνολική κατάσταση δημιουργεί αναγκαστικά μεγάλους κυρίαρχους γαιοκτήμονες και εξαρτημένους μικροαγρότες. Πόσο λίγο ήταν δυνατό να επιβληθεί σε μια τέτοια κοινωνία, από τη μια μεριά η ρωμαϊκή οικονομία των λατιφούντιων με δούλους, από την άλλη η νεότερη μεγαλοκαλλιέργεια με αγγαρείες, το αποδείχνουν τα τεράστια πειράματα —που όμως πέρασαν χωρίς να αφήσουν ίχνη— του Καρλομάγνου με τις περίφημες αυτοκρατορικές επαύλεις.

 Συνεχίστηκαν μονάχα από τα μοναστήρια και μονάχα γι' αυτά ήταν καρποφόρες. Τα μοναστήρια, όμως, ήταν αφύσικοι κοινωνικοί οργανισμοί που στηρίζονταν στην αγαμία. Μπορούσαν να αποδώσουν εξαιρετικά αποτελέσματα, αλλά ακριβώς γι' αυτό έμεναν αναγκαστικά εξαιρέσεις.
Κι όμως, μέσα σ' αυτά τα τετρακόσια χρόνια είχαν γίνει βήματα προς τα μπρος. Κι αν στο τέλος βρίσκουμε σχεδόν τις ίδιες κύριες τάξεις όπως και στην αρχή, ωστόσο οι άνθρωποι που αποτελούσαν τις τάξεις αυτές είχαν αλλάξει. Είχε εξαφανιστεί η αρχαία δουλεία, είχαν εξαφανιστεί οι ξεπεσμένοι φτωχοί ελεύθεροι, που περιφρονούσαν την εργασία σαν δουλική απασχόληση. Ανάμεσα στο ρωμαίο άποικο και στο νέο κολίγο βρισκόταν ο ελεύθερος φράγκος χωρικός. Η «ανώφελη ανάμνηση και η άσκοπη διαμάχη» του ρωμαϊσμού που ξέπεφτε είχαν πεθάνει και είχαν θαφτεί. Οι κοινωνικές τάξεις του 9ου αιώνα δεν είχαν σχηματιστεί μέσα στο βάλτωμα ενός πολιτισμού που έδυε, αλλά μέσα στους πόνους της γέννας ενός νέου πολιτισμού. Η νέα γενιά, τόσο οι κύριοι όσο και οι υπηρέτες, όταν τους συγκρίνουμε με τους ρωμαίους προκατόχους τους, ήταν μια γενιά από άντρες.

 Η σχέση ανάμεσα στους ισχυρούς γαιοκτήμονες και στους αγρότες που τους υπηρετούσαν, μια σχέση που στη Ρώμη οδήγησε στην αναπόφευκτη καταστροφή του αρχαίου κόσμου, έγινε τώρα η αφετηρία μιας νέας εξέλιξης. Και ακόμα, όσο κι αν δεν φαίνονταν παραγωγικά αυτά τα τετρακόσια χρόνια, άφησαν ωστόσο ένα σημαντικό προϊόν: τις σύγχρονες εθνότητες, τη νέα διαμόρφωση και διάρθρωση της δυτικοευρωπαϊκής ανθρωπότητας για την επερχόμενη ιστορία. Οι Γερμανοί πραγματικά είχαν αναζωογονήσει την Ευρώπη, και γι' αυτό η διάλυση των κρατών της γερμανικής περιόδου δεν κατέληξε σε μια νορμανδοσαρακινή υποδούλωση, αλλά στην παραπέρα εξέλιξη και των ευεργετημάτων και των σχέσεων προστασίας (kommendation) προς τη φεουδαρχία, και σε μια τόσο τεράστια αύξηση του πληθυσμού, που οι μεγάλες αφαιμάξεις των σταυροφοριών μόλις διακόσια χρόνια αργότερα πέρασαν χωρίς να προκαλέσουν ζημιά.

Ποιο όμως ήταν το μυστηριώδες μαγικό μέσο, με το οποίο οι Γερμανοί εμφύσησαν νέα δύναμη ζωής στην Ευρώπη που πέθαινε; Ήταν τάχα μια θαυματουργή δύναμη, έμφυτη στη γερμανική φυλή, όπως μας παρουσιάζει τα πράγματα η σοβινιστική μας ιστοριογραφία; Σε καμιά περίπτωση. Οι Γερμανοί ήταν, ιδιαίτερα τότε, μια πολύ προικισμένη άρια φυλή, και βρισκόταν σε πλήρη ρωμαλέα ανάπτυξη. Δεν ήταν όμως οι ειδικές εθνικές τους ιδιότητες που ξανάνιωσαν την Ευρώπη, αλλά απλούστατα η βαρβαρότητα τους, το καθεστώς τους των γενών.
Η προσωπική τους ικανότητα και παλικαριά, το αίσθημα της ελευθερίας και το δημοκρατικό τους ένστικτο που τους έκανε να βλέπουν όλες τις δημόσιες υποθέσεις σαν δικές τους υποθέσεις, κοντολογίς, όλες οι ιδιότητες που είχε χάσει ο Ρωμαίος και που μονάχα αυτές ήταν σε θέση να φτιάξουν από τη λάσπη του ρωμαϊκού κόσμου νέα κράτη και να αναπτύξουν νέες εθνότητες — τι άλλο ήταν όλα αυτά παρά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του βάρβαρου της ανώτερης βαθμίδας, καρποί του καθεστώτος των γενών;

Αν οι Γερμανοί άλλαξαν την αρχαία μορφή της μονογαμίας, αν απάλυναν την κυριαρχία του άντρα μέσα στην οικογένεια, αν έδωσαν στη γυναίκα μια θέση ανώτερη από τη θέση που είχε γνωρίσει ποτέ ο κλασικός κόσμος, τι τους έκανε ικανούς για όλα αυτά, αν όχι η βαρβαρότητα τους, οι συνήθειες του γένους, η ζωντανή τους ακόμα κληρονομιά από την εποχή του μητρικού δικαίου;

Αν, τουλάχιστον σε τρεις από τις σπουδαιότερες χώρες, στη Γερμανία, τη Βόρεια Γαλλία και την Αγγλία, μπόρεσαν να περισώσουν και να μεταφέρουν στο φεουδαρχικό κράτος ένα κομμάτι γνήσιας οργάνωσης των γενών με τη μορφή των αγροτικών κοινοτήτων και έτσι έδωσαν στην καταπιεζόμενη τάξη, τους αγρότες, ακόμα και κάτω από την πιο σκληρή μεσαιωνική δουλοπαροικία, μια τοπική συνοχή και ένα τέτοιο μέσο αντίστασης, που δεν το βρήκαν έτοιμο ούτε οι αρχαίοι δούλοι, ούτε οι σύγχρονοι προλετάριοι — σε τι το χρωστούσαν αυτό, αν όχι στη βαρβαρότητα τους, στον τρόπο τους να εγκαθίστανται κατά γένη, τρόπο ολωσδιόλου σύμφωνο με την εποχή της βαρβαρότητας;

Και τέλος, αν κατάφεραν να διαμορφώσουν και να κάνουν αποκλειστική την ηπιότερη μορφή της δουλοπαροικίας που εφάρμοζαν κιόλας στην πατρίδα τους, της δουλοπαροικίας στην οποία όλο και περισσότερο μετατρεπόταν η δουλεία ακόμα και στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία — μια μορφή που, όπως πρώτος τόνισε ο Φουριέ13*, δίνει στους υποδουλωμένους τα μέσα για τη βαθμιαία τους απελευθέρωση σαν τάξη (fournit aux cultivateurs des moyens d' affranchissement collectif et progressif14*), μια μορφή που υψώνεται έτσι πολύ πάνω από τη δουλεία, γιατί στη δουλεία είναι δυνατή μονάχα η απελευθέρωση κατά άτομα χωρίς μια μεταβατική κατάσταση (η αρχαιότητα δεν γνωρίζει την κατάργηση της δουλείας με νικηφόρα εξέγερση) —ενώ πραγματικά οι δουλοπάροικοι του μεσαίωνα σιγά-σιγά επέβαλαν την απελευθέρωση τους σαν τάξη— σε τι το χρωστάμε αυτό, αν όχι στη βαρβαρότητα τους, χάρη στην οποία δεν είχαν ακόμα φτάσει ως την ολοκληρωμένη δουλεία, ούτε ως την αρχαία δουλεία της εργασίας, ούτε ως την ανατολίτικη οικιακή δουλεία;

Ό,τι ζωντανό και ζωοφόρο μεταφύτεψαν οι Γερμανοί στο ρωμαϊκό κόσμο, ήταν βάρβαρο. Πραγματικά, μόνο βάρβαροι είναι ικανοί να ανανεώσουν έναν κόσμο που υποφέρει από ετοιμοθάνατο πολιτισμό. Και η ανώτατη βαθμίδα της βαρβαρότητας ως την οποία και μέσα στην οποία υψώθηκαν οι Γερμανοί πριν από τη μετανάστευση των λαών, ήταν ακριβώς η πιο ευνοϊκή βαθμίδα γι' αυτή τη διαδικασία. Αυτό τα εξηγεί όλα.
 _____________________

*. Ο αριθμός αυτός επιβεβαιώνεται από ένα χωρίο του Διόδωρου για τους γαλάτες Κέλτες: «Στη Γαλατία (Gallia) κατοικούν πολλοί λαοί με άνιση δύναμη. Οι μεγαλύτεροι απ' αυτούς αριθμούν περίπου 200.000, οι μικρότεροι 50.000 ψυχές.» (Διόδωρος ο Σικελιώτης, V, 25). Δηλαδή κατά μέσο όρο 125.000. Επειδή ήταν περισσότερο αναπτυγμένοι οι ξεχωριστοί γαλατικοί λαοί, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ήταν κάπως πιο πολυάριθμοι από τους γερμανικούς (σημ. του Ένγκελς).
**. Μεγάλη Γερμανία (σημ. γερμ. σύντ.).
3* Plinius, Historia naturalis, βιβλίο IV, κεφ. 14 (σημ. γερμ. σύντ.).
4*  Φτωχοί λευκοί (σημ. γερμ. σύντ.).
5*  Όπως λέει ο επίσκοπος Λιούτπραντ της Κρεμόνας, το 1 Οο αιώνα στο Βερντέν, δηλαδή στην αγία γερμανική αυτοκρατορία, ο κύριος κλάδος της βιομηχανίας ήταν η παραγωγή ευνούχων, που τους εξήγαγαν με μεγάλο κέρ­δος στην Ισπανία για τα μαυριτανικά χαρέμια (σημ. του Ένγκελζ).
6*  Salvianus de Marseille, De gudernatione dei,, βιβλίο V, κεφ. 8 (σημ. γερμ. σύντ.).
7* Allod ή allodium, κτήμα που βρίσκεται στην απόλυτη κυριότητα του ιδιοκτήτη (σημ. τ. μετ.).
8*. Beneficium, λατινική λέξη που σημαίνει: ευεργεσία, αμοιβή. Μορφή παραχώρησης γης, πλατιά διαδεδομένη το πρώτο μισό του 8ου αιώνα στο βασίλειο των Φράγκων. Η γη που παραδινόταν με αυτόν τον τρόπο περνούσε μαζί με τους αγρότες που ζούσαν σ' αυτή εφ' όρου ζωής στην κυριότητα του παραλήπτη έναντι ορισμένων υπηρεσιών. Συνήθως επρόκειτο για στρατιωτικές υπηρεσίες. Αν πέθαινε ο δανειστής ή ο παραλήπτης, τότε η γη πήγαινε στον ιδιοκτήτη ή στους κληρονόμους του. Αν ο παραλήπτης παραμελούσε τα καθήκοντα του ή το κτήμα, ο δανειστής είχε δικαίωμα να του αφαιρέσει τη γη. (...) Το σύστημα αυτό των ευεργετημάτων συνέβαλε στη διαμόρφωση της τάξης των φεουδαρχών, ιδιαίτερα των κατώτερων και μεσαίων ευγενών, στην υποδούλωση των αγροτικών μαζών, στη διαμόρφωση των σχέσεων ανάμεσα στους υποτελείς και της φεουδαρχικής ιεραρχίας. Με το πέρασμα του χρόνου το ευεργέτημα εξελίχθηκε σε κληρονομικό φέουδο (σημ. γερμ. σύντ.).
9*. Βασιλικοί υπάλληλοι στο βασίλειο των Φράγκων, επικεφαλής μιας περιφέρειας ή μιας κομητείας, με δικαστικά, αστυνομικά και στρατιωτικά καθήκοντα. Για τις υπηρεσίες τους έπαιρναν το ένα τρίτο των βασιλικών εσόδων από τις περιφέρειες τους κι επιπλέον κτήματα. Στην πορεία, οι κομήτες των περιφερειών μεταβλήθηκαν σε φεουδάρχες με κυρίαρχη εξουσία, ιδιαίτερα μετά το έτος 877 που οι λειτουργίες τους έγιναν κληρονομικές (σημ. γερμ. σύντ.).
10*. Πρόκειται για το κτηματολόγιο που σύνταξε τον 9ο αιώνα ο αβάς Ιρμίνων. Προφανώς, ο Ένγκελς αναφέρει το στοιχείο αυτό σύμφωνα με το βιβλίο του  Paul Roth Geschichte des beneficialwesens von den ailtesten Zeiten 1850, σελ. 378 (σημ. γερμ. σύντ.).
11*. Ημιελεύθεροι αγρότες που υποχρεώνονταν να κάνουν αγγαρείες και να προσφέρουν δοσίματα και που μαζί με τους αποίκους και τους δούλους αποτελούσαν μια από τις κύριες ομάδες των εξαρτημένων αγροτών την εποχή των Μεροβίγγειων και Καρολίγγειων (σημ. γερμ. σύντ.).
12* . Την εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οι κάτοικοι υποχρεώνονταν να διαθέτουν στο κράτος οχήματα και βαστάζους. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι υποχρεώσεις αυτές γίνονταν όλο και μεγαλύτερες, έτσι που τελικά έγιναν μεγάλο βάρος για τον πληθυσμό (σημ. γερμ. σύντ.).
13*. Fourier, «Theorie des quatre mouvements et des destinees generales Oevres Completes»,  τόμ. 1, Παρίσι 1846, σελ. 220. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε το 1808 στη Λυών, χωρίς όνομα (σημ. γερμ. σύντ.).
2. Δίνει στους καλλιεργητές μέσα συλλογικής και προοδευτικής απελευθέρωσης (σημ.γερμ. σύντ.).

ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger