{[['']]}
Τις πρώτες δυόμισι ώρες της επίθεσης ρίχτηκαν 100.000 βόμβες στο μικρό ύψωμα. Κάθε δευτερόλεπτο, έπεφταν 11 βλήματα. Στο τέλος της επίθεσης το «Ύψωμα 731» είχε φαγωθεί κατά πέντε μέτρα. Είχε γίνει «Ύψωμα 726».
Γραφείο Μπενίτο Μουσολίνι, Ρώμη, αρχές Μαρτίου 1941
Ο «Ντούτσε» έκλεισε με δύναμη το μαύρο βαρύ ακουστικό τού τηλεφώνου του. Τα χέρια του έτρεμαν από την ένταση. Σηκώθηκε από το τεράστιο δρύινο γραφείο του και πήγε προς το παράθυρο. Προέταξε με τον γνωστό του τρόπο το πηγούνι του, πήρε βαθιά αναπνοή και φούσκωσε, όπως έκανε στις ομιλίες του στο πλήθος. Ύστερα, εντελώς ξαφνικά, σαν να είχε δεχτεί γροθιά στο στομάχι, ξεφούσκωσε, οι ώμοι του βάρυναν και περπάτησε άλλη μια φορά γύρω από το γραφείο του. Κάθισε βαριά στην καρέκλα. Χαμήλωσε το κεφάλι του και πέρασε τις παλάμες του επάνω από το φαλακρό κρανίο του, που είχε αρχίσει να ιδρώνει. Μόλις είχε δώσει μια βαριά υπόσχεση στον σύμμαχό του, Αδόλφο Χίτλερ: «Μέχρι το τέλος της άνοιξης θα κάνω παρέλαση στην Αθήνα».
Όταν κόπασε λίγο η οργή του, πάτησε το κουμπί ενδοσυνεννόησης με τη γραμματεία του και σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας μελανοχίτωνας φρουρός χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα. «Φραντσέσκο, πες να μου φέρουν έναν εσπρέσο. Ααα και πού είσαι; Πες να ετοιμάσουν το αεροπλάνο μου». Σε λίγες ώρες ο Μπενίτο Μουσολίνι, ο φασίστας, ο νέος Καίσαρας, ο άνθρωπος που οραματιζόταν τη Μεσόγειο σαν «Mare Nostrum», πετούσε με προορισμό τις ιταλικές θέσεις στα σύνορα της Αλβανίας με την Ελλάδα.
Ύψωμα 731, αμπρί διοικήσεως
Ο ταγματάρχης Δημήτρης Κασλάς, με περγαμηνές από τον μικρασιατικό πόλεμο, καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Κάτι δεν του άρεσε. Η ξαφνική σιγή των Ιταλών τον είχε βάλει σε σκέψεις. Χωρίς να φορέσει το πανωφόρι του, βγήκε έξω από το αμπρί του και άρχισε να επιθεωρεί τις θέσεις άμυνας στο ύψωμα.
Το βουνό βρισκόταν 20 χιλιόμετρα βόρεια της Κλεισούρας και είχε καταληφθεί από τον Ελληνικό Στρατό τον χειμώνα του 1941. Το συγκεκριμένο ύψωμα ήταν ένα καρφί στο «μάτι» της ιταλικής πολεμικής μηχανής. Όσο παρέμενε σε ελληνικά χέρια κάθε προσπάθεια των Ιταλών ήταν καταδικασμένη. Εάν έπεφτε, τότε άνοιγε ο δρόμος για την υπόλοιπη Ελλάδα. Είχε υψόμετρο 731 μέτρα και όπως είθισται η γεωγραφική υπηρεσία το είχε ονομάσει «Ύψωμα 731».
Ο ταγματάρχης φώναξε δυο λοχαγούς του και άρχισε να δείχνει με το δάχτυλό του διάφορα σημεία και να δίνει οδηγίες. Εκείνοι, που δεν είχαν καταλάβει για τι πράγμα μιλούσε, απλά σημείωναν και κουνούσαν καταφατικά το κεφάλι τους. «Θέλω να ενισχυθεί η άμυνα σε αυτό το αντέρεισμα. Σε αυτή τη ραχούλα να στηθεί ένα πολυβόλο που θα διασταυρώνει πυρά με εκείνο το πολυβόλο μας. Εδώ και εδώ να βάλλουν οι όλμοι μας. Και όλοι, μα όλοι να σκάψουν ορύγματα βάθους 80 εκατοστών και να μπουν μέσα για να είναι προφυλαγμένοι…».
Ο ταγματάρχης Κασλάς είχε δημιουργήσει στο μυαλό του ένα περίφημο σχέδιο άμυνας και τώρα το έστηνε όχι επί χάρτου, αλλά στην πραγματικότητα. Γνώριζε ότι οι φαντάροι και οι αξιωματικοί του ήταν διαλυμένοι και καταβεβλημένοι, όπως και εκείνος, αλλά πολύ περισσότερο γνώριζε ότι το ύψωμα δεν έπρεπε να πέσει ακόμη και εάν όλοι οι υπερασπιστές του σκοτώνονταν.
Ο ταγματάρχης Κασλάς εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Έφαγε μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες σαν απλός φαντάρος και στη συνέχεια κλείστηκε στο αμπρί του και μελέτησε τους χάρτες. Σχεδίασε κάθε πιθανό σενάριο, καλό ή κακό, προκειμένου να μην πέσει το ύψωμα. Έφτιαξε στο μυαλό του κάθε εναλλακτική λύση για να αποτρέψει την ιταλική επίθεση. Πριν ακόμη χαράξει, βγήκε έξω σαν να ήθελε να αποτυπώσει στο μυαλό του όλη εκείνη την απίστευτη ομορφιά της πλάσης.
Λίγα λεπτά αργότερα, ξεκινούσε η περίφημη ιταλική «Εαρινή Επίθεση» με τον ίδιο τον Μουσολίνι να επιβλέπει. Τα ιταλικά κανόνια άρχισαν να ξερνούν φωτιά. Οι ελληνικές θέσεις δέχονταν ένα πρωτόγνωρο σφυροκόπημα. Θύμιζε τα «μπαράζ» του πυροβολικού στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάθε ένα δευτερόλεπτο που περνούσε επάνω στο βουνό έσκαγαν 11 βλήματα. Καπνός, σκόνη, ουρλιαχτά, διαμελισμένα κορμιά, μυρωδιά από καμένη σάρκα, μπαρούτι, συνέθεταν ένα σκηνικό κολάσεως.
Ο Κασλάς δίπλα στον ασυρματιστή του ούρλιαζε για να ακουστεί: «Στείλε: Δεχόμαστε σφοδράν επίθεσιν. Αντέχουμε». Ο ταγματάρχης ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει τους Ιταλούς να πατήσουν στο «731». Κατάμαυρος από την κάπνα και τις λάσπες φώναξε τους αξιωματικούς του και στα γρήγορα, μέσα στο αμπρί του, έδωσε τη διαταγή του προς τους διοικητές των λόχων του 5ου τάγματος Πεζικού Τρικάλων: «Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθή προς τα οπίσω. Εμψυχώσατε άνδρας σας και τονώσατε το ηθικόν των. Προμηνύεται λυσσώδης επίθεσις του εχθρού, η οποία οπωσδήποτε θα αποκρουσθή και θα συντριβή. Τηρήσατέ με ενήμερον τακτικής καταστάσεως. Επαναλαμβάνω, τότε μόνον θα διέλθη ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας, όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας».
Οι στιγμές, τα λεπτά, οι ώρες του σφοδρού βομβαρδισμού περνούσαν βασανιστικά αργά. Μέσα στα ορύγματα οι φαντάροι σιωπηλοί, δεν μπορούσαν να αντιδράσουν στις βόμβες που έσκαγαν δίπλα τους. Τα βλήματα σκορπούσαν τον θάνατο και τη θλίψη. Οι στρατιώτες έβλεπαν τους συναδέλφους και φίλους τους να κομματιάζονται, ένιωθαν το αίμα τους καυτό να τους πιτσιλάει. Και όσο συνέβαινε αυτό, τόσο η οργή τους ξεχείλιζε και έσφιγγαν περισσότερο το όπλο τους.
Ο Ιταλός διοικητής Πυροβολικού, Καβαλέρο, από την Τρεμπεσίνα, όπου ήταν τα κανόνια, σίγουρος πλέον ότι δεν είχε μείνει άνθρωπος ζωντανός έπειτα από τέτοιο βομβαρδισμό, έγνεψε στον Ντούτσε, που παρακολουθούσε από κοντά, ότι πλέον το Πεζικό μπορεί να καταλάβει το ύψωμα. Οι Ιταλοί στρατιώτες καθώς πλησίαζαν αντίκρισαν ένα θέαμα που τους έκανε να μείνουν με το στόμα ανοιχτό. Το γεμάτο δέντρα βουνό είχε μείνει φαλακρό. Τα συρματοπλέγματα είχαν καταστραφεί, τα χαρακώματα δεν υπήρχαν. Ήταν πλέον και εκείνοι σίγουροι ότι θα καταλάμβαναν εύκολα το ύψωμα.
Την ίδια στιγμή μέσα στο αμπρί του ταγματάρχη, ο ασυρματιστής, του έδωσε να διαβάσει το τηλεγράφημα από τον συνταγματάρχη Κετσέα: «Επί των θέσεών σας θ’ αμυνθήτε μέχρις εσχάτων. Η Πατρίς, η Ανωτάτη Διοίκησις απαιτεί να κρατήσητε ψηλά την τιμήν των όπλων».
Ο Δημήτρης Κασλάς, που δεν σταμάτησε να δίνει διαταγές, έγνεψε στον ασυρματιστή του: «Στείλε: οτιδήποτε και αν συμβή δεν θα εγκαταλείψωμεν το 731 και έχω πεποίθησιν ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί».
Η πεποίθησή του έγινε πραγματικότητα. Αν και είχαν καταστραφεί τα ελληνικά κανόνια επάνω στο ύψωμα, αν και είχαν καταστραφεί τα πυροβόλα, οι όλμοι και τα βαριά όπλα, ο Κασλάς έδωσε διαταγή προς τους φαντάρους να μην κουνηθούν από τις θέσεις τους και να μην πυροβολήσουν τους σχεδόν ακάλυπτους Ιταλούς μέχρι το σύνθημά του. Και όταν οι Ιταλοί έφτασαν κοντά, ο ταγματάρχης φώναξε «πυρ» και μια δεύτερη πύλη της κολάσεως άνοιξε, αυτή τη φορά για εκείνους.
Με χειροβομβίδες, πολυβόλα, αυτόματα, οι Έλληνες φαντάροι θέριζαν τους Ιταλούς που ακάλυπτοι δεν είχαν πού να κρυφτούν. Ήταν μια πραγματική σφαγή για τους άνδρες του Μουσολίνι. Τα νεύρα είχαν τεντωθεί τόσο, που κάποιες ομάδες Ιταλών που σήκωναν τα χέρια για να παραδοθούν εκτελέστηκαν την ίδια στιγμή.
Ο ταγματάρχης Κασλάς υπερασπίστηκε με τους στρατιώτες του το «Ύψωμα 731» με αυταπάρνηση. Η «Εαρινή Επίθεση» του Μουσολίνι έσπασε στους βράχους ενός βουνού που είχε ύψος 731 μέτρα. Τα βράδια ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν επάνω από το καραφλό βουνό και έριχναν προκηρύξεις. Ο Κασλάς έγραψε στο ημερολόγιό του: «Προς το εσπέρας νομίζουν ότι θα κλονίσουν το ηθικόν των στρατιωτών μας, ρίπτουν δι’ αεροπλάνων χιλιάδας προκηρύξεις, καλούν τους στρατιώτας μας να ρίψουν τα όπλα και να σπεύσουν να παραδοθούν. Αι προκηρύξεις αυταί μόνον γέλωτα προσέφερον εις τους ηρωικούς οπλίτας». Ο Μουσολίνι έφευγε ταπεινωμένος. Σε λίγες εβδομάδες θα χρειαζόταν ο σύμμαχός του, ο Χίτλερ, να επέμβει για να τον σώσει από την καταστροφή.
Στον ταγματάρχη Κασλά, που κράτησε το «Ύψωμα 731» και απέκρουσε μέσα σε τρεις μέρες 18 μεγάλες επιθέσεις από Πυροβολικό, Αεροπορία, άρματα μάχης και επίλεκτες ιταλικές μονάδες πεζικού, απονεμήθηκαν τα εξής: Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας, Πολεμικός Σταυρός Γ’ Τάξεως, Αργυρούς Σταυρός του Β’ Τάγματος, Μετάλλειον στρατιωτικής αξίας Δ’ Τάξεως. Οι Ιταλοί άφησαν στους πρόποδες του υψώματος 12.000 νεκρούς.
Καλοκαίρι 1943, Βόλος, χωριό Πουρί
Ο ήρωας ταγματάρχης του «731» είχε επιστρέψει στην ησυχία τού χωριού του. Καθημερινά ασχολούνταν με τις αγροτικές δουλειές, αλλά κάτι μέσα του δεν τον άφηνε να κοιμηθεί και να ησυχάσει. «Πρέπει να βγω στο βουνό. Πρέπει να πολεμήσω τους κατακτητές», σκεφτόταν και μια μέρα παρουσιάστηκε στον ΕΛΑΣ. Εντάχθηκε στη XVI Μεραρχία. Οι οργανωτικές του ικανότητες, η οξύνοιά του, το θάρρος του και η τακτική του στις μάχες δεν άργησαν να τον φέρουν ως στρατιωτικό διοικητή του 52ου Συντάγματος.
Οι μάχες που έδωσε φορώντας το… δίκοχο του ΕΛΑΣ ήταν πολλές. Έδρασε κυρίως στην περιοχή της κοιλάδας του Σπερχειού και σε κάθε σύγκρουση που είχε με τα γερμανικά στρατεύματα άφηνε πίσω του μόνο νεκρούς στρατιώτες που φορούσαν τις στολές με τη νεκροκεφαλή και τους δυο κεραυνούς στο πέτο.
Μερικές από αυτές εναντίον του κατακτητή αλλά και των ντόπιων συνεργατών του: στο Βλάσδο (Μοσχάτο) Καρδίτσης στις 7 Μαρτίου 1944, στον Μεσενικόλα Καρδίτσης στις 18 Μαρτίου 1944, στο Παλιούρι Φθιώτιδος στις 12 Απριλίου 1944, στην περιοχή Μακρακώμης - Σπερχειάδος από τις 11-14 Ιουνίου και στις 18 Ιουνίου 1944. Απέκρουσε με πείσμα και έκανε να πληρώσουν ακριβά οι Γερμανοί τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους εναντίον των ανταρτών, στην κοιλάδα του Σπερχειού στις 7-20 Αυγούστου 1944. Έλαβε μέρος στη μάχη στο Λιανοκλάδι την 1η Σεπτεμβρίου 1944 και στις μάχες στην περιοχή Δομοκού στις 18-20 Οκτωβρίου 1944.
Επίσης οργάνωσε διάφορα σαμποτάζ κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε την Αθήνα με τη Βόρεια Ελλάδα, σε συνεργασία με Άγγλους κομάντος υπό τον Άγγλο ταγματάρχη Τζον Μόλγκαν από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο του 1944.
19 Δεκεμβρίου 1944, Πάρνηθα, Χασιά Αττικής
Το κρύο περνούσε τα πανωφόρια και τα αμπέχονα, και έφτανε μέχρι το κόκαλο. Οι άνδρες του 52ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ βρίσκονταν κρυμμένοι με πλήρη εξάρτυση και πολεμοφόδια στο δάσος της Πάρνηθας. Ήταν όλοι τους μπαρουτοκαπνισμένοι και ετοιμοπόλεμοι. Περίμεναν απλά τη διαταγή από το αρχηγείο και θα κατέβαιναν από το Περιστέρι και τις άλλες δυτικές συνοικίες. Η κατάληψη της Αθήνας και η εξολόθρευση όλων των συνεργατών των Γερμανών που απολάμβαναν την κάλυψη της κυβέρνησης και κοιμόντουσαν σε ξενοδοχεία, δίχως να τους ενοχλεί κανείς, θα ήταν ζήτημα ωρών.
Ο στρατιωτικός διοικητής του 52ου Δημήτρης Κασλάς κοίταζε από ψηλά τα φώτα της πόλης που άναβαν και τους καπνούς από τις διάφορες συνοικίες όπου μαίνονταν οι μάχες. «Μα είναι δυνατόν. Μας έχουν εδώ από τις 30 Νοεμβρίου και αντί να μας αμολήσουν, αφήνουν τον εφεδρικό ΕΛΑΣ και την ΕΠΟΝ της Αθήνας να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Μα τι κάνουν; Κοιμούνται τέλος πάντων; Δεν βλέπουν ότι μας πετσοκόβουν εκεί κάτω; Τι κάνουμε εδώ;». Ο λοχαγός του ΕΛΑΣ που κάπνιζε το τσιγάρο του δίπλα από τον Κασλά δεν περίμενε απάντηση. Την ήξερε. Έσβησε την καύτρα με το σαλιωμένο δάχτυλό του και γύρισε πίσω.
Μια απλή διαταγή και η ροή της ιστορίας θα είχε αλλάξει. Μια διαταγή που δεν δόθηκε στην ώρα της. Όταν έφτασε στον Κασλά και σε άλλους μπαρουτοκαπνισμένους διοικητές του ΕΛΑΣ, οι Άγγλοι είχαν γίνει ήδη κύριοι των κομβικών σημείων της πόλης, αποβίβαζαν συνέχεια στρατό από τον Πειραιά και την Ελευσίνα, και η ρομαντική περιπέτεια του βασανισμένου λαού για δημοκρατία είχε λάβει τέλος. Εκείνος ο πόλεμος ήταν προδιαγεγραμμένο από την αρχή να χαθεί.
Επίλογος
Ο ήρωας ταγματάρχης του «731», ο άνθρωπος που απέκρουσε τα στρατεύματα της Ιταλίας στο ύψωμα που δεν έπρεπε να πέσει, δεν ήταν ήρωας. Η «εθνικόφρων κυβέρνηση» τον θεώρησε προδότη, Βούλγαρο, συμμορίτη, κατσαπλιά. Οι συνεργάτες των Γερμανών, αλλά και οι άκαπνοι στρατιωτικοί που περνούσαν τον χρόνο τους στα μπορντέλα και τα καφενεία της Μέσης Ανατολής, όταν ο Κασλάς πολεμούσε τους κατακτητές, επέστρεψαν με τη βοήθεια των συμμάχων στα πράγματα και τον έκριναν ως «ανεπαρκή». Το υπουργείο Στρατιωτικών ζήτησε από τον Κασλά να απολογηθεί και να αποκηρύξει τη δράση του στον ΕΛΑΣ. Δεν το έκανε. Δεν πρόδωσε τους νεκρούς στρατιώτες του. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας ο ταγματάρχης Δημήτρης Κασλάς υπάχθηκε στον β’ πίνακα των αξιωματικών, χαρακτηρισμένος ως «επικίνδυνος με υποψία ότι θα στελέχωνε τον ΔΣΕ». Ο δρόμος που έπρεπε να πάρει ήταν ένας: Εξορία.
Τον αποστράτευσαν «αυτεπαγγέλτως». Του ξήλωσαν τα γαλόνια. Ο Κασλάς ουδέποτε υπέγραψε δήλωση μετάνοιας. Έμεινε στην εξορία επί τρία χρόνια. Το 1948 αφέθηκε υπό περιοριστικούς όρους ελεύθερος.
Τρίκαλα, 1950
Στην πλατεία Ρήγα Φεραίου της πόλης κυκλοφορούσε άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Δυο καλοντυμένοι θαμώνες του ιστορικού καφενείου «Πανελλήνιον», που απολάμβαναν τον καφέ τους, τον είδαν να περνά και δεν του έδωσαν σημασία. Μια παρέα νεαρών, όμως, σηκώθηκε από το τραπέζι της και λίγο έλειψε να πετάξει κάτω τους καφέδες και τα νερά. Έτρεξε προς τον άγνωστο άνδρα και του έκλεισε τον δρόμο.
«Κύριε ταγματάρχα, εσείς;» του είπε ο ψηλότερος της παρέας. «Κύριε ταγματάρχα μας, κύριε Κασλά, πολεμήσαμε μαζί στο ‘‘731’’» του είπαν οι τρεις φίλοι με μια φωνή και στάθηκαν προσοχή μπροστά του. «Μας σώσατε τη ζωή. Σας ευγνωμονούμε για όσα κάνατε για εμάς. Πάντα θα σας ευγνωμονούμε. Και εμείς και τα παιδιά μας».
Ένας αραμπάς πέρασε από δίπλα τους και έκαναν στην άκρη. Ο άγνωστος άνδρας, τους κοίταξε βαθιά και τους τρεις. Ήθελε να τους χαιρετίσει, να τους αγκαλιάσει. Δεν το έκανε. Σήκωσε τον γιακά από το παλτό του, και τους είπε ευγενικά: «Συγγνώμη, κύριοι, δεν καταλαβαίνω τι λέτε. Μάλλον με μπερδεύετε με κάποιον άλλον. Κάνετε κάποιο λάθος. Καλή σας ημέρα» και απομακρύνθηκε.
Ο άγνωστος με τον υψωμένο γιακά και το καπέλο, όταν έστριψε στην πρώτη γωνία που βρήκε μπροστά του, κοντοστάθηκε να πάρει ανάσα. Έκλαψε βουβά, με αναφιλητά. Ύστερα σκούπισε τα δάκρυά του και συνέχισε τον δρόμο του. Ο άγνωστος άνδρας πέθανε το 1966. Τον πρόδωσε η καρδιά του στα 65 του χρόνια, όπως τον πρόδωσε η πατρίδα του…
Το 1985 ο Δημήτριος Κασλάς, μετά θάνατον, προήχθη σε ταξίαρχο.
Το φωτογραφικό υλικό είναι από το ψηφιακό αρχείο για τον Δημήτρη Κασλά, www.Kaslas.blogspot.gr
Πηγή: "Το Ποντίκι"
Δημοσίευση σχολίου