Αρχική » » Η αδελφότητα των Εσσαίων και ο Ιησούς

Η αδελφότητα των Εσσαίων και ο Ιησούς

{[['']]}
Του Στράτου Θεοδοσίου - Προέδρου της Ενωσης Ελλήνων Φυσικών, μέλους του Σώματος Ομότιμων Καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών, "Αιρετικά", Documento

Η ασκητική και μοναχική κοινότητα ευσεβών Ιουδαίων και η σχέση της με τις χριστιανικές δοξασίες για τον Μεσσία

Tα ευαγγέλια, όπως ξέρουμε, μνημονεύουν τη γέννηση και την περιτομή του Ιησού, τη φυγή της ιερής οικογένειας στην Αίγυπτο και την ανάβαση του Ιησού στην Ιερουσαλήμ, όπου δωδεκαετής δίδαξε στον Ναό και όλοι τον θαύμασαν. Στη συνέχεια αναφέρονται στη βάπτισή του όταν ήταν τριάντα χρόνων, τη μετέπειτα δημόσια ζωή του, στο κήρυγμά του, στην τριήμερη ταφή και την ανάστασή του.
Συνεπώς από τα κανονικά ευαγγέλια δεν γνωρίζουμε τίποτε για τη ζωή του Ιησού από ηλικίας 12 έως 30 χρόνων, όταν άρχισε ο δημόσιος βίος του. Αντιθέτως, τα λεγάμενα απόκρυφα ευαγγέλια δίνουν αρκετές αλλά μάλλον παιδαριώδεις πληροφορίες.

Διάφοροι μελετητές και συγγραφείς πιθανολογούν ότι ο Ιησούς από το 12ο μέχρι το 30ό έτος του είχε ακoλουθήσει την αδελφότητα των Εσσαίων ή Εσσηνών (Essenes). Εζησε δηλαδή μαζί τους στην έρημο και από αυτούς απέκτησε τη μόρφωσή του. Για τον λόγο αυτό θεωρούμε αναγκαίο να εξετάσουμε αναλυτικά τα ιστορικά δεδομένα τα οποία αφορούν την ιουδαϊκή αυτή θρησκευτική αδελφότητα ή κατ’ άλλους αίρεση.

Εσσαίοι, Εσσηνοί ή Εσσενίτες

Οι Εσσαίοι ήταν οι ασκητές της τότε εποχής και αποτελούσαν πραγματική θρησκευτική αδελφότητα. Τα μέλη της ζούσαν σε κοινόβια στην έρημο με νηστεία και προσευχή, αδιαφορώντας για τα υλικά πλούτη και επιζητώντας τη γαλήνη και την αρετή. Σύμφωνα με τον Γάλλο συγγραφέα Εδουάρδο Σιρέ, η ονομασία Εσσαίοι προήλθε από τη λέξη asaya που σημαίνει θεραπευτής ή γιατρός, αφού οι υπόλοιποι άνθρωποι έβλεπαν ως αποστολή των ενάρετων αυτών ασκητών την ίαση των φυσικών και ηθικών ασθενειών. Αλλοι ερευνητές διατείνονται ότι οι Εσσαίοι ήταν οι από το Ταλμούδ αναφερόμενοι Μπετουσσαίοι (Μπετ σιν). Ας σημειωθεί ότι στις διάφορες πηγές αναφέρονται ως Εσσαίοι, Εσσηνοί, Εσσενίτες, Οσσηνοί και Ιεσσαίοι.

Η καταγωγή της αδελφότητας δεν είναι γνωστή· πιθανολογείται ότι η αφετηρία της εντοπίζεται στη Βαβυλώνα ως αντίδραση στην εκεί θρησκευτική χαλάρωση των Ιουδαίων (6ος π.Χ. αιώνας). Πολλοί ερευνητές όμως θεωρούν ότι η αδελφότητα αυτή δημιουργήθηκε κατά την ανέγερση του Ναού του Σολομώντα. Αλλωστε ο Γουίλιαμ Μίλερ πρεσβεύει ότι ο Χιράμ Αμπίφ, ο σπουδαίος αρχιτέκτονας του Ναού του Σολομώντα, ήταν Εσσαίος. Από αυτή την εικασία προέρχεται το πιστεύω των τεκτόνων ότι οι Εσσαίοι ήταν οι πρώτοι τέκτονες. Αλλοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι οι Εσσαίοι εμφανίστηκαν στην Ιουδαίο κατά την εποχή του δεύτερου Ναού, που οικοδομήθηκε αμέσως μετά την επιστροφή των Ιουδαίων από τη βαβυλώνια αιχμαλωσία.

Υποστηρίζουν δηλαδή ότι η αδελφότητα δημιουργήθηκε κατά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία ως αντίδραση προς τη θρησκευτική χαλάρωση που είχε επέλθει με τη θεία τιμωρία της αιχμαλωσίας. Αντιθέτως, ο σπουδαίος Εβραίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος γράφει ότι πρωτοεμφανίστηκαν το 166 π.Χ. Τότε πιθανώς μια ομάδα Εσσαίων διαχωρίστηκε από το υπόλοιπο σώμα της αδελφότητας και εγκαταστάθηκε στο Κουμράν (Qumran) υπό την ηγεσία του διδασκάλου της δικαιοσύνης Μόρε Χασεντέκ.
Σημειώνω ότι η ανακάλυψη των λεγάμενων χειρογράφων της Νεκρός Θάλασσας το 1947 στο Κιρμπέτ Κουμράν (Khirbet Qumran) συντέλεσε στο να αυξηθούν οι γνώσεις μας για την κοινότητα αυτή. Ωστόσο η ονομασία Εσσαίοι δεν απαντά στα παραπάνω χειρόγραφα και από αυτό συμπεραίνουμε ότι οι ίδιοι δεν χρησιμοποιούσαν αυτή την ονομασία, την οποία αντλούμε από διηγήσεις ιστορικών όπως ο Ρωμαίος Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ο ελληνιστής Ιουδαίος φιλόσοφος Φίλων ο Αλεξανδρεύς, ο Εβραίος Φλάβιος Ιώσηπος κ.ά.

Η κοινότητα στη Νεκρά Θάλασσα

Η οργανωτική δομή αυτής της ομάδας των Εσσαίων στηριζόταν σε αυστηρές ηθικές αρχές και πιθανός αρχηγός και ιδρυτής τους ήταν ο διδάσκαλος της δικαιοσύνης Μόρε Χασεντέκ, ένας ενάρετος ιερέας που οι αρχές του τον οδήγησαν σε σύγκρουση με το κατεστημένο της εποχής του. Αποσύρθηκε λοιπόν από τον δημόσιο βίο, συγκέντρωσε τους οπαδούς του και δημιούργησε την κοινότητα των Εσσαίων στην έρημο της Νεκρός Θάλασσας. Επομένως οι Εσσαίοι ήταν μια αδελφότητα ευσεβών Ιουδαίων που συγκρούστηκε με το ιουδαϊκό ιερατείο τον 2ο π.Χ. αιώνα, όταν επιτράπηκε στους Σελευκίδες να λατρεύουν τον Δία στον Ναό της Ιερουσαλήμ.

Οι Εσσαίοι, οι οποίοι ζούσαν ζωή μοναχική και ασκητική, οργανώθηκαν στη βάση της αυτοαπομόνωσης και της προσπάθειας προσωπικής βελτίωσης.
Σύμφωνα με τον Ρωμαίο συγγραφέα και φυσικό φιλόσοφο Πλίνιο τον Πρεσβύτερο: «Προς τα δυτικά της Ασφαλίτιδας λίμνης, σε απόσταση από τη νοσηρή ζώνη της ακτής, είναι εγκατεστημένοι οι Εσσενίτες. Λαός μονήρης και το πιο παράδοξο χωρίς γυναίκες, χωρίς αγάπη, χωρίς χρήματα, με μόνη συντροφιά τους φοίνικες. Αλλά συνεχώς ανανεώνονται και οι νεοφερμένοι προσέρχονται μαζικά. Είναι άνθρωποι κουρασμένοι από τη ζωή και τους οποίους η μοίρα ωθεί κατά κύματα προς τους Εσσενίτες. Ετσι εδώ και αιώνες, γεγονός απίστευτο, επιβιώνει ένας λαός στους κόλπους του οποίου κανείς δεν γεννιέται» (Natur. Hist. V, 17,73. Μετ. Σκουλάτου).
Οπως καταλαβαίνετε, η Ασφαλίτιδα λίμνη είναι η Νεκρά Θάλασσα.

Τα ίδια με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο υποστηρίζει και ο Εβραίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος (Γιοσέφ μπεν Μαθιά, 37-100). Μάλιστα στα έργα του «Ιουδαϊκή αρχαιολογία» και «Περί ιουδαϊκού πολέμου» αναφέρονται οι Εσσαίοι ή Εσσηνοί για πρώτη φορά το 166 π.Χ. να έχουν κέντρο τους την όαση Εγγαδί ή Εν Γεδί στη δυτική όχθη της Νεκρός Θάλασσας όπου ζούσαν απομονωμένοι (Ιώσηπος, Ιουδ. Πόλ. 2,8,2,119-161, Ιουδ. Αρχ. 13, V, 9).
Ο Ιώσηπος τους παρουσιάζει σαν ένα είδος Ιουδαίων πυθαγορείων. Ηταν υποδείγματα ηθικής, ήρεμοι, προσηνείς και αποτελούσαν την τρίτη από τις φιλοσοφικές θρησκευτικές μερίδες των Ιουδαίων, μετά τους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους (Ιουδ. Αρχ. 18,1-V, 18).

Φαίνεται, όμως, ότι οι Εσσαίοι είχαν δύο κύρια κέντρα: το ένα στην όαση Εγγαδί και το άλλο στην Αίγυπτο, στις όχθες της λίμνης Μαορίς (Μαρεώτις), στο οποίο αναφέρεται ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς («Περί βίου θεωρητικού», «Απολογία των Ιουδαίων»). Πρόκειται για την κοινότητα
των αποκαλουμένων «Θεραπευτών», οι οποίοι ζούσαν στη Μαρεώτιδα λίμνη της Αιγύπτου. Περίεργο όμως είναι το γεγονός ότι οι Εσσαίοι δεν αναφέρονται ούτε στην Παλαιά ούτε στην Καινή Διαθήκη.

Γεγονός είναι ότι η αδελφότητα των Εσσαίων με την πάροδο του χρόνου έφθινε, αφενός επειδή τα μέλη της απέφευγαν τον γάμο, αφετέρου επειδή αρκετοί Εσσαίοι προσχώρησαν σε πρωτοχριστιανικά ρεύματα ή πέρα από τα πιστεύω τους έγιναν Ζηλωτές.

Οι ασχολίες των Εσσαίων

Οι Εσσαίοι διέφεραν από τους τυπολάτρες Φαρισαίους γιατί δεν τηρούσαν αυστηρά τον τελετουργικό νόμο. Επίσης διέφεραν και από τους κοσμοπολίτες Σαδδουκαίους στο γεγονός ότι παραδέχονταν τη μέλλουσα ζωή και το μοιραίο, ενώ οι Σαδδουκαίοι πίστευαν στην ελεύθερη θέληση των ανθρώπων.

Κατά τους χρόνους του Φίλωνος του Αλεξανδρέα (25 π.Χ. - 40 μ.Χ.) η κοινότητα που προαναφέραμε αριθμούσε περίπου 4.000 μέλη. Οι Εσσαίοι ζούσαν μακριά από τις μεγάλες πόλεις για να αποφεύγουν την ακόλαστη ζωή και την ηθική κατάπτωση που επικρατούσε σε αυτές. Ο λόγος τους ήταν ισχυρότερος από όρκο· γι’ αυτό απαγόρευαν τον όρκο στην καθημερινή ζωή τους. Ηταν ευσεβείς και είχαν ομάδες μαθητών τους οποίους εκπαίδευαν. Ασχολούνταν με τη γεωργία, την αλιεία, τη μελισσοκομία και την κτηνοτροφία. Δεν συσσώρευαν πλούτη, δούλευαν μόνο για να αποκτήσουν τα απαραίτητα για τη συντήρησή τους και όχι άλλα επίγεια αγαθά.
Ατομική ιδιοκτησία δεν υπήρχε. Τα πάντα ήταν κοινά, καθώς επικρατούσε η κοινοκτημοσύνη (Ιώσ. Ιουδ. Πόλ. 2,8,3,122). Διαιρούνταν σε τέσσερις τάξεις ή τέσσερις βαθμούς μύησης. Η πρώτη τάξη, η ανώτερη, δεν ερχόταν σε επαφή με την τέταρτη, την κατώτερη τάξη, για να μη μολυνθεί. Εξάλλου για να γίνει κάποιος μέλος της αδελφότητας έπρεπε να υποστεί τριετή δοκιμασία. Από τις τάξεις των Εσσαίων αποκλείονταν οι γυναίκες.

Το ημερήσιο πρόγραμμά τους άρχιζε με την προσευχή προς τον ανατέλλοντα ήλιο, συνήθεια που αποδίδεται από τους ειδικούς ερευνητές στη βαβυλώνια και μιθραϊκή θρησκεία. Ακολουθούσαν οι γεωργικές ή κτηνοτροφικές εργασίες έως το μεσημέρι (Ιουδ. Αρχ. 18, I-V, 18). Τότε πλένονταν και καθαροί φορούσαν τις ιερές λευκές λινές εσθήτες τους και λάμβαναν το μεσημεριανό φαγητό τους. Απέφευγαν να τρώνε κρέας, να πίνουν κρασί και να χρησιμοποιούν λάδι. Στη συνέχεια, μετά το γεύμα, άλλαζαν, έβαζαν τα ρούχα της δουλειάς και επαναλάμβαναν τις εργασίες τους έως τη δύση του ήλιου, οπότε σταματούσαν και ακολουθούσαν πάλι την ίδια- όπως το μεσημέρι- ιεροτελεστία.

Οποιος εισερχόταν στην κοινότητα πρόσφερε ταυτόχρονα και την περιουσία του για το κοινό καλό. Οι αγοραπωλησίες μεταξύ τους απαγορεύονταν (Ιώσ. Ιουδ. Πόλ. 2,8,4,124).
Οπως ανέφερα ήδη, παρήγαν γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και κρατούσαν από αυτά τα αναγκαία για τη διατροφή τους. Τα υπόλοιπα τα αγόραζαν οι υπεύθυνοι των κοινοτήτων από το κοινό ταμείο και στη συνέχεια τα μεταπωλούσαν. Με τα χρήματα που κέρδιζαν φρόντιζαν για την ένδυση των μελών, αγόραζαν κάποια τρόφιμα που δεν παρήγαν και ό,τι άλλο επιπλέον χρειαζόταν η κοινότητα. Υπήρχε ένας υπεύθυνος ανά όμιλο, που φρόντιζε για όλα αυτά. Οπως τα γεύματά τους ήταν κοινά, έτσι κοινό ήταν και το ταμείο τους. Τα ίδια ακριβώς με τον Ιώσηπο αναφέρει ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, αλλά και ο πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας Ευσέβιος Καισαρείας (Εκκλ. Ιστορ. Π, XVI, 17).

Οι Εσσαίοι δεν ασχολούνταν με το εμπόριο ή οποιαδήποτε βιοτεχνική απασχόληση, η οποία κατ’ αυτούς ενίσχυε με τα προϊόντα της τη ναυτιλία και ιδίως τον πόλεμο. Μισούσαν τον πόλεμο, τη δουλεία και τη βία. Δεν αποζητούσαν καμιά εξουσία γιατί αυτό ήταν αντίθετο με την έννοια της ισότητας που επικρατούσε στην αδελφότητα. Πίστευαν στην αθανασία της ψυχής, τιμούσαν τους αγγέλους αλλά και τον Μωυσή.

Επίσης η κοσμοθεωρία τους περιείχε εσχατολογικές ιδέες, αφού θεωρούσαν ότι το τέλος του κόσμου πλησίαζε και έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι για την τελική αναμέτρηση των «υιών του φωτός» με τις δυνάμεις των «τέκνων του σκότους». Εξαιτίας αυτής της δυαρχίας πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι οι Εσσαίοι ήταν επηρεασμένοι από ζωροαστρικά/μιθραϊκά στοιχεία.
Οι Εσσαίοι πίστευαν ακόμη στην απόλυτη ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, την αδελφοσύνη και την ελευθερία. Τηρούσαν τις αρχές της ευσέβειας, της αγιότητας και της δικαιοσύνης. Διακήρυτταν την αγάπη προς τον Θεό και θεωρούσαν απαραίτητη προϋπόθεση για την προσέγγιση του θείου την αγάπη προς τον πλησίον, την ακεραιότητα του χαρακτήρα, την αγαθότητα και την κοινοκτημοσύνη των αγαθών, αφού, όπως ήδη ανέφερα, τα πάντα στην αδελφότητα ήταν κοινά.

Αυτό το γεγονός, που ταίριαζε με το κοσμοείδωλό του, έκανε τον κοινωνιολόγο, νομικό και ιστορικό Γιάννη Κορδάτο (1891-1961) στο έργο του «Ιησούς Χριστός και χριστιανισμός» να γράψει: «Εφάρμοζαν με άλλα λόγια κομμουνισμό στα μέσα της κατανάλωσης και οικιακής χρήσης» (Α' τόμος, 1975).

Για τους Εσσαίους μια ακόμη μαρτυρία πρόσθεσε στο τέλος του 2ου αιώνα ο θεολόγος και εκκλησιαστικός συγγραφέας Ιππόλυτος της Ρώμης (170-236), ο οποίος αναφέρει: «Αυτοί ζουν με σεμνότητα και εγκράτεια, αγαπούν τον πλησίον τους, υποστρέφονται τις απολαύσεις, ούτε δέχονται να ακούσουν γι’ αυτές, απαγορεύουν τον γάμο, περιφρονούν τα πλούτη, δεν αρνούνται τη βοήθειά τους σ’ αυτούς που υποφέρουν, αλλά ούτε και επιτρέπουν να πλουτίσει κάποιος εις βάρος του άλλου. Υπάρχει νόμος σε αυτούς ότι όποιος θέλει να γίνει μέλος της αίρεσής τους πρέπει να πουλήσει τα υπάρχοντά του και να τα προσφέρει στην κοινότητα και ο αρχηγός θα τα μοιράσει σε όλους όπως πρέπει».

Σύμφωνα με τον Τσεχοαυστριακό φιλόσοφο και θεωρητικό του σοσιαλισμού Καρλ Κάουτσκι (1854-1938) αλλά και άλλους ιστορικούς, στις δοξασίες των Εσσαίων εμπεριέχονται όχι μόνο ζωροαστρικές, αλλά και ινδουιστικές, βουδιστικές και ιδιαιτέρως ορφικές και πυθαγόρειες επιδράσεις, όπως για παράδειγμα η διδασκαλία περί προΰπαρξης της ψυχής, άγνωστη στο φιλοσοφικό πιστεύω των Ιουδαίων, και η τήρηση της αγαμίας, συνήθεια ξένη προς τα έθιμα των Εβραίων (Κ. Kautsky, «Der Ursprung des Christentums», 1923).

Η πίστη στην αθανασία της ψυχής

Η ένταξη στην αδελφότητα ήταν πολύ δύσκολη. Για να γίνουν δεκτά νέα μέλη δοκιμάζονταν για περίπου ένα έτος. Επρεπε να αποδείξουν ότι ήταν ικανά για να γίνουν μέλη της κοινότητας και να απαρνηθούν την προηγούμενη ζωή τους. Τότε γίνονταν δόκιμα μέλη της αδελφότητας (Ιώσηπος, Ιουδ. Πόλ. 2,8,2,119-161 και Ιουδ. Αρχ. 13, V, 9). Ακολουθούσαν άλλα δύο χρόνια δοκιμασιών και εάν οι νεοφώτιστοι, που τους καλούσαν «μιτναντεμπίμ», άντεχαν, έδιναν επίσημες υποσχέσεις ότι θα τηρούσαν τους κανόνες της αδελφότητας και τότε γίνονταν κανονικά μέλη της. Δηλαδή υπήρχε τριετής συνεχής δοκιμασία.

Οι νεοφώτιστοι έδιναν υποσχέσεις ότι θα σέβονται τον Θεό, θα είναι δίκαιοι προς όλους και δεν θα βλάπτουν κανέναν, θα μισούν το άδικο και θα προστατεύουν τους αδύναμους. Βασικές αρετές για την αδελφότητα ήταν η εγκράτεια καθώς και η ηθική αγνότητα. Παρ’ όλα αυτά υπήρχε ένα εκατονταμελές δικαστήριο, τα μέλη του οποίου αποφάσιζαν για την τυχόν αποβολή από την κοινότητα μελών με ανάρμοστη συμπεριφορά.

Οι Εσσαίοι πίστευαν στην αθανασία της ψυχής αλλά όχι στην ανάσταση του φθαρτού σώματος. Αντί αυτού δίδασκαν ότι μετά τον θάνατο η ψυχή επέστρεφε στον κόσμο του πνεύματος, όπου τα βάσανα της σάρκας δεν εισχωρούσαν.
Σέβονταν τον ιουδαϊκό νόμο, απέφευγαν όμως τις τελετουργίες και τη φανατική προσήλωση σε αυτόν. Τηρούσαν την αργία του Σαββάτου και είχαν μεγάλο σεβασμό προς το πρόσωπο του Μωυσή, η βλασφημία εναντίον του οποίου τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου.

Μολονότι τιμούσαν τις Γραφές, τις ερμήνευαν με μυστικιστικό και αλληγορικό τρόπο. Από αυτό το γεγονός αποδίδεται στους Εσσαίους η μυστική διδασκαλία, που αποτέλεσε αργότερα τη συμπλήρωση της Καμπύλα, της πανάρχαιας μυστικιστικής εβραϊκής γνώσης που βασίζεται σε μια ειδική, εσωτερική ερμηνεία των Γραφών. Επομένως τους ενδιέφερε η φιλοσοφική ερμηνεία των Γραφών καθώς και η ηθική, πνευματική, διανοητική και ψυχική καλυτέρευση του ανθρώπου. Τηρούσαν σχολαστική καθαριότητα τόσο στο περιβάλλον τους όσο και στο σώμα τους.
Κάθε επαφή με ανθρώπους οι οποίοι δεν ανήκαν στην αδελφότητα σήμαινε μόλυνση που έπρεπε αμέσως να καθαρθεί. Αυτό ίσχυε, όπως αναφέρθηκε ήδη, και μέσα στην αδελφότητα. Δηλαδή μεταξύ των μελών τής αδελφότητας και των δοκίμων υπήρχε μεγάλη διαφορά, τόση ώστε εάν ένας δόκιμος άγγιζε τυχαία ένα παλαιό μέλος, αυτό σύμφωνα με τους νόμους της αδελφότητας είχε μολυνθεί και έπρεπε να καθαρθεί (Ιώσ. Ιουδ. Πόλ. 2,8,10,150).

Ο Ιώσηπος αναφέρει ότι οι Εσσαίοι δεν πρόφεραν καμία λέξη πριν από την ανατολή του ήλιου, αλλά σιωπηλά απηύθυναν μερικές προσευχές προς τον ουρανό. Στη συνέχεια ο ηγούμενος τους έστελνε στις διάφορες εργασίες, ανάλογα με το επάγγελμα που ο καθένας κατείχε. Εργάζονταν σκληρά μέχρι την πέμπτη ώρα (11 το πρωί). Στη συνέχεια συγκεντρώνονταν σε έναν καθορισμένο ιερό τόπο και τυλιγμένοι με λινό ύφασμα βύθιζαν το σώμα τους στο κρύο νερό. Υστερα από αυτό τον καθαρμό συναθροίζονταν για περισυλλογή σε έναν ιδιαίτερο χώρο, όπου δεν μπορούσε να εισέλθει κανείς ξένος.
Στη συνέχεια, καθαροί και εξαγνισμένοι, εισέρχονταν στην κοινή τραπεζαρία σαν να έμπαιναν σε ιερό τέμενος. Εκεί παρέμεναν σιωπηλοί ενώ ο τραπεζοκόμος μοίραζε από ένα κομμάτι ψωμί στον καθένα και ο μάγειρας ένα πιάτο με φαγητό. Ο ιερέας ευλογούσε την τροφή και θεωρούνταν ιεροσυλία να άρχιζε κάποιος να τρώει πριν από το τέλος της προσευχής (Ιώσηπος, Ιουδ. Πόλ. 2,8,5,128-130).

Θεωρούσαν τον ήλιο κυριότερη αποκάλυψη του δημιουργού, γι’ αυτό τον λόγο προσεύχονταν σε αυτόν στραμμένοι προς την ανατολή, ως εικόνα του Θεού και όχι ως λατρεία του ήλιου. Μάλιστα, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Ιουδαίους που χρησιμοποιούσαν ατελές σεληνο-ηλιακό ημερολόγιο, οι Εσσαίοι χρησιμοποιούσαν ακριβές ηλιακό ημερολόγιο.

Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, οι Εσσαίοι απέφευγαν τον γάμο (Ιώσ. Ιουδ. Πόλ. 2,8,2,119-161) και αυτός είναι ένας από τους λόγους της εξαφάνισης της αίρεσής τους, που διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 2ου αιώνα. Πράγματι, κατά τη μαρτυρία του Πλίνιου του Πρεσβύτερου (23-79 μ.Χ.) στη «Φυσική ιστορία» του (Natur. Hist. V, 17,73), οι Εσσαίοι ήταν «γένος... στο οποίο κανείς δεν γεννάται» (gens... in qua nemo nascitur), «δεν έχουν ούτε μια γυναίκα» (sine ulla femina), «δεν γνωρίζουν το χρήμα» (sine pecunia) και «ζουν κάτω από τα φοινικόδεντρα» (gens soda palmarum).
Πιθανώς όμως να ίσχυε αυτό που αναφέρει ο Ιώσηπος, ότι δηλαδή ζούσαν μεταξύ τους άντρες και γυναίκες αλληλοεξυπηρετούμενοι χωρίς τα δεσμά του γάμου.

Ισως, πάλι, να υπήρχαν και μικρές κοινότητες Εσσαίων που δέχονταν στους κόλπους τους ολιγάριθμους μορφωμένους ανθρώπους ευγενικής καταγωγής, επιτρέποντας και τον γάμο. Εξάλλου στα ερείπια της κοινότητας του Κουμράν βρέθηκαν και ολιγάριθμοι γυναικείοι τάφοι, γεγονός που μαρτυρεί την ύπαρξη και κάποιων γυναικών στην αδελφότητα οι οποίες όμως αντιπροσώπευαν μόλις το 2% των μελών της. Συνεπώς αν και οι Εσσαίοι δεν απαγόρευαν τον γάμο, ευνοούσαν σαφώς την αγαμία των μελών τους.

Χριστός, χριστιανισμός και Εσσαίοι

Ο Γιουτζίν Ουίτγουερθ, μελετητής των θρησκειών του κόσμου και καθηγητής στο Great Western University (Σαν Φρανσίσκο), στο βιβλίο του «Τα εννιά πρόσωπα του Χριστού» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006) υποστηρίζει ότι υπήρχε μια τέτοια αίρεση που ζούσε σε ένα αγρόκτημα το οποίο ονόμαζαν «ναζάρ», που -κατά τον συγγραφέα-στα αραμαϊκά σημαίνει «μη φυσικό».
Οι οπαδοί της αίρεσης ονόμαζαν τον εαυτό τους «Αδελφότητα του Θεού», ενώ οι άλλοι τους καλούσαν «Ναζάρ Εσσαίους», που -κατά τον Ουίτγουερθ- συντμήθηκε αργότερα σε «Ναζωραίους». Υποστηρίζει επίσης ότι υπήρχαν κοινότητες των Εσσαίων στη Βηθανία και στο όρος Κάρμηλος.

Σημειώνω ότι στην αραμαϊκή «ναζίρ» σημαίνει «αυτός που βλέπει» και «ναζάρ» είναι το φως, η ορατότητα. Ισως το «μη φυσικό» που αναφέρει ο συγγραφέας να σημαίνει κάτι έξω από το κοινότοπο, αυτόν που «βλέπει» μακριά και με αυτή την έννοια Ναζάρ Εσσαίος ίσως να ήταν αυτός που κάνει την πρόβλεψη.
Πάντως γενικά Ναζίρ ή Ναζιραίος στην Παλαιό Διαθήκη ήταν ο καθαγιασμένος, ο αφιερωμένος στον Θεό και υποταγμένος στο θέλημά του (Αριθ. Β', 6-8, Κριτ. ΙΓ', 5-7).

Διάφοροι μελετητές -ιδίως οι των θεοσοφικών τάσεων- πλέκουν τον μύθο της «εσωτερικής» διδασκαλίας του χριστιανισμού, εκείνης που -σύμφωνα με αυτούς- ο Ιησούς διδάχτηκε από τους Εσσαίους και ο ίδιος δίδαξε μόνο στους μαθητές του. Δηλαδή μια αυστηρά μυστικιστική εσωτερική διδασκαλία που δινόταν μόνο στους πνευματικά ώριμους για τη μεγάλη μύηση. Είναι γεγονός ότι οι Εσσαίοι ασχολούνταν κυρίως με τα δικά τους ιερά βιβλία αλλά και με τη μελέτη της Παλαιάς Διαθήκης, την οποία όμως ερμήνευαν αλληγορικά και μυστικά.

Οι ίδιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς αλληγορικά και με παραβολές μετέφερε στον αγράμματο λαό μόνο το εξωτερικό μέρος της μυστηριακής αυτής διδασκαλίας. Αλλοι λόγιοι και συγγραφείς -μεταξύ αυτών η συγγραφέας Λιλή Ζωγράφου- θεωρούν ότι «ο Ιησούς ήταν ο πρώτος επίσημος εκπρόσωπος - προπαγανδιστής της οργάνωσης μέσα στις πόλεις της Γαλιλαίας» («Αντιγνώση», 1974, σελ. 108). Πιθανώς η άποψή της να πηγάζει από τις θέσεις του καθηγητή της Σορβόννης Andre Dupont-Sommer (1900-1983) ο οποίος υποστήριζε ότι ο Ιησούς ήταν μια κάποια επανενσάρκωση του διδασκάλου της δικαιοσύνης («Apercus preliminaires sur les manuscrits de la mer Morte», 1950, p. 117).

Αλλοι πάλι λόγιοι και ορθόδοξοι θεολόγοι υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν δυνατόν να υπήρξε μαθητής των Εσσαίων, επειδή ο τρόπος ζωής του ήταν τελείως διαφορετικός από τον τρόπο ζωής της αδελφότητας. Ωστόσο βλέπουν πιθανή επίδραση των Εσσαίων στον Ιωάννη τον Βαπτιστή και στην κίνησή του. Επιπλέον είναι φανερό από τις «Επιστολές» του ότι και ο Απόστολος Παύλος γνώριζε τα πιστεύω τους.

Παρ’ όλα αυτά, ασχέτως εάν ο Ιησούς Χριστός ακολουθούσε ή όχι την κοινότητα των Εσσαίων και τις διδασκαλίες τους, είναι γεγονός ότι οι πρωταρχικές χριστιανικές κοινότητες αρχικά επηρεάστηκαν πολύ από την κοινοκτημοσύνη και τον κοινοβιακό χαρακτήρα των κοινοτήτων των Εσσαίων, τις οποίες μάλλον χρησιμοποίησαν ως πρότυπο. Ούτως ή άλλως αυτή η αδελφότητα βοήθησε τους Ιουδαίους στην προετοιμασία της οδού προς τον χριστιανισμό.
Οι πρώτοι χριστιανοί επηρεάστηκαν από την πίστη των Εσσαίων στον Μεσαία μεταρρυθμιστή και ανακαινιστή, ο οποίος αλλάζοντας τους καταπιεστικούς νόμους που οι ίδιοι οι άνθρωποι επέβαλαν στον εαυτό τους θα εγκαθίδρυε μια νέα βασιλεία του Θεού. Είναι γεγονός ότι οι Εσσαίοι ανέμεναν έναν Μεσαία διδάσκαλο και αναμορφωτή, που προσέγγιζε την πνευματική ιδιότητα του Μεσσία έτσι όπως την αποδέχτηκε τελικά ο χριστιανισμός.

Πράγματι, η θεολογία των Εσσαίων βρίσκεται σε σύγκλιση με την αντίστοιχη χριστιανική σε ορισμένες θεμελιώδεις θέσεις της, όπως ο θάνατος και η ανάσταση του Μεσσία, η επιστροφή του και η ανάσταση των δικαίων (όχι του φθαρτού σώματος) με την αντίστοιχη συντριβή των «τέκνων του σκότους». Βρίσκεται όμως και σε απόκλιση στο γεγονός ότι η νοοτροπία και οι βάσεις του εσσαϊσμού -τυπικά και εξ ολοκλήρου ιουδαϊκές- ουδεμία σχέση έχουν με τις αντίστοιχες χριστιανικές.

Οι Εσσαίοι ήταν απομονωμένοι και εσωστρεφείς ενώ οι χριστιανοί ποτέ δεν απομονώθηκαν από τον υπόλοιπο λαό. Οι Εσσαίοι λάτρευαν τους αγγέλους, έκλιναν προς την αγαμία και αδιαφορούσαν για τη λατρεία του Ναού. Οι χριστιανοί δεν ίδρυσαν αντρικά κοινόβια, νυμφεύονταν, δημιουργούσαν οικογένεια και παρέμεναν στις πόλεις, ασχολούμενοι με τα έργα αγάπης προς όλους τους συνανθρώπους τους, πράγμα αδιανόητο για τους Εσσαίους, που, ως γνήσιοι Ιουδαίοι, κατανοούσαν την αγάπη μόνο σε σχέση με τους δικούς τους. Τέλος, οι Εσσαίοι διέθεταν μυστική γνώση -μάλλον επηρεασμένοι από πρώιμους γνωστικούς- ενώ οι χριστιανοί όχι, αφού το χριστιανικό κήρυγμα είναι ανοιχτό και απευθύνεται σε όλο τον κόσμο. Συνεπώς, παρά τις όποιες ομοιότητες, οι διαφορές, όπως φαίνεται, είναι σημαντικές.

Το ηλιακό ημερολόγιο των Εσσαίων

Στο ημερολόγιο αυτό η διάρκεια του πολιτικού έτους ήταν 364 ημέρες, που κατανέμονταν σε 52 εβδομάδες ακριβώς (52x7=364). Από τους 12 μήνες του έτους οι οκτώ είχαν διάρκεια 30 ημερών (30x8=240), ενώ οι τέσσερις τελευταίοι μήνες των τεσσάρων τριμήνων του έτους είχαν διάρκεια 31 ημερών (31x4=124), ούτως ώστε να κατανέμονται οι τέσσερις ημέρες- πέραν των 360- του πολιτικού έτους. Το πρόβλημα που δημιουργούνταν με την ανακολουθία του πολιτικού έτους των 364 ημερών ως προς τη διάρκεια του τροπικού έτους, που ως γνωστόν διαρκεί περίπου 365,2422 ημέρες, φαίνεται ότι λυνόταν με διάφορους τρόπους.

Ενας από αυτούς ήταν η παρεμβολή 61 ημερών -δηλαδή δύο επιπλέον μηνών- κάθε 7χ7=49 έτη, δηλαδή σε κάθε εορτασμό του ιουδαϊκού ιωβηλαίου έτους. Ενας άλλος τρόπος βασιζόταν στην παρεμβολή μιας εβδομάδας σε μικρότερα χρονικά διαστήματα. Δηλαδή, προκειμένου να μη διακόπτεται η ιερότητα της επταήμερης εβδομάδας πιθανότατα να πρόσθεταν ανά εξαετία και πενταετία μια επιπλέον εβδομάδα στον τελευταίο μήνα του πολιτικού έτους τους. Ηταν ο απλούστερος τρόπος προκειμένου να προσαρμόζουν το ημερολόγιό τους στις κλιματολογικές εποχές του έτους.

Η απλότητα του ημερολογίου των Εσσαίων βρισκόταν στη σταθερή διάρκειά του, των 364 ημερών, με τις ακριβώς 52 εβδομάδες στο έτος, αφού με αυτό τον τρόπο όλες οι ημερομηνίες έπεφταν στις ίδιες ημέρες της εβδομάδας πάντα και για όλα τα έτη. Δηλαδή η πρωτοχρονιά τους άρχιζε πάντοτε την αντίστοιχη ημέρα Τετάρτη, που ήταν, εκτός του 1ου μήνα, η πρώτη ημέρα του 4ου, 7ου και 10ου μήνα. Ο 2ος, 5ος, 8ος και 11ος μήνας άρχιζαν την αντίστοιχη ημέρα Παρασκευή, ενώ ο 3ος, 6ος, 9ος και 12ος μήνας άρχιζαν πάντα την αντίστοιχη ημέρα Κυριακή. Πιθανώς το απλό αυτό ημερολόγιο να είχε βάση του το ηλιακό μωσαϊκό ή νομικό ημερολόγιο, που χρησιμοποιούσαν οι Ισραηλίτες μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, σαφώς επηρεασμένοι από το ακριβές αρχαίο ηλιακό αιγυπτιακό ημερολόγιο.

Μετά, όμως, τη βαβυλωνία αιχμαλωσία οι Εβραίοι, επηρεασμένοι από τον σπουδαίο βαβυλωνιακό πολιτισμό, υιοθέτησαν το πολύπλοκο σεληνοηλιακό ημερολόγιο των ανατολικών λαών, ρίχνοντας στη λήθη το ακριβές ηλιακό ημερολόγιό τους.
Οι Εσσαίοι, όμως, αντίθετα με τους υπόλοιπους Ισραηλίτες, διατήρησαν όχι μόνο το ακριβές ηλιακό ημερολόγιο αλλά και την αρχή μέτρησης του 24ώρου από την ανατολή του ήλιου και όχι τη δύση του, όπως έκαναν και κάνουν οι υπόλοιποι Εβραίοι. Αυτό είχε άμεσο αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο αυτών παράλληλων ημερολογιακών συστημάτων.
Οι γιορτές, οι νηστείες και γενικώς οι διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις δεν συνέπιπταν. Ισως αυτό να το ήθελαν και να το επιδίωκαν οι Εσσαίοι, αφού ήταν ο καλύτερος τρόπος για να διαχωρίζονται οι «ενάρετοι» αδελφοί της κοινότητας των Εσσαίων από τους «μιαρούς» που δεν ανήκαν στην αδελφότητα.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger