{[['']]}
Ποιοι είναι οι λατινόφωνοι πληθυσμοί της νότιας Βαλκανικής και ποια υπήρξε η συνδρομή τους στα προεπαναστατικά και τα επαναστατικά χρόνια;
Του Στέργιου Λαϊτσου, Υποψήφιου δρα Ινστιτούτου Ιστορίας Πανεπιστημίου Βιέννης - "Αιρετικά"
Είναι γενική παραδοχή της ιστορικής επιστήμης ότι με τον γερμανικής προέλευσης ετεροπροσδιοριστικό γενικό εθνογραφικό όρο Βλάχοι προσδιορίζονται αρχικά οι ρωμαϊκοί πληθυσμοί των ραιτονορικών και καρινθιανών Αλπεων.
Εκεί πρωτοεμφανίζεται σε γραπτές πηγές ο όρος ολοένα και πιο τακτικά από τα τέλη του 7ου αι. ως περιγραφικός των λατινόφωνων ρωμαϊκών πληθυσμών, διακρίνοντάς τους από τους σύνοικους τους Βαυαρούς και Σλάβους.
Στη ρωμαϊκή Ανατολή, τη Ρωμανία (Βυζάντιο), ο όρος διαδίδεται τη μεσοβυζαντινή περίοδο με τη σλαβική εγκατάσταση και αφομοίωση στις ελλαδικές επαρχίες της διοίκησης του Ιλλυρικού.
Στην ελληνική της μορφή η ονομασία πρωτοεμφανίζεται στο βυζαντινό θέμα Ιταλίας μόλις στα τέλη του 9ου αιώνα. Συγκεκριμένα καταγράφεται σε στρατιωτικούς καταλόγους και αναφέρεται σε ιππείς στρατιώτες προερχόμενους από το θέμα Ελλάδος (Θεσσαλία/Στερεά) και υπηρετούντες εκεί τη στρατεία τους.
Οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως Ρωμανία, οι οποίοι υπηρετούσαν για παράδειγμα στην πολιτοφυλακή (praesidia armata) προσδιορίζονταν μέχρι τότε (10ος αι.) είτε με περιγραφικούς όρους, όπως «Ρωμαίοι της πατρώας φωνής» είτε με τον όρο «Ρωμάνοι». Εκτοτε εκλείπουν τόσο η πρώτη περιγραφική όσο και η δεύτερη ονομασία των λατινόφωνων Ρωμαίων από τις πηγές οι οποίες χρησιμοποιούν πλέον τον όρο Βλάχοι με διττό περιεχόμενο. Δηλαδή προσδιορίζουν έτσι όχι μόνο τους λατινόφωνους αλλά και όλους τους νομάδες όπως και ευρύτερα τους επαρχιώτες.
Στις ιστοριογραφικές βυζαντινές πηγές ο όρος εμφανίζεται μόλις τον 11ο αιώνα και αφορά τους Βλάχους της Ελλάδας (Θεσσαλίας και Στερεός Ελλάδος με αναφορές στην Πίνδο) σε συνάρτηση με την ίδρυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους που εκτεινόταν έως αυτές τις περιοχές.
Οι κοιτίδες των Βλάχων της Ελλάδας βρίσκονται διαχρονικά στις περιοχές της Ηπείρου, της δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Από την περίοδο εκείνη γνωρίζουμε ήδη από τις πηγές μας ότι οι βλάχικοι πληθυσμοί εμφανίζουν σημαντική κοινωνική διαφοροποίηση και διαστρωμάτωση, με αστικές, στρατιωτικές, αγροτικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Οι ίδιοι οι Βλάχοι στην προφορική τους γλώσσα αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμάνοι (π.χ. Βλαχοχώρια Γρεβενών, Ασπροπόταμος), Ριμένοι (π.χ. Βλάχοι Ακαρνανίας, Θεσπρωτίας, Αλμυρού), Βλάχοι (Μέτσοβο, Χαλίκι, Ολυμπος) και Βλάσοι (Μογλενά).
Εχοντας παράδοση στην εκτροφή ζώων ημιονηγών όπως και στις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων, οι Βλάχοι εξυπηρετούσαν ήδη από τους υστεροβυζαντινούς χρόνους τη μεταφορά των προϊόντων από τη βαλκανική ενδοχώρα στο βενετσιάνικο λιμάνι του Δυρραχίου. Το δίκτυο αυτό υιοθετήθηκε, συμπληρώθηκε και ενισχύθηκε μετά την κατάκτηση από τους Οθωμανούς, οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν να ελέγξουν τους εμπορικούς δρόμους.
Από τον 17ο αιώνα ιδιαίτερα το διατοπικό εμπόριο στην Ηπειρο, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων. Οι χριστιανοί σπαχήδες βλαχικής και μη καταγωγής είχαν συσσωρεύσει κεφάλαια από την ενοικίαση και είσπραξη των φόρων για λογαριασμό της Υψηλής Πύλης και τα διοχέτευαν τώρα σε νέες οικονομικές δραστηριότητες.
Στις δυτικές χώρες της αυτοκρατορίας, οι οποίες αναφέρθηκαν παραπάνω, τον έλεγχο αυτού του οδικού και εμπορικού δικτύου είχαν διευρυμένες βλαχικές οικογένειες, οι οποίες είτε πρακτόρευαν ως εμπορικοί ανταποκριτές για λογαριασμό των Βενετών προϊόντα από το βιλαέτι της Ρούμελης είτε ασκούσαν την προσοδοφόρα ενοικίαση των φόρων προκαταβάλλοντάς τους στο οθωμανικό κράτος είτε είχαν αναδειχτεί στο πλαίσιο του τσελιγκάτου είτε όλα αυτά μαζί.
Οι Βλάχοι της Πίνδου (αρχικά οι Σιπισχιώτες, Λινοτοπίτες, Φουρκιώτες και κατόπιν οι Μοσχοπολίτες, Μετσοβίτες, Καλαρρυτιώτες και Συρρακιώτες, Κλεισουριώτες και Νιβεστεάνοι), οι οποίοι είχαν αποκτήσει στα τέλη του 17ου αιώνα σημαντικά κεφάλαια από τη φύλαξη των διόδων και τη συντήρηση του οδικού δικτύου στον χώρο τους για λογαριασμό της Πύλης, τις μεταφορές και το εμπόριο με τη Βενετία, εξαπλώνουν σταδιακά κατά τον 18ο αιώνα τις δραστηριότητές τους τόσο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ιδιαίτερα στον βαλκανικό χώρο, όσο και στις χώρες των Αψβούργων Ρωμαιογερμανών αυτοκρατόρων, όπως και στη Ρωσική Αυτοκρατορία.
Ειδικότερα κατά την Τουρκοκρατία οι Βλάχοι στις διαβάσεις της Πίνδου, έχοντας αναγνωρίσει την επικυριαρχία του σουλτάνου αμέσως μετά την άλωση της Πόλης, έλαβαν από αυτόν σε αντάλλαγμα απαραβίαστα προνόμια και ιδρύθηκαν έτσι οι προνομιακές διοικητικές ενότητες στις οποίες εντάσσονται περισσότεροι βλάχικοι οικισμοί και εγκαταστάσεις με εδραίο και ημινομαδικό χαρακτήρα, όπως η Χώρα Μετσόβου, η Χώρα Ασπροποτάμου, η Χώρα Περιβόλι, η Χώρα Σαμαρίνα.
Χάρη στο προνομιακό καθεστώς οι κάτοικοι διατήρησαν τα όπλα τους, έγιναν αυτοδιοικούμενοι, οι δε περιοχές τους χαρακτηρίστηκαν απρόσιτες από τον οθωμανικό στρατό και υπάχθηκαν στην προστασία της βαλιντέ σουλτάνας.
Αυτό είχε αποτέλεσμα να καταβάλλουν ελάχιστο φόρο, χωρίς να μεσολαβεί κανείς Οθωμανός αξιωματούχος. Ανεμπόδιστοι, λοιπόν, συστήνουν κτηνοτροφικούς συνεταιρισμούς, τα τσελιγκάτα, και παράλληλα συνεχίζουν ως αγωγιάτες, βιοτέχνες, τεχνίτες και έμποροι στο πλαίσιο του νέου πολιτικού περιβάλλοντος. Και ενώ η φυγή των κατοίκων των πεδινών περιοχών στα ορεινά συντέλεσε στη δημογραφική τόνωση των βλαχικών πληθυσμών ένας επιπλέον παράγοντας, τα αρματολίκια, ενίσχυσε από τα μέσα του 16ου αι. περαιτέρω την ανάπτυξη των ορεινών βλαχικών κοινοτήτων.
Ετσι από τον 15ο έως και τον 18ο αιώνα αναδεικνύονται σε σημαντικά οικονομικά και πνευματικά κέντρα ένα ευρύ δίκτυο βλαχικών οικισμών και εγκαταστάσεων στην Ηπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, όπως το Μέτσοβο, οι Καλαρρύτες, το Συρράκο, το Μαλακάσι, τα βλαχοχώρια Λάιστα και Βωβούσα στο ανατολικό Ζαγόρι, στη Μακεδονία η Αβδέλλα, το Περιβόλι, η Σαμαρίνα, η Φούρκα, η Γράμμοστα και το Λινοτόπι, βορειότερα η Σίπισχα και η περιβόητη Μοσχόπολη ή Βοσκόπολη κοντά στη σημερινή Κορυτσά και ανατολικότερα η Κλεισούρα, το Μπλάτσι και το Νυμφαίο.
Το δίκτυο αυτό συνδεόταν με τις βλαχικές αστικές εγκαταστάσεις στα Γιάννενα, τα Τρίκαλα, στον Τύρναβο, στα Αμπελάκια, στο Λιβάδι του Ολύμπου, στη Θεσσαλονίκη, στις Σέρρες, στη Σιάπστα και αλλού.
Οι Βλάχοι κατά τον 18ο και 19ο αιώνα συνέβαλαν στην αστική συγκρότηση του ελληνισμού εντασσόμενοι σε διεθνή εμπορικά και οικονομικά δίκτυα Παράλληλα, με την ταυτόχρονη υλική υποστήριξή τους, μετέχουν ενεργά στην πνευματική κίνηση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, δραστηριοποιούνται στη Φιλική Εταιρεία, προετοιμάζουν και αγωνίζονται κατόπιν στην Επανάσταση του 1821.
Στα μέσα του 18ου αι. στα προνομιακά Βλαχοχώρια λειτουργούν ήδη ελληνοσχολεία για αγόρια και κορίτσια και αναδεικνύονται σημαντικοί λόγιοι που κατατάσσονται στη χορεία των διδασκάλων του γένους.
Οι περιηγητές Λικ και Πουκεβίλ σημειώνουν με έμφαση στις αρχές του 19ου αι. ότι στους Καλαρρύτες, στο Συρράκο και το Μέτσοβο εκτός των σχολικών υπάρχουν ιδιωτικές βιβλιοθήκες με σπάνιες γαλλικές και ιταλικές εκδόσεις καθώς και τις αντίστοιχες των κλασικών συγγραφέων.
Η περιβόητη Μοσχόπολη, που είχε ήδη αρχίσει να ανα-δεικνύεται από τις αρχές του 17ου αι. χάρη στην κομβική της θέση στο εμπόριο με τη Βενετία, έφτασε από το 1721 και για μισό αιώνα περίπου, μέχρι το 1761, σε μεγάλη εμπορική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη. Ο πληθυσμός της τότε υπολογίζεται στους 12.000 κατοίκους.
Το 1730 ιδρύεται η περιώνυμος Νέα Ακαδημία και το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο (μετά το πατριαρχικό της Κωνσταντινούπολης) όπου τυπώνονται ελληνικά βιβλία. Την ίδια περίοδο διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο τόσο στα Βαλκάνια όσο και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Ιδρύονται σχολεία όπου διδάσκουν σημαντικοί λόγιοι της εποχής, όπως ο Σεβαστός Λεοντιάδης από την Καστοριά, ο ιερομόναχος Γρηγόριος Κωνσταντινίδης, μετέπειτα μητροπολίτης Δυρραχίου, ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης και ο Θεόδωρος Καβαλιώτης.
Σημαντικό θεωρείται επίσης το τυπογραφείο της Μοσχόπολης όχι μόνο για τους Ελληνες αλλά και για τους περίοικους και ομόδοξους σλαβικούς λαούς, αντανακλώντας την πνευματική άνθηση και επιρροή της πόλης.
Στη Μοσχόπολη η πλειονότητα των κατοίκων είναι βλαχόφωνοι και πρωτοστατούν στην υπό διαμόρφωση νεωτερική ελληνική εθνική συνείδηση. Μιλούν βλαχικά και ελληνικά, γράφουν και διδάσκουν ελληνικά. Στα παιδιά τους προσφέρουν ελληνική παιδεία και συντάσσουν ελληνοαλβανοβλαχικά λεξικά για να ενισχύσουν την «ελληνομάθεια».
Η Μοσχόπολη εξαιτίας όλων αυτών αποκαλείται έκτοτε «Αθήναι του Βορρά». Υστερα από τις δύο καταστροφές της Μοσχόπολης το 1769 και 1788 ο βλάχικος της πληθυσμός, όπως και σε άλλα βλαχικά κέντρα της Πίνδου, οδηγείται σε έξοδο και σε μόνιμη εγκατάσταση σε πόλεις της Μακεδονίας αλλά και στις παροικίες της αλλοτινής εμπορικής διασποράς.
