Kατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, και ειδικά από το1943, παραστρατιωτικές ομάδες όπως του Φριτς Σούμπερτ και σχηματισμοί του δωσίλογου ελληνικού κράτους όπως τα Τάγματα Ασφαλείας απέκτησαν ευρύτερη ευχέρεια κινήσεων από τις κατά τόπους γερμανικές μονάδες, δηλαδή άδεια για ανεξέλεγκτες σφαγές και πλιάτσικο.
Αμαχοι και γυναικόπαιδα ήταν θεμιτοί στόχοι
Η χώρα είχε κηρυχτεί εμπόλεμη ζώνη και επομένως με τη ναζιστική λογική όλοι οι κάτοικοι, άμαχοι και γυναικόπαιδα, ήταν θεμιτός στόχος αφού καταγράφονταν ως «ληστές» και τα χωριά τους ως «ληστοχώρια».
Σύμφωνα με γερμανικά στοιχεία, κατά την περίοδο Ιουνίου 1943 - Σεπτεμβρίου 1944 καταγράφηκαν 25.435 εκτελέσεις πολιτών και 25.728 κρατουμένων, αν και οι αριθμοί αυτοί δεν ήταν πλήρεις. Μόνο κατά το τελευταίο τετράμηνο της Κατοχής υπολογίζεται ότι εκτελούνταν καθημερινά 91 άνθρωποι.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και ως μέσο προστασίας των υποχωρούντων Γερμανών, οι τελευταίοι εξαπέλυσαν τους πλέον κτηνώδεις βοηθούς τους και διαπράχτηκαν φρικτές σφαγές, όπως στον Χορτιάτη.
Μέχρι το 1944 ειδικά η βόρεια Ελλάδα είχε καταστεί το βασίλειο πολλών ένοπλων ομάδων συνεργατών των κατακτητών στη Μακεδονία, της ΠΑΟ, του Κυριάκου Παπαδόπουλου (Κισά Μπατζάκ), του Γεώργιου Πούλου, του Δάγγουλα, του Βήχου κ.ά. Στον τελικό απολογισμό του ο Βάλτερ Σιμάνα καταγράφει συνολικά δέκα τέτοια «εθελοντικά τάγματα» στην ελληνική Μακεδονία.
Τον Ιούλιο του 1944 η αριθμητική τους δύναμη υπολογίζεται από τον μεν γενικό επιθεωρητή νομαρχιών Μακεδονίας Αθανάσιο Χρυσοχόου σε 8.000-8.500 ενόπλους, από τη δε Παμμακεδονική Επιτροπή του ΕΑΜ περίπου σε 4.000.
«Εξοικονόμηση γερμανικού αίματος»
Στην ουσία επρόκειτο για ιδιωτικούς στρατούς που συγκρότησε το 1944 η Βέρμαχτ για ν’ αντιμετωπίσει το αντάρτικο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Στόχος της γερμανικής πολιτικής, σύμφωνα με τον στρατηγό Λερ, ήταν η υπόθαλψη ενός ενδοελληνικού εμφυλίου μεταξύ «αντικομμουνιστικής» και «κομμουνιστικής μερίδος» και η συνακόλουθη «εξοικονόμηση γερμανικού αίματος».
Ενοπλα σώματα «αντικομμουνιστών» λοιπόν, όπως αρέσκονταν να αυτοαποκαλούνται και περιγράφονται ακόμη και σήμερα δυστυχώς από διάφορους απολογητές της δράσης τους, ανέλαβαν τη βρόμικη δουλειά χωρίς κανέναν ενδοιασμό στη σφαγή αμάχων, στους βιασμούς και στο πλιάτσικο, μετατρέποντας τη χώρα σε σφαγείο ενώ οι προστάτες τους προετοίμαζαν την υποχώρησή τους.
Συμμορίες όπως του Κολλάρα, του Πούλου, του Δάγκουλα, του Κισά Μπατζάκ μπορούσαν ανεμπόδιστες να αιματοκυλίσουν τον ελληνικό λαό. Ανάμεσά τους το Σώμα Κυνηγών του Φριτς Σούμπερτ με δράση στην Κρήτη και τη Μακεδονία, το Τάγμα Παπαγιαννάκη στην Κρήτη και το Τάγμα Ασφαλείας στην Εύβοια.
Σώμα Κυνηγών Σούμπερτ.
Ο ανεξέλεγκτος ετπλοχίας
Μέσα στο κλίμα της συνολικότερης συγκρότησης ένοπλων αντικομμουνιστικών σωμάτων στην Ελλάδα ο νέος στρατιωτικός διοικητής Κρήτης Μπρούνο Μπρόιερ προχώρησε στη συγκρότηση του Σώματος Κυνηγών του διαβόητου Φριτς Σούμπερτ τον Αύγουστο - Σεπτέμβριο του 1943. Η διαταγή του Μπρόιερ τόνιζε την ελευθερία κινήσεως του σώματος και απαιτούσε από όλα τα άλλα σώματα και μονάδες να παρέχουν κάθε βοήθεια στον Σούμπερτ, κατά παράβαση της ιεραρχίας όχι μόνο των ελληνικών σωμάτων ασφαλείας αλλά και των γερμανικών μονάδων:
«Ιδρύεται εν Κρήτη σώμα υπό την επωνυμίαν “Κυνηγοί Σούμπερτ”. Την διοίκησιν θα έχη ο Επιλοχίας Φριτς Σούμπερτ. Τα του οπλισμού, ενδυμασίας και τροφοδοσία του ανωτέρω σώματος κανονίσω δι’ ετέρας διαταγής μου.
Σκοπός του σώματος τούτου είναι η εμπέδωσις της τάξεως και η πάταξις των κακοποιών, κομμουνιστών κ.λπ. της υπαίθρου, δι’ ων μέσων ήθελε κρίνει κατάλληλα ο διοικητής του σώματος Επιλοχίας Σούμπερτ, έχων από τούδε όλην την δικαιοδοσίαν και ελευθερίαν ενεργείας.
Πάντα τα σώματα και αι μονάδες δεν έχουν το δικαίωμα να φέρουν προσκόμματα εις την εκτέλεση της ως άνω υπηρεσίας του σώματός του. Τουναντίον διά την παρούσης υποχρεούνται να παρέχουν πάντα τα μέσα άτινα ήθελον ζητηθή παρά του Επιλοχίου Σοΰμπερτ διά την επίτευξη/ του σκοπού του».
Ο διαβόητος Φριτς Σούμπερτ υπήρξε από τους ελάχιστους Γερμανούς εγκληματίες πολέμου που δικάστηκαν και εκτελέστηκαν στην Ελλάδα για τα αποτρόπαια εγκλήματα της ομάδας του τόσο στην Κρήτη όσο και αργότερα στη Μακεδονία.
Στο πλαίσιο των εκτελέσεων συνεργατών του κατακτητή την άνοιξη του 1942 οι αντάρτες στην περιοχή του Ψηλορείτη εκτέλεσαν δύο μέλη της οικογένειας δωσιλόγων Τζουλιά. πυροδοτώντας περαιτέρω αντίποινα, κάψιμο σπιτιών στο χωριό Κρουσώνας στις 24 Μάϊου 1942. εκτελέσεις και φυλακίσεις Περίπου 12 με 15 Κρουσανιώτες εντάχτηκαν στο σώμα Σούμπερτ, που ύστερα από περίπου έναν χρόνο θα αρχίσει την αιματηρή δράση του ως Σώμα Κυνηγών.
Επειτα από αναδιοργάνωση και αύξηση της υπάρχουσας μικρής ομάδας Κρουσανκοτών. η mo συχνά αναφερόμενη δύναμη του σώματος είναι περί τους 100 άντρες ντυμένοι με γερμανικές στολές Από τον Αύγουστο του 1943 ο Σούμπερτ έχοντας ευρεία δικαιοδοσία από τον ίδιο τον διοικητή Κρήτης ακολούθησε τακτική τρομοκράτησης απομακρυσμένων χωριών με ιδιαίτερα εγκληματικές μεθόδους χώρισε μάλιστα το σώμα σε μικρότερες ομάδες για να επιτύχει τη μεγαλύτερη δυνατή δράση. με επικεφαλής των αποσπασμάτων ντόπιους όπως ο Γ. Τζουλιάς. ο Δ. Χριστοδουλάκης και ο Μ Κουράκης.
Καίνε σπίτια, ανθρώπους και λεηλατούν
Το πρωί της 6ης Οκτωβρίου 1943 οι Γερμανοί μαζί με τον Σούμπερτ και 30 άντρες του έφτασαν στο χωριό Καλή Συκιά. Ενώ οι Γερμανοί συνέχισαν την πορεία τους προς τα ορεινά. οι σουμπερίτες παρέμειναν στο χωριό. Αυτό που επακολούθησε ήταν ένα από τα mo φρικιά εγκλήματα τους. Αφού συγκέντρωσαν τις γυναίκες και τα παιδιά στην άκρη του χωριού. άρχισαν να πυρπολούν τα σπίτια και να πετάνε μέσα τις γυναίκες για να καούν ζωντανές. Οταν τελείωσαν το έργο τους είχαν κάψει ζωντανές δώδεκα γυναίκες, ανάμεσά τους την έγκυο Ευαγγελία Γρυντάκη με το δύο ετών παιδί της και έναν άντρα. Οπως συνήθως, άφησαν ορισμένα σπίτια ανέπαφα προ κειμένου να τα λεηλατήσουν με την ησυχία τους.
Την επόμενη μέρα 7 Οκτωβρίου, οι σουμπερίτες ακολουθώντας τον γερμανικό στρατό βρέθηκαν στην επαρχία Σφακίων, στο χωριό Καλλικράτης. Το χωριό είχε στοχοποιηθεί καθώς θεωρήθηκε ότι είχε περάσει η ομάδα Μπαντουβά χωρίς να ειδοποιηθούν οι αρχές. Επειτα από διαβεβαιώσεις των Γερμανών ότι αναζητούσαν τους αντάρτες και ότι όσοι κάτοικοι λείπουν θα θεωρηθούν αντάρτες επίσης, ορισμένοι άντρες του χωριού επέστρεψαν. Την επόμενη μέρα το χωριό περικυκλώθηκε και πάλι και αφέθηκε από τους Γερμανούς στο έλεος των συνεργατών τους. Παρά τις γερμανικές στολές τους αναγνωρΐστηκαν από τους ντόπιους. Το όργιο των σουμπεριτών στον Καλλικράτη άφησε πίσω τους νεκρούς 20 άντρες και οκτώ γυναίκες, στην πλειονότητά τους ηλικιωμένοι' πολλοί εκτελέστηκαν μέσα στο σπίτι τους προτού το κάψουν. Εκαψαν περίπου 80 σπίτια αφού φυσικά τα λεηλάτησαν. Ακολουθώντας τα χνάρια της ομάδας Μπαντουβά. το Σώμα Κυνηγών του Σούμπερτ λεηλάτησε επίσης τον οικισμό Καλοί Λάκκοι, ενώ στο χωριό Μουρί εκτέλεσε πέντε άντρες έπειτα από φρικτά βασανιστήρια
Εξ ευτελισμός από τον ΕΛΑΣ και... μετάθεση
Η Πρωτοχρονιά του 1944 ήταν και η αρχή του τέλους του Σώματος Κυνηγών του Φριτς Σούμπερτ στην Κρήτη. Μια ομάδα του σώματος, ενθαρρυμένη από τις ως τότε «επιτυχίες». αποφάσισε να επιχειρήσει εναντίον του «σεσημασμένου» χωριού Μεσκλά στα Λευκά Ορη. Το αποτέλεσμα ήταν η πλήρης εξόντωση των σουμπεριτών στα Μεσκλά από τον ΕΛΑΣ και η απαξίωση του σώματος στα μάτια των γερμανικών δυνάμεων κατοχής. Τρεις μέρες μετά, με διαταγή του διοικητή Μπρόιερ ο Σούμπερτ και η ομάδα του αποχώρησαν από την Κρήτη.
Συνέχισε την αιματηρή δράση του στην περιοχή της Μακεδονίας με αποκορύφωμα το ολοκαύτωμα στο χωριό Χορτιάτης στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 με τουλάχιστον 146 θύματα βιασμούς και λεηλασία του χωριού. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ιωάννη Γαλιτσάνου στη δίκη του Σούμπερτ:
«Ο Σούμπερτ ήρθε στο Χορτιάτη στας 2 Σεπτεμβρίου του 1944 Ηταν εξαγριωμένος, γιατί όπως είχε γνωσθή. οι αντάρτες είχαν σκοτώσει κάποιον Γερμανό γιατρό. Μάζεψε όλους τους κατοίκους, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας. Αντρες, γυναίκες. παιδιά, γέροντες ωδηγήθησαν με βρισιές στο φούρνο του Γκουραμόνη. Εκεί χώρισαν εβδομήντα. Αλλους 80 έκλεισε στο μεγάλο σπίτι του Ευάγγελου Ταμπάδη. Τοποθέτησε φρουρούς απ’ έξω και όποιος τολμούσε να ξεμυτίση εξετελείτο επί τόπου χωρίς καμμιά διαδικασία
«Ενα κοπάδι από κακούργους»
Πρόεδρος: Ποιος διέτασσε:
Μάρτυς: Ο Σούμπερτ Ολο το κοπάδι που είχε μαζί του από κακούργους τους οποίους είχε βγάλει απ' τις φυλακές και τους είχε ντύσει με στρατιωτικές γερμανικές στολές σ' αυτόν υπήκουε. Τους έλεγε: "Κλείστε τους και μην αφήνετε κανένας να φύγη! θα τους κάψουμε όλους, Πραγματικά ύστερα από λίγο έδωκε τη διαταγή. Ρίξανε μια εμπρηστική σκόνη στο φούρνο και στο σπίτι του Ταμπόδη. Μεγάλες φλόγες πετάχτηκαν από παντού Ούρλιαζαν τα γυναικόπαιδα που εκαίγοντο. Αυτός όμως ανάλγητος παρακολουθούσε την τραγωδία τους. Δυο τρεις μισοκαμένοι άνθρωποι που θέλησαν να πηδήσουν απ’ τα παράθυρα πυροβολήθηκαν και έπεσαν νεκροί Εκατόν σαράντα επτά άνδρες. γυναίκες και παιδιά βρήκαν ανατριχιαστικό θάνατο μέσα στις φλόγες.
Πρόεδρος: Κατόπιν;
Μάρτυς: Ο Σούμπερτ κι άνδρες του λήστεψαν και έκαψαν τα υπόλοιπα σπίτια φόρτωσαν με τα κλεμένα πράγματα τ' αυτοκίνητά τους και φύγανε. Τράβηξαν κατά τα Γιαννιτσά».
Τα «απόνερα» των Τζουλιάδων και το Τάγμα Παπαγιαννάκη
Μέλη της ομάδας Σούμπερτ όμως παρέμειναν στην Κρήτη και συνέχισαν να δραστηριοποιούνιαι με παντοειδή καθήκοντα στην υπηρεσία των κατακτητών. Πυρήνας φαίνεται πως παρέμεινε η ομάδα του Κρουσώνα γύρω από την οικογένεια Τζουλιά. Η ένοπλη συνεργασία είχε φυσικά και το οικονομικό της αντίτιμο. Στις 18 Φεβρουάριου 1944 ο νομάρχης Ηρακλείου Εμμανουήλ Ξανθάκης απέστειλε έγγραφο στα γερμανικά προς «τα ελληνικά εθελοντικά σώματα» (frelwilUge Kompanle) ανακοινώνοντας πως την επομένη θα ήταν έτοιμα προς παραλαβή από τη νομαρχία δελτία τροφίμων και τσιγάρων για «τους άνδρες του σώματος και τα μέλη των οικογένειών τους».
Επίσης είχε δοθεί εντολή για τη διάθεση 360 οκάδων ελαιόλαδου, πέντε οκάδες για κάθε άντρα Την ίδια ημέρα κατόπιν εγγράφου του Γερμανικού Φρουραρχείου Ηρακλείου, ο νομάρχης Ηρακλείου Εμμ. Ξανθάκης απέστειλε σημείωμα προς τον πρόεδρο της κοινότητας Κρουσώνα για τη χορήγηση στον Νικόλαο Τζουλιά «εκ των σιτηρών της συγκεντρώσεως» 30 οκάδων σποριού προς 12.000 δραχμές κατ' οκά και 20 οκάδων κριθάρι προς9.000δραχμές κατ' οκά. Και την επομένη, 19 Φεβρουάριου, έγγραφο της Kraskonimandatur προς ενημέρωση των δήμων ανακοίνωνε την απαλλαγή των άντρων του εθελοντικού σώματος από την υποχρέωση καταναγκασπκής εργασίας καθώς και των οικογενειών τους για διάστημα τριών μηνών. Σε μεταπολεμικό βούλευμα του Ειδικού Δικαστηρίου Ηρακλείου προκύπτει ότι τέτοιες συναλλαγές ήταν τακτικές και ότι ο ίδιος Ν. Τζουλιάς μαζί με άλλους οκτώ κατηγορούμενους τουλάχιστον δώδεκα φορές το 1944 απέσπασαν ελαιόλαδο από τον τοπικό συνεταιρισμό έναντι ευτελών ποσών κατόπιν διαταγών του νομάρχη Ηρακλείου.
Αλλά η προσπάθεια δημιουργίας ένοπλων δωσιλογικών τμημάτων σημείωσε κάποια επιτυχία αυτήν τη φορά στη δυτική Κρήτη υπό τη μορφή του Τάγματος Χωροφυλακής Χανίων. γνωστότερου ως Τάγμα Παπαγιαννάκη από το όνομα του επικεφαλής, του ταγματάρχη χωροφυλακής Δημήτρη Παπαγιαννάκη. Ως ημερομηνία σχηματισμού του τάγματος αναφέρεται η 17η Φεβρουαρίου 1944. Στις 20 Φεβρουάριου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παρατηρητής» εγκύκλιος του γενικού διοικητή Κρήτης Ιωάννη Πασσαδάκη με τίτλο «Ενέργειαι διά την αποκατάστασιν της νομίμου τάξεως εν τη υπαίθρω».
Αφού διεκτραγωδείται η κατάσταση λόγω ζωοκλοπής αλλά και ληστείας, αναφέρεται πως, «κατόπιν της ευμενούς χορηγησεως όπλων υπό του Φρουρίου Κρήτης εις την Χωροφυλακήν μας κατηρτίσθησαν εν τω Νομώ Χανίων μεγάλα αποσπάσματα» υπό τη διοίκηση του Δ. Παπαγιαννάκη. Ο διοικητής είχε «δικαιώματα ευρείας μορφής» για να καθαρίσει την ύπαιθρο από τα «κακοποιό στοιχεία».
Ο Παπαγιαννάκης, που ήταν επικεφαλής της χωροφυλακής στα Χανιά στις αρχές της Κατοχής, είχε λάβει άδεια το 1943, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες που έφταναν στους Βρετανούς «είχε πλουτίσει τόσο στη μαύρη αγορά που ήθελε να απολαύσει τα κέρδη του όσο μπορούσε».
Στον σχηματισμό του τάγματος κλήθηκαν περίπου 200 άντρες. Μονάχα οι αξιωματικοί της μονάδας ανήκαν στην πραγματικότητα στη χωροφυλακή, ενώ ορισμένοι άντρες ήταν στρατολογημένοι από κακοποιά στοιχεία έως και κατάδικοι που αποφυλακίστηκαν για τον σκοπό αυτό, αν και όχι όλοι. Ο Παπαγιαννάκης παρουσίαζε την κατάταξη στο τάγμα ως λύτρωση των μελών του από τις γερμανικές διώξεις: «απήλλαξα διά χορηγηθείσης αμνηστείας εκ των Γερμανικών Αρχών όλους τους καταδιωκομένους υπ’ αυτών και κατατασσομένους εις το Τάγμα». Ο εξοπλισμός του έγινε φυσικά από τις αρχές κατοχής.
Ο επίσημος σκοπός «πάταξις της ζωοκλοπής».
Το ΕΑΜ κράτησε εξαρχής εχθρική στάση απέναντι στο τάγμα, όχι όμως και η Εθνική Οργάνωση Κρήτης (ΕΟΚ), που συμμεριζόταν την αντι-κομμουνιστική του κατεύθυνση όπως και ο Βρετανός υπεύθυνος δυτικής Κρήτης Διονύσης (Ντένις) Τσικλητήρας. Για τους Βρετανούς η ΕΟΚ υποστήριζε τον Παπαγιαννάκη διότι είχε όπλα που μπορούσαν να στραφούν εναντίον των κομμουνιστών.
Ο Παπαγιαννάκης προσπάθησε εξαρχής να παίξει διπλό παιχνίδι, θέτοντας τα γερμανικά όπλα του στη διάθεση των Βρετανών και εξυπηρετώντας τους Βρετανούς πράκτορες, διαθέτοντάς τους π.χ. στολές χωροφυλακής. Οι διαπιστώσεις του Τσικλητήρα στις εκθέσεις του είναι διαφωτιστικές:
8 εκατ. τον μήνα, στολή, άρβυλα για 400 πλιατσικολόγους
Ο μισθός διαφημίστηκε ως 8 εκατομμύρια τον μήνα, μια πλήρης στολή, άρβυλα κ,λπ. και ένα ντουφέκι. Μέσα σε λίγες ώρες βρέθηκαν οι απαραίτητοι 400' οι περισσότεροι ήταν πλιατσικολόγοι και ζωοκλέφτες της περιοχής.
Η σύνθεση του τάγματος δημιουργούσε ανησυχίες και στα τοπικά στελέχη της ΕΟΚ, όπως ο γιατρός Μ. Αναστασάκης από την Κίσσαμο: «18 Απριλίου σήμερον διήλθε εκ Σπηλιάς μεταβαίνον εις Δελιανά εν απόσπασμα Ασφαλείας. Οι αποτελούντες αυτό είναι όλοι αμνηστευθέντες φυγόδικοι και ταραξίαι. Ως εκ της προελεύσεως αυτών αμφιβάλλομεν, εάν θα ωφελήσει. Συνέλαβαν ένα νέον, Σολανάκη, εις Δρακώνα και τον ετουφέκισαν».
Το παραπέτασμα της πάταξης της ζωοκλοπής δεν διήρκεσε πολύ. Στις 25 Μαρτίου το τάγμα συγκρούστηκε στο Σαμωνά (ΤσακΙστρα Κάμπων) με ομάδα του ΕΛΑΣ υπό τον Ιλαρχο Κυανίδη (Φλωριά) και διαλύθηκε. Οι ΕΛΑΣίτες αιχμαλώτισαν 41 μέλη του τάγματος τα οποία και απέλυσαν, αφού τους έγινε κατήχηση, εκτός από τον χωροφύλακα Γ. Λιονάκη που εκτελέστηκε έπειτα από καταδίκη αντάρτικου στρατοδικείου για φόνους, βιασμούς και άλλα κακουργήματα. Αναφέρεται πως τρία μέλη του τάγματος προσχώρησαν στη συνέχεια στο αντάρτικο και άλλα δεκαέξι εγκατέλειψαν το τάγμα.
Προφανώς λοιπόν η διάλυση του δωσιλογικού Τάγματος Παπαγιαννάκη -όπως και της μονάδας του Σούμπερτ προηγουμένως- ήταν αποκλειστικό έργο του ΕΛΑΣ. Στις 5 Αυγούστου το 3ο Τάγμα Κισσάμου του ΕΛΑΣ διέλυσε τη βάση του τάγματος στο χωριό Κρύα Βρύση στην Κίσσαμο και το σπίτι του ίδιου του Παπαγιαννάκη όπου αποθησαύρισε τα λάφυρα των επιχειρήσεων του. Κατασχέθηκε μεγάλη ποσότητα όπλων, πυρομαχικών και τροφίμων. Υστερα από αυτό ο Παπαγιαννάκης, φοβούμενος για τη ζωή του, παρέμενε στα Χανιά.
Στις 26 Αυγούστου ο Παπαγιαννάκης δημοσίευσε ανακοίνωση πως για την εκτέλεση του Γεωργουσάκη «θα πέσουν πεντήκοντα (50) κεφαλαί κομμουνιστών και άλλων συνεργατών των». Ενώ για τη δολοφονία ενός άλλου συνεργάτη των Γερμανών, του ενωμοτάρχη Δημήτρη Τζεϊράνη (υπεύθυνου για τη σύλληψη του στελέχους του ΚΚΕ Βαγγέλη Κτιστάκη), εκτελέστηκαν άλλοι 25 άνθρωποι ως «ιθύνοντες» ή «δρώντες κομμουνιστές», μεταξύ των οποίων και ο Ρούσος Κούνδουρος, επιφανής πολιτική προσωπικότητα των Φιλελευθέρων του Λασιθίου και της τοπικής νομαρχιακής επιτροπής ΕΑΜ.
Ο ίδιος ο Παπαγιαννάκης δικάστηκε μεταπολεμικά ως δωσίλογος, αθωώθηκε και φυγαδεύτηκε στον Πειραιά Η απόφασή του όμως να επιστρέφει στα Χανιά οδήγησε στην εκτέλεσή του σε κεντρικό σημείο της πόλης.
Τάγματα Ασφαλείας Εύβοιας και ο ΕΔΕΣ Αθηνών
Οι συνταγματάρχες Απόστολος Παπαγεωργίου και Χαράλαμπος Παπαθανασόπουλος του ΕΔΕΣ πέρασαν ένα διάστημα κρατούμενοι των κατοχικών δυνάμεων το 1943 και μετά την αποφυλάκισή τους τάχτηκαν οριστικά ενάντια στην αντιστασιακή δράση του κομμουνισμού ως κύριου κινδύνου ενόψει των μεταπολεμικών εξελίξεων. Συνεργάζονταν πλέον ανοικτά με την κατοχική κυβέρνηση και τους Πάγκαλο - Γόνατά για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας.Επειτα από συγκρούσεις, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1943 ο Παπαγεωργίου αυτοανακηρύχτηκε αρχηγός του ΕΔΕΣ Αθηνών και η συγκεκριμένη οργάνωση πήρε ανοιχτά πλέον τον δρόμο της συνεργασίας και προσπάθησε να πάρει με το μέρος της τα στελέχη του ΕΔΕΣ, αποκρύπτοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τη διάστασή της από τον Ζέρβα, ενώ και ο τελευταίος άργησε να πάρει αποστάσεις
Σύμφωνα με την κατάθεση του Διονυσίου Παρασκευόπουλου στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων Χαλκίδος, ο Παπαθανασόπουλος από τις 2 Οκτωβρίου 1943 και για τρεισήμισι μήνες φιλοξενήθηκε στο σπίτι του στην οδό Πραξιτέλους 8. Σε αυτόν παρουσιάστηκε ως αρχηγός του ΕΔΕΣ και δεχόταν στο σπίτι διάφορους αξιωματικούς και ιδιώτες όπως ο Χαρ. Βουζουναράς, ο δικηγόρος Μαυρίκος Μαυρίκης, ο ανώτερος αξιωματικός Διάμεσης, ο στρατηγός Διάκος κ.ά Κάθε Τετάρτη δειπνούσε με τον Ιωάννη Βουλπιώτη και Γερμανούς αξιωματικούς, όπως του έλεγε ο ίδιος. Είχε δε σχέσεις με τον Ιωάννη Ράλλη με σύνδεσμο τον Βουζουναρά. Μέσω αυτού συγκέντρωσε 500 εκατ. δραχμές από τον Ράλλη στα τέλη Νοεμβρίου του 1943.
Ανάλογη δράση φαίνεται ότι ανέπτυξε ο δικηγόρος Μαυρίκος Μαυρίκης. Σε επιστολή του προς τον Ηρακλή Πετιμεζά του ΕΔΕΣ στις 27.10.1944 ο Γεώργιος Φαφούτης του απαντά:
«Μου εζητήσατε να σας πω τι γνωρίζω περί του Δικηγόρου Μαυρίκη [...]. Κατά την συνάντησιν μας αυτήν ο Μαυρίκης με παρεκάλεσε να τον βοηθήσω εις το να φύγει ο υιός του στην Σμύρνη διά να συναντήσει τους Αγγλους διά να τους πείσει να του στείλουν χρήματα, ιματισμόν και πολεμοφόδια διότι ετοιμάζει εδώ σώματα προς καταπολέμησιν των Κομμουνιστών και των Γερμανών. Του απήντησα ότι μπορώ μόνον να βοηθήσω τον υιόν του να φύγει, αλλά είχα αμφιβολίας αν ο υιός του θα κατώρθωνε να πείσει τους Αγγλους να τον βοηθήσουν. [...] Εις την συνάντησίν μας στου Ζαχαράτου μου είπε μεταξύ άλλων να του βρω μερικά παιδιά διά τα σώματα τα οποία ετοίμαζε. Πράγματι του ευρήκα 18 παιδιά διά τα οποία έλεγε ότι θα τα εγγράψη στα σώματα και με παρεκάλεσε να φροντίσω διά την τροφοδοσίαν των, πράγμα το οποίον έκαμα, αλλά τον λογαριασμόν του εστιατορίου δεν τον επλήρωσε ποτέ, οπότε τα παιδιά διέρευσαν και κατετάγησαν μόνα των εις τα τάγματα ασφαλείας».
Η αρχική ιδέα ήταν η στρατολόγηση πολιτοφυλάκων από τη γύρω περιοχή, Χαλκίδα και περίχωρα από Ψαχνά έως Βάθεια (Αμάρυνθο) λόγω οικονομικής αδυναμίας στρατολόγησης Αθηναίων. Μέχρι όμως να επιτευχθεί ο στόχος αυτός χρειάστηκε δύο φορές να σταλεί δύναμη από Αθήνα. Οι πολιτοφύλακες αυτοί εμφανίζονταν σαν Ελληνικός Στρατός με ανάλογο ειδικό σήμα. Αποστολή τους η εκκαθάριση της νήσου από τα αναρχικά στοιχεία και η επαναφορά των νομίμων, δηλαδή των κατοχικών ή στην καλύτερη περίπτωση των μεταξικών, κοινοτικών και δημοτικών αρχών.
Κατέφτασε λοιπόν ως νέος νομάρχης Εύβοιας, διορισμένος από την κυβέρνηση Ράλλη, ο στρατηγός Δ. Διάκος μαζί με απόσπασμα 70 περίπου χωροφυλάκων από την Αθήνα. Μαζί του κατέφτασε και ο Α. Οικονομίδης, ως σύμβουλος και διερμηνέας.
Τον Ιανουάριο του 1944 ο Λιάκος συγκρότησε «Εθνική Πολιτοφυλακή» με λόχους στα Ψαχνά, στην Αρτάκη, στο Δοκό και το Βασιλικό. Για τη συντήρηση των σωμάτων αυτών ο Διάκος επίταξε τρόφιμα από την επιτροπή συσσιτίων, την ένωση συνεταιρισμών, την Αγροτική Τράπεζα και φορολόγησε τα πάντα, από τρόφιμα έως εισιτήρια. Επίσης διενεργήθηκε και η πρώτη τοπική επιστράτευση της κλάσης του 32 και συγκροτήθηκαν λόχοι στη Χαλκίδα.
Με τη δύναμη που συγκέντρωσε ο Διάκος στη Χαλκίδα άρχισε τις επιδρομές στην υπόλοιπη Εύβοια με σκοπό τη διάλυση των ΕΑΜικών οργανώσεων και του αντάρτικου και την εγκατάσταση σταθμών σε σημαντικά κέντρα όπως σε Βάθεια, Ερέτρια, Αλιβέρι και Κύμη. Με αναφορές του προς το υπουργείο Εσωτερικών ο Διάκος δήλωνε ότι είχε εκκαθαρίσει την ευρύτερη περιοχή της Χαλκίδας μέσα στον Ιανουάριο, αλλά ζητούσε την ίδρυση έκτακτου στρατοδικείου καθώς πολλοί συλληφθέντες απολύονταν, πράγμα αντίθετο «προς την εθνικήν συνείδησιν του λαού».
Στις αρχές Φεβρουάριου οι νεο-σχηματισμένοι λόχοι των ταγμάτων στη Χαλκίδα τέθηκαν στη διάθεση των Γερμανών στις εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις στην κεντρική Εύβοια. Με τις δυνάμεις που εγκαθίσταντο στις φρουρές οι Γερμανοί έλεγχαν τον άξονα Χαλκίδας - Κύμης και την περιοχή των Ψαχνών. Στις 25 Φεβρουάριου ο Διάκος διενήργησε στρατολογία σε πέντε κλάσεις μέρους του τέως Δήμου Μεσαπίων. Τυχόν ανυπότακτοι θεωρούνταν μέλη ανατρεπτικών ομάδων και υποψήφιοι προς εκτόπιση μαζί με τις οικογένειές τους. Παρ’ όλα αυτά, η επιστράτευση παρουσίαζε προβλήματα. Από την Αρτάκη μέχρι τα μέσα Μαρτίου παρουσιάστηκαν μονάχα τρεις από τους 44 κληθέντες. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση και έπειτα από αίτηση του Λιάκου η κυβέρνηση Ράλλη έστειλε για ενίσχυση το 2ο Τάγμα Ευζώνων Αθηνών, αλλά και οι Γερμανοί έστειλαν έναν λόχο και έθεσαν όλες τις δυνάμεις υπό τις διαταγές του λοχαγού Μπάγερ.
Δύο μέρες πριν είχε φτάσει στην Εύβοια και ο Παπαθανασόπουλος. Με μια σειρά επιδρομών-χτένισμα της Εύβοιας τα σώματα αυτά προκάλεσαν μεγάλες δυσκολίες στο όχι πολύ ισχυρό αντάρτικο της περιοχής, ενώ επιστρατεύονταν και ντόπιοι, ειδικά σε Αγία Αννα, Ερέτρια και Βάθεια. Οι τελευταίοι άρχισαν να εξοπλίζονται από τις 25 Ιανουάριου και αργότερα συγκρότησαν τον 6ο λόχο του 2ου ανεξάρτητου Τάγματος Ευζώνων και συμμετείχαν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιδρομής των ταγματασφαλιτών, ντόπιων και άλλων μαζί με Γερμανούς ήταν και η επιδρομή στις 24 Ιουλίου 1944 στη Λίμνη Εύβοιας. Η δύναμη υπό τον Παπαθανασόπουλο ξεπερνούσε τους 500 Γερμανούς, ταγματασφαλίτες από Χαλκίδα, Βάθεια, Ψαχνά καθώς και άντρες της Ειδικής Ασφάλειας. Επρόκειτο για κανονική πειρατική επιχείρηση που διήρκεσε ως τις 8 Αυγούστου για να λεηλατηθούν πάνω από 500 σπίτια και να φορτωθούν τα κλοπιμαία σε καΐκια και από κει κατέφυγαν στη Χαλκίδα και τη Βάθεια.
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας των Διάκου - Παπαθανασόπουλου προς τη βόρεια Εύβοια η νομαρχιακή επιτροπή του ΕΑΜ αποφάσισε να αντιδράσει και να οργανώσει επίθεση στο Ξηροχώρι (Ιστιαία). Η επίθεση εκδηλώθηκε την 1η Απριλίου 1944 αλλά απέτυχε καθώς δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την άφιξη γερμανικής δύναμης από την κοντινή οχυρή θέση Γούβες. Στη μάχη σκοτώθηκε ο Λιάκος από Ιταλό αυτόμολο, ενώ ως αντίποινα ο λοχαγός Μπουρλίδης εκτέλεσε επιτόπου με το περίστροφό του 18 ντόπιους νέους. Τρεις μέρες αργότερα, στις 4 του μηνός, έγινε η μάχη στον Θεολόγο, απ’ όπου σώζεται και το περίφημο τηλεγράφημα του συνταγματάρχη Χρήστου Γερα-κίνη: «απώλειαι εκ των ημετέρων, εις Γερμανός τραυματίας».
Μισθός καλός, γιατρός, άδεια μετ’ αποδοχών, διορισμός
Την 1η Μαΐου 1944 ο Παπαθανασόπουλος με δυο προκηρύξεις διενήργησε τόσο στρατολόγηση με βάση τον στρατολογικό νόμο όσο και πρόσκληση για εθελοντική κατάταξη. Κάλεσε τους στρατεύσιμους της κλάσης 1940 που διέμεναν στον Δήμο Χαλκιδέων να παρουσιαστούν από 2 έως 4 Μαΐου για τη συγκρότηση ανεξάρτητου Τάγματος Ευζώνων. Οσοι δεν παρουσιάζονταν θεωρούνταν όχι απλώς ανυπότακτοι αλλά «ως ανήκοντες εις ανατρεπτικάς οργανώσεις» και ως τέτοιοι θα «διωχθώσιν αυτοί τε και τα μέλη των οικογενειών των». Επίσης προσκάλεσε εθελοντές για ετήσια στρατιωτική υποχρέωση ως υπαξιωματικοϋς ή στρατιώτες με δέλεαρ μισθό «λίαν ικανοποιητικό» «ανάλογα με την διακύμανσιν του τιμαρίθμου της ζωής», δωρεάν οικογενειακή ιατρική εξέταση, μηνιαία άδεια μετ’ αποδοχών και μετά το τέλος των υποχρεώσεών τους κατάληψη κατά προτίμηση κενών δημόσιων θέσεων «άνευ διαγωνισμού».
Ο ένοπλος δωσιλογισμός πρόσφερε λοιπόν ως αντίτιμο μισθό και τρόφιμα, ευκαιρίες για πλιάτσικο, ρουχισμό και τσιγάρα ακόμη και υποσχέσεις για διορισμό στο δημόσιο. Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα απέδωσε μέχρι και συντάξεις για αντιστασιακή δράση.
Δημοσίευση σχολίου