Συνέχεια από εδώ
Η εφαρµογή του προπολεµικού «ιδιωνύµου» από τα «Σώµατα Ασφαλείας», ακόµη και κάτω από συνθήκες ξένης στρατιωτικής κατοχής, πιστοποιούσε τον ταξικό χαρακτήρα της αντι-ΕΑΜικής πολιτικής της κυβέρνησης Ράλλη. Αν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέµου η δίωξη των κοµµουνιστών ήταν συνυφασµένη µε την προάσπιση του αστικού καθεστώτος, κατά τη διάρκεια της Κατοχής η επιδίωξη αυτή τοποθετούσε τα «Σώµατα Ασφαλείας» στο στρατόπεδο των κατακτητών.
Ο ταξικός χαρακτήρας της ένοπλης σύγκρουσης
Η βίαιη καταστολή που εφάρμοσαν τα «Σώματα Ασφαλείας», μετέβαλλε τα έως τότε δεδομένα οργάνωσης κι ανάπτυξης του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα. Η μεγάλη διαδήλωση στις 22 Ιουλίου 1943 ενάντια στην επέκταση της ζώνης κατοχής του βουλγαρικού στρατού στην Μακεδονία άφησε τουλάχιστον 59 νεκρούς και τραυματίες διαδηλωτές στους κεντρικούς δρόμους της πόλης 18
Λίγους μήνες μετά, πραγματοποιήθηκε η πρώτη σημαντική επιχείρηση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» στην Αθήνα. Στις 27 Νοεμβρίου 1943, στο «μπλόκο των νοσοκομείων», οι δυνάμεις ασφαλείας συνέλαβαν και φυλάκισαν περισσότερους από 1.500 ανάπηρους του αλβανικού μετώπου19, οι οποίοι μέχρι την απελευθέρωση αποτέλεσαν δεξαμενή άντλησης ατόμων προς εκτέλεση σε αντίποινα για
την ΕΑΜική δράση.
Το υψηλό κόστος, που πλήρωνε πλέον το ΕΑΜ σε ανθρώπινες ζωές, οδήγησε στο μετασχηματισμό της δράσης του στην πρωτεύουσα. Από τους ευάλωτους μαζικούς χώρους (εκπαιδευτικά ιδρύματα, εργοστάσια, δημόσιες υπηρεσίες) η αντιστασιακή δράση μεταφέρθηκε στις συνοικίες, όπου το ΕΑΜ είχε ήδη ισχυρή παρουσία20. Ουσιαστικά, με την αναδιάρθρωση αυτή το ΕΑΜ αναζήτησε στις
συνοικίες ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για την ανάπτυξη των πολυάριθμων πλέον ομάδων του.
Η δράση των «Σωμάτων Ασφαλείας» ακολούθησε αυτή την εξέλιξη στρεφόμενη κατά των ΕΑΜικών συνοικιών. Όμως, η άσκηση ένοπλης βίας κατά των συνοικιών διέφερε, ως προς τα αποτελέσματα που παρήγαγε, από την αντίστοιχη στους μαζικούς χώρους. Κι αυτό διότι, εάν στους μαζικούς χώρους η ένοπλη καταστολή στρεφόταν κυρίως κατά των μελών των ΕΑΜικών οργανώσεων, στις συνοικίες έπληττε αδιακρίτως το σύνολο των κατοίκων τους.
Ο αριθμός και η δύναμη πυρός των «Ταγμάτων Ασφαλείας», τους επέτρεψε να επιχειρήσουν σε γειτονιές που μέχρι τις αρχές του 1944 ήταν απροσπέλαστες για το αντι-ΕΑΜικό στρατόπεδο. Από τον Απρίλιο του 1944 ξεκίνησαν οι σχεδόν καθημερινές ένοπλες συμπλοκές και μάχες στην Αθήνα21. Πέρα από τις εφόδους των «Ταγμάτων Ασφαλείας» και της «Ειδικής Ασφάλειας», το στοιχείο που άλλαξε άρδην τη χωροταξία της ένοπλης σύγκρουσης στην πόλη υπήρξε η διενέργεια των «μπλόκων» το καλοκαίρι του 1944.
Τα «μπλόκα» προκάλεσαν τη διάχυση του τρόμου σε Αθήνα και Πειραιά, καθώς δε στρέφονταν αποκλειστικά κατά των μελών του ΕΑΜ, αλλά απειλούσαν το σύνολο των κατοίκων. Η διάχυση της βίας σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού μεγάλωσε το χάσμα ανάμεσα στους Έλληνες που δοκιμάζονταν από την στρατιωτική κατοχή και αυτούς που συνεργάζονταν με τους κατακτητές, οδηγώντας σε περαιτέρω κλιμάκωση της βίας.
Τα «μπλόκα» εξυπηρετούσαν τις επιδιώξεις της κυβέρνησης Ράλλη, η οποία απέβλεπε στη μεγαλύτερη δυνατή εξασθένιση του ΕΑΜικού κινήματος, όσο η γερμανική παρουσία της προσέφερε την απαιτούμενη κάλυψη. Παράλληλα, η τακτική αυτή αποτελούσε και ένα σαφές μήνυμα προς την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση.
Σε πολιτικό επίπεδο, η κυβέρνηση Ράλλη είχε επωμιστεί την αναχαίτιση του ΕΑΜ που συνιστούσε απειλή για το σύνολο του αστικού κόσμου. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, τα «Τάγματα Ασφαλείας» αποτελούσαν τις μοναδικές ένοπλες δυνάμεις που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα, αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών και πριν την άφιξη της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, τα «μπλόκα» εξυπηρετούσαν και τις γερμανικές αρχές κατοχής.
Το καλοκαίρι του 1944, η πιθανολογούμενη συμμαχική απόβαση στην Ελλάδα, μεγιστοποιούσε τα προβλήματα που δημιουργούσαν οι εστίες αντίστασης στον ελλαδικό χώρο, ενώ η ανάγκη σε εργατικό δυναμικό για τα πολεμικά εργοστάσια του Ράιχ γινόταν όλο και πιο επιτακτική. Παράλληλα, η υποδαύλιση των εμφύλιων συγκρούσεων θα εξασφάλιζε στο γερμανικό στρατό καλύτερες συνθήκες απαγκίστρωσης κατά την αναμενόμενη αποχώρησή του. Στην προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν τις ανάγκες αυτές, οι γερμανικές αρχές κατοχής κατέφυγαν στη λύση των μαζικών συλλήψεων με τη διενέργεια «μπλόκων»:
«Ο Στρατιωτικός ∆ιοικητής Ελλάδας με παρακάλεσε σήμερα να σας αναφέρω ότι σκοπεύει, σαν μέτρο ασφάλειας εναντίον εσωτερικών ταραχών στην Αθήνα, σε περίπτωση [συμμαχικής] εισβολής, να διατάξει από τώρα την προληπτική σύλληψη από κομμουνιστικές αθηναϊκές συνοικίες όλων των ανδρών ηλικίας μεταξύ 16 και 50 χρόνων, εφόσον δεν εργάζονται για τη γερμανική Βέρμαχτ ή άλλα γερμανικά συμφέροντα, και να τους στείλει αμέσως για δουλειά στη Γερμανία»22
Η γεωγραφία των μπλόκων στις «κομμουνιστικές αθηναϊκές συνοικίες» δίνει την ουσία της πολιτικής που ακολούθησαν οι δύο συνεργαζόμενες πλευρές. Όλα τα «μπλόκα» πραγματοποιήθηκαν σε προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά το τελευταίο εξάμηνο της Κατοχής, με αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 1944: στην Καλογρέζα, στις 15 Μαρτίου 1944 με 160 συλληφθέντες και 23 επί τόπου εκτελεσθέντες · στη Γούβα, στις 18 Ιουνίου και 4 Ιουλίου με 1.200 συλληφθέντες
συνολικά · στο Βύρωνα, την 1η και 7η Αυγούστου με 1.200 συλληφθέντες συνολικά και 12 επιτόπου εκτελεσθέντες · στο Κατσιπόδι (σημερινή ∆άφνη), το Φάρο Ν. Σμύρνης και το ∆ουργούτι (σημερινό Ν. Κόσμο), στις 9 Αυγούστου με 5.000 συλληφθέντες και 190 περίπου επιτόπου εκτελεσθέντες · στην Κοκκινιά, στις 17 Αυγούστου με 3.000 συλληφθέντες και 137 επιτόπου εκτελεσθέντες · στην Καλλιθέα, στις 24, 25 και 28 Αυγούστου με 93 συνολικά εκτελεσθέντες · και στα Παλαιά Σφαγεία δύο ημέρες μετά με 22 εκτελεσθέντες. Από τα ανωτέρω προκύπτει μια σαφής εικόνα της γεωγραφίας των
«μπλόκων» στην Αθήνα και τον Πειραιά23.
Πέρα από το αριθμητικό αποτέλεσμα των επιχειρήσεων κατά των προσφυγικών συνοικιών, ιδιαίτερη σημασία έχει η πολιτική επιλογή που οδήγησε σε αυτές. Πολιτική επιλογή η οποία αντανακλούσε τη σύγκρουση ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα που διεκδικούσαν, μέσω του ΕΑΜ, κεντρική θέση στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού πολιτικού σκηνικού και τις δυνάμεις που προασπίζονταν το αστικό πολιτικό καθεστώς.
Η ταξική γεωγραφία των «μπλόκων» είναι εμφανής. Στις συνοικίες αυτές κατοικούσαν εργατικά στρώματα, τα οποία ριζοσπαστικοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, βιώνοντας την εμπειρία του λιμού και εμπνεόμενα από το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα. Η μεγάλη υποστήριξη που απολάμβανε το ΕΑΜ σε αυτές τις συνοικίες πιστοποιούσε την απομάκρυνση σημαντικών τμημάτων του προσφυγικού κόσμου από τη βενιζελική παράταξη και κατ’ επέκταση από τον αστικό πολιτικό χώρο. Αυτή η μετατόπιση του προσφυγικού πληθυσμού της πρωτεύουσας προς τα αριστερά τον μετέτρεψε σε στόχο της αντι-ΕΑΜικής ένοπλης βίας των «Σωμάτων Ασφαλείας» και των δυνάμεων κατοχής. Η άσκηση ένοπλης τρομοκρατίας, η φυσική εξόντωση με τις μαζικές εκτελέσεις και η ιδιότυπη εξορία του ενεργού ανδρικού πληθυσμού στα εργοστάσια της ναζιστικής Γερμανίας είχαν ως στόχο την κάμψη του ΕΑΜικού κινήματος και, συνεπώς, την αποδυνάμωση του βασικού εχθρού που είχε να αντιμετωπίσει ο αστικός πολιτικός κόσμος στη μεταπολεμική Αθήνα.
Κοινότητες σε κίνδυνο: οι πολιτισμικές πτυχές μιας ταξικής σύγκρουσης
Η ταύτιση των προσφύγων με το ΕΑΜ δεν ήταν τυχαία. Σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι κάτοικοι των προσφυγικών συνοικιών διεκδικούσαν συλλογικά, και σε πολλές περιπτώσεις δυναμικά, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους, συγκρουόμενοι με την εκάστοτε κεντρική εξουσία24. Οι αγώνες τους δημιούργησαν ένα υπόστρωμα ανυπακοής, η συλλογική εκδήλωση του οποίου ενίσχυε την κοινωνική συνοχή των προσφυγικών κοινοτήτων. Παρά το γεγονός ότι η κοινωνική περιθωριοποίηση των προσφύγων είχε πολιτικά και οικονομικά αίτια, ερμηνευόταν από τους ίδιους στο πολιτισμικό πλαίσιο που οριζόταν από τη διαμάχη τους με τους «παλαιοελλαδίτες», ως αποτέλεσμα δηλαδή του γεγονότος ότι η κεντρική διοίκηση και η οικονομική ζωή της πόλης βρίσκονταν στα χέρια των τελευταίων.
Η πολιτισμική ερμηνεία των κοινωνικών εντάσεων, η οποία καλλιεργούνταν σε μεγάλο βαθμό από τα πολιτικά πελατειακά δίκτυα την περίοδο του Μεσοπολέμου με στόχο τον αποσυσχετισμό τους από τις πολιτικές – ταξικές παραμέτρους τους, ατόνησε κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Αυτό οφειλόταν, τουλάχιστον σε ότι αφορά στη νεολαία των προσφυγικών συνοικιών που εντάχθηκε μαζικά στο ΕΑΜ, στην προβολή του πολιτικού έναντι οποιουδήποτε άλλου ερμηνευτικού μοντέλου της κοινωνικής πραγματικότητας από την πλευρά του ΕΑΜικού λόγου. Όμως, για ένα σημαντικό κομμάτι των μεγαλύτερων σε ηλικία κατοίκων, η ένοπλη βία των «Σωμάτων Ασφαλείας» έγινε αντιληπτή κυρίως στην πολιτισμική της διάσταση ως μια εξωτερική απειλή που έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή της τοπικής κοινότητας. Για αυτούς τους ανθρώπους, η συσπείρωση γύρω από το ΕΑΜ υπήρξε αποτέλεσμα κυρίως της σύμπραξης με το μοναδικό οργανωμένο φορέα που μπορούσε να αντισταθεί στις διαλυτικές συνέπειες της βίας των «Σωμάτων Ασφαλείας».
Αυτή η πολιτισμική διάσταση της σύγκρουσης ατόνησε μετά τη δεκαετία του 1940. Η Κατοχή, ο Εμφύλιος και οι μετεμφυλιακές διώξεις των αριστερών εδραίωσαν ως μοναδικό ερμηνευτικό πλαίσιο για τη δεκαετία του 1940 αυτό που καθορίζονταν από την πολιτική σύγκρουση ∆εξιάς και Αριστεράς, παραμερίζοντας κάθε άλλο. Παρ’ όλα αυτά, στο περιθώριο του μνημονικού πεδίου εμφανίζονται
αφηγήσεις σαν και αυτή του Καισαριανιώτη Σαράντη Μολυνδρή. Σύμφωνα με τον Μολυνδρή, η αυθαίρετη δράση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» κατά της Καισαριανής, η οποία εκδηλώθηκε για πρώτη φορά όταν ένας 17χρονος Καισαριανιώτης κατατάχθηκε στα Τάγματα και σε ένα διαπληκτισμό με το συνομήλικο και γείτονά του Α. Σπανό τον πυροβόλησε και τον σκότωσε, δημιούργησε την ανάγκη οργάνωσης ενόπλων ομάδων αυτοάμυνας για την προάσπιση της συνοικίας:
«Από κείνη τη στιγμή [της δολοφονίας] άρχισε ο ένοπλος αγώνας. Εκείνο το βράδυ βγήκε το πρώτο χωνί στη Καισαριανή, τηλεβόας και βγήκε Αναξαγόρα και Βρυούλων και μιλούσε ένας ονόματι Βυζανιάρης. Γιατί τώρα οι τσολιάδες είχαν βάλει στόχο τη Καισαριανή; Έχω την εντύπωση ότι το μικρασιατικό στοιχείο, η φλέβα αυτή, έφταιγε σε κάποιους, τους εμπόδιζε σε κάτι και ερχόντουσαν χωρίς λόγο και ανεβαίνανε την Καισαριανή, μπαίναν μες στα σπίτια με το πρόσχημα να ελέγξουν, να ψάξουν. Να ψάξουν τι; Αφού δεν υπήρχε κανένας τότε. Βρίζανε με το πιο χυδαίο τρόπο, ό,τι μπορούσαν να κλέψουν το κλέβανε και από κει και πέρα άρχισε μια αυτοάμυνα, θα λέγαμε, του συνοικισμού και βρεθήκανε καμία δεκαριά άτομα και λένε εμείς δεν θα αφήσουμε
τσολιά να μπαίνει στη Καισαριανή»25.
Για τους νέους των προσφυγικών συνοικιών, τόσο η ένταξη στο ΕΑΜ, λόγω κυρίως της έξαρσης του πατριωτικού στοιχείου, όσο και η πολιτικοποίησή τους, αποτέλεσμα των ζυμώσεων που συντελέστηκαν κατά τη συμμετοχή τους στις οργανώσεις του, υπήρξαν στοιχεία συγκρότησης ενός νέου πολιτισμικού πλαισίου αναφοράς. Η αντιστασιακή εμπειρία συγκρότησε μια νέα πολιτισμική ταυτότητα δομημένη πάνω στα κύρια χαρακτηριστικά του ΕΑΜικού αντιστασιακού πνεύματος (ισότητα, πρωτοβουλία, συλλογική δράση).
Μέσα από τη συμμετοχή τους στην ΕΠΟΝ, νέες και νέοι ταυτίστηκαν περισσότερο με τις καινοτόμες εμπειρίες και αντιλήψεις που γέννησε το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα και δευτερευόντως με τη θεωρητική υπόστασή του. Τα λόγια του Γιάννη Σιδέρη, μέλους της ΕΠΟΝ Παγκρατίου, είναι χαρακτηριστικά:
«Τα παιδιά της ΕΠΟΝ… Ένα 5% είχανε διαβάσει μαρξισμό, είχανε διαβάσει τους κλασικούς του μαρξισμού… ∆εν ξέρανε τι επιδιώκει το κομουνιστικό κόμμα, όχι το κόμμα το ελληνικό, η επανάσταση του ’17… Νομίζανε ότι θα κάνουμε ένα σοσιαλισμό… Και μετά το σοσιαλισμό θα γίνει μια ωραία κοινωνία, σοσιαλιστική. Μέχρι εκεί. Το αταξικό δεν υπήρχε ως καλλιέργεια στους κόλπους μας… Είχαμε έναν πατριωτικό χαρακτήρα για μια δικαιότερη κοινωνία. Πιστεύαμε ότι το κόμμα θα φτιάξει έτσι τα πράγματα που οι άνθρωποι θα ζούνε καλύτερα, έτσι με ασάφεια»26.
Τα παιδιά αυτά που δεν είχανε διαβάσει μαρξισμό, πολεμώντας για το ασαφές αυτό όραμα μιας δικαιότερης κοινωνίας μετά τον πόλεμο, διεκδικούσαν την εδραίωση της ΕΑΜικής αντιστασιακής εμπειρίας σε καιρό ειρήνης. Με άλλα λόγια πολεμούσαν για την επικράτηση αυτού που είχαν βιώσει μέσα από τη συμμετοχή τους στο ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα. Γι’ αυτά τα παιδιά, το διακύβευμα της ένοπλης σύγκρουσης νοηματοδοτούνταν πρωτίστως από τα νέα στοιχεία συγκρότησης της ταυτότητάς τους που πήγαζαν από την ΕΑΜική αντιστασιακή δράση και δευτερευόντως από τα δεδομένα που έθετε η θεωρητική – ιδεολογική διάστασή της.
Ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές ζυμώσεις, το σύνολο των κατοίκων των προσφυγικών συνοικιών διεκδίκησε με τη συμμετοχή του ή την υποστήριξή του στο ΕΑΜ την υλοποίηση των ανεκπλήρωτων προσδοκιών του Μεσοπολέμου. Μια διεκδίκηση η οποία, παράλληλα με την πολιτική, έφερε και μια πολιτισμική διάσταση που διαμόρφωσε τις επιλογές τους και τη στάση τους απέναντι στην ένοπλη βία των «Σωμάτων Ασφαλείας».
3. Οι συνέπειες της ένοπλης σύγκρουσης σε τοπικό επίπεδο. Η περίπτωση των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας
Η ένοπλη βία στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας απειλούσε άμεσα την κοινωνική τους συνοχή. Τα πρώτα ρήγματα είχαν παρουσιαστεί από το 1943, όταν κατά τη δημιουργία των «Ευζωνικών Ταγμάτων» κάποιοι από τους κατοίκους τους εντάχθηκαν σε αυτά. Όπως καταγράφεται στις προφορικές μαρτυρίες ακόμη και τοπικών μελών του ΕΛΑΣ, η κοινότητα προσπάθησε αρχικά να διατηρήσει τη συνοχή της, εκλαμβάνοντας την ένταξη μελών της στα «Ευζωνικά Τάγματα» ως μια
πράξη που δεν στρέφονταν εναντίον της, αλλά είχε να κάνει με την ικανοποίηση βιοποριστικών αναγκών.
Στη λογική της διατήρησης της συνοχής της τοπικής κοινότητας, το βράδυ της 2ας ∆εκεμβρίου 1943, δύο μικρασιατικής καταγωγής ομαδάρχες της ΕΠΟΝ Βύρωνα, ο Μπάμπης Μπαγτζόγλου και ο Σοφοκλής Ζάκκας, επισκέφτηκαν τον επίσης Μικρασιάτη Τριαντάφυλλο Γ. στο σπίτι του στο Βύρωνα, με στόχο να του ζητήσουν να παραιτηθεί από τα Τάγματα και να σταματήσει τη στρατολόγηση στο
Βύρωνα27, μια κίνηση την οποία η κλιμάκωση της βίας λίγους μήνες αργότερα θα την καθιστούσε αδιανόητη. Ο τρόπος με τον οποίο οι δύο ομαδάρχες επιδίωξαν την ικανοποίηση του αιτήματος αυτού είναι άγνωστος. Γεγονός είναι ότι ο Τριαντάφυλλος Γ. σκότωσε τους δύο νέους και τον Αντώνη Απαρτόγλου που βρίσκονταν έξω από το σπίτι του28. Μέχρι το συμβάν αυτό, που προκάλεσε το θάνατο τριών κατοίκων του Βύρωνα, ο Τριαντάφυλλος Γ., παρά το γεγονός ότι ήταν αξιωματικός των
«Ευζωνικών Ταγμάτων», συνέχιζε να ζει στη συνοικία. Μετά το επεισόδιο, αυτός και η οικογένειά του την εγκατέλειψαν, για να αποφύγουν τα αντίποινα από την πλευρά του ΕΑΜ.
Σε αυτή, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η ιδιότητα του μέλους των «Ευζωνικών Ταγμάτων» δεν συνεπαγόταν την έξοδο από την τοπική κοινότητα.
Οι σχέσεις συγγένειας, γειτονίας και κοινής καταγωγής λειτούργησαν ως ένα πλαίσιο εντός του οποίου αποδομήθηκε, τουλάχιστον αρχικά, η προδοτική εικόνα του «ταγματασφαλίτη». Απόρροια αυτού ήταν η ανοχή που επιδείκνυαν ακόμη και τα μέλη του ΕΛΑΣ απέναντι στην παρουσία των ατόμων αυτών μέσα στις συνοικίες. Το συμβάν που ανέφερε ο δωδεκάχρονος το 1943 Γιώργος Τάλαρης δημιούργησε αίσθηση στην Καισαριανή:
«Ήτανε πείνα και καλούσανε να πάνε εθελοντές τσολιάδες... Μισθό καλό, φαΐ καλό για την οικογένειά του. Φεύγει αυτηνής ο πατέρας και πάει και γίνεται τσολιάς. Και ερχότανε με τα ρούχα τα τσολιαδίστικα εδώ πέρα, με την αραβίδα.
Τότε το ΕΛΑΣ εδώ άρχισε να οργανώνεται και ερχόντουσαν και από άλλες συνοικίες. Και του λέγαν τώρα οι ΕΛΑΣίτες, αφού τον ξέραν, γειτόνοι όλοι εδώ πέρα ήταν: “ρε συ μην έρχεσαι με τα ρούχα τα τσολιαδίστικα. Είναι και ξένοι, θα σε δει κανένας και θα σε σκοτώσει”. Νομίζεις ότι έπρεπε να πάρει εντολή;
“Άντε ρε!” [τους απαντούσε αυτός]. Ήρθε εδώ πέρα, κάθισε, έφαγε το μεσημέρι και μετά πήρε το όπλο όπως τη μαγκούρα και κατέβαινε την κατηφόρα εκεί.
Τον είδαν κάποιοι και τον σκότωσαν. Τον σκότωσαν εν ψυχρώ»29.
Το 1943, όταν οι συγκρούσεις πραγματοποιούνταν στο κέντρο της πόλης, οι συνοικίες ζούσαν στον παλμό μιας συνεχούς κινητοποίησης των νέων, για την οργάνωση και την υλοποίησή τους. Αν και γινόταν αντιληπτή, η βία βρισκόταν εκτός των «τειχών». Η κατάσταση όμως άλλαξε από την άνοιξη του 1944, όταν τα «Σώματα Ασφαλείας» άρχισαν τις επιχειρήσεις εναντίον των συνοικιών. Εκτός λοιπόν από τη νεολαία, η πλειονότητα των κατοίκων των ανατολικών συνοικιών, ανθρώπων που δεν υπήρξαν έως τότε και ούτε έγιναν αργότερα μέλη των EAMικών οργανώσεων, συσπειρώθηκε γύρω από αυτές, για να προστατεύσουν τα νεότερα μέλη των συνοικιών που συμμετείχαν ενεργά στο EAMικό κίνημα και, μέσω αυτών, τη συνοχή ολόκληρης της κοινότητας.
Αν για κάποιους από τους κατοίκους των αστικών συνοικιών της Αθήνας, τα «Ευζωνικά Τάγματα», η
«Ειδική Ασφάλεια» και το «Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων», αποτελούσαν όργανα διαφύλαξης της τάξης, για τους κατοίκους των προσφυγικών συνοικιών συνιστούσαν ένα εξωτερικό κίνδυνο. Η απειλή αυτή συγκροτούνταν γύρω από την έννοια του «ξένου», σε αντιδιαστολή με τα μέλη των EAMικών οργανώσεων που ήταν παράλληλα και μέλη της τοπικής κοινότητας.
Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι οι ανατολικές συνοικίες, και ιδιαίτερα η Καισαριανή, υπήρξαν τόποι επανασυγκρότησης ελληνικών κοινοτήτων από τα παράλια της Μ. Ασίας, συνοικίες δηλαδή που κατοικούνταν από πολυμελείς οικογένειες οι οποίες συνδέονταν με ευρύτατα συγγενικά και φιλικά δίκτυα. Το ξέσπασμα της βίας στις συνοικίες οδήγησε στη συσπείρωση των κατοίκων τους γύρω από τα μέλη των EAMικών οργανώσεων που ήταν παράλληλα μέλη των πολυάνθρωπων αυτών δικτύων. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους «ξένους» ενόπλους των «Σωμάτων Ασφαλείας», το ΕΑΜ είχε βαθιές ρίζες στις τοπικές κοινωνίες, γεγονός που είχε την αντανάκλασή του στη στάση που κράτησαν οι ανοργάνωτοι κάτοικοι των συνοικιών κατά τη διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων:
«Και του ’λεγε η γιαγιά του τσολιά, του συνεργάτη, του Μπουραντά: “από κει θα πάτε και είναι λεφούσι”. Αντιπερισπασμός δηλαδή. Και εκείνη ήξερε εμείς από που φύγαμε. “Έλα γιόκα μου να σου δώσω μια κότα”, αυτοί ερχόντουσαν για πλιάτσικο… Ήτανε δέκα οι Τσολιάδες, διμοιρία ολόκληρη και τους έλεγες εσύ, η γιαγιά, η μεγάλη, η γυναίκα, η μάνα “τράβα να πας από κείνο το τετράγωνο όχι από τούτο”. ∆εν ήταν καλύτερο από μάχη; Σαν να κρατούσες πολυβόλο, να διώξεις τόσους για να γλιτώσουν οι άλλοι από δω;»30.
Η αντεκδίκηση: από την απρόσωπη ένοπλη αντιπαράθεση στις στοχευμένες δολοφονίες
Η κλιμάκωση της ένοπλης σύγκρουσης ανάμεσα στις ΕΑΜικές οργανώσεις και τα «Σώματα Ασφαλείας», προκάλεσε την ανάπτυξη νέων πεδίων εκδήλωσης της βίας. Παράλληλα, λοιπόν, με τη διενέργεια των «μπλόκων» ή των εφόδων στις συνοικίες από τα «Σώματα Ασφαλείας», σε όλη τη διάρκεια του 1944 και ιδιαίτερα από το καλοκαίρι και μετά, η ένοπλη σύγκρουση έλαβε και τη μορφή των εκατέρωθεν δολοφονικών επιχειρήσεων, οδηγώντας σε ένα συνεχώς ογκούμενο κύκλο
αντιποίνων.
***
18 «Κατάστασις ονομαστική των φονευθέντων και τραυματισθέντων κατά την απεργίαν της 22 Ιουλίου
1943», Μικρές Συλλογές Γενικών Αρχείων του Κράτους, Κ163, Αρχείο Ηρακλή Πετιμεζά.
19 Έκθεση Αριστοτέλη Κουτσουμάρη για την κατάσταση των πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές της Αθήνας, Αρχείο Α. Κουτσουμάρη, φακ. 52, ΕΛΙΑ.
20 Για την ανασυγκρότηση του ΕΛΑΣ της Αθήνας, Σπύρος Κωτσάκης,
Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986, 154.
21 Ως πρώτη μάχη του ΕΛΑΣ της Αθήνας με τα «Σώματα Ασφαλείας», έχει καταγραφεί η σύγκρουση της 5ης Απριλίου 1944 στα Ιλίσια, η οποία επεκτάθηκε σε Καισαριανή και Βύρωνα όταν, μετά τον απαγχονισμό 5 μελών του ΕΑΜ Νοσοκομείου Συγγρού σε αντίποινα για τη δολοφονία ενός αξιωματικού των «Ταγμάτων Ασφαλείας», ομάδες του ΕΛΑΣ επιχείρησαν να πάρουν τα πτώματα που
«εκτίθονταν» προς παραδειγματισμό σε πλατεία των Ιλισίων, φυλασσόμενα από δυνάμεις των
«Ταγμάτων Ασφαλείας». Βλ. σχετικά Ορέστης Μακρής, Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1985, 53.
22 Τηλεγράφημα της υπηρεσίας του Ειδικού Πληρεξουσίου του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών στην Αθήνα με ημερομηνία 5 Ιουλίου 1944, όπως παρατίθεται στο Μάρτιν Ζέκεντορφ,
Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό. Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991, 235.
23 Οι αριθμοί συλληφθέντων και εκτελεσθέντων προέρχονται από τα δελτία συμβάντων των κατά τόπους αστυνομικών τμημάτων, Αρχείο Αριστείδη Κουτσουμάρη, ΕΛΙΑ, καθώς και από το Αρχείο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών.
24 Χαρακτηριστικά είναι τα όσα συνέβησαν τον Ιούλιο του 1925 σε Βύρωνα και Καισαριανή, όταν κάτοικοί τους, που ζούσαν σε σκηνές και παράγκες, κατέλαβαν τα οικήματα που προορίζονταν για τους πρόσφυγες οι οποίοι διέμεναν προσωρινά σε επιταγμένα σπίτια Αθηναίων. Μετά από άκαρπες διαπραγματεύσεις, η επέμβαση ενός ουλαμού του Συντάγματος Κυνηγών οδήγησε σε γενικευμένα επεισόδια, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα συλλήψεις και σοβαρούς τραυματισμούς των γυναικών που πρωτοστάτησαν. Εφημερίδα Καθημερινή, 14.7.1925
25 Σαράντης Μολυνδρής, συνέντευξη 30.11.2003.
26 Γιάννης Σιδέρης, συνέντευξη 8.12.2007.
27 Ο Τριαντάφυλλος Γ. ήταν λοχαγός των «Ευζωνικών Ταγμάτων» που είχε αναλάβει τη στρατολόγηση κατοίκων του Βύρωνα
28 Εφημερίδα Ελευθερία, 29.12.1946 και Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά 134/∆εκέμβριος 1946,
ΓΑΚ.
29 Γιώργος Τάλαρης, συνέντευξη 27.3.2003
30 Ευτυχία Μορίκη, συνέντευξη 28-8-2003. Η Ευτυχία Μορίκη, γνωστή και ως «Μάνα της Καισαριανής», καθώς ήταν υπεύθυνη για τη σίτιση των μαχητών και μαχητριών του ΕΛΑΣ Καισαριανής, ήταν ΕΛΑΣίτισσα που έλαβε μέρος σε πολλές από τις μάχες των ανατολικών συνοικιών.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