Οι φυγάδες ιδρύουν ελληνικά σχολεία και μεριμνούν για την παροχή ελληνικής παιδείας στα παιδιά τους. Το ίδιο πράττουν στις χώρες του Αψβούργου μονάρχη όπου καταφεύγουν, όπως και στις ουγγρικές χώρες, τις σερβικές καθώς και σε αυτές ακόμη τις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Η σύσταση ελληνικής κοινότητας και η ίδρυση ελληνικού σχολείου και εκκλησίας είναι το πρώτο τους μέλημα. Αυτή την περίοδο στο πλαίσιο των νεωτερικών αντιλήψεων παρατηρούνται και οι πρώτες αναφορές στην πρόσληψη της ταυτότητάς τους.
Σχετικά με αυτήν αναφέρουν στο βιβλίο των πρακτικών της κοινότητάς τους οι Μακεδονοβλάχοι της Πέστης το 1800: «Επειδή μας εβοήθησεν ο άγιος Θεός και οικοδομήθη η εκκλησία μας της Κοιμήσεως της υπεραγίας Θεοτόκου, η προ πολλού ποθητή εις όλους του Γένους μας Γραικούς τε και Βλάχους, συμφωνήσαμε και τα ακόλουθα άρθρα: α)Να παρακαλέσωμεν τον Πανιερώτατον ποιμένα μας άγιον Βουδιμίου διά να δώση ευλογίαν εις τους δύο ιερείς οπού η Κοινότης μας θέλη εκλέξη άξιους του αυτών επαγγέλματος ευσεβείς και ορθοδόξους ομού να είναι Ρωμαίοι το Γένος ο δε Βλάχος Μακεδονίτης διά να υπουργούν τα θεία μυστήρια και τας λοιπάς ακολουθίας της εκκλησίας μας εις την ελληνικήν διάλεκτον την οποίαν εμεταχειρίσθησαν εις τα εκκλησιαστικά τε και πολιτικά, οι πατέρες και προπάτορες αμφοτέρων των γενών ημών, και καθώς επεκράτησεν και έως τώρα αφού και ανοίχθη η Καπέλλα και εκκλησία ημών... οπού να ζήσωμεν και ημείς και τα τέκνα των τέκνων μας ηγαπημένοι ως μια ψυχή εις δυο σώματα χωρίς τινός διαφοράς».
Φωτίζοντας τον ίδιο προβληματισμό ο βλαχικής καταγωγής λόγιος από τη Λάρισα Κωνσταντίνος Κούμας που βρίσκεται στη Βιέννη την ίδια περίοδο παρατηρεί ότι οι Βλάχοι «συμπεριφέρονται αδελφικώς με τους Γραικούς ως Γραικοί και δεν δείχνουν καμία εθνική διαφορά προς αλλήλους, καθώς είναι αμφότεροι οι λαοί μιας πατρίδος τέκνα και των αυτών προγόνων απόγονοι».
Σε αυτό το πλαίσιο, μέσα από τον κόσμο του εμπορίου και των παροικιών ζυμώθηκε η ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας και της απελευθέρωσης του γένους. Ο βλαχικής καταγωγής Γρηγόριος Ζαλύκης από τη Θεσσαλονίκη ιδρύει τη μυστική οργάνωση Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον στο Παρίσι το 1809 για «το φωτισμό του Γένους» και την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Το 1814 ο Δημήτριος Ποστολάκας πρωτοστάτησε, μαζί με τους βλαχικής καταγωγής Ζηνόβιο Πωπ, Γεώργιο Σταύρου και Ζώη Χαράμη, στην ίδρυση από τον Ιωάννη Καποδίστρια της Φιλομούσου Εταιρείας Βιέννης.
Τον συναντούμε λίγο αργότερα και στο δίκτυο της Φιλικής Εταιρείας στο οποίο μετέχουν Βλάχοι έμποροι, τραπεζίτες και λόγιοι στη Βιέννη με σημαίνοντα εκπρόσωπό τους τον βλαχικής καταγωγής Σερραίο Εμμανουήλ Παπά και τον Αινοτοπίτη βαρόνο Κωνσταντίνο Μπέλλιο.
Σύνδεσμός τους στην Οδησσό ο Στέργιος Σταμέρωφ από το Μέτσοβο, στο Χέρμανστατ ο συμπατριώτης τους Γεώργιος Βλαχούτσης, στο Βρασόβ ο Σιπισχάνος Κωνσταντίνος Πωπ, στην Ανκόνα ο Γεώργιος Δουρούτης, στη Βενετία ο Γεώργιος Τουρτούρης, όπως και οι αδερφοί Σταματάκη στην Τεργέστη, όλοι από τους Καλαρρύτες, ο πρώην ηγεμόνας Ιωάννης Καράτζιας με καταγωγή από τη Φούρκα στην Πίζα και παρόμοια και άλλοι Βλάχοι συντοπίτες τους στις ελληνικές παροικίες της Ιταλίας.
Από αυτό το δίκτυο δεν λείπουν οι Βλάχοι λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού: ο Νικόλαος Τζερτζούλης, ο Θεόδωρος Καβαλλιώτης, ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης, ο Κωνσταντίνος Ουκούτας, ο Κωνσταντίνος Τζεχάνης, ο Δημήτριος Παμπέρης, ο Ρήγας Βελεστινλής, ο Δημήτριος Δάρβαρης, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Γεώργιος Ζαβίρας, ο Διονύσιος Πύρρος και ο Ιωάννης Κωλέττης.
Οι Βλάχοι των ελληνικών κοινοτήτων της διασποράς δραστηριοποιούνται και στη διακίνηση του βιβλίου. Αναφέρονται σχετικά οι βιβλιοπώλες Πελεγκάδες και Μαυρίκηδες στην Πέστη. Στη Βιέννη οι Σιατιστινοί εκδότες αδερφοί Μάρκου Πούλιου ιδρύουν ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά τυπογραφεία του 18ου αιώνα και εκδίδουν την «Εφημερίδα» με ειδήσεις από τα ανατολικά μέρη όπως και άλλα σημαντικά έργα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού μεταξύ των οποίων και τη «Χάρτα της Ελλάδος» του Ρήγα Βελεστινλή.
Αλλά και όταν ξεσπά η επανάσταση και σε όλη τη διάρκειά της το πεκούλιο των Βλάχων είναι ανοιχτό για την ελληνική υπόθεση. Οταν τραυματίες του Ιερού Λόχου πήγαν στην Πέστη, οι Ελληνες της πόλης τούς συνέδραμαν με κάθε δυνατό τρόπο.
Από μια μαρτυρική κατάθεση που ελήφθη σε άλλη περίσταση προκύπτει ότι ο Μακεδονοβλάχος Κωνσταντίνος φον Βράνη, με απώτερη καταγωγή από το Λινοτόπι, βοήθησε τότε τους αγωνιστές με 15.000 φιορίνια. Αλλά και άλλοι χιλιάδες πολεμιστές πέρασαν από την Αδελφότητα του Αγίου Γεωργίου της Βιέννης, με μέλη κυρίως Βλάχους, και έλαβαν τα αναγκαία χρήματα για να κατέβουν στη μαχόμενη Ελλάδα. Ο Μετσοβίτης Δημήτριος Ποστολάκας, μέλος της Δωδεκάδος της αδελφότητας, και ο Μέρανος φιλικός Αναστάσιος Καραμίχος πρωτοστατούσαν σε όλη αυτήν τη δραστηριότητα όπως προκύπτει από την αλληλογραφία τους με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Αργότερα, τον Μάιο του 1830, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελληνικής Πολιτείας έγραψε ευχαριστήριο γράμμα με το οποίο εξέφραζε την ευγνωμοσύνη της Ελληνικής Πολιτείας προς τον μοσχοπολίτικης καταγωγής βαρόνο Σίμωνα Σίνα και τους συμπολίτες του Γραικοβλάχους της Βιέννης για τις μεγάλες προσφορές προς το έθνος.
Στο αγωνιστικό και αλληλέγγυο πνεύμα, ακόμη και των απλούστερων εξ αυτών κατά την Επανάσταση του 1821, την «πίστη στη φιλία» και το «φιλελεύθερον αίσθημα» των Βλάχων, των «Γραικοβλάχων», όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλούσε, αναφέρεται και ο αγωνιστής Νικόλαος Κ. Κασομούλης, Βλάχος από το Πισοδέρι και ο ίδιος.
Γράφει στα «Στρατιωτικά ενθυμήματα της επαναστάσεως των Ελλήνων του 1821-1833», τόμ. Α' 6104: «Οι Γραικοβλάχοι [...] καταγόμενοι από χωριά της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, [...] αν και απλοί και αμαθείς οι περισσότεροι, σύμφωνοι όμως ως προς τας έξεις με τους Γραικούς, επιρρεπέστεροι εξ ανατροφής ως προς την ανεξαρτησία των, πονητικοί συγγενείς μεταξύ των, πιστοί εις την φιλίαν, επαρατηρήθη ότι, εάν και είχαν και ούτοι ιδιαίτερα τινά έθιμα ως προς το ζην και πολιτεύεσθαι από τους (Γραικούς) κατοίκους, διαφέροντες (όμως) καθόλου από τους Αρβανιτοβλάχους κατά τα λοιπά, και συνερχόμενοι εις γαμικούς δεσμούς και με Γραικούς, ωθούντο από εν αίσθημα φιλελεύθερον».
Ενδεικτικά και χάρη της ιστορικής μνήμης αναφέρονται οι παρακάτω επώνυμοι Βλάχοι αγωνιστές για την ελευθερία του ελληνικού γένους: ο παπάς Ευθύμιος Βλαχάβας, ο Βλαχόπουλος Αλέξιος (1787-1865), ο Γεωργάκης Ολύμπιος (1772-1821) από το Λιβάδι Ολύμπου, ο Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι, ο Παναγιώτης Ζήδρος (1630-1750) από το Λιβάδι Ολύμπου, ο Κασομούλης Νικόλαος (1795-1872) από το Πισοδέρι, ο φιλικός Αναστάσιος Μανάκης, οι αρματολοί Ζηδραίοι, Λαζαίοι και Νικοτσάρας του Ολυμπου, ο Τσάμης Καρατάσος, ο Ζιώγος Παπαγιάννης, ο Γιάννης Πρίφτης, Ιωάννης Ράγκος (1790-1865), ο Νικόλαος Στουρνάρης (1775-1826), οι Δημήτριος, Τζήμας και Γιάννης Τσάπος (...-1822), ο Σαμαριναίος Μίχος Φλώρος και τα βλαχόπουλα από τα Βλαχοχώρια της Πίνδου που πήραν μέρος στην υπεράσπιση του Μεσολογγίου και τα διέσωσε η λαϊκή μούσα στο τραγούδι «Παιδιά της Σαμαρίνας», ο Νάσιος Μάνταλος από το Περιβόλι, ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος απ’ τον Ασπροπόταμο, η ηρωική οικογένεια των Τζαβελαίων από το Σούλι και ο Εμμανουήλ Παπάς από τις Σέρρες.
Ο Λινοτοπίτης βαρόνος Κωνσταντίνος Μπέλλιος ίδρυσε τον οικισμό Νέα Πέλλα στην Αταλάντη και στους Θρακομακεδόνες όπου αποκαταστάθηκαν όσοι από τους Βλάχους αγωνιστές παρέμειναν μετά την επανάσταση με την ίδρυση της Ελληνικής Πολιτείας στο νεότευκτο κράτος και βρέθηκαν έτσι μακριά από του τόπους καταγωγής τους στην Ηπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία. Ο ίδιος ίδρυσε και την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία ή απλώς Αρχαιολογική Εταιρεία το 1837 όπως και το δημοτικό νοσοκομείο «Ελπίς».
Ο Ιωάννης Κωλέττης, Βλάχος απ’ το Συρράκο, μέλος της Φιλικής Εταιρείας από το 1819, αγωνίστηκε στα πεδία των μαχών κατά την Επανάσταση του 1821 και σε όλη τη διάρκεια του αγώνα. Με σπουδές στην Πίζα, γλωσσομαθής, οξυδερκής και διορατικός, υπήρξε ο πρώτος συνταγματικός πρωθυπουργός του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Στις 11 Ιανουάριου 1844 διατύπωσε με ομιλία του τη θέση υπέρ της ισότητας ελεύθερων και αλύτρωτων (αυτοχθόνων και ετερόχθονων) Ελλήνων, αρχή στην οποία βασίστηκε και η Μεγάλη Ιδέα που έμελλε να Καθορίσει την εξωτερική πολιτική του νεοελληνικού κράτους έως το 1922.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι οι Βλάχοι όλων των κοινωνικών κατηγοριών ως νουνεχείς και Φιλόπατρεις συνεισέφεραν με πίστη κι αφοσίωση πολλαπλά στην εθνική παλιγγενεσία του ελληνισμού ακολουθώντας πιστά τη ρήση του Ρήγα Βελεστινλή: «Κάθε νουνεχής Φιλόπατρις λυπείται βλέπωντας τούς δυστυχείς άπογόνους τών εύκλεεστάτων Άριστοτέλους καί Πλάτωνος ... Ώντας φύσει Φιλέλλην, δεν εύχαριστήθην μόνον άπλώς νά θρηνήσω την κατάστασιν τού Γένους μου, άλλα καί συνδρομήν νά έπιφέρω έπασχισα δσον τό επ’ έμοί» («Φυσικής απάνθισμα», Βιέννη 1790, σελ στ')..
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Του Στέργιου Λαϊτσου, Υποψήφιου δρα Ινστιτούτου Ιστορίας Πανεπιστημίου Βιέννης - "Αιρετικά"
Είναι γενική παραδοχή της ιστορικής επιστήμης ότι με τον γερμανικής προέλευσης ετεροπροσδιοριστικό γενικό εθνογραφικό όρο Βλάχοι προσδιορίζονται αρχικά οι ρωμαϊκοί πληθυσμοί των ραιτονορικών και καρινθιανών Αλπεων.
Εκεί πρωτοεμφανίζεται σε γραπτές πηγές ο όρος ολοένα και πιο τακτικά από τα τέλη του 7ου αι. ως περιγραφικός των λατινόφωνων ρωμαϊκών πληθυσμών, διακρίνοντάς τους από τους σύνοικους τους Βαυαρούς και Σλάβους.
Στη ρωμαϊκή Ανατολή, τη Ρωμανία (Βυζάντιο), ο όρος διαδίδεται τη μεσοβυζαντινή περίοδο με τη σλαβική εγκατάσταση και αφομοίωση στις ελλαδικές επαρχίες της διοίκησης του Ιλλυρικού.
Στην ελληνική της μορφή η ονομασία πρωτοεμφανίζεται στο βυζαντινό θέμα Ιταλίας μόλις στα τέλη του 9ου αιώνα. Συγκεκριμένα καταγράφεται σε στρατιωτικούς καταλόγους και αναφέρεται σε ιππείς στρατιώτες προερχόμενους από το θέμα Ελλάδος (Θεσσαλία/Στερεά) και υπηρετούντες εκεί τη στρατεία τους.
Οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως Ρωμανία, οι οποίοι υπηρετούσαν για παράδειγμα στην πολιτοφυλακή (praesidia armata) προσδιορίζονταν μέχρι τότε (10ος αι.) είτε με περιγραφικούς όρους, όπως «Ρωμαίοι της πατρώας φωνής» είτε με τον όρο «Ρωμάνοι». Εκτοτε εκλείπουν τόσο η πρώτη περιγραφική όσο και η δεύτερη ονομασία των λατινόφωνων Ρωμαίων από τις πηγές οι οποίες χρησιμοποιούν πλέον τον όρο Βλάχοι με διττό περιεχόμενο. Δηλαδή προσδιορίζουν έτσι όχι μόνο τους λατινόφωνους αλλά και όλους τους νομάδες όπως και ευρύτερα τους επαρχιώτες.
Στις ιστοριογραφικές βυζαντινές πηγές ο όρος εμφανίζεται μόλις τον 11ο αιώνα και αφορά τους Βλάχους της Ελλάδας (Θεσσαλίας και Στερεός Ελλάδος με αναφορές στην Πίνδο) σε συνάρτηση με την ίδρυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους που εκτεινόταν έως αυτές τις περιοχές.
Οι κοιτίδες των Βλάχων της Ελλάδας βρίσκονται διαχρονικά στις περιοχές της Ηπείρου, της δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Από την περίοδο εκείνη γνωρίζουμε ήδη από τις πηγές μας ότι οι βλάχικοι πληθυσμοί εμφανίζουν σημαντική κοινωνική διαφοροποίηση και διαστρωμάτωση, με αστικές, στρατιωτικές, αγροτικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Οι ίδιοι οι Βλάχοι στην προφορική τους γλώσσα αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμάνοι (π.χ. Βλαχοχώρια Γρεβενών, Ασπροπόταμος), Ριμένοι (π.χ. Βλάχοι Ακαρνανίας, Θεσπρωτίας, Αλμυρού), Βλάχοι (Μέτσοβο, Χαλίκι, Ολυμπος) και Βλάσοι (Μογλενά).
Το πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο κατά τους νεότερους χρόνους
Εχοντας παράδοση στην εκτροφή ζώων ημιονηγών όπως και στις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων, οι Βλάχοι εξυπηρετούσαν ήδη από τους υστεροβυζαντινούς χρόνους τη μεταφορά των προϊόντων από τη βαλκανική ενδοχώρα στο βενετσιάνικο λιμάνι του Δυρραχίου. Το δίκτυο αυτό υιοθετήθηκε, συμπληρώθηκε και ενισχύθηκε μετά την κατάκτηση από τους Οθωμανούς, οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν να ελέγξουν τους εμπορικούς δρόμους.
Από τον 17ο αιώνα ιδιαίτερα το διατοπικό εμπόριο στην Ηπειρο, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων. Οι χριστιανοί σπαχήδες βλαχικής και μη καταγωγής είχαν συσσωρεύσει κεφάλαια από την ενοικίαση και είσπραξη των φόρων για λογαριασμό της Υψηλής Πύλης και τα διοχέτευαν τώρα σε νέες οικονομικές δραστηριότητες.
Στις δυτικές χώρες της αυτοκρατορίας, οι οποίες αναφέρθηκαν παραπάνω, τον έλεγχο αυτού του οδικού και εμπορικού δικτύου είχαν διευρυμένες βλαχικές οικογένειες, οι οποίες είτε πρακτόρευαν ως εμπορικοί ανταποκριτές για λογαριασμό των Βενετών προϊόντα από το βιλαέτι της Ρούμελης είτε ασκούσαν την προσοδοφόρα ενοικίαση των φόρων προκαταβάλλοντάς τους στο οθωμανικό κράτος είτε είχαν αναδειχτεί στο πλαίσιο του τσελιγκάτου είτε όλα αυτά μαζί.
Οι Βλάχοι της Πίνδου (αρχικά οι Σιπισχιώτες, Λινοτοπίτες, Φουρκιώτες και κατόπιν οι Μοσχοπολίτες, Μετσοβίτες, Καλαρρυτιώτες και Συρρακιώτες, Κλεισουριώτες και Νιβεστεάνοι), οι οποίοι είχαν αποκτήσει στα τέλη του 17ου αιώνα σημαντικά κεφάλαια από τη φύλαξη των διόδων και τη συντήρηση του οδικού δικτύου στον χώρο τους για λογαριασμό της Πύλης, τις μεταφορές και το εμπόριο με τη Βενετία, εξαπλώνουν σταδιακά κατά τον 18ο αιώνα τις δραστηριότητές τους τόσο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ιδιαίτερα στον βαλκανικό χώρο, όσο και στις χώρες των Αψβούργων Ρωμαιογερμανών αυτοκρατόρων, όπως και στη Ρωσική Αυτοκρατορία.
Ειδικότερα κατά την Τουρκοκρατία οι Βλάχοι στις διαβάσεις της Πίνδου, έχοντας αναγνωρίσει την επικυριαρχία του σουλτάνου αμέσως μετά την άλωση της Πόλης, έλαβαν από αυτόν σε αντάλλαγμα απαραβίαστα προνόμια και ιδρύθηκαν έτσι οι προνομιακές διοικητικές ενότητες στις οποίες εντάσσονται περισσότεροι βλάχικοι οικισμοί και εγκαταστάσεις με εδραίο και ημινομαδικό χαρακτήρα, όπως η Χώρα Μετσόβου, η Χώρα Ασπροποτάμου, η Χώρα Περιβόλι, η Χώρα Σαμαρίνα.
Χάρη στο προνομιακό καθεστώς οι κάτοικοι διατήρησαν τα όπλα τους, έγιναν αυτοδιοικούμενοι, οι δε περιοχές τους χαρακτηρίστηκαν απρόσιτες από τον οθωμανικό στρατό και υπάχθηκαν στην προστασία της βαλιντέ σουλτάνας.
Αυτό είχε αποτέλεσμα να καταβάλλουν ελάχιστο φόρο, χωρίς να μεσολαβεί κανείς Οθωμανός αξιωματούχος. Ανεμπόδιστοι, λοιπόν, συστήνουν κτηνοτροφικούς συνεταιρισμούς, τα τσελιγκάτα, και παράλληλα συνεχίζουν ως αγωγιάτες, βιοτέχνες, τεχνίτες και έμποροι στο πλαίσιο του νέου πολιτικού περιβάλλοντος. Και ενώ η φυγή των κατοίκων των πεδινών περιοχών στα ορεινά συντέλεσε στη δημογραφική τόνωση των βλαχικών πληθυσμών ένας επιπλέον παράγοντας, τα αρματολίκια, ενίσχυσε από τα μέσα του 16ου αι. περαιτέρω την ανάπτυξη των ορεινών βλαχικών κοινοτήτων.
Ετσι από τον 15ο έως και τον 18ο αιώνα αναδεικνύονται σε σημαντικά οικονομικά και πνευματικά κέντρα ένα ευρύ δίκτυο βλαχικών οικισμών και εγκαταστάσεων στην Ηπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, όπως το Μέτσοβο, οι Καλαρρύτες, το Συρράκο, το Μαλακάσι, τα βλαχοχώρια Λάιστα και Βωβούσα στο ανατολικό Ζαγόρι, στη Μακεδονία η Αβδέλλα, το Περιβόλι, η Σαμαρίνα, η Φούρκα, η Γράμμοστα και το Λινοτόπι, βορειότερα η Σίπισχα και η περιβόητη Μοσχόπολη ή Βοσκόπολη κοντά στη σημερινή Κορυτσά και ανατολικότερα η Κλεισούρα, το Μπλάτσι και το Νυμφαίο.
Το δίκτυο αυτό συνδεόταν με τις βλαχικές αστικές εγκαταστάσεις στα Γιάννενα, τα Τρίκαλα, στον Τύρναβο, στα Αμπελάκια, στο Λιβάδι του Ολύμπου, στη Θεσσαλονίκη, στις Σέρρες, στη Σιάπστα και αλλού.
Το πολιτιστικό υπόβαθρο και η συμβολή στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό
Οι Βλάχοι κατά τον 18ο και 19ο αιώνα συνέβαλαν στην αστική συγκρότηση του ελληνισμού εντασσόμενοι σε διεθνή εμπορικά και οικονομικά δίκτυα Παράλληλα, με την ταυτόχρονη υλική υποστήριξή τους, μετέχουν ενεργά στην πνευματική κίνηση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, δραστηριοποιούνται στη Φιλική Εταιρεία, προετοιμάζουν και αγωνίζονται κατόπιν στην Επανάσταση του 1821.
Στα μέσα του 18ου αι. στα προνομιακά Βλαχοχώρια λειτουργούν ήδη ελληνοσχολεία για αγόρια και κορίτσια και αναδεικνύονται σημαντικοί λόγιοι που κατατάσσονται στη χορεία των διδασκάλων του γένους.
Οι περιηγητές Λικ και Πουκεβίλ σημειώνουν με έμφαση στις αρχές του 19ου αι. ότι στους Καλαρρύτες, στο Συρράκο και το Μέτσοβο εκτός των σχολικών υπάρχουν ιδιωτικές βιβλιοθήκες με σπάνιες γαλλικές και ιταλικές εκδόσεις καθώς και τις αντίστοιχες των κλασικών συγγραφέων.
Η περιβόητη Μοσχόπολη, που είχε ήδη αρχίσει να ανα-δεικνύεται από τις αρχές του 17ου αι. χάρη στην κομβική της θέση στο εμπόριο με τη Βενετία, έφτασε από το 1721 και για μισό αιώνα περίπου, μέχρι το 1761, σε μεγάλη εμπορική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη. Ο πληθυσμός της τότε υπολογίζεται στους 12.000 κατοίκους.
Το 1730 ιδρύεται η περιώνυμος Νέα Ακαδημία και το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο (μετά το πατριαρχικό της Κωνσταντινούπολης) όπου τυπώνονται ελληνικά βιβλία. Την ίδια περίοδο διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο τόσο στα Βαλκάνια όσο και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Ιδρύονται σχολεία όπου διδάσκουν σημαντικοί λόγιοι της εποχής, όπως ο Σεβαστός Λεοντιάδης από την Καστοριά, ο ιερομόναχος Γρηγόριος Κωνσταντινίδης, μετέπειτα μητροπολίτης Δυρραχίου, ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης και ο Θεόδωρος Καβαλιώτης.
Σημαντικό θεωρείται επίσης το τυπογραφείο της Μοσχόπολης όχι μόνο για τους Ελληνες αλλά και για τους περίοικους και ομόδοξους σλαβικούς λαούς, αντανακλώντας την πνευματική άνθηση και επιρροή της πόλης.
Στη Μοσχόπολη η πλειονότητα των κατοίκων είναι βλαχόφωνοι και πρωτοστατούν στην υπό διαμόρφωση νεωτερική ελληνική εθνική συνείδηση. Μιλούν βλαχικά και ελληνικά, γράφουν και διδάσκουν ελληνικά. Στα παιδιά τους προσφέρουν ελληνική παιδεία και συντάσσουν ελληνοαλβανοβλαχικά λεξικά για να ενισχύσουν την «ελληνομάθεια».
Η Μοσχόπολη εξαιτίας όλων αυτών αποκαλείται έκτοτε «Αθήναι του Βορρά». Υστερα από τις δύο καταστροφές της Μοσχόπολης το 1769 και 1788 ο βλάχικος της πληθυσμός, όπως και σε άλλα βλαχικά κέντρα της Πίνδου, οδηγείται σε έξοδο και σε μόνιμη εγκατάσταση σε πόλεις της Μακεδονίας αλλά και στις παροικίες της αλλοτινής εμπορικής διασποράς.
Οι φυγάδες ιδρύουν ελληνικά σχολεία και μεριμνούν για την παροχή ελληνικής παιδείας στα παιδιά τους. Το ίδιο πράττουν στις χώρες του Αψβούργου μονάρχη όπου καταφεύγουν, όπως και στις ουγγρικές χώρες, τις σερβικές καθώς και σε αυτές ακόμη τις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Η σύσταση ελληνικής κοινότητας και η ίδρυση ελληνικού σχολείου και εκκλησίας είναι το πρώτο τους μέλημα. Αυτή την περίοδο στο πλαίσιο των νεωτερικών αντιλήψεων παρατηρούνται και οι πρώτες αναφορές στην πρόσληψη της ταυτότητάς τους.
Σχετικά με αυτήν αναφέρουν στο βιβλίο των πρακτικών της κοινότητάς τους οι Μακεδονοβλάχοι της Πέστης το 1800: «Επειδή μας εβοήθησεν ο άγιος Θεός και οικοδομήθη η εκκλησία μας της Κοιμήσεως της υπεραγίας Θεοτόκου, η προ πολλού ποθητή εις όλους του Γένους μας Γραικούς τε και Βλάχους, συμφωνήσαμε και τα ακόλουθα άρθρα: α)Να παρακαλέσωμεν τον Πανιερώτατον ποιμένα μας άγιον Βουδιμίου διά να δώση ευλογίαν εις τους δύο ιερείς οπού η Κοινότης μας θέλη εκλέξη άξιους του αυτών επαγγέλματος ευσεβείς και ορθοδόξους ομού να είναι Ρωμαίοι το Γένος ο δε Βλάχος Μακεδονίτης διά να υπουργούν τα θεία μυστήρια και τας λοιπάς ακολουθίας της εκκλησίας μας εις την ελληνικήν διάλεκτον την οποίαν εμεταχειρίσθησαν εις τα εκκλησιαστικά τε και πολιτικά, οι πατέρες και προπάτορες αμφοτέρων των γενών ημών, και καθώς επεκράτησεν και έως τώρα αφού και ανοίχθη η Καπέλλα και εκκλησία ημών... οπού να ζήσωμεν και ημείς και τα τέκνα των τέκνων μας ηγαπημένοι ως μια ψυχή εις δυο σώματα χωρίς τινός διαφοράς».
Φωτίζοντας τον ίδιο προβληματισμό ο βλαχικής καταγωγής λόγιος από τη Λάρισα Κωνσταντίνος Κούμας που βρίσκεται στη Βιέννη την ίδια περίοδο παρατηρεί ότι οι Βλάχοι «συμπεριφέρονται αδελφικώς με τους Γραικούς ως Γραικοί και δεν δείχνουν καμία εθνική διαφορά προς αλλήλους, καθώς είναι αμφότεροι οι λαοί μιας πατρίδος τέκνα και των αυτών προγόνων απόγονοι».
Σε αυτό το πλαίσιο, μέσα από τον κόσμο του εμπορίου και των παροικιών ζυμώθηκε η ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας και της απελευθέρωσης του γένους. Ο βλαχικής καταγωγής Γρηγόριος Ζαλύκης από τη Θεσσαλονίκη ιδρύει τη μυστική οργάνωση Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον στο Παρίσι το 1809 για «το φωτισμό του Γένους» και την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Το 1814 ο Δημήτριος Ποστολάκας πρωτοστάτησε, μαζί με τους βλαχικής καταγωγής Ζηνόβιο Πωπ, Γεώργιο Σταύρου και Ζώη Χαράμη, στην ίδρυση από τον Ιωάννη Καποδίστρια της Φιλομούσου Εταιρείας Βιέννης.
Τον συναντούμε λίγο αργότερα και στο δίκτυο της Φιλικής Εταιρείας στο οποίο μετέχουν Βλάχοι έμποροι, τραπεζίτες και λόγιοι στη Βιέννη με σημαίνοντα εκπρόσωπό τους τον βλαχικής καταγωγής Σερραίο Εμμανουήλ Παπά και τον Αινοτοπίτη βαρόνο Κωνσταντίνο Μπέλλιο.
Σύνδεσμός τους στην Οδησσό ο Στέργιος Σταμέρωφ από το Μέτσοβο, στο Χέρμανστατ ο συμπατριώτης τους Γεώργιος Βλαχούτσης, στο Βρασόβ ο Σιπισχάνος Κωνσταντίνος Πωπ, στην Ανκόνα ο Γεώργιος Δουρούτης, στη Βενετία ο Γεώργιος Τουρτούρης, όπως και οι αδερφοί Σταματάκη στην Τεργέστη, όλοι από τους Καλαρρύτες, ο πρώην ηγεμόνας Ιωάννης Καράτζιας με καταγωγή από τη Φούρκα στην Πίζα και παρόμοια και άλλοι Βλάχοι συντοπίτες τους στις ελληνικές παροικίες της Ιταλίας.
Από αυτό το δίκτυο δεν λείπουν οι Βλάχοι λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού: ο Νικόλαος Τζερτζούλης, ο Θεόδωρος Καβαλλιώτης, ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης, ο Κωνσταντίνος Ουκούτας, ο Κωνσταντίνος Τζεχάνης, ο Δημήτριος Παμπέρης, ο Ρήγας Βελεστινλής, ο Δημήτριος Δάρβαρης, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Γεώργιος Ζαβίρας, ο Διονύσιος Πύρρος και ο Ιωάννης Κωλέττης.
Οι Βλάχοι των ελληνικών κοινοτήτων της διασποράς δραστηριοποιούνται και στη διακίνηση του βιβλίου. Αναφέρονται σχετικά οι βιβλιοπώλες Πελεγκάδες και Μαυρίκηδες στην Πέστη. Στη Βιέννη οι Σιατιστινοί εκδότες αδερφοί Μάρκου Πούλιου ιδρύουν ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά τυπογραφεία του 18ου αιώνα και εκδίδουν την «Εφημερίδα» με ειδήσεις από τα ανατολικά μέρη όπως και άλλα σημαντικά έργα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού μεταξύ των οποίων και τη «Χάρτα της Ελλάδος» του Ρήγα Βελεστινλή.
Αλλά και όταν ξεσπά η επανάσταση και σε όλη τη διάρκειά της το πεκούλιο των Βλάχων είναι ανοιχτό για την ελληνική υπόθεση. Οταν τραυματίες του Ιερού Λόχου πήγαν στην Πέστη, οι Ελληνες της πόλης τούς συνέδραμαν με κάθε δυνατό τρόπο.
Από μια μαρτυρική κατάθεση που ελήφθη σε άλλη περίσταση προκύπτει ότι ο Μακεδονοβλάχος Κωνσταντίνος φον Βράνη, με απώτερη καταγωγή από το Λινοτόπι, βοήθησε τότε τους αγωνιστές με 15.000 φιορίνια. Αλλά και άλλοι χιλιάδες πολεμιστές πέρασαν από την Αδελφότητα του Αγίου Γεωργίου της Βιέννης, με μέλη κυρίως Βλάχους, και έλαβαν τα αναγκαία χρήματα για να κατέβουν στη μαχόμενη Ελλάδα. Ο Μετσοβίτης Δημήτριος Ποστολάκας, μέλος της Δωδεκάδος της αδελφότητας, και ο Μέρανος φιλικός Αναστάσιος Καραμίχος πρωτοστατούσαν σε όλη αυτήν τη δραστηριότητα όπως προκύπτει από την αλληλογραφία τους με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Αργότερα, τον Μάιο του 1830, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελληνικής Πολιτείας έγραψε ευχαριστήριο γράμμα με το οποίο εξέφραζε την ευγνωμοσύνη της Ελληνικής Πολιτείας προς τον μοσχοπολίτικης καταγωγής βαρόνο Σίμωνα Σίνα και τους συμπολίτες του Γραικοβλάχους της Βιέννης για τις μεγάλες προσφορές προς το έθνος.
Στο αγωνιστικό και αλληλέγγυο πνεύμα, ακόμη και των απλούστερων εξ αυτών κατά την Επανάσταση του 1821, την «πίστη στη φιλία» και το «φιλελεύθερον αίσθημα» των Βλάχων, των «Γραικοβλάχων», όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλούσε, αναφέρεται και ο αγωνιστής Νικόλαος Κ. Κασομούλης, Βλάχος από το Πισοδέρι και ο ίδιος.
Γράφει στα «Στρατιωτικά ενθυμήματα της επαναστάσεως των Ελλήνων του 1821-1833», τόμ. Α' 6104: «Οι Γραικοβλάχοι [...] καταγόμενοι από χωριά της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, [...] αν και απλοί και αμαθείς οι περισσότεροι, σύμφωνοι όμως ως προς τας έξεις με τους Γραικούς, επιρρεπέστεροι εξ ανατροφής ως προς την ανεξαρτησία των, πονητικοί συγγενείς μεταξύ των, πιστοί εις την φιλίαν, επαρατηρήθη ότι, εάν και είχαν και ούτοι ιδιαίτερα τινά έθιμα ως προς το ζην και πολιτεύεσθαι από τους (Γραικούς) κατοίκους, διαφέροντες (όμως) καθόλου από τους Αρβανιτοβλάχους κατά τα λοιπά, και συνερχόμενοι εις γαμικούς δεσμούς και με Γραικούς, ωθούντο από εν αίσθημα φιλελεύθερον».
Ενδεικτικά και χάρη της ιστορικής μνήμης αναφέρονται οι παρακάτω επώνυμοι Βλάχοι αγωνιστές για την ελευθερία του ελληνικού γένους: ο παπάς Ευθύμιος Βλαχάβας, ο Βλαχόπουλος Αλέξιος (1787-1865), ο Γεωργάκης Ολύμπιος (1772-1821) από το Λιβάδι Ολύμπου, ο Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι, ο Παναγιώτης Ζήδρος (1630-1750) από το Λιβάδι Ολύμπου, ο Κασομούλης Νικόλαος (1795-1872) από το Πισοδέρι, ο φιλικός Αναστάσιος Μανάκης, οι αρματολοί Ζηδραίοι, Λαζαίοι και Νικοτσάρας του Ολυμπου, ο Τσάμης Καρατάσος, ο Ζιώγος Παπαγιάννης, ο Γιάννης Πρίφτης, Ιωάννης Ράγκος (1790-1865), ο Νικόλαος Στουρνάρης (1775-1826), οι Δημήτριος, Τζήμας και Γιάννης Τσάπος (...-1822), ο Σαμαριναίος Μίχος Φλώρος και τα βλαχόπουλα από τα Βλαχοχώρια της Πίνδου που πήραν μέρος στην υπεράσπιση του Μεσολογγίου και τα διέσωσε η λαϊκή μούσα στο τραγούδι «Παιδιά της Σαμαρίνας», ο Νάσιος Μάνταλος από το Περιβόλι, ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος απ’ τον Ασπροπόταμο, η ηρωική οικογένεια των Τζαβελαίων από το Σούλι και ο Εμμανουήλ Παπάς από τις Σέρρες.
Ο Λινοτοπίτης βαρόνος Κωνσταντίνος Μπέλλιος ίδρυσε τον οικισμό Νέα Πέλλα στην Αταλάντη και στους Θρακομακεδόνες όπου αποκαταστάθηκαν όσοι από τους Βλάχους αγωνιστές παρέμειναν μετά την επανάσταση με την ίδρυση της Ελληνικής Πολιτείας στο νεότευκτο κράτος και βρέθηκαν έτσι μακριά από του τόπους καταγωγής τους στην Ηπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία. Ο ίδιος ίδρυσε και την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία ή απλώς Αρχαιολογική Εταιρεία το 1837 όπως και το δημοτικό νοσοκομείο «Ελπίς».
Ο Ιωάννης Κωλέττης, Βλάχος απ’ το Συρράκο, μέλος της Φιλικής Εταιρείας από το 1819, αγωνίστηκε στα πεδία των μαχών κατά την Επανάσταση του 1821 και σε όλη τη διάρκεια του αγώνα. Με σπουδές στην Πίζα, γλωσσομαθής, οξυδερκής και διορατικός, υπήρξε ο πρώτος συνταγματικός πρωθυπουργός του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Στις 11 Ιανουάριου 1844 διατύπωσε με ομιλία του τη θέση υπέρ της ισότητας ελεύθερων και αλύτρωτων (αυτοχθόνων και ετερόχθονων) Ελλήνων, αρχή στην οποία βασίστηκε και η Μεγάλη Ιδέα που έμελλε να Καθορίσει την εξωτερική πολιτική του νεοελληνικού κράτους έως το 1922.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι οι Βλάχοι όλων των κοινωνικών κατηγοριών ως νουνεχείς και Φιλόπατρεις συνεισέφεραν με πίστη κι αφοσίωση πολλαπλά στην εθνική παλιγγενεσία του ελληνισμού ακολουθώντας πιστά τη ρήση του Ρήγα Βελεστινλή: «Κάθε νουνεχής Φιλόπατρις λυπείται βλέπωντας τούς δυστυχείς άπογόνους τών εύκλεεστάτων Άριστοτέλους καί Πλάτωνος ... Ώντας φύσει Φιλέλλην, δεν εύχαριστήθην μόνον άπλώς νά θρηνήσω την κατάστασιν τού Γένους μου, άλλα καί συνδρομήν νά έπιφέρω έπασχισα δσον τό επ’ έμοί» («Φυσικής απάνθισμα», Βιέννη 1790, σελ στ')..
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου