{[['']]}
Της Λεύκης Σαραντινού - Ιστορικού -εκπαιδευτικού/συγγραφέα
Δύο ήταν τα σταυροφορικά τάγματα που διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στην προστασία των χριστιανικών κρατιδίων της Μέσης Ανατολής μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 1099 από τα στρατεύματα της δυτικής Ευρώπης: το τάγμα των Ιωαννιτών ή Οσπιταλίων και το τάγμα των Ναϊτών ιπποτών.
Το τάγμα των Τευτόνων ιπποτών, το οποίο ιδρύθηκε στα τέλη του δωδέκατου αιώνα, έπαιξε σαφέστατα μικρότερο ρόλο στην υπεράσπιση των σταυροφορικών κτήσεων και την πολιτική ιστορία της εξεταζόμενης περιόδου.
Η ιδέα της προστασίας των χριστιανών προσκυνητών που επισκέπτονταν τους Αγίους Τόπους ήταν παλαιότερη από το κίνημα των σταυροφοριών. Ανάγεται περίπου στα μέσα του ενδέκατου αιώνα. Συγκεκριμένα το 1048 ή το 1070, όταν η Ιερουσαλήμ βρισκόταν υπό την κατοχή του χαλιφάτου των Φατιμίδων της Αιγύπτου, κάποιοι Ιταλοί έμποροι από το Αμάλφι πήραν άδεια από τον χαλίφη για να ιδρύσουν ένα μοναστήρι και μια εκκλησία αφιερωμένα στην Παρθένο Μαρία, κοντά στον Πανάγιο Τάφο. Επρόκειτο για την πρώτη εκκλησία του δυτικού καθολικού δόγματος στην περιοχή. Οι έμποροι αποφάσισαν ακόμη να ιδρύσουν και έναν ξενώνα για την περίθαλψη και τη φιλοξενία των χριστιανών προσκυνητών.
Λέγεται ότι το κτίριο στο οποίο στέγασαν οι έμποροι το ίδρυμά τους ανήκε προηγουμένως σε ορθόδοξους Ελληνες, οι οποίοι διατηρούσαν ναό του δόγματός τους στην Ιερουσαλήμ ήδη από την εποχή που η αγία πόλη ανήκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και ότι το παραχώρησαν στους Βενεδικτίνους μοναχούς με αντάλλαγμα να αφιερώσουν το ίδρυμά τους στον Αγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, έναν Ελληνα που είχε διατελέσει πατριάρχης Αλεξανδρείας τον 7ο μεταχριστιανικό αιώνα και είχε αγιοποιηθεί.
Ανεξάρτητα με την ιστορική ακρίβεια του προαναφερθέντος γεγονότος, είναι αδιαμφισβήτητο ότι το τάγμα του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα κάποια στιγμή μετά την ίδρυση του σταυροφορικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ μετονομάστηκε σε τάγμα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Δεν γνωρίζουμε τον λόγο αυτής της αλλαγής. Ισως έγινε επειδή οι ιππότες ήθελαν να αποκρύψουν τις ελληνικές καταβολές του τάγματός τους, όμως τίποτε δεν είναι επιβεβαιωμένο.
Επομένως το τάγμα των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη δεν είχε αρχικά στρατιωτικό χαρακτήρα και ο ξενώνας του δεν δεχόταν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό προσκυνητών. Στα χρόνια που ακολούθησαν πάντως την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους τον Ιούλιο του 1099 το ίδρυμα των Οσπιταλίων αναπτύχθηκε περαιτέρω, αφού η προσέλευση των χριστιανών στους Αγίους Τόπους αυξήθηκε ραγδαία.
Κάπου στις αρχές του 12ου αιώνα, λοιπόν, πιθανότατα το 1113, με παπική βούλα το τάγμα αυτονομήθηκε με ηγέτη την αινιγματική -σχεδόν μυθική θα λέγαμε- μορφή του Γεράρδου, ο οποίος θεωρείται και επίσημος ιδρυτής του τάγματος. Εκείνη την εποχή το τάγμα ήταν αυστηρά μόνο νοσοκομειακό και δεν είχε ενδυθεί ακόμη τον στρατιωτικό χαρακτήρα που απέκτησε αργότερα.
Συγκεκριμένα, αυτό έγινε γύρω στο 1120, όταν ηγέτης του τάγματος ήταν ο Ραϊμόνδος του Πουί, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που πήρε τον τίτλο του μαγίστρου (Magister). Από τότε το τάγμα μετατρέπεται και σε πολεμικό, χωρίς όμως να λησμονήσει ποτέ την αρχική του αποστολή, τή νοσοκομειακή δηλαδή περίθαλψη των προσκυνητών.
Αυτή η αλλαγή προφανώς συνδέεται με την παράλληλη ίδρυση εκείνη την εποχή του τάγματος του Ναού, ενός τάγματος με καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα του οποίου όμως τη δομή και τους θεσμούς μιμήθηκαν σε μεγάλο βαθμό και οι Ιωαννίτες. Ακόμη, την περίοδο αυτή το τάγμα αρχίζει να δέχεται δωρεές, κυρίως σε κτηματική περιουσία, και να ιδρύει ξενώνες και νοσοκομεία τόσο στη δυτική Ευρώπη όσο και στην Ουτρεμέρ, δηλαδή στις υπερπόντιες κτήσεις των σταυροφόρων στη Μέση Ανατολή. Το γνωστότερο φρούριό τους ήταν το περίφημο Κρακ των ιπποτών στη σημερινή Συρία.
Τα μέλη του τάγματος έδιναν όρκους πενίας, αγνότητας και υπακοής και χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες: πρώτον, στους ιππότες που είχαν απαραιτήτως ευγενική καταγωγή τεσσάρων γενεών και από τους δύο γονείς. Αυτοί ήταν οι ανώτεροι στην ιεραρχία και μόνο από αυτούς εκλεγόταν ο ηγέτης του τάγματος, ο μεγάλος μάγιστρος. Δεύτερον, στους σεργέντες, δηλαδή τους βοηθούς, και τρίτον στους ιερείς του τάγματος, τους επονομαζόμενους καπελάνους. Τα μέλη αυτών των δύο τελευταίων τάξεων δεν ήταν απαραίτητο να διαθέτουν αριστοκρατική καταγωγή, δεν μπορούσαν όμως να είναι παιδιά δούλων. Οι σεργέντες χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: στους μάχιμους σεργέντες που πολεμούσαν και τους σεργέντες των αξιωμάτων που ασκούσαν διοικητικά καθήκοντα.
Τέλος, μαζί με τα μέλη του τάγματος διέμεναν και κάποιοι λαϊκοί, κυρίως τεχνίτες, οι οποίοι δεν είχαν λάβει τους μοναστικούς όρκους που δέσμευαν τα υπόλοιπα μέλη.
Οσον αφορά τη διοικητική οργάνωση του τάγματος, αρχικά ήταν χωρισμένη σε επτά «γλώσσες»: της Προβηγκίας, της Ωβέρνης, της Ιταλίας, της Αραγονίας, της Αγγλίας και της Γερμανίας.
Από το 1462 όμως οι γλώσσες έγιναν οκτώ, όταν η γλώσσα της Καστίλλης-Πορτογαλίας αποσπάστηκε από εκείνη της Αραγονίας. Ο αρχηγός κάθε γλώσσας ήταν επιφορτισμένος με ένα αξίωμα και όλοι οι αρχηγοί μαζί αποτελούσαν το συμβούλιο, το οποίο λάμβανε τις σημαντικότερες αποφάσεις μαζί με τον μεγάλο μάγιστρο.
Ο αρχηγός της γλώσσας της Προβηγκίας ήταν ο μέγας κομεντόρης, ο οποίος ήταν δεύτερος στην ιεραρχία και αντικαθιστούσε τον μεγάλο μάγιστρο όταν αυτός απούσιαζε. Διαχειριζόταν την περιουσία του τάγματος και ήλεγχε τις προμήθειες.
Ο αρχηγός της Ωβέρνης κατείχε το αξίωμα του μαρεσκάλδου, δηλαδή του στρατιωτικού διοικητή. Ο επικεφαλής της γλώσσας της Γαλλίας είχε το αξίωμα του μεγάλου ξενοδόχου και ήταν υπεύθυνος για το νοσοκομείο.
Ο άρχοντας της γλώσσας της Ιταλίας ήταν ο αμιράλης, ο ναύαρχος του στόλου. Επικεφαλής της γλώσσας της Αραγονίας ήταν ο ντραπιέρος, δηλαδή ο υπεύθυνος για τον ιματισμό των ιπποτών. Το αξίωμα του μέγα τουρκόπουλου, ο οποίος ήταν ο διοικητής του ιππικού, το κατείχε ο αρχηγός της γλώσσας της Αγγλίας. Προϊστάμενος της γλώσσας της Γερμανίας ήταν ο ταμίας του τάγματος και αποκαλούνταν μέγας μπαλής ή τρεζουριέρης και, τέλος, ο αρχηγός της Καστίλλης-Πορτογαλίας ήταν ο γενικός γραμματέας του τάγματος και αποκαλούταν μέγας αρχικαγκελάριος.
Τυπικά, ανώτερο όργανο του τάγματος ήταν η γενική σύνοδος. Αυτό ήταν το όργανο που ήλεγχε τις αποφάσεις όλων των αξιωματούχων και συγκαλούνταν κάθε πέντε ή τρία χρόνια. Ολα τα μέλη του τάγματος και όχι μόνο οι ιππότες μπορούσαν να λάβουν μέρος στη σύνοδο, πρακτικά όμως αυτό ήταν αδύνατον λόγω της μεγάλης γεωγραφικής εξάπλωσης των κομενταρίων, των διοικήσεων δηλαδή του τάγματος. Πολλές κομενταρίες αποτελούσαν ένα μεγάλο πριοράτο του τάγματος, μια μεγαλύτερη διοικητική μονάδα.
Η ζωή των μελών του τάγματος περιλάμβανε τακτικές προσευχές και παρακολούθηση όλων των θείων λειτουργιών, ακριβώς όπως και οι μοναχοί. Στα καθήκοντα όμως των μελών του τάγματος προστίθετο και η καθημερινή εξάσκηση στα όπλα. Οι νηστείες τηρούνταν απαρεγκλίτως από αυτούς τους μοναχούς-πολεμιστές, εκτός από τις περιόδους πολέμου.
Αρχικά η επίσημη ενδυμασία των μελών περιλάμβανε τον μαύρο χιτώνα με τον λευκό οκταγωνικό σταυρό. Από το 1259 φορούσαν μαύρο χιτώνα μόνο οι σεργέντες και οι ιππότες υιοθέτησαν τον κόκκινο χιτώνα με τον λευκό σταυρό. Επειδή όμως έτσι προκαλούνταν σύγχυση στις μάχες με τους χιτώνες των δύο διαφορετικών χρωμάτων, από το 1278 ιππότες και σεργέντες φορούσαν στις μάχες κόκκινους χιτώνες και σε περιόδους ειρήνης μαύρους.
Το 1291, μετά την κατάληψη της Ακρας από τους μουσουλμάνους, της τελευταίας πόλης που είχε απομείνει σε χριστιανικά χέρια στη Μέση Ανατολή, το τάγμα των Ιωαννιτών ιπποτών μετέφερε προσωρινά το αρχηγείο του στο κάστρο Κολοσσίου στη Λεμεσό της Κύπρου. Ακολούθως,
το 1308, επί μεγάλου μαγίοτρου Φουλκβέ του Βιλαρέ, το τάγμα κατέλαβε το νησί της Ρόδου έπειτα από πρόταση του Γενουάτη πειρατή Βινιόλο ντέι Βινιόλι, επεκτείνοντας μάλιστα την κυριαρχία του και στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα. Κατάκτησαν επίσης την Αλικαρνασσό της Μικρός Ασίας, στην οποία έχτισαν κάστρο και συμμετείχαν στην αποτυχημένη προσπάθεια των χριστιανών να καταλάβουν τη Σμύρνη το 134S.
Στη Ρόδο οι Ιωαννίτες ανέπτυξαν κυρίως πειρατική δράση στο Αιγαίο με τον ισχυρό στόλο τους παρενοχλώντας τους Οθωμανούς και αποτελώντας μια σφήνα στη διογκούμενη αυτοκρατορία των τελευταίων.
Ηταν επομένως φυσικό να προσπαθήσουν αυτοί να εκδιώξουν το τάγμα από τη βάση του. Στην πρώτη πολιορκία του 1480 ο Μωάμεθ ο Πορθητής δεν πέτυχε τον σκοπό του και οι ιππότες, υπό την ηγεσία του μεγάλου μαγίοτρου Πιερ ν' Αμπουσόν, νίκησαν. Κατά τη δεύτερη πολιορκία όμως του νησιού από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή το 1522, ο μεγάλος μάγιστρος Φιλίπ Βιγέ ντε λ' ιλ Αντάμ αναγκάστηκε να παραδώσει το φρούριο της Ρόδου καθώς και εκείνο της Αλικαρνασσού και των υπόλοιπων Δωδεκανήσων στον σουλτάνο.
Επειτα από μια σύντομη περίοδο αμηχανίας κατά την οποία το τάγμα φιλοξενήθηκε αρχικά στην Κρήτη και ακολούθως σε διάφορες πόλεις της ιταλικής χερσονήσου, ο Αψβούργος αυτοκράτορας Κάρολος Ε' παραχώρησε το νησί της Μάλτας στους ιππότες. Εκεί οι Οσπιτάλιοι συνέχισαν την πειρατική και σταυροφορική δράση τους κατά των Οθωμανών και νίκησαν αυτήν τη φορά τον προαιώνιο αντίπαλό τους Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή στην αποκαλούμενη Μεγάλη Πολιορκία του 1565, υπό την ηγεσία του χαρισματικού Ζαν Παριζό ντε λα Βαλέτ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι ιππότες εδραίωσαν την κυριαρχία τους στο νησί οχυρώνοντάς το κατάλληλα και χτίζοντας μια νέα πρωτεύουσα που ονομάστηκε Βαλέτα για να τιμήσει τον νικητή μάγιστρο της Μεγάλης Πολιορκίας. Από τα μέσα όμως του 17ου έβδομου αιώνα, παράλληλα με την εκπνοή του σταυροφορικού πνεύματος κατά του ισλάμ, το τάγμα περιήλθε σταδιακά σε φάση παρακμής, έως ότου το 1798 τα στρατεύματα του Γάλλου στρατηγού Βοναπάρτη έθεσαν τέρμα στη μακραίωνη κυριαρχία των ιπποτών στο νησί.
Ακολούθησε άλλη μια περίοδος αμηχανίας και αναζήτησης νέου τόπου εγκατάστασης για τους ιππότες. Οι περισσότεροι φιλοξενήθηκαν στην Αγία Πετρούπολη από τον τσάρο της Ρωσίας Παύλο τον Α ότου το 1834, με έγκριση του Πάπα Πίου του 7ου, εγκαταστάθηκαν στη Ρώμη. Εκτοτε το τάγμα διατηρεί εκεί την έδρα του και επιδίδεται σε διάφορες φιλανθρωπικές δράσεις.
Το τάγμα των ιπποτών του Ναού ήταν το δεύτερο στρατιωτικό τάγμα που ιδρύθηκε στους Αγίους Τόπους το 1119. Ιδρυτής του θεωρείται ο Ούγος Πεν, ο πρώτος μάγιστρος του τάγματος. Το κανονικό τους όνομα ήταν «Φτωχοί Στρατιώτες του Χριστού». Επειδή όμως δόθηκε στο τάγμα ως βάση από τον τότε βασιλιά της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνο Β" το άλλοτε ισλαμικό τέμενος Αλ Ακσα, το οποίο ήταν χτισμένο πάνω στα ερείπια του Ναού του Σολομώντα, επικράτησε τελικά η ονομασία Ναΐτες ιππότες.
Ο Ούγος Πεν συνδεόταν με στενή φιλία με τον Αγιο Βερνάρδο του Κλερβό, ο οποίος και συνέταξε τον κανόνα του τάγματος στη σύνοδο της Τρουά το 1128, με εμφανείς όμως επιρροές από τον κανόνα του Αγίου Βενέδικτου.
Οι όρκοι της πενίας, της αγνότητας και της υπακοής δέσμευαν τους Ναΐτες όπως ακριβώς και τους Οσπιτάλιους. Για να τονιστεί μάλιστα η απλότητα και η ολιγάρκεια των ιπποτών, οι πρώτες απεικονίσεις των μελών του τάγματος δείχνουν δύο ιππότες καβάλα σε ένα μόνο άλογο. Το τάγμα αυτό είχε εξαρχής καθαρά στρατιωτικό και όχι νοσοκομειακό χαρακτήρα. Η ύπαρξη του τάγματος αναγνωρίστηκε επισήμως το 1139 από τον πάπα Ιννοκέντιο τον Β' και το τάγμα ήταν υπόλογο μόνο σε εκείνον.
Οσον αφορά τον χωρισμό του τάγματος σε τάξεις, τη διοικητική του οργάνωση αλλά και τα θρησκευτικά καθήκοντα των ιπποτών, ισχύουν σχεδόν αυτούσια τα προαναφερθέντα για το τάγμα των Οσπιταλίων. Η ενδυμασία των μελών του τάγματος περιλάμβανε λευκό χιτώνα με κόκκινο σταυρό. Τον ιματισμό και τον πολεμικό εξοπλισμό τον παραχωρούσε το τάγμα στα μέλη του.
Η είσοδος κάποιου μέλους στο τάγμα γινόταν έπειτα από αίτημα του ίδιου του υποψηφίου με την καθιερωμένη τελετή εισδοχής, η οποία περιλάμβανε έναν τυποποιημένο κύκλο ερωτήσεων προκειμένου να διαπιστωθούν η οικογενειακή και η κοινωνική κατάσταση του υποψήφιου ιππότη. Συγκεκριμένα, ο υποψήφιος ερωτούνταν εάν ανήκε σε άλλο μοναστικό τάγμα, εάν ήταν νυμφευμένος, εάν είχε χρέη και, τέλος, εάν είχε ευγενική καταγωγή και πλήρη σωματική υγεία. Εν συνεχεία οι ιππότες του απαριθμούσαν τα καθήκοντα με τα οποία θα βαρύνονταν έκτοτε και του υπενθύμιζαν την αυστηρή πειθαρχία σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να ζει από δω και στο εξής.
Εφόσον ο υποψήφιος έδινε τους όρκους και δεσμευόταν να ζήσει με αυτούς τους όρους έως τον θάνατό του, γινόταν έκτοτε κανονικό μέλος του τάγματος. Η τελετή τελείωνε με την απόδοση του λευκού μανδύα στο νέο μέλος και τον τελετουργικό ασπασμό τού υποτελούς προς τους ανωτέρους του. Ιδιες περίπου ήταν οι διαδικασίες ένταξης των υποψηφίων στο τάγμα των Ιωαννιτών. Αξιζει επίσης να σημειωθεί ότι και στα δύο τάγματα οι ποινές για ανυπακοή ήταν ιδιαίτερα αυστηρές και ξεκινούσαν από επιτίμια, προσευχές και υποχρεωτικές νηστείες και έφταναν μέχρι και τη φυλάκιση ή την αποπομπή από το τάγμα.
Το τάγμα του Ναού προικοδοτήθηκε κι αυτό με τη σειρά του με διάφορες δωρεές τόσο σε γαίες όσο και σε χρήματα. Ο σκοπός των προσφορών αυτών ήταν να δοθούν στους ιππότες τα απαραίτητα μέσα για να φέρουν εις πέρας τα στρατιωτικά τους καθήκοντα που αφορούσαν την προάσπιση των σταυροφορικών κτήσεων. Η ακίνητη περιουσία του τάγματος περιλάμβανε ιδρύματα στους Αγίους Τόπους αλλά και στην ηπειρωτική Ευρώπη. Από νωρίς, όμως, το τάγμα αυτό ανέπτυξε πολύ έντονη οικονομική και τραπεζιτική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να αποκτήσει υπέρογκη περιουσία για τα μεσαιωνικά δεδομένα και μεγαλύτερη δύναμη και επιρροή από το τάγμα των Ιωαννιτών.
Στο απόγειο της δύναμής τους οι Ναϊτες κατείχαν πολλά κάστρα στη Μέση Ανατολή, όπως το φρούριο της Τορτόζας στην Τρίπολη ή το φημισμένο Αθλίτ στην Καισάρεια. Το 1291 όμως, μετά την αντεπίθεση των μουσουλμάνων και την πτώση της Ακρας στα χέρια του μαμελούκου σουλτάνου της Αίγυπτου Αλ Ασράφ, τερματίστηκε οριστικά η παρουσία τους στους Αγίους Τόπους. Ετσι, βρέθηκαν και αυτοί στην ίδια αδράνεια και αμηχανία με τους Οσπιτάλιους.
Για λίγα χρόνια οι Ναϊτες κράτησαν ένα φρούριο απέναντι από τις ακτές της Συρίας στο νησί Ρουάντ, αλλά το 1303 το εγκατέλειψαν κι αυτό και μετέφεραν την έδρα τους στο Παρίσι. Εκεί, μακριά από τα πεδία των μαχών, το τάγμα εκφυλίστηκε στρατιωτικά, ενώ η ηγεσία του αμήχανη έψαχνε απεγνωσμένα έναν λόγο για να αποδείξει ότι η φημολογούμενη ως τεράστια περιουσία του Ναού είχε ακόμη κάποια χρησιμότητα στον ατέρμονο αγώνα της χριστιανοσύνης κατά του ισλάμ.
Οι τελευταίοι ηγέτες του Ναού, και ιδιαίτερα ο τελευταίος μάγιστρος Ζακ ντε Μολέ, στερούνταν διορατικότητας και προσαρμοστικότητας, σε αντίθεση με τους ηγέτες των Οσπιταλίων, οι οποίοι χάρη στους πιο επιδέξιους διπλωματικούς τους χειρισμούς και την εκμετάλλευση των κατάλληλων συγκυριών κατόρθωσαν να αποκτήσουν τελικά την πολυπόθητη βάση τους στο νησί της Ρόδου. Προτάσεις του τότε πάπα Κλήμη Ε' για ένωση των δύο ταγμάτων, των Οσπιταλίων και των Ναΐτών, απορρίφθηκαν από τον Ζακ ντε Μολέ, επειδή ο τελευταίος είχε ενστάσεις κυρίως ως προς τη συγχώνευση της περιουσίας των δύο ταγμάτων -η περιουσία του Ναού ήταν σαφώς μεγαλύτερη-αλλά και σχετικά με την παραχώρηση της εξουσίας του.
Ηταν λοιπόν καθαρά θέμα χρόνου να γίνει στόχος η τεράστια περιουσία του Ναού από τους καταχρεωμένους μονάρχες της εποχής. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος Δ', ο επονομαζόμενος και Ωραίος, έδωσε βάση στις φημολογίες κάποιων δυσαρεστημένων πρώην μελών του τάγματος σχετικά με κάποιες ανορθόδοξες πρακτικές που υποτίθεται πως ακολουθούσαν τα μέλη του τάγματος.
Ενας τέτοιος απόβλητος Ναΐτης ήταν ο Εσκιέ ντε Φλοριάν, του οποίου τις κατηγορίες περί διάφορων αιρετικών αντιλήψεων και σοδομισμού μεταξύ των μελών του τάγματος άκουσε με μεγάλο ενδιαφέρον ο βασιλιάς και ανέθεσε στον υφιστάμενό του νομικό Γουλιέλμο του Νογκαρέ να συντάξει το κατάλληλο κατηγορητήριο. Ακολούθως διέταξε το υποχείριό του, τον πάπα Κλήμεντα Ε', να διεξαγάγει έρευνες και ανακρίσεις μεταξύ των μελών του τάγματος. Ετσι, το πρωινό της Παρασκευής της 13ης Οκτωβρίου του 1307 έγιναν οι πρώτες συλλήψεις Ναίτών στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις, κυρίως της Γαλλίας.
Το κατηγορητήριο ήταν εμφανώς χαλκευμένο και οι κατηγορίες, ακόμη κι αν είχαν μια κάποια υπόσταση μεταξύ μεμονωμένων μελών του τάγματος, ασφαλώς δεν μπορούσαν να γενικευτούν. Οι ιππότες του τάγματος, όμως, κάτω από την πίεση απάνθρωπων βασανιστηρίων, ομολόγησαν όλες τις κατηγορίες στα χρόνια που ακολούθησαν.
Ακόμη και ο ίδιος ο Ζακ ντε Μολέ ομολόγησε, αλλά ακολούθως ανακάλεσε την ομολογία του. Τελικά στις 22 Μαρτίου του 1312 ο πάπας με τη βούλα Vox in excelso κατήργησε οριστικά το τάγμα των Ναϊτών, μολονότι δεν το καταδίκασε ως αιρετικό λόγω έλλειψης αδιάσειστων στοιχείων. Οσο για την αμύθητη περιουσία του τάγματος, είχε σε μεγάλο βαθμό λεηλατηθεί κατά τα χρόνια των ανακρίσεων. Το μεγαλύτερο μέρος της δεν το καρπώθηκε τελικά ο Φίλιππος, αλλά μεταβιβάστηκε στους Ιωαννίτες.
Η τελευταία πράξη του δράματος τελείωσε με τη δημόσια θανάτωση του Ζακ ντε Μολέ στην πυρά τον Μάρτη του 1314, ο οποίος λέγεται ότι κάλεσε τον Γουλιέμο του Νογκαρέ, τον πάπα και τον βασιλέα Φίλιππο να λογοδοτήσουν στον Θεό εντός του τρέχοντος έτους για τις αδικίες που είχαν διαπράξει ενώπιον του τάγματος του Ναού.
Πράγματι, ο Νογκαρέ απεβίωσε οκτώ μέρες μετά, ο πάπας έναν μήνα αργότερα, ενώ ο Φίλιππος σκοτώθηκε τον Νοέμβριο του ίδιους έτους σε κυνηγετικό δυστύχημα. Εξαιτίας λοιπόν αυτού του τόσο βίαιου, άδικου όσο και αινιγματικού τέλους των Ναΐτών τροφοδοτήθηκαν διάφοροι μύθοι σχετικά με αυτούς, οι οποίοι εξακολουθούν να έχουν απήχηση έως τις μέρες μας.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δύο ήταν τα σταυροφορικά τάγματα που διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στην προστασία των χριστιανικών κρατιδίων της Μέσης Ανατολής μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 1099 από τα στρατεύματα της δυτικής Ευρώπης: το τάγμα των Ιωαννιτών ή Οσπιταλίων και το τάγμα των Ναϊτών ιπποτών.
Το τάγμα των Τευτόνων ιπποτών, το οποίο ιδρύθηκε στα τέλη του δωδέκατου αιώνα, έπαιξε σαφέστατα μικρότερο ρόλο στην υπεράσπιση των σταυροφορικών κτήσεων και την πολιτική ιστορία της εξεταζόμενης περιόδου.
Η ιδέα της προστασίας των χριστιανών προσκυνητών που επισκέπτονταν τους Αγίους Τόπους ήταν παλαιότερη από το κίνημα των σταυροφοριών. Ανάγεται περίπου στα μέσα του ενδέκατου αιώνα. Συγκεκριμένα το 1048 ή το 1070, όταν η Ιερουσαλήμ βρισκόταν υπό την κατοχή του χαλιφάτου των Φατιμίδων της Αιγύπτου, κάποιοι Ιταλοί έμποροι από το Αμάλφι πήραν άδεια από τον χαλίφη για να ιδρύσουν ένα μοναστήρι και μια εκκλησία αφιερωμένα στην Παρθένο Μαρία, κοντά στον Πανάγιο Τάφο. Επρόκειτο για την πρώτη εκκλησία του δυτικού καθολικού δόγματος στην περιοχή. Οι έμποροι αποφάσισαν ακόμη να ιδρύσουν και έναν ξενώνα για την περίθαλψη και τη φιλοξενία των χριστιανών προσκυνητών.
Λέγεται ότι το κτίριο στο οποίο στέγασαν οι έμποροι το ίδρυμά τους ανήκε προηγουμένως σε ορθόδοξους Ελληνες, οι οποίοι διατηρούσαν ναό του δόγματός τους στην Ιερουσαλήμ ήδη από την εποχή που η αγία πόλη ανήκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και ότι το παραχώρησαν στους Βενεδικτίνους μοναχούς με αντάλλαγμα να αφιερώσουν το ίδρυμά τους στον Αγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, έναν Ελληνα που είχε διατελέσει πατριάρχης Αλεξανδρείας τον 7ο μεταχριστιανικό αιώνα και είχε αγιοποιηθεί.
Ανεξάρτητα με την ιστορική ακρίβεια του προαναφερθέντος γεγονότος, είναι αδιαμφισβήτητο ότι το τάγμα του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα κάποια στιγμή μετά την ίδρυση του σταυροφορικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ μετονομάστηκε σε τάγμα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Δεν γνωρίζουμε τον λόγο αυτής της αλλαγής. Ισως έγινε επειδή οι ιππότες ήθελαν να αποκρύψουν τις ελληνικές καταβολές του τάγματός τους, όμως τίποτε δεν είναι επιβεβαιωμένο.
Ο αινιγματικός Γεράρδος και η αυτονόμηση του τάγματος
Επομένως το τάγμα των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη δεν είχε αρχικά στρατιωτικό χαρακτήρα και ο ξενώνας του δεν δεχόταν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό προσκυνητών. Στα χρόνια που ακολούθησαν πάντως την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους τον Ιούλιο του 1099 το ίδρυμα των Οσπιταλίων αναπτύχθηκε περαιτέρω, αφού η προσέλευση των χριστιανών στους Αγίους Τόπους αυξήθηκε ραγδαία.
Κάπου στις αρχές του 12ου αιώνα, λοιπόν, πιθανότατα το 1113, με παπική βούλα το τάγμα αυτονομήθηκε με ηγέτη την αινιγματική -σχεδόν μυθική θα λέγαμε- μορφή του Γεράρδου, ο οποίος θεωρείται και επίσημος ιδρυτής του τάγματος. Εκείνη την εποχή το τάγμα ήταν αυστηρά μόνο νοσοκομειακό και δεν είχε ενδυθεί ακόμη τον στρατιωτικό χαρακτήρα που απέκτησε αργότερα.
Συγκεκριμένα, αυτό έγινε γύρω στο 1120, όταν ηγέτης του τάγματος ήταν ο Ραϊμόνδος του Πουί, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που πήρε τον τίτλο του μαγίστρου (Magister). Από τότε το τάγμα μετατρέπεται και σε πολεμικό, χωρίς όμως να λησμονήσει ποτέ την αρχική του αποστολή, τή νοσοκομειακή δηλαδή περίθαλψη των προσκυνητών.
Αυτή η αλλαγή προφανώς συνδέεται με την παράλληλη ίδρυση εκείνη την εποχή του τάγματος του Ναού, ενός τάγματος με καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα του οποίου όμως τη δομή και τους θεσμούς μιμήθηκαν σε μεγάλο βαθμό και οι Ιωαννίτες. Ακόμη, την περίοδο αυτή το τάγμα αρχίζει να δέχεται δωρεές, κυρίως σε κτηματική περιουσία, και να ιδρύει ξενώνες και νοσοκομεία τόσο στη δυτική Ευρώπη όσο και στην Ουτρεμέρ, δηλαδή στις υπερπόντιες κτήσεις των σταυροφόρων στη Μέση Ανατολή. Το γνωστότερο φρούριό τους ήταν το περίφημο Κρακ των ιπποτών στη σημερινή Συρία.
Τα μέλη του τάγματος έδιναν όρκους πενίας, αγνότητας και υπακοής και χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες: πρώτον, στους ιππότες που είχαν απαραιτήτως ευγενική καταγωγή τεσσάρων γενεών και από τους δύο γονείς. Αυτοί ήταν οι ανώτεροι στην ιεραρχία και μόνο από αυτούς εκλεγόταν ο ηγέτης του τάγματος, ο μεγάλος μάγιστρος. Δεύτερον, στους σεργέντες, δηλαδή τους βοηθούς, και τρίτον στους ιερείς του τάγματος, τους επονομαζόμενους καπελάνους. Τα μέλη αυτών των δύο τελευταίων τάξεων δεν ήταν απαραίτητο να διαθέτουν αριστοκρατική καταγωγή, δεν μπορούσαν όμως να είναι παιδιά δούλων. Οι σεργέντες χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: στους μάχιμους σεργέντες που πολεμούσαν και τους σεργέντες των αξιωμάτων που ασκούσαν διοικητικά καθήκοντα.
Τέλος, μαζί με τα μέλη του τάγματος διέμεναν και κάποιοι λαϊκοί, κυρίως τεχνίτες, οι οποίοι δεν είχαν λάβει τους μοναστικούς όρκους που δέσμευαν τα υπόλοιπα μέλη.
Οσον αφορά τη διοικητική οργάνωση του τάγματος, αρχικά ήταν χωρισμένη σε επτά «γλώσσες»: της Προβηγκίας, της Ωβέρνης, της Ιταλίας, της Αραγονίας, της Αγγλίας και της Γερμανίας.
Από το 1462 όμως οι γλώσσες έγιναν οκτώ, όταν η γλώσσα της Καστίλλης-Πορτογαλίας αποσπάστηκε από εκείνη της Αραγονίας. Ο αρχηγός κάθε γλώσσας ήταν επιφορτισμένος με ένα αξίωμα και όλοι οι αρχηγοί μαζί αποτελούσαν το συμβούλιο, το οποίο λάμβανε τις σημαντικότερες αποφάσεις μαζί με τον μεγάλο μάγιστρο.
Ο αρχηγός της γλώσσας της Προβηγκίας ήταν ο μέγας κομεντόρης, ο οποίος ήταν δεύτερος στην ιεραρχία και αντικαθιστούσε τον μεγάλο μάγιστρο όταν αυτός απούσιαζε. Διαχειριζόταν την περιουσία του τάγματος και ήλεγχε τις προμήθειες.
Ο αρχηγός της Ωβέρνης κατείχε το αξίωμα του μαρεσκάλδου, δηλαδή του στρατιωτικού διοικητή. Ο επικεφαλής της γλώσσας της Γαλλίας είχε το αξίωμα του μεγάλου ξενοδόχου και ήταν υπεύθυνος για το νοσοκομείο.
Ο άρχοντας της γλώσσας της Ιταλίας ήταν ο αμιράλης, ο ναύαρχος του στόλου. Επικεφαλής της γλώσσας της Αραγονίας ήταν ο ντραπιέρος, δηλαδή ο υπεύθυνος για τον ιματισμό των ιπποτών. Το αξίωμα του μέγα τουρκόπουλου, ο οποίος ήταν ο διοικητής του ιππικού, το κατείχε ο αρχηγός της γλώσσας της Αγγλίας. Προϊστάμενος της γλώσσας της Γερμανίας ήταν ο ταμίας του τάγματος και αποκαλούνταν μέγας μπαλής ή τρεζουριέρης και, τέλος, ο αρχηγός της Καστίλλης-Πορτογαλίας ήταν ο γενικός γραμματέας του τάγματος και αποκαλούταν μέγας αρχικαγκελάριος.
Τυπικά, ανώτερο όργανο του τάγματος ήταν η γενική σύνοδος. Αυτό ήταν το όργανο που ήλεγχε τις αποφάσεις όλων των αξιωματούχων και συγκαλούνταν κάθε πέντε ή τρία χρόνια. Ολα τα μέλη του τάγματος και όχι μόνο οι ιππότες μπορούσαν να λάβουν μέρος στη σύνοδο, πρακτικά όμως αυτό ήταν αδύνατον λόγω της μεγάλης γεωγραφικής εξάπλωσης των κομενταρίων, των διοικήσεων δηλαδή του τάγματος. Πολλές κομενταρίες αποτελούσαν ένα μεγάλο πριοράτο του τάγματος, μια μεγαλύτερη διοικητική μονάδα.
Προσευχή, στρατιωτικές ασκήσεις και... πειρατεία
Η ζωή των μελών του τάγματος περιλάμβανε τακτικές προσευχές και παρακολούθηση όλων των θείων λειτουργιών, ακριβώς όπως και οι μοναχοί. Στα καθήκοντα όμως των μελών του τάγματος προστίθετο και η καθημερινή εξάσκηση στα όπλα. Οι νηστείες τηρούνταν απαρεγκλίτως από αυτούς τους μοναχούς-πολεμιστές, εκτός από τις περιόδους πολέμου.
Αρχικά η επίσημη ενδυμασία των μελών περιλάμβανε τον μαύρο χιτώνα με τον λευκό οκταγωνικό σταυρό. Από το 1259 φορούσαν μαύρο χιτώνα μόνο οι σεργέντες και οι ιππότες υιοθέτησαν τον κόκκινο χιτώνα με τον λευκό σταυρό. Επειδή όμως έτσι προκαλούνταν σύγχυση στις μάχες με τους χιτώνες των δύο διαφορετικών χρωμάτων, από το 1278 ιππότες και σεργέντες φορούσαν στις μάχες κόκκινους χιτώνες και σε περιόδους ειρήνης μαύρους.
Το 1291, μετά την κατάληψη της Ακρας από τους μουσουλμάνους, της τελευταίας πόλης που είχε απομείνει σε χριστιανικά χέρια στη Μέση Ανατολή, το τάγμα των Ιωαννιτών ιπποτών μετέφερε προσωρινά το αρχηγείο του στο κάστρο Κολοσσίου στη Λεμεσό της Κύπρου. Ακολούθως,
το 1308, επί μεγάλου μαγίοτρου Φουλκβέ του Βιλαρέ, το τάγμα κατέλαβε το νησί της Ρόδου έπειτα από πρόταση του Γενουάτη πειρατή Βινιόλο ντέι Βινιόλι, επεκτείνοντας μάλιστα την κυριαρχία του και στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα. Κατάκτησαν επίσης την Αλικαρνασσό της Μικρός Ασίας, στην οποία έχτισαν κάστρο και συμμετείχαν στην αποτυχημένη προσπάθεια των χριστιανών να καταλάβουν τη Σμύρνη το 134S.
Από τη Ρόδο στην Κρήτη και τη Μάλτα
Στη Ρόδο οι Ιωαννίτες ανέπτυξαν κυρίως πειρατική δράση στο Αιγαίο με τον ισχυρό στόλο τους παρενοχλώντας τους Οθωμανούς και αποτελώντας μια σφήνα στη διογκούμενη αυτοκρατορία των τελευταίων.
Ηταν επομένως φυσικό να προσπαθήσουν αυτοί να εκδιώξουν το τάγμα από τη βάση του. Στην πρώτη πολιορκία του 1480 ο Μωάμεθ ο Πορθητής δεν πέτυχε τον σκοπό του και οι ιππότες, υπό την ηγεσία του μεγάλου μαγίοτρου Πιερ ν' Αμπουσόν, νίκησαν. Κατά τη δεύτερη πολιορκία όμως του νησιού από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή το 1522, ο μεγάλος μάγιστρος Φιλίπ Βιγέ ντε λ' ιλ Αντάμ αναγκάστηκε να παραδώσει το φρούριο της Ρόδου καθώς και εκείνο της Αλικαρνασσού και των υπόλοιπων Δωδεκανήσων στον σουλτάνο.
Επειτα από μια σύντομη περίοδο αμηχανίας κατά την οποία το τάγμα φιλοξενήθηκε αρχικά στην Κρήτη και ακολούθως σε διάφορες πόλεις της ιταλικής χερσονήσου, ο Αψβούργος αυτοκράτορας Κάρολος Ε' παραχώρησε το νησί της Μάλτας στους ιππότες. Εκεί οι Οσπιτάλιοι συνέχισαν την πειρατική και σταυροφορική δράση τους κατά των Οθωμανών και νίκησαν αυτήν τη φορά τον προαιώνιο αντίπαλό τους Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή στην αποκαλούμενη Μεγάλη Πολιορκία του 1565, υπό την ηγεσία του χαρισματικού Ζαν Παριζό ντε λα Βαλέτ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι ιππότες εδραίωσαν την κυριαρχία τους στο νησί οχυρώνοντάς το κατάλληλα και χτίζοντας μια νέα πρωτεύουσα που ονομάστηκε Βαλέτα για να τιμήσει τον νικητή μάγιστρο της Μεγάλης Πολιορκίας. Από τα μέσα όμως του 17ου έβδομου αιώνα, παράλληλα με την εκπνοή του σταυροφορικού πνεύματος κατά του ισλάμ, το τάγμα περιήλθε σταδιακά σε φάση παρακμής, έως ότου το 1798 τα στρατεύματα του Γάλλου στρατηγού Βοναπάρτη έθεσαν τέρμα στη μακραίωνη κυριαρχία των ιπποτών στο νησί.
Ακολούθησε άλλη μια περίοδος αμηχανίας και αναζήτησης νέου τόπου εγκατάστασης για τους ιππότες. Οι περισσότεροι φιλοξενήθηκαν στην Αγία Πετρούπολη από τον τσάρο της Ρωσίας Παύλο τον Α ότου το 1834, με έγκριση του Πάπα Πίου του 7ου, εγκαταστάθηκαν στη Ρώμη. Εκτοτε το τάγμα διατηρεί εκεί την έδρα του και επιδίδεται σε διάφορες φιλανθρωπικές δράσεις.
Ναϊτες ιππότες
Το τάγμα των ιπποτών του Ναού ήταν το δεύτερο στρατιωτικό τάγμα που ιδρύθηκε στους Αγίους Τόπους το 1119. Ιδρυτής του θεωρείται ο Ούγος Πεν, ο πρώτος μάγιστρος του τάγματος. Το κανονικό τους όνομα ήταν «Φτωχοί Στρατιώτες του Χριστού». Επειδή όμως δόθηκε στο τάγμα ως βάση από τον τότε βασιλιά της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνο Β" το άλλοτε ισλαμικό τέμενος Αλ Ακσα, το οποίο ήταν χτισμένο πάνω στα ερείπια του Ναού του Σολομώντα, επικράτησε τελικά η ονομασία Ναΐτες ιππότες.
Ο Ούγος Πεν συνδεόταν με στενή φιλία με τον Αγιο Βερνάρδο του Κλερβό, ο οποίος και συνέταξε τον κανόνα του τάγματος στη σύνοδο της Τρουά το 1128, με εμφανείς όμως επιρροές από τον κανόνα του Αγίου Βενέδικτου.
Οι όρκοι της πενίας, της αγνότητας και της υπακοής δέσμευαν τους Ναΐτες όπως ακριβώς και τους Οσπιτάλιους. Για να τονιστεί μάλιστα η απλότητα και η ολιγάρκεια των ιπποτών, οι πρώτες απεικονίσεις των μελών του τάγματος δείχνουν δύο ιππότες καβάλα σε ένα μόνο άλογο. Το τάγμα αυτό είχε εξαρχής καθαρά στρατιωτικό και όχι νοσοκομειακό χαρακτήρα. Η ύπαρξη του τάγματος αναγνωρίστηκε επισήμως το 1139 από τον πάπα Ιννοκέντιο τον Β' και το τάγμα ήταν υπόλογο μόνο σε εκείνον.
Οσον αφορά τον χωρισμό του τάγματος σε τάξεις, τη διοικητική του οργάνωση αλλά και τα θρησκευτικά καθήκοντα των ιπποτών, ισχύουν σχεδόν αυτούσια τα προαναφερθέντα για το τάγμα των Οσπιταλίων. Η ενδυμασία των μελών του τάγματος περιλάμβανε λευκό χιτώνα με κόκκινο σταυρό. Τον ιματισμό και τον πολεμικό εξοπλισμό τον παραχωρούσε το τάγμα στα μέλη του.
Η είσοδος κάποιου μέλους στο τάγμα γινόταν έπειτα από αίτημα του ίδιου του υποψηφίου με την καθιερωμένη τελετή εισδοχής, η οποία περιλάμβανε έναν τυποποιημένο κύκλο ερωτήσεων προκειμένου να διαπιστωθούν η οικογενειακή και η κοινωνική κατάσταση του υποψήφιου ιππότη. Συγκεκριμένα, ο υποψήφιος ερωτούνταν εάν ανήκε σε άλλο μοναστικό τάγμα, εάν ήταν νυμφευμένος, εάν είχε χρέη και, τέλος, εάν είχε ευγενική καταγωγή και πλήρη σωματική υγεία. Εν συνεχεία οι ιππότες του απαριθμούσαν τα καθήκοντα με τα οποία θα βαρύνονταν έκτοτε και του υπενθύμιζαν την αυστηρή πειθαρχία σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να ζει από δω και στο εξής.
Εφόσον ο υποψήφιος έδινε τους όρκους και δεσμευόταν να ζήσει με αυτούς τους όρους έως τον θάνατό του, γινόταν έκτοτε κανονικό μέλος του τάγματος. Η τελετή τελείωνε με την απόδοση του λευκού μανδύα στο νέο μέλος και τον τελετουργικό ασπασμό τού υποτελούς προς τους ανωτέρους του. Ιδιες περίπου ήταν οι διαδικασίες ένταξης των υποψηφίων στο τάγμα των Ιωαννιτών. Αξιζει επίσης να σημειωθεί ότι και στα δύο τάγματα οι ποινές για ανυπακοή ήταν ιδιαίτερα αυστηρές και ξεκινούσαν από επιτίμια, προσευχές και υποχρεωτικές νηστείες και έφταναν μέχρι και τη φυλάκιση ή την αποπομπή από το τάγμα.
Μυθική ακίνητη περιουσία σε Αγίους Τόπους - Ευρώπη
Το τάγμα του Ναού προικοδοτήθηκε κι αυτό με τη σειρά του με διάφορες δωρεές τόσο σε γαίες όσο και σε χρήματα. Ο σκοπός των προσφορών αυτών ήταν να δοθούν στους ιππότες τα απαραίτητα μέσα για να φέρουν εις πέρας τα στρατιωτικά τους καθήκοντα που αφορούσαν την προάσπιση των σταυροφορικών κτήσεων. Η ακίνητη περιουσία του τάγματος περιλάμβανε ιδρύματα στους Αγίους Τόπους αλλά και στην ηπειρωτική Ευρώπη. Από νωρίς, όμως, το τάγμα αυτό ανέπτυξε πολύ έντονη οικονομική και τραπεζιτική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να αποκτήσει υπέρογκη περιουσία για τα μεσαιωνικά δεδομένα και μεγαλύτερη δύναμη και επιρροή από το τάγμα των Ιωαννιτών.
Στο απόγειο της δύναμής τους οι Ναϊτες κατείχαν πολλά κάστρα στη Μέση Ανατολή, όπως το φρούριο της Τορτόζας στην Τρίπολη ή το φημισμένο Αθλίτ στην Καισάρεια. Το 1291 όμως, μετά την αντεπίθεση των μουσουλμάνων και την πτώση της Ακρας στα χέρια του μαμελούκου σουλτάνου της Αίγυπτου Αλ Ασράφ, τερματίστηκε οριστικά η παρουσία τους στους Αγίους Τόπους. Ετσι, βρέθηκαν και αυτοί στην ίδια αδράνεια και αμηχανία με τους Οσπιτάλιους.
Για λίγα χρόνια οι Ναϊτες κράτησαν ένα φρούριο απέναντι από τις ακτές της Συρίας στο νησί Ρουάντ, αλλά το 1303 το εγκατέλειψαν κι αυτό και μετέφεραν την έδρα τους στο Παρίσι. Εκεί, μακριά από τα πεδία των μαχών, το τάγμα εκφυλίστηκε στρατιωτικά, ενώ η ηγεσία του αμήχανη έψαχνε απεγνωσμένα έναν λόγο για να αποδείξει ότι η φημολογούμενη ως τεράστια περιουσία του Ναού είχε ακόμη κάποια χρησιμότητα στον ατέρμονο αγώνα της χριστιανοσύνης κατά του ισλάμ.
Οι τελευταίοι ηγέτες του Ναού, και ιδιαίτερα ο τελευταίος μάγιστρος Ζακ ντε Μολέ, στερούνταν διορατικότητας και προσαρμοστικότητας, σε αντίθεση με τους ηγέτες των Οσπιταλίων, οι οποίοι χάρη στους πιο επιδέξιους διπλωματικούς τους χειρισμούς και την εκμετάλλευση των κατάλληλων συγκυριών κατόρθωσαν να αποκτήσουν τελικά την πολυπόθητη βάση τους στο νησί της Ρόδου. Προτάσεις του τότε πάπα Κλήμη Ε' για ένωση των δύο ταγμάτων, των Οσπιταλίων και των Ναΐτών, απορρίφθηκαν από τον Ζακ ντε Μολέ, επειδή ο τελευταίος είχε ενστάσεις κυρίως ως προς τη συγχώνευση της περιουσίας των δύο ταγμάτων -η περιουσία του Ναού ήταν σαφώς μεγαλύτερη-αλλά και σχετικά με την παραχώρηση της εξουσίας του.
Ηταν λοιπόν καθαρά θέμα χρόνου να γίνει στόχος η τεράστια περιουσία του Ναού από τους καταχρεωμένους μονάρχες της εποχής. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος Δ', ο επονομαζόμενος και Ωραίος, έδωσε βάση στις φημολογίες κάποιων δυσαρεστημένων πρώην μελών του τάγματος σχετικά με κάποιες ανορθόδοξες πρακτικές που υποτίθεται πως ακολουθούσαν τα μέλη του τάγματος.
Ενας τέτοιος απόβλητος Ναΐτης ήταν ο Εσκιέ ντε Φλοριάν, του οποίου τις κατηγορίες περί διάφορων αιρετικών αντιλήψεων και σοδομισμού μεταξύ των μελών του τάγματος άκουσε με μεγάλο ενδιαφέρον ο βασιλιάς και ανέθεσε στον υφιστάμενό του νομικό Γουλιέλμο του Νογκαρέ να συντάξει το κατάλληλο κατηγορητήριο. Ακολούθως διέταξε το υποχείριό του, τον πάπα Κλήμεντα Ε', να διεξαγάγει έρευνες και ανακρίσεις μεταξύ των μελών του τάγματος. Ετσι, το πρωινό της Παρασκευής της 13ης Οκτωβρίου του 1307 έγιναν οι πρώτες συλλήψεις Ναίτών στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις, κυρίως της Γαλλίας.
Δυσμένεια βασανιστήρια και καύση του Ζακ ντε Μολέ
Το κατηγορητήριο ήταν εμφανώς χαλκευμένο και οι κατηγορίες, ακόμη κι αν είχαν μια κάποια υπόσταση μεταξύ μεμονωμένων μελών του τάγματος, ασφαλώς δεν μπορούσαν να γενικευτούν. Οι ιππότες του τάγματος, όμως, κάτω από την πίεση απάνθρωπων βασανιστηρίων, ομολόγησαν όλες τις κατηγορίες στα χρόνια που ακολούθησαν.
Ακόμη και ο ίδιος ο Ζακ ντε Μολέ ομολόγησε, αλλά ακολούθως ανακάλεσε την ομολογία του. Τελικά στις 22 Μαρτίου του 1312 ο πάπας με τη βούλα Vox in excelso κατήργησε οριστικά το τάγμα των Ναϊτών, μολονότι δεν το καταδίκασε ως αιρετικό λόγω έλλειψης αδιάσειστων στοιχείων. Οσο για την αμύθητη περιουσία του τάγματος, είχε σε μεγάλο βαθμό λεηλατηθεί κατά τα χρόνια των ανακρίσεων. Το μεγαλύτερο μέρος της δεν το καρπώθηκε τελικά ο Φίλιππος, αλλά μεταβιβάστηκε στους Ιωαννίτες.
Η τελευταία πράξη του δράματος τελείωσε με τη δημόσια θανάτωση του Ζακ ντε Μολέ στην πυρά τον Μάρτη του 1314, ο οποίος λέγεται ότι κάλεσε τον Γουλιέμο του Νογκαρέ, τον πάπα και τον βασιλέα Φίλιππο να λογοδοτήσουν στον Θεό εντός του τρέχοντος έτους για τις αδικίες που είχαν διαπράξει ενώπιον του τάγματος του Ναού.
Πράγματι, ο Νογκαρέ απεβίωσε οκτώ μέρες μετά, ο πάπας έναν μήνα αργότερα, ενώ ο Φίλιππος σκοτώθηκε τον Νοέμβριο του ίδιους έτους σε κυνηγετικό δυστύχημα. Εξαιτίας λοιπόν αυτού του τόσο βίαιου, άδικου όσο και αινιγματικού τέλους των Ναΐτών τροφοδοτήθηκαν διάφοροι μύθοι σχετικά με αυτούς, οι οποίοι εξακολουθούν να έχουν απήχηση έως τις μέρες μας.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου