Αρχική » » Για τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας

Για τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας

{[['']]}

 

Πηγή: Του Χάρη Ζάφειρόπουλου – περιοδικό ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ, τεύχος 28

Για να μπορέσει κανείς να μιλήσει για τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) δεν μπορεί παρά να πιαστεί αρχικά από το φόντο στο οποίο αυτός ανδρώθηκε και από τις πολιτικές εξελίξεις που είχαν διαμορφώσει αυτό ακριβώς το φόντο. Δεν μπορεί να τον δει αποκομμένο από το ευρύτερο λαϊκό – δημοκρατικό κίνημα και την Εθνική Αντίσταση, ούτε όμως από τις διεθνείς εξελίξεις που ακολούθησαν το πέρας του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Δεν μπορεί τέλος να νιώσει μια στάλα από τη ψυχή του, αν δεν τον δει μέσα από τα μάτια των ηρώων του, δε μελετήσει τις συμπεριφορές και τις σκέψεις τους.

Μόνο έτσι μπορεί και να καταλάβουμε τι ήταν αυτό που οδήγησε στην πιο λαμπρή και πιο τραγική ταυτόχρονα, σελίδα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, στη μεγάλη, χαμένη ευκαιρία, για την οικοδόμηση μιας άλλης Ελλάδας, σοσιαλιστικής.

Πριν καλά καλά απελευθερωθεί η Ελλάδα από τους Γερμανούς με επίσημο τρόπο (μιας και οι περιοχές που είχε απελευθερώσει ήδη ο ΕΛΑΣ αποτελούσαν το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής περιφέρειας) ο αγγλικός ιμπεριαλισμός είχε ήδη καταστρώσει τα σχέδιά του για το μέλλον της χώρας. Οι λόγοι σαφείς. Από τη μία η πρόσδεση της Ελλάδας στον αγγλικό ιμπεριαλισμό οικονομικά, από την άλλη, το μπλοκάρισμα της σοβιετικής επιρροής στα Βαλκάνια. Για τους σκοπούς αυτούς από το 1943 κιόλας, η αγγλική αντίδραση είχε καταστρώσει το σχέδιό της.

Ένα σχέδιο που στο κέντρο του δεν είχε άλλο από την περιθωριοποίηση του ΕΑΜ, το χτύπημά του υλικά και πολιτικά και την εν τέλει διάλυσή του. Σχέδιο το οποίο κάθε άλλο παρά κατάφερε να περπατήσει, μιας και το ΕΑΜ ήταν εκείνο που έδωσε τη δυνατότητα στον ελληνικό λαό να πατήσει στα πόδια του τα χρόνια της κατοχής.
Του έδωσε κάτι παραπάνω από ψωμί για να φάει (του το έδωσε κι αυτό) του έδωσε όραμα, του έδωσε την ως τότε χαμένη του αξιοπρέπεια.

Το λαϊκό – δημοκρατικό κίνημα και κυρίως το πιο οργανωμένο κομμάτι του, το ΕΑΜ, δεν κατάφερε να αποφύγει όλες τις παγίδες του εχθρού. Έτσι, λόγω της λάθος εκτίμησης του ΚΚΕ για τον χαρακτήρα του αγγλικού ιμπεριαλισμού και των επιδιώξεών του στην Ελλάδα αφενός, αφετέρου λόγω της εξίσου λάθος τοποθέτησής του γύρω από τις διεθνείς εξελίξεις, με τη συμφωνία της Βάρκιζας, συνέχεια τόσο του Λιβάνου όσο και της Καζέρτας, αποφασίζει να εγκαταλείψει τα όπλα, επιδιώκοντας οικουμενική κυβέρνηση, γενική αμνηστία και ουσιαστικά έναν μερικό συμβιβασμό με τις δυνάμεις της εγχώριας αντίδρασης.

Όλα αυτά την ώρα που το ΕΑΜ μετρούσε εκατοντάδες χιλιάδες μέλη σε όλη την Ελλάδα και που ακόμα και στις εκλογές των συνδικάτων το 1946, οι δυνάμεις του λαϊκού – δημοκρατικού κινήματος κατέγραψαν ποσοστό πάνω από 90%.

Με την εγκατάλειψη των όπλων, το ΕΑΜ ουσιαστικά υπέγραφε την αρχή ενός άλλου εμφυλίου. Ενός «μονόπλευρου» εμφυλίου. Ενός πολέμου στον οποίο όλος ο συρφετός των υπηρετών των φασιστών, όλοι εκείνοι που στα χρόνια της κατοχής φρόντιζαν να βυθίζουν τον ελληνικό λαό ολοένα και περισσότερο στη φτώχεια και την ένδεια, που πρόδιδαν τα παιδιά του και τους αγωνιστές του, οι
«Χ»ίτες, οι ταγματασφαλίτες και λοιποί συμμορίτες, όλοι αυτοί αναλάμβαναν πλέον να εξολοθρεύσουν τους αγωνιστές του λαϊκού – δημοκρατικού κινήματος, να κάψουν τα σπίτια τους, να βιάσουν τις γυναίκες τους, να σκοτώσουν τους ίδιους και τα παιδιά τους.

Έτσι οδηγηθήκαμε και στις εκλογές του Μάρτη του ‘46 με το ΕΑΜ και όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις να απέχουν, ανοίγοντας με την επιλογή τους αυτή, διάπλατα το δρόμο στην αντίδραση για την υλοποίηση των σχεδίων της και θέτοντας εαυτούς στο περιθώριο.

Η τρομοκρατία και ο μονόπλευρος εμφύλιος το αμέσως επόμενο διάστημα εντάθηκαν με αποτέλεσμα αγωνιστές του λαϊκού – δημοκρατικού κινήματος να ξεκινούν από μόνοι τους για τα βουνά και να ξαναβγαίνουν, στην αρχή χωρίς την παρότρυνση του ΚΚΕ, στο αντάρτικο. Από την επόμενη μέρα της Βάρκιζας κιόλας, είχαν συγκροτηθεί ομάδες ανταρτών με κύριο στόχο την αυτοπροστασία των ίδιων και των οικογενειών τους, γνωστές ως «ομάδες δημοκρατικών ένοπλων καταδιωκόμενων αγωνιστών».

Αυτές οι ομάδες ήταν κι αυτές που έδωσαν την πρώτη αποφασιστική μάχη, στον σταθμό της χωροφυλακής του Λιτόχωρου στις 31 Μάρτη του 1946, την ημέρα διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών. Οι πρώτοι αυτοί αγωνιστές, μετά τη διφορούμενη απόφαση της 2ης ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, το Φλεβάρη του ‘46 για πέρασμα, ή και όχι, στην ένοπλη πάλη (με το γνωστό «σημείο 4» και τα αποσιωπητικά που είχαν τοποθετηθεί στο σημείο αυτό στην πολιτική απόφαση της ολομέλειας) συγκρότησαν τον Οκτώβρη του ‘46 το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών. Ανήμερα της έκτης επετείου του «Όχι» του ελληνικού λαού στον ιταλικό φασισμό, πραγματοποιήθηκε η σύσκεψη της Τσούκας, σύσκεψη των καπεταναίων διάφορων αντάρτικων ομάδων, ώστε να αποφασίσουν σχετικά με το συντονισμό και την ενιαία καθοδήγησή των ανταρτών.

Το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών ιδρύθηκε την ίδια μέρα, με επικεφαλής τον Μάρκο Βαφειάδη.
Την ίδια ώρα, το Νοέμβρη του ‘46, ο Γκεόργκι Δημητρόφ, συμβούλευε προσωπικά, ο ένοπλος αγώνας να μην πάρει μεγάλη έκταση, λόγω της διεθνούς κατάστασης και κέντρο βάρους να είναι ο μαζικός, λαϊκός, πολιτικός αγώνας καθώς και η διατήρηση ακόμα και των πιο ελάχιστων νόμιμων δυνατοτήτων για να διατηρηθεί η σύνδεση του κόμματος με τις μάζες. Στην οξυμένη όμως ελληνική πραγματικότητα, περί τους 20.000 αντάρτες ξαναβγήκαν στο αντάρτικο ενώ άλλοι τόσοι και παραπάνω, περίμεναν τον εφοδιασμό του ΔΣΕ σε όπλα, τρόφιμα και ρούχα, για να ανέβουν και αυτοί στα βουνά.

Μικρές και μεγάλες μάχες

Ο ΔΣΕ στα τρία καθοριστικά χρόνια της δράσης του (1946 – 49), κατάφερε μια σειρά σοβαρών χτυπημάτων στον μοναρχοφασισμό. Ενδεικτική του προβλήματος που αποτελούσε για τις δυνάμεις της αντίδρασης, ως το πιο πρωτοπόρο κομμάτι του λαϊκού – δημοκρατικού κινήματος την τριετία αυτή, αποτελεί η άμεση συμμετοχή όχι μόνο του αγγλικού ιμπεριαλισμού, αλλά και του αμερικάνικου, ο οποίος στα μέσα του ‘47 με το «δόγμα Τρούμαν» και την ελληνοαμερικανική συμφωνία, γίνεται ο νέος πλέον επικυρίαρχος και ορίζει την οικονομική, την πολιτική αλλά και τη στρατιωτική πορεία του ελληνικού κράτους. Κορυφαία πολιτική στιγμή για τον ελληνικό λαό και τις δυνάμεις του ΔΣΕ και του ΚΚΕ, η ανακήρυξη της ελληνικής αβασίλευτης δημοκρατίας, της Ελεύθερης Ελλάδας, καθώς και ο σχηματισμός της προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης.

Πως όμως ο ΔΣΕ κατόρθωσε να μετρήσει τέτοιας ποιότητας χτυπήματα στον εχθρό και μάλιστα σε ένα περιβάλλον τέτοιας τρομοκρατίας για το λαό, τόσο στη πόλη όσο και στο χωριό; Ο ελληνικός λαός ήδη από τα χρόνια της κατοχής και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, είχε συγκεντρώσει τεράστια εμπειρία στον ανταρτοπόλεμο, έχοντας καταφέρει τεράστια πλήγματα στον τότε εχθρό. Αυτή η εμπειρία ήταν που
τον τροφοδοτούσε με κουράγιο, πίστη και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, για να τα βάλει και με τον μοναρχοφασισμό των κυβερνήσεων της Αθήνας (που άλλαζαν κάθε τόσο, μιας και καμία δεν κέρδιζε κάποιου τύπου κοινωνική συναίνεση), αλλά και με τον ιμπεριαλισμό της Αγγλίας και των Η.Π.Α.

Έτσι, παρά τη τρομοκρατία, τις συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τους βιασμούς και τις δολοφονίες χιλιάδων αγωνιστών, ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, άντρες και γυναίκες, δε δίστασαν στιγμή να ξαναβγούν στο βουνό, να πάρουν το κρυμμένο όπλο και να συνεχίσουν τον αγώνα για μια Ελλάδα ελεύθερη, ανεξάρτητη και δημοκρατική.

Το νέο αντάρτικο ρίζωσε σε όλη την Ελλάδα. Από την Θράκη μέχρι τη Κρήτη και από τη Κεφαλονιά μέχρι το Ανατολικό Αιγαίο, δεν υπήρχε γωνιά της Ελλάδας χωρίς αντάρτη. Εκεί όμως όπου γιγαντώθηκε ο ΔΣΕ και αποτέλεσμα αυτού ήταν και η Ελεύθερη Ελλάδα, ήταν η Κεντρική κι η Βόρεια Ελλάδα. Χιλιάδες λαού, αψηφώντας τις δυσκολίες, οργάνωναν τη ζωή τους συνολικά. Από την παραγωγή, την εκπαίδευση των παιδιών, την υγεία και τα Λαϊκά δικαστήρια, μέχρι τον πολιτισμό,
οι δυνάμεις του λαϊκού – δημοκρατικού κινήματος και ο ΔΣΕ, οικοδομούσαν τη ζωή βάση των αναγκών και των ονείρων τους, απέναντι στη δήθεν ελευθερία που έταζε ο αγγλικός κι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, χέρι – χέρι με την ελληνική αντίδραση, η οποία έζεχνε φασισμό.

Η οργάνωση του Δημοκρατικού Στρατού, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτό γιατί ενώ από την δημιουργία του, ο ΔΣΕ είχε χαρακτήρα νέου αντάρτικου, και ο τρόπος με τον οποίο διάλεγε τις επιθέσεις του διαπνεόταν από τις παρτιζάνικες μορφές μάχης, από πολύ νωρίς, ο Ν. Ζαχαριάδης και το ΚΚΕ είχαν υποστηρίξει την αναγκαιότητα να μετατραπεί σε τακτικό στρατό. Έτσι, στις απόρρητες οδηγίες των Ν. Ζαχαριάδη και Ιωαννίδη τον Απρίλη του ‘47, γίνονται σαφή τα εξής:

Πολιτικά ο ΔΣΕ είναι εκείνος που δίνει τη μάχη για την Εθνική Ανεξαρτησία και τη Λαϊκή Δημοκρατία με όλες του τις δυνάμεις και κάθε μέσο, γι αυτό και στις περιοχές που ελέγχει, φροντίζει για την εφαρμογή πτυχών των παραπάνω στην πράξη (η απονομή της λαϊκής δημοκρατίας, η φορολογική πολιτική, ο εκπαιδευτικός και πολιτιστικός τομέας, η οργάνωση της νεολαίας και της γυναίκας, όλα αυτά πρέπει να μετρούν βήματα μέσα από τις επιμέρους λαϊκές επιτροπές, στη βάση του προγράμματος της Λαϊκής Δημοκρατίας). Παλεύει να απελευθερώσει την Ελλάδα από
την ξενική κατοχή και τον μοναρχοφασισμό και να εγκαθιδρύσει λαϊκό δημοκρατικό καθεστώς.

Για να καταφέρει του στόχους του, αλλά και για να ματαιώσει το σχέδιο του αντιπάλου, ο ΔΣΕ πρέπει να επιδιώξει τη μετατροπή του σημερινού ανταρτοπόλεμου σε τακτικό πόλεμο, με άμεση επιδίωξη τη δημιουργία ελεύθερης περιοχής (εννοώντας τη Θεσσαλονίκη). Είναι αυτονόητη, όπως αναφέρουν οι οδηγίες, η μετατροπή σε τακτικό στρατό, του σημερινού αντάρτικου, και η ανάλογη πολεμική του δράση στις ελεύθερες περιοχές και όχι στις περιοχές που ελέγχει ο εχθρός, όπου τον αγώνα συνεχίζουν οι αντάρτικες ομάδες, ώστε να διασφαλίζεται η ευκινησία
και ο ανταρτοπόλεμος.

Παρά την επιμονή των ηγετών του λαϊκού – δημοκρατικού κινήματος, ο ΔΣΕ δεν μετατράπηκε ουσιαστικά ποτέ σε τακτικό στρατό. Στις γραμμές του στα μέσα του ‘47 είχαν καταταγεί περισσότεροι από 20.000 μαχητές ενώ ο Δημοκρατικός Στρατός, αν δεν είχε τεράστιο πρόβλημα πολεμικού εξοπλισμού και τροφοδοσίας, θα μπορούσε να μετρά περί των 50.000 μαχητών. Ενδεικτικό στοιχείο της σύνθεσης αυτού του γνήσια λαϊκού κι επαναστατικού στρατού αποτελεί η συμμετοχή των γυναικών, οι οποίες απάρτιζαν το 20-25% της συνολικής του δύναμης και είχαν ρόλο ισάξιο με εκείνο του άντρα, ως μαχήτριες στη πρώτη γραμμή, ως αξιωματικοί, ως διαβιβαστές και σαμποτέρ, ως τραυματιοφορείς και νοσοκόμες, ως πολύτιμη δύναμη στα μετόπισθεν, πολλώ δε μάλλον ως ενεργά μέλη στα όργανα της λαϊκής εξουσίας.

Επιπλέον σημαντικό στοιχείο αποτελεί η συμμετοχή της νεολαίας, που ξεπερνούσε το 70% της συνολικής του δύναμης. Τον ηρωισμό που έδειξαν οι μαχητές του ΔΣΕ αναδεικνύει και ο τρομακτικά αρνητικός συσχετισμός δύναμης που είχαν να αντιμετωπίσουν, ο οποίος στη τελική μάχη στον Γράμμο και στο Βίτσι ήταν: ένας μαχητής του λαϊκού – δημοκρατικού κινήματος προς δέκα κυβερνητικούς στρατιώτες.

Οι μικρές και οι μεγάλες μάχες του ΔΣΕ μέσα στην τριετία αυτή αμέτρητες. Ο ελιγμός στο Γράμμο και η αντεπίθεση στο Βίτσι, οι μάχες στα βουνά της Βόρειας Ελλάδας, η επιχείρηση του Καρπενησίου, η πορεία των 1000 άοπλων στα βουνά της Ρούμελης, δεν αποτελούν παρά στιγμιότυπα μιας εποποιίας που όπως κάθε τέτοια, δεν οφείλεται παρά στους ανθρώπους που έβαλαν τη συλλογική υπόθεση πιο ψηλά από τους ίδιους τους τους εαυτούς, υπηρετώντας τις αξίες και τα ιδανικά μιας Ελλάδας ελεύθερης και δίκαιης. Άνθρωποι του χωριού και της πόλης, άντρες και γυναίκες, νέοι, γέροι και παιδιά ακόμα, αυθεντικοί συνεχιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης.

Μόνο τέτοιοι άλλωστε θα μπορούσαν να γράψουν και ένα τέλος τόσο λαμπερό όσο αυτό του ΔΣΕ. Μόνο τέτοιοι θα απαντούσαν με τέτοιο σθένος, με θάρρος και τραγούδι στις βόμβες Ναπάλμ που δοκίμαζαν οι Αμερικάνοι στα βουνά της Ηπείρου για να εξουδετερώσουν τις δυνάμεις του ΔΣΕ. Μόνο τέτοιοι, τον Αύγουστο του ‘49 θα πολεμούσαν επί 28 μέρες στη τελική μάχη του Δημοκρατικού Στρατού και μετά την τελική ήττα εκεί, θα κουβέντιαζαν, την επόμενη κιόλας μέρα, σε αλβανικό πλέον έδαφος, για τα καθήκοντα που διαμόρφωνε για το λαϊκό – δημοκρατικό κίνημα η νέα κατάσταση.

Έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά με στόχο τη σπίλωση του μοναδικού αυτού αγώνα του λαού μας. Οι ιστορίες αυτών των μαχητών όμως, φωτίζουν ακόμα και σήμερα τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού αναδεικνύοντας την αυθεντικότητά του. Ιστορίες σαν αυτή των Σπύρου Μπλαζάκη και Γεώργιου Τσομπανάκη, οι οποίοι παρέμειναν ασύλληπτοι στα κρητικά βουνά για να ξαναγυρίσουν στην νομιμότητα το 1974 με την πτώση της δικτατορίας. Ιστορίες σαν αυτές τόσων και τόσων μαχητών που πλημμύρισαν τις Λαϊκές Δημοκρατίες και την Σοβιετική Ένωση και που μέχρι και σήμερα οι απόγονοί τους μεταφέρουν τις αναμνήσεις και τα βιώματά αυτών στις νεότερες γενιές. Ιστορίες σαν αυτές των ναυτεργατών που έφευγαν από τη Νέα Υόρκη και επέστρεφαν στην Ελλάδα για να καταταγούν στον Δημοκρατικό Στρατό και να παλέψουν για τη λαϊκή κυριαρχία, την κοινωνική ισότητα και τη δικαιοσύνη.

Όσο και να το παλεύουν η εγχώρια αντίδραση και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ο Δημοκρατικός Στρατός και η τρίχρονη εποποιία του 1946 – 49, αποτελούν μια από τις ενδοξότερες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας του λαού μας. Καταφέρνουν ακόμα και σήμερα να αναδεικνύουν τον πραγματικό εχθρό αλλά και πως όπως και τότε έτσι και τώρα, ο κόσμος της εργασίας έχει να διαλέξει μεταξύ δυο δρόμων, είτε αυτόν της παραπέρα εκμετάλλευσης και καταλήστευσής του, της τσάκισης κάθε κοινωνικού και δημοκρατικού του δικαιώματος, είτε αυτόν της ρήξης, της αντεπίθεσης των αγώνων του και της αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης.
Για να μπορέσει και πάλι να γίνει αφέντης στο τόπο του. «Για να δημιουργήσουμε νέους χρόνους κι εποχές, στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων».

Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger