Προσφατες Αναρτησεις

Πτυχές της εμφύλιας σύγκρουσης στην κατοχική Αθήνα - Μέρος 2ο

Συνέχεια από εδώ

Η εφαρµογή του προπολεµικού «ιδιωνύµου» από τα «Σώµατα Ασφαλείας», ακόµη και κάτω από συνθήκες ξένης στρατιωτικής κατοχής, πιστοποιούσε τον ταξικό χαρακτήρα της αντι-ΕΑΜικής πολιτικής της κυβέρνησης Ράλλη. Αν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέµου η δίωξη των κοµµουνιστών ήταν συνυφασµένη µε την προάσπιση του αστικού καθεστώτος, κατά τη διάρκεια της Κατοχής η επιδίωξη αυτή τοποθετούσε τα «Σώµατα Ασφαλείας» στο στρατόπεδο των κατακτητών.  

Ο ταξικός χαρακτήρας της ένοπλης σύγκρουσης

Η βίαιη καταστολή που εφάρμοσαν τα «Σώματα Ασφαλείας», μετέβαλλε τα έως τότε δεδομένα οργάνωσης κι ανάπτυξης του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα. Η μεγάλη διαδήλωση στις 22 Ιουλίου 1943 ενάντια στην επέκταση της ζώνης κατοχής του βουλγαρικού στρατού στην Μακεδονία άφησε τουλάχιστον 59 νεκρούς και τραυματίες διαδηλωτές στους κεντρικούς δρόμους της πόλης 18

Λίγους μήνες μετά, πραγματοποιήθηκε η πρώτη σημαντική επιχείρηση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» στην Αθήνα. Στις 27 Νοεμβρίου 1943, στο «μπλόκο των νοσοκομείων», οι δυνάμεις ασφαλείας συνέλαβαν και φυλάκισαν περισσότερους από 1.500 ανάπηρους του αλβανικού μετώπου19, οι οποίοι μέχρι την απελευθέρωση αποτέλεσαν δεξαμενή άντλησης ατόμων προς εκτέλεση σε αντίποινα για
την ΕΑΜική δράση.

Το υψηλό κόστος, που πλήρωνε πλέον το ΕΑΜ σε ανθρώπινες ζωές, οδήγησε στο μετασχηματισμό της δράσης του στην πρωτεύουσα. Από τους ευάλωτους μαζικούς χώρους (εκπαιδευτικά ιδρύματα, εργοστάσια, δημόσιες υπηρεσίες) η αντιστασιακή δράση μεταφέρθηκε στις συνοικίες, όπου το ΕΑΜ είχε ήδη ισχυρή παρουσία20. Ουσιαστικά, με την αναδιάρθρωση αυτή το ΕΑΜ αναζήτησε στις
συνοικίες ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για την ανάπτυξη των πολυάριθμων πλέον ομάδων του.

Η δράση των «Σωμάτων Ασφαλείας» ακολούθησε αυτή την εξέλιξη στρεφόμενη κατά των ΕΑΜικών συνοικιών. Όμως, η άσκηση ένοπλης βίας κατά των συνοικιών διέφερε, ως προς τα αποτελέσματα που παρήγαγε, από την αντίστοιχη στους μαζικούς χώρους. Κι αυτό διότι, εάν στους μαζικούς χώρους η ένοπλη καταστολή στρεφόταν κυρίως κατά των μελών των ΕΑΜικών οργανώσεων, στις συνοικίες έπληττε αδιακρίτως το σύνολο των κατοίκων τους.

Ο αριθμός και η δύναμη πυρός των «Ταγμάτων Ασφαλείας», τους επέτρεψε να επιχειρήσουν σε γειτονιές που μέχρι τις αρχές του 1944 ήταν απροσπέλαστες για το αντι-ΕΑΜικό στρατόπεδο. Από τον Απρίλιο του 1944 ξεκίνησαν οι σχεδόν καθημερινές ένοπλες συμπλοκές και μάχες στην Αθήνα21. Πέρα από τις εφόδους των «Ταγμάτων Ασφαλείας» και της «Ειδικής Ασφάλειας», το στοιχείο που άλλαξε άρδην τη χωροταξία της ένοπλης σύγκρουσης στην πόλη υπήρξε η διενέργεια των «μπλόκων» το καλοκαίρι του 1944. 

Τα «μπλόκα» προκάλεσαν τη διάχυση του τρόμου σε Αθήνα και Πειραιά, καθώς δε στρέφονταν αποκλειστικά κατά των μελών του ΕΑΜ, αλλά απειλούσαν το σύνολο των κατοίκων. Η διάχυση της βίας σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού μεγάλωσε το χάσμα ανάμεσα στους Έλληνες που δοκιμάζονταν από την στρατιωτική κατοχή και αυτούς που συνεργάζονταν με τους κατακτητές, οδηγώντας σε περαιτέρω κλιμάκωση της βίας.

Τα «μπλόκα» εξυπηρετούσαν τις επιδιώξεις της κυβέρνησης Ράλλη, η οποία απέβλεπε στη μεγαλύτερη δυνατή εξασθένιση του ΕΑΜικού κινήματος, όσο η γερμανική παρουσία της προσέφερε την απαιτούμενη κάλυψη. Παράλληλα, η τακτική αυτή αποτελούσε και ένα σαφές μήνυμα προς την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. 

Σε πολιτικό επίπεδο, η κυβέρνηση Ράλλη είχε επωμιστεί την αναχαίτιση του ΕΑΜ που συνιστούσε απειλή για το σύνολο του αστικού κόσμου. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, τα «Τάγματα Ασφαλείας» αποτελούσαν τις μοναδικές ένοπλες δυνάμεις που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα, αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών και πριν την άφιξη της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, τα «μπλόκα» εξυπηρετούσαν και τις γερμανικές αρχές κατοχής. 

Το καλοκαίρι του 1944, η πιθανολογούμενη συμμαχική απόβαση στην Ελλάδα, μεγιστοποιούσε τα προβλήματα που δημιουργούσαν οι εστίες αντίστασης στον ελλαδικό χώρο, ενώ η ανάγκη σε εργατικό δυναμικό για τα πολεμικά εργοστάσια του Ράιχ γινόταν όλο και πιο επιτακτική. Παράλληλα, η υποδαύλιση των εμφύλιων συγκρούσεων θα εξασφάλιζε στο γερμανικό στρατό καλύτερες συνθήκες απαγκίστρωσης κατά την αναμενόμενη αποχώρησή του. Στην προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν τις ανάγκες αυτές, οι γερμανικές αρχές κατοχής κατέφυγαν στη λύση των μαζικών συλλήψεων με τη διενέργεια «μπλόκων»:
«Ο Στρατιωτικός ∆ιοικητής Ελλάδας με παρακάλεσε σήμερα να σας αναφέρω ότι σκοπεύει, σαν μέτρο ασφάλειας εναντίον εσωτερικών ταραχών στην Αθήνα, σε περίπτωση [συμμαχικής] εισβολής, να διατάξει από τώρα την προληπτική σύλληψη από κομμουνιστικές αθηναϊκές συνοικίες όλων των ανδρών ηλικίας μεταξύ 16 και 50 χρόνων, εφόσον δεν εργάζονται για τη γερμανική Βέρμαχτ ή άλλα γερμανικά συμφέροντα, και να τους στείλει αμέσως για δουλειά στη Γερμανία»22

 Η γεωγραφία των μπλόκων στις «κομμουνιστικές αθηναϊκές συνοικίες» δίνει την ουσία της πολιτικής που ακολούθησαν οι δύο συνεργαζόμενες πλευρές. Όλα τα «μπλόκα» πραγματοποιήθηκαν σε προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά το τελευταίο εξάμηνο της Κατοχής, με αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 1944: στην Καλογρέζα, στις 15 Μαρτίου 1944 με 160 συλληφθέντες και 23 επί τόπου εκτελεσθέντες · στη Γούβα, στις 18 Ιουνίου και 4 Ιουλίου με 1.200 συλληφθέντες
συνολικά · στο Βύρωνα, την 1η και 7η Αυγούστου με 1.200 συλληφθέντες συνολικά και 12 επιτόπου εκτελεσθέντες · στο Κατσιπόδι (σημερινή ∆άφνη), το Φάρο Ν. Σμύρνης και το ∆ουργούτι (σημερινό Ν. Κόσμο), στις 9 Αυγούστου με 5.000 συλληφθέντες και 190 περίπου επιτόπου εκτελεσθέντες · στην Κοκκινιά, στις 17 Αυγούστου με 3.000 συλληφθέντες και 137 επιτόπου εκτελεσθέντες · στην Καλλιθέα, στις 24, 25 και 28 Αυγούστου με 93 συνολικά εκτελεσθέντες · και στα Παλαιά Σφαγεία δύο ημέρες μετά με 22 εκτελεσθέντες. Από τα ανωτέρω προκύπτει μια σαφής εικόνα της γεωγραφίας των
«μπλόκων» στην Αθήνα και τον Πειραιά23.

Πέρα από το αριθμητικό αποτέλεσμα των επιχειρήσεων κατά των προσφυγικών συνοικιών, ιδιαίτερη σημασία έχει η πολιτική επιλογή που οδήγησε σε αυτές. Πολιτική επιλογή η οποία αντανακλούσε τη σύγκρουση ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα που διεκδικούσαν, μέσω του ΕΑΜ, κεντρική θέση στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού πολιτικού σκηνικού και τις δυνάμεις που προασπίζονταν το αστικό πολιτικό καθεστώς. 

Η ταξική γεωγραφία των «μπλόκων» είναι εμφανής. Στις συνοικίες αυτές κατοικούσαν εργατικά στρώματα, τα οποία ριζοσπαστικοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, βιώνοντας την εμπειρία του λιμού και εμπνεόμενα από το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα. Η μεγάλη υποστήριξη που απολάμβανε το ΕΑΜ σε αυτές τις συνοικίες πιστοποιούσε την απομάκρυνση σημαντικών τμημάτων του προσφυγικού κόσμου από τη βενιζελική παράταξη και κατ’ επέκταση από τον αστικό πολιτικό χώρο. Αυτή η μετατόπιση του προσφυγικού πληθυσμού της πρωτεύουσας προς τα αριστερά τον μετέτρεψε σε στόχο της αντι-ΕΑΜικής ένοπλης βίας των «Σωμάτων Ασφαλείας» και των δυνάμεων κατοχής. Η άσκηση ένοπλης τρομοκρατίας, η φυσική εξόντωση με τις μαζικές εκτελέσεις και η ιδιότυπη εξορία του ενεργού ανδρικού πληθυσμού στα εργοστάσια της ναζιστικής Γερμανίας είχαν ως στόχο την κάμψη του ΕΑΜικού κινήματος και, συνεπώς, την αποδυνάμωση του βασικού εχθρού που είχε να αντιμετωπίσει ο αστικός πολιτικός κόσμος στη μεταπολεμική Αθήνα.

 Κοινότητες σε κίνδυνο: οι πολιτισμικές πτυχές μιας ταξικής σύγκρουσης

 Η ταύτιση των προσφύγων με το ΕΑΜ δεν ήταν τυχαία. Σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι κάτοικοι των προσφυγικών συνοικιών διεκδικούσαν συλλογικά, και σε πολλές περιπτώσεις δυναμικά, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους, συγκρουόμενοι με την εκάστοτε κεντρική εξουσία24. Οι αγώνες τους δημιούργησαν ένα υπόστρωμα ανυπακοής, η συλλογική εκδήλωση του οποίου ενίσχυε την κοινωνική συνοχή των προσφυγικών κοινοτήτων. Παρά το γεγονός ότι η κοινωνική περιθωριοποίηση των προσφύγων είχε πολιτικά και οικονομικά αίτια, ερμηνευόταν από τους ίδιους στο πολιτισμικό πλαίσιο που οριζόταν από τη διαμάχη τους με τους «παλαιοελλαδίτες», ως αποτέλεσμα δηλαδή του γεγονότος ότι η κεντρική διοίκηση και η οικονομική ζωή της πόλης βρίσκονταν στα χέρια των τελευταίων.

Η πολιτισμική ερμηνεία των κοινωνικών εντάσεων, η οποία καλλιεργούνταν σε μεγάλο βαθμό από τα πολιτικά πελατειακά δίκτυα την περίοδο του Μεσοπολέμου με στόχο τον αποσυσχετισμό τους από τις πολιτικές – ταξικές παραμέτρους τους, ατόνησε κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Αυτό οφειλόταν, τουλάχιστον σε ότι αφορά στη νεολαία των προσφυγικών συνοικιών που εντάχθηκε μαζικά στο ΕΑΜ, στην προβολή του πολιτικού έναντι οποιουδήποτε άλλου ερμηνευτικού μοντέλου της κοινωνικής πραγματικότητας από την πλευρά του ΕΑΜικού λόγου. Όμως, για ένα σημαντικό κομμάτι των μεγαλύτερων σε ηλικία κατοίκων, η ένοπλη βία των «Σωμάτων Ασφαλείας» έγινε αντιληπτή κυρίως στην πολιτισμική της διάσταση ως μια εξωτερική απειλή που έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή της τοπικής κοινότητας. Για αυτούς τους ανθρώπους, η συσπείρωση γύρω από το ΕΑΜ υπήρξε αποτέλεσμα κυρίως της σύμπραξης με το μοναδικό οργανωμένο φορέα που μπορούσε να αντισταθεί στις διαλυτικές συνέπειες της βίας των «Σωμάτων Ασφαλείας».

Αυτή η πολιτισμική διάσταση της σύγκρουσης ατόνησε μετά τη δεκαετία του 1940. Η Κατοχή, ο Εμφύλιος και οι μετεμφυλιακές διώξεις των αριστερών εδραίωσαν ως μοναδικό ερμηνευτικό πλαίσιο για τη δεκαετία του 1940 αυτό που καθορίζονταν από την πολιτική σύγκρουση ∆εξιάς και Αριστεράς, παραμερίζοντας κάθε άλλο. Παρ’ όλα αυτά, στο περιθώριο του μνημονικού πεδίου εμφανίζονται
αφηγήσεις σαν και αυτή του Καισαριανιώτη Σαράντη Μολυνδρή. Σύμφωνα με τον Μολυνδρή, η αυθαίρετη δράση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» κατά της Καισαριανής, η οποία εκδηλώθηκε για πρώτη φορά όταν ένας 17χρονος Καισαριανιώτης κατατάχθηκε στα Τάγματα και σε ένα διαπληκτισμό με το συνομήλικο και γείτονά του Α. Σπανό τον πυροβόλησε και τον σκότωσε, δημιούργησε την ανάγκη οργάνωσης ενόπλων ομάδων αυτοάμυνας για την προάσπιση της συνοικίας:
«Από κείνη τη στιγμή [της δολοφονίας] άρχισε ο ένοπλος αγώνας. Εκείνο το βράδυ βγήκε το πρώτο χωνί στη Καισαριανή, τηλεβόας και βγήκε Αναξαγόρα και Βρυούλων και μιλούσε ένας ονόματι Βυζανιάρης. Γιατί τώρα οι τσολιάδες είχαν βάλει στόχο τη Καισαριανή; Έχω την εντύπωση ότι το μικρασιατικό στοιχείο, η φλέβα αυτή, έφταιγε σε κάποιους, τους εμπόδιζε σε κάτι και ερχόντουσαν χωρίς λόγο και ανεβαίνανε την Καισαριανή, μπαίναν μες στα σπίτια με το πρόσχημα να ελέγξουν, να ψάξουν. Να ψάξουν τι; Αφού δεν υπήρχε κανένας τότε. Βρίζανε με το πιο χυδαίο τρόπο, ό,τι μπορούσαν να κλέψουν το κλέβανε και από κει και πέρα άρχισε μια αυτοάμυνα, θα λέγαμε, του συνοικισμού και βρεθήκανε καμία δεκαριά άτομα και λένε εμείς δεν θα αφήσουμε
τσολιά να μπαίνει στη Καισαριανή»25. 

Για τους νέους των προσφυγικών συνοικιών, τόσο η ένταξη στο ΕΑΜ, λόγω κυρίως της έξαρσης του πατριωτικού στοιχείου, όσο και η πολιτικοποίησή τους, αποτέλεσμα των ζυμώσεων που συντελέστηκαν κατά τη συμμετοχή τους στις οργανώσεις του, υπήρξαν στοιχεία συγκρότησης ενός νέου πολιτισμικού πλαισίου αναφοράς. Η αντιστασιακή εμπειρία συγκρότησε μια νέα πολιτισμική ταυτότητα δομημένη πάνω στα κύρια χαρακτηριστικά του ΕΑΜικού αντιστασιακού πνεύματος (ισότητα, πρωτοβουλία, συλλογική δράση). 

Μέσα από τη συμμετοχή τους στην ΕΠΟΝ, νέες και νέοι ταυτίστηκαν περισσότερο με τις καινοτόμες εμπειρίες και αντιλήψεις που γέννησε το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα και δευτερευόντως με τη θεωρητική υπόστασή του. Τα λόγια του Γιάννη Σιδέρη, μέλους της ΕΠΟΝ Παγκρατίου, είναι χαρακτηριστικά:
«Τα παιδιά της ΕΠΟΝ… Ένα 5% είχανε διαβάσει μαρξισμό, είχανε διαβάσει τους κλασικούς του μαρξισμού… ∆εν ξέρανε τι επιδιώκει το κομουνιστικό κόμμα, όχι το κόμμα το ελληνικό, η επανάσταση του ’17… Νομίζανε ότι θα κάνουμε ένα σοσιαλισμό… Και μετά το σοσιαλισμό θα γίνει μια ωραία κοινωνία, σοσιαλιστική. Μέχρι εκεί. Το αταξικό δεν υπήρχε ως καλλιέργεια στους κόλπους μας… Είχαμε έναν πατριωτικό χαρακτήρα για μια δικαιότερη κοινωνία. Πιστεύαμε ότι το κόμμα θα φτιάξει έτσι τα πράγματα που οι άνθρωποι θα ζούνε καλύτερα, έτσι με ασάφεια»26.

 Τα παιδιά αυτά που δεν είχανε διαβάσει μαρξισμό, πολεμώντας για το ασαφές αυτό όραμα μιας δικαιότερης κοινωνίας μετά τον πόλεμο, διεκδικούσαν την εδραίωση της ΕΑΜικής αντιστασιακής εμπειρίας σε καιρό ειρήνης. Με άλλα λόγια πολεμούσαν για την επικράτηση αυτού που είχαν βιώσει μέσα από τη συμμετοχή τους στο ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα. Γι’ αυτά τα παιδιά, το διακύβευμα της ένοπλης σύγκρουσης νοηματοδοτούνταν πρωτίστως από τα νέα στοιχεία συγκρότησης της ταυτότητάς τους που πήγαζαν από την ΕΑΜική αντιστασιακή δράση και δευτερευόντως από τα δεδομένα που έθετε η θεωρητική – ιδεολογική διάστασή της.
Ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές ζυμώσεις, το σύνολο των κατοίκων των προσφυγικών συνοικιών διεκδίκησε με τη συμμετοχή του ή την υποστήριξή του στο ΕΑΜ την υλοποίηση των ανεκπλήρωτων προσδοκιών του Μεσοπολέμου. Μια διεκδίκηση η οποία, παράλληλα με την πολιτική, έφερε και μια πολιτισμική διάσταση που διαμόρφωσε τις επιλογές τους και τη στάση τους απέναντι στην ένοπλη βία των «Σωμάτων Ασφαλείας».

3. Οι συνέπειες της ένοπλης σύγκρουσης σε τοπικό επίπεδο. Η περίπτωση των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας

Η ένοπλη βία στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας απειλούσε άμεσα την κοινωνική τους συνοχή. Τα πρώτα ρήγματα είχαν παρουσιαστεί από το 1943, όταν κατά τη δημιουργία των «Ευζωνικών Ταγμάτων» κάποιοι από τους κατοίκους τους εντάχθηκαν σε αυτά. Όπως καταγράφεται στις προφορικές μαρτυρίες ακόμη και τοπικών μελών του ΕΛΑΣ, η κοινότητα προσπάθησε αρχικά να διατηρήσει τη συνοχή της, εκλαμβάνοντας την ένταξη μελών της στα «Ευζωνικά Τάγματα» ως μια
πράξη που δεν στρέφονταν εναντίον της, αλλά είχε να κάνει με την ικανοποίηση βιοποριστικών αναγκών.

Στη λογική της διατήρησης της συνοχής της τοπικής κοινότητας, το βράδυ της 2ας ∆εκεμβρίου 1943, δύο μικρασιατικής καταγωγής ομαδάρχες της ΕΠΟΝ Βύρωνα, ο Μπάμπης Μπαγτζόγλου και ο Σοφοκλής Ζάκκας, επισκέφτηκαν τον επίσης Μικρασιάτη Τριαντάφυλλο Γ. στο σπίτι του στο Βύρωνα, με στόχο να του ζητήσουν να παραιτηθεί από τα Τάγματα και να σταματήσει τη στρατολόγηση στο
Βύρωνα27, μια κίνηση την οποία η κλιμάκωση της βίας λίγους μήνες αργότερα θα την καθιστούσε αδιανόητη. Ο τρόπος με τον οποίο οι δύο ομαδάρχες επιδίωξαν την ικανοποίηση του αιτήματος αυτού είναι άγνωστος. Γεγονός είναι ότι ο Τριαντάφυλλος Γ. σκότωσε τους δύο νέους και τον Αντώνη Απαρτόγλου που βρίσκονταν έξω από το σπίτι του28. Μέχρι το συμβάν αυτό, που προκάλεσε το θάνατο τριών κατοίκων του Βύρωνα, ο Τριαντάφυλλος Γ., παρά το γεγονός ότι ήταν αξιωματικός των
«Ευζωνικών Ταγμάτων», συνέχιζε να ζει στη συνοικία. Μετά το επεισόδιο, αυτός και η οικογένειά του την εγκατέλειψαν, για να αποφύγουν τα αντίποινα από την πλευρά του ΕΑΜ.

Σε αυτή, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η ιδιότητα του μέλους των «Ευζωνικών Ταγμάτων» δεν συνεπαγόταν την έξοδο από την τοπική κοινότητα.
Οι σχέσεις συγγένειας, γειτονίας και κοινής καταγωγής λειτούργησαν ως ένα πλαίσιο εντός του οποίου αποδομήθηκε, τουλάχιστον αρχικά, η προδοτική εικόνα του «ταγματασφαλίτη». Απόρροια αυτού ήταν η ανοχή που επιδείκνυαν ακόμη και τα μέλη του ΕΛΑΣ απέναντι στην παρουσία των ατόμων αυτών μέσα στις συνοικίες. Το συμβάν που ανέφερε ο δωδεκάχρονος το 1943 Γιώργος Τάλαρης δημιούργησε αίσθηση στην Καισαριανή:
«Ήτανε πείνα και καλούσανε να πάνε εθελοντές τσολιάδες... Μισθό καλό, φαΐ καλό για την οικογένειά του. Φεύγει αυτηνής ο πατέρας και πάει και γίνεται τσολιάς. Και ερχότανε με τα ρούχα τα τσολιαδίστικα εδώ πέρα, με την αραβίδα.
Τότε το ΕΛΑΣ εδώ άρχισε να οργανώνεται και ερχόντουσαν και από άλλες συνοικίες. Και του λέγαν τώρα οι ΕΛΑΣίτες, αφού τον ξέραν, γειτόνοι όλοι εδώ πέρα ήταν: “ρε συ μην έρχεσαι με τα ρούχα τα τσολιαδίστικα. Είναι και ξένοι, θα σε δει κανένας και θα σε σκοτώσει”. Νομίζεις ότι έπρεπε να πάρει εντολή;
“Άντε ρε!” [τους απαντούσε αυτός]. Ήρθε εδώ πέρα, κάθισε, έφαγε το μεσημέρι και μετά πήρε το όπλο όπως τη μαγκούρα και κατέβαινε την κατηφόρα εκεί.
Τον είδαν κάποιοι και τον σκότωσαν. Τον σκότωσαν εν ψυχρώ»29.

Το 1943, όταν οι συγκρούσεις πραγματοποιούνταν στο κέντρο της πόλης, οι συνοικίες ζούσαν στον παλμό μιας συνεχούς κινητοποίησης των νέων, για την οργάνωση και την υλοποίησή τους. Αν και γινόταν αντιληπτή, η βία βρισκόταν εκτός των «τειχών». Η κατάσταση όμως άλλαξε από την άνοιξη του 1944, όταν τα «Σώματα Ασφαλείας» άρχισαν τις επιχειρήσεις εναντίον των συνοικιών. Εκτός λοιπόν από τη νεολαία, η πλειονότητα των κατοίκων των ανατολικών συνοικιών, ανθρώπων που δεν υπήρξαν έως τότε και ούτε έγιναν αργότερα μέλη των EAMικών οργανώσεων, συσπειρώθηκε γύρω από αυτές, για να προστατεύσουν τα νεότερα μέλη των συνοικιών που συμμετείχαν ενεργά στο EAMικό κίνημα και, μέσω αυτών, τη συνοχή ολόκληρης της κοινότητας.

 Αν για κάποιους από τους κατοίκους των αστικών συνοικιών της Αθήνας, τα «Ευζωνικά Τάγματα», η
«Ειδική Ασφάλεια» και το «Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων», αποτελούσαν όργανα διαφύλαξης της τάξης, για τους κατοίκους των προσφυγικών συνοικιών συνιστούσαν ένα εξωτερικό κίνδυνο. Η απειλή αυτή συγκροτούνταν γύρω από την έννοια του «ξένου», σε αντιδιαστολή με τα μέλη των EAMικών οργανώσεων που ήταν παράλληλα και μέλη της τοπικής κοινότητας.

Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι οι ανατολικές συνοικίες, και ιδιαίτερα η Καισαριανή, υπήρξαν τόποι επανασυγκρότησης ελληνικών κοινοτήτων από τα παράλια της Μ. Ασίας, συνοικίες δηλαδή που κατοικούνταν από πολυμελείς οικογένειες οι οποίες συνδέονταν με ευρύτατα συγγενικά και φιλικά δίκτυα. Το ξέσπασμα της βίας στις συνοικίες οδήγησε στη συσπείρωση των κατοίκων τους γύρω από τα μέλη των EAMικών οργανώσεων που ήταν παράλληλα μέλη των πολυάνθρωπων αυτών δικτύων. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους «ξένους» ενόπλους των «Σωμάτων Ασφαλείας», το ΕΑΜ είχε βαθιές ρίζες στις τοπικές κοινωνίες, γεγονός που είχε την αντανάκλασή του στη στάση που κράτησαν οι ανοργάνωτοι κάτοικοι των συνοικιών κατά τη διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων:
«Και του ’λεγε η γιαγιά του τσολιά, του συνεργάτη, του Μπουραντά: “από κει θα πάτε και είναι λεφούσι”. Αντιπερισπασμός δηλαδή. Και εκείνη ήξερε εμείς από που φύγαμε. “Έλα γιόκα μου να σου δώσω μια κότα”, αυτοί ερχόντουσαν για πλιάτσικο… Ήτανε δέκα οι Τσολιάδες, διμοιρία ολόκληρη και τους έλεγες εσύ, η γιαγιά, η μεγάλη, η γυναίκα, η μάνα “τράβα να πας από κείνο το τετράγωνο όχι από τούτο”. ∆εν ήταν καλύτερο από μάχη; Σαν να κρατούσες πολυβόλο, να διώξεις τόσους για να γλιτώσουν οι άλλοι από δω;»30.

Η αντεκδίκηση: από την απρόσωπη ένοπλη αντιπαράθεση στις στοχευμένες δολοφονίες

Η κλιμάκωση της ένοπλης σύγκρουσης ανάμεσα στις ΕΑΜικές οργανώσεις και τα «Σώματα Ασφαλείας», προκάλεσε την ανάπτυξη νέων πεδίων εκδήλωσης της βίας. Παράλληλα, λοιπόν, με τη διενέργεια των «μπλόκων» ή των εφόδων στις συνοικίες από τα «Σώματα Ασφαλείας», σε όλη τη διάρκεια του 1944 και ιδιαίτερα από το καλοκαίρι και μετά, η ένοπλη σύγκρουση έλαβε και τη μορφή των εκατέρωθεν δολοφονικών επιχειρήσεων, οδηγώντας σε ένα συνεχώς ογκούμενο κύκλο
αντιποίνων.

 ***

18 «Κατάστασις ονομαστική των φονευθέντων και τραυματισθέντων κατά την απεργίαν της 22 Ιουλίου
1943», Μικρές Συλλογές Γενικών Αρχείων του Κράτους, Κ163, Αρχείο Ηρακλή Πετιμεζά.

19 Έκθεση Αριστοτέλη Κουτσουμάρη για την κατάσταση των πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές της Αθήνας, Αρχείο Α. Κουτσουμάρη, φακ. 52, ΕΛΙΑ.

20 Για την ανασυγκρότηση του ΕΛΑΣ της Αθήνας, Σπύρος Κωτσάκης,
Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986, 154.

21 Ως πρώτη μάχη του ΕΛΑΣ της Αθήνας με τα «Σώματα Ασφαλείας», έχει καταγραφεί η σύγκρουση της 5ης Απριλίου 1944 στα Ιλίσια, η οποία επεκτάθηκε σε Καισαριανή και Βύρωνα όταν, μετά τον απαγχονισμό 5 μελών του ΕΑΜ Νοσοκομείου Συγγρού σε αντίποινα για τη δολοφονία ενός αξιωματικού των «Ταγμάτων Ασφαλείας», ομάδες του ΕΛΑΣ επιχείρησαν να πάρουν τα πτώματα που
«εκτίθονταν» προς παραδειγματισμό σε πλατεία των Ιλισίων, φυλασσόμενα από δυνάμεις των
«Ταγμάτων Ασφαλείας». Βλ. σχετικά Ορέστης Μακρής, Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1985, 53. 

22 Τηλεγράφημα της υπηρεσίας του Ειδικού Πληρεξουσίου του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών στην Αθήνα με ημερομηνία 5 Ιουλίου 1944, όπως παρατίθεται στο Μάρτιν Ζέκεντορφ,
Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό. Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991, 235.

 23 Οι αριθμοί συλληφθέντων και εκτελεσθέντων προέρχονται από τα δελτία συμβάντων των κατά τόπους αστυνομικών τμημάτων, Αρχείο Αριστείδη Κουτσουμάρη, ΕΛΙΑ, καθώς και από το Αρχείο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών.

 24 Χαρακτηριστικά είναι τα όσα συνέβησαν τον Ιούλιο του 1925 σε Βύρωνα και Καισαριανή, όταν κάτοικοί τους, που ζούσαν σε σκηνές και παράγκες, κατέλαβαν τα οικήματα που προορίζονταν για τους πρόσφυγες οι οποίοι διέμεναν προσωρινά σε επιταγμένα σπίτια Αθηναίων. Μετά από άκαρπες διαπραγματεύσεις, η επέμβαση ενός ουλαμού του Συντάγματος Κυνηγών οδήγησε σε γενικευμένα επεισόδια, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα συλλήψεις και σοβαρούς τραυματισμούς των γυναικών που πρωτοστάτησαν. Εφημερίδα Καθημερινή, 14.7.1925

25 Σαράντης Μολυνδρής, συνέντευξη 30.11.2003.

26 Γιάννης Σιδέρης, συνέντευξη 8.12.2007.

27 Ο Τριαντάφυλλος Γ. ήταν λοχαγός των «Ευζωνικών Ταγμάτων» που είχε αναλάβει τη στρατολόγηση κατοίκων του Βύρωνα

28 Εφημερίδα Ελευθερία, 29.12.1946 και Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά 134/∆εκέμβριος 1946,
ΓΑΚ.

29 Γιώργος Τάλαρης, συνέντευξη 27.3.2003

30 Ευτυχία Μορίκη, συνέντευξη 28-8-2003. Η Ευτυχία Μορίκη, γνωστή και ως «Μάνα της Καισαριανής», καθώς ήταν υπεύθυνη για τη σίτιση των μαχητών και μαχητριών του ΕΛΑΣ Καισαριανής, ήταν ΕΛΑΣίτισσα που έλαβε μέρος σε πολλές από τις μάχες των ανατολικών συνοικιών. 

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

{[['']]}

Πτυχές της εμφύλιας σύγκρουσης στην κατοχική Αθήνα - Μέρος 1ο

 

Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη*

Tον τελευταίο χρόνο της Κατοχής περισσότερα από 2.000 άτομα σκοτώθηκαν στην Αθήνα, λόγω της κλιμάκωσης της σύγκρουσης ανάμεσα στο ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα, την κατοχική κυβέρνηση και τις δυνάμεις κατοχής1

Σκοπός της παρούσας εισήγησης είναι να αναδείξει τις πολιτικο-κοινωνικές διεργασίες που οδήγησαν σε αυτή την κλιμάκωση, καθώς και κάποιες από τις μορφές που έλαβε η εμφύλια σύγκρουση στην κατοχική Αθήνα. ∆ιεργασίες οι οποίες, αν και συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ενσωμάτωσαν και μετασχημάτισαν πολλά από τα στοιχεία της προπολεμικής πολιτικοκοινωνικής
πραγματικότητας.

1. Το πλαίσιο ανάπτυξης της πολιτικής αντιπαράθεσης Η απαξίωση του προπολεμικού αστικού πολιτικού κόσμου
Η στρατιωτική κατάληψη της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα υπήρξε αφετηρία για έναν κομβικής σημασίας πολιτικό μετασχηματισμό. Η εμπειρία της Κατοχής άλλαξε τη σχέση ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας με την πολιτική. Σε μια περίοδο ρήξης, όταν τα πάντα βρίσκονταν υπό διαπραγμάτευση, η αδυναμία του προπολεμικού πολιτικού κόσμου να εκφράσει τους κατακτημένους
και η εμφάνιση των αντιστασιακών οργανώσεων μετέβαλαν προπολεμικές αντιλήψεις και βεβαιότητες.

Ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού, η αναχώρηση (για πολλούς φυγή) της ελληνικής κυβέρνησης και του βασιλιά στο εξωτερικό και η πλήρης αδράνεια που επέδειξαν οι πολιτικές προσωπικότητες του αστικού χώρου που παρέμειναν στην κατεχόμενη Ελλάδα, υπήρξαν οι κύριοι λόγοι που δημιούργησαν την αίσθηση εγκατάλειψης του λαού από την
πολιτική του ηγεσία στην πλέον κρίσιμη φάση του πολέμου. Πολύ σύντομα, η αίσθηση αυτή έγινε πραγματικότητα με τον πλέον τραγικό τρόπο. 

Ο λιμός του χειμώνα του 1941-1942 στην πρωτεύουσα προκάλεσε το θάνατο χιλιάδων κατοίκων2 της και υπήρξε η πρώτη συλλογική τραυματική εμπειρία που ενεργοποίησε διαδικασίες αντίστασης, περισσότερο σε πρακτικό παρά σε ιδεολογικό επίπεδο.
Οι στρατηγικές επιβίωσης, που ανέπτυξαν οι κάτοικοι της πόλης στον αγώνα τους να επιβιώσουν, χαρακτηρίστηκαν από δύο παραμέτρους, οι οποίες διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος. Η πρώτη είχε να κάνει με την ανάδυση της αυτενέργειας. Απέναντι σε μια κεντρική διοίκηση που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις επισιτιστικές ανάγκες των Αθηναίων, αυτοί ανακάλυψαν ποικίλους τρόπους παράκαμψής της, αναπτύσσοντας παράνομα δίκτυα προμήθειας τροφίμων και άλλων αγαθών πρώτης ανάγκης. 

Σύντομα, οι μεμονωμένες προσπάθειες άρχισαν να λαμβάνουν συλλογική μορφή, δημιουργώντας τα πρώτα οργανωτικά μορφώματα (προμηθευτικοί συνεταιρισμοί, λαϊκές επιτροπές κατοίκων)3.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά το μετασχηματισμό της κινητοποίησης για την επιβίωση σε συλλογικό αντιστασιακό αγώνα. Μέσα σε ένα περιβάλλον πλήρους πολιτικής αλλά και ηθικής απαξίωσης του
«παλαιού κόσμου»4, η δραστηριοποίηση μελών της οργανωμένης αντίστασης στα δίκτυα, που δημιουργήθηκαν από την αυτενέργεια των κατοίκων, μετέτρεψε τον ατομικό αγώνα για την επίλυση του επισιτιστικού σε κεντρικό πεδίο ανάπτυξης του αντιστασιακού κινήματος στην πόλη.

Έτσι, στο πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε -με ένα κομμάτι του να βρίσκεται στο εξωτερικό, ένα άλλο αδρανές στην Ελλάδα και ένα τρίτο να συνεργάζεται ανοικτά με τους κατακτητές- ο προπολεμικός αστικός πολιτικός κόσμος υπέστη μια πρωτόγνωρη ήττα και καταδικάστηκε στις συνειδήσεις μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Η ήττα όμως δεν περιορίστηκε στην αρνητική διάσταση της καταδίκης. Η ανάπτυξη μιας νέας πολιτικής κουλτούρας, όπως αυτή εκφράστηκε από το
αντιστασιακό κίνημα, έφερε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας σε επαφή με διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης και εκδήλωσης της πολιτικής έκφρασης. 

Οι εξελίξεις αυτές, από κοινού με τις σκληρές συνέπειες της στρατιωτικής κατοχής, μετέβαλαν τους προπολεμικούς κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς.
Στους μη προνομιούχους του Μεσοπολέμου, προστέθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, κοινωνικές ομάδες (δημόσιοι υπάλληλοι, έμποροι, βιοτέχνες) των οποίων η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε. Αυτή η υπό διαμόρφωση κοινωνική συμμαχία έλαβε πολιτικά χαρακτηριστικά μέσα από τις ζυμώσεις που σημειώθηκαν στη βάση της κοινωνίας, λόγω της εμπλοκής της οργανωμένης αντίστασης στον αγώνα για την επιβίωση. 

Με κεντρικό πεδίο εκδήλωσης το επισιτιστικό πρόβλημα, τα διοικητικά συμβούλια των εκατοντάδων προμηθευτικών συνεταιρισμών, που ιδρύθηκαν μέσα στην Κατοχή5, οι συνοικιακές Λαϊκές Επιτροπές και ποικίλες άλλες συλλογικότητες λειτούργησαν ως υπόστρωμα πάνω στο οποίο βασίστηκε η ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος στην πόλη.

Από τα πολιτικά κόμματα στις αντιστασιακές οργανώσεις

Η απαξίωση του προπολεμικού πολιτικού κόσμου δεν είχε ως μόνη συνέπεια την ανάδυση της αυτενέργειας των Αθηναίων και το σταδιακό μετασχηματισμό της σε αντιστασιακή δράση, αλλά υπήρξε και ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες που συνέβαλαν στην αντικατάσταση των πολιτικών κομμάτων από τις αντιστασιακές οργανώσεις, ως φορέων πολιτικής εκπροσώπησης. Η νέα πραγματικότητα καταγράφεται το Μάιο του 1943 στα πρακτικά συνεδριάσεων της «Επαναστατικής
Επιτροπής» του «Εθνικού ∆ημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου» (Ε∆ΕΣ) Αθηνών, όπου γίνεται αναφορά στην αποτυχημένη προσπάθεια της εξόριστης κυβέρνησης να ελέγξει το αντιστασιακό κίνημα, αποστέλλοντας στην κατεχόμενη Αθήνα τον Ταγματάρχη Ι. Τσιγάντε, με στόχο τη συνένωση των αντιστασιακών οργανώσεων σε ενιαία διοίκηση: 

«Αι Οργανώσεις αντέκρουσαν, σχεδόν εις το σύνολόν των, τις προτάσεις. ∆ιότι διείδαν αφ’ ενός που οδηγούσε η τακτική του Καΐρου αλλά και η επιδίωξις των κομμάτων τα οποία πλέον δεν είχαν παρά μόνον τους αρχηγούς τους με ολίγα στελέχη περί αυτούς και τον τίτλον του κόμματος. Ο λαός, η μάζα η οποία αποτελούσε τους οπαδούς των είναι ενταγμένη στις διάφορες οργανώσεις και μάχεται στα πεζοδρόμια και στα βουνά εναντίον των δυνάμεων του Άξονος. Αυτές οι μάζες ήδη έζησαν τον προ πολλού πολιτικό θάνατο των κομμάτων, είδαν την απουσία τους από το ξεκίνημα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνος μέχρι σήμερα, και τα ξέγραψαν. Η πολιτική πείρα του παρελθόντος απετέλεσε οδηγό στις πλατειές μάζες του ελληνικού Λαού να αποκηρύξουν άμεσα και έμμεσα τα παλιά κόμματα και να σπεύσουν να αναζητήσουν νέους ριζοσπαστικούς και επαναστατικούς προσανατολισμούς, τέτοιους που δίδουν σήμερα και ο Ε∆ΕΣ και το ΕΑΜ.» 6

Η μετάβαση από τα πολιτικά κόμματα στις αντιστασιακές οργανώσεις, αντανακλούσε σε πολιτικό επίπεδο τη νέα κοινωνική δυναμική, που απειλούσε με πλήρη ανατροπή το προπολεμικό κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς. Για πρώτη φορά, κοινωνικές ομάδες που υπήρξαν οι προπολεμικοί «κομπάρσοι» της πολιτικής πραγματικότητας (νεολαία, εργάτες/τριες, γυναίκες) μεταβλήθηκαν σε πρωταγωνιστές των πολιτικών εξελίξεων, μέσα από τη συμμετοχή τους στο αντιστασιακό κίνημα της πόλης. 

Η κοινωνική αυτή δυναμική εκφράστηκε πολιτικά κυρίως μέσα από το «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» (ΕΑΜ), το οποίο αξιοποιώντας την τεχνογνωσία του προπολεμικού Κομμουνιστικού Κόμματος και έχοντας εξαρχής κινηματικό προσανατολισμό, κατάφερε, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις, να λάβει μαζικό χαρακτήρα και να μετατραπεί στον κύριο πολιτικό αντίπαλο τόσο των δυνάμεων κατοχής, όσο και του προπολεμικού πολιτικού κόσμου.

2. Από την πολιτική αντιπαράθεση στην ένοπλη σύγκρουση 

Αν θα έπρεπε να αναζητήσουμε ένα σημείο καμπής στη διαδικασία επέκτασης της επιρροής του ΕΑΜ στην Αθήνα και μετατροπής του στον κύριο πολιτικό αντίπαλο των κατοχικών κυβερνήσεων, αυτό θα μπορούσε να εντοπιστεί στον αγώνα του αντιστασιακού κινήματος ενάντια στην πολιτική επιστράτευση, το πρώτο τρίμηνο του 1943. 

Μετά την υποχώρηση του λιμού, από την άνοιξη του 1942, και όταν πλέον η ζωή στην πρωτεύουσα είχε αποκτήσει μια νέα κανονικότητα υπό τις έκτακτες συνθήκες της στρατιωτικής κατοχής, η εισαγωγή του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης απειλούσε το ενεργό δυναμικό της πόλης με μαζικές αποστολές στο εξωτερικό, προς εργασία στα εργοστάσια του Άξονα. 

Η εξέλιξη αυτή συνεπαγόταν την επέκταση των κινδύνων που απέρρεαν από τη στρατιωτική κατοχή σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού7. Ο κίνδυνος αυτός προκάλεσε τη συσπείρωση των Αθηναίων γύρω από το αντιστασιακό κίνημα, η οποία εκδηλώθηκε με τη μαζική συμμετοχή τους στις μεγάλες κινητοποιήσεις που πραγματοποίησαν οι αντιστασιακές οργανώσεις ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. 

Οι κινητοποιήσεις αυτές, λόγω της μαζικότητας και της μαχητικότητάς τους, υπήρξαν σημείο καμπής τόσο για την οργανωτική ωρίμανση και αριθμητική ανάπτυξη του ΕΑΜ, όσο και για τη μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών στην πρωτεύουσα.
Η απόσυρση του μέτρου αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη πολιτική νίκη του οργανωμένου αντιστασιακού κινήματος, νίκη που καρπώθηκε κυρίως το ΕΑΜ, αυξάνοντας κατακόρυφα τις δυνάμεις του και την πολιτική του επιρροή στην Αθήνα.

Ένα μήνα μετά, τον Απρίλιο του 1943, ο πρωθυπουργός Κων/νος Λογοθετόπουλος αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Ράλλη. Ο Ράλλης έθεσε ως βασικό όρο για την ανάληψη της πρωθυπουργίας τη δημιουργία ελληνικών ενόπλων σωμάτων, που θα εξοπλίζονταν από τις αρχές κατοχής με στόχο την καταστολή του ΕΑΜικού κινήματος. Σε μεταγενέστερο διάγγελμά του, τον Ιανουάριο του 1944, ο πρωθυπουργός δικαιολόγησε τη δημιουργία των «Ταγμάτων Ασφαλείας» ως απαραίτητου μέτρου για τη διαφύλαξη της τάξης απέναντι στους «κακούργους», που απειλούσαν την ελληνική κοινωνία. Όμως, η ρητή αναφορά του στην ανάγκη προάσπισης του κοινωνικού καθεστώτος απέδιδε πολιτικό και ταξικό χαρακτήρα στη συγκρότηση των «Ταγμάτων Ασφαλείας»:

«Η κυβέρνησις θα ήτο αναξία του ονόματός της και κατωτέρα των περιστάσεων, αν άφηνε τους εν τη χώρα δρώντας τρομερούς κακούργους να συνεχίσουν το μυσερόν έργον των. ∆ια τούτο εθεώρησεν ως υπέρτατον αυτής καθήκον την οργάνωσιν ενόπλου δυνάμεως... Την δύναμιν ταύτην συνεκροτήσαμεν με την ευγενή και πρόθυμον συνδρομήν των Γερμανικών Αρχών... Με την αυτήν συμπάθειαν πρέπει να περιβάλη ο ελληνικός λαός και όλους εκείνους τους γενναίους οι οποίοι βαθέως συναισθανόμενοι τον κίνδυνον του κοινωνικού μας καθεστώτος και συνεπώς τον εθνικόν κίνδυνον εζήτησαν οι ίδιοι παρά των Γερμανικών στρατιωτικών Αρχών να ενισχυθώσι δι’ όπλων»8.

Η συγκρότηση των αντι-ΕΑΜικών δυνάμεων της κυβέρνησης Ράλλη

Απέναντι στον πολιτικό λόγο του ΕΑΜ, που έβρισκε όλο και μεγαλύτερη απήχηση στη δοκιμαζόμενη αθηναϊκή κοινωνία, η κυβέρνηση Ράλλη προσπάθησε να συσπειρώσει τον αστικό κόσμο, ενεργοποιώντας τα αντικομμουνιστικά του αντανακλαστικά. Αντλώντας από την προπολεμική φιλολογία περί κομμουνιστικού κινδύνου, η κυβέρνηση αποσκοπούσε στο να αποσυνδέσει την αντιπαράθεση από τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνέπειες της στρατιωτικής κατοχής και να την αποδώσει στη βία που ασκούσαν οι ΕΑΜικές οργανώσεις9

Σε αυτή τη λογική επιχειρήθηκε η πλήρης ανατροπή της κατοχικής πραγματικότητας: οι Γερμανοί
από κατακτητές, παρουσιάζονταν ως αρωγοί του ελληνικού Έθνους, μέσω της υποστήριξης που παρείχαν στον εθνικό αγώνα της κυβέρνησης.
Η σύμπραξη βενιζελικών και αντιβενιζελικών πολιτικών και στρατιωτικών προσωπικοτήτων στον αγώνα κατά του ΕΑΜ καταδείκνυε την προσπάθεια υπέρ- βασης των μεσοπολεμικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του αστικού πολιτικού χώρου, γεγονός που πιστοποιούσε την ταξική διάσταση της σύγκρουσης στην κατοχική Αθήνα. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί π.χ. η συνεργασία του Ιωάννη Ράλλη, πα-
ραδοσιακού πολιτικού του Λαϊκού Κόμματος, με τους πρωτοστατούντες στην ίδρυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», το βενιζελικό Στυλιανό Γονατά και τον αντιβασιλικό Θεόδωρο Πάγκαλο. 

Εκτός από την αντικομμουνιστική ρητορεία, και η σύνθεση των «Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας» αντλούσε από την μεσοπολεμική εμπειρία, καθώς σύμφωνα με τον ∆ιευθυντή της Υπηρεσίας Επισιτισμού Παιδικών Συσσιτίων του ∆ιεθνή Ερυθρού Σταυρού και πρώην αστυνομικό Αριστοτέλη Κουτσουμάρη, «όλοι οι αξιωματικοί που υπηρετούν στα Τάγματα Ασφαλείας είναι από τους παλαιούς αξιωματικούς των ∆ημοκρατικών Ταγμάτων, τα οποία τόσον είχαν κατατυραννίσει τον τόπο κατά την αλησμόνητη εκείνη περίοδο της δικτατορίας του Στρατηγού Παγκάλου. Ο περίφημος ∆ερτιλής, ο Πλιτζανόπουλος, ήσαν από τα πρωτοπαλλήκαρα της εποχής εκείνης»10.

Τον Απρίλιο του 1943 δημιουργήθηκε ο πρώτος λόχος Ευζώνων που εντάχθηκε στην Τιμητική Φρουρά του Αγνώστου Στρατιώτη. Από κοινού με δύο ακόμη λόχους, που συγκροτήθηκαν στα μέσα Μαΐου, αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό «Ευζωνικό Τάγμα Ασφαλείας Αθηνών». Τη διοίκησή του ανέλαβε αρχικά ο Βασίλειος Ντερτιλής και λίγο αργότερα ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, με υποδιοικητή τον Ταγματάρχη Πεζικού Παναγιώτη Κυριακού11.

Τα νεοσυσταθέντα «Τάγματα Ασφαλείας» πλαισιώθηκαν από τμήματα των «Σωμάτων Ασφαλείας» που είχαν εμπειρία στη δίωξη των προπολεμικών κομμουνιστών, όπως η «∆ιεύθυνσις Ειδικής Ασφάλειας» που ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1929 από την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου12 και το «Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων», που ιδρύθηκε το Μάιο του 1939 από το δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά13. Τα Σώματα αυτά αποτέλεσαν τη δύναμη πυρός του αντι-ΕΑΜικού αγώνα στην Αθήνα. Γύρω τους -και ιδιαίτερα γύρω από την Ειδική
Ασφάλεια- συσπειρώθηκαν μέλη διάφορων αντικομμουνιστικών οργανώσεων («προδοτικός» Ε∆ΕΣ Αθηνών, οργάνωση «Χ»14), ενώ πολλά από αυτά έφεραν παράλληλες ταυτότητες, συμμετέχοντας ταυτόχρονα είτε στις γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας (GFP της Βέρμαχτ και SD των Ες-Ες), είτε σε οργανώσεις αντικατασκοπείας των Γερμανών (ομάδες «3.000» και «Μπουντ»)15. 

Η σχέση της σύγκρουσης ανάμεσα στο ΕΑΜ και την κυβέρνηση Ράλλη με την προπολεμική πολιτική πραγματικότητα εντοπίζονταν και σε μια ακόμη διάσταση.
Όταν, ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση, αξιωματικοί των «Σωμάτων Ασφαλείας» βρέθηκαν κατηγορούμενοι στο «Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών» για τη δράση τους κατά την περίοδο της Κατοχής, η γραμμή υπεράσπισής τους επικεντρώθηκε στην επίκληση της προπολεμικής αντικομμουνιστικής νομοθεσίας. Πίσω από την εφαρμογή του νόμου «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου το καλοκαίρι του 1929, οι δυνάμεις ασφαλείας των κατοχικών κυβερνήσεων, προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τις δολοφονίες εκατοντάδων μελών του ΕΑΜ και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων, καθώς και τη συνεργασία τους με τον κατακτητή16.

Για τα κατοχικά «Σώματα Ασφαλείας», η αντιμετώπιση του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος στο πλαίσιο υπηρεσιακών αρμοδιοτήτων, αποτελούσε το άλλοθι για τον αποχαρακτηρισμό μιας κατεξοχήν πολιτικής δράσης. Στο πλαίσιο αυτής της υπηρεσιακής λογικής, ο επικεφαλής της
«Ειδικής Ασφάλειας», Υποστράτηγος Χωροφυλακής Αλέξανδρος Λάμπου θα υπερασπιστεί τη δράση της υπηρεσίας του, αναφερόμενος στη διαχρονική αποστολή της:
«η Ασφάλεια κατεδίωκε πάντα όστις ενήργει εναντίον της τιμής και της ζωής της Πατρίδος μας»17
.

_________________

 * Υποψήφιος ∆ιδάκτορας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
1 Ο αριθμός αυτός προκύπτει μετά από συστηματική και επίπονη έρευνα στα διασπαρμένα και λιγοστά σχετι-
κά αρχεία. Η ταυτοποίηση των προσώπων πραγματοποιήθηκε με το συσχετισμό στοιχείων που εντοπίστηκαν
στο Αρχείο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, στα πρακτικά του
«Ειδικού ∆ικαστηρίου» Αθηνών και
των
«Μικτών Ορκωτών ∆ικαστηρίων» Αθηνών που βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στο Ληξιαρ-
χείο Αθηνών (τα στοιχεία αυτά μου τα παραχώρησε ο Ιάσονας Χανδρινός), στο Αρχείο Ηρακλή Πετιμεζά στα
ΓΑΚ, στο Αρχείο Αριστοτέλη Κουτσουμάρη στο Ελληνικό Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο, στο σύνολο του
διαθέσιμου παράνομου Τύπου της Κατοχής, στο σύνολο της υπάρχουσας βιβλιογραφίας για την κατοχική
Αθήνα και σε προφορικές μαρτυρίες.

 2 Αν και ο ακριβής προσδιορισμός των θανάτων από πείνα για πολλούς και διαφορετικούς λόγους είναι εξαιρετικά δύσκολος, οι τελευταίες έρευνες φαίνεται να συμφωνούν σε έναν αριθμό ανάμεσα στις 40.000 με 50.000 νεκρούς στην Αθήνα. Για το θέμα αυτό βλέπε Ευγενία Μπουρνόβα, «Θάνατοι από πείνα. Η Αθήνα το χειμώνα του 1941-1942», Αρχειοτάξιο, 2005, 7: 52-73, Μαρία Καβάλα, «Πείνα και επιβίωση. Αντιμετώπιση των στερήσεων στην κατεχόμενη Ελλάδα», στο Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000.
Η εμπόλεμη Ελλάδα 1940-1949. Αλβανικό Έπος - Κατοχή και Αντίσταση - Εμφύλιος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, τόμ. 8, 49-62, Χρήστος Λούκος, «Η πείνα στην Κατοχή. ∆ημογραφικές και
κοινωνικές διαστάσεις», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ & Προκόπης Παπαστράτης (επιμ.),
Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940-1945 Κατοχή - Αντίσταση, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007, τόμ. Γ2, 219-261.

3 Για τις στρατηγικές επιβίωσης καθώς και τους τρόπους σύνδεσής τους με το αντιστασιακό κίνημα βλ., Γιώργος Μαργαρίτης, Από την ήττα στην εξέγερση. Ελλάδα: άνοιξη 1941 - φθινόπωρο 1942, Αθήνα, Πολίτης, 1993.

4 Η μεγάλη έκταση που έλαβε η διαφθορά γύρω από τη διαχείριση των κρατικών συσσιτίων, αλλά και η ανάπτυξη δικτύων «μαύρης αγοράς» σε ένα περιβάλλον ανεξέλεγκτης παρανομίας σε συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής και με κρατικούς υπαλλήλους και αξιωματούχους, ακύρωσαν κάθε έννοια ηθικής τάξης σε μια κοινωνία που λιμοκτονούσε, βλ. Αλέξανδρος Ζάννας,
Η κατοχή: αναμνήσεις- επιστολές, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1964 και Χριστόφορος Χρηστίδης
Χρόνια Κατοχής 1941-1944: μαρτυρίες ημερολογίου, Αθήνα, [χ.ε.], 1971.

 5 Για τη συμβολή των προμηθευτικών συνεταιρισμών στην ανάπτυξη του αθηναϊκού αντιστασιακού κινήματος βλ. Γ. Φ. Κουκουλές, «Η συμβολή του Εθνικού Εργατικού Απελευθερωτικού Μετώπου στον αγώνα για την επιβίωση (1941-1944)», Αρχειοτάξιο, 2001, 3: 94-104.

 6 Ελευθέριος ∆έπος, «Η διάσπασις αρχίζει εις τον Ε∆ΕΣ Αθηνών. Μάιος 1943: Τα πρακτικά της συνεδριάσεως της Επαναστατικής Επιτροπής», Ιστορικόν Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως, 1960, τ. 27-28, 49. 

7 Κάτι παρόμοιο, ως προς την επέκταση των συνεπειών της στρατιωτικής κατοχής, μπορεί να θεωρηθεί ο λιμός του χειμώνα 1941-42. Όμως, το ένα έτος που μεσολάβησε ήταν καθοριστικό. Το χειμώνα του 1941 το αντιστασιακό κίνημα βρισκόταν στα πρώτα στάδια ανάπτυξής του και αδυνατούσε να αναλάβει οργανωτικές και πολιτικές πρωτοβουλίες, όπως έπραξε ένα και πλέον χρόνο αργότερα. Επίσης, την περίοδο του λιμού, η χιτλερική Γερμανία φάνταζε, και ήταν, αήττητη, κάτι που δεν ίσχυε το πρώτο τρίμηνο του 1943, μετά τη συνθηκολόγηση του Στρατηγού Πάουλους στις 2-2-1943 στο Στάλινγκραντ και την ανάκληση του Στρατηγού Ρόμμελ στις 7-3-1943 από το μέτωπο της Βορείου Αφρικής.

8 Εφημερίδα Πρωία, φύλλο 15.1.1944

9 Όπως προκύπτει από τα πρακτικά του «Ειδικού ∆ικαστηρίου» Αθηνών κατά τις μεταπολεμικές δίκες μελών της «Ειδικής Ασφάλειας» και των «Ταγμάτων Ασφαλείας», αφετηρία για την έναρξη των ένοπλων συμπλοκών των «Σωμάτων Ασφαλείας» με τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ υπήρξε η δολοφονία του Ταγματάρχη Χωροφυλακής ∆ημητρίου Αλεξόπουλου στις 27-9-1943 στη Ν. Ιωνία, ως υπεύθυνου για τη δολοφονία τριών εργατών κατά τη διάρκεια διαδήλωσης για την απελευθέρωση συλληφθέντων απεργών στη Ν. Ιωνία λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Μέχρι το ανωτέρω διάγγελμα του Ιωάννη Ράλλη στις αρχές Ιανουαρίου 1944, σκοτώθηκαν σε συμπλοκές ή δολοφονήθηκαν μετά από επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην Αθήνα τουλάχιστον 22 άνδρες των «Σωμάτων Ασφαλείας». Βλ. σχετικά Αρχείο Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, Αρχείο Ειδικού ∆ικαστηρίου Αθηνών και Αρχείο Μικτών Ορκωτών ∆ικαστηρίων Αθηνών στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Βλ. επίσης εφημερίδες Πρωία και Ριζοσπάστης.
 
10 Έκθεση Α. Κουτσουμάρη, Αύγουστος 1944, φακ. 47, Αρχείο Α. Κουτσουμάρη, ΕΛΙΑ. Τα
«∆ημοκρατικά Τάγματα» υπήρξαν μετεξέλιξη ενός Συντάγματος εθελοντών που συγκροτήθηκε από την επαναστατική κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Πρωταγωνίστησαν στην ταραχώδη περίοδο 1923-1926, των συνεχών στρατιωτικών κινημάτων. Χρησιμοποιήθηκαν από τον Θεόδωρο Πάγκαλο για την επιβολή της δικτατορίας, καθώς και από τον Γ. Κονδύλη για την ανατροπή του Πάγκαλου. Επικεφαλής των δύο «∆ημοκρατικών Ταγμάτων» που έδρευαν στην Αθήνα το 1926 ήταν ο αντισυνταγματάρχης Βασίλειος Ντερτιλής, που την περίοδο της Κατοχής υπήρξε ο πρώτος διοικητής των «Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας» στην Αθήνα, και ο αντισυνταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας, ο οποίος στην Κατοχή υπήρξε ο αρχηγός της αντιστασιακής οργάνωσης Ε∆ΕΣ. Για τη δράση των «∆ημοκρατικών Ταγμάτων» βλέπε, Θάνος Βερέμης, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική, Αθήνα, Κούριερ, 2000, 137 και εφημερίδα Ριζοσπάστης 26.2.1928.

11 Έκθεση Παναγιώτη Κυριακού «Περί της Ιστορίας του Συν/τος Ευζώνων Ασφαλείας Αθηνών», με ημερομηνία 18-4-1957, ∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού.

12 Η «∆ιεύθυνσις Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους», υπαγόταν στη Χωροφυλακή και λειτουργούσε αποκλειστικά ως υπηρεσία συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών, με στόχο την προστασία του κοινωνικού καθεστώτος, την παρακολούθηση της δράσης των αλλοδαπών στη χώρα και την ασφάλεια υψηλών πολιτικών προσώπων (βλ. Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τεύχος Α, 21.2.1929). Αποτελώντας ένα από τα βασικά όργανα εφαρμογής του «ιδιωνύμου», η «∆ιεύθυνσις Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους» ανέπτυξε μια ιδιαίτερη τεχνογνωσία στη δίωξη των προπολεμικών παράνομων οργανώσεων του κομμουνιστικού κόμματος, γεγονός που την κατέστησε αιχμή του δόρατος στην καταστολή του ΕΑΜικού κινήματος. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής επικεφαλής της τοποθετήθηκε ο απόστρατος αξιωματικός της Χωροφυλακής Αλέξανδρος Λάμπου.

13 Την περίοδο της Κατοχής, το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων» λειτούργησε ως ένοπλη μονάδα άμεσης επέμβασης σε κάθε αναταραχή που προκαλούνταν στο κέντρο και στις συνοικίες της πόλης, ενώ παράλληλα διενεργούσε κοινές επιχειρήσεις με τα υπόλοιπα «Σώματα Ασφαλείας» κατά τη διάρκεια των «μπλόκων». Επικεφαλής του Μηχανοκίνητου ήταν ο αστυνόμος Νικόλαος Μπουραντάς. Βλ. σχετικά Αλέξανδρος Αυδής, Οι Μπουραντάδες, Αθήνα, Νέα Θέσις, 2006.

14 Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση του υπαστυνόμου Ν. Μπιτούνη, σε μεταπολεμική δίκη μελών της
«Ειδικής Ασφάλειας»:
«υπηρετούσα εις το μηχανοκίνητο Τμήμα (…) Εγώ είχα οργανώσει την Χ του Θησείου, ο δε Παπαγρηγοράκης [ανθυπομοίραρχος Χωροφυλακής της Ειδικής Ασφάλειας] παρέδωσε όπλα εις τον Υπολοχαγόν Μ. Ασημακόπουλον και Μιχαλόπουλον καθώς και αυτόματα, τα οποία είδα που συνώδευεν με αυτοκίνητο με την ομάδαν του μέχρις της αποθήκης [οπλισμού της οργάνωσης Χ]
επί της οδού Ηρακλειδών 16».
Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά Ιανουάριος-Φεβρουάριος και Μάρτιος 1947, ΓΑΚ.

15 Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά 1945-1947, ΓΑΚ.

16 Σύμφωνα με την κατάθεση του υπασπιστή του ∆ιευθυντή της «Ειδικής Ασφάλειας», Ταγματάρχη Χωροφυλακής Γεωργίου Γενεράλη, τα όργανα της υπηρεσίας «κατεδίωκον τους κουμουνιστάς διότι υπήρχε το ιδιώνυμον (…) Οι ομάδες Παρθενίου και Παναγιωτοπούλου συνεστήθησαν δια την ενίσχυσιν της Ειδικής Ασφαλείας προς εφαρμογήν του ιδιωνύμου», Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά Οκτώβριος 1945, ΓΑΚ.

17 Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά Οκτώβριος 1945, ΓΑΚ

 ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

{[['']]}

Το «κράτος δικαίου» και οι εκτελεσμένοι στις Συκιές Θεσσαλονίκης


Με αφορμή την εύρεση ομαδικών τάφων εκτελεσμένων στις Συκιές Θεσσαλονίκης ανατρέχουμε στο πλούσιο αρχείο του ΚΚΕ για εκείνη την περίοδο και πιο συγκεκριμένα για την λειτουργία και τις καταδικαστικές αποφάσεις του έκτακτου στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, που λειτούργησε από το 1946 έως το 1951.

Ψάχνοντας διάφορα αρχεία πέσαμε σε ένα εξώφυλλο της εφημερίδας «Ελεύθερη Ελλάδα», που αποτελούσε όπως αναγράφει στον τίτλο της «απογευματινή εφημερίδα, όργανο του πολιτικού συνασπισμού των κομμάτων του ΕΑΜ» και τυπωνόταν στην Αθήνα. Στις 7 Μάη διαβάζουμε στο πρωτοσέλιδο το εξής: «Η "σφαγή" - Έχουν εκτελεσθεί έως τώρα 1 ιερεύς, 4 γυναίκες, 30 στρατιώτες και 146 πολίτες από το "ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ"». Η εφημερίδα στο θέμα της αναφέρεται στην εκτέλεση της Κούλας Ελευθεριάδου, στελέχους του ΚΚΕ, η οποία μπροστά στους στρατοδίκες, ξεφτιλίζοντας κάθε προσπάθειά τους να την φέρουν σε αντιπαράθεση με το Κόμμα της και τους συντρόφους της, γνωρίζοντας ότι η απόφαση του στρατοδικείου θα τη στήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα ανέφερε: «Θα δεχθώ ψύχραιμα την απόφαση σας, με πλήρη επίγνωση της θέσης μου και τη βεβαιότητα ότι έκανα το καθήκον μου σαν Ελληνίδα και σαν κομμουνίστρια, μέλος του ΚΚΕ…».

Έτσι χτίστηκε το κράτος δικαίου της καπιταλιστικής εξουσίας. Με εκτελέσεις, λάκκους εκτελεσμένων, μαζικούς τάφους νεκροζώντανων όπως στην Φλώρινα, με μία σφαίρα στο κεφάλι στελεχών, μελών και οπαδών του ΚΚΕ που πάλεψαν για να κάνει κουμάντο στην χώρα του ο λαός. Έτσι χτίστηκε η αστική δημοκρατία. Στα εκτελεστικά αποσπάσματα, στα ξερονήσια, τις φυλακές, τις απαγωγές αγωνιστών, στα κρατητήρια, στις δολοφονίες στελεχών του ΚΚΕ και του εργατικού λαϊκού κινήματος. Το σημερινό «κράτος δικαίου» που το λιβανίζουν όλα - μα όλα - τα αστικά κόμματα είναι η εξέλιξη του «κράτους δικαίου» που διαμορφώθηκε με έκτακτα στρατοδικεία όπως αυτό στην Θεσσαλονίκη. Η ευρύτατη πολιτική, «διακομματική» στήριξη σε τέτοιους είδους μέτρα εκείνη την περίοδο μπορεί να γίνει αντιληπτή και από το εξής στοιχείο: Από το 1946 έως το 1951 - την περίοδο που λειτουργούσε εν προκειμένω το έκτακτο στρατοδικείο Θεσσαλονίκη - εντοπίζει κανείς πάνω από 10 διαφορετικά κυβερνητικά σχήματα. Τα αστικά κόμματα παραμέριζαν παλιές διαφορές, το ένα κόμμα διέγραφε τις αμαρτίες του άλλου κόμματος, προκειμένου να ενωθούν απέναντι «στον χάρο που έβλεπαν με τα μάτια τους», δηλαδή την δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και του ΚΚΕ.

Δεν πρόκειται για κάποια περίοδο πραξικοπημάτων ή ανωμαλίας. Δεν πρόκειται για κάποια περίοδο που η Ελλάδα βρισκόταν σε κάποιο καθεστώς «διεθνούς απομόνωσης». Αντίθετα έσφιγγαν όλο και πιο πολύ οι δεσμοί της ελληνικής αστικής τάξης, στην αρχή με τους Βρετανούς και στη συνέχεια με τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές (μέχρι σήμερα το καυχιούνται οι απολογητές του συστήματος, ότι «τότε η Ελλάς διάλεξε το στρατόπεδο της Δύσης»), οι οποίοι στήριξαν με όλα τα μέσα, στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτικά την σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας, της αστικής δημοκρατίας. Είχαν να αντιμετωπίσουν έναν λαό που τα προηγούμενα χρόνια με την δράση του και την καθοδήγηση του ΚΚΕ είχε αμφισβητήσει έμπρακτα τους θεσμούς του αστικού κράτους, διαμορφώνοντας νέους θεσμούς, γεννημένους μέσα στην πάλη ενάντια στην τριπλή (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία) φασιστική κατοχή, με την ενεργητική συμμετοχή του λαού, την ώρα που οι προκατοχικοί αστικοί θεσμοί, είτε είχαν καταφύγει μαζί με τον χρυσό της χώρας εκτός Ελλάδας, είτε συνεργάζονταν με τους κατακτητές, είτε έστηναν μηχανορραφίες στοχεύοντας στην ήττα της εργατικής τάξης και του λαού και πρώτα απ’ όλα του  ΚΚΕ και του ένοπλου ΕΑΜικού κινήματος προκειμένου να διασφαλιστούν τα ταξικά συμφέροντα των καπιταλιστών. 

Η πραγματικότητα σήμερα και όλη η σύγχρονη ιστορία του τόπου μας αποδεικνύουν ότι τίποτα δεν έχει να προσφέρει στον λαό η εμπιστοσύνη στους θεσμούς ενός εχθρικού, αντιλαϊκού κράτους, ενός κράτους που η πιο πιστή αποτύπωση των θεμελίων του είναι τα κρανία των εκτελεσμένων κομμουνιστών του Επταπύργιου. Τίποτα το προοδευτικό δεν υπάρχει σε αυτό που αποκαλούν «κράτος δικαίου», αφού αυτό φτιάχτηκε και προστατεύει την καρδιά κάθε αδικίας, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, την καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία. Και αν την περίοδο της ένοπλης ταξικής σύγκρουσης του 1946 - 1949 χτίστηκε πάνω στις εκτελέσεις, η σκληρότητα της ταξικής πάλης δεν κάμπτεται από ρομαντισμούς και θεωρίες περί «συλλογικών τραυμάτων». Αφενός δεν φέρει κανένα «τραύμα» η αστική τάξη για το πώς αντιμετώπισε την αφρόκρεμα του αγωνιζόμενου λαού, το ΚΚΕ. Αφετέρου αρκεί να σκεφτεί κανείς το εξής: Η «θεματοφύλακας» του «κράτους δικαίου» - να φανταστεί κανείς ότι αυτά τα λένε οι «προοδευτικές» δυνάμεις - Ευρωπαϊκή Ένωση προετοιμάζει τους λαούς της για τις κιμαδομηχανές του ιμπεριαλιστικού πολέμου, την ίδια στιγμή που χρηματοδοτεί με δισεκατομμύρια ευρώ τους κατσαπλιάδες τζιχαντιστές που κατέλαβαν την εξουσία στην Συρία...

Πηγή: 902

{[['']]}

ΕΠΤΑΠΥΡΓΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Οι εκτελεσμένοι κομμουνιστές επιστρέφουν... για τον τελευταίο ασπασμό

Συγγενείς αγωνιστών που εκτελέστηκαν επί Εμφυλίου ξεκινούν τη διαδικασία ταυτοποίησης DNA ώστε να βρουν, έστω 70 χρόνια μετά, τα οστά των ανθρώπων τους στους ομαδικούς τάφους που εντοπίστηκαν στην περιοχή πίσω από το Γεντί Κουλέ, στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης ● Οι σκελετοί εντοπίζονται γυμνοί, ξυπόλητοι, ο ένας δίπλα στον άλλον, όλοι με τη χαρακτηριστική οπή στο κρανίο από τη βολή της εκτέλεσης ● Ανατριχίλα και συγκίνηση· η συλλογική μνήμη παραμένει ζωντανή!

Γη ποτισμένη με αίμα. Δεν είναι μεταφορά, είναι κυριολεξία και αφορά την περιοχή πίσω από το Επταπύργιο Θεσσαλονίκης, το οποίο δεν ήταν μόνο κολαστήριο για τους κρατούμενους -πολιτικούς και ποινικούς- αλλά και τόπος μαζικών εκτελέσεων κομμουνιστών καταδικασμένων σε θάνατο από τα έκτακτα στρατοδικεία, την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις ομαδικών τάφων και δεκάδων πρόχειρα θαμμένων ανθρώπων στην περιοχή πίσω από το Γεντί Κουλέ έφερε στην επιφάνεια αυτήν τη συλλογικά απωθημένη ιστορική πλευρά της ιστορίας. Κι όμως, σε αυτόν τον τόπο, κάποτε εκτός πόλης, τώρα εντός του αστικού ιστού, όχι μόνο έγιναν περί τις 400 εκτελέσεις ανθρώπων, αλλά, επιπλέον, οι νεκροί δεν παραδόθηκαν ποτέ στους οικείους τους. Τα δάκρυα των συγγενών δεν έπεσαν ποτέ πάνω σε τάφο των δικών τους ανθρώπων και αυτό είναι ένα ιστορικό άγος, ενώ το ρίγος που κουβαλάει τούτη η ιστορία σέρνεται μέχρι τις μέρες μας, 70 χρόνια μετά.

Στην τελευταία πράξη του δράματος, στην κορύφωση, ήδη συγγενείς των εκτελεσμένων αδημονούν και ετοιμάζονται να δώσουν DNA για την αναγνώριση των οικείων τους, έχοντας συμπαραστάτη το ΚΚΕ, με το κόμμα να επιτηρεί βήμα προς βήμα και τις διαδικασίες εκταφής και να οργανώνει τις διαδικασίες για την τράπεζα βιολογικού υλικού, με βάση την οποία θα γίνουν οι τελικές αναγνωρίσεις...

Από την περασμένη εβδομάδα, οι στίχοι του Μανόλη Αναγνωστάκη, του θανατοποινίτη κρατούμενου στο Επταπύργιο -που γλίτωσε τελικά-, βγαίνουν από τις σελίδες των βιβλίων του και αποκτούν υλική υπόσταση «Εδώ/Κάτω από την καρδιά μου/Καρφώθηκαν οι σφαίρες οι πρωινές/Μπήγονται ολοένα και πιο βαθιά».

Αρχικά, στο τέλος του περασμένου χρόνου είχαν βρεθεί 2 ταφές, ύστερα κι άλλες, στην αρχή του μήνα έντεκα σκελετοί γυμνοί, ξυπόλητοι, τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. Οι αποκαλύψεις έγιναν στη φάση των εργασιών ανάπλασης στην πλατεία Εθνικής Αντίστασης, στις Συκιές Θεσσαλονίκης. Μόλις προχθές εντοπίστηκαν άλλοι έντεκα θαμμένοι πρόχειρα στο σημείο -σε δύο ταφές, των 4 και 7 ανθρώπων-, στη συμβολή των οδών Κανάρη, Σολωμού και Μιαούλη, στις Συκιές. Συνολικά, έχουν βρεθεί ταφές 25 εκτελεσμένων.


Τα δεδομένα των εκτελέσεων είναι αναντίρρητα ακόμη και από τα πρώτα ορατά διά γυμνού οφθαλμού στοιχεία, αφού τα κρανία είχαν τη χαρακτηριστική οπή από τη χαριστική βολή που ρίχτηκε εναντίον τους από τον επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος. Στον δεύτερο τάφο, μάλιστα, εκτιμάται ότι είχε ταφεί και μία γυναίκα, αφού βρέθηκαν υπολείμματα γυναικείου παπουτσιού.

«Επιτηρούμε κάθε βήμα στην απομάκρυνση των νεκρών, τη μεταφορά και προστασία τους», δηλώνει στην «Εφ.Συν.» ο Θεοδόσης Κωνσταντινίδης, πρώην βουλευτής Θεσσαλονίκης και μέλος της επιτροπής Μουσείων της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Οπως σημειώνει, «το κόμμα θα πάρει πρωτοβουλίες, για να διαπιστώσουμε ότι όλα έγιναν και θα γίνουν από εδώ και πέρα όπως πρέπει. Ηδη έχουμε κατάλογο συγγενών των εκτελεσμένων και θα γίνουν ανακοινώσεις σε επόμενη φάση. Εχουμε καταρτίσει έναν κατάλογο περί τα 400 άτομα που έχουν εκτελεστεί με στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής αλλά και πρακτικά δικαστικών αποφάσεων. Βρισκόμαστε στη φάση των διακριβώσεων διότι, για παράδειγμα, ανάμεσα σε αυτούς που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, κάποιοι δεν εκτελέστηκαν, όπως στη δίκη της ΕΠΟΝ που είχαν καταδικαστεί 16 παιδιά και δεν εκτελέστηκε κανένα. Το ίδιο συμβαίνει και με μεμονωμένες περιπτώσεις. Η εργασία αυτή είναι λεπτή και δύσκολη και πρέπει να είμαστε -και είμαστε- πολύ προσεκτικοί στον χειρισμό όλων των υποθέσεων».


Ο κ. Κωνσταντινίδης τονίζει επίσης πως «θέλω ειδικά να τονίσω ότι είμαστε ανοιχτοί σε παρατηρήσεις συγγενών των νεκρών, για να συμπληρωθούν επακριβώς τα στοιχεία αυτών των ανθρώπων, θέλουμε τη συνδρομή τους. Ο ρόλος των συγγενών δεν είναι μόνο συγκινητικός, είναι κυρίως κομβικός. Μόνο με ταυτοποίηση μέσω DNA μπορεί να γίνει η διακρίβωση στοιχείων και για εμάς, τα νεότερα στελέχη, ήταν ήδη πολύ συγκινητικές οι στιγμές σε άλλες περιπτώσεις που το κόμμα έχει οργανώσει εκδηλώσεις μνήμης και ενώ στήναμε κάποια πλακάτ με τα ονόματα των νεκρών να βλέπουμε τους συγγενείς να μαζεύονται γύρω από αυτά τα πλακάτ που έφεραν τα ονόματα των δικών τους ανθρώπων».

Οσα λέει ο κ. Κωνσταντινίδης τα επιβεβαιώνει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το στέλεχος του ΚΚΕ, Αγάπιος Σαχίνης -γιος του ιστορικού στελέχους του ΚΚΕ, Μήτσου Σαχίνη, και για χρόνια επικεφαλής της παράταξης του κόμματος στον δήμο Θεσσαλονίκης-, ο οποίος φέρει το όνομα του εκτελεσμένου στο Επταπύργιο θείου του, όταν εκείνος ήταν σε ηλικία μόλις 19 ετών.

Αγάπιος Σαχίνης, γιος του Μήτσου Σαχίνη και ανιψιός του συνονόματου εκτελεσθέντα κομμουνιστή Αγάπιου Σαχίνη | Κάτω αριστερά: Μήτσος Σαχίνης | Δεξιά: Συγκλονιστική προσωπογραφία του Αγάπιου Σαχίνη, ζωγραφισμένη από τον αδελφό του, το ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ, Μήτσο Σαχίνη 

 «Είμαι κυριολεκτικά στα κάγκελα, με τρώει κάθε λεπτό η αγωνία, χάνομαι σε σκέψεις γεγονότων του παρελθόντος, θέλω να ξεκινήσει η διαδικασία όσο γρηγορότερα γίνεται, να δώσουμε DNA, ελπίζοντας ότι θα βρούμε τον θείο μου, να κάνουμε μετά δεκαετίες μια κανονική ταφή, να αποδώσουμε τιμές όπως εμείς ξέρουμε», λέει ο κ. Σαχίνης σε επικοινωνία του με την «Εφ.Συν.».

Σημειώνει μάλιστα πως, «εκτός από το ίδιο όνομα με τον θείο μου, μας συνδέουν και... οι αριθμοί. Εκείνος εκτελέστηκε στις 31 Αυγούστου 1949, σε ηλικία 19 ετών, και αντιστοίχως εγώ στις 31 Αυγούστου 1967, σε ηλικία 19 ετών, είχα καταδικαστεί από τη δικτατορία σε φυλάκιση 20 χρόνων. Θυμάμαι ακόμη τη συνάντηση στις φυλακές με τον Χρόνη Μίσσιο, ο οποίος είχε παραδώσει στην οικογένειά μας το τελευταίο γράμμα του θείου μου και συνάντησε ξανά μετά από χρόνια πάλι στη φυλακή άλλον έναν Αγάπιο Σαχίνη, δηλαδή εμένα».

Οπως μας διηγείται, «ο πατέρας μου είχε στείλει στον θείο Αγάπιο δώρο από την εξορία έναν μπερέ κι ένα γιλέκο, πλεγμένα στο χέρι. Αυτά δεν παραδόθηκαν ποτέ στην οικογένεια και οι φρουροί στο Επταπύργιο μας είχαν πει ότι τα είχε πάρει μια νέα κοπέλα. Τότε δεν τους είχαμε πιστέψει, αλλά μετά τη χούντα πλέον, από ιστορική δραματική σύμπτωση, ενώ ήμουν μαζί με τη συγχωρεμένη σύζυγό μου την Τούλα και ψάχναμε σπίτι στην Τούμπα, βρήκαμε ένα διαμέρισμα στην Βιζύης και, εκεί, σε σκηνή βγαλμένη από μυθιστόρημα, βρήκαμε αυτή την κοπέλα... Δεν τόλμησα να της ζητήσω τον μπερέ και το γιλέκο του θείου πίσω».

Μπροστά στον χώρο όπου εντοπίστηκαν οι μαζικές ταφές: η Θεανώ Καπέτη, μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, ο δήμαρχος Νεάπολης-Συκεών Σίμος Δανιηλίδης, το μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ Δημήτρης Παπατολίδης και ο δημοσιογράφος-ιστορικός Σπύρος Κουζινόπουλος. Η κ. Καπέτη σε δηλώσεις της ανέδειξε την «αναγκαιότητα να δημιουργηθεί ένα ταφικό μνημείο» και τόνισε ότι το ΚΚΕ «θα στηρίξει την προσπάθεια της δημοτικής αρχής για συνέχιση των εργασιών, διεκδικώντας την εξασφάλιση των αναγκαίων κονδυλίων με ευθύνη του κράτους». 

 Ο δημοσιογράφος και ιστορικός Σπύρος Κουζινόπουλος συμπτωματικά, εκδίδει αυτές τις μέρες, ολόκληρο βιβλίο για το Επταπύργιο, με τίτλο «Γεντί Κουλέ - Η Βαστίλλη της Θεσσαλονίκης» (εκδ. ΙΑΝΟΣ), και γι' αυτό το ενδιαφέρον του για τις εξελίξεις είναι πολύ μεγάλο. Οπως μας λέει, «στο βιβλίο που θα κυκλοφορήσει έχω συγκεντρώσει όλα τα ονόματα των εκτελεσμένων κομμουνιστών, περίπου 400 άτομα. 

Οι θανατικές ποινές αφορούσαν παραβάσεις του Γ' Ψηφίσματος και του Α.Ν. 509, κυρίως την «εφαρμογή ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του Πολιτεύματος, του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικρατείας»». Οπως μας υπογραμμίζει ο κ. Κουζινόπουλος, «κανένα σώμα εκτελεσμένου δεν αποδόθηκε στην οικογένειά του, ούτε καν του μάρτυρα της ειρήνης Νίκου Νικηφορίδη για τον οποίο η μητέρα του είχε έλθει στη Θεσσαλονίκη και παρακαλούσε τους αρμόδιους. Δεν υπάρχουνε λόγια να περιγράψει κανείς αυτά που γίνανε εκείνη την εποχή...».


«Το Επταπύργιο και η περιοχή πίσω από αυτό -προς την πλευρά των Συκεών- είναι για το ΚΚΕ κυριολεκτικά γη ποτισμένη με αίμα συντρόφων μας», μας λέει ο κ. Κωνσταντινίδης, σημειώνοντας πως «οι εκτελεσμένοι είναι πρόχειρα θαμμένοι, διάσπαρτοι στο σημείο, έχουν βρεθεί από το τέλος του περασμένου χρόνου μέχρι προχθές συνολικά 25 ταφές». Σε αυτόν τον χώρο, μάλιστα, «έχουμε πάρει πρωτοβουλία, πριν από έναν χρόνο, για να στήσουμε μνημείο για τους εκτελεσμένους για τους οποίους δεν υπάρχει κανένα σημείο αναφοράς στην ύπαρξή τους, αφού μετά τις εκτελέσεις οι νεκροί δεν αποδίδονταν στους συγγενείς. Η μόνη εκτελεσμένη για την οποία υπάρχει τάφος -διότι υπάρχουν πολλές γυναίκες εκτελεσμένες- είναι της Κούλας Ελευθεριάδου, η οποία εκτελέστηκε στις 6 Μάη 1947 και ο τάφος της υπάρχει στο Νεκροταφείο του Αγίου Παύλου».
 

{[['']]}

Φρειδερίκη: Οι γονείς σας είναι συμμορίτες και ανθέλληνες!


Φαίνεται ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι που οι «παιδουπόλεις της Φρειδερίκης», περίπου 50 στο σύνολό τους, από μερικές δεκάδες μέχρι πεντακόσια παιδιά εκάστη, δεν έγιναν εκ μέρους της Αριστεράς ένα μεγάλο θέμα στο δημόσιο χώρο και το δημόσιο διάλογο από το 1947 που άρχισαν να ξεφυτρώνουν σε όλη την Ελλάδα. 

Υποθέτω ότι ένας απ’ αυτούς τους λόγους, για τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, ήταν ότι η Αριστερά ήταν φιμωμένη καθώς είχε αποδεκατιστεί και τα στελέχη και τα μέλη της που είχαν επιζήσει βρίσκονταν διεσπαρμένα σε φυλακές, νησιά εξόριστων και ανατολικές χώρες, πολλές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, ενώ η μεγάλη κοινωνική της βάση μόνο μουρμουρίζοντας αναφερόταν σε ζητήματα που στην κυριολεξία στιγμάτιζαν ή έκαιγαν όποιον γινόταν αντιληπτός ότι τα έθιγε. 

Αντιθέτως, από την πλευρά των νικητών, υπήρχε ένας καταιγισμός προβολής των «παιδουπόλεων» σε συνδυασμό με την καταδίκη του «παιδομαζώματος» που διαλαλούσαν ότι έγινε βίαια από τους ληστοσυμμορίτες και εθνοπροδότες κομμουνιστές. Έτσι κυριαρχούσε ένας μονόλογος που έρρεε σαν οχετός στη δημόσια ζωή με συνεχή μακροσκελή δημοσιεύματα, φωτογραφίες και γιορτές με τη συμμετοχή μελών της βασιλικής οικογένειας, υπουργών και βουλευτών, μητροπολιτών και αξιωματικών του στρατού, για να εκθειάζεται το ευεργετικό και εθνοσωτήριο έργο της βασίλισσας που αναγορεύτηκε σε μοναδική «μητέρα» των δεκάδων χιλιάδων παιδιών που καταμερίστηκαν ανά δεκάδες και εκατοντάδες σε διάφορα κτήρια, από σχολεία, ορφανοτροφεία και ξενοδοχεία μέχρι στρατόπεδα, εγκαταλειμμένα εργοστάσια και μοναστήρια τα οποία μετασκευάστηκαν για να μετατραπούν σε οικοτροφεία στα οποία εκπαιδεύονταν και αναμορφώνονταν τα παιδιά ώστε να γίνουν καλοί πολίτες με πίστη στο Θεό, την Πατρίδα και την Οικογένεια που την εκπροσωπούσε εφεξής η βασίλισσα «Μητέρα του Έθνους», αν και Γερμανίδα. Κυρίως, όμως, εμφυτεύοντας στους τρόφιμους την καθολική απόρριψη και απέχθεια προς τους βιολογικούς τους γονείς, τους θείους και τους παππούδες τους, νεκρούς και ζωντανούς, που προβάλλονταν στα παιδάκια σαν κακούργοι, φονιάδες, ληστοσυμμορίτες, εαμοβούλγαροι ανθέλληνες και… αντάρτες!

Στον αντίποδα, το «παιδομάζωμα» ήταν το κερασάκι στην τούρτα της φιλοβασιλικής και φιλοαμερικανικής προπαγάνδας που δικαιολογούσε σαν θετικό αντιστάθμισμα την «υιοθεσία» και το «παιδοφύλαγμα» στις «παιδουπόλεις» της βασίλισσας δεκάδων χιλιάδων παιδιών που είτε είχαν μείνει ορφανά κατά τη διάρκεια των πολυετών πολέμων της δεκαετίας του 1940 είτε προέρχονταν από φτωχές οικογένειες και από οικογένειες των οποίων οι ενήλικες ήταν σε φυλακές και εξορίες.

Πατροκτονία

Χρειάστηκε να περάσουν μερικές δεκαετίες μέχρι να αρχίσουν να βγαίνουν στην επιφάνεια τα πραγματικά χαρακτηριστικά του «παιδοφυλάγματος» και του «παιδομαζώματος». Δημόσια, είχε κυριαρχήσει ο καταγγελτικός μονόλογος σε βάρος της Αριστεράς που έπρεπε μονίμως να κατηγορείται χωρίς το δικαίωμα να απολογηθεί, οπωσδήποτε μέχρι το 1974 που η Δεξιά, από τη βασιλική και τη χουντική μέχρι την κεντρώα που μοιράστηκαν την εξουσία από το 1944, είχε κοινή γραμμή απέναντι στην Αριστερά και διατηρούσε την μονομερή πρωτοβουλία στην επικοινωνία και την ενημέρωση. 

Σ’ αυτό συνέτεινε και το γεγονός ότι τα παιδιά του «παιδομαζώματος» μεγάλωναν στις ανατολικές χώρες χωρίς να ακούγεται πουθενά η δική τους φωνή, να μην υπάρχει πουθενά η μαρτυρία τους, ούτε βέβαια των γονιών που είχαν γλιτώσει από το μακελειό και είχαν ξανασμίξει με τα παιδιά τους στην Πολωνία, την Τσεχία ή την Ουγγαρία. Ακόμα κι αυτό, ότι από την πρώτη μέρα που όλοι, παιδιά και μεγάλοι, εγκαταστάθηκαν στις ανατολικές χώρες, ξεκίνησε μία οργανωμένη εκστρατεία να εντοπιστούν και να συνενωθούν τα διάσπαρτα μέλη των οικογενειών, δεν επιτρεπόταν να γνωστοποιηθεί. 

Αντιθέτως, βασικός σκοπός του «παιδοφυλάγματος» της Φρειδερίκης ήταν τα παιδιά που «υιοθετούσε» να αποσπαστούν οριστικά από το οικογενειακό τους περιβάλλον είτε ζούσαν είτε ήταν νεκροί οι γονείς τους. Για να μην ασπαστούν μεγαλώνοντας τις ιδέες του κομμουνισμού, για να μην θαυμάζουν τους γονείς τους που μέσα από τις τάξεις του ΚΚΕ, της ΕΠΟΝ, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, είχαν πολεμήσει για την ανεξαρτησία της Ελλάδας από τους ξένους δυνάστες.

Έπρεπε τα παιδιά στις «παιδουπόλεις» να αντιπαθήσουν, να μισήσουν και να οχτρευτούν τους γεννήτορές τους, να απογαλακτιστούν εντελώς από τη μάνα και τον πατέρα τους και ν’ αγαπήσουν τους άλλους, αυτούς που καταδίωξαν, φυλάκισαν, εξόρισαν, βασάνισαν ή σκότωσαν τους γονείς τους! Κι έτσι να γίνουν καλοί χριστιανοί και καλοί εθνικόφρονες! Να γίνουν τα αναμορφωμένα παιδιά κατήγοροι, ακόμα και διώκτες των γονιών τους! Ένα τερατώδες σχέδιο που εφαρμόστηκε σε πολύ μεγάλη κλίμακα από το φιλοβασιλικό καθεστώς και υποστηρίχτηκε ρητά ή σιωπηρά από τον κεντροδεξιό χώρο.

Απανθρωπιά

Πρόπερσι είχα δει το ντοκιμαντέρ «Ξεριζωμένοι» από το οποίο φάνηκε ότι η Αλεξανδράκη με τις χρόνιες ευαισθησίες της επεξεργαζόταν από καιρό και μέσα από διαφορετικές γωνίες το ζήτημα των παιδιών που λόγω των πολέμων, των κατακτήσεων, της αποικιοκρατίας, του Ψυχρού Πολέμου και των επακόλουθων συμφορών είναι έρμαια των ισχυρών καθώς απογυμνώνονται εντελώς από τα δικαιώματα, την ταυτότητα και το φυσικό τους περιβάλλον ακολουθώντας σε παράλληλους δρόμους τη δυσμενή πορεία των γονιών τους.

Οι «Ξεριζωμένοι» αναφέρονται σε περιπτώσεις παιδιών που βρίσκονται μετέωρα και απροστάτευτα μέσα στην κοινωνία ή στοχοποιούνται και «υιοθετούνται» από τα καθεστώτα και τους «φιλάνθρωπους» λόγω της «κακής τύχης» ή των «κακών επιλογών» των γονιών τους, όπως συνέβη με τα παιδιά των ηττημένων του ισπανικού εμφυλίου που «κατασχέθηκαν» για να παραδοθούν σε «σωστές» φασιστικές οικογένειες, την νεαρή Αφγανή που διασώζεται ενώ πνίγονται όλα τα άλλα μέλη της οικογένειάς της όταν το σαπιοκάραβο που τους μεταφέρει βυθίζεται στο Αιγαίο και τον μικρό ιθαγενή που οι αποικιακές αρχές παραδίδουν σε χριστιανική οικογένεια στη Γαλλία, 18 χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη γαλλική κτήση Ρεουνιόν, όχι για να σπουδάσει όπως τάζουν στους γονείς του, αλλά για να δουλεύει σαν δούλος στα κτήματα των θετών του «γονιών»! 

Παιδιά αντιπροσωπευτικά μαζικής «συλλογής» ανηλίκων από απολυταρχικά και θεωρούμενα δημοκρατικά καθεστώτα με σκοπό την πνευματική χειραγώγηση και εκμετάλλευσή τους, ακόμα και τον βιοκαταγωγικό αναπροσδιορισμό τους, προκειμένου να ενταχθούν μεταλλαγμένα στην επιθυμητή τάξη πραγμάτων. Σ’ αυτή τη μικρή ομάδα που συγκροτεί ένα ισχυρότατο «δείγμα» της απανθρωπιάς των «πολιτισμένων» κρατών, είναι και ο Γιάννης Ατζακάς, γεννημένος το 1941, ο οποίος επειδή είναι ορφανός από μητέρα και ο αντάρτης πατέρας του είναι χαμένος με την υποχώρηση και διάλυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, αποσπάται με τη συναίνεση της γιαγιάς και του παππού του και γίνεται τρόφιμος σειράς «παιδουπόλεων» σε Βέροια, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, για να βγει «καλός πολίτης» χωνεύοντας ότι ο πατέρας του ήταν εχθρός της πατρίδας, ένα κάθαρμα!


Δύσκολες αναμνήσεις

Εμπνεόμενη απ’ αυτόν τον προαναφερθέντα «ξεριζωμένο», η Ελένη Αλεξανδράκη δεν έκανε μία ταινία για τις «παιδουπόλεις» γενικά, αλλά μία ταινία βασισμένη πάνω στα γραπτά του Γιάννη Ατζακά που αναφέρονται στις δικές του εμπειρίες από την παραμονή του στις «παιδουπόλεις» όπως αυτές αποτυπώθηκαν στα βιβλία του «Διπλωμένα φτερά» και «Θολός Βυθός».

Από τα όχι πολλά βιβλία που έχουν σαν θέμα τους το βίωμα στις «παιδουπόλεις». Κάτι που παρατηρείται σχεδόν πάντοτε μετά από πολύ μεγάλες τραυματικές εμπειρίες που βιώνουν μαζικά οι άνθρωποι. Σαν να τους κόβεται κάθε διάθεση για αναμόχλευση του δράματός τους. Επειδή ούτε για το βίωμα της τεράστιας Μικρασιατικής Καταστροφής γράφτηκαν στις πρώτες δεκαετίες αρκετά βιβλία από τους παθόντες σε σχέση με τον αριθμό τους, πάνω από ένα εκατομμύριο, και το μέγεθος και την ποιότητα του συμβάντος. Ούτε το βίωμα της δεκαετίας του 1940 με τις πάμπολλες φάσεις και πτυχές του που κι αυτό προσφερόταν για προσωπικές αναμνήσεις, αποτυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό βιβλίων για μεγάλο διάστημα, κι αυτό όχι μόνο επειδή υπήρχε λογοκρισία και τρομοκρατία. Ούτε για τα μεγάλα κύματα της μετανάστευσης, ούτε για τις δεκαετίες παραμονής των πολιτικών προσφύγων στην Ανατολική Ευρώπη υπήρξε στον καιρό τους πληθώρα απομνημονευμάτων. Ό,τι γραπτό διαθέτουμε απ’ αυτά τα συγκλονιστικά συμβάντα κυκλοφόρησε πολύ αργότερα. Το ίδιο ισχύει για αυτή τη θεματολογία στο σινεμά, το θέατρο, τη λογοτεχνία κ.λπ.

Στην ταινία «Θολός Βυθός», η Αλεξανδράκη, που είναι φανερό ότι μελέτησε καλά το θέμα, δεν επεκτάθηκε στις ατομικές εμπειρίες περισσότερων παιδιών ούτε αποπειράθηκε να καλύψει το θέμα σφαιρικά συμπεριλαμβάνοντας όλα τα συγγενή εγχειρήματα και όλες τις πολιτικές παραμέτρους. Εντούτοις, ενώ επικεντρώθηκε στο αφήγημα του συγγραφέα, ακολουθώντας το κατάφερε με αδρές γραμμές να δώσει μια γεμάτη δράσεις και ωραίες μαυρόασπρες εικόνες σαφή περιγραφή του εσωτερικού αυτών των -τύπου αναμορφωτηρίου- ιδρυμάτων, τον τρόπο λειτουργίας τους, τα «αγκάθια» τους, τις εξαιρέσεις τους, αλλά και την ουσιώδη πολιτική τους διάσταση. Έδειξε ποιοι ήταν οι σκοποί των ιδρυτών των «παιδουπόλεων», τι ήθελαν να δώσουν και τι να πάρουν από τα παιδιά. Απλά και κατανοητά ξετυλίγει το νήμα με το σχετικά μετριοπαθές ύφος του Ατζακά, που χωρίς να εξωραΐζει τα οικοτροφεία της Φρειδερίκης δεν διαγράφει ότι πολλά παιδιά έμαθαν γράμματα σ’ αυτά σε μια εποχή που ούτε αυτό ήταν διασφαλισμένο στα χωριά. Παράλληλα, βλέπει κανείς πώς ήταν η Ελλάδα του ’50 για τα λαϊκά στρώματα, βλέπει τη φτώχεια και την ανέχεια, αλλά βλέπει και την καλή καρδιά. Όλα ενυπάρχουν, εν συντομία, αλλά καθαρά και ανάγλυφα.

Πολιτική και μπίζνες

Αξιοποιώντας την εμπειρία που είχαν από τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν στις αποικίες και τις κτήσεις τους, αλλά και μέσα στις ίδιες τους τις χώρες, δεν ήταν δύσκολο για τους επικεφαλής της ξένης δυναστείας που υποστηρίζονταν από τους κτήτορες της χώρας Βρετανούς και Αμερικάνους, να εφαρμόσουν το μοντέλο της «παιδούπολης» για να απαλλοτριώσουν τα ανυπεράσπιστα παιδιά των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης και κατά συνάφεια τα παιδιά της φτωχολογιάς για να φτιάξουν με φιλανθρωπικό περίβλημα τους δικούς τους γενίτσαρους, όχι και τόσο προνομιούχους όσο οι πρωτότυποι, αλλά με τα ίδια μεταλλαγμένα μυαλά στην υπηρεσία της καθεστηκυίας εξουσίας.

Αυτό δε το μοντέλο στην πλήρη ανάπτυξή του είχε και τις παραλλαγές του, και με συμμετοχή ιδιωτών και κοινωνικών φορέων υπό την κάλυψη του κράτους, πάντα με στόχο και κίνητρο τα παιδιά ως αναλώσιμα και εμπορεύσιμα! Αντλώντας παιδιά από μια πολύ μεγάλη δεξαμενή ορφανών παιδιών, της τάξης των 400.000 όπως βεβαίωσε και η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη στη συζήτηση που έγινε μετά την προβολή της ταινίας στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Οι αρχές με το στρατό και τις φασιστικές παραστρατιωτικές συμμορίες που εκδίωκαν από εκατοντάδες χωριά τους κατοίκους τους για να αποδυναμώσουν τους αντάρτες, προμήθευαν με πάρα πολλά παιδιά τους φιλάνθρωπους που τα βάφτιζαν ανταρτόπληκτα και τα έστελναν σε ιδρύματα για να καταλήξουν στις «παιδουπόλεις» ή να προωθηθούν για υιοθεσίες στην Αμερική, την Ολλανδία, τη Σουηδία ή το Ισραήλ!

Ούτε τα παιδιά από φτωχές οικογένειες που γεννιούνταν μετά τον πόλεμο ήταν ασφαλή. Η φόρμουλα απέδιδε σε πολλά επίπεδα. Τα φτωχά και ανυπεράσπιστα παιδιά αξιοποιούνταν εύκολα σε κυκλώματα διαφθοράς που λειτουργούσαν με τη συνδρομή της πολιτικής εξουσίας, εμφανιζόμενα ακόμα και μετά από δέκα και δεκαπέντε χρόνια ως ανταρτόπληκτα! Οι υιοθεσίες, πέρα από την πολιτική τους χρησιμότητα είχαν γίνει και κερδοφόρο επάγγελμα! Στην ταινία έχουν συμπεριληφθεί τέτοιες «μεταφορές».

Έτσι, παιδιά για την Αμερική δεν «πακετάρονταν» μόνο από τις παιδουπόλεις. Στην ασυδοσία που επικρατούσε, οι δικτυωμένοι διαμεσολαβητές εντόπιζαν παιδιά σε φτωχά σπίτια και ορφανεμένες οικογένειες, σε ορφανοτροφεία, βρεφοκομεία, μαιευτήρια, ακόμα και σε φυλακές γυναικών. Πέρασαν αρκετές δεκαετίες μέχρι να αποκαλυφθεί το μεγάλο σκάνδαλο του ιδρύματος «Άγιος Στυλιανός» στη Θεσσαλονίκη και ακόμα πιο πολλές μέχρι να αποκαλυφθεί το σκάνδαλο με τους επιτήδειους που εμπορεύονταν παιδιά που γεννιόνταν σε μαιευτήριο της Πάτρας από ανύπαντρες γυναίκες και από ανύποπτα ζευγάρια, με τους ιθύνοντες δικτυωμένους με στελέχη της ελληνοαμερικάνικης οργάνωσης ΑΧΕΠΑ που τα πλάσαραν σε τσουχτερές τιμές σε ενδιαφερόμενους όχι μόνο ελληνικής καταγωγής.

Στο ναδίρ

Μια τέτοια περίπτωση μεγάλης κλίμακας έγινε ευρύτερα γνωστή το 2019, όταν η Gonda Van Steen, ελληνίστρια στο πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου, ανακοίνωσε τα ανατριχιαστικά αποτελέσματα της έρευνας της -που ξεκίνησε χάρη σε άτομα από τις ΗΠΑ που έψαχναν εναγωνίως να βρουν στοιχεία για την καταγωγή τους- τα οποία περιέλαβε στο βιβλίο της «Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα – Υιοθεσίες στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου». Ξεκινώντας από μια «φάμπρικα» που είχε στηθεί στην Πάτρα μέσω της οποίας υφαρπάχτηκαν και διοχετεύτηκαν πάρα πολλά παιδιά στο εξωτερικό αποκαλύπτονταν οι πρωτοβουλίες που έπαιρναν διάφορα τοπικά κυκλώματα μέσα σε ένα πολιτικό, νομοθετικό και γραφειοκρατικό πλαίσιο που ευνοούσε το εμπόριο ανθρώπων! Παιδιά που άλλα τα διακινούσαν «νόμιμα» με στημένες συνοπτικές διαδικασίες κι άλλα που τα έκλεβαν, στην κυριολεξία, από τις μανάδες τους και τα φυγάδευαν χωρίς κανένα συνοδευτικό έγγραφο, ανώνυμα, χωρίς τόπο γέννησης, χωρίς γονείς, χωρίς εθνικότητα, χωρίς ιατρικό φάκελο, χωρίς καν ημερομηνία γέννησης!

Ήταν δε τόσο ακραία η αυθαιρεσία, που τα ελληνόπουλα που αποστέλλονταν στις ΗΠΑ ήταν ανυπεράσπιστα καθώς η δικαιοδοσία για τις υιοθεσίες υπαγόταν στο ελληνικό νομικό καθεστώς, με συνέπεια τα παιδιά που δεν ήταν της αρεσκείας των θετών γονιών που τα παραλάμβαναν ή ήταν πολύ τραυματισμένα από τα τραγικά τους βιώματα, να «επιστρέφονται» ως προβληματικά και ανεπιθύμητα στους μεσάζοντες οι οποίοι τα μεταπωλούσαν σε άλλους πελάτες! Όπως επισημαίνει η συγγραφέας, ήταν εφικτή ακόμα και η διπλή πώληση με δεδομένο ότι δεν είχε προηγηθεί καμία διαδικασία που θα διασφάλιζε την ύπαρξη όλων των αναγκαίων προϋποθέσεων για μια βιώσιμη υιοθεσία ούτε είχε ελεγχθεί αν οι ενδιαφερόμενοι να γίνουν θετοί γονείς είχαν τα προσόντα που είναι στοιχειώδη, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να βρεθούν αιχμάλωτα σε σπίτια ψυχικά διαταραγμένων ανθρώπων, βίαιων ή αλκοολικών.

Πάντως, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 είχε γίνει αντιληπτό τουλάχιστον σε κάποιους ανθρώπους από το εποικοδόμημα ότι επρόκειτο για «μαύρη αγορά βρεφών εις την Αμερικήν» όπως το κατήγγειλε ρητά με μία γελοιογραφία του στην εφημερίδα «Μακεδονία» το 1959 ο Φωκίων Δημητριάδης. Αλλά η Ελλάδα έχοντας πέσει στο «ναδίρ της υποταγής» με την βασίλισσα Φρειδερίκη να κάνει γενικό κουμάντο και να αποσπάει από τους συμμάχους εύσημα για τη φιλανθρωπική της δράση που αφορούσε την προώθηση των Ελληνόπουλων στη θαλπωρή των δημοκρατικών κρατών καταπολεμώντας τον κομμουνισμό και το πολιτικό προσωπικό να υπηρετεί τη νατοϊκή ατζέντα και να εκλιπαρεί για ξένες επενδύσεις, τα παιδιά αποτελούσαν ακόμα ένα αντάλλαγμα δουλοπρέπειας.

Η Ελλάδα ήταν ο δεύτερος στη σειρά προμηθευτής παιδιών στις ΗΠΑ μετά τη Νότια Κορέα, που είχε μία από τις σκληρότερες δικτατορίες στον κόσμο ευλογημένη και πλήρως ελεγχόμενη από τον αμερικάνικο στρατό κατοχής.

Ουσία και σοκ

Το θέμα δεν εξαντλείται με μερικά βιβλία και άρθρα ούτε με μια-δυο ταινίες, αλλά η δουλειά της Ελένης Αλεξανδράκη το αναδεικνύει με επάρκεια, χωρίς περιττά εφέ και χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην ευαισθησία της και χωρίς να παραποιεί την ιστορία του αφηγητή της που φωτίζει ένα σοκαριστικό κομμάτι αντιπροσωπευτικό της εθνικής υποτέλειας και του δράματος που βιώνει ο μη προνομιούχος πολίτης αυτής της χώρας που διακόσια χρόνια τώρα άγεται και φέρεται χωρίς να έχει ακόμα αποκτήσει το δικαίωμα να ορίζει τη μοίρα του, με συνέπεια ακόμα και τα παιδιά του να θεωρούνται εμπορεύσιμα είτε με τις «υιοθεσίες» και τη μετανάστευση τότε είτε με το brain-drain σήμερα. Η ταινία είναι διαχρονικά επίκαιρη, κινηματογραφικά άρτια και πολύ καλή για να μην την δείτε.

Βοηθήματα:
«Θολός Βυθός» του Γιάννη Ατζακά, εκδ. Άγρα, 2008
«Τα παιδιά του Εμφυλίου» του Λουκιανού Χασιώτη, εκδ. Εστία, 2013
«Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα» της Gonda Van Steen, μετ. Αριάδνη Λουκάκου, εκδ. Ποταμός 2021

Πηγή: Στέλιος Ελληνιάδης - Δρόμος της Αριστεράς

{[['']]}

Τα Δεκεμβριανά και η επιστροφή της θεωρίας της «κομμουνιστικής ανταρσίας»

Με αφορμή τα Δεκεμβριανά ορισμένοι επιστρέφουν στη θεωρία της «κομμουνιστικής ανταρσίας»

 

Τα 80χρονα από τα Δεκεμβριανά, τη «μάχη της Αθήνας», έφεραν στο προσκήνιο και τις τοποθετήσεις γύρω από αυτά.

Και όπως συμβαίνει αρκετά συχνά τα τελευταία χρόνια επανήλθε στο προσκήνιο και ο σκληρός πυρήνας της τοποθέτησης του ελληνικού αντικομμουνισμού, δηλαδή η θεωρία της «κομμουνιστικής ανταρσίας» που έπρεπε να κατασταλεί.

Βλέπετε, μία από τις πλευρές του πραγματικού «τέλους της μεταπολίτευσης» είναι ότι πλέον ο αντικομμουνισμός θεωρείται παραπάνω από αυτονόητος.

Κάποτε θεωρήθηκε στίγμα για τη Νέα Δημοκρατία ότι αποχώρησε – με την τιμητική εξαίρεση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου – από τη συνεδρίαση για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Σήμερα θεωρείται αυτονόητο να προσπερνιέται το γεγονός ότι ο κορμός της Εθνικής Αντίστασης ήταν το ΕΑΜ.

Έτσι και τώρα τα Δεκεμβριανά παρουσιάζονται ως η αντίσταση απέναντι στην «κομμουνιστική ανταρσία». Αντίσταση από το «εθνικό μέτωπο» απέναντι σε μια κομμουνιστική αριστερά που δεν υπήρξε ποτέ «εθνική δύναμη» και που επιδίωξε να πάρει μια εξουσία που δεν της ανήκε.

Βεβαίως αυτό το αφήγημα προσπερνά μια σειρά από κρίσιμες πραγματικές ιστορικές παραμέτρους.

Πρώτον, ότι στην Κατοχή οι «αστικές δυνάμεις» είτε έφυγαν στη Μέση Ανατολή, είτε συνθηκολόγησαν, είτε επιδόθηκαν σε σημαντικό βαθμό σε επικερδείς για αυτές δωσιλογικές πρακτικές.

Δεύτερον ότι το κενό που άφησαν, όπως και την κατάρρευση της κρατικής λειτουργίας, ανέλαβε να το καλύψει ένα πρωτοφανές μαζικό πλειοψηφικό κίνημα γύρω από το ΕΑΜ που κατάφερε να κινητοποιήσει την κοινωνία και να δώσει λόγο, όπλα και προοπτική σε στρώματα που μέχρι τότε αντιμετωπίζονταν στην καλύτερη των περιπτώσεων ως δεξαμενή ψήφων των αστικών κομμάτων.

Τρίτον, το ΕΑΜικό κίνημα ήταν ο πραγματικός εκφραστής της λαϊκής βούλησης στη διάρκεια της Κατοχής και αυτό που θα έπρεπε να έχει τον πρώτο λόγο ως προς το διαμορφώνονταν τα πράγματα στην μεταπολεμική Ελλάδα.

Τέταρτον, ότι αυτό που ονομάζουμε συνήθως «Εθνική Αντίσταση» ήταν μια πραγματική επανάσταση για την ελληνική κοινωνία διαμορφώνοντας πρωτόγνωρους θεσμούς λαϊκής εξουσίας, δικαιοσύνης και δημιουργίας και άρα ισοδυναμούσε στην ελληνική περίπτωση με την πραγματική εξουσία των «από κάτω».

 Πέμπτο, ότι η δυναμική του εμφυλίου πολέμου δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα κάποιας «κομμουνιστικής ανταρσίας» αλλά επειδή οι αστικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να συμφιλιωθούν με το γεγονός ότι υπήρχε μια άλλη εκδοχή εξουσίας στον ελλαδικό χώρο και γι’ αυτόν τον λόγο ήδη από τη διάρκεια της Κατοχής πήραν πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση με κορυφαία την απόφαση τα Τάγματα Ασφαλείας να αποτελέσουν βασικό όργανο αντικομμουνιστικού αγώνα ήδη από την Κατοχή.

Έκτο, ότι η ίδια η ακολουθία των γεγονότων μετά την Απελευθέρωση και μέχρι τα ίδια τα Δεκεμβριανά δεν παρέπεμπε σε καμία πραγματική διάθεση μιας «δημοκρατικής διαδικασίας», αλλά στη συστηματική άσκηση πίεσης με κάθε μέσο προς την ΕΑΜική πλευρά να εκχωρήσει την πραγματική εξουσία που είχε κατακτήσει.

 Και βέβαια δεν είναι τυχαία τα ίδια τα γεγονότα. Ήταν ένοπλοι της Αστυνομίας Πόλεων που πήραν την πρωτοβουλία να χτυπήσουν την επί της ουσίας άοπλη διαδήλωση του ΕΑΜ στις 3 Δεκεμβρίου 1944 σε μια σαφή επιλογή ένοπλης κλιμάκωσης. Και βέβαια είναι γνωστό ότι ο ΕΛΑΣ στην πραγματικότητα δεν μπήκε στη σύγκρουση του Δεκέμβρη με λογική άμεσης κατάληψης της εξουσίας, αλλά με όλες τις ταλαντεύσεις μιας ένοπλης διαπραγμάτευσης. Αντιθέτως, οι «αστικές δυνάμεις» και οι Βρετανοί ήταν που πήραν την επιλογή να αντιμετωπίσουν την Αθήνα σαν «κατεχόμενη πόλη» κατά την ανατριχιαστική φράση του Τσώρτσιλ.

Στην πραγματικότητα τα Δεκεμβριανά δεν προέκυψαν επειδή οι ΕΑΜικές δυνάμεις και η κομμουνιστική αριστερά δοκίμασαν μια «κομμουνιστική ανταρσία», αλλά για το ακριβώς αντίθετο λόγο: επειδή η ηγεσία του ΕΑΜ δεν επέλεξε να πάρει την εξουσία που όντως είχε διατηρώντας την πρωτοβουλία των κινήσεων αλλά αντίθετα μπήκε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, την ώρα που η χώρα ήταν ούτως ή άλλως σε τροχιά εμφύλιας σύγκρουσης, οι αστικές δυνάμεις επέμειναν στον δικό τους σχεδιασμό που ήταν με κάθε τρόπο να ηττηθεί η ανατρεπτική δυναμική που είχε διαμορφωθεί στην Κατοχή.

«Ναι, αλλά έτσι διασώθηκε το αστικό δημοκρατικό καθεστώς», είναι η απαραίτητη επωδός όποτε κανείς εγείρει το ζήτημα της βίας που ξεδιπλώθηκε για αυτή τη «διάσωση» και στα Δεκεμβριανά και στην κυρίως εμφύλια ένοπλη σύγκρουση 1946-1949.

Βεβαίως θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι για να αποφύγουμε το ενδεχόμενο να γίνει η Ελλάδα ένα κράτος όπου υποτίθεται ότι θα ήταν «ολοκληρωτικό» και όπου θα διώκονταν οι αντιφρονούντες και θα βασίλευε το κράτος του τρόμου, αυτό που είχαμε ήταν η πραγματικότητα ενός μετεμφυλιακού κράτους που ποινικοποίησε την ιδεολογία μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, εκτέλεσε και φυλάκισε χιλιάδες αντιφρονούντες, οργάνωσε ελληνικές εκδοχές «κατάστασης εξαίρεσης» στα ξερονήσια και διαμόρφωσε ένα αυταρχικό αστυνομικό κράτος και παρακράτος που τρομοκρατούσε συστηματικά όσους δεν ανήκαν στον «εθνικό κορμό».

Όσο για το εάν στα Δεκεμβριανά συγκρούστηκε η «κομμουνιστική ανταρσία» με τις «εθνικές δυνάμεις» αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς ήταν το εθνικό σε αυτές;

 Πόσο «εθνικές» ήταν δυνάμεις που αφού πήραν την ευθύνη για το Διχασμό στη συνέχεια συναίνεσαν σε μια καταστροφική Μικρασιατική εκστρατεία που οδήγησε στη μεγαλύτερη εθνική τραγωδία της Νεώτερης Ελλάδας;

Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που «χάρισαν» αλλεπάλληλα πραξικοπήματα και βέβαια χρεώνονται τη συναίνεση ουσιαστικά στην απόπειρα εκφασισμού από τον Μεταξά;

Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που στήριξαν τα Τάγματα Ασφαλείας και τα είδαν ως ένοπλη έκφραση του «αστικού καθεστώτος», την ώρα που δεν έπαυαν να είναι δωσιλογικά ένοπλα σώματα που δίωκαν και δολοφονούσαν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης;

Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που έσπευσαν να αγκαλιάσουν όχι μόνο το δωσιλογικό πολιτικό προσωπικό, με κάποιες εξαιρέσεις «για τα μάτια του κόσμου» – για να μην αναφερθούμε στο πώς σταδιοδρόμησαν κερδοσκοπώντας μέσα στην Κατοχή – αλλά και αξιοποίησαν ένα ολόκληρο φάσμα από ένοπλες συμμορίες που τρομοκρατούσαν την ελληνική ύπαιθρο μετά την απελευθέρωση;

Πόσο εθνικές ήταν οι δυνάμεις που στήριξαν τα ξερονήσια, την ύπαρξη ενός «παρασυντάγματος», τα βασανιστήρια, τα έκτακτα στρατοδικεία και τις εκτελέσεις;

 Ίσως, όμως, το πιο ενδιαφέρον να μην είναι τελικά το γεγονός ότι επανέρχεται μια θέση που σε τελική ανάλυση είναι στοιχείο της αυτοσυγκρότησης των «αστικών δυνάμεων» στη χώρα μας, όσο το γεγονός ότι πλέον δεν έχουν καμία ανάγκη να κάνουν παραχωρήσεις σε μια ρητορική «εθνικής συμφιλίωσης» όπως αυτή που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1980 και μετά.

Σίγουρα ρόλο παίζει – το αναφέρουν άλλωστε – η αποτυχία της εκδοχής «αριστερής διακυβέρνησης» που είδαμε την προηγούμενη δεκαετία. Και αυτό όχι προφανώς για να στηλιτεύσουν το γεγονός ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εν τέλει εφάρμοσε, με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα κιόλας, το τρίτο μνημόνιο.

Αλλά για να παρουσιάσουν το πλατύ κίνημα που διαμορφώθηκε ενάντια στα μνημόνια, τη μεγαλύτερη και πιο δυναμική κινητοποίηση της μεταπολίτευσης, εν τέλει ως μια ανταρσία.

Απέναντι στην οποία βέβαια και αυτή τη φορά μπόρεσαν οι «αστικές δυνάμεις» να βγουν νικήτριες.

 Με το τίμημα βεβαίως να είναι για άλλη μια φορά – έστω και σε διαφορετικές συνθήκες – η στέρηση του δικαιώματος των λαϊκών στρωμάτων να αποφασίσουν αυτά για το μέλλον του τόπου στον οποίο ζουν, εργάζονται και αγωνίζονται.

Πηγή: Παναγιώτης Σωτήρης - in.gr

 

{[['']]}

Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν «διχασμός» αλλά στιγμή του ελληνικού εμφυλίου πολέμου

Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν ούτε «ανταρσία» ούτε πρωτίστως «ξένη επέμβαση». Στιγμή του μεγάλου ελληνικού εμφυλίου πολέμου είναι.

 Πριν από 80 χρόνια στις 3 ή 4 Δεκεμβρίου 1944 – ανάλογα με το εάν κανείς διαλέξει ως αφετηρία την απόφαση της Αστυνομίας να χρησιμοποιήσει όπλα κατά της διαδήλωσης του ΕΑΜ ή την απόφαση του ΕΑΜ να ξεκινήσει ένοπλη δράση – στην Αθήνα ξεκινούσε μία από μεγάλη και αιματηρή μάχη, που θα αφήσει βαθιά χνάρια όχι μόνο στην ίδια πόλη – που ως κηρυγμένη «Ανοχύρωτη Πόλη» δεν είχε υποστεί πλήγματα στον ελληνοϊταλικό πόλεμο – αλλά και στη συλλογική συγκρότηση, ταυτότητα και μνήμη της ελληνικής κοινωνίας. Τα Δεκεμβριανά, όπως έμελλε να μείνει γνωστή η «Μάχη της Αθήνας», έδειξαν πόσο βαθιά ήταν η εσωτερική κοινωνική και πολιτική σύγκρουση, κάτι που θα σφραγίσει τις εξελίξεις και τα επόμενα χρόνια.

 80 χρόνια μετά τα Δεκεμβριανά είναι σαφές ότι μπορούμε να αποφύγουμε διάφορες εκδοχές μυθολογίας. Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν μια «κομμουνιστική ανταρσία» που ήθελα να ανατρέψει τη νόμιμη κυβέρνηση, όπως για δεκαετίες θα επιμένει η παράταξη των νικητών του Εμφυλίου, όχι γιατί το κομμουνιστικό κόμμα δεν ο ηγεμονικός φοράς των δυνάμεων του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, αλλά γιατί εκείνη τη στιγμή σαφές σχέδιο για ένοπλη κατάληψη της εξουσίας δεν υπήρχε. Ούτε ήταν τα Δεκεμβριανά απλώς και μόνο αποτέλεσμα της δράσης του «ξένου παράγοντα», εν προκειμένω των βρετανικών δυνάμεων, μια παρά την αποφασιστική τους συμβολή στη διαμόρφωση του τελικού συσχετισμού δύναμης, ο πυρήνας της σύγκρουσης είχε να κάνει με την ελληνική πραγματικότητα και τις αντιθέσεις που τη διαπερνούσαν.

Για να καταλάβουμε τα Δεκεμβριανά πρέπει να δούμε τι ακριβώς ήταν αυτό που συνέβη στην Ελλάδα της Αντίστασης. Το γεγονός ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας χάρη στην καταλυτική παρουσία και εξαιρετική μαζικοποίηση του ΕΑΜ, είχε έναν χαρακτήρα που δεν περιοριζόταν στην ανάκτηση της τυπικής εθνικής ανεξαρτησίας αλλά παρέπεμπε στον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, διαμόρφωσε μεγάλη ανησυχία στις αστικές δυνάμεις. Να το πούμε απλά: ήταν ήδη σαφές προς το τέλος του 1943 ότι μια κοινωνική συμμαχία που περιλάμβανε τη μεγάλη πλειοψηφία των κοινωνικών τάξεων που δεν ήταν κυρίαρχες, είχε το συσχετισμό ώστε να πάρει την εξουσία μετά την Κατοχή.

 Αυτό δεν ήταν «διχασμός», γιατί ο «Διχασμός», καθαυτός εμπειρία ιδιαίτερα τραυματική, αφορούσε μια διαίρεση πρώτα και κύρια στον συνασπισμό εξουσίας και στα αστικά στρώματα, ενώ τώρα είχαμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και τα κυρίαρχα, εξ ου και το γεγονός ότι στην αντιΕΑΜική παράταξη θα μπορούν να συνυπάρχουν οι «Λαϊκοί» με τους «Βενιζελικούς».

 Ξέρουμε, ακόμη, ότι ήδη από τον χειμώνα 1943-44 τόσο οι «εθνικές» αστικές δυνάμεις, όσο και οι Βρετανοί εξετάζουν σχέδια για το πώς θα αποτραπεί να πάρει την εξουσία το ΕΑΜ μετά την Απελευθέρωση. Αυτό φαίνεται στο συντονισμό των «εθνικών οργανώσεων», στον τρόπο που τα Τάγματα Ασφαλείας αντιμετωπίζονται όχι ως θεσμός συνεργασίας με τον κατακτητή αλλά ως αναγκαίο αντικομμουνιστικό ένοπλο σώμα και βέβαια στην εξασφάλιση ότι το ΕΑΜ δεν θα διεκδικούσε την εξουσία, αλλά απλώς θα συμμετείχε σε μια κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» κατά το πρότυπο και άλλων στις χώρες που μόλις απελευθερώνονταν.

Ωστόσο, αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι εκ των πραγμάτων το ΕΑΜ και οι οργανώσεις είχαν χαρακτηριστικά παράλληλης εξουσίας, διαμορφώνοντας εκ των πραγμάτων μια παραλλαγή «δυαδικής εξουσίας», που μάλιστα είχε και την ένοπλη υποστήριξη του ΕΛΑΣ. Ήταν εκ των πραγμάτων μια άλλη εξουσία, με άλλη ταξική βάση και άλλο κοινωνικό ορίζοντα. Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι θρυαλλίδα ήταν το θέμα του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ μια που αυτό ακύρωνε στην πράξη αυτή τη συνθήκη δυαδικής εξουσίας.

Σε αυτό το φόντο ενώ είναι σαφές ότι η ΕΑΜική ηγεσία – όπως και η ηγεσία του ΚΚΕ – έχει επίγνωση των ενδεχομένων, εξ ου και η ύπαρξη σχεδίων για την κατάληψη της Αθήνας, εντούτοις υπάρχουν πραγματικές ταλαντεύσεις ως προς αυτό, που θα πυροδοτήσουν δεκαετίες αντιπαραθέσεων γύρω από τα «λάθη». Αυτό εξηγεί και γιατί τόσο στα Δεκεμβριανά, όσο ακόμη και στη εκκίνηση του Εμφυλίου (και τουλάχιστον μέχρι σημαντικό μέρος του 1947) κυριαρχεί η λογική της ένοπλης διαπραγμάτευσης παρά της αποφασιστικής σύγκρουσης για την εξουσία.

Αντιθέτως, παρότι υπάρχουν διαφορετικές φωνές στο «αστικό μπλοκ» φαίνεται ότι υπάρχει και ένας σκληρός πυρήνας αποφασισμένος να πάει τη σύγκρουση μέχρι το τέλος και ως ένα βαθμό να πάρει την πρωτοβουλία της σύγκρουσης (κάτι που εξηγεί και την απόφαση για ένοπλη επίθεση στην ΕΑΜική διαδήλωση στις 3 Δεκεμβρίου). Σε αυτό θα βοηθήσει και η βρετανική στάση που θα στηρίξει μια τέτοια επιλογή, ήδη από το 1943, μια που προφανώς δεν ήθελε να χάσει την παραδοσιακά επιρροή στα ελληνικά πράγματα.

 Όλα αυτά εξηγούν το γιατί φτάσαμε στη σύγκρουση. Όμως, την ένταση της σύγκρουσης μπορούμε να την καταλάβουμε μόνο εάν αναλογιστούμε τις μεγάλες αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας. Οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί της εικοσαετίας 1920-1940, ιδίως μετά τον ερχομό των προσφύγων, η μαζικοποίηση των εργατικών στρωμάτων, οι πραγματικές δυσκολίες των αγροτικών στρωμάτων, οι έντονες ανισότητες, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1930 μαζί με την εξαθλίωση που έφερε η κατάρρευση της κρατικής επισιτιστικής λειτουργίας στον πρώτο χειμώνα της Κατοχής, αλλά και τη βαναυσότητα των κατακτητών, μαζί με τον κυνισμό των δωσίλογων και όσων πλούτισαν στην Κατοχή είχαν τροφοδοτήσει την οργή των λαϊκών στρωμάτων που στη συντριπτική τους πλειοψηφία αναφέρονταν στο ΕΑΜ.

 

Αυτή η οργή ήταν ακόμη μεγαλύτερη ύστερα και από τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας και των αντιεαμικών οργανώσεων στην τελευταία φάση της κατοχής, με τα μεγάλα μπλόκα, τις εκτελέσεις, τα βασανιστήρια. Ήταν μια σύγκρουση βαθιά και σφραγισμένη από το αίμα που είχε χυθεί.

Όλα αυτά θα βγουν στο προσκήνιο και στη «Μάχη της Αθήνας». Μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο κόσμους, ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικές δυναμικές που βγαίνουν μέσα στην ίδια πόλη. Ο συμβολισμός της αντίθεσης ανάμεσα στη «Σκομπία», δηλαδή το ελεγχόμενο από τις κυβερνητικές και βρετανικές δυνάμεις, τμήμα του Κέντρου της Αθήνας και τις ΕΑΜοκρατούμενες εργατικές και προσφυγικές συνοικίες όπως η Καισαριανή, είναι παραπάνω από σαφής.

Η ίδια η σύγκρουση θα είναι άνιση. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ήταν υποδεέστερες του συνδυασμού ανάμεσα στις κυβερνητικές και τις Βρετανικές. Άλλωστε, οι τελευταίες που όχι μόνο έβαλαν πολυβολεία στην ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας Ακρόπολη (την οποία παρ’ όλα αυτά θα αρνηθούν να στοχεύσουν οι ΕΑΜικές δυνάμεις) αλλά και χτύπησαν ανελέητα τις συνοικίες προπύργια του ΕΑΜ, και με χρήση αεροπλάνων. Όμως, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ θα εκμεταλλεύονται τη γνώση της πόλης, τις πρακτικές οδομαχίας και βέβαια την επινοητικότητα που χαρακτηρίζει τέτοιες συγκρούσεις. Θα έχουν ωστόσο πολύ μεγαλύτερες απώλειες. Κομμάτι της πρακτικής του ΕΛΑΣ – που θα τροφοδοτήσει τη μετεμφυλιακή «πτωματολογία» – και η επιλεκτική εκτέλεση  μελών των σωμάτων ασφαλείας αλλά και συνεργατών του κατακτητή, μια πρακτική που πάντως τη συναντάμε και σε άλλα ένοπλα κινήματα, που επίσης θα αξιοποιηθεί μετά και τη Συμφωνία της Βάρκιζας – που δεν συμπεριέλαβε τέτοιες πρακτικές στην αμνηστία – για το πρώτο μεγάλο κύμα διώξεων. 

Το ίδιο και η πρακτική των ομήρων, επίσης πρακτική που τη συναντάμε και σε άλλες κινήματα, με ορίζοντα ακριβώς την αποτελεσματικότερη διαπραγμάτευση μετά την υποχώρηση.Την ίδια στιγμή στη «Μάχη της Αθήνας» υπήρξε και ηρωισμός. Μια ολόκληρη Αθήνα της πείνας, των εκτελέσεων στην Κατοχή, της φτώχειας, της συμμετοχής στην Αντίσταση, πάλεψε εκείνες τις 33 μέρες με ηρωισμό και αυταπάρνηση ώστε η επόμενη μέρα να είναι αυτή της εξουσίας που προϋπήρχε της Κατοχής και των δωσίλογων. Και παρότι ακόμη και την «κομματική μνήμη» της Αριστεράς θα είναι συχνά απωθημένη, εντούτοις στη συλλογική μνήμη των λαϊκών στρωμάτων αυτή η μάχη δεν θα ξεχαστεί και η εικόνα μιας ανυπότακτης πόλης θα διατηρηθεί για χρόνια. Όπως θα διατηρηθεί και το αδικαίωτο όραμα μιας άλλης συνθήκης κοινωνικής και πολιτικής. Γιατί για όλους αυτούς τους ανθρώπους, φτωχούς, ταλαιπωρημένους, βασανισμένους, αδικημένους, η ένοπλη πάλη ήταν η στιγμή που ένιωσαν ότι μπορούσαν να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους και αυτό το συναντούσες, δεκαετίες μετά όταν συζητούσες με όσους είχαν πάρει μέρος στη σύγκρουση. Οι περισσότεροι των οποίων θα έχουν να αντιμετωπίσουν και όλη τη βαναυσότητα του μετεμφυλιακού κράτους.

Τα Δεκεμβριανά δεν θα είναι η μόνη πράξη του μεγάλου ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Η σύγκρουση θα παραμείνει ανοιχτή και η γραμμή της κλιμάκωσής της μέχρι την πλήρη αποτροπή του «κομμουνιστικού κινδύνου» θα έχει το πάνω χέρι. Αυτό θα εξηγήσει γιατί φάνηκε νωρίς ότι «δημοκρατική διέξοδος» δεν υπήρχε και η εκ νέου ένοπλη σύγκρουση τελικά αναπόφευκτη…

80 χρόνια μετά πολλά έχουν αλλάξει. Όμως, τα σημάδια από τις σφαίρες σε πλήθος κτίρια της Αθήνας των όμορων δήμων έρχονται να θυμίσουν αυτή την ιστορία μιας μεγάλης πολιτικής και σε τελικής ανάλυση ταξικής σύγκρουσης. Που με έναν τρόπο δεν τελείωσε ποτέ…

Πηγή: Παναγιώτης Σωτήρης - in.gr

 

{[['']]}
 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger