Αρχική » » Η ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ - Η θηριώδης παραφορά των Οθωμανών

Η ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ - Η θηριώδης παραφορά των Οθωμανών

{[['']]}
Μια αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων του ματωμένου Απριλίου 1822 στο νησί του κεντρικού Αιγαίου περιγράφει...

Από το βιβλίο «Η σφαγή της Χίου εις το στόμα του χιακού λαού» - "Αιρετικά"

Η μαζικότερη σφαγή Ελλήνων από τους Οθωμανούς στα χρόνια της Επανάστασης του ’21 ήταν εκείνη της Χίου την άνοιξη του 1822, η οποία ήρθε ως αντίποινα του σουλτάνου Μαχμούτ Β' στην εξέγερση των κατοίκων του νησιού (11 Μαρτίου 1822) υπό τον Σαμιώτη επαναστάτη Λυκούργο Λογοθέτη και τον Χιώτη Αντώνη Μπουρνιά.

Η διαταγή του σουλτάνου ήταν πλήρης εξόντωση, με εξαίρεση τα αγόρια τριών έως δώδεκα χρόνων και τα κορίτσια και γυναίκες δώδεκα έως σαράντα χρόνων που έπρεπε να αιχμαλωτιστούν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα. 

Τα στίφη των Οθωμανών εκτέλεσαν τη διαταγή σε τρία γιουρούσια το διάστημα από τις 30 Μαρτίου (Μεγάλη Πέμπτη) έως τις 7 Ιουνίου 1822, όταν έγινε το τρίτο φονικό γιουρούσι στα Μαστιχοχώρια.
Οι περισσότερες πηγές συγκλίνουν ότι την εποχή εκείνη η Χίος είχε πληθυσμό 110-120.000 κατοίκους. Για τους σφαγιασθέντες οι αναφορές ποικίλλουν (25,33,42 ή 52 χιλιάδες), ενώ περίπου 45.000 ήταν οι αιχμαλωτισθέντες, περίπου 20.000 όσοι κατάφεραν να διαφύγουν (σε Ψαρά, Σάμο, Κυκλάδες, Πελοπόννησο, αλλά και στο εξωτερικό) και μόλις περί τις 2.000 οι επιζήσαντες που παρέμειναν στο μαρτυρικό νησί της μαστίχας.

Σύμφωνα με τη χιώτικη παράδοση, το νησί έχει τον δικό του «Ζάλογγο» στον οικισμό Ανάβατος. Πρόκειται για έναν σχεδόν εγκαταλειμμένο μεσαιωνικοβυζαντινό οικισμό της κεντρικής Χίου, ο οποίος βρίσκεται στην κορυφή ενός απόκρημνου λόφου ύψους 450 μ., εξού και το προσωνύμιο «Μυστράς του Αιγαίου».
Ο παλιός πυρήνας του οικισμού καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της σφαγής της Χίου, όταν ο Ανάβατος πολιορκήθηκε και αλώθηκε από τα οθωμανικά στρατεύματα. Τότε θρυλείται ότι Χιώτισσες με τα παιδιά στην αγκαλιά τους έπεσαν από την κορυφή στη χαράδρα για να μην αιχμαλωτιστούν.

Να σημειωθεί ότι δύο χρόνια αργότερα (Ιούνιος 1824) έγινε και η καταστροφή των Ψαρών από τους Οθωμανούς με φρικαλέο απολογισμό 18.000 -από τους 30.000 κατοίκους του μικρού νησιού- θανατωθέντες και πουληθέντες ως σκλάβους.

Τον Απρίλιο του 1922 ο καθηγητής στο γυμνάσιο του νησιού Στυλιανός Γ. Βίος (1881-1944) εξέδωσε το βιβλίο του «Η σφαγή της Χίου εις το στόμα του χιακού λαού», ένα υπόδειγμα δημόσιας ιστορίας των αρχών του 20ού αιώνα.

Στην εργασία του ο Στ. Βίος παρέθεσε αφηγήσεις επιζώντων από τη σφαγή ή απογόνων τους, αφηγήσεις που κατέγραφε επί μακράν χρονικό διάστημα. Μέσα από τις σελίδες της «Σφαγής της Χίου» αναφαίνεται η αγριότητα της καταστολής του ξεσηκωμού των ντόπιων -που με τη βοήθεια εκστρατευτικού σώματος Σαμιωτών απέκλεισαν τους Οθωμανούς στο Κάστρο.
Η σφαγή και ο εξανδραποδισμός χιλιάδων κατοίκων του νησιού ήταν μια δήλωση από την πλευρά της Υψηλής Πύλης πως δεν αναγνώριζε κανένα δικαίωμα εξέγερσης στους ραγιάδες.
Ομως η διήγηση παρουσιάζει και μερικά άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία: ακόμη και μέσα στις φλόγες του αγώνα τα μυαλά και τις ψυχές αγωνιστών και κατατρεγμένων όριζε ο παράς. Η αφήγηση που ακολουθεί ανήκει στη Μαρία Μπούρα «εκ της πόλεως Χίου».

«Η Χίος όλη ήταν σκόνη, καμένα όλα»

Στη Σφαγή εκαθούμαστε στο Βουνάκι, κοντά στο τζαμί, όπου οι γονιοί μου είχανε φούρνο και καφενέ, γιατί ήτανε καλοί νοικοκύρηδες. Εγώ τότες ήμουνα 14 χρονώ και τα θυμούμαι όλα. Αξαφνα μια μέρα ο πατέρας μου μας λέει: «Παιδιά μου, οι Τούρκοι μαζεύουν όλους τους αρχόντους τού τόπου μας».
Ως που να το καλομάθουμε, τους είχανε όλους κρεμασμένους στου Κάστρου την πόρτα. Αμέσως, το λοιπόν, ο πατέρας μου λέει της μητέρας μου: «Βγερού, τα 'μαθές; Οι Τούρκοι εκρεμάσανε όλους τους αρχόντους και ζητούν και το Μισέ Κωνσταντή το Χωρέμη». Μα η γυναίκα του τον είχε χωμένο σ’ ένα μνήμα 40 μέρες κ’ ήτρωγε νερό και ψωμί κ’ έτσι εσώθηκε.

Την άλλη μέρα το πρωί, να τα ταγκαλάκια (σ.σ.: χαρακτηρισμός που αποδίδεται στους άτακτους στρατιώτες από τη Μικρά Ασία) απ’ την Ανατολή! Εβαστούσαν στα χέρια τους φωτιές και μαχαίρια κι εφωνάζανε: «Μωρέ Γκιαούρηδες, τι έχετε να δείτε το ταχύ». Οι καημένοι οι Χριστιανοί κλειστήκανε στα σπίτια τους. Τουφέκια, μαχαίρια δεν είχανε, γιατί από τα πριν οι Τούρκοι εμαζέψανε και τα σουγιαδάκια, ακόμη και τα κατσουνάκια δεν εφήκανε.
Τότες η μητέρα μου λεει του πατέρα μου: «Φραγκούλη, να πάρομε τα παιδιά μας να φύγομε, γιατί οι Τούρκοι έχουν άσκημο σκοπό».

Παίρνει λοιπόν ο πατέρας μου τη μητέρα μου, εμένα και την αδελφή μου, παίρνει και δύο ψωμιά και μερικούς ψιλούς παράδες και φεύγομε. Μα πριν να φύγομε, τι ν’ ακούσομε... Εσπούσανε τις πόρτες οι Τούρκοι κ’ εκόβανε, ύστερι βάζανε φωτιά σ’ όλα τα σπίτια. Εμείς από ταράτσα σε ταράτσα βγήκαμε στη θάλασσα, όπου πήραμε δρόμο κατά τον Αγιο Μηνά. Στο δρόμο μάς απάντησαν δυό ανθρώποι κ’ εβαστούσαν κουτάλια και χαρανί. Τα πήραν ίσως παν σε κανένα μέρος και βρούνε τίποτα χόρτα και ψήσουνε. Ανηβαίνομε λοιπόν στον Αγιο Μηνά και βλέπομε τον κόσμο χιλιάδες μέσα. Ο,τι καθήσαμε να φάμε λίγο ψωμί, ακούμε φωνές «Τα ταγκαλάκια ερχούνταινε!». Τότες ο πατέρας λέει: «Βγερού, αν μείνομεν εδώ, θα μας σφάξουν, μόνον ας φύγομε, πριν κλείσει το μοναστήρι».

Παίρνομε δρόμο και καταβαίνομε στο Λιμνιώνα, ίσως βρούμε κανένα καΐκι. Η κακή μας τύχη και απαντήσαμεν ένα μπουλούκι Σαμιώτες και μας πήραν τον πατέρα μας και αφήσανε τη μητέρα μου, εμένα και την αδερφή μου. Πήραμε δρόμο κ’ εβγήκαμε στο Λιθί. Εκεί απαντούμεν ένα χωριάτη και τον αρωτά η μητέρα μου: «Πού βρισκόμαστε καλέ;». Κ’ εκείνος της λέει: «Μωρή παλιοκαστρινή, για σας μας σφάζουν οι Τούρκοι». Και ήπιασε πέτρες και μας τραβούσε. Η μητέρα μας η καϋμένη έμεινε μοναχή, χωρίς άντρα, νύχτα, με δυο κορίτσια, χωρίς να ξέρη πού ήτανε. Παίρνομεν τα βουνά και φτάνομε στης Αγιάς Μαρκέλλας τον ποταμό και βλέπομεν τα βουνά γεμάτα Τούρκοι, που ερκόντανε προς το μέρος το δικό μας. Τότες μας παίρνει η μητέρα και κρυφτήκαμένε μέσα στους βάτους και εκεί ξημερωθήκαμε.

Τη νύχτα πού να κοιμηθούμενε, που περνούσαν οι Τούρκοι αφ’ το δρομαλάκι που ήτανε από πάνω μας. Τέλος, εξημέρωσεν ο Θεός την ημέρα κ’ επήγαμεν στην Αγιά Μαρκέλλα. Κ’ εκεί όμως δεν βρήκαμεν καΐκι και γυρίσαμε πίσω και πάμενε σ’ ένα χωριό. Εκεί μάς απάντησεν ένας κουμπάρος μας και λε της μητέρας μου: «Ελα να σε κρύψω με τα κορίτσια σ’ ενός Τούρκου τον αχερώνα». Μα ο άθλιος μόντις μάς ήκρυψένε, πάει και λε τού Τούρκου: «Ελα να δεις που σου ’χω δυο κορίτσια κρυμμένα». Του λε ο Τούρκος: «Τι σου είν’ αυτές;». Λέει: «Κουμπάρες μου». Τότες ο Τούρκος βγάζει το σπαθί του και του κόβει το κεφάλι ομπρός στα μάτια μας κ’ έρκεται και
ας λέει: «Αυτός επειδή ήτανε κουμπάρος σας και σας επρόδωσένε, τον σκότωσα, μόνο εσείς φευγάτε». Και μας ή δείξε δρόμο κ’ εβγήκαμε πάλι στο Μέγα Λιμιώνα.

Κι εκεί είδαμε καΐκια Σαμιώτικα βαθειά αραγμένα, και στην ακρογιαλιά ήτανε πολύς κόσμος, γυναικόπαιδα πολλά. Οι Σαμιώτες με τις βάρκες επαίρνανε τον κόσμο, μα όποιος είχενε πολλούς παράδες και χρυσά, όποιος δεν είχενε τον αφήνανε όξω.
Η καϋμένη η μητέρα μου είχε στο στήθος της ένα πουγγί γεμάτο με ψιλούς παράδες και Μισιριώτικα κουκάκια που μας ήδινεν από δυό τριά της κάθε μιανής, για να περάσει η πείνα, βγάζει μια ψουχτιά και τα δείχνει των Σαμιωτών. Αυτοί νομίζοντας πως ήτανε το στήθος της γεμάτο παράδες, μας επήρανε μέσα στο καΐκι.
Την ώρα που μπήκαμεν στη βάρκα, είδαμεν τη θάλασσα κόκκινην απ” το αίμα. Αλλο δεν ακούαμεν φωνές, κλιάματα κ’ εβλέπαμεν παντού φωτιές. Σαν εφύγαμεν λίγο μακριά, οι Τούρκοι μάς τραβούσανε και τα κουρσούμια (σ.σ.: μεταλλικά σφαιρίδια) περνούσαν από πάνω αφ’ τα κεφάλια μας. Λίγο να μας σκοτώσουν. Βλέπαμε στην ακρογιαλιά εκείνους που μείνανε και τι να δούμενε... Οι Τούρκοι τούς εσφάζανε, τους εκάμνανε κομμάτια και τα πετούσανε στον αγέρα. Τα όσα είδαν τα μάτια μου ποτές μου δεν θα τα ξεχάσω!

Σαν ηφτάσαμε στη Σάμο, οι Σαμιώτες δεν μας ηθέλανε γιατί δεν είχαμε λεφτά. Οποιοι δεν είχανε λεφτά, τους εγδύνανε και τους εστέλλανε στο Μόριά. Εκεί μάς εστείλανε κ’ εμάς. Ο πατέρας μου που τον πήραν οι Σαμιώτες, τους ξέκοψε και πήγε κ’ εκείνος στο Μόριά, καταγυρεύοντας να μάθει για μας.
Τον έπιασε θέρμη και εκοιτούντανε σ’ ένα υπόγειο. Επηγαίνανε το λοιπόν τότες όλες οι Χιώτισσες όπου εμαθαίνανε πως ήταν Χιώτες και τους εκάμνανε ρεμέντια. Επήγαινε λοιπόν και η μητέρα μου για να μάθει για τον άντρα της. Μα δεν τον εγνώρισένε γιατί ήταν αγνώριστος αφ’ την αρρώστια. Ερώτανε πια τους άρρωστους: «Ποιος είσαι σύ; Ποιος είσαι συ;». Και της ελέγανε. Ερώτησε κ’ εκείνονε και της είπεν! «Είμαι ο Φραγκούλης ο Μπούρας». Τότες η μητέρα μου τον γνώρισένε και μεις τον εγνωρίσαμεν και ανταμωθήκαμεν πάλι όλοι.

Σαν εγίνηκεν καλά ο πατέρας μου, μας ήλεγένε: «Είχαμεν τύχη που φύγαμεν αφ’ τον Αγιο Μηνά, γιατί οι Τούρκοι τούς έσφαξαν όλους. Επειδή δεν ημπορούσανε ν’ ανοίξουνε την πόρτα, εκάμανε μιαν τρύπα στον τοίχο κ’ εμπήκανε μέσα κ’ έμπαιναν ένας ένας. Υστερι εμπήκαν όλοι κ’ εσφάξαν όλους τούς Χριστιανούς κ' εκάψανε την Εκκλησιά ως και μέσα στη στέρνα ερρίξανε φωτιά και τους εκάψανε». Υστερ’ από κάμποσο χρόνια εγυρίσαμε πίσω στη Χίο κ’ επήγαμεν να βρούμε τα σπίτια μας. Μα όχι σπίτια, αλλά ούτε σημάδι δε βρήκαμένε. Η Χίος όλη ήταν σκόνη, καμένα όλα και δεν μπορούσαμεν να καταλάβομεν πού ήταν το σπίτι μας, κ’ έτσι εφύγαμεν κ’ επήγαμεν στη Σύρα.

Η αδερφή μου η παντρεμένη, την ώρα που γίνηκεν η σφαγή, εγέννησένε. Ο άντρας της ήφυγένε και την άφηκε μοναχή στο σπίτι κ’ έτσι εγέννησε μοναχή της. Οι Τούρκοι κάτω από το σπίτι της εβάζαν φωτιά. Τι να κάμει το λοιπόν; Παίρνει το μωρό και το δένει μπρος στο λαιμό της κ’ ένα μπογαλάκι ρούχα στην πλάτη της και το τετραβγάγγελο κι από ταράτσα σε ταράτσα βγαίνει στην ακρογιαλιά και πέφτει στη θάλασσα.
Η θάλασσα κοκκίνησεν αφ’ το αίμα της, εκείνην την στιγμήν ήταν ό,τι που γέννησένε. Εκείνην την ώρα ήρχουνταν μια βάρκα από βασιλικό εγγλέζικο βαπόρι, κ’ ενόμισαν πως ήτανε λαβωμένη και την πήρανε και την πήγανε στο βαπόρι και την αρωτούσανε πού ήταν κτυπημένη. Τως είπενε πως δεν ήταν κτυπημένη πούβετα, μόνο πως εγέννησε. Την αλλάξανε, της εδώκανε ρούχα και βαφτίσανε το μωρό και το βγάλανε Χιωνίτσα. Την εφέρανε στη Σύρα, όπου ανταμώθηκε με την αδελφή της. Τον άντρα της τον εσκότωσαν οι Τούρκοι.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger