{[['']]}
Απομυθοποίηση των πεπραγμένων του θρυλικού στρατηγού μέσα από τα «Απομνημονεύματά» του. Ακόμη κι όταν με τα γραφόμενα του επιχειρεί να συγκαλύψει την αλήθεια, αυτή αναφαίνεται πίσω από τις λέξεις
Του Θεόδωρου Παναγόπουλου, Πρώην δικαστικού - "Αιρετικά"
Ο στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης είναι ξεχωριστή, ιδιότυπη περίπτωση του αγώνα της ανεξαρτησίας και έχει απασχολήσει όσο κανένας άλλος, με εξαίρεση ίσως τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη, την ιστοριογραφία της επανάστασης.
Η φήμη και η αξία του δεν οφείλονται στην πολεμική του δράση κυρίως, η οποία ωστόσο δεν ήταν αμελητέα, όσο στη μεταθανάτια μυθοποίησή του από τον λόγιο συμπατριώτη του Γιάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος ανακάλυψε και έφερε στο φως τα «Απομνημονεύματά» του, και στην εν συνεχεία υποστήριξή του από κάποια «ιερά τέρατα» (Παλαμάς, Σεφέρης, Ελύτης, Βενέζης, Θεοτοκάς, Αορεντζάτος, Περάνθης) της ελληνικής διανόησης, την άποψη των οποίων κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει.
Μάλιστα δε, ο Γεώργιος Σαββίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να ανακηρύξει τον Μακρυγιάννη άγιο!
Χάρη σε αυτή την προβολή και κυρίως εξαιτίας της ιδιομορφίας της γραφής του βγήκε από την αφάνεια.
Σχεδόν όλοι όσοι καταπιάστηκαν με το έργο του περιορίστηκαν στον Μακρυγιάννη γραφιά αναφορικά με το είδος, το ύφος, την ιδιομορφία της γλώσσας του. Ελάχιστοι και περιορισμένα με τον άνθρωπο Μακρυγιάννη, με τον χαρακτήρα του, το ήθος του, τη συμπεριφορά του, την πολιτική του δράση, τις αρετές του -αν διέθετε-, τα ελαττώματά του, τη συμμετοχή του και την προσφορά του στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Ολοι κοίταζαν το δέντρο και δεν πρόσεξαν το δάσος.
Ο Μακρυγιάννης (Κροκύλειο Φωκίδας 1797 - Αθήνα 27 Απριλίου 1864) οικογενειακό επώνυμο Τριανταφύλλου) εμφανίστηκε στη δημόσια σκηνή της επανάστασης ουσιαστικά στο τέλος του 1823, όταν κατέβηκε για πρώτη φορά στην Πελοπόννησο και άρχισε να αναμειγνύεται στις κομματικές διαμάχες εκείνης της περιόδου για να συμμετάσχει στη συνέχεια στον εμφύλιο πόλεμο (1824-1825) με τα ρουμελιώτικα στρατεύματα, υπό την αρχηγία του Ιωάννη Κωλέττη, ως αρχηγός της φρουράς του και θησαυροφύλακάς του.
Ετσι από τη μια μέρα στην άλλη έγινε από χιλίαρχος, αντιστράτηγος, στρατηγός σε αντάλλαγμα της απιστίας και της αποστασίας του, αφού πρόδωσε τους φίλους του και προσχώρησε στους αντιπάλους τους.
Ο Κάρπος Παπαδόπουλος, συναγωνιστής του στα πεδία των μαχών, γράφει ότι ήταν «ο κυριότερος μοχλός του εμφύλιου πολέμου, που προκάλεσε τον αφανισμό του Μόριά». Μέχρι τότε ήταν ένας ασήμαντος μικροκαπετάνιος της Ρούμελης, δορυφόρος του Ανδρούτσου και του Γκούρα. Από τον εμφύλιο και μετά βρίσκεται συνεχώς στο πλευρό του Κωλέττη και στη συνέχεια του Μαυροκορδάτου και του Κουντουριώτη, τις πολιτικές επιλογές των οποίων στηρίζει ανεπιφύλακτα και απ’ ό,τι φαίνεται όχι αφιλοκερδώς.
Σε κάθε περίσταση τον συναντάμε πάντοτε στην πλευρά του δυνατού και σε αυτού που πληρώνει καλά. Κακά τα ψέματα. Ο Μακρυγιάννης ήταν επαγγελματίας μισθοφόρος. Δεν πολεμούσε μόνο για να απελευθερωθεί ο τόπος. Πολεμούσε και για το πουγκί του, το «κεμέρι» του, όπως έλεγε ό ίδιος.
Τις στρατιωτικές του υπηρεσίες τις έβγαζε σε πλειστηριασμό. Τις έπαιρνε όποιος έδινε τα περισσότερα. Γι’ αυτό είχε πάντοτε χρήματα και πλήρωνε εξ ιδίων τους άντρες του, όπως ο ίδιος κατ’ επανάληψη δηλώνει.
Εννοείται ότι αμέσως μετά τα εισέπραττε από την κυβέρνηση. Μέχρι και από τον Ιμπραήμ ζητούσε τους μισθούς των στρατιωτών του, για να του παραδώσει το φρούριο του Ναυαρίνου, τον Μάιο του 1825. Τον σημερινό φίλο την επομένη τον πολεμούσε, αρκεί να πληρωνόταν καλά.
Υποκριτής και φιλοχρήματος. Ιησουίτης με τα όλα του. Οπαδός του δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», δεν δίσταζε να πει οποιοδήποτε ψέμα, αρκεί να εξυπηρετούσε τα συμφέροντα και τους σκοπούς του. Αφιλος και άνθρωπος χωρίς μπέσα. Πρόδιδε και πουλούσε τους συντρόφους του χωρίς κανέναν δισταγμό. Φιλοκατήγορος, ραδιούργος και ένας από τους πρώτους νταήδες (ψευτοπαλικαράς, τουρκ. dayi) του ’21.
Οι άλλοι ήταν ο Γκούρας, ο Θοδωράκης Γρίβας, ο Καρατάσος και ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης - ο δολοφόνος του Καποδιστρια.
Ενα μεγάλο μπόι -γι’ αυτό τον έλεγαν Μακρυγιάννη- με μικρό μυαλό, παρίστανε τον παλικαρά και ξυλοφόρτωνε όποιον τον ενοχλούσε με το παραμικρό.
Τον Φεβρουάριο του 1825 επειδή ο έπαρχος Αρκαδίας Κωνσταντίνος Πελοπίδας, ένας από τους σπουδαιότερους Φιλικούς, αρνήθηκε να ικανοποιήσει κάποιο αίτημά του τον σακάτεψε στο ξύλο: «Πήγα και τον έπιασα και του ’δωσα ένα ξύδο διά πεθαμόν κι’αν δε πήδαγε από το παβεθύρι κάτου ο διοικητής, δεν ξέρω αν έμενε ζωντανός» γράφει στα «Απομνημονεύματά» του.
Λοιδορεί, βρίζει και αποστρέφεται -στο χαρτί- τους «νεκροθάφτες των στρατιωτικών» Κωλέττη και Μαυροκορδάτο, τον «κουτό» Κουντουριώτη, τους προεστούς, τα «οτζάκια», τους «Τουρκοκοτζαμπασήδες», τα «παιδιά των Τούρκων, όπου μας κυβερνούν [...], οι μαθητές των Τούρκων, οι δουλευτήδες αυτηνών [...], οι ανθρωποφάγοι που μας έσπειραν την διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, τις ακαθαρσίες τις δικές του κι’ έφκιασαν την πατρίδα παλιόψαθα με τα φώτα του Φαναριού», αλλά τους υπηρετεί δουλικά.
Εκεί που χθες έφτυνε, σήμερα πίνει νερό. Ο Κωλέττης είναι «διάβολος», «δόλιος», «απατεώνας», «μπερμπάντης». Ο Μαυροκορδάτος «το ζυμάρι των Τούρκων», ο «δουλευτής αυτηνών», ο «αγαπημένος των τύραγνων», το «τζιράκι της Κωνσταντινουπόλεως». Οι λογιότατοι «ακαθαρσίες της Κωνσταντινουπόλεως και της Ευρώπης», πλην όμως τους σέβεται και τους υπακούει, «για να μην συμβή καμιά διχόνοια και ακολουθήση κανένα δυστύχημα. Κι’ εγώ πρέπει να υπομένω και να θυσιάζω εις τα οτζάκια».
Χύνει κροκοδείλια δάκρυα γιατί βασανίζονται οι «στραβοραγιάδες» από τους προεστούς και τους οπλαρχηγούς: «Κι’εμείς τρώμε τα πράματά τους και στέκονται ολόρθοι και μας κερνάνε [...] και μας πλερώνουν και μας ταγίζουνε. Και τους βάνομε ομπρός εις τον πόλεμον και σκοτώνονται αυτήνοι και δοξαζόμαστε εμείς», αλλά την επόμενη κιόλας μέρα, «Βγάλαμε τα μαχαίρια, σκοτώσαμε τον μπαϊραχτάρη τους, σκοτώσαμε και άλλους [...Ι πιάσαμε και κάμποσους ζωντανούς [...]. Οι άνθρωποί μου πήραν λάφυρα πολλά [...]τους πήραμε τα πραχτικά τους κι’ όλα τους τ’αναγκαία».
Φυσικά όλα αυτά τα θύματα δεν ήταν Τούρκοι, ήταν Ελληνες που τόσο μα τόσο πολύ τους λυπόταν.
Ενώ το 1823 έχει ορκιστεί να υπηρετεί την κυβέρνηση Μαυρομιχάλη - Κολοκοτρώνη που τον έκανε χιλίαρχο, ραδιουργεί σε βάρος της, την κατασκοπεύει, όντας πιστό όργανο της αντιπολίτευσης Μαυροκορδάτου - Κωλέττη: «Αφήτε με εμένα να τους διαλύσω αυτηνών εδώ την δύναμή τους όλη. Αλλά να μην ξέρη κανένας ότι αγρικιώνται με τ’εμένα και κιντυνέψω αδίκως και δεν βγάλω και τ’ αποτέλεσμα».
Αρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του στο Αργος τον Φεβρουάριο του 1829 και τα τελείωσε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1850. Κατά το διάστημα αυτό έκρυβε τα χειρόγραφα για να μην τον βρει κανείς μπελάς, μιας και δεν είχε αφήσει κανέναν από τους συγχρόνους του που να μην τον κατηγορήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Δεν ήθελε να δημιουργήσει εχθρούς. Κανείς δεν γνώριζε το περιεχόμενο των απομνημονευμάτων. Το 1850 τα έβγαλε από εκεί που τα είχε κρυμμένα και τα ξαναδιάβασε: «Αυτό το χειρόγραφον, από την περίστασιν, οπού μου έγιναν πολλές καταδρομές, το είχα κρυμμένο. Τώρα οπού το έβγαλα, το διάβασα όλο [...] και είδα ότι δεν ξηγώμαι γλυκύτερα».
Ενώ έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από την αρχή των γεγονότων που διηγείται τίποτε δεν αλλάζει, τίποτε δεν αναθεωρεί. Πολλά πράγματα έχουν ωστόσο αλλάξει. Ο ίδιος όμως παραμένει αμετακίνητος στις ιδέες του.
Φυσικά, ούτε λόγος για αυτοκριτική, μιας και ύστερα από τόσα χρόνια είναι βέβαιο ότι όλα έχουν αλλάξει γύρω του. Θα περίμενε κανείς ότι στα στερνά του θα είχε πια πειστεί ποια «κουμάσια» υπηρετούσε και ποιων συμφέροντα εξυπηρετούσε και όφειλε να τους αποκαλύψει, αφού «διά την στερέωση της πατρίδος μου και νόμους, διά κείνο πεθαίνω, όχι διά άλλο».
Και αφού πέθαινε «διά νόμους», πού ήταν όταν ο Κωλέττης μοίραζε με τη σέσουλα τα στρατιωτικά διπλώματα στον εμφύλιο, ώστε κατάντησε να έχει η Ελλάδα 12.000 αξιωματικούς, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν είχαν ρίξει «ουδέ καν εν τουφέκι εις τας κατά των εχθρών γενομένας μάχας» (Αμβρόσιος Φραντζής, «Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος αρχομένη από του έτους 1715 και λήγουσα το 1835», Εν Αθήναις 1839);
Δεν ήταν παρών, δεν ήταν ο σωματοφύλακας και θησαυροφύλακας του Κωλέττη;
Αμετανόητος, καταχώνιασε εκ νέου τα γραπτά του μέσα σε ντενεκέδες και τα έκρυψε στο υπόγειο του σπιτιού του, σκεπασμένα με παλιόξυλα και σκουπίδια. Εκεί τα βρήκε ο γιος του Κίτσος το 1901 και τα παρέδωσε στον Βλαχογιάννη ο οποίος τα δημοσίευσε το 1907.
Φυσικά όταν δημοσιεύτηκαν δεν υπήρχε κανείς συγκαιρινός του επιζών για να τον διαψεύσει ή να τον επιβεβαιώσει.
«Ο Μακρυγιάννης» γράφει ο Κυριάκος Σιμόπουλος «βλέπει πού γέρνει η ζυγαριά της πολιτικής διαμάχης και εγκαίρως επιχειρεί τη μεταπήδηση στο στρατόπεδο των ισχυρότερων. Μ’ όλο που γράφει τις αναμνήσεις του χρόνια πολλά ύστερα από τα γεγονότα, δεν μπορεί να τα ανακρούσει με νηφαλιότητα. Ούτε υποψία αυτοελέγχου, πουθενά ενδοιασμός, ούτε ίχνος μεταμέλειας. Ρίχτηκε στον εμφύλιο με ορμή και λύσσα, απαράλλαχτα όπως πολέμησε τους Τούρκους. Χειρότερα ακόμα. Με αγριότερο μίσος και κυρίως με καταφρόνηση. Στους Τούρκους αναγνωρίζει ανδρεία και περηφάνια, στους αδελφούς, στους χθεσινούς συντρόφους και τώρα θανάσιμους εχθρούς, όχι. Ολοι είναι δειλοί και ανάξιοι» («Ιδεολογία και αξιοπιστία του Μακρυγιάννη», Εκδόσεις Στάχυ, 2000).
Το 1825 ακόμη και ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος μόλις είχε αποφυλακιστεί από την Υδρα, είναι δειλός και το ’βάλε στα πόδια μπροστά στον Ιμπραήμ. Ο «στρατηγός του εμφυλίου», ο οποίος πήρε τον βαθμό, τα παράσημα και το άλογο πολεμώντας τους συμπατριώτες του, χλευάζει και ειρωνεύεται ανενδοίαστα τον αρχιστράτηγο: «Ο Αρχηγός [...] δεν έχει κώλο να πλησιάσει τον εχθρό [...] μάθαμεν εις τον Αχλαδόκαμπον ότι ο Μπραΐμης κυρίεψε την Τριπολιτζά κι’ο Αρχηγός με το στράτευμα ξεποδαριάστηκαν φεύγοντας εις τα βουνά».
«Οι συνωμοτικές ικανότητες του Μακρυγιάννη» συνεχίζει ο Σιμόπουλος «και η παρασκηνιακή, κρυφή του δράση είχαν αποκαλυφθεί από τα χρόνια του Αγώνα. Εξασφάλιζε τη μυστικότητα ορκίζοντας τους συνεργάτες και οπαδούς του. Επιστράτευε ψευτιές, πονηριές και τεχνάσματα, σκηνοθετούσε πειστικά επεισόδια, οργάνωνε δίκτυο πληροφοριοδοτών. Αποσπούσε με εμπίστους του ενοχοποιητικά έγγραφα από τις κασέλες των αντιπάλων του. Διατηρούσε πράκτορες ακόμα και στο παλάτι».
Αποφεύγει τα λεφτά όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ετσι γράφει. Εξορκίζει τα γρόσια, αλλά συνεχώς αναφέρεται σ’ αυτά και τα διεκδικεί με επιμονή από την κυβέρνηση, από τους οφειλέτες, από παντού. Δεν εννοεί να χάσει ούτε ένα γρόσι.
Μια παράμετρος της... αντιπάθειας του Μακρυγιάννη για τα λεφτά: πώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι είναι ο μοναδικός άνθρωπος του 21 στον οποίο όλοι προσφεύγουν και του προσφέρουν χρήματα για να τον προσεταιριστούν και πώς τρία με τέσσερα χρόνια από την εμφάνισή του στο προσκήνιο έγινε μόνο αυτός ένας από τους πλουσιότερους Ελληνες του καιρού του με τεράστια περιουσία;
Την απάντηση στα ερωτήματα αυτά ίσως την ανιχνεύσει κάποιος στις σημειώσεις του Γεωργίου Γαζή, ο οποίος γνώρισε και έζησε από κοντά τον Μακρυγιάννη: «Ούτος ήν Λιδορικιώτης μικρός και αδύνατος, επί δε της Επαναστάσως [...] έγινεν οπλαρχηγός. Υπηρετών δε στρατιωτικώς πλησίον της τότε Προσωρινής Διοικήσεως, ως μία εκτελεστική δύναμις τρόπον τινά, είχε συμπεριφοράν θωπευτικήν και ευάρεστον - είχε στα χείλη μέλι και στην καρδιά φαρμάκι. Οθεν και πολιτευόμενος κατά την αρέσκειαν των ισχυρών, είλκυσε την εύνοιαν αυτών και δεν τον άφηναν να έβγη έξω εις τας επικινδύνους μάχας κατά των εχθρών. Τοιουτοτρόπως λοιπόν αγωνιζόμενος ως επί πλείστον, ησφάλιζε και την ζωήν του, εγέμιζε δε και το πουγκί του».
Α) Τοκογλύφος
Είναι περίεργο το γεγονός πώς σε μόλις δέκα χρόνια ο Μακρυγιάννης έγινε πραγματικά πλούσιος και ήταν μόνο 24 χρόνων. Από υπηρέτης στο σπίτι του Αθανάσιου Λιδωρίκη -όλοι τον φώναζαν ο «Γιαννάκης του Λιδωρίκη»-, σφραγιδοφύλακας, του Αλή Πασά και στη συνέχεια επιστάτης, διαχειριστής της περιουσίας του και σωματοφύλακας της Λιδωρίκαινας έγινε μέγας και τρανός. Ολοι είχαν την ανάγκη του και ο ίδιος κανενός. Εγινε φίλος με όλους τους ισχυρούς και τραπεζίτης Ελλήνων και Τούρκων. Τους δάνειζε όλους, δεν δανειζόταν ο ίδιος. Είχε και γραμμάτια των οφειλετών του σαράντα χιλιάδες γρόσια. Πολλά λεφτά για την εποχή εκείνη αν σκεφτεί κανείς ότι ο Λιδωρίκης του έδωσε για δέκα χρόνια δουλειάς μόλις τετρακόσια γρόσια.
Πούλαγε τη βρώμη και το αραποσίτι 300% και 400% πάνω από την τιμή που τα αγόραζε.
Β) Μισθοφόρος
Ηταν ήδη αρκετά ψηλός, αλλά έπαψε να ψηλώνει περισσότερο όταν τον Ιανουάριο του 1822 το κεφάλι του Αλή Πασά στάλθηκε πεσκέσι στον σουλτάνο και έχασε τους ισχυρούς του προστάτες. Τα σουλτανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αρτα και αναγκάστηκε να φύγει. Κατέληξε δυτικότερα, στην Αμφισσα, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τον Κωλέττη που ήταν συμπατριώτης του και αργότερα με τον Μαυροκορδάτο και μπήκε στη δούλεψή τους.
Εμεινε εκεί περίπου δύο χρόνια, προτού κατέβει στην Πελοπόννησο, και γνώρισε από πρώτο χέρι τον Αρειο Πάγο και την πολιτική των αρειοπαγιτών, καθώς και τα φερσίματα του Μαυροκορδάτου, του Κωλέττη, του Νέγρη και των άλλων που είχαν βαλθεί να ξεπαστρέψουν όλους τους σημαντικούς οπλαρχηγούς του τόπου, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Καραϊσκάκη, τον Βαρνακιώτη και πολλούς άλλους.
Στις 4 Ιανουάριου 1824 το Βουλευτικό συνεδριάζει στο Κρανίδι και καταργεί την κυβέρνηση Μαυρομιχάλη. Ο εμφύλιος πόλεμος κοντοζυγώνει.
Τι στάση κράτησε σε αυτή την περίπτωση; «Την άλλη μέρα, μάθαμε το Βουλευτικόν διόρισε άλλο Εκτελεστικό. Πήγε εις το Κρανίδι, διόρισε τον Κουντουργιώτη, τον Μπόταση. Το βράδυ βλέπω έναν φερμένον από το Κρανίδι, Λεωνίδα τον λένε. Ηταν σταλμένος από την νέαν Κυβέρνησιν. Μου λέγει αυτός ότι έγινε νέα Κυβέρνηση, κι’αυτή με το Βουλευτικόν μου παραγγέλνουν να γυρίσω μ’ αυτούς και μου δίνουν διακόσιες χιλιάδες γρόσια. Τους παραγγέλνω: Εγώ γρόσια δεν θέλω, δεν πουλιώμαι διά γρόσια. Δεν ορκίστηκα δι’ αυτά, ορκίστηκα διά την πατρίδα. Και αν είναι για την πατρίδα δέχομαι να την βοηθήσω. Αφήστε με εμένα να τους διαλύσω αυτηνών εδώ τη δύναμή τους όλη. Αλλά να μην ξέρη κανένας ότι αχρικιώνται με τ’εμένα και κιντυνέψω αδίκως και δεν βγάλω και τ’αποτέλεσμα».
Από χιλίαρχος έγινε συνωμότης και χαφιές. Τι του απάντησαν από το Κρανίδι; «Μου στείλαν οπίσου ό,τι γνωρίζω να κάμω και η πατρίς θα μου γνωρίζη πολύ». Τώρα «πατρίδα» ήταν τα διακόσιες χιλιάδες γρόσια που του ’ταξαν ή οι αγγλικές λίρες που έφτασαν στο Ναύπλιο λίγους μήνες αργότερα; Και αφού ορκίζεται ότι δεν πουλιέται για γρόσια, τότε γιατί γράφει στον νέο πρόεδρο Κουντουριώτη: «Εκλαμπρότατε να με ενθυμηθής όταν έλθη το δάνειον, ότι τας ελπίδας μου, μετά τον Θεόν, εις την Εκλαμπρότητά σου τας έχω και μη με αφήσης περίλυπον». Βλέπεις, το φύλαξε ο Κουντουριώτης το γράμμα σου (Αρχεία Κουντουριώτη, τ. Ζ', σ. 569).
Για να δούμε τώρα τι έκανε για να τους διαλύσει; «Συνκατοικούσα με τον Γενναίον. Προσμέναμε ακόμα τρεις χιλιάδες ασκέρι να πάμε να βαρέσουμε το Κρανίδι, οπούταν το Βουλευτικόν και η νέα Κυβέρνηση. Στο Κουτζοπόδι πιάστηκα με τον Γενναίον ότι δεν θέλομεν να βαρέσομε το Βουλετικόν. Είχα κουβεντιάσει με τον Χατζηχρήστο κι’ άλλους και ήμαστε σύντροφοι και σύνφωνοι. Πήγα εις τον Γενναίον, του είπα ότι εγώ από αυτούς δεν τραβάγω χέρι, θα πεθάνω μ’ αυτούς. Τότε αγαπήσαμε, καθίσαμε ως τα μεσάνυχτα, φάγαμε. Σηκώθηκα να φύγω, μου είπε μπονόρα να πάγω να φάμε τηγανίτες. Ευτύς όπου επήγα εις το κονάκι μου έστειλα τον τζαγούση μου [λοχίας] και σύναξε όλους τους ανθρώπους μου και κάμποσους δικούς του, του Γενναίου. Ηταν μια μεγάλη βροχή και κοντέψαμε να σωθούμε από ’να παλιόρεμα. Την αυγή στέλνει ο Γενναίος να φάμε τις τηγανίτες, δεν βρίσκει κανέναν. Αφού μάθαν ο Χατζηχρήστος και οι άλλοι ότι έφυγα εγώ, σε δυο ώρες ήλθαν όλοι εις τον Αγιον Γιώργη [της Νεμέας]. Εμεινε ο Γενναίος με σαράντα ανθρώπους».
Αποβραδίς έτρωγε και έπινε με τον Γενναίο και του ορκιζόταν ότι μόνο ο θάνατος θα τους χωρίσει και τη νύχτα έφυγε κρυφά, σαν κλέφτης, έγινε επίορκος, άλλαξε στρατόπεδο. Δεν ξέρω πώς το λένε αυτό, αλλά μόνο μπέσα Ρουμελιώτη καπετάνιου δεν είναι.
Κάποιος θα μπορούσε να του πει ότι κατάντησε θλιβερός μισθοφόρος της «μαυροκωλεττοκουντουριώτικης» παρτίδας, όχι της πατρίδας.
Στον Αϊ-Γιώργη ενώνεται με τον Λόντο, τον Ζαϊμη, τον Νοταρά και άλλους και πηγαίνει να πολιορκήσει την Τρίπολη που την κατέχουν ο Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης. Εκεί γράφει: «Πολεμούσαμε νύχτα και ημέρα και σκοτωνόμαστε από τόνα το μέρος και τ' άλλο» μέχρι που κατέλαβαν την πόλη. Πού πήγε μετά; «Το Μεγάλο Σαββάτο τον Μάρτιο μήνα του 1824 κατεβήκαμε εις τ’Αργος. Εις τΆργος ήταν το Βουλευτικόν όλο. Μας καρτέρεσε οπού πήγαμε νικηταί - από τους Τούρκους. Τότε το Βουλευτικόν μόκαμε μίαν μεγάλην υποδοχή, μόδωσε κι’ένα ευκαριστήριον καλό και με διόρισε το Βουλευτικόν σώμα και η νέα Διοίκηση αρχηγόν της φρουράς της να προσέχω διά την ασφάλειάν της».
Πήγαν λοιπόν νικητές στο Αργος - καθώς λέει νίκησαν τους Τούρκους. Τους τσάκισε, τους έσφαξε, τους κατατρόπωσε τους Τούρκους. Τούρκοι ήταν ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας, ο Νικηταράς και ο νεκρός Πάνος Κολοκοτρώνης που σκοτώσανε.
Γράφει τη βραδιά που έτρωγε με τον Γενναίο και το πρωί θα πήγαινε για τηγανίτες ότι «ο στραβοραγιάς ας δουλεύει διά μας. Εκείνος τρώγει λάχανα ανάλατα, εμείς τηγανίτες κι’αρνάκια». Σαν πολύ υποκριτικό μου φαίνεται αυτό και δεν μπορεί να γίνει πιστευτός.
Ολοφύρεται δήθεν και χύνει κροκοδείλια δάκρυα για την κατάντια του στραβοραγιά, αλλά όταν του δίνεται η ευκαιρία είναι ο πρώτος που και τον γυμνώνει και τον σκοτώνει.
Αυτοί εκεί στην Αρτα που τους έπαιρνε τη βρώμη τέσσερα γρόσια και την πούλαγε δεκάξι αγάδες ήτανε; Δεν ήτανε στραβοραγιάδες;
Και έφτασε στο σημείο να αποκαλεί τον Κολοκοτρώνη «Τούρκο»; Το πόσο «Τούρκος» ήταν ο Κολοκοτρώνης θα του το ’μολογήσει ένας συγκαιρινός του αγωνιστής, ο Φωτάκος, που πολέμησε στο Βαλτέτσι, Απρίλιο και Μάιο του 1821: «Αφού εγλυτώσαμεν από τον πόλεμον και επεστρέψαμεν εις το χωριό Βαλτέτσι ηύραμεν τους σκοτωμένους χριστιανούς και δεν εζηγώναμεν κανένας μας εις αυτούς κοντά. Εκιτρινίσαμεν από τον φόβον μας, διότι πρώτην φοράν είδαμεν ανθρώπους σκοτωμένους. Ο δε Κολοκοτρώνης διά να μας ενθαρρύνη εμάζωνε τα κομμάτια του καθενός νεκρού, τα εφίλει και έλεγεν εις τους τριγύρω στρατιώτας, ότι αυτοί είναι άγιοι, και ότι θα υπάγουν εις τον παράδεισον ωσάν μάρτυρες, και τότε εζυγώσαμεν και τους εθάψαμεν»
(Θεόδ. Κολοκοτρώνη, «Απαντα», Εκδόσεις Μέρμηγκας, σ. 153).
Αυτός, όταν ο Κολοκοτρώνης μάζευε και φιλούσε τα κομμάτια των σκοτωμένων στο Βαλτέτσι, ήταν, όπως γράφει, στην Πάτρα και «ψούνιζε» ρούμι, καπνό, λάδι και λαμπάδες -ό,τι κοντοζύγωνε Λαμπρή- για τις ανάγκες του «καφεπαντοπωλείου» του στην Αρτα.
Πολεμώντας τον Ιούνιο τα 1824 πήραν και το Ναύπλιο από τον Πάνο Κολοκοτρώνη. Και τι έγινε; «Τότε η Διοίκηση και το Βουλευτικόν μ’έκαμαν αντιστράτηγον και μου χάρισαν κι ένα άλογον». Για ένα κωλεττικό κωλόχαρτο στρατηγίας -για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα του- σκότωσε μόνο Ελληνες και όχι Τούρκους. Δεν χρειαζόταν όμως να τα κάνει όλα αυτά. Ετσι κι αλλιώς ο Κωλέττης λίγους μήνες μετά μοίραζε δωρεάν τα διπλώματα στους δρόμους.
Στα 18 του λοιπόν ήταν εκατομμυριούχος, στα 25 του υποδεκανέας του Γκούρα, τον Νοέμβριο του 1823 σε ηλικία 26 χρόνων τον έκανε χιλίαρχο ο Κολοκοτρώνης. Εξι μήνες αργότερα τον έκανε αντιστράτηγο ο Μαυροκορδάτος.
Ο Βλαχογιάννης σημειώνει; «Την Ιην Δεκεμβρίου 1824, ανεχώρησε διά το στρατόπεδον της Κορίνθου ο Εξοχώτατος Εκτελεστής I. Κωλέττης, συνοδευόμενος από τον γενναιότατου αντιστράτηγον Μακρυγιάννην. [...] Την δε 3ην Δεκεμβρίου, ο Μακρυγιάννης προυβιβάσθη εις Στρατηγόν». Αυτό ο στρατηγός δεν το γράφει. Γιατί το κρύβει; Δεν είναι κακό που τον έκαναν στρατηγό. Θα ήταν αχαριστία εκ μέρους τους να τον παραλείψουν μετά τις τόσες υπηρεσίες που τους είχε προσφέρει.
Ο Κολοκοτρώνης που πολεμούσε τους Τούρκους από το 1780 πέθανε αντιστράτηγος. Ποιος να το ’λεγε ότι από υπηρέτης του Λιδωρίκη, καφετζής στην Αρτα και έμπορος βρώμης θα γινόταν μεγάλος και τρανός, θα γινόταν στρατηγός. Και τι στρατηγός. Ιδιος ο Αρχάγγελος της Κάθαρσης. Ο Αγιος Ιωάννης της Αποκάλυψης. Ο σταυροφόρος που ήθελε να λευτερώσει την Πελοπόννησο από τους κατοίκους της. Παρέα με τον «επίβουλο», «διοτελή», «πουλημένο κι’ άρπαγο» Γκούρα και τον διευθυντή Κωλέττη για το οποίον γράφει: «Τότε αυτός, πανούργος, ενώθη με τους ξεκλισμένους [διεφθαρμένους] ανθρώπους κι’έπαιξε την πατρίδα όπως ήταν η όρεξή του. Μαθητής των Τούρκων και κατεξοχή του τύραγνου Αλήπασα, τέτοια φώτα σαν εκείνου θα δώση εις την πατρίδα και τέτοια έργα να 'νεργήοη. Οταν κιντυνεύει η πατρίς αυτός κατατρέχει τους άξιους ανθρώπους. Κι 'όποιο κεντρί τον αγκυλώση - εκείνο τήραγε και ο Κωλέττης να ξεριζώση. Τους άλλους τους γέλαγε με κούφια καρύδια - λόγια παχιά και με λιθάρια στον ντουρβά τους ανάπευε».
Ποιοι είναι οι «ξεσκλισμένοι» με τους οποίους είχε ενωθεί; Ο Γκούρας, ο Καρατάσιος, ο Κατζικογιάννης, ο Καραϊσκάκης; Πάντως αυτός δεν ήταν μέσα σε αυτούς.
Ο Μακρυγιάννης απλώς τους ακολούθησε στη σταυροφορία, αγωγιάτης και φρουρός της κάσας με τις λίρες του Κωλέττη.
Τι έκανε στη συνέχεια; «Εις τον Αγιώργη, χωριό της Κόρθος, ήταν συνασμένοι πολλοί αναντίοι, οι Λιονταίγοι, οι Νοταραίγοι, του Ζαΐμη, ο Νικήτας κι’άλλοι πολλοί. Αυτήνοι όλοι οι δικοί μας Καρατασαίοι κι’ο Γκούρας, πήγαν διά εκεί κι’εγώ δι’ Ανάπλι. Πηγαίνοντας εις Ανάπλι διόρισε η Διοίκηση τον Κωλέττη διευθυντή κι'εμένα φρουρά του να φυλάμε τα χρήματα οπούχε μαζί του ο Κωλέττης διά τους μιστούς».
Στον Αϊ-Γιώργη όμως τσακώθηκαν οι Καρατασαίοι με τον Γκούρα και πήγε αυτός με τον Κωλέττη και τους συμβιβάσανε. Στη συνέχεια, «πήρα τον Γκούρα με συνφωνίαν να πάμε εις τα Κλημαντοκασαρα, χωρίς να γυμνώση ανθρώπους τ’ασκέρι του. Αυτόν τον άφησα μ’ ανθρώπους μου εις τα Κλημαντοκαισάρα, κι’εγώ έπιασα το Ντούσια. Αφού μας είδαν οι άνθρωποι άφησαν τα σπίτια τους στην διάκρισίν μας και πήραν τα χιόνια και τα βουνά. Μία γυναίκα είχε το παιδί μιοογεννημένον και τόβγαλαν παράωρα και η λεχώνα πήρε τα βουνά με τους άλλους και τελείωσε εις το χιόνι».
Ολοι ήξεραν με ποιον είχαν να κάνουν, αφού δεν είχε περάσει ούτε ένας μήνας από τότε που ρίχτηκαν με μαχαίρια στους Αρκάδες. Οταν μαθεύτηκε στο Ντούσια ότι έφτασε στο Κλημεντοκαίσαρι οι κάτοικοι το ’βαλαν στα πόδια και πήραν τα βουνά, ανέβηκαν στην Τζήρεια αψηφώντας χιόνια, κρύο, πείνα, αφήνοντας στο έλεος του ανελέητου κατακτητή τα φτωχικά τους υπάρχοντα. Φοβισμένοι, κυνηγημένοι, πεινασμένοι, πουντιασμένοι, έτρεχαν να κρυφτούν στις απρόσιτες σπηλιές. Πείνα, χιόνια, κρύο, λύπη, ξολοθρεμός και φρίκη. Εφτασαν στο Ντούσια του Μακρυγιάννη οι λύκοι!
Η κυβέρνηση δεν μπορούσε παρά να μείνει ικανοποιημένη με τα έργα και τις ημέρες του στρατηγού. «Η Κυβέρνηση ευκαριστήθη από μένα πολύ [...] διά όλα αυτά και μου είπαν να μου χαρίσουνε ένα χωριόν. [...] Σαν δεν θέλησα [...] μόδωσαν ένα δώρον όπου δεν τόχει κανένας άλλος στρατιωτικός, νάχω δυο ανθρώπους, και να τους πλερώνη η Κυβέρνηση μιστούς και γεμελίκια [έξοδα], και δυο ταγιές [ταγή, η καθημερινή τροφή του ζώου] κριθάρι κι’άχερον διά τα ζώα μου κι’ένα σιτηρέσιον [καθημερινή μερίδα τροφής του στρατιώτη], πέντε γρόσια την ημέρα, όπου μαζώνονται όλα αυτά εις χρήματα - όσα γένονται να τα λαβαίνω. Και τα λαβαίνω από την Κυβέρνηση».
Αξιέπαινος ο στρατηγός. Πλερωμένο από την κυβέρνηση το κριθάρι και το άχυρο των αλόγων του, πλερωμένα τα μεροκάματα όχι για μία, αλλά για δύο ορντινάτσες (ιπποκόμος, υπηρέτης του αξιωματικού) και από πάνω πέντε γρόσια την ημέρα. Ο εμφύλιος τελείωσε. Οι «αντιπατριώτες» νικήθηκαν. Οι αρχηγοί φυλακίστηκαν. Οι λίρες εξανεμίστηκαν. Ο τόπος γυμνώθηκε. Η κυβέρνηση «ευκαριστήθη». Ο Μακρυγιάννης κονόμησε (αυτό εξάλλου ήταν πάντα το βασικό του μέλημα). Η αντιπολίτευση ηττήθηκε. Η χώρα διαλύθηκε. Ο Ιμπραήμ εμφανίστηκε.
Ο πρώτος ονομάζεται Γιάννης Βλαχογιάννης, γεννήθηκε το 1867 στη Ναύπακτο, λόγιος, ιστοριογράφος, γνωστός συγγραφέας, ένθερμος υποστηρικτής του έργου και της προσωπικότητας του Μακρυγιάννη.
Σε αυτόν αποκλειστικά οφείλει τον μύθο του και την επωνυμία του. Αντέγραψε, σχολίασε, δημοσίευσε το 1907 τα χειρόγραφά του, που βρέθηκαν το 1905 καταχωνιασμένα μετά τον θάνατό του στο υπόγειο του σπιτιού του.
Γράφει το λοιπόν ο Βλαχογιάννης: «Ο Ιωάννης Μακρής, ή Μακρυγιάννης, ήταν ο πρακτικώτατος νοικοκύρης, ο Ρουμελιώτης έμπορος, ο εκ νεαράς ηλικίας αναπτύξας αρετάς εμπορικός. Ο γνησιώτατος χαρακτήρ της Επαναστάσεως, ο πολεμικώτατος των ανδρών, το τέκνον το καθαρώτατον της χώρας. Ητο ο ευγενέστατος τύπος μισθοφόρου. Ο Μακρυγιάννης ήτο αγαθός τον χαρακτήρα, αλλά δεν είχε την χείρα επιεική. Μνησίκακος ή μοχθηρός δεν υπήρξε. Ουδέποτε επέδειξε φανατισμόν κομματικόν ίνα εμπορευθεί αφοσίωσιν προς την ισχύουσαν μερίδα υπέρ ής επάλαιεν.
Ουδείς βεβαίως θα τολμήση σήμερον να αποδώση εις τον Μακρυγιάννην ίδιον συμφέρον υποστηρίζοντα την κυβέρνησιν. Ο ζήλος του, επαναλαμβάνομεν ότι δεν είχε το ίδιον συμφέρον ή την φιλοδοξίαν ως σκοπόν. Υλικήν ωφέλειαν ουδεμίαν απέλαυσεν ούτος, πλην των βαθμών, δι’ ών αξίως και δικαίως αντημείφθησαν αι υπηρεσίαι αυτού υπό της κατισχυσάσης των αντιπάλων Κυβερνήσεως». («Απομνημονεύματα» Εισαγωγικά κείμενα).
Ο δεύτερος υπερασπιστής του στρατηγού ονομάζεται Μιχαήλ Περάνθης, δημοσιογράφος, λογοτέχνης, ποιητής, συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αρτα το 1917.
Καταθέτει: «Ο Μακρυγιάννης είναι το γνήσιο και αντιπροσωπευτικό θρέμμα της ελληνικής γης. Είναι γενναίος, συντηρητικός, τολμητίας, προνοητικός, ευθύς, ειλικρινής, αγνός, ανιδιοτελής, σεμνός, πειθαρχικός, ευσεβής και φιλοδίκαιος. Χτυπάει το άδικο, όπου το βρή, το πλιάτσικο το κυνηγάει, την αλήθεια δεν ντρέπεται να την διακηρύξη. Είναι ένας θησαυρός ψυχικών χαρισμάτων, που μόνα τους βλάστησαν και άνθισαν μέσα του. [...]
Η αλήθεια είναι ο γνώμονάς του. Σαν Ελληνας και σαν άνθρωπος, σαν αγωνιστής και σαν πολιτικός, όποια πλευρά του κι’ αν ψάξης, εφάπτεται μόνο με την αλήθεια. Αυτήν υπηρετεί κι’ αυτή μας ζωντανεύει, αληθινός ο ίδιος ως την έσχατη λεπτομέρεια - μορφή με ηθική προσωπικότητα άμεμπτης ακεραιότητας και ανεπιλήπτου κύρους».
(Μιχαήλ Περάνθη, «Το Εικοσιένα», Εκδόσεις Εστίας).
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Του Θεόδωρου Παναγόπουλου, Πρώην δικαστικού - "Αιρετικά"
Ο στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης είναι ξεχωριστή, ιδιότυπη περίπτωση του αγώνα της ανεξαρτησίας και έχει απασχολήσει όσο κανένας άλλος, με εξαίρεση ίσως τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη, την ιστοριογραφία της επανάστασης.
Η φήμη και η αξία του δεν οφείλονται στην πολεμική του δράση κυρίως, η οποία ωστόσο δεν ήταν αμελητέα, όσο στη μεταθανάτια μυθοποίησή του από τον λόγιο συμπατριώτη του Γιάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος ανακάλυψε και έφερε στο φως τα «Απομνημονεύματά» του, και στην εν συνεχεία υποστήριξή του από κάποια «ιερά τέρατα» (Παλαμάς, Σεφέρης, Ελύτης, Βενέζης, Θεοτοκάς, Αορεντζάτος, Περάνθης) της ελληνικής διανόησης, την άποψη των οποίων κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει.
Μάλιστα δε, ο Γεώργιος Σαββίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να ανακηρύξει τον Μακρυγιάννη άγιο!
Χάρη σε αυτή την προβολή και κυρίως εξαιτίας της ιδιομορφίας της γραφής του βγήκε από την αφάνεια.
Σχεδόν όλοι όσοι καταπιάστηκαν με το έργο του περιορίστηκαν στον Μακρυγιάννη γραφιά αναφορικά με το είδος, το ύφος, την ιδιομορφία της γλώσσας του. Ελάχιστοι και περιορισμένα με τον άνθρωπο Μακρυγιάννη, με τον χαρακτήρα του, το ήθος του, τη συμπεριφορά του, την πολιτική του δράση, τις αρετές του -αν διέθετε-, τα ελαττώματά του, τη συμμετοχή του και την προσφορά του στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Ολοι κοίταζαν το δέντρο και δεν πρόσεξαν το δάσος.
Μισθοφόρος, νταής, υποκριτής και φιλοχρήματος
Ετσι από τη μια μέρα στην άλλη έγινε από χιλίαρχος, αντιστράτηγος, στρατηγός σε αντάλλαγμα της απιστίας και της αποστασίας του, αφού πρόδωσε τους φίλους του και προσχώρησε στους αντιπάλους τους.
Ο Κάρπος Παπαδόπουλος, συναγωνιστής του στα πεδία των μαχών, γράφει ότι ήταν «ο κυριότερος μοχλός του εμφύλιου πολέμου, που προκάλεσε τον αφανισμό του Μόριά». Μέχρι τότε ήταν ένας ασήμαντος μικροκαπετάνιος της Ρούμελης, δορυφόρος του Ανδρούτσου και του Γκούρα. Από τον εμφύλιο και μετά βρίσκεται συνεχώς στο πλευρό του Κωλέττη και στη συνέχεια του Μαυροκορδάτου και του Κουντουριώτη, τις πολιτικές επιλογές των οποίων στηρίζει ανεπιφύλακτα και απ’ ό,τι φαίνεται όχι αφιλοκερδώς.
Σε κάθε περίσταση τον συναντάμε πάντοτε στην πλευρά του δυνατού και σε αυτού που πληρώνει καλά. Κακά τα ψέματα. Ο Μακρυγιάννης ήταν επαγγελματίας μισθοφόρος. Δεν πολεμούσε μόνο για να απελευθερωθεί ο τόπος. Πολεμούσε και για το πουγκί του, το «κεμέρι» του, όπως έλεγε ό ίδιος.
Τις στρατιωτικές του υπηρεσίες τις έβγαζε σε πλειστηριασμό. Τις έπαιρνε όποιος έδινε τα περισσότερα. Γι’ αυτό είχε πάντοτε χρήματα και πλήρωνε εξ ιδίων τους άντρες του, όπως ο ίδιος κατ’ επανάληψη δηλώνει.
Εννοείται ότι αμέσως μετά τα εισέπραττε από την κυβέρνηση. Μέχρι και από τον Ιμπραήμ ζητούσε τους μισθούς των στρατιωτών του, για να του παραδώσει το φρούριο του Ναυαρίνου, τον Μάιο του 1825. Τον σημερινό φίλο την επομένη τον πολεμούσε, αρκεί να πληρωνόταν καλά.
Υποκριτής και φιλοχρήματος. Ιησουίτης με τα όλα του. Οπαδός του δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», δεν δίσταζε να πει οποιοδήποτε ψέμα, αρκεί να εξυπηρετούσε τα συμφέροντα και τους σκοπούς του. Αφιλος και άνθρωπος χωρίς μπέσα. Πρόδιδε και πουλούσε τους συντρόφους του χωρίς κανέναν δισταγμό. Φιλοκατήγορος, ραδιούργος και ένας από τους πρώτους νταήδες (ψευτοπαλικαράς, τουρκ. dayi) του ’21.
Οι άλλοι ήταν ο Γκούρας, ο Θοδωράκης Γρίβας, ο Καρατάσος και ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης - ο δολοφόνος του Καποδιστρια.
Ενα μεγάλο μπόι -γι’ αυτό τον έλεγαν Μακρυγιάννη- με μικρό μυαλό, παρίστανε τον παλικαρά και ξυλοφόρτωνε όποιον τον ενοχλούσε με το παραμικρό.
Τον Φεβρουάριο του 1825 επειδή ο έπαρχος Αρκαδίας Κωνσταντίνος Πελοπίδας, ένας από τους σπουδαιότερους Φιλικούς, αρνήθηκε να ικανοποιήσει κάποιο αίτημά του τον σακάτεψε στο ξύλο: «Πήγα και τον έπιασα και του ’δωσα ένα ξύδο διά πεθαμόν κι’αν δε πήδαγε από το παβεθύρι κάτου ο διοικητής, δεν ξέρω αν έμενε ζωντανός» γράφει στα «Απομνημονεύματά» του.
Λοιδορεί, βρίζει και αποστρέφεται -στο χαρτί- τους «νεκροθάφτες των στρατιωτικών» Κωλέττη και Μαυροκορδάτο, τον «κουτό» Κουντουριώτη, τους προεστούς, τα «οτζάκια», τους «Τουρκοκοτζαμπασήδες», τα «παιδιά των Τούρκων, όπου μας κυβερνούν [...], οι μαθητές των Τούρκων, οι δουλευτήδες αυτηνών [...], οι ανθρωποφάγοι που μας έσπειραν την διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, τις ακαθαρσίες τις δικές του κι’ έφκιασαν την πατρίδα παλιόψαθα με τα φώτα του Φαναριού», αλλά τους υπηρετεί δουλικά.
Εκεί που χθες έφτυνε, σήμερα πίνει νερό. Ο Κωλέττης είναι «διάβολος», «δόλιος», «απατεώνας», «μπερμπάντης». Ο Μαυροκορδάτος «το ζυμάρι των Τούρκων», ο «δουλευτής αυτηνών», ο «αγαπημένος των τύραγνων», το «τζιράκι της Κωνσταντινουπόλεως». Οι λογιότατοι «ακαθαρσίες της Κωνσταντινουπόλεως και της Ευρώπης», πλην όμως τους σέβεται και τους υπακούει, «για να μην συμβή καμιά διχόνοια και ακολουθήση κανένα δυστύχημα. Κι’ εγώ πρέπει να υπομένω και να θυσιάζω εις τα οτζάκια».
Χύνει κροκοδείλια δάκρυα γιατί βασανίζονται οι «στραβοραγιάδες» από τους προεστούς και τους οπλαρχηγούς: «Κι’εμείς τρώμε τα πράματά τους και στέκονται ολόρθοι και μας κερνάνε [...] και μας πλερώνουν και μας ταγίζουνε. Και τους βάνομε ομπρός εις τον πόλεμον και σκοτώνονται αυτήνοι και δοξαζόμαστε εμείς», αλλά την επόμενη κιόλας μέρα, «Βγάλαμε τα μαχαίρια, σκοτώσαμε τον μπαϊραχτάρη τους, σκοτώσαμε και άλλους [...Ι πιάσαμε και κάμποσους ζωντανούς [...]. Οι άνθρωποί μου πήραν λάφυρα πολλά [...]τους πήραμε τα πραχτικά τους κι’ όλα τους τ’αναγκαία».
Φυσικά όλα αυτά τα θύματα δεν ήταν Τούρκοι, ήταν Ελληνες που τόσο μα τόσο πολύ τους λυπόταν.
Ενώ το 1823 έχει ορκιστεί να υπηρετεί την κυβέρνηση Μαυρομιχάλη - Κολοκοτρώνη που τον έκανε χιλίαρχο, ραδιουργεί σε βάρος της, την κατασκοπεύει, όντας πιστό όργανο της αντιπολίτευσης Μαυροκορδάτου - Κωλέττη: «Αφήτε με εμένα να τους διαλύσω αυτηνών εδώ την δύναμή τους όλη. Αλλά να μην ξέρη κανένας ότι αγρικιώνται με τ’εμένα και κιντυνέψω αδίκως και δεν βγάλω και τ’ αποτέλεσμα».
Ενας φανατικός όσο και ιδιοτελής «εθνικόφρων» του ’21
Αρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του στο Αργος τον Φεβρουάριο του 1829 και τα τελείωσε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1850. Κατά το διάστημα αυτό έκρυβε τα χειρόγραφα για να μην τον βρει κανείς μπελάς, μιας και δεν είχε αφήσει κανέναν από τους συγχρόνους του που να μην τον κατηγορήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Δεν ήθελε να δημιουργήσει εχθρούς. Κανείς δεν γνώριζε το περιεχόμενο των απομνημονευμάτων. Το 1850 τα έβγαλε από εκεί που τα είχε κρυμμένα και τα ξαναδιάβασε: «Αυτό το χειρόγραφον, από την περίστασιν, οπού μου έγιναν πολλές καταδρομές, το είχα κρυμμένο. Τώρα οπού το έβγαλα, το διάβασα όλο [...] και είδα ότι δεν ξηγώμαι γλυκύτερα».
Ενώ έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από την αρχή των γεγονότων που διηγείται τίποτε δεν αλλάζει, τίποτε δεν αναθεωρεί. Πολλά πράγματα έχουν ωστόσο αλλάξει. Ο ίδιος όμως παραμένει αμετακίνητος στις ιδέες του.
Φυσικά, ούτε λόγος για αυτοκριτική, μιας και ύστερα από τόσα χρόνια είναι βέβαιο ότι όλα έχουν αλλάξει γύρω του. Θα περίμενε κανείς ότι στα στερνά του θα είχε πια πειστεί ποια «κουμάσια» υπηρετούσε και ποιων συμφέροντα εξυπηρετούσε και όφειλε να τους αποκαλύψει, αφού «διά την στερέωση της πατρίδος μου και νόμους, διά κείνο πεθαίνω, όχι διά άλλο».
Και αφού πέθαινε «διά νόμους», πού ήταν όταν ο Κωλέττης μοίραζε με τη σέσουλα τα στρατιωτικά διπλώματα στον εμφύλιο, ώστε κατάντησε να έχει η Ελλάδα 12.000 αξιωματικούς, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν είχαν ρίξει «ουδέ καν εν τουφέκι εις τας κατά των εχθρών γενομένας μάχας» (Αμβρόσιος Φραντζής, «Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος αρχομένη από του έτους 1715 και λήγουσα το 1835», Εν Αθήναις 1839);
Δεν ήταν παρών, δεν ήταν ο σωματοφύλακας και θησαυροφύλακας του Κωλέττη;
Αμετανόητος, καταχώνιασε εκ νέου τα γραπτά του μέσα σε ντενεκέδες και τα έκρυψε στο υπόγειο του σπιτιού του, σκεπασμένα με παλιόξυλα και σκουπίδια. Εκεί τα βρήκε ο γιος του Κίτσος το 1901 και τα παρέδωσε στον Βλαχογιάννη ο οποίος τα δημοσίευσε το 1907.
Φυσικά όταν δημοσιεύτηκαν δεν υπήρχε κανείς συγκαιρινός του επιζών για να τον διαψεύσει ή να τον επιβεβαιώσει.
«Ο Μακρυγιάννης» γράφει ο Κυριάκος Σιμόπουλος «βλέπει πού γέρνει η ζυγαριά της πολιτικής διαμάχης και εγκαίρως επιχειρεί τη μεταπήδηση στο στρατόπεδο των ισχυρότερων. Μ’ όλο που γράφει τις αναμνήσεις του χρόνια πολλά ύστερα από τα γεγονότα, δεν μπορεί να τα ανακρούσει με νηφαλιότητα. Ούτε υποψία αυτοελέγχου, πουθενά ενδοιασμός, ούτε ίχνος μεταμέλειας. Ρίχτηκε στον εμφύλιο με ορμή και λύσσα, απαράλλαχτα όπως πολέμησε τους Τούρκους. Χειρότερα ακόμα. Με αγριότερο μίσος και κυρίως με καταφρόνηση. Στους Τούρκους αναγνωρίζει ανδρεία και περηφάνια, στους αδελφούς, στους χθεσινούς συντρόφους και τώρα θανάσιμους εχθρούς, όχι. Ολοι είναι δειλοί και ανάξιοι» («Ιδεολογία και αξιοπιστία του Μακρυγιάννη», Εκδόσεις Στάχυ, 2000).
Το 1825 ακόμη και ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος μόλις είχε αποφυλακιστεί από την Υδρα, είναι δειλός και το ’βάλε στα πόδια μπροστά στον Ιμπραήμ. Ο «στρατηγός του εμφυλίου», ο οποίος πήρε τον βαθμό, τα παράσημα και το άλογο πολεμώντας τους συμπατριώτες του, χλευάζει και ειρωνεύεται ανενδοίαστα τον αρχιστράτηγο: «Ο Αρχηγός [...] δεν έχει κώλο να πλησιάσει τον εχθρό [...] μάθαμεν εις τον Αχλαδόκαμπον ότι ο Μπραΐμης κυρίεψε την Τριπολιτζά κι’ο Αρχηγός με το στράτευμα ξεποδαριάστηκαν φεύγοντας εις τα βουνά».
«Οι συνωμοτικές ικανότητες του Μακρυγιάννη» συνεχίζει ο Σιμόπουλος «και η παρασκηνιακή, κρυφή του δράση είχαν αποκαλυφθεί από τα χρόνια του Αγώνα. Εξασφάλιζε τη μυστικότητα ορκίζοντας τους συνεργάτες και οπαδούς του. Επιστράτευε ψευτιές, πονηριές και τεχνάσματα, σκηνοθετούσε πειστικά επεισόδια, οργάνωνε δίκτυο πληροφοριοδοτών. Αποσπούσε με εμπίστους του ενοχοποιητικά έγγραφα από τις κασέλες των αντιπάλων του. Διατηρούσε πράκτορες ακόμα και στο παλάτι».
Αποφεύγει τα λεφτά όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ετσι γράφει. Εξορκίζει τα γρόσια, αλλά συνεχώς αναφέρεται σ’ αυτά και τα διεκδικεί με επιμονή από την κυβέρνηση, από τους οφειλέτες, από παντού. Δεν εννοεί να χάσει ούτε ένα γρόσι.
Μια παράμετρος της... αντιπάθειας του Μακρυγιάννη για τα λεφτά: πώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι είναι ο μοναδικός άνθρωπος του 21 στον οποίο όλοι προσφεύγουν και του προσφέρουν χρήματα για να τον προσεταιριστούν και πώς τρία με τέσσερα χρόνια από την εμφάνισή του στο προσκήνιο έγινε μόνο αυτός ένας από τους πλουσιότερους Ελληνες του καιρού του με τεράστια περιουσία;
Την απάντηση στα ερωτήματα αυτά ίσως την ανιχνεύσει κάποιος στις σημειώσεις του Γεωργίου Γαζή, ο οποίος γνώρισε και έζησε από κοντά τον Μακρυγιάννη: «Ούτος ήν Λιδορικιώτης μικρός και αδύνατος, επί δε της Επαναστάσως [...] έγινεν οπλαρχηγός. Υπηρετών δε στρατιωτικώς πλησίον της τότε Προσωρινής Διοικήσεως, ως μία εκτελεστική δύναμις τρόπον τινά, είχε συμπεριφοράν θωπευτικήν και ευάρεστον - είχε στα χείλη μέλι και στην καρδιά φαρμάκι. Οθεν και πολιτευόμενος κατά την αρέσκειαν των ισχυρών, είλκυσε την εύνοιαν αυτών και δεν τον άφηναν να έβγη έξω εις τας επικινδύνους μάχας κατά των εχθρών. Τοιουτοτρόπως λοιπόν αγωνιζόμενος ως επί πλείστον, ησφάλιζε και την ζωήν του, εγέμιζε δε και το πουγκί του».
Ο οπλαρχηγός που δεν ήθελε να είναι περίλυπος
Α) Τοκογλύφος
Είναι περίεργο το γεγονός πώς σε μόλις δέκα χρόνια ο Μακρυγιάννης έγινε πραγματικά πλούσιος και ήταν μόνο 24 χρόνων. Από υπηρέτης στο σπίτι του Αθανάσιου Λιδωρίκη -όλοι τον φώναζαν ο «Γιαννάκης του Λιδωρίκη»-, σφραγιδοφύλακας, του Αλή Πασά και στη συνέχεια επιστάτης, διαχειριστής της περιουσίας του και σωματοφύλακας της Λιδωρίκαινας έγινε μέγας και τρανός. Ολοι είχαν την ανάγκη του και ο ίδιος κανενός. Εγινε φίλος με όλους τους ισχυρούς και τραπεζίτης Ελλήνων και Τούρκων. Τους δάνειζε όλους, δεν δανειζόταν ο ίδιος. Είχε και γραμμάτια των οφειλετών του σαράντα χιλιάδες γρόσια. Πολλά λεφτά για την εποχή εκείνη αν σκεφτεί κανείς ότι ο Λιδωρίκης του έδωσε για δέκα χρόνια δουλειάς μόλις τετρακόσια γρόσια.
Πούλαγε τη βρώμη και το αραποσίτι 300% και 400% πάνω από την τιμή που τα αγόραζε.
Β) Μισθοφόρος
Ηταν ήδη αρκετά ψηλός, αλλά έπαψε να ψηλώνει περισσότερο όταν τον Ιανουάριο του 1822 το κεφάλι του Αλή Πασά στάλθηκε πεσκέσι στον σουλτάνο και έχασε τους ισχυρούς του προστάτες. Τα σουλτανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αρτα και αναγκάστηκε να φύγει. Κατέληξε δυτικότερα, στην Αμφισσα, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τον Κωλέττη που ήταν συμπατριώτης του και αργότερα με τον Μαυροκορδάτο και μπήκε στη δούλεψή τους.
Εμεινε εκεί περίπου δύο χρόνια, προτού κατέβει στην Πελοπόννησο, και γνώρισε από πρώτο χέρι τον Αρειο Πάγο και την πολιτική των αρειοπαγιτών, καθώς και τα φερσίματα του Μαυροκορδάτου, του Κωλέττη, του Νέγρη και των άλλων που είχαν βαλθεί να ξεπαστρέψουν όλους τους σημαντικούς οπλαρχηγούς του τόπου, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Καραϊσκάκη, τον Βαρνακιώτη και πολλούς άλλους.
Στις 4 Ιανουάριου 1824 το Βουλευτικό συνεδριάζει στο Κρανίδι και καταργεί την κυβέρνηση Μαυρομιχάλη. Ο εμφύλιος πόλεμος κοντοζυγώνει.
Τι στάση κράτησε σε αυτή την περίπτωση; «Την άλλη μέρα, μάθαμε το Βουλευτικόν διόρισε άλλο Εκτελεστικό. Πήγε εις το Κρανίδι, διόρισε τον Κουντουργιώτη, τον Μπόταση. Το βράδυ βλέπω έναν φερμένον από το Κρανίδι, Λεωνίδα τον λένε. Ηταν σταλμένος από την νέαν Κυβέρνησιν. Μου λέγει αυτός ότι έγινε νέα Κυβέρνηση, κι’αυτή με το Βουλευτικόν μου παραγγέλνουν να γυρίσω μ’ αυτούς και μου δίνουν διακόσιες χιλιάδες γρόσια. Τους παραγγέλνω: Εγώ γρόσια δεν θέλω, δεν πουλιώμαι διά γρόσια. Δεν ορκίστηκα δι’ αυτά, ορκίστηκα διά την πατρίδα. Και αν είναι για την πατρίδα δέχομαι να την βοηθήσω. Αφήστε με εμένα να τους διαλύσω αυτηνών εδώ τη δύναμή τους όλη. Αλλά να μην ξέρη κανένας ότι αχρικιώνται με τ’εμένα και κιντυνέψω αδίκως και δεν βγάλω και τ’αποτέλεσμα».
Από χιλίαρχος έγινε συνωμότης και χαφιές. Τι του απάντησαν από το Κρανίδι; «Μου στείλαν οπίσου ό,τι γνωρίζω να κάμω και η πατρίς θα μου γνωρίζη πολύ». Τώρα «πατρίδα» ήταν τα διακόσιες χιλιάδες γρόσια που του ’ταξαν ή οι αγγλικές λίρες που έφτασαν στο Ναύπλιο λίγους μήνες αργότερα; Και αφού ορκίζεται ότι δεν πουλιέται για γρόσια, τότε γιατί γράφει στον νέο πρόεδρο Κουντουριώτη: «Εκλαμπρότατε να με ενθυμηθής όταν έλθη το δάνειον, ότι τας ελπίδας μου, μετά τον Θεόν, εις την Εκλαμπρότητά σου τας έχω και μη με αφήσης περίλυπον». Βλέπεις, το φύλαξε ο Κουντουριώτης το γράμμα σου (Αρχεία Κουντουριώτη, τ. Ζ', σ. 569).
Για να δούμε τώρα τι έκανε για να τους διαλύσει; «Συνκατοικούσα με τον Γενναίον. Προσμέναμε ακόμα τρεις χιλιάδες ασκέρι να πάμε να βαρέσουμε το Κρανίδι, οπούταν το Βουλευτικόν και η νέα Κυβέρνηση. Στο Κουτζοπόδι πιάστηκα με τον Γενναίον ότι δεν θέλομεν να βαρέσομε το Βουλετικόν. Είχα κουβεντιάσει με τον Χατζηχρήστο κι’ άλλους και ήμαστε σύντροφοι και σύνφωνοι. Πήγα εις τον Γενναίον, του είπα ότι εγώ από αυτούς δεν τραβάγω χέρι, θα πεθάνω μ’ αυτούς. Τότε αγαπήσαμε, καθίσαμε ως τα μεσάνυχτα, φάγαμε. Σηκώθηκα να φύγω, μου είπε μπονόρα να πάγω να φάμε τηγανίτες. Ευτύς όπου επήγα εις το κονάκι μου έστειλα τον τζαγούση μου [λοχίας] και σύναξε όλους τους ανθρώπους μου και κάμποσους δικούς του, του Γενναίου. Ηταν μια μεγάλη βροχή και κοντέψαμε να σωθούμε από ’να παλιόρεμα. Την αυγή στέλνει ο Γενναίος να φάμε τις τηγανίτες, δεν βρίσκει κανέναν. Αφού μάθαν ο Χατζηχρήστος και οι άλλοι ότι έφυγα εγώ, σε δυο ώρες ήλθαν όλοι εις τον Αγιον Γιώργη [της Νεμέας]. Εμεινε ο Γενναίος με σαράντα ανθρώπους».
Αποβραδίς έτρωγε και έπινε με τον Γενναίο και του ορκιζόταν ότι μόνο ο θάνατος θα τους χωρίσει και τη νύχτα έφυγε κρυφά, σαν κλέφτης, έγινε επίορκος, άλλαξε στρατόπεδο. Δεν ξέρω πώς το λένε αυτό, αλλά μόνο μπέσα Ρουμελιώτη καπετάνιου δεν είναι.
Κάποιος θα μπορούσε να του πει ότι κατάντησε θλιβερός μισθοφόρος της «μαυροκωλεττοκουντουριώτικης» παρτίδας, όχι της πατρίδας.
Στον Αϊ-Γιώργη ενώνεται με τον Λόντο, τον Ζαϊμη, τον Νοταρά και άλλους και πηγαίνει να πολιορκήσει την Τρίπολη που την κατέχουν ο Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης. Εκεί γράφει: «Πολεμούσαμε νύχτα και ημέρα και σκοτωνόμαστε από τόνα το μέρος και τ' άλλο» μέχρι που κατέλαβαν την πόλη. Πού πήγε μετά; «Το Μεγάλο Σαββάτο τον Μάρτιο μήνα του 1824 κατεβήκαμε εις τ’Αργος. Εις τΆργος ήταν το Βουλευτικόν όλο. Μας καρτέρεσε οπού πήγαμε νικηταί - από τους Τούρκους. Τότε το Βουλευτικόν μόκαμε μίαν μεγάλην υποδοχή, μόδωσε κι’ένα ευκαριστήριον καλό και με διόρισε το Βουλευτικόν σώμα και η νέα Διοίκηση αρχηγόν της φρουράς της να προσέχω διά την ασφάλειάν της».
Πήγαν λοιπόν νικητές στο Αργος - καθώς λέει νίκησαν τους Τούρκους. Τους τσάκισε, τους έσφαξε, τους κατατρόπωσε τους Τούρκους. Τούρκοι ήταν ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας, ο Νικηταράς και ο νεκρός Πάνος Κολοκοτρώνης που σκοτώσανε.
Γράφει τη βραδιά που έτρωγε με τον Γενναίο και το πρωί θα πήγαινε για τηγανίτες ότι «ο στραβοραγιάς ας δουλεύει διά μας. Εκείνος τρώγει λάχανα ανάλατα, εμείς τηγανίτες κι’αρνάκια». Σαν πολύ υποκριτικό μου φαίνεται αυτό και δεν μπορεί να γίνει πιστευτός.
Ολοφύρεται δήθεν και χύνει κροκοδείλια δάκρυα για την κατάντια του στραβοραγιά, αλλά όταν του δίνεται η ευκαιρία είναι ο πρώτος που και τον γυμνώνει και τον σκοτώνει.
Αυτοί εκεί στην Αρτα που τους έπαιρνε τη βρώμη τέσσερα γρόσια και την πούλαγε δεκάξι αγάδες ήτανε; Δεν ήτανε στραβοραγιάδες;
Και έφτασε στο σημείο να αποκαλεί τον Κολοκοτρώνη «Τούρκο»; Το πόσο «Τούρκος» ήταν ο Κολοκοτρώνης θα του το ’μολογήσει ένας συγκαιρινός του αγωνιστής, ο Φωτάκος, που πολέμησε στο Βαλτέτσι, Απρίλιο και Μάιο του 1821: «Αφού εγλυτώσαμεν από τον πόλεμον και επεστρέψαμεν εις το χωριό Βαλτέτσι ηύραμεν τους σκοτωμένους χριστιανούς και δεν εζηγώναμεν κανένας μας εις αυτούς κοντά. Εκιτρινίσαμεν από τον φόβον μας, διότι πρώτην φοράν είδαμεν ανθρώπους σκοτωμένους. Ο δε Κολοκοτρώνης διά να μας ενθαρρύνη εμάζωνε τα κομμάτια του καθενός νεκρού, τα εφίλει και έλεγεν εις τους τριγύρω στρατιώτας, ότι αυτοί είναι άγιοι, και ότι θα υπάγουν εις τον παράδεισον ωσάν μάρτυρες, και τότε εζυγώσαμεν και τους εθάψαμεν»
(Θεόδ. Κολοκοτρώνη, «Απαντα», Εκδόσεις Μέρμηγκας, σ. 153).
Αυτός, όταν ο Κολοκοτρώνης μάζευε και φιλούσε τα κομμάτια των σκοτωμένων στο Βαλτέτσι, ήταν, όπως γράφει, στην Πάτρα και «ψούνιζε» ρούμι, καπνό, λάδι και λαμπάδες -ό,τι κοντοζύγωνε Λαμπρή- για τις ανάγκες του «καφεπαντοπωλείου» του στην Αρτα.
Πρώτα κατακτούμε την Τριπολπσά, στη συνέχεια το Ναύπλιο
Πολεμώντας τον Ιούνιο τα 1824 πήραν και το Ναύπλιο από τον Πάνο Κολοκοτρώνη. Και τι έγινε; «Τότε η Διοίκηση και το Βουλευτικόν μ’έκαμαν αντιστράτηγον και μου χάρισαν κι ένα άλογον». Για ένα κωλεττικό κωλόχαρτο στρατηγίας -για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα του- σκότωσε μόνο Ελληνες και όχι Τούρκους. Δεν χρειαζόταν όμως να τα κάνει όλα αυτά. Ετσι κι αλλιώς ο Κωλέττης λίγους μήνες μετά μοίραζε δωρεάν τα διπλώματα στους δρόμους.
Στα 18 του λοιπόν ήταν εκατομμυριούχος, στα 25 του υποδεκανέας του Γκούρα, τον Νοέμβριο του 1823 σε ηλικία 26 χρόνων τον έκανε χιλίαρχο ο Κολοκοτρώνης. Εξι μήνες αργότερα τον έκανε αντιστράτηγο ο Μαυροκορδάτος.
Ο Βλαχογιάννης σημειώνει; «Την Ιην Δεκεμβρίου 1824, ανεχώρησε διά το στρατόπεδον της Κορίνθου ο Εξοχώτατος Εκτελεστής I. Κωλέττης, συνοδευόμενος από τον γενναιότατου αντιστράτηγον Μακρυγιάννην. [...] Την δε 3ην Δεκεμβρίου, ο Μακρυγιάννης προυβιβάσθη εις Στρατηγόν». Αυτό ο στρατηγός δεν το γράφει. Γιατί το κρύβει; Δεν είναι κακό που τον έκαναν στρατηγό. Θα ήταν αχαριστία εκ μέρους τους να τον παραλείψουν μετά τις τόσες υπηρεσίες που τους είχε προσφέρει.
Κάλλιο συναπάντημα με λύκους παρά με τον Μακρυγιάννη
Ο Κολοκοτρώνης που πολεμούσε τους Τούρκους από το 1780 πέθανε αντιστράτηγος. Ποιος να το ’λεγε ότι από υπηρέτης του Λιδωρίκη, καφετζής στην Αρτα και έμπορος βρώμης θα γινόταν μεγάλος και τρανός, θα γινόταν στρατηγός. Και τι στρατηγός. Ιδιος ο Αρχάγγελος της Κάθαρσης. Ο Αγιος Ιωάννης της Αποκάλυψης. Ο σταυροφόρος που ήθελε να λευτερώσει την Πελοπόννησο από τους κατοίκους της. Παρέα με τον «επίβουλο», «διοτελή», «πουλημένο κι’ άρπαγο» Γκούρα και τον διευθυντή Κωλέττη για το οποίον γράφει: «Τότε αυτός, πανούργος, ενώθη με τους ξεκλισμένους [διεφθαρμένους] ανθρώπους κι’έπαιξε την πατρίδα όπως ήταν η όρεξή του. Μαθητής των Τούρκων και κατεξοχή του τύραγνου Αλήπασα, τέτοια φώτα σαν εκείνου θα δώση εις την πατρίδα και τέτοια έργα να 'νεργήοη. Οταν κιντυνεύει η πατρίς αυτός κατατρέχει τους άξιους ανθρώπους. Κι 'όποιο κεντρί τον αγκυλώση - εκείνο τήραγε και ο Κωλέττης να ξεριζώση. Τους άλλους τους γέλαγε με κούφια καρύδια - λόγια παχιά και με λιθάρια στον ντουρβά τους ανάπευε».
Ποιοι είναι οι «ξεσκλισμένοι» με τους οποίους είχε ενωθεί; Ο Γκούρας, ο Καρατάσιος, ο Κατζικογιάννης, ο Καραϊσκάκης; Πάντως αυτός δεν ήταν μέσα σε αυτούς.
Ο Μακρυγιάννης απλώς τους ακολούθησε στη σταυροφορία, αγωγιάτης και φρουρός της κάσας με τις λίρες του Κωλέττη.
Τι έκανε στη συνέχεια; «Εις τον Αγιώργη, χωριό της Κόρθος, ήταν συνασμένοι πολλοί αναντίοι, οι Λιονταίγοι, οι Νοταραίγοι, του Ζαΐμη, ο Νικήτας κι’άλλοι πολλοί. Αυτήνοι όλοι οι δικοί μας Καρατασαίοι κι’ο Γκούρας, πήγαν διά εκεί κι’εγώ δι’ Ανάπλι. Πηγαίνοντας εις Ανάπλι διόρισε η Διοίκηση τον Κωλέττη διευθυντή κι'εμένα φρουρά του να φυλάμε τα χρήματα οπούχε μαζί του ο Κωλέττης διά τους μιστούς».
Στον Αϊ-Γιώργη όμως τσακώθηκαν οι Καρατασαίοι με τον Γκούρα και πήγε αυτός με τον Κωλέττη και τους συμβιβάσανε. Στη συνέχεια, «πήρα τον Γκούρα με συνφωνίαν να πάμε εις τα Κλημαντοκασαρα, χωρίς να γυμνώση ανθρώπους τ’ασκέρι του. Αυτόν τον άφησα μ’ ανθρώπους μου εις τα Κλημαντοκαισάρα, κι’εγώ έπιασα το Ντούσια. Αφού μας είδαν οι άνθρωποι άφησαν τα σπίτια τους στην διάκρισίν μας και πήραν τα χιόνια και τα βουνά. Μία γυναίκα είχε το παιδί μιοογεννημένον και τόβγαλαν παράωρα και η λεχώνα πήρε τα βουνά με τους άλλους και τελείωσε εις το χιόνι».
Ολοι ήξεραν με ποιον είχαν να κάνουν, αφού δεν είχε περάσει ούτε ένας μήνας από τότε που ρίχτηκαν με μαχαίρια στους Αρκάδες. Οταν μαθεύτηκε στο Ντούσια ότι έφτασε στο Κλημεντοκαίσαρι οι κάτοικοι το ’βαλαν στα πόδια και πήραν τα βουνά, ανέβηκαν στην Τζήρεια αψηφώντας χιόνια, κρύο, πείνα, αφήνοντας στο έλεος του ανελέητου κατακτητή τα φτωχικά τους υπάρχοντα. Φοβισμένοι, κυνηγημένοι, πεινασμένοι, πουντιασμένοι, έτρεχαν να κρυφτούν στις απρόσιτες σπηλιές. Πείνα, χιόνια, κρύο, λύπη, ξολοθρεμός και φρίκη. Εφτασαν στο Ντούσια του Μακρυγιάννη οι λύκοι!
Η κυβέρνηση δεν μπορούσε παρά να μείνει ικανοποιημένη με τα έργα και τις ημέρες του στρατηγού. «Η Κυβέρνηση ευκαριστήθη από μένα πολύ [...] διά όλα αυτά και μου είπαν να μου χαρίσουνε ένα χωριόν. [...] Σαν δεν θέλησα [...] μόδωσαν ένα δώρον όπου δεν τόχει κανένας άλλος στρατιωτικός, νάχω δυο ανθρώπους, και να τους πλερώνη η Κυβέρνηση μιστούς και γεμελίκια [έξοδα], και δυο ταγιές [ταγή, η καθημερινή τροφή του ζώου] κριθάρι κι’άχερον διά τα ζώα μου κι’ένα σιτηρέσιον [καθημερινή μερίδα τροφής του στρατιώτη], πέντε γρόσια την ημέρα, όπου μαζώνονται όλα αυτά εις χρήματα - όσα γένονται να τα λαβαίνω. Και τα λαβαίνω από την Κυβέρνηση».
Αξιέπαινος ο στρατηγός. Πλερωμένο από την κυβέρνηση το κριθάρι και το άχυρο των αλόγων του, πλερωμένα τα μεροκάματα όχι για μία, αλλά για δύο ορντινάτσες (ιπποκόμος, υπηρέτης του αξιωματικού) και από πάνω πέντε γρόσια την ημέρα. Ο εμφύλιος τελείωσε. Οι «αντιπατριώτες» νικήθηκαν. Οι αρχηγοί φυλακίστηκαν. Οι λίρες εξανεμίστηκαν. Ο τόπος γυμνώθηκε. Η κυβέρνηση «ευκαριστήθη». Ο Μακρυγιάννης κονόμησε (αυτό εξάλλου ήταν πάντα το βασικό του μέλημα). Η αντιπολίτευση ηττήθηκε. Η χώρα διαλύθηκε. Ο Ιμπραήμ εμφανίστηκε.
Δυο από τους μάρτυρες μιας (χωλής) υπεράσπισης
Ο πρώτος ονομάζεται Γιάννης Βλαχογιάννης, γεννήθηκε το 1867 στη Ναύπακτο, λόγιος, ιστοριογράφος, γνωστός συγγραφέας, ένθερμος υποστηρικτής του έργου και της προσωπικότητας του Μακρυγιάννη.
Σε αυτόν αποκλειστικά οφείλει τον μύθο του και την επωνυμία του. Αντέγραψε, σχολίασε, δημοσίευσε το 1907 τα χειρόγραφά του, που βρέθηκαν το 1905 καταχωνιασμένα μετά τον θάνατό του στο υπόγειο του σπιτιού του.
Γράφει το λοιπόν ο Βλαχογιάννης: «Ο Ιωάννης Μακρής, ή Μακρυγιάννης, ήταν ο πρακτικώτατος νοικοκύρης, ο Ρουμελιώτης έμπορος, ο εκ νεαράς ηλικίας αναπτύξας αρετάς εμπορικός. Ο γνησιώτατος χαρακτήρ της Επαναστάσεως, ο πολεμικώτατος των ανδρών, το τέκνον το καθαρώτατον της χώρας. Ητο ο ευγενέστατος τύπος μισθοφόρου. Ο Μακρυγιάννης ήτο αγαθός τον χαρακτήρα, αλλά δεν είχε την χείρα επιεική. Μνησίκακος ή μοχθηρός δεν υπήρξε. Ουδέποτε επέδειξε φανατισμόν κομματικόν ίνα εμπορευθεί αφοσίωσιν προς την ισχύουσαν μερίδα υπέρ ής επάλαιεν.
Ουδείς βεβαίως θα τολμήση σήμερον να αποδώση εις τον Μακρυγιάννην ίδιον συμφέρον υποστηρίζοντα την κυβέρνησιν. Ο ζήλος του, επαναλαμβάνομεν ότι δεν είχε το ίδιον συμφέρον ή την φιλοδοξίαν ως σκοπόν. Υλικήν ωφέλειαν ουδεμίαν απέλαυσεν ούτος, πλην των βαθμών, δι’ ών αξίως και δικαίως αντημείφθησαν αι υπηρεσίαι αυτού υπό της κατισχυσάσης των αντιπάλων Κυβερνήσεως». («Απομνημονεύματα» Εισαγωγικά κείμενα).
Ο δεύτερος υπερασπιστής του στρατηγού ονομάζεται Μιχαήλ Περάνθης, δημοσιογράφος, λογοτέχνης, ποιητής, συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αρτα το 1917.
Καταθέτει: «Ο Μακρυγιάννης είναι το γνήσιο και αντιπροσωπευτικό θρέμμα της ελληνικής γης. Είναι γενναίος, συντηρητικός, τολμητίας, προνοητικός, ευθύς, ειλικρινής, αγνός, ανιδιοτελής, σεμνός, πειθαρχικός, ευσεβής και φιλοδίκαιος. Χτυπάει το άδικο, όπου το βρή, το πλιάτσικο το κυνηγάει, την αλήθεια δεν ντρέπεται να την διακηρύξη. Είναι ένας θησαυρός ψυχικών χαρισμάτων, που μόνα τους βλάστησαν και άνθισαν μέσα του. [...]
Η αλήθεια είναι ο γνώμονάς του. Σαν Ελληνας και σαν άνθρωπος, σαν αγωνιστής και σαν πολιτικός, όποια πλευρά του κι’ αν ψάξης, εφάπτεται μόνο με την αλήθεια. Αυτήν υπηρετεί κι’ αυτή μας ζωντανεύει, αληθινός ο ίδιος ως την έσχατη λεπτομέρεια - μορφή με ηθική προσωπικότητα άμεμπτης ακεραιότητας και ανεπιλήπτου κύρους».
(Μιχαήλ Περάνθη, «Το Εικοσιένα», Εκδόσεις Εστίας).
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου