Προσφατες Αναρτησεις

Η ελληνική συμμετοχή στον Ισπανικό Εμφύλιο


 Οι Έλληνες εθελοντές στις Διεθνείς Ταξιαρχίες και το πρώτο μέτωπο ενάντια στον φασισμό.

 Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η Ισπανία βρισκόταν σε βαθιά κοινωνική και πολιτική κρίση. Η πτώση της μοναρχίας και η ανακήρυξη της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας (1931) γέννησε ελπίδες για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, εκκοσμίκευση, αναδιανομή της γης και δικαιώματα για εργάτες και μειονότητες. Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις από τη συντηρητική Ιεραρχία της Εκκλησίας, τους γαιοκτήμονες, τον στρατό και τη φασιστική ακροδεξιά.

Μέσα σε λίγα χρόνια, η χώρα μετατράπηκε σε πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δύο αντίπαλους κοινωνικοπολιτικούς πόλους: από τη μία πλευρά οι προοδευτικές δυνάμεις της Δημοκρατίας – εργάτες, αγρότες, σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αναρχικοί – κι από την άλλη οι δυνάμεις της αντίδρασης, που έβλεπαν στον εκκολαπτόμενο φασισμό την εγγύηση για «τάξη» και «πατρίδα».

Στις 17 Ιουλίου 1936, ο στρατηγός Φρανθίσκο Φράνκο ηγήθηκε στρατιωτικού πραξικοπήματος με στόχο την ανατροπή της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης. Το πραξικόπημα απέτυχε να καταλάβει αμέσως όλη τη χώρα, πυροδοτώντας έναν από τους πιο αιματηρούς και συμβολικά φορτισμένους εμφυλίους του 20ού αιώνα: τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο.

 Με τη στήριξη της ναζιστικής Γερμανίας, της φασιστικής Ιταλίας αλλά και της Πορτογαλίας, ο Φράνκο σταδιακά κατέλαβε την Ισπανία, εγκαθιδρύοντας μια αυταρχική, καθολικά εθνικιστική δικτατορία που διήρκεσε μέχρι το θάνατό του το 1975. Το καθεστώς του βασίστηκε στη σκληρή καταστολή, τις μαζικές εκτελέσεις, την εξόντωση πολιτικών αντιπάλων και την εξάλειψη των κατακτήσεων της Δημοκρατίας. Ήταν ένα κράτος φόβου, όπου η «μία Ισπανία» ταυτιζόταν με τον στρατό, τον καθολικισμό και την υποταγή.

Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι, μπροστά στα καθεστώτα του φασισμού —με την Ισπανία να στηρίζεται από τη ναζιστική Γερμανία, τη φασιστική Ιταλία και την Πορτογαλία του Σαλαζάρ— χιλιάδες άνθρωποι από 53 χώρες προσφέρθηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό της Ισπανικής Δημοκρατίας. Πολλοί, με ριζοσπαστικές κομμουνιστικές ή σοσιαλιστικές ιδέες, εντάχθηκαν στις Διεθνείς Ταξιαρχίες, βλέποντας εκεί την πρώτη γραμμή της μάχης κατά του φασισμού. Από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, ως τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Ιρλανδία και τη Ρουμανία, κάθε εθνικότητα έγραψε τη δική της μικρή ιστορία αντίστασης — μια παγκόσμια πράξη αλληλεγγύης και θάρρους απέναντι στον ερχομό της πιο σκοτεινής εποχής του 20ού αιώνα.

 Ο Ισπανικός Εμφύλιος δεν υπήρξε απλώς εσωτερική σύγκρουση. Ήταν προανάκρουσμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας αγώνας που συγκέντρωσε χιλιάδες διεθνιστές από όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους και εκατοντάδες Έλληνες, που είδαν στην Ισπανία την πρώτη μεγάλη μάχη ενάντια στον φασισμό που ερχόταν.

Οι Έλληνες στον Ισπανικό Εμφύλιο: Η διεθνιστική τους στράτευση στον αγώνα κατά του φασισμού

Η συμμετοχή Ελλήνων εθελοντών στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1936–1939) αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά παραδείγματα διεθνιστικής αλληλεγγύης στον 20ό αιώνα. Παρά το ότι η ελληνική συμβολή στον αγώνα των Διεθνών Ταξιαρχιών δεν είναι τόσο ευρέως γνωστή, υπολογίζεται πως περίπου 400 με 500 Έλληνες ταξίδεψαν στην Ισπανία για να πολεμήσουν στο πλευρό των Δημοκρατικών ενάντια στο φασιστικό καθεστώς του Φράνκο.

 Οι περισσότεροι από αυτούς προέρχονταν από εργατικά ή ναυτεργατικά στρώματα*, με έντονες πολιτικές αναφορές στον κομμουνισμό και την οργανωμένη αριστερά. Πολλοί, μάλιστα, είχαν υποστεί διώξεις επί Μεταξά. Η ένταξή τους στις Διεθνείς Ταξιαρχίες – και πιο συγκεκριμένα στο Τάγμα «Δημητρώφ», που συγκέντρωνε κυρίως Βαλκάνιους αντιφασίστες – δεν ήταν απλώς στρατιωτική επιλογή, αλλά πράξη βαθιάς ιδεολογικής στράτευσης.

Μεγάλη μερίδα Ελλήνων εθελοντών προερχόταν από χώρες εκτός της Ελλάδας όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία και άλλες. Η προσέλευση Ελλήνων από διαφορετικές χώρες δυσκόλεψε την συγκέντρωσή τους σε μία μονάδα. Τον Ιούλιο του 1937 δημιουργήθηκε ένας λόχος που ονομάστηκε «Νίκος Ζαχαριάδης» και αργότερα «Ρήγας Φεραίος» και ήταν ενταγμένος στο τάγμα «Δημητρώφ». Παρά τη συγκρότηση ελληνικού λόχου, αρκετοί Έλληνες και Κύπριοι παρέμειναν στα αρχικά τους τάγματα.

Οι απώλειες των Ελλήνων εθελοντών ήταν μεγάλες, γεγονός που υποδεικνύει την αυτοθυσία τους και την ενεργή συμμετοχή τους στις πολεμικές συγκρούσεις.

 Δεδομένης της κατάστασης στον Ισπανικό Εμφύλιο είναι δύσκολο να υπολογιστεί ο αριθμός των νεκρών Ελλήνων, σύμφωνα όμως με τον Κώστα Καρπόζηλο, εκτιμάται πως ήταν περισσότεροι από 70.

Πολλοί από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ. Έπεσαν στα χαρακώματα της Μαδρίτης, της Μπρουνέτ (Brunete), της Τερουέλ, της Χαραμά, της Γκουανταλαχάρα, αφήνοντας πίσω τους μόνο επιστολές, μαρτυρίες και την πίστη πως ο φασισμός μπορεί να νικηθεί. Όσοι επέζησαν, βίωσαν νέες διώξεις – είτε στην κατοχική Ελλάδα, είτε αργότερα στον Εμφύλιο, είτε στην πολιτική προσφυγιά.

Η ιστορία των Ελλήνων εθελοντών στην Ισπανία είναι μια ιστορία αξιοπρέπειας, πολιτικής συνείδησης και αγώνα. Σήμερα, αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο της αντιφασιστικής μνήμης, τόσο για την Ελλάδα όσο και για τη διεθνή κοινότητα.

Η λήξη του Ισπανικού Εμφυλίου και η σκιά του φασισμού στην Ευρώπη

 Την 1η Απριλίου 1939, μετά από σχεδόν τρία χρόνια αιματηρών συγκρούσεων, ο στρατηγός Φρανθίσκο Φράνκο ανακήρυξε τη νίκη του επί των δημοκρατικών δυνάμεων. Ο Ισπανικός Εμφύλιος είχε τελειώσει — αλλά μόνο για να αρχίσει μια νέα εποχή τρόμου και καταπίεσης. Η δημοκρατία είχε ηττηθεί, όχι μόνο από τα όπλα, αλλά και από την απομόνωση. Η Δύση —με ελάχιστες εξαιρέσεις— κράτησε «ουδέτερη» στάση, αφήνοντας την Ισπανία να γίνει πεδίο δοκιμών για τη ναζιστική Λουφτβάφε και τις ιταλικές φασιστικές δυνάμεις.

Η νίκη του Φράνκο εδραίωσε μια σκληρή δικτατορία που διήρκεσε μέχρι τον θάνατό του το 1975. Χιλιάδες πολιτικοί αντίπαλοι εκτελέστηκαν ή φυλακίστηκαν. Άλλοι οδηγήθηκαν στην εξορία, κυρίως στη Γαλλία και τη Λατινική Αμερική. Η λογοκρισία, η στρατιωτικοποίηση, ο εθνικισμός και ο καθολικισμός έγιναν οι πυλώνες ενός καθεστώτος που επέβαλε σιωπή και φόβο σε ολόκληρη τη χώρα.

 Η ήττα των Δημοκρατικών στην Ισπανία δεν ήταν μόνο μια εθνική τραγωδία, ήταν και μια προειδοποίηση για την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο Ισπανικός Εμφύλιος υπήρξε προπομπός του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου — μια γενική πρόβα για τις φασιστικές δυνάμεις της εποχής. Οι Ναζί και οι Φασίστες δοκίμασαν εκεί τις τακτικές τους. Αντίθετα, οι δημοκρατίες της Δύσης έδειξαν αδυναμία και απροθυμία να υπερασπιστούν τις δημοκρατικές αξίες στην πράξη.

Πολλοί ιστορικοί θεωρούν πως η εγκατάλειψη της Ισπανίας από τους συμμάχους της Δημοκρατίας το 1939 άνοιξε το δρόμο για την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία λίγους μήνες αργότερα. Οι φασίστες είχαν νικήσει στην Ισπανία — και ο κόσμος τούς είχε αφήσει.

Η Ισπανία, καθηλωμένη στη σιωπή και τον αυταρχισμό, έγινε σύμβολο της χαμένης ευκαιρίας να ανακοπεί ο φασισμός πριν εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη. Η Ισπανία δεν ήταν μόνο μια ήττα. Ήταν το πρώτο μέτωπο του αντιφασιστικού αγώνα.

*Γι’ αυτόν τον έναν ή και για όλους

Για τους ναυτικούς μας που όργωσαν τις θάλασσες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ιδού μία ιστορία που συνδέεται με τον Ισπανικό Εμφύλιο. Ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 1942. Το εμπορικό πλοίο είχε φορτώσει από την Αργεντινή και την άλλη ημέρα θα έφτανε Νότια Αφρική. Ξημερώματα, 30 μίλια απο τις ακτές του Κέιπ Τάουν. Μία γερμανική τορπίλη ήταν αρκετή για να γίνει η τρομερή έκρηξη και όσοι σώθηκαν να πέσουν στη θάλασσα. Πάλευαν με τα κύματα και τα σκυλόψαρα. Ένας από αυτούς ήταν ο Μήτσος ο Θαλαμηπόλος. Στο καράβι τούς μάθαινε Ισπανικά. Ένα παλικάρι δύο μέτρα. Είχε πάει εθελοντής στους Δημοκρατικούς στον εμφύλιο της Ισπανίας. Γλύτωσε από τις σφαίρες αλλά τον κατάπιε η θάλασσα. Μοναδικές ιστορίες ανθρώπων με ιδανικά και ευαισθησίες… Πηγή: Νίκος Πηγαδάς, Εθελοντές στο κονβόι του θανάτου. Το ποντίκι

 ΠΗΓΗ: 

Κωστής Καρπόζηλος, Οι Έλληνες μαχητές των Διεθνών Ταξιαρχιών, 30/7/2006, Ριζοσπάστης

Έλληνες αντιφασίστες στον Ισπανικό Εμφύλιο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας

Ισπανικός Εμφύλιος (1936 – 1939). Ενα «εθνικό – διεθνικό» ταξικό πεδίο μάχης, praxisreview.gr

Φοίβος Οικονομίδης, Πολεμώντας σε «ξένη» γη, koutipandoras.gr

Πηγή:  - .news247.gr

{[['']]}

Πτυχές της εμφύλιας σύγκρουσης στην κατοχική Αθήνα - Μέρος 3ο

 

Συνέχεια από εδώ

Την αποστολή να ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές συνέπειες που είχε η δράση των «Σωμάτων Ασφαλείας» στην ανάπτυξη του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος, να «εκκαθαρίσει» δηλαδή τις συνοικίες από «αντιδραστικά στοιχεία», σύμφωνα με την ορολογία της εποχής, ανέλαβε η «Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα» (ΟΠΛΑ). 

Η οργάνωση αυτή ενεργοποιήθηκε στις ανατολικές συνοικίες ουσιαστικά το 1944. Άντλησε τις δυνάμεις της από τα πλέον μαχητικά μέλη του ΕΛΑΣ σε κάθε συνοικία. Αποτελούσε διακριτή οργάνωση που δρούσε ανεξάρτητα από τις ΕΑΜικές, είχε δικά της συλλογικά όργανα και συνδεόταν απευθείας με την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος σε επίπεδο πόλης. Αντλούσε τις πληροφορίες της από τις λεγόμενες «φράξιες» μέσα στα «Σώματα Ασφαλείας» και από ανακρίσεις που πραγματοποιούσε σε συλληφθέντες. 

Η ΟΠΛΑ δραστηριοποιούταν από κοινού με τον ΕΛΑΣ για την προάσπιση των συνοικιών, ενώ οι
επιχειρήσεις που οργάνωνε εκτελούνταν αποκλειστικά από δικά της μέλη. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ΕΑΜικές οργανώσεις, η ΟΠΛΑ αποστασιοποιήθηκε από τη στενή σχέση τοπικών κοινωνιών – ΕΑΜικών οργανώσεων, σχέση την οποία ενίσχυε πολλαπλά το ΕΑΜικό στρατόπεδο.

Η δημιουργία ενός ένοπλου σώματος, όπως η ΟΠΛΑ, υπήρξε μια επιλογή που από μόνη της έσπαγε τον κύριο συνεκτικό δεσμό που είχαν οι «λαογέννητες» ΕΑΜικές οργανώσεις με την τοπική ή την ευρύτερη κοινωνία.
Η αποκοπή της ΟΠΛΑ από τις τοπικές κοινωνίες, λόγω της αποστολής που καλούνταν να υλοποιήσει ως μια κλειστή και απόλυτα ελεγχόμενη από το Κομμουνιστικό Κόμμα ένοπλη οργάνωση, δεν συνεπαγόταν την απώλεια υποστήριξης από τις τοπικές κοινότητες. Απέναντι στην ένοπλη βία των
«Σωμάτων Ασφαλείας», που στρεφόταν αδιακρίτως εναντίον κάθε κατοίκου των «κόκκινων» συνοικιών, σε μια λογική συλλογικής ευθύνης, κάποιες εκτελέσεις της ΟΠΛΑ ικανοποιούσαν το
«κοινό περί δικαίου αίσθημα». Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση των τριών κουκουλοφόρων, οι οποίοι κατέδωσαν μέλη των τοπικών ΕΑΜικών οργανώσεων που βρίσκονταν ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος στη συμβολή των οδών Φιλολάου και Εμπεδοκλέους, κατά τη διάρκεια του
«μπλόκου» της Γούβας στις 4 Ιουλίου 1944. 

Η προδοτική τους στάση δεν έμεινε αναπάντητη. Μόλις μια εβδομάδα μετά μέλη της ΟΠΛΑ εντόπισαν τους φερόμενους ως καταδότες και τους εκτέλεσαν μέσα στα σπίτια τους31.
∆ύο εβδομάδες αργότερα η κλιμάκωση της σύγκρουσης στις ανατολικές συνοικίες έλαβε ξεκάθαρα μορφή αντεκδίκησης. Στις 25 Ιουλίου, στην πλατεία Ταχυδρομείου στο Παγκράτι, «ανευρέθησαν δύο πτώματα, φέροντα τραύματα εις τους κροτάφους δια πυροβόλου όπλου. Επ’ αυτών ανευρέθη σημείωμα, αναγράφον “έτσι εκδικούνται οι εθνικισταί τους δολοφόνους κομμουνιστάς”»32
.
Τη διαδικασία μέσω της οποίας η πολιτική αντιπαράθεση μετασχηματίστηκε σε ένοπλη σύγκρουση, λαμβάνοντας παράλληλα και τη μορφή των εκατέρωθεν στοχευμένων εκτελέσεων, μπορούμε να διακρίνουμε στη μαρτυρία του ΕΛΑΣίτη Λευτέρη Ευαγγελίδη. Με κεντρικό άξονα τα θύματα της ένοπλης βίας, ο Ευαγγελίδης καταγράφει την προσωπική ματιά των ανθρώπων που ενεπλάκησαν σε αυτή:
«Το πατριωτικό αίσθημα σιγά-σιγά, όσο ζυμώνεσαι μέσα στο κίνημα, τόσο το πατριωτικό σου αίσθημα ανεβαίνει. Στην αρχή δηλαδή πας σύρριζα που λένε, άκρη-άκρη και μετά βλέπεις ορισμένα πράγματα εκεί μέσα. Αρχίζεις να έχεις χειροπιαστά παραδείγματα από κάποια γεγονότα. Αρχίζεις να έχεις θύματα
στον κύκλο σου. Μεγάλο πράγμα αυτό! Μεγάλο πράγμα! Όταν εγώ σας λέω ότι έχω χάσει 30 φίλους… Μετά ζυμώνεσαι μέσα στο κίνημα και χωρίς υπερβολή θέλεις να κάνεις όλο και κάτι παραπάνω»33.

Η διολίσθηση της σύγκρουσης σε ένα συνεχώς διευρυνόμενο κύκλο αντεκδικήσεων στις ανατολικές συνοικίες εντάθηκε, όταν στις 27 Ιουλίου 1944 έγινε γνωστή η δολοφονία του στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ηλέκτρας Αποστόλου από την «Ειδική Ασφάλεια». Η δολοφονία αυτή προκάλεσε τη διενέργεια μαζικών αντιποίνων από την πλευρά της ΟΠΛΑ που αυτή τη φορά στόχευαν υψηλόβαθμους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, οι οποίοι συνεργάζονταν ή είχαν χαρακτηριστεί από την ΟΠΛΑ ως συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής και της «Ειδικής Ασφάλειας». 

Έτσι, στις 3 Αυγούστου 1944 συνελήφθη στο Παγκράτι και εκτελέστηκε στην Καισαριανή ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Σ. Κασίμης. Την ίδια μέρα εκτελέστηκε στο Παγκράτι ο Συνταγματάρχης Χωροφυλακής Ε. Σιδεράτος. ∆ύο μέρες αργότερα, ομάδα περίπου δέκα μελών της ΟΠΛΑ με γερμανικές στρατιωτικές στολές συνέλαβε στο Παγκράτι και στη συνέχεια εκτέλεσε τον Ταγματάρχη ∆ιαχειρίσεως Ι. Καπράλο, τον Ταγματάρχη Πεζικού Σ. Μαυρομμάτη, τον Μ. Σπυριδάκο και τον αξιωματικό Γ. ∆ιακάκη34.

Η απάντηση ήρθε δύο εβδομάδες αργότερα, στις 18 Αυγούστου, όταν δυνάμεις των «Ταγμάτων Ασφαλείας» και της «Ειδικής Ασφάλειας», συγκρούστηκαν στην Καισαριανή με τον ΕΛΑΣ. Μετά τη λήξη της σύγκρουσης και την αποχώρηση του ΕΛΑΣ προς τον Υμηττό, ακολούθησε ένα μικρό
«μπλόκο» στη συνοικία, όπου άνδρες των παραπάνω δυνάμεων συνέλαβαν 35 άτομα εκ των οποίων τα
πέντε εκτελέστηκαν επί τόπου. 

Η συγκεκριμένη σύγκρουση έλαβε έντονη συμβολική διάσταση. Την ημέρα αυτή οι πέντε παραπάνω, καθώς και άλλοι τέσσερις κάτοικοι της Καισαριανής, εκτελέστηκαν από τα «Τάγματα Ασφαλείας» στην κεντρική πλατεία της συνοικίας35.
Η πρώτη αυτή εκτέλεση, στο κέντρο της συνοικίας με το μαχητικότερο ΕΑΜικό κίνημα στην πρωτεύουσα, υπήρξε μια από τις εκδηλώσεις της αντίληψης περί συλλογικής ευθύνης των κατοίκων της. Αυτός ήταν ίσως ο λόγος που για πρώτη φορά τα αντίποινα της ΟΠΛΑ ήταν άμεσα και πραγματοποιήθηκαν επίσης με έναν ιδιαίτερα συμβολικό τρόπο που καταδείκνυε την αποδοχή της λογικής περί συλλογικής ευθύνης κι από τη δική της πλευρά. Σύμφωνα με το δελτίο συμβάντων του ΚΒ΄ αστυνομικού τμήματος, αμέσως μετά την εκτέλεση και αφότου αποχώρησαν οι εχθρικές δυνάμεις, μέλη της ΟΠΛΑ συνέλαβαν «(…) τον εύζωνα Καλαφάτην Αναστάσιον και την αδελφήν του Κατίνα τη μεν τελευταία εφόνευσαν εις τον τόπον της συλλήψεως τον δε αδελφόν της μετέφερον εις τον τόπον ένθα ήσαν τα πτώματα των υπό της Ασφαλείας εκτελεσθέντων, τον εξετέλεσαν και τον έρριψαν επί των πέντε ετέρων πτωμάτων.
Αυτό έπραξαν και δια τον εύζωνα Γελουδάκην ∆ήμον επί των ενδυμάτων του οποίου εκαρφίτσωσαν τεμάχιον χάρτου εφ’ ου ενέγραψαν τας λέξεις: “Για τους πέντε ήρωας θα εκτελεσθούν 100 όμοιοι του. ΕΛΑΣ”»36.

Η διαδρομή από το ΕΑΜ Νέων και την ΕΠΟΝ στον ΕΛΑΣ και τέλος στην ΟΠΛΑ καθιστούσε τα μέλη της τελευταίας ως τους εκλεκτούς του κινήματος. Ήταν αυτοί των οποίων η μαχητικότητα και το θάρρος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους στον ΕΛΑΣ αποτέλεσαν διαβατήριο για τη στρατολόγησή τους στην ΟΠΛΑ, μια επιλογή που αμέσως τους ξεχώριζε από τους υπόλοιπους συναγωνιστές τους.

Η αναγκαιότητα δημιουργίας μιας οργάνωσης «έξω από τους πολλούς», όπως το έθεσε ο ΕΛΑΣίτης Λευτέρης Ευαγγελίδης37, δημιουργούσε σε πολλές περιπτώσεις μια αίσθηση υπεροχής στα μέλη της ΟΠΛΑ, αίσθηση που δεν ταίριαζε στο συλλογικό αντιστασιακό πνεύμα που έφεραν οι ΕΑΜικές οργανώσεις. Αυτή η διαφορά καταγράφεται στα λόγια του πολιτικού στελέχους, Γραμματέα του 6ου Τομέα (ανατολικών συνοικιών) της ΕΠΟΝ, Μιχάλη Λιαρούτσου:
«Η ΟΠΛΑ ήτανε οργανισμός που είχε δική της καθοδήγηση… Αυτοί κατά κάποιο τρόπο αποστασιοποιούμενοι από τις οργανώσεις δεν ακούγαν και κανέναν. ∆ηλαδή άμα πήγαινες να του πεις “εγώ ενδιαφέρομαι για τον τάδε”, σου ’λεγε “κάνε τη δουλειά σου”. Είναι όπως είναι η Αστυνομία. Την Αστυνομία στον Εμφύλιο πόλεμο την ήλεγχε κανένας; Σου ’λεγε “κύριε, εγώ έχω εδώ πέρα αναλάβει ένα έργο τέτοιο, τι είσαι εσύ, πολιτικός; Βρε τράβα πέρα δεν έχω καμιά δουλειά μαζί σου”»38.

Στις 2 Σεπτεμβρίου, η ΟΠΛΑ κατάφερε το μεγαλύτερό της πλήγμα στην ομάδα Παπαγεωργίου, τον ισχυρότερο εχθρό που αντιμετώπιζε το ΕΑΜικό κίνημα στις ανατολικές συνοικίες, εκτελώντας τον αρχηγό της39. Η δολοφονία του Νίκου Παπαγεωργίου προκάλεσε εκτεταμένα αντίποινα. Την ίδια μέρα, μέλη της ομάδας του «εξετέλεσαν εις διάφορα σημεία του Παγκρατίου τρία άτομα. Επί των πτωμάτων των ανευρέθησαν πινακίδες με τας λέξεις “Παπαγεωργίου 1”, “Παπαγεωργίου 2”, “Παπαγεωργίου 3”»40. Μια μέρα μετά εκτέλεσαν δύο άτομα στο σημείο όπου εκτελέστηκε ο Παπαγεωργίου, ανταποδίδοντας σε συμβολικό επίπεδο το «τελετουργικό» της εκτέλεσης των δύο ανδρών των «Ταγμάτων Ασφαλείας» επί των εκτελεσμένων ΕΛΑΣιτών στην κεντρική πλατεία της Καισαριανής41. 

Η εκδίκηση της ομάδας Παπαγεωργίου δεν περιορίστηκε σε μέλη των ΕΑΜικών οργανώσεων. Τις ημέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία του αρχηγού τους, στήνοντας «μπλόκα» λίγο πριν το τέρμα του τραμ στην πλατεία Παγκρατίου, κατέβαζαν τους επιβάτες, ξεχώριζαν τα άτομα των οποίων οι ταυτότητες ανέφεραν ως τόπο κατοικίας την Καισαριανή ή το Βύρωνα και τους εκτελούσαν επί τόπου42.

Τόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση των αντιποίνων για τη δολοφονία του Νίκου Παπαγεωργίου, όσο και σ’ αυτών για τη δολοφονία της Ηλέκτρας Αποστόλου, διακρίνεται μια τακτική παραδειγματικών εκτελέσεων που βασίζονταν στη λογική περί συλλογικής ευθύνης. Η εμπλοκή των συγκεκριμένων στρατιωτικών που εκτελέστηκαν σε αντίποινα για τη δολοφονία της Ηλέκτρας Αποστόλου δεν
προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία, καθώς ο θάνατός της οφειλόταν στα βασανιστήρια μελών της
«Ειδικής Ασφάλειας». Ακόμη περισσότερο, στην περίπτωση
της δολοφονίας του Νίκου Παπαγεωργίου, οι άνδρες του γνώριζαν καλά ότι ανάμεσα στα μέλη της ΟΠΛΑ που τον εκτέλεσαν δεν συμμετείχε ο 16χρονος μαθητής Ι. Βαφειάδης και ο 50χρονος συνταξιούχος πολιτικός Γ. Κυριαζής, οι οποίοι εκτελέστηκαν συµβολικά στο σηµείο που δολοφονήθηκε ο Παπαγεωργίου ή ο ΕΑΜίτης υπάλληλος του Ειρηνοδικείου Αθηνών Β. Σαράντης, ο οποίος κατέφυγε σε φιλικό του σπίτι στο Θησείο όπου συνελήφθη από µέλη της «Χ»και οδηγήθηκε στο Παγκράτι για να εκτελεστεί παραδειγµατικά το µεσηµέρι της 4ης Σεπτεµβρίου στην πολυσύχναστη πλατεία Πλαστήρα43.

Η κλιµάκωση της σύγκρουσης ανάµεσα στο ΕΑΜ και την κατοχική κυβέρνηση, η µετάβαση δηλαδή από τις µαζικές διεκδικήσεις µε πολιτικά µέσα στις ένοπλες συγκρούσεις, προκάλεσε την όξυνση του χάσµατος που χώριζε τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα και όσους εκφράζονταν πολιτικά από αυτά. Όσο, λοιπόν, πλησίαζε η ηµέρα της απελευθέρωσης, οι εντεινόµενες ένοπλες συγκρούσεις υπέσκαπταν τα θεµέλια της αναγκαίας, για τη συντοµότερη επιστροφή στην οµαλότητα µετά τον πόλεµο, πολιτικής ενότητας. ∆ιότι µπορεί σε επίπεδο ηγεσιών η εθνική ενότητα να επιτεύχθηκε µε τη «Συµφωνία του Λιβάνου», όµως η πραγµατικότητα που βίωναν οι κάτοικοι της Αθήνας και ιδιαίτερα αυτοί των συνοικιών, την καθιστούσε εξαιρετικά εύθραυστη.
 
Το πλήγµα που δέχθηκε η κοινωνική συνοχή από τις εµφύλιες συγκρούσεις δεν µπορούσε να αµβλυνθεί από το πανηγυρικό κλίµα των τελευταίων ηµερών της Κατοχής. Οι τραυµατικές εµπειρίες των «µπλόκων», των µαζικών εκτελέσεων, των φυλακίσεων, των βασανισµών, των εκατέρωθεν δολοφονιών και της πολιτικής και οικονοµικής συνεργασίας µε τους κατακτητές υπήρξαν µερικά από τα στοιχεία που τραυµάτισαν ανεπανόρθωτα την κοινωνική συνοχή.
 
Σε µια νέα πόλη που προέκυψε µετά τη µικρασιατική καταστροφή µε την εισροή δεκάδων χιλιάδων προσφύγων, ο διχασµός αυτός αντανακλούσε σε µεγάλο βαθµό τις πολιτικές, οικονοµικές και κοινωνικές στρεβλώσεις του πρόσφατου µεσοπολεµικού παρελθόντος, όπως επανανοηµατοδοτήθηκαν µέσα από την εµπειρία του αντιστασιακού αγώνα κι εκφράστηκαν από το οργανωµένο αντιστασιακό κίνηµα. Στο πολιτικό κενό που προκάλεσε η στρατιωτική κατοχή, ο διχασµός της ελληνικής κοινωνίας, ενισχυόµενος από την επαναδιαπραγµάτευση του πρόσφατου παρελθόντος, δηµιούργησε το συγκρουσιακό υπόστρωµα που, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, ενεργοποιήθηκε στα «∆εκεµβριανά». Στη βάση της ελληνικής κοινωνίας, οι προϋποθέσεις για την εκδήλωση της ένοπλης σύγκρουσης του ∆εκέµβρη είχαν τεθεί πολύ πριν από την αιµατηρή καταστολή της ΕΑΜικής διαδήλωσης της 3ης ∆εκεµβρίου 1944 στην πλατεία Συντάγµατος.

 Παραπομπές:

31 Εφημερίδα Καθημερινή, 16.7.1944

32 ∆ελτίο συμβάντων του Ι΄ Αστυνομικού Τμήματος, Αρχείο Αρ. Κουτσουμάρη, ΕΛΙΑ.

33 Λευτέρης Ευαγγελίδης, συνέντευξη 13.4.2007.

34 Αρχείο Μ.Ο.∆. Αθηνών - ∆ικαστικά (1947), ΓΑΚ

35 ∆ελτίο συμβάντων του ΚΒ΄ Αστυνομικού Τμήματος, φακ. 46, αρχείο Αρ. Κουτσουμάρη, ΕΛΙΑ.

36 ∆ελτίο συμβάντων του ΚΒ΄ Αστυνομικού Τμήματος, φακ. 46, αρχείο Αρ. Κουτσουμάρη, ΕΛΙΑ. 

37 Λευτέρης Ευαγγελίδης, συνέντευξη 13-4-2007

38 Μιχάλης Λιαρούτσος, συνέντευξη 10-7-2006.

39 Οι Παπαγεωργίου ήταν οικογένεια στρατιωτικών. Ο μεγαλύτερος γιος και εύελπις, Νίκος Παπαγεωργίου, ηγήθηκε μιας ομάδας ενόπλων μαζί με τα δύο μικρότερα αδέλφια του, η οποία συνεργαζόταν στενά με την οργάνωση «Χ». Με βάση το τριώροφο σπίτι της οικογένειας στο κέντρο του Παγκρατίου, όπου στρατωνίζονταν 20-30 ένοπλοι, η ομάδα Παπαγεωργίου είχε ως στόχο να περιορίσει την επέκταση του ΕΑΜ στο «αστικό» Παγκράτι. 

40 Εφημερίδα Ελευθερία, 4.9.1944.

41 Εφημερίδα Ελευθερία, 5.9.1944.

42 Εφημερίδα Ελευθερία, 6.9.1944. Πάντως, σε αντίθεση με τις προφορικές μαρτυρίες περί εκτελέσεων κατοίκων της Καισαριανής και του Βύρωνα στα συγκεκριμένα «μπλόκα», στο Αρχείο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών καταγράφονται τουλάχιστον δέκα άτομα ως θύματα, τα οποία στην πλειονότητά τους κατοικούσαν στο Παγκράτι. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί απόλυτα τις μαρτυρίες, καθώς όποτε δινόταν η ευκαιρία οι κάτοικοι των ανατολικών συνοικιών έθαβαν τους νεκρούς τους χωρίς αυτοί να σταλούν στο νεκροτομείο και άρα να καταγραφούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες.

 43 Αρχείο Ειδικού ∆ικαστηρίου Αθηνών, ΓΑΚ και Αρχείο Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών

 ΠΗΓΕΣ 

Αρχεία

Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών 

Αρχείο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, Μητρώο Νεκροτομών.

Γενικά Αρχεία του Κράτους:

Αρχείο Ειδικού ∆ικαστηρίου Αθηνών, Πρακτικά συνεδριάσεων 1945-1948.

Αρχείο Μικτών Ορκωτών ∆ικαστηρίων, Πρακτικά συνεδριάσεων 1945-1947.

Μικρές Συλλογές ΓΑΚ, Κ163, Αρχείο Ηρακλή Πετιμεζά.

Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο

Αρχείο Αριστοτέλη Κουτσουμάρη.

Αρχείο παράνομου αντιστασιακού Τύπου.

∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού

Έκθεση Παναγιώτη Κυριακού

Περί της Ιστορίας του Συν/τος Ευζώνων Ασφαλείας Αθηνών, με ημερομηνία 18-4-1957.
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αυδής Αλέξανδρος, Οι Μπουραντάδες, Αθήνα, Νέα Θέσις, 2006.

Βερέμης Θάνος, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική, Αθήνα, Κούριερ, 2000.

∆έπος Ελευθέριος, «Η διάσπασις αρχίζει εις τον Ε∆ΕΣ Αθηνών. Μάιος 1943: Τα πρακτικά
της συνεδριάσεως της Επαναστατικής Επιτροπής», Ιστορικόν Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως, 1960, τ. 27-28, 49.

Ζάννας Αλέξανδρος, Η κατοχή: αναμνήσεις-επιστολές, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1964.

Ζέκεντορφ, Μάρτιν, Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό. Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991.

Καβάλα Μαρία, «Πείνα και επιβίωση. Αντιμετώπιση των στερήσεων στην κατεχόμενη Ελλάδα», στο Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000.

Η εμπόλεμη Ελλάδα 1940-1949. Αλβανικό Έπος - Κατοχή και Αντίσταση - Εμφύλιος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, τόμ. 8, 49-62.

Κουκουλές Γ. Φ., «Η συμβολή του Εθνικού Εργατικού Απελευθερωτικού Μετώπου στον αγώνα για την επιβίωση (1941-1944)», Αρχειοτάξιο, 2001, 3:94-104.

Κωτσάκης Σπύρος, Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Aντίστασης στην Αθήνα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986.

Λούκος Χρήστος, «Η πείνα στην Κατοχή. ∆ημογραφικές και κοινωνικές διαστάσεις», στο
Χρήστος Χατζηιωσήφ & Προκόπης Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940-1945. Κατοχή - Αντίσταση, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007, τόμ. Γ2, 219-261.

Μακρής Ορέστης, Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1985.

Μαργαρίτης, Γιώργος, Από την ήττα στην εξέγερση. Ελλάδα: άνοιξη 1941 - φθινόπωρο
1942, Αθήνα, Πολίτης, 1993.

Μπουρνόβα Ευγενία, «Θάνατοι από πείνα. Η Αθήνα το χειμώνα του 1941-1942», Αρχειοτάξιο, 2005, 7:52-73.

Χρηστίδης Χριστόφορος, Χρόνια Κατοχής 1941-1944: μαρτυρίες ημερολογίου, Αθήνα, [χ.ε], 1971

 ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

 

{[['']]}

Πτυχές της εμφύλιας σύγκρουσης στην κατοχική Αθήνα - Μέρος 2ο

Συνέχεια από εδώ

Η εφαρµογή του προπολεµικού «ιδιωνύµου» από τα «Σώµατα Ασφαλείας», ακόµη και κάτω από συνθήκες ξένης στρατιωτικής κατοχής, πιστοποιούσε τον ταξικό χαρακτήρα της αντι-ΕΑΜικής πολιτικής της κυβέρνησης Ράλλη. Αν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέµου η δίωξη των κοµµουνιστών ήταν συνυφασµένη µε την προάσπιση του αστικού καθεστώτος, κατά τη διάρκεια της Κατοχής η επιδίωξη αυτή τοποθετούσε τα «Σώµατα Ασφαλείας» στο στρατόπεδο των κατακτητών.  

Ο ταξικός χαρακτήρας της ένοπλης σύγκρουσης

Η βίαιη καταστολή που εφάρμοσαν τα «Σώματα Ασφαλείας», μετέβαλλε τα έως τότε δεδομένα οργάνωσης κι ανάπτυξης του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα. Η μεγάλη διαδήλωση στις 22 Ιουλίου 1943 ενάντια στην επέκταση της ζώνης κατοχής του βουλγαρικού στρατού στην Μακεδονία άφησε τουλάχιστον 59 νεκρούς και τραυματίες διαδηλωτές στους κεντρικούς δρόμους της πόλης 18

Λίγους μήνες μετά, πραγματοποιήθηκε η πρώτη σημαντική επιχείρηση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» στην Αθήνα. Στις 27 Νοεμβρίου 1943, στο «μπλόκο των νοσοκομείων», οι δυνάμεις ασφαλείας συνέλαβαν και φυλάκισαν περισσότερους από 1.500 ανάπηρους του αλβανικού μετώπου19, οι οποίοι μέχρι την απελευθέρωση αποτέλεσαν δεξαμενή άντλησης ατόμων προς εκτέλεση σε αντίποινα για
την ΕΑΜική δράση.

Το υψηλό κόστος, που πλήρωνε πλέον το ΕΑΜ σε ανθρώπινες ζωές, οδήγησε στο μετασχηματισμό της δράσης του στην πρωτεύουσα. Από τους ευάλωτους μαζικούς χώρους (εκπαιδευτικά ιδρύματα, εργοστάσια, δημόσιες υπηρεσίες) η αντιστασιακή δράση μεταφέρθηκε στις συνοικίες, όπου το ΕΑΜ είχε ήδη ισχυρή παρουσία20. Ουσιαστικά, με την αναδιάρθρωση αυτή το ΕΑΜ αναζήτησε στις
συνοικίες ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για την ανάπτυξη των πολυάριθμων πλέον ομάδων του.

Η δράση των «Σωμάτων Ασφαλείας» ακολούθησε αυτή την εξέλιξη στρεφόμενη κατά των ΕΑΜικών συνοικιών. Όμως, η άσκηση ένοπλης βίας κατά των συνοικιών διέφερε, ως προς τα αποτελέσματα που παρήγαγε, από την αντίστοιχη στους μαζικούς χώρους. Κι αυτό διότι, εάν στους μαζικούς χώρους η ένοπλη καταστολή στρεφόταν κυρίως κατά των μελών των ΕΑΜικών οργανώσεων, στις συνοικίες έπληττε αδιακρίτως το σύνολο των κατοίκων τους.

Ο αριθμός και η δύναμη πυρός των «Ταγμάτων Ασφαλείας», τους επέτρεψε να επιχειρήσουν σε γειτονιές που μέχρι τις αρχές του 1944 ήταν απροσπέλαστες για το αντι-ΕΑΜικό στρατόπεδο. Από τον Απρίλιο του 1944 ξεκίνησαν οι σχεδόν καθημερινές ένοπλες συμπλοκές και μάχες στην Αθήνα21. Πέρα από τις εφόδους των «Ταγμάτων Ασφαλείας» και της «Ειδικής Ασφάλειας», το στοιχείο που άλλαξε άρδην τη χωροταξία της ένοπλης σύγκρουσης στην πόλη υπήρξε η διενέργεια των «μπλόκων» το καλοκαίρι του 1944. 

Τα «μπλόκα» προκάλεσαν τη διάχυση του τρόμου σε Αθήνα και Πειραιά, καθώς δε στρέφονταν αποκλειστικά κατά των μελών του ΕΑΜ, αλλά απειλούσαν το σύνολο των κατοίκων. Η διάχυση της βίας σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού μεγάλωσε το χάσμα ανάμεσα στους Έλληνες που δοκιμάζονταν από την στρατιωτική κατοχή και αυτούς που συνεργάζονταν με τους κατακτητές, οδηγώντας σε περαιτέρω κλιμάκωση της βίας.

Τα «μπλόκα» εξυπηρετούσαν τις επιδιώξεις της κυβέρνησης Ράλλη, η οποία απέβλεπε στη μεγαλύτερη δυνατή εξασθένιση του ΕΑΜικού κινήματος, όσο η γερμανική παρουσία της προσέφερε την απαιτούμενη κάλυψη. Παράλληλα, η τακτική αυτή αποτελούσε και ένα σαφές μήνυμα προς την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. 

Σε πολιτικό επίπεδο, η κυβέρνηση Ράλλη είχε επωμιστεί την αναχαίτιση του ΕΑΜ που συνιστούσε απειλή για το σύνολο του αστικού κόσμου. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, τα «Τάγματα Ασφαλείας» αποτελούσαν τις μοναδικές ένοπλες δυνάμεις που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα, αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών και πριν την άφιξη της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, τα «μπλόκα» εξυπηρετούσαν και τις γερμανικές αρχές κατοχής. 

Το καλοκαίρι του 1944, η πιθανολογούμενη συμμαχική απόβαση στην Ελλάδα, μεγιστοποιούσε τα προβλήματα που δημιουργούσαν οι εστίες αντίστασης στον ελλαδικό χώρο, ενώ η ανάγκη σε εργατικό δυναμικό για τα πολεμικά εργοστάσια του Ράιχ γινόταν όλο και πιο επιτακτική. Παράλληλα, η υποδαύλιση των εμφύλιων συγκρούσεων θα εξασφάλιζε στο γερμανικό στρατό καλύτερες συνθήκες απαγκίστρωσης κατά την αναμενόμενη αποχώρησή του. Στην προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν τις ανάγκες αυτές, οι γερμανικές αρχές κατοχής κατέφυγαν στη λύση των μαζικών συλλήψεων με τη διενέργεια «μπλόκων»:
«Ο Στρατιωτικός ∆ιοικητής Ελλάδας με παρακάλεσε σήμερα να σας αναφέρω ότι σκοπεύει, σαν μέτρο ασφάλειας εναντίον εσωτερικών ταραχών στην Αθήνα, σε περίπτωση [συμμαχικής] εισβολής, να διατάξει από τώρα την προληπτική σύλληψη από κομμουνιστικές αθηναϊκές συνοικίες όλων των ανδρών ηλικίας μεταξύ 16 και 50 χρόνων, εφόσον δεν εργάζονται για τη γερμανική Βέρμαχτ ή άλλα γερμανικά συμφέροντα, και να τους στείλει αμέσως για δουλειά στη Γερμανία»22

 Η γεωγραφία των μπλόκων στις «κομμουνιστικές αθηναϊκές συνοικίες» δίνει την ουσία της πολιτικής που ακολούθησαν οι δύο συνεργαζόμενες πλευρές. Όλα τα «μπλόκα» πραγματοποιήθηκαν σε προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά το τελευταίο εξάμηνο της Κατοχής, με αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 1944: στην Καλογρέζα, στις 15 Μαρτίου 1944 με 160 συλληφθέντες και 23 επί τόπου εκτελεσθέντες · στη Γούβα, στις 18 Ιουνίου και 4 Ιουλίου με 1.200 συλληφθέντες
συνολικά · στο Βύρωνα, την 1η και 7η Αυγούστου με 1.200 συλληφθέντες συνολικά και 12 επιτόπου εκτελεσθέντες · στο Κατσιπόδι (σημερινή ∆άφνη), το Φάρο Ν. Σμύρνης και το ∆ουργούτι (σημερινό Ν. Κόσμο), στις 9 Αυγούστου με 5.000 συλληφθέντες και 190 περίπου επιτόπου εκτελεσθέντες · στην Κοκκινιά, στις 17 Αυγούστου με 3.000 συλληφθέντες και 137 επιτόπου εκτελεσθέντες · στην Καλλιθέα, στις 24, 25 και 28 Αυγούστου με 93 συνολικά εκτελεσθέντες · και στα Παλαιά Σφαγεία δύο ημέρες μετά με 22 εκτελεσθέντες. Από τα ανωτέρω προκύπτει μια σαφής εικόνα της γεωγραφίας των
«μπλόκων» στην Αθήνα και τον Πειραιά23.

Πέρα από το αριθμητικό αποτέλεσμα των επιχειρήσεων κατά των προσφυγικών συνοικιών, ιδιαίτερη σημασία έχει η πολιτική επιλογή που οδήγησε σε αυτές. Πολιτική επιλογή η οποία αντανακλούσε τη σύγκρουση ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα που διεκδικούσαν, μέσω του ΕΑΜ, κεντρική θέση στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού πολιτικού σκηνικού και τις δυνάμεις που προασπίζονταν το αστικό πολιτικό καθεστώς. 

Η ταξική γεωγραφία των «μπλόκων» είναι εμφανής. Στις συνοικίες αυτές κατοικούσαν εργατικά στρώματα, τα οποία ριζοσπαστικοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, βιώνοντας την εμπειρία του λιμού και εμπνεόμενα από το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα. Η μεγάλη υποστήριξη που απολάμβανε το ΕΑΜ σε αυτές τις συνοικίες πιστοποιούσε την απομάκρυνση σημαντικών τμημάτων του προσφυγικού κόσμου από τη βενιζελική παράταξη και κατ’ επέκταση από τον αστικό πολιτικό χώρο. Αυτή η μετατόπιση του προσφυγικού πληθυσμού της πρωτεύουσας προς τα αριστερά τον μετέτρεψε σε στόχο της αντι-ΕΑΜικής ένοπλης βίας των «Σωμάτων Ασφαλείας» και των δυνάμεων κατοχής. Η άσκηση ένοπλης τρομοκρατίας, η φυσική εξόντωση με τις μαζικές εκτελέσεις και η ιδιότυπη εξορία του ενεργού ανδρικού πληθυσμού στα εργοστάσια της ναζιστικής Γερμανίας είχαν ως στόχο την κάμψη του ΕΑΜικού κινήματος και, συνεπώς, την αποδυνάμωση του βασικού εχθρού που είχε να αντιμετωπίσει ο αστικός πολιτικός κόσμος στη μεταπολεμική Αθήνα.

 Κοινότητες σε κίνδυνο: οι πολιτισμικές πτυχές μιας ταξικής σύγκρουσης

 Η ταύτιση των προσφύγων με το ΕΑΜ δεν ήταν τυχαία. Σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι κάτοικοι των προσφυγικών συνοικιών διεκδικούσαν συλλογικά, και σε πολλές περιπτώσεις δυναμικά, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους, συγκρουόμενοι με την εκάστοτε κεντρική εξουσία24. Οι αγώνες τους δημιούργησαν ένα υπόστρωμα ανυπακοής, η συλλογική εκδήλωση του οποίου ενίσχυε την κοινωνική συνοχή των προσφυγικών κοινοτήτων. Παρά το γεγονός ότι η κοινωνική περιθωριοποίηση των προσφύγων είχε πολιτικά και οικονομικά αίτια, ερμηνευόταν από τους ίδιους στο πολιτισμικό πλαίσιο που οριζόταν από τη διαμάχη τους με τους «παλαιοελλαδίτες», ως αποτέλεσμα δηλαδή του γεγονότος ότι η κεντρική διοίκηση και η οικονομική ζωή της πόλης βρίσκονταν στα χέρια των τελευταίων.

Η πολιτισμική ερμηνεία των κοινωνικών εντάσεων, η οποία καλλιεργούνταν σε μεγάλο βαθμό από τα πολιτικά πελατειακά δίκτυα την περίοδο του Μεσοπολέμου με στόχο τον αποσυσχετισμό τους από τις πολιτικές – ταξικές παραμέτρους τους, ατόνησε κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Αυτό οφειλόταν, τουλάχιστον σε ότι αφορά στη νεολαία των προσφυγικών συνοικιών που εντάχθηκε μαζικά στο ΕΑΜ, στην προβολή του πολιτικού έναντι οποιουδήποτε άλλου ερμηνευτικού μοντέλου της κοινωνικής πραγματικότητας από την πλευρά του ΕΑΜικού λόγου. Όμως, για ένα σημαντικό κομμάτι των μεγαλύτερων σε ηλικία κατοίκων, η ένοπλη βία των «Σωμάτων Ασφαλείας» έγινε αντιληπτή κυρίως στην πολιτισμική της διάσταση ως μια εξωτερική απειλή που έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή της τοπικής κοινότητας. Για αυτούς τους ανθρώπους, η συσπείρωση γύρω από το ΕΑΜ υπήρξε αποτέλεσμα κυρίως της σύμπραξης με το μοναδικό οργανωμένο φορέα που μπορούσε να αντισταθεί στις διαλυτικές συνέπειες της βίας των «Σωμάτων Ασφαλείας».

Αυτή η πολιτισμική διάσταση της σύγκρουσης ατόνησε μετά τη δεκαετία του 1940. Η Κατοχή, ο Εμφύλιος και οι μετεμφυλιακές διώξεις των αριστερών εδραίωσαν ως μοναδικό ερμηνευτικό πλαίσιο για τη δεκαετία του 1940 αυτό που καθορίζονταν από την πολιτική σύγκρουση ∆εξιάς και Αριστεράς, παραμερίζοντας κάθε άλλο. Παρ’ όλα αυτά, στο περιθώριο του μνημονικού πεδίου εμφανίζονται
αφηγήσεις σαν και αυτή του Καισαριανιώτη Σαράντη Μολυνδρή. Σύμφωνα με τον Μολυνδρή, η αυθαίρετη δράση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» κατά της Καισαριανής, η οποία εκδηλώθηκε για πρώτη φορά όταν ένας 17χρονος Καισαριανιώτης κατατάχθηκε στα Τάγματα και σε ένα διαπληκτισμό με το συνομήλικο και γείτονά του Α. Σπανό τον πυροβόλησε και τον σκότωσε, δημιούργησε την ανάγκη οργάνωσης ενόπλων ομάδων αυτοάμυνας για την προάσπιση της συνοικίας:
«Από κείνη τη στιγμή [της δολοφονίας] άρχισε ο ένοπλος αγώνας. Εκείνο το βράδυ βγήκε το πρώτο χωνί στη Καισαριανή, τηλεβόας και βγήκε Αναξαγόρα και Βρυούλων και μιλούσε ένας ονόματι Βυζανιάρης. Γιατί τώρα οι τσολιάδες είχαν βάλει στόχο τη Καισαριανή; Έχω την εντύπωση ότι το μικρασιατικό στοιχείο, η φλέβα αυτή, έφταιγε σε κάποιους, τους εμπόδιζε σε κάτι και ερχόντουσαν χωρίς λόγο και ανεβαίνανε την Καισαριανή, μπαίναν μες στα σπίτια με το πρόσχημα να ελέγξουν, να ψάξουν. Να ψάξουν τι; Αφού δεν υπήρχε κανένας τότε. Βρίζανε με το πιο χυδαίο τρόπο, ό,τι μπορούσαν να κλέψουν το κλέβανε και από κει και πέρα άρχισε μια αυτοάμυνα, θα λέγαμε, του συνοικισμού και βρεθήκανε καμία δεκαριά άτομα και λένε εμείς δεν θα αφήσουμε
τσολιά να μπαίνει στη Καισαριανή»25. 

Για τους νέους των προσφυγικών συνοικιών, τόσο η ένταξη στο ΕΑΜ, λόγω κυρίως της έξαρσης του πατριωτικού στοιχείου, όσο και η πολιτικοποίησή τους, αποτέλεσμα των ζυμώσεων που συντελέστηκαν κατά τη συμμετοχή τους στις οργανώσεις του, υπήρξαν στοιχεία συγκρότησης ενός νέου πολιτισμικού πλαισίου αναφοράς. Η αντιστασιακή εμπειρία συγκρότησε μια νέα πολιτισμική ταυτότητα δομημένη πάνω στα κύρια χαρακτηριστικά του ΕΑΜικού αντιστασιακού πνεύματος (ισότητα, πρωτοβουλία, συλλογική δράση). 

Μέσα από τη συμμετοχή τους στην ΕΠΟΝ, νέες και νέοι ταυτίστηκαν περισσότερο με τις καινοτόμες εμπειρίες και αντιλήψεις που γέννησε το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα και δευτερευόντως με τη θεωρητική υπόστασή του. Τα λόγια του Γιάννη Σιδέρη, μέλους της ΕΠΟΝ Παγκρατίου, είναι χαρακτηριστικά:
«Τα παιδιά της ΕΠΟΝ… Ένα 5% είχανε διαβάσει μαρξισμό, είχανε διαβάσει τους κλασικούς του μαρξισμού… ∆εν ξέρανε τι επιδιώκει το κομουνιστικό κόμμα, όχι το κόμμα το ελληνικό, η επανάσταση του ’17… Νομίζανε ότι θα κάνουμε ένα σοσιαλισμό… Και μετά το σοσιαλισμό θα γίνει μια ωραία κοινωνία, σοσιαλιστική. Μέχρι εκεί. Το αταξικό δεν υπήρχε ως καλλιέργεια στους κόλπους μας… Είχαμε έναν πατριωτικό χαρακτήρα για μια δικαιότερη κοινωνία. Πιστεύαμε ότι το κόμμα θα φτιάξει έτσι τα πράγματα που οι άνθρωποι θα ζούνε καλύτερα, έτσι με ασάφεια»26.

 Τα παιδιά αυτά που δεν είχανε διαβάσει μαρξισμό, πολεμώντας για το ασαφές αυτό όραμα μιας δικαιότερης κοινωνίας μετά τον πόλεμο, διεκδικούσαν την εδραίωση της ΕΑΜικής αντιστασιακής εμπειρίας σε καιρό ειρήνης. Με άλλα λόγια πολεμούσαν για την επικράτηση αυτού που είχαν βιώσει μέσα από τη συμμετοχή τους στο ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα. Γι’ αυτά τα παιδιά, το διακύβευμα της ένοπλης σύγκρουσης νοηματοδοτούνταν πρωτίστως από τα νέα στοιχεία συγκρότησης της ταυτότητάς τους που πήγαζαν από την ΕΑΜική αντιστασιακή δράση και δευτερευόντως από τα δεδομένα που έθετε η θεωρητική – ιδεολογική διάστασή της.
Ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές ζυμώσεις, το σύνολο των κατοίκων των προσφυγικών συνοικιών διεκδίκησε με τη συμμετοχή του ή την υποστήριξή του στο ΕΑΜ την υλοποίηση των ανεκπλήρωτων προσδοκιών του Μεσοπολέμου. Μια διεκδίκηση η οποία, παράλληλα με την πολιτική, έφερε και μια πολιτισμική διάσταση που διαμόρφωσε τις επιλογές τους και τη στάση τους απέναντι στην ένοπλη βία των «Σωμάτων Ασφαλείας».

3. Οι συνέπειες της ένοπλης σύγκρουσης σε τοπικό επίπεδο. Η περίπτωση των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας

Η ένοπλη βία στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας απειλούσε άμεσα την κοινωνική τους συνοχή. Τα πρώτα ρήγματα είχαν παρουσιαστεί από το 1943, όταν κατά τη δημιουργία των «Ευζωνικών Ταγμάτων» κάποιοι από τους κατοίκους τους εντάχθηκαν σε αυτά. Όπως καταγράφεται στις προφορικές μαρτυρίες ακόμη και τοπικών μελών του ΕΛΑΣ, η κοινότητα προσπάθησε αρχικά να διατηρήσει τη συνοχή της, εκλαμβάνοντας την ένταξη μελών της στα «Ευζωνικά Τάγματα» ως μια
πράξη που δεν στρέφονταν εναντίον της, αλλά είχε να κάνει με την ικανοποίηση βιοποριστικών αναγκών.

Στη λογική της διατήρησης της συνοχής της τοπικής κοινότητας, το βράδυ της 2ας ∆εκεμβρίου 1943, δύο μικρασιατικής καταγωγής ομαδάρχες της ΕΠΟΝ Βύρωνα, ο Μπάμπης Μπαγτζόγλου και ο Σοφοκλής Ζάκκας, επισκέφτηκαν τον επίσης Μικρασιάτη Τριαντάφυλλο Γ. στο σπίτι του στο Βύρωνα, με στόχο να του ζητήσουν να παραιτηθεί από τα Τάγματα και να σταματήσει τη στρατολόγηση στο
Βύρωνα27, μια κίνηση την οποία η κλιμάκωση της βίας λίγους μήνες αργότερα θα την καθιστούσε αδιανόητη. Ο τρόπος με τον οποίο οι δύο ομαδάρχες επιδίωξαν την ικανοποίηση του αιτήματος αυτού είναι άγνωστος. Γεγονός είναι ότι ο Τριαντάφυλλος Γ. σκότωσε τους δύο νέους και τον Αντώνη Απαρτόγλου που βρίσκονταν έξω από το σπίτι του28. Μέχρι το συμβάν αυτό, που προκάλεσε το θάνατο τριών κατοίκων του Βύρωνα, ο Τριαντάφυλλος Γ., παρά το γεγονός ότι ήταν αξιωματικός των
«Ευζωνικών Ταγμάτων», συνέχιζε να ζει στη συνοικία. Μετά το επεισόδιο, αυτός και η οικογένειά του την εγκατέλειψαν, για να αποφύγουν τα αντίποινα από την πλευρά του ΕΑΜ.

Σε αυτή, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η ιδιότητα του μέλους των «Ευζωνικών Ταγμάτων» δεν συνεπαγόταν την έξοδο από την τοπική κοινότητα.
Οι σχέσεις συγγένειας, γειτονίας και κοινής καταγωγής λειτούργησαν ως ένα πλαίσιο εντός του οποίου αποδομήθηκε, τουλάχιστον αρχικά, η προδοτική εικόνα του «ταγματασφαλίτη». Απόρροια αυτού ήταν η ανοχή που επιδείκνυαν ακόμη και τα μέλη του ΕΛΑΣ απέναντι στην παρουσία των ατόμων αυτών μέσα στις συνοικίες. Το συμβάν που ανέφερε ο δωδεκάχρονος το 1943 Γιώργος Τάλαρης δημιούργησε αίσθηση στην Καισαριανή:
«Ήτανε πείνα και καλούσανε να πάνε εθελοντές τσολιάδες... Μισθό καλό, φαΐ καλό για την οικογένειά του. Φεύγει αυτηνής ο πατέρας και πάει και γίνεται τσολιάς. Και ερχότανε με τα ρούχα τα τσολιαδίστικα εδώ πέρα, με την αραβίδα.
Τότε το ΕΛΑΣ εδώ άρχισε να οργανώνεται και ερχόντουσαν και από άλλες συνοικίες. Και του λέγαν τώρα οι ΕΛΑΣίτες, αφού τον ξέραν, γειτόνοι όλοι εδώ πέρα ήταν: “ρε συ μην έρχεσαι με τα ρούχα τα τσολιαδίστικα. Είναι και ξένοι, θα σε δει κανένας και θα σε σκοτώσει”. Νομίζεις ότι έπρεπε να πάρει εντολή;
“Άντε ρε!” [τους απαντούσε αυτός]. Ήρθε εδώ πέρα, κάθισε, έφαγε το μεσημέρι και μετά πήρε το όπλο όπως τη μαγκούρα και κατέβαινε την κατηφόρα εκεί.
Τον είδαν κάποιοι και τον σκότωσαν. Τον σκότωσαν εν ψυχρώ»29.

Το 1943, όταν οι συγκρούσεις πραγματοποιούνταν στο κέντρο της πόλης, οι συνοικίες ζούσαν στον παλμό μιας συνεχούς κινητοποίησης των νέων, για την οργάνωση και την υλοποίησή τους. Αν και γινόταν αντιληπτή, η βία βρισκόταν εκτός των «τειχών». Η κατάσταση όμως άλλαξε από την άνοιξη του 1944, όταν τα «Σώματα Ασφαλείας» άρχισαν τις επιχειρήσεις εναντίον των συνοικιών. Εκτός λοιπόν από τη νεολαία, η πλειονότητα των κατοίκων των ανατολικών συνοικιών, ανθρώπων που δεν υπήρξαν έως τότε και ούτε έγιναν αργότερα μέλη των EAMικών οργανώσεων, συσπειρώθηκε γύρω από αυτές, για να προστατεύσουν τα νεότερα μέλη των συνοικιών που συμμετείχαν ενεργά στο EAMικό κίνημα και, μέσω αυτών, τη συνοχή ολόκληρης της κοινότητας.

 Αν για κάποιους από τους κατοίκους των αστικών συνοικιών της Αθήνας, τα «Ευζωνικά Τάγματα», η
«Ειδική Ασφάλεια» και το «Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων», αποτελούσαν όργανα διαφύλαξης της τάξης, για τους κατοίκους των προσφυγικών συνοικιών συνιστούσαν ένα εξωτερικό κίνδυνο. Η απειλή αυτή συγκροτούνταν γύρω από την έννοια του «ξένου», σε αντιδιαστολή με τα μέλη των EAMικών οργανώσεων που ήταν παράλληλα και μέλη της τοπικής κοινότητας.

Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι οι ανατολικές συνοικίες, και ιδιαίτερα η Καισαριανή, υπήρξαν τόποι επανασυγκρότησης ελληνικών κοινοτήτων από τα παράλια της Μ. Ασίας, συνοικίες δηλαδή που κατοικούνταν από πολυμελείς οικογένειες οι οποίες συνδέονταν με ευρύτατα συγγενικά και φιλικά δίκτυα. Το ξέσπασμα της βίας στις συνοικίες οδήγησε στη συσπείρωση των κατοίκων τους γύρω από τα μέλη των EAMικών οργανώσεων που ήταν παράλληλα μέλη των πολυάνθρωπων αυτών δικτύων. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους «ξένους» ενόπλους των «Σωμάτων Ασφαλείας», το ΕΑΜ είχε βαθιές ρίζες στις τοπικές κοινωνίες, γεγονός που είχε την αντανάκλασή του στη στάση που κράτησαν οι ανοργάνωτοι κάτοικοι των συνοικιών κατά τη διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων:
«Και του ’λεγε η γιαγιά του τσολιά, του συνεργάτη, του Μπουραντά: “από κει θα πάτε και είναι λεφούσι”. Αντιπερισπασμός δηλαδή. Και εκείνη ήξερε εμείς από που φύγαμε. “Έλα γιόκα μου να σου δώσω μια κότα”, αυτοί ερχόντουσαν για πλιάτσικο… Ήτανε δέκα οι Τσολιάδες, διμοιρία ολόκληρη και τους έλεγες εσύ, η γιαγιά, η μεγάλη, η γυναίκα, η μάνα “τράβα να πας από κείνο το τετράγωνο όχι από τούτο”. ∆εν ήταν καλύτερο από μάχη; Σαν να κρατούσες πολυβόλο, να διώξεις τόσους για να γλιτώσουν οι άλλοι από δω;»30.

Η αντεκδίκηση: από την απρόσωπη ένοπλη αντιπαράθεση στις στοχευμένες δολοφονίες

Η κλιμάκωση της ένοπλης σύγκρουσης ανάμεσα στις ΕΑΜικές οργανώσεις και τα «Σώματα Ασφαλείας», προκάλεσε την ανάπτυξη νέων πεδίων εκδήλωσης της βίας. Παράλληλα, λοιπόν, με τη διενέργεια των «μπλόκων» ή των εφόδων στις συνοικίες από τα «Σώματα Ασφαλείας», σε όλη τη διάρκεια του 1944 και ιδιαίτερα από το καλοκαίρι και μετά, η ένοπλη σύγκρουση έλαβε και τη μορφή των εκατέρωθεν δολοφονικών επιχειρήσεων, οδηγώντας σε ένα συνεχώς ογκούμενο κύκλο
αντιποίνων.

 ***

18 «Κατάστασις ονομαστική των φονευθέντων και τραυματισθέντων κατά την απεργίαν της 22 Ιουλίου
1943», Μικρές Συλλογές Γενικών Αρχείων του Κράτους, Κ163, Αρχείο Ηρακλή Πετιμεζά.

19 Έκθεση Αριστοτέλη Κουτσουμάρη για την κατάσταση των πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές της Αθήνας, Αρχείο Α. Κουτσουμάρη, φακ. 52, ΕΛΙΑ.

20 Για την ανασυγκρότηση του ΕΛΑΣ της Αθήνας, Σπύρος Κωτσάκης,
Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986, 154.

21 Ως πρώτη μάχη του ΕΛΑΣ της Αθήνας με τα «Σώματα Ασφαλείας», έχει καταγραφεί η σύγκρουση της 5ης Απριλίου 1944 στα Ιλίσια, η οποία επεκτάθηκε σε Καισαριανή και Βύρωνα όταν, μετά τον απαγχονισμό 5 μελών του ΕΑΜ Νοσοκομείου Συγγρού σε αντίποινα για τη δολοφονία ενός αξιωματικού των «Ταγμάτων Ασφαλείας», ομάδες του ΕΛΑΣ επιχείρησαν να πάρουν τα πτώματα που
«εκτίθονταν» προς παραδειγματισμό σε πλατεία των Ιλισίων, φυλασσόμενα από δυνάμεις των
«Ταγμάτων Ασφαλείας». Βλ. σχετικά Ορέστης Μακρής, Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1985, 53. 

22 Τηλεγράφημα της υπηρεσίας του Ειδικού Πληρεξουσίου του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών στην Αθήνα με ημερομηνία 5 Ιουλίου 1944, όπως παρατίθεται στο Μάρτιν Ζέκεντορφ,
Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό. Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991, 235.

 23 Οι αριθμοί συλληφθέντων και εκτελεσθέντων προέρχονται από τα δελτία συμβάντων των κατά τόπους αστυνομικών τμημάτων, Αρχείο Αριστείδη Κουτσουμάρη, ΕΛΙΑ, καθώς και από το Αρχείο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών.

 24 Χαρακτηριστικά είναι τα όσα συνέβησαν τον Ιούλιο του 1925 σε Βύρωνα και Καισαριανή, όταν κάτοικοί τους, που ζούσαν σε σκηνές και παράγκες, κατέλαβαν τα οικήματα που προορίζονταν για τους πρόσφυγες οι οποίοι διέμεναν προσωρινά σε επιταγμένα σπίτια Αθηναίων. Μετά από άκαρπες διαπραγματεύσεις, η επέμβαση ενός ουλαμού του Συντάγματος Κυνηγών οδήγησε σε γενικευμένα επεισόδια, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα συλλήψεις και σοβαρούς τραυματισμούς των γυναικών που πρωτοστάτησαν. Εφημερίδα Καθημερινή, 14.7.1925

25 Σαράντης Μολυνδρής, συνέντευξη 30.11.2003.

26 Γιάννης Σιδέρης, συνέντευξη 8.12.2007.

27 Ο Τριαντάφυλλος Γ. ήταν λοχαγός των «Ευζωνικών Ταγμάτων» που είχε αναλάβει τη στρατολόγηση κατοίκων του Βύρωνα

28 Εφημερίδα Ελευθερία, 29.12.1946 και Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά 134/∆εκέμβριος 1946,
ΓΑΚ.

29 Γιώργος Τάλαρης, συνέντευξη 27.3.2003

30 Ευτυχία Μορίκη, συνέντευξη 28-8-2003. Η Ευτυχία Μορίκη, γνωστή και ως «Μάνα της Καισαριανής», καθώς ήταν υπεύθυνη για τη σίτιση των μαχητών και μαχητριών του ΕΛΑΣ Καισαριανής, ήταν ΕΛΑΣίτισσα που έλαβε μέρος σε πολλές από τις μάχες των ανατολικών συνοικιών. 

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

{[['']]}

Πτυχές της εμφύλιας σύγκρουσης στην κατοχική Αθήνα - Μέρος 1ο

 

Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη*

Tον τελευταίο χρόνο της Κατοχής περισσότερα από 2.000 άτομα σκοτώθηκαν στην Αθήνα, λόγω της κλιμάκωσης της σύγκρουσης ανάμεσα στο ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα, την κατοχική κυβέρνηση και τις δυνάμεις κατοχής1

Σκοπός της παρούσας εισήγησης είναι να αναδείξει τις πολιτικο-κοινωνικές διεργασίες που οδήγησαν σε αυτή την κλιμάκωση, καθώς και κάποιες από τις μορφές που έλαβε η εμφύλια σύγκρουση στην κατοχική Αθήνα. ∆ιεργασίες οι οποίες, αν και συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ενσωμάτωσαν και μετασχημάτισαν πολλά από τα στοιχεία της προπολεμικής πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας.

1. Το πλαίσιο ανάπτυξης της πολιτικής αντιπαράθεσης Η απαξίωση του προπολεμικού αστικού πολιτικού κόσμου
Η στρατιωτική κατάληψη της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα υπήρξε αφετηρία για έναν κομβικής σημασίας πολιτικό μετασχηματισμό. Η εμπειρία της Κατοχής άλλαξε τη σχέση ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας με την πολιτική. Σε μια περίοδο ρήξης, όταν τα πάντα βρίσκονταν υπό διαπραγμάτευση, η αδυναμία του προπολεμικού πολιτικού κόσμου να εκφράσει τους κατακτημένους και η εμφάνιση των αντιστασιακών οργανώσεων μετέβαλαν προπολεμικές αντιλήψεις και βεβαιότητες.

Ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού, η αναχώρηση (για πολλούς φυγή) της ελληνικής κυβέρνησης και του βασιλιά στο εξωτερικό και η πλήρης αδράνεια που επέδειξαν οι πολιτικές προσωπικότητες του αστικού χώρου που παρέμειναν στην κατεχόμενη Ελλάδα, υπήρξαν οι κύριοι λόγοι που δημιούργησαν την αίσθηση εγκατάλειψης του λαού από την
πολιτική του ηγεσία στην πλέον κρίσιμη φάση του πολέμου. Πολύ σύντομα, η αίσθηση αυτή έγινε πραγματικότητα με τον πλέον τραγικό τρόπο. 

Ο λιμός του χειμώνα του 1941-1942 στην πρωτεύουσα προκάλεσε το θάνατο χιλιάδων κατοίκων2 της και υπήρξε η πρώτη συλλογική τραυματική εμπειρία που ενεργοποίησε διαδικασίες αντίστασης, περισσότερο σε πρακτικό παρά σε ιδεολογικό επίπεδο.
Οι στρατηγικές επιβίωσης, που ανέπτυξαν οι κάτοικοι της πόλης στον αγώνα τους να επιβιώσουν, χαρακτηρίστηκαν από δύο παραμέτρους, οι οποίες διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος. Η πρώτη είχε να κάνει με την ανάδυση της αυτενέργειας. Απέναντι σε μια κεντρική διοίκηση που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις επισιτιστικές ανάγκες των Αθηναίων, αυτοί ανακάλυψαν ποικίλους τρόπους παράκαμψής της, αναπτύσσοντας παράνομα δίκτυα προμήθειας τροφίμων και άλλων αγαθών πρώτης ανάγκης. 

Σύντομα, οι μεμονωμένες προσπάθειες άρχισαν να λαμβάνουν συλλογική μορφή, δημιουργώντας τα πρώτα οργανωτικά μορφώματα (προμηθευτικοί συνεταιρισμοί, λαϊκές επιτροπές κατοίκων)3.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά το μετασχηματισμό της κινητοποίησης για την επιβίωση σε συλλογικό αντιστασιακό αγώνα. Μέσα σε ένα περιβάλλον πλήρους πολιτικής αλλά και ηθικής απαξίωσης του
«παλαιού κόσμου»4, η δραστηριοποίηση μελών της οργανωμένης αντίστασης στα δίκτυα, που δημιουργήθηκαν από την αυτενέργεια των κατοίκων, μετέτρεψε τον ατομικό αγώνα για την επίλυση του επισιτιστικού σε κεντρικό πεδίο ανάπτυξης του αντιστασιακού κινήματος στην πόλη.

Έτσι, στο πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε -με ένα κομμάτι του να βρίσκεται στο εξωτερικό, ένα άλλο αδρανές στην Ελλάδα και ένα τρίτο να συνεργάζεται ανοικτά με τους κατακτητές- ο προπολεμικός αστικός πολιτικός κόσμος υπέστη μια πρωτόγνωρη ήττα και καταδικάστηκε στις συνειδήσεις μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Η ήττα όμως δεν περιορίστηκε στην αρνητική διάσταση της καταδίκης. Η ανάπτυξη μιας νέας πολιτικής κουλτούρας, όπως αυτή εκφράστηκε από το
αντιστασιακό κίνημα, έφερε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας σε επαφή με διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης και εκδήλωσης της πολιτικής έκφρασης. 

Οι εξελίξεις αυτές, από κοινού με τις σκληρές συνέπειες της στρατιωτικής κατοχής, μετέβαλαν τους προπολεμικούς κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς.
Στους μη προνομιούχους του Μεσοπολέμου, προστέθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, κοινωνικές ομάδες (δημόσιοι υπάλληλοι, έμποροι, βιοτέχνες) των οποίων η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε. Αυτή η υπό διαμόρφωση κοινωνική συμμαχία έλαβε πολιτικά χαρακτηριστικά μέσα από τις ζυμώσεις που σημειώθηκαν στη βάση της κοινωνίας, λόγω της εμπλοκής της οργανωμένης αντίστασης στον αγώνα για την επιβίωση. 

Με κεντρικό πεδίο εκδήλωσης το επισιτιστικό πρόβλημα, τα διοικητικά συμβούλια των εκατοντάδων προμηθευτικών συνεταιρισμών, που ιδρύθηκαν μέσα στην Κατοχή5, οι συνοικιακές Λαϊκές Επιτροπές και ποικίλες άλλες συλλογικότητες λειτούργησαν ως υπόστρωμα πάνω στο οποίο βασίστηκε η ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος στην πόλη.

Από τα πολιτικά κόμματα στις αντιστασιακές οργανώσεις

Η απαξίωση του προπολεμικού πολιτικού κόσμου δεν είχε ως μόνη συνέπεια την ανάδυση της αυτενέργειας των Αθηναίων και το σταδιακό μετασχηματισμό της σε αντιστασιακή δράση, αλλά υπήρξε και ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες που συνέβαλαν στην αντικατάσταση των πολιτικών κομμάτων από τις αντιστασιακές οργανώσεις, ως φορέων πολιτικής εκπροσώπησης. Η νέα πραγματικότητα καταγράφεται το Μάιο του 1943 στα πρακτικά συνεδριάσεων της «Επαναστατικής
Επιτροπής» του «Εθνικού ∆ημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου» (Ε∆ΕΣ) Αθηνών, όπου γίνεται αναφορά στην αποτυχημένη προσπάθεια της εξόριστης κυβέρνησης να ελέγξει το αντιστασιακό κίνημα, αποστέλλοντας στην κατεχόμενη Αθήνα τον Ταγματάρχη Ι. Τσιγάντε, με στόχο τη συνένωση των αντιστασιακών οργανώσεων σε ενιαία διοίκηση: 

«Αι Οργανώσεις αντέκρουσαν, σχεδόν εις το σύνολόν των, τις προτάσεις. ∆ιότι διείδαν αφ’ ενός που οδηγούσε η τακτική του Καΐρου αλλά και η επιδίωξις των κομμάτων τα οποία πλέον δεν είχαν παρά μόνον τους αρχηγούς τους με ολίγα στελέχη περί αυτούς και τον τίτλον του κόμματος. Ο λαός, η μάζα η οποία αποτελούσε τους οπαδούς των είναι ενταγμένη στις διάφορες οργανώσεις και μάχεται στα πεζοδρόμια και στα βουνά εναντίον των δυνάμεων του Άξονος. Αυτές οι μάζες ήδη έζησαν τον προ πολλού πολιτικό θάνατο των κομμάτων, είδαν την απουσία τους από το ξεκίνημα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνος μέχρι σήμερα, και τα ξέγραψαν. Η πολιτική πείρα του παρελθόντος απετέλεσε οδηγό στις πλατειές μάζες του ελληνικού Λαού να αποκηρύξουν άμεσα και έμμεσα τα παλιά κόμματα και να σπεύσουν να αναζητήσουν νέους ριζοσπαστικούς και επαναστατικούς προσανατολισμούς, τέτοιους που δίδουν σήμερα και ο Ε∆ΕΣ και το ΕΑΜ.» 6

Η μετάβαση από τα πολιτικά κόμματα στις αντιστασιακές οργανώσεις, αντανακλούσε σε πολιτικό επίπεδο τη νέα κοινωνική δυναμική, που απειλούσε με πλήρη ανατροπή το προπολεμικό κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς. Για πρώτη φορά, κοινωνικές ομάδες που υπήρξαν οι προπολεμικοί «κομπάρσοι» της πολιτικής πραγματικότητας (νεολαία, εργάτες/τριες, γυναίκες) μεταβλήθηκαν σε πρωταγωνιστές των πολιτικών εξελίξεων, μέσα από τη συμμετοχή τους στο αντιστασιακό κίνημα της πόλης. 

Η κοινωνική αυτή δυναμική εκφράστηκε πολιτικά κυρίως μέσα από το «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» (ΕΑΜ), το οποίο αξιοποιώντας την τεχνογνωσία του προπολεμικού Κομμουνιστικού Κόμματος και έχοντας εξαρχής κινηματικό προσανατολισμό, κατάφερε, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις, να λάβει μαζικό χαρακτήρα και να μετατραπεί στον κύριο πολιτικό αντίπαλο τόσο των δυνάμεων κατοχής, όσο και του προπολεμικού πολιτικού κόσμου.

2. Από την πολιτική αντιπαράθεση στην ένοπλη σύγκρουση 

Αν θα έπρεπε να αναζητήσουμε ένα σημείο καμπής στη διαδικασία επέκτασης της επιρροής του ΕΑΜ στην Αθήνα και μετατροπής του στον κύριο πολιτικό αντίπαλο των κατοχικών κυβερνήσεων, αυτό θα μπορούσε να εντοπιστεί στον αγώνα του αντιστασιακού κινήματος ενάντια στην πολιτική επιστράτευση, το πρώτο τρίμηνο του 1943. 

Μετά την υποχώρηση του λιμού, από την άνοιξη του 1942, και όταν πλέον η ζωή στην πρωτεύουσα είχε αποκτήσει μια νέα κανονικότητα υπό τις έκτακτες συνθήκες της στρατιωτικής κατοχής, η εισαγωγή του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης απειλούσε το ενεργό δυναμικό της πόλης με μαζικές αποστολές στο εξωτερικό, προς εργασία στα εργοστάσια του Άξονα. 

Η εξέλιξη αυτή συνεπαγόταν την επέκταση των κινδύνων που απέρρεαν από τη στρατιωτική κατοχή σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού7. Ο κίνδυνος αυτός προκάλεσε τη συσπείρωση των Αθηναίων γύρω από το αντιστασιακό κίνημα, η οποία εκδηλώθηκε με τη μαζική συμμετοχή τους στις μεγάλες κινητοποιήσεις που πραγματοποίησαν οι αντιστασιακές οργανώσεις ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. 

Οι κινητοποιήσεις αυτές, λόγω της μαζικότητας και της μαχητικότητάς τους, υπήρξαν σημείο καμπής τόσο για την οργανωτική ωρίμανση και αριθμητική ανάπτυξη του ΕΑΜ, όσο και για τη μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών στην πρωτεύουσα.
Η απόσυρση του μέτρου αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη πολιτική νίκη του οργανωμένου αντιστασιακού κινήματος, νίκη που καρπώθηκε κυρίως το ΕΑΜ, αυξάνοντας κατακόρυφα τις δυνάμεις του και την πολιτική του επιρροή στην Αθήνα.

Ένα μήνα μετά, τον Απρίλιο του 1943, ο πρωθυπουργός Κων/νος Λογοθετόπουλος αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Ράλλη. Ο Ράλλης έθεσε ως βασικό όρο για την ανάληψη της πρωθυπουργίας τη δημιουργία ελληνικών ενόπλων σωμάτων, που θα εξοπλίζονταν από τις αρχές κατοχής με στόχο την καταστολή του ΕΑΜικού κινήματος. Σε μεταγενέστερο διάγγελμά του, τον Ιανουάριο του 1944, ο πρωθυπουργός δικαιολόγησε τη δημιουργία των «Ταγμάτων Ασφαλείας» ως απαραίτητου μέτρου για τη διαφύλαξη της τάξης απέναντι στους «κακούργους», που απειλούσαν την ελληνική κοινωνία. Όμως, η ρητή αναφορά του στην ανάγκη προάσπισης του κοινωνικού καθεστώτος απέδιδε πολιτικό και ταξικό χαρακτήρα στη συγκρότηση των «Ταγμάτων Ασφαλείας»:

«Η κυβέρνησις θα ήτο αναξία του ονόματός της και κατωτέρα των περιστάσεων, αν άφηνε τους εν τη χώρα δρώντας τρομερούς κακούργους να συνεχίσουν το μυσερόν έργον των. ∆ια τούτο εθεώρησεν ως υπέρτατον αυτής καθήκον την οργάνωσιν ενόπλου δυνάμεως... Την δύναμιν ταύτην συνεκροτήσαμεν με την ευγενή και πρόθυμον συνδρομήν των Γερμανικών Αρχών... Με την αυτήν συμπάθειαν πρέπει να περιβάλη ο ελληνικός λαός και όλους εκείνους τους γενναίους οι οποίοι βαθέως συναισθανόμενοι τον κίνδυνον του κοινωνικού μας καθεστώτος και συνεπώς τον εθνικόν κίνδυνον εζήτησαν οι ίδιοι παρά των Γερμανικών στρατιωτικών Αρχών να ενισχυθώσι δι’ όπλων»8.

Η συγκρότηση των αντι-ΕΑΜικών δυνάμεων της κυβέρνησης Ράλλη

Απέναντι στον πολιτικό λόγο του ΕΑΜ, που έβρισκε όλο και μεγαλύτερη απήχηση στη δοκιμαζόμενη αθηναϊκή κοινωνία, η κυβέρνηση Ράλλη προσπάθησε να συσπειρώσει τον αστικό κόσμο, ενεργοποιώντας τα αντικομμουνιστικά του αντανακλαστικά. Αντλώντας από την προπολεμική φιλολογία περί κομμουνιστικού κινδύνου, η κυβέρνηση αποσκοπούσε στο να αποσυνδέσει την αντιπαράθεση από τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνέπειες της στρατιωτικής κατοχής και να την αποδώσει στη βία που ασκούσαν οι ΕΑΜικές οργανώσεις9

Σε αυτή τη λογική επιχειρήθηκε η πλήρης ανατροπή της κατοχικής πραγματικότητας: οι Γερμανοί
από κατακτητές, παρουσιάζονταν ως αρωγοί του ελληνικού Έθνους, μέσω της υποστήριξης που παρείχαν στον εθνικό αγώνα της κυβέρνησης.
Η σύμπραξη βενιζελικών και αντιβενιζελικών πολιτικών και στρατιωτικών προσωπικοτήτων στον αγώνα κατά του ΕΑΜ καταδείκνυε την προσπάθεια υπέρ- βασης των μεσοπολεμικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του αστικού πολιτικού χώρου, γεγονός που πιστοποιούσε την ταξική διάσταση της σύγκρουσης στην κατοχική Αθήνα. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί π.χ. η συνεργασία του Ιωάννη Ράλλη, πα-
ραδοσιακού πολιτικού του Λαϊκού Κόμματος, με τους πρωτοστατούντες στην ίδρυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», το βενιζελικό Στυλιανό Γονατά και τον αντιβασιλικό Θεόδωρο Πάγκαλο. 

Εκτός από την αντικομμουνιστική ρητορεία, και η σύνθεση των «Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας» αντλούσε από την μεσοπολεμική εμπειρία, καθώς σύμφωνα με τον ∆ιευθυντή της Υπηρεσίας Επισιτισμού Παιδικών Συσσιτίων του ∆ιεθνή Ερυθρού Σταυρού και πρώην αστυνομικό Αριστοτέλη Κουτσουμάρη, «όλοι οι αξιωματικοί που υπηρετούν στα Τάγματα Ασφαλείας είναι από τους παλαιούς αξιωματικούς των ∆ημοκρατικών Ταγμάτων, τα οποία τόσον είχαν κατατυραννίσει τον τόπο κατά την αλησμόνητη εκείνη περίοδο της δικτατορίας του Στρατηγού Παγκάλου. Ο περίφημος ∆ερτιλής, ο Πλιτζανόπουλος, ήσαν από τα πρωτοπαλλήκαρα της εποχής εκείνης»10.

Τον Απρίλιο του 1943 δημιουργήθηκε ο πρώτος λόχος Ευζώνων που εντάχθηκε στην Τιμητική Φρουρά του Αγνώστου Στρατιώτη. Από κοινού με δύο ακόμη λόχους, που συγκροτήθηκαν στα μέσα Μαΐου, αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό «Ευζωνικό Τάγμα Ασφαλείας Αθηνών». Τη διοίκησή του ανέλαβε αρχικά ο Βασίλειος Ντερτιλής και λίγο αργότερα ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, με υποδιοικητή τον Ταγματάρχη Πεζικού Παναγιώτη Κυριακού11.

Τα νεοσυσταθέντα «Τάγματα Ασφαλείας» πλαισιώθηκαν από τμήματα των «Σωμάτων Ασφαλείας» που είχαν εμπειρία στη δίωξη των προπολεμικών κομμουνιστών, όπως η «∆ιεύθυνσις Ειδικής Ασφάλειας» που ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1929 από την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου12 και το «Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων», που ιδρύθηκε το Μάιο του 1939 από το δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά13. Τα Σώματα αυτά αποτέλεσαν τη δύναμη πυρός του αντι-ΕΑΜικού αγώνα στην Αθήνα. Γύρω τους -και ιδιαίτερα γύρω από την Ειδική
Ασφάλεια- συσπειρώθηκαν μέλη διάφορων αντικομμουνιστικών οργανώσεων («προδοτικός» Ε∆ΕΣ Αθηνών, οργάνωση «Χ»14), ενώ πολλά από αυτά έφεραν παράλληλες ταυτότητες, συμμετέχοντας ταυτόχρονα είτε στις γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας (GFP της Βέρμαχτ και SD των Ες-Ες), είτε σε οργανώσεις αντικατασκοπείας των Γερμανών (ομάδες «3.000» και «Μπουντ»)15. 

Η σχέση της σύγκρουσης ανάμεσα στο ΕΑΜ και την κυβέρνηση Ράλλη με την προπολεμική πολιτική πραγματικότητα εντοπίζονταν και σε μια ακόμη διάσταση.
Όταν, ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση, αξιωματικοί των «Σωμάτων Ασφαλείας» βρέθηκαν κατηγορούμενοι στο «Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών» για τη δράση τους κατά την περίοδο της Κατοχής, η γραμμή υπεράσπισής τους επικεντρώθηκε στην επίκληση της προπολεμικής αντικομμουνιστικής νομοθεσίας. Πίσω από την εφαρμογή του νόμου «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου το καλοκαίρι του 1929, οι δυνάμεις ασφαλείας των κατοχικών κυβερνήσεων, προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τις δολοφονίες εκατοντάδων μελών του ΕΑΜ και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων, καθώς και τη συνεργασία τους με τον κατακτητή16.

Για τα κατοχικά «Σώματα Ασφαλείας», η αντιμετώπιση του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος στο πλαίσιο υπηρεσιακών αρμοδιοτήτων, αποτελούσε το άλλοθι για τον αποχαρακτηρισμό μιας κατεξοχήν πολιτικής δράσης. Στο πλαίσιο αυτής της υπηρεσιακής λογικής, ο επικεφαλής της
«Ειδικής Ασφάλειας», Υποστράτηγος Χωροφυλακής Αλέξανδρος Λάμπου θα υπερασπιστεί τη δράση της υπηρεσίας του, αναφερόμενος στη διαχρονική αποστολή της:
«η Ασφάλεια κατεδίωκε πάντα όστις ενήργει εναντίον της τιμής και της ζωής της Πατρίδος μας»17
.

_________________

 * Υποψήφιος ∆ιδάκτορας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
1 Ο αριθμός αυτός προκύπτει μετά από συστηματική και επίπονη έρευνα στα διασπαρμένα και λιγοστά σχετι-
κά αρχεία. Η ταυτοποίηση των προσώπων πραγματοποιήθηκε με το συσχετισμό στοιχείων που εντοπίστηκαν
στο Αρχείο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, στα πρακτικά του
«Ειδικού ∆ικαστηρίου» Αθηνών και
των
«Μικτών Ορκωτών ∆ικαστηρίων» Αθηνών που βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στο Ληξιαρ-
χείο Αθηνών (τα στοιχεία αυτά μου τα παραχώρησε ο Ιάσονας Χανδρινός), στο Αρχείο Ηρακλή Πετιμεζά στα
ΓΑΚ, στο Αρχείο Αριστοτέλη Κουτσουμάρη στο Ελληνικό Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο, στο σύνολο του
διαθέσιμου παράνομου Τύπου της Κατοχής, στο σύνολο της υπάρχουσας βιβλιογραφίας για την κατοχική
Αθήνα και σε προφορικές μαρτυρίες.

 2 Αν και ο ακριβής προσδιορισμός των θανάτων από πείνα για πολλούς και διαφορετικούς λόγους είναι εξαιρετικά δύσκολος, οι τελευταίες έρευνες φαίνεται να συμφωνούν σε έναν αριθμό ανάμεσα στις 40.000 με 50.000 νεκρούς στην Αθήνα. Για το θέμα αυτό βλέπε Ευγενία Μπουρνόβα, «Θάνατοι από πείνα. Η Αθήνα το χειμώνα του 1941-1942», Αρχειοτάξιο, 2005, 7: 52-73, Μαρία Καβάλα, «Πείνα και επιβίωση. Αντιμετώπιση των στερήσεων στην κατεχόμενη Ελλάδα», στο Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000.
Η εμπόλεμη Ελλάδα 1940-1949. Αλβανικό Έπος - Κατοχή και Αντίσταση - Εμφύλιος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, τόμ. 8, 49-62, Χρήστος Λούκος, «Η πείνα στην Κατοχή. ∆ημογραφικές και
κοινωνικές διαστάσεις», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ & Προκόπης Παπαστράτης (επιμ.),
Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940-1945 Κατοχή - Αντίσταση, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007, τόμ. Γ2, 219-261.

3 Για τις στρατηγικές επιβίωσης καθώς και τους τρόπους σύνδεσής τους με το αντιστασιακό κίνημα βλ., Γιώργος Μαργαρίτης, Από την ήττα στην εξέγερση. Ελλάδα: άνοιξη 1941 - φθινόπωρο 1942, Αθήνα, Πολίτης, 1993.

4 Η μεγάλη έκταση που έλαβε η διαφθορά γύρω από τη διαχείριση των κρατικών συσσιτίων, αλλά και η ανάπτυξη δικτύων «μαύρης αγοράς» σε ένα περιβάλλον ανεξέλεγκτης παρανομίας σε συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής και με κρατικούς υπαλλήλους και αξιωματούχους, ακύρωσαν κάθε έννοια ηθικής τάξης σε μια κοινωνία που λιμοκτονούσε, βλ. Αλέξανδρος Ζάννας,
Η κατοχή: αναμνήσεις- επιστολές, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1964 και Χριστόφορος Χρηστίδης
Χρόνια Κατοχής 1941-1944: μαρτυρίες ημερολογίου, Αθήνα, [χ.ε.], 1971.

 5 Για τη συμβολή των προμηθευτικών συνεταιρισμών στην ανάπτυξη του αθηναϊκού αντιστασιακού κινήματος βλ. Γ. Φ. Κουκουλές, «Η συμβολή του Εθνικού Εργατικού Απελευθερωτικού Μετώπου στον αγώνα για την επιβίωση (1941-1944)», Αρχειοτάξιο, 2001, 3: 94-104.

 6 Ελευθέριος ∆έπος, «Η διάσπασις αρχίζει εις τον Ε∆ΕΣ Αθηνών. Μάιος 1943: Τα πρακτικά της συνεδριάσεως της Επαναστατικής Επιτροπής», Ιστορικόν Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως, 1960, τ. 27-28, 49. 

7 Κάτι παρόμοιο, ως προς την επέκταση των συνεπειών της στρατιωτικής κατοχής, μπορεί να θεωρηθεί ο λιμός του χειμώνα 1941-42. Όμως, το ένα έτος που μεσολάβησε ήταν καθοριστικό. Το χειμώνα του 1941 το αντιστασιακό κίνημα βρισκόταν στα πρώτα στάδια ανάπτυξής του και αδυνατούσε να αναλάβει οργανωτικές και πολιτικές πρωτοβουλίες, όπως έπραξε ένα και πλέον χρόνο αργότερα. Επίσης, την περίοδο του λιμού, η χιτλερική Γερμανία φάνταζε, και ήταν, αήττητη, κάτι που δεν ίσχυε το πρώτο τρίμηνο του 1943, μετά τη συνθηκολόγηση του Στρατηγού Πάουλους στις 2-2-1943 στο Στάλινγκραντ και την ανάκληση του Στρατηγού Ρόμμελ στις 7-3-1943 από το μέτωπο της Βορείου Αφρικής.

8 Εφημερίδα Πρωία, φύλλο 15.1.1944

9 Όπως προκύπτει από τα πρακτικά του «Ειδικού ∆ικαστηρίου» Αθηνών κατά τις μεταπολεμικές δίκες μελών της «Ειδικής Ασφάλειας» και των «Ταγμάτων Ασφαλείας», αφετηρία για την έναρξη των ένοπλων συμπλοκών των «Σωμάτων Ασφαλείας» με τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ υπήρξε η δολοφονία του Ταγματάρχη Χωροφυλακής ∆ημητρίου Αλεξόπουλου στις 27-9-1943 στη Ν. Ιωνία, ως υπεύθυνου για τη δολοφονία τριών εργατών κατά τη διάρκεια διαδήλωσης για την απελευθέρωση συλληφθέντων απεργών στη Ν. Ιωνία λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Μέχρι το ανωτέρω διάγγελμα του Ιωάννη Ράλλη στις αρχές Ιανουαρίου 1944, σκοτώθηκαν σε συμπλοκές ή δολοφονήθηκαν μετά από επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην Αθήνα τουλάχιστον 22 άνδρες των «Σωμάτων Ασφαλείας». Βλ. σχετικά Αρχείο Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, Αρχείο Ειδικού ∆ικαστηρίου Αθηνών και Αρχείο Μικτών Ορκωτών ∆ικαστηρίων Αθηνών στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Βλ. επίσης εφημερίδες Πρωία και Ριζοσπάστης.
 
10 Έκθεση Α. Κουτσουμάρη, Αύγουστος 1944, φακ. 47, Αρχείο Α. Κουτσουμάρη, ΕΛΙΑ. Τα
«∆ημοκρατικά Τάγματα» υπήρξαν μετεξέλιξη ενός Συντάγματος εθελοντών που συγκροτήθηκε από την επαναστατική κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Πρωταγωνίστησαν στην ταραχώδη περίοδο 1923-1926, των συνεχών στρατιωτικών κινημάτων. Χρησιμοποιήθηκαν από τον Θεόδωρο Πάγκαλο για την επιβολή της δικτατορίας, καθώς και από τον Γ. Κονδύλη για την ανατροπή του Πάγκαλου. Επικεφαλής των δύο «∆ημοκρατικών Ταγμάτων» που έδρευαν στην Αθήνα το 1926 ήταν ο αντισυνταγματάρχης Βασίλειος Ντερτιλής, που την περίοδο της Κατοχής υπήρξε ο πρώτος διοικητής των «Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας» στην Αθήνα, και ο αντισυνταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας, ο οποίος στην Κατοχή υπήρξε ο αρχηγός της αντιστασιακής οργάνωσης Ε∆ΕΣ. Για τη δράση των «∆ημοκρατικών Ταγμάτων» βλέπε, Θάνος Βερέμης, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική, Αθήνα, Κούριερ, 2000, 137 και εφημερίδα Ριζοσπάστης 26.2.1928.

11 Έκθεση Παναγιώτη Κυριακού «Περί της Ιστορίας του Συν/τος Ευζώνων Ασφαλείας Αθηνών», με ημερομηνία 18-4-1957, ∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

12 Η «∆ιεύθυνσις Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους», υπαγόταν στη Χωροφυλακή και λειτουργούσε αποκλειστικά ως υπηρεσία συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών, με στόχο την προστασία του κοινωνικού καθεστώτος, την παρακολούθηση της δράσης των αλλοδαπών στη χώρα και την ασφάλεια υψηλών πολιτικών προσώπων (βλ. Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τεύχος Α, 21.2.1929). Αποτελώντας ένα από τα βασικά όργανα εφαρμογής του «ιδιωνύμου», η «∆ιεύθυνσις Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους» ανέπτυξε μια ιδιαίτερη τεχνογνωσία στη δίωξη των προπολεμικών παράνομων οργανώσεων του κομμουνιστικού κόμματος, γεγονός που την κατέστησε αιχμή του δόρατος στην καταστολή του ΕΑΜικού κινήματος. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής επικεφαλής της τοποθετήθηκε ο απόστρατος αξιωματικός της Χωροφυλακής Αλέξανδρος Λάμπου.

13 Την περίοδο της Κατοχής, το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων» λειτούργησε ως ένοπλη μονάδα άμεσης επέμβασης σε κάθε αναταραχή που προκαλούνταν στο κέντρο και στις συνοικίες της πόλης, ενώ παράλληλα διενεργούσε κοινές επιχειρήσεις με τα υπόλοιπα «Σώματα Ασφαλείας» κατά τη διάρκεια των «μπλόκων». Επικεφαλής του Μηχανοκίνητου ήταν ο αστυνόμος Νικόλαος Μπουραντάς. Βλ. σχετικά Αλέξανδρος Αυδής, Οι Μπουραντάδες, Αθήνα, Νέα Θέσις, 2006.

14 Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση του υπαστυνόμου Ν. Μπιτούνη, σε μεταπολεμική δίκη μελών της
«Ειδικής Ασφάλειας»:
«υπηρετούσα εις το μηχανοκίνητο Τμήμα (…) Εγώ είχα οργανώσει την Χ του Θησείου, ο δε Παπαγρηγοράκης [ανθυπομοίραρχος Χωροφυλακής της Ειδικής Ασφάλειας] παρέδωσε όπλα εις τον Υπολοχαγόν Μ. Ασημακόπουλον και Μιχαλόπουλον καθώς και αυτόματα, τα οποία είδα που συνώδευεν με αυτοκίνητο με την ομάδαν του μέχρις της αποθήκης [οπλισμού της οργάνωσης Χ]
επί της οδού Ηρακλειδών 16».
Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά Ιανουάριος-Φεβρουάριος και Μάρτιος 1947, ΓΑΚ.

15 Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά 1945-1947, ΓΑΚ.

16 Σύμφωνα με την κατάθεση του υπασπιστή του ∆ιευθυντή της «Ειδικής Ασφάλειας», Ταγματάρχη Χωροφυλακής Γεωργίου Γενεράλη, τα όργανα της υπηρεσίας «κατεδίωκον τους κουμουνιστάς διότι υπήρχε το ιδιώνυμον (…) Οι ομάδες Παρθενίου και Παναγιωτοπούλου συνεστήθησαν δια την ενίσχυσιν της Ειδικής Ασφαλείας προς εφαρμογήν του ιδιωνύμου», Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά Οκτώβριος 1945, ΓΑΚ.

17 Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά Οκτώβριος 1945, ΓΑΚ

 ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

{[['']]}

Το «κράτος δικαίου» και οι εκτελεσμένοι στις Συκιές Θεσσαλονίκης


Με αφορμή την εύρεση ομαδικών τάφων εκτελεσμένων στις Συκιές Θεσσαλονίκης ανατρέχουμε στο πλούσιο αρχείο του ΚΚΕ για εκείνη την περίοδο και πιο συγκεκριμένα για την λειτουργία και τις καταδικαστικές αποφάσεις του έκτακτου στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, που λειτούργησε από το 1946 έως το 1951.

Ψάχνοντας διάφορα αρχεία πέσαμε σε ένα εξώφυλλο της εφημερίδας «Ελεύθερη Ελλάδα», που αποτελούσε όπως αναγράφει στον τίτλο της «απογευματινή εφημερίδα, όργανο του πολιτικού συνασπισμού των κομμάτων του ΕΑΜ» και τυπωνόταν στην Αθήνα. Στις 7 Μάη διαβάζουμε στο πρωτοσέλιδο το εξής: «Η "σφαγή" - Έχουν εκτελεσθεί έως τώρα 1 ιερεύς, 4 γυναίκες, 30 στρατιώτες και 146 πολίτες από το "ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ"». Η εφημερίδα στο θέμα της αναφέρεται στην εκτέλεση της Κούλας Ελευθεριάδου, στελέχους του ΚΚΕ, η οποία μπροστά στους στρατοδίκες, ξεφτιλίζοντας κάθε προσπάθειά τους να την φέρουν σε αντιπαράθεση με το Κόμμα της και τους συντρόφους της, γνωρίζοντας ότι η απόφαση του στρατοδικείου θα τη στήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα ανέφερε: «Θα δεχθώ ψύχραιμα την απόφαση σας, με πλήρη επίγνωση της θέσης μου και τη βεβαιότητα ότι έκανα το καθήκον μου σαν Ελληνίδα και σαν κομμουνίστρια, μέλος του ΚΚΕ…».

Έτσι χτίστηκε το κράτος δικαίου της καπιταλιστικής εξουσίας. Με εκτελέσεις, λάκκους εκτελεσμένων, μαζικούς τάφους νεκροζώντανων όπως στην Φλώρινα, με μία σφαίρα στο κεφάλι στελεχών, μελών και οπαδών του ΚΚΕ που πάλεψαν για να κάνει κουμάντο στην χώρα του ο λαός. Έτσι χτίστηκε η αστική δημοκρατία. Στα εκτελεστικά αποσπάσματα, στα ξερονήσια, τις φυλακές, τις απαγωγές αγωνιστών, στα κρατητήρια, στις δολοφονίες στελεχών του ΚΚΕ και του εργατικού λαϊκού κινήματος. Το σημερινό «κράτος δικαίου» που το λιβανίζουν όλα - μα όλα - τα αστικά κόμματα είναι η εξέλιξη του «κράτους δικαίου» που διαμορφώθηκε με έκτακτα στρατοδικεία όπως αυτό στην Θεσσαλονίκη. Η ευρύτατη πολιτική, «διακομματική» στήριξη σε τέτοιους είδους μέτρα εκείνη την περίοδο μπορεί να γίνει αντιληπτή και από το εξής στοιχείο: Από το 1946 έως το 1951 - την περίοδο που λειτουργούσε εν προκειμένω το έκτακτο στρατοδικείο Θεσσαλονίκη - εντοπίζει κανείς πάνω από 10 διαφορετικά κυβερνητικά σχήματα. Τα αστικά κόμματα παραμέριζαν παλιές διαφορές, το ένα κόμμα διέγραφε τις αμαρτίες του άλλου κόμματος, προκειμένου να ενωθούν απέναντι «στον χάρο που έβλεπαν με τα μάτια τους», δηλαδή την δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και του ΚΚΕ.

Δεν πρόκειται για κάποια περίοδο πραξικοπημάτων ή ανωμαλίας. Δεν πρόκειται για κάποια περίοδο που η Ελλάδα βρισκόταν σε κάποιο καθεστώς «διεθνούς απομόνωσης». Αντίθετα έσφιγγαν όλο και πιο πολύ οι δεσμοί της ελληνικής αστικής τάξης, στην αρχή με τους Βρετανούς και στη συνέχεια με τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές (μέχρι σήμερα το καυχιούνται οι απολογητές του συστήματος, ότι «τότε η Ελλάς διάλεξε το στρατόπεδο της Δύσης»), οι οποίοι στήριξαν με όλα τα μέσα, στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτικά την σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας, της αστικής δημοκρατίας. Είχαν να αντιμετωπίσουν έναν λαό που τα προηγούμενα χρόνια με την δράση του και την καθοδήγηση του ΚΚΕ είχε αμφισβητήσει έμπρακτα τους θεσμούς του αστικού κράτους, διαμορφώνοντας νέους θεσμούς, γεννημένους μέσα στην πάλη ενάντια στην τριπλή (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία) φασιστική κατοχή, με την ενεργητική συμμετοχή του λαού, την ώρα που οι προκατοχικοί αστικοί θεσμοί, είτε είχαν καταφύγει μαζί με τον χρυσό της χώρας εκτός Ελλάδας, είτε συνεργάζονταν με τους κατακτητές, είτε έστηναν μηχανορραφίες στοχεύοντας στην ήττα της εργατικής τάξης και του λαού και πρώτα απ’ όλα του  ΚΚΕ και του ένοπλου ΕΑΜικού κινήματος προκειμένου να διασφαλιστούν τα ταξικά συμφέροντα των καπιταλιστών. 

Η πραγματικότητα σήμερα και όλη η σύγχρονη ιστορία του τόπου μας αποδεικνύουν ότι τίποτα δεν έχει να προσφέρει στον λαό η εμπιστοσύνη στους θεσμούς ενός εχθρικού, αντιλαϊκού κράτους, ενός κράτους που η πιο πιστή αποτύπωση των θεμελίων του είναι τα κρανία των εκτελεσμένων κομμουνιστών του Επταπύργιου. Τίποτα το προοδευτικό δεν υπάρχει σε αυτό που αποκαλούν «κράτος δικαίου», αφού αυτό φτιάχτηκε και προστατεύει την καρδιά κάθε αδικίας, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, την καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία. Και αν την περίοδο της ένοπλης ταξικής σύγκρουσης του 1946 - 1949 χτίστηκε πάνω στις εκτελέσεις, η σκληρότητα της ταξικής πάλης δεν κάμπτεται από ρομαντισμούς και θεωρίες περί «συλλογικών τραυμάτων». Αφενός δεν φέρει κανένα «τραύμα» η αστική τάξη για το πώς αντιμετώπισε την αφρόκρεμα του αγωνιζόμενου λαού, το ΚΚΕ. Αφετέρου αρκεί να σκεφτεί κανείς το εξής: Η «θεματοφύλακας» του «κράτους δικαίου» - να φανταστεί κανείς ότι αυτά τα λένε οι «προοδευτικές» δυνάμεις - Ευρωπαϊκή Ένωση προετοιμάζει τους λαούς της για τις κιμαδομηχανές του ιμπεριαλιστικού πολέμου, την ίδια στιγμή που χρηματοδοτεί με δισεκατομμύρια ευρώ τους κατσαπλιάδες τζιχαντιστές που κατέλαβαν την εξουσία στην Συρία...

Πηγή: 902

{[['']]}

ΕΠΤΑΠΥΡΓΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Οι εκτελεσμένοι κομμουνιστές επιστρέφουν... για τον τελευταίο ασπασμό

Συγγενείς αγωνιστών που εκτελέστηκαν επί Εμφυλίου ξεκινούν τη διαδικασία ταυτοποίησης DNA ώστε να βρουν, έστω 70 χρόνια μετά, τα οστά των ανθρώπων τους στους ομαδικούς τάφους που εντοπίστηκαν στην περιοχή πίσω από το Γεντί Κουλέ, στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης ● Οι σκελετοί εντοπίζονται γυμνοί, ξυπόλητοι, ο ένας δίπλα στον άλλον, όλοι με τη χαρακτηριστική οπή στο κρανίο από τη βολή της εκτέλεσης ● Ανατριχίλα και συγκίνηση· η συλλογική μνήμη παραμένει ζωντανή!

Γη ποτισμένη με αίμα. Δεν είναι μεταφορά, είναι κυριολεξία και αφορά την περιοχή πίσω από το Επταπύργιο Θεσσαλονίκης, το οποίο δεν ήταν μόνο κολαστήριο για τους κρατούμενους -πολιτικούς και ποινικούς- αλλά και τόπος μαζικών εκτελέσεων κομμουνιστών καταδικασμένων σε θάνατο από τα έκτακτα στρατοδικεία, την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις ομαδικών τάφων και δεκάδων πρόχειρα θαμμένων ανθρώπων στην περιοχή πίσω από το Γεντί Κουλέ έφερε στην επιφάνεια αυτήν τη συλλογικά απωθημένη ιστορική πλευρά της ιστορίας. Κι όμως, σε αυτόν τον τόπο, κάποτε εκτός πόλης, τώρα εντός του αστικού ιστού, όχι μόνο έγιναν περί τις 400 εκτελέσεις ανθρώπων, αλλά, επιπλέον, οι νεκροί δεν παραδόθηκαν ποτέ στους οικείους τους. Τα δάκρυα των συγγενών δεν έπεσαν ποτέ πάνω σε τάφο των δικών τους ανθρώπων και αυτό είναι ένα ιστορικό άγος, ενώ το ρίγος που κουβαλάει τούτη η ιστορία σέρνεται μέχρι τις μέρες μας, 70 χρόνια μετά.

Στην τελευταία πράξη του δράματος, στην κορύφωση, ήδη συγγενείς των εκτελεσμένων αδημονούν και ετοιμάζονται να δώσουν DNA για την αναγνώριση των οικείων τους, έχοντας συμπαραστάτη το ΚΚΕ, με το κόμμα να επιτηρεί βήμα προς βήμα και τις διαδικασίες εκταφής και να οργανώνει τις διαδικασίες για την τράπεζα βιολογικού υλικού, με βάση την οποία θα γίνουν οι τελικές αναγνωρίσεις...

Από την περασμένη εβδομάδα, οι στίχοι του Μανόλη Αναγνωστάκη, του θανατοποινίτη κρατούμενου στο Επταπύργιο -που γλίτωσε τελικά-, βγαίνουν από τις σελίδες των βιβλίων του και αποκτούν υλική υπόσταση «Εδώ/Κάτω από την καρδιά μου/Καρφώθηκαν οι σφαίρες οι πρωινές/Μπήγονται ολοένα και πιο βαθιά».

Αρχικά, στο τέλος του περασμένου χρόνου είχαν βρεθεί 2 ταφές, ύστερα κι άλλες, στην αρχή του μήνα έντεκα σκελετοί γυμνοί, ξυπόλητοι, τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. Οι αποκαλύψεις έγιναν στη φάση των εργασιών ανάπλασης στην πλατεία Εθνικής Αντίστασης, στις Συκιές Θεσσαλονίκης. Μόλις προχθές εντοπίστηκαν άλλοι έντεκα θαμμένοι πρόχειρα στο σημείο -σε δύο ταφές, των 4 και 7 ανθρώπων-, στη συμβολή των οδών Κανάρη, Σολωμού και Μιαούλη, στις Συκιές. Συνολικά, έχουν βρεθεί ταφές 25 εκτελεσμένων.


Τα δεδομένα των εκτελέσεων είναι αναντίρρητα ακόμη και από τα πρώτα ορατά διά γυμνού οφθαλμού στοιχεία, αφού τα κρανία είχαν τη χαρακτηριστική οπή από τη χαριστική βολή που ρίχτηκε εναντίον τους από τον επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος. Στον δεύτερο τάφο, μάλιστα, εκτιμάται ότι είχε ταφεί και μία γυναίκα, αφού βρέθηκαν υπολείμματα γυναικείου παπουτσιού.

«Επιτηρούμε κάθε βήμα στην απομάκρυνση των νεκρών, τη μεταφορά και προστασία τους», δηλώνει στην «Εφ.Συν.» ο Θεοδόσης Κωνσταντινίδης, πρώην βουλευτής Θεσσαλονίκης και μέλος της επιτροπής Μουσείων της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Οπως σημειώνει, «το κόμμα θα πάρει πρωτοβουλίες, για να διαπιστώσουμε ότι όλα έγιναν και θα γίνουν από εδώ και πέρα όπως πρέπει. Ηδη έχουμε κατάλογο συγγενών των εκτελεσμένων και θα γίνουν ανακοινώσεις σε επόμενη φάση. Εχουμε καταρτίσει έναν κατάλογο περί τα 400 άτομα που έχουν εκτελεστεί με στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής αλλά και πρακτικά δικαστικών αποφάσεων. Βρισκόμαστε στη φάση των διακριβώσεων διότι, για παράδειγμα, ανάμεσα σε αυτούς που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, κάποιοι δεν εκτελέστηκαν, όπως στη δίκη της ΕΠΟΝ που είχαν καταδικαστεί 16 παιδιά και δεν εκτελέστηκε κανένα. Το ίδιο συμβαίνει και με μεμονωμένες περιπτώσεις. Η εργασία αυτή είναι λεπτή και δύσκολη και πρέπει να είμαστε -και είμαστε- πολύ προσεκτικοί στον χειρισμό όλων των υποθέσεων».


Ο κ. Κωνσταντινίδης τονίζει επίσης πως «θέλω ειδικά να τονίσω ότι είμαστε ανοιχτοί σε παρατηρήσεις συγγενών των νεκρών, για να συμπληρωθούν επακριβώς τα στοιχεία αυτών των ανθρώπων, θέλουμε τη συνδρομή τους. Ο ρόλος των συγγενών δεν είναι μόνο συγκινητικός, είναι κυρίως κομβικός. Μόνο με ταυτοποίηση μέσω DNA μπορεί να γίνει η διακρίβωση στοιχείων και για εμάς, τα νεότερα στελέχη, ήταν ήδη πολύ συγκινητικές οι στιγμές σε άλλες περιπτώσεις που το κόμμα έχει οργανώσει εκδηλώσεις μνήμης και ενώ στήναμε κάποια πλακάτ με τα ονόματα των νεκρών να βλέπουμε τους συγγενείς να μαζεύονται γύρω από αυτά τα πλακάτ που έφεραν τα ονόματα των δικών τους ανθρώπων».

Οσα λέει ο κ. Κωνσταντινίδης τα επιβεβαιώνει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το στέλεχος του ΚΚΕ, Αγάπιος Σαχίνης -γιος του ιστορικού στελέχους του ΚΚΕ, Μήτσου Σαχίνη, και για χρόνια επικεφαλής της παράταξης του κόμματος στον δήμο Θεσσαλονίκης-, ο οποίος φέρει το όνομα του εκτελεσμένου στο Επταπύργιο θείου του, όταν εκείνος ήταν σε ηλικία μόλις 19 ετών.

Αγάπιος Σαχίνης, γιος του Μήτσου Σαχίνη και ανιψιός του συνονόματου εκτελεσθέντα κομμουνιστή Αγάπιου Σαχίνη | Κάτω αριστερά: Μήτσος Σαχίνης | Δεξιά: Συγκλονιστική προσωπογραφία του Αγάπιου Σαχίνη, ζωγραφισμένη από τον αδελφό του, το ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ, Μήτσο Σαχίνη 

 «Είμαι κυριολεκτικά στα κάγκελα, με τρώει κάθε λεπτό η αγωνία, χάνομαι σε σκέψεις γεγονότων του παρελθόντος, θέλω να ξεκινήσει η διαδικασία όσο γρηγορότερα γίνεται, να δώσουμε DNA, ελπίζοντας ότι θα βρούμε τον θείο μου, να κάνουμε μετά δεκαετίες μια κανονική ταφή, να αποδώσουμε τιμές όπως εμείς ξέρουμε», λέει ο κ. Σαχίνης σε επικοινωνία του με την «Εφ.Συν.».

Σημειώνει μάλιστα πως, «εκτός από το ίδιο όνομα με τον θείο μου, μας συνδέουν και... οι αριθμοί. Εκείνος εκτελέστηκε στις 31 Αυγούστου 1949, σε ηλικία 19 ετών, και αντιστοίχως εγώ στις 31 Αυγούστου 1967, σε ηλικία 19 ετών, είχα καταδικαστεί από τη δικτατορία σε φυλάκιση 20 χρόνων. Θυμάμαι ακόμη τη συνάντηση στις φυλακές με τον Χρόνη Μίσσιο, ο οποίος είχε παραδώσει στην οικογένειά μας το τελευταίο γράμμα του θείου μου και συνάντησε ξανά μετά από χρόνια πάλι στη φυλακή άλλον έναν Αγάπιο Σαχίνη, δηλαδή εμένα».

Οπως μας διηγείται, «ο πατέρας μου είχε στείλει στον θείο Αγάπιο δώρο από την εξορία έναν μπερέ κι ένα γιλέκο, πλεγμένα στο χέρι. Αυτά δεν παραδόθηκαν ποτέ στην οικογένεια και οι φρουροί στο Επταπύργιο μας είχαν πει ότι τα είχε πάρει μια νέα κοπέλα. Τότε δεν τους είχαμε πιστέψει, αλλά μετά τη χούντα πλέον, από ιστορική δραματική σύμπτωση, ενώ ήμουν μαζί με τη συγχωρεμένη σύζυγό μου την Τούλα και ψάχναμε σπίτι στην Τούμπα, βρήκαμε ένα διαμέρισμα στην Βιζύης και, εκεί, σε σκηνή βγαλμένη από μυθιστόρημα, βρήκαμε αυτή την κοπέλα... Δεν τόλμησα να της ζητήσω τον μπερέ και το γιλέκο του θείου πίσω».

Μπροστά στον χώρο όπου εντοπίστηκαν οι μαζικές ταφές: η Θεανώ Καπέτη, μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, ο δήμαρχος Νεάπολης-Συκεών Σίμος Δανιηλίδης, το μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ Δημήτρης Παπατολίδης και ο δημοσιογράφος-ιστορικός Σπύρος Κουζινόπουλος. Η κ. Καπέτη σε δηλώσεις της ανέδειξε την «αναγκαιότητα να δημιουργηθεί ένα ταφικό μνημείο» και τόνισε ότι το ΚΚΕ «θα στηρίξει την προσπάθεια της δημοτικής αρχής για συνέχιση των εργασιών, διεκδικώντας την εξασφάλιση των αναγκαίων κονδυλίων με ευθύνη του κράτους». 

 Ο δημοσιογράφος και ιστορικός Σπύρος Κουζινόπουλος συμπτωματικά, εκδίδει αυτές τις μέρες, ολόκληρο βιβλίο για το Επταπύργιο, με τίτλο «Γεντί Κουλέ - Η Βαστίλλη της Θεσσαλονίκης» (εκδ. ΙΑΝΟΣ), και γι' αυτό το ενδιαφέρον του για τις εξελίξεις είναι πολύ μεγάλο. Οπως μας λέει, «στο βιβλίο που θα κυκλοφορήσει έχω συγκεντρώσει όλα τα ονόματα των εκτελεσμένων κομμουνιστών, περίπου 400 άτομα. 

Οι θανατικές ποινές αφορούσαν παραβάσεις του Γ' Ψηφίσματος και του Α.Ν. 509, κυρίως την «εφαρμογή ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του Πολιτεύματος, του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικρατείας»». Οπως μας υπογραμμίζει ο κ. Κουζινόπουλος, «κανένα σώμα εκτελεσμένου δεν αποδόθηκε στην οικογένειά του, ούτε καν του μάρτυρα της ειρήνης Νίκου Νικηφορίδη για τον οποίο η μητέρα του είχε έλθει στη Θεσσαλονίκη και παρακαλούσε τους αρμόδιους. Δεν υπάρχουνε λόγια να περιγράψει κανείς αυτά που γίνανε εκείνη την εποχή...».


«Το Επταπύργιο και η περιοχή πίσω από αυτό -προς την πλευρά των Συκεών- είναι για το ΚΚΕ κυριολεκτικά γη ποτισμένη με αίμα συντρόφων μας», μας λέει ο κ. Κωνσταντινίδης, σημειώνοντας πως «οι εκτελεσμένοι είναι πρόχειρα θαμμένοι, διάσπαρτοι στο σημείο, έχουν βρεθεί από το τέλος του περασμένου χρόνου μέχρι προχθές συνολικά 25 ταφές». Σε αυτόν τον χώρο, μάλιστα, «έχουμε πάρει πρωτοβουλία, πριν από έναν χρόνο, για να στήσουμε μνημείο για τους εκτελεσμένους για τους οποίους δεν υπάρχει κανένα σημείο αναφοράς στην ύπαρξή τους, αφού μετά τις εκτελέσεις οι νεκροί δεν αποδίδονταν στους συγγενείς. Η μόνη εκτελεσμένη για την οποία υπάρχει τάφος -διότι υπάρχουν πολλές γυναίκες εκτελεσμένες- είναι της Κούλας Ελευθεριάδου, η οποία εκτελέστηκε στις 6 Μάη 1947 και ο τάφος της υπάρχει στο Νεκροταφείο του Αγίου Παύλου».
 

{[['']]}
 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger