Αρχική » » Μια άλλη ματιά στον Στάλιν Μέρος 8ο

Μια άλλη ματιά στον Στάλιν Μέρος 8ο

{[['']]}
Χάρη στη βοήθεια αυτή, οι μάζες, με την καθοδήγηση των κομμουνιστικών κομμάτων, κατόρθωσαν να εγκαθιδρύσουν σοσιαλιστική εξουσία και πέτυχαν έτσι γνήσια εθνική ανεξαρτησία. Ματαίωσαν τις ραδιουργίες των φασιστικών και αστικών δυνάμεων που επιχειρούσαν να διατηρήσουν την εξουσία τους, μετατρέποντας τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης σε αμερικανικές νεοαποικίες.

Τη θεωρία του «κόκκινου ιμπεριαλισμού», που οι ναζί είχαν επινοήσει στις αρχές του πολέμου, δηλαδή το 1941, για να δικαιολογήσουν την επιθετικότητά τους, υποστήριξαν με τη σειρά τους οι Αμερικανοί ήδη από το 1946. 0 τρόπος με τον οποίο οι Αγγλοαμερικανοί αντιλαμβάνονταν την «ανεξαρτησία» των χωρών, φάνηκε περίτρανα στην Ελλάδα, όπου κατακρεούργησαν τις δυνάμεις που είχαν πάρει μέρος στον αντιχιτλερικό αγώνα...

Η ανάλυση που ο Στάλιν έκανε για τη διεθνή κατάσταση, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την ήττα των φασιστικών δυνάμεων, παρουσιάστηκε από ένα στενό συνεργάτη του, τον Αντρέι Ζντάνοφ, πολιτικό υπεύθυνο στο Λένινγκραντ κατά τις 900 μέρες του φασιστικού αποκλεισμού.

Παραθέτουμε το κείμενο που παρουσίασε σε ενημερωτική διάσκεψη εννέα κομμουνιστικών κομμάτων, το Σεπτέμβρη του 1947 στην Πολωνία. Οι θέσεις του αξίζει να προσεχτούν, όχι μόνο λόγω της ορθότητάς τους, αλλά και γιατί θα επικριθούν και θα απορριφτούν σημείο προς σημείο εννέα μόλις χρόνια αργότερα, μετά το πραξικόπημα του Χρουστσόφ.

«Ο στόχος που βάζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες με τη νέα τους επεκτατική πορεία είναι η εγκαθίδρυση της παγκόσμιας κυριαρχίας τους. Η νέα αυτή πορεία αποβλέπει στην εδραίωση ενός μονοπωλίου των Ηνωμένων Πολιτειών πάνω στις αγορές, ενός μονοπωλίου που καθιερώθηκε μετά την εξαφάνιση των δύο πιο σημαντικών ανταγωνιστών τους -της Γερμανίας και της Ιαπωνίας- και από την αποδυνάμωση των καπιταλιστών εταίρων τους, της Αγγλίας και της Γαλλίας. Η νέα αυτή πορεία στηρίζεται σε ένα ευρύ στρατιωτικό, οικονομικό και πολιτικό πρόγραμμα, που η εφαρμογή του θα εγκαθιδρύσει σε όλες τις χώρες που αποτελούν στόχο την οικονομική και πολιτική κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών, θα μετατρέψει τις χώρες αυτές σε δορυφόρους τους, θα ανεβάσει σ’ αυτές κυβερνήσεις που θα εξαλείψουν κάθε εμπόδιο στην εκμετάλλευση των χωρών αυτών από το αμερικανικό κεφάλαιο. (...)

Οι πιο λυσσασμένοι και ανισόρροποι ιμπεριαλιστές πολιτικοί άρχισαν μετά τον Τσόρτσιλ, να καταστρώνουν σχέδια με στόχο να οργανώσουν όσο το δυνατό γρηγορότερα έναν προληπτικό πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ, καλώντας ανοιχτά να χρησιμοποιηθεί κατά των σοβιετικών ανθρώπων το πρόσκαιρο αμερικανικό μονοπώλιο του πυρηνικού όπλου. (...)
Το στρατηγικό στρατιωτικό σχέδιο των Ηνωμένων Πολιτειών προβλέπει τη δημιουργία, σε καιρό ειρήνης, πολλών βάσεων και ορμητηρίων, που θα είναι πολύ απομακρυσμένα από την αμερικανική ήπειρο και θα προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για επιθετικούς σκοπούς κατά της ΕΣΣΔ και των χωρών της νέας δημοκρατίας. (...) Τα αμερικανικά μονοπώλια περιμένουν πολλά από την παλινόρθωση της καπιταλιστικής Γερμανίας, θεωρώντας ότι θα αποτελέσει τη σημαντικότερη εγγύηση για την επιτυχία του αγώνα κατά των δημοκρατικών δυνάμεων στην Ευρώπη. (...)

Όμως, στις φιλοδοξίες τους για την παγκόσμια κυριαρχία, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσκρούουν στην ΕΣΣΔ με την αυξανόμενη διεθνή επιρροή της, τον προμαχώνα της αντιφασιστικής και αντιιμπεριαλιστικής πολιτικής, στις χώρες της νέας δημοκρατίας, που ξέφυγαν από τον έλεγχο του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού, στους εργάτες όλων των χωρών. (...)

Οι υποχωρήσεις απέναντι στο νέο προσανατολισμό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου μπορεί να παρακινήσουν τους εμπνευστές του να γίνουν πιο θρασείς και πιο επιθετικοί. Να γιατί τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να τεθούν επικεφαλής της αντίστασης σε όλους τους τομείς ενάντια στα επιθετικά και επεκτατικά ιμπεριαλιστικά σχέδια».

Ο Στάλιν είχε πάντα εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του σοβιετικού λαού και στις επαναστατικές και αντικαπιταλιστικές δυνάμεις όλου του κόσμου. Η στάση αυτή εκφράστηκε με σαφήνεια σε μια επίσημη δήλωση του Μάλενκοφ το 1950.

«Κανένας να μη διανοηθεί να πιστέψει ότι μας τρομάζει η κλαγγή των όπλων των πολεμοκάπηλων. Όχι εμείς, οι ιμπεριαλιστές και οι πολεμοκάπηλοι θα πρέπει να φοβούνται τον πόλεμο. (...) Μπορεί να υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία ότι, αν οι ιμπεριαλιστές προκαλέσουν έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, αυτός ο πόλεμος θα είναι το μνήμα όχι μόνο μεμονωμένων καπιταλιστικών κρατών, αλλά και ολόκληρου του παγκόσμιου καπιταλισμού;».

Τ ο 1947, η Σοβιετική Ενωση κατασκεύασε τα δικά της πυρηνικά όπλα. Ο Στάλιν είχε καταφέρει να συντρίψει την πολιτική του πυρηνικού εκβιασμού των Αμερικανών. Ταυτόχρονα, η Σοβιετική Ενωση και οι κομμουνιστές όλου του κόσμου οργάνωναν διεθνή εκστρατεία κατά των αμερικανικών πολεμικών σχεδίων και για την απαγόρευση των πυρηνικών όπλων. Ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης έβαλε τα θεμέλια του μεγαλύτερου κινήματος ειρήνης που υπήρξε ποτέ. Στο Μανιφέστο του, που δημοσιεύτηκε μετά το τέλος των εργασιών του δεύτερου παγκόσμιου συνεδρίου, διαβάζουμε:

«Όλο και περισσότερο, οι λαοί του κόσμου εναποθέτουν τις ελπίδες τους στους εαυτούς τους, στην αποφασιστικότητά τους και στην καλή θέλησή τους. Ο αγώνας για την Ειρήνη, είναι και δικός σας αγώνας. Μάθετε ότι εκατοντάδες εκατομμύρια οπαδοί της Ειρήνης ενώνονται και σας απλώνουν το χέρι. Την Ειρήνη δε θα μας τη φέρει κανείς, θα την κερδίσουμε. Μαζί με τα 500 εκατομμύρια συνειδητών ανθρώπων που υπέγραψαν την Εκκληση της Στοκχόλμης, απαιτούμε την απαγόρευση των πυρηνικών όπλων, το γενικό αφοπλισμό και τον έλεγχο αυτών των μέτρων».

Ο αναθεωρητισμός του Τίτο και οι ΗΠΑ

Τα κομμουνιστικά κόμματα της Ανατολικής Ευρώπης, που στη διάρκεια του 1945-1948 έδωσαν σκληρές μάχες για να πραγματώσουν το πέρασμα στο σοσιαλισμό, είχαν πολύ λιγότερη εμπειρία απ’ ό,τι το σοβιετικό Κόμμα. Ιδεολογικά δεν ήταν σταθερά: η προσχώρηση σ’ αυτά εκατοντάδων χιλιάδων νέων μελών, που προέρχονταν εν μέρει από σοσιαλδημοκρατικά ρεύματα, τα καθιστούσε εξαιρετικά ευάλωτα στον οπορτουνισμό και στον αστικό εθνικισμό.

Ήδη από το 1948, το σοσιαλδημοκρατικό και αντισοβιετικό ρεύμα επιβλήθηκε στην κορυφή του γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Ξεκινώντας το 1948 τον αγώνα κατά του αναθεωρητισμού του Τίτο, ο Στάλιν έδειξε διορατικότητα και σταθερή προσήλωση στις αρχές. Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, η ιστορία επιβεβαίωσε απόλυτα τις προβλέψεις του.

Τη στιγμή της γερμανικής εισβολής, το 1941, το παράνομο γιουγκοσλαβικό Κόμμα αριθμούσε 12.000 μέλη, 8.000 από τα οποία σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου. Αλλά διογκώθηκε κατά περίπου 140.000 μέλη στη διάρκεια της αντίστασης και κατά άλλα 360.000 πριν από τα μέσα του 1948. Δεκάδες χιλιάδες κουλάκοι, αστοί και μικροαστικά στοιχεία είχαν προσχωρήσει στο Κόμμα. Ο Τίτο στηριζόταν όλο και περισσότερο σ’ αυτά τα τελευταία στον αγώνα του κατά των πραγματικών κομμουνιστών. Το Κόμμα δεν είχε κανονική εσωκομματική ζωή, δε γινόταν πολιτικός διάλογος στους κόλπους του και, συνεπώς, ούτε μαρξιστική-λενινιστική κριτική και αυτοκριτική. Τα ηγετικά στελέχη δεν εκλέγονταν, αλλά επιλέγονταν.

Τον Ιούνη του 1948 το Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων (Κομινφόρμ) όπου συμμετείχαν οκτώ κόμματα, εξέδωσε μια απόφαση με την οποία επικρινόταν το γιουγκοσλαβικό Κόμμα. Υπογραμμιζόταν σ’ αυτήν ότι ο Τίτο δεν έδινε καμιά προσοχή στην όξυνση των ταξικών διαφορών στην ύπαιθρο ούτε στην αύξηση των καπιταλιστικών στοιχείων στη χώρα. Η απόφαση έλεγε ότι, ξεκινώντας από μια αστική εθνικιστική θέση, το γιουγκοσλαβικό Κόμμα είχε διασπάσει το ενιαίο σοσιαλιστικό μέτωπο κατά του ιμπεριαλισμού. Τ ο κείμενο ανέφερε:

«Μια τέτοια εθνικιστική γραμμή δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στον εκφυλισμό της Γιουγκοσλαβίας σε μια συνηθισμένη αστική δημοκρατία».

Εχοντας καταγράψει αυτή την κριτική, ο Τίτο προέβηκε σε μαζικές εκκαθαρίσεις. Όλα τα μαρξιστικά-λενινιστικά στοιχεία αποκλείστηκαν από το Κόμμα. Δύο μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, οι Ζούγιοβιτς και Χέμπρανγκ, είχαν ήδη συλληφθεί τον Απρίλη του 1948. Ο στρατηγός Άρσο Γιοβάνοβιτς, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του παρτιζάνικου στρατού, συνελήφθη και δολοφονήθηκε, όπως και ο στρατηγός Σλάβκο Ρόντιτς. Η εφημερίδα The Times ανέφερε πολλές συλλήψεις κομμουνιστών που υποστήριζαν την απόφαση της Κομινφόρμ και εκτιμούσε τον αριθμό των κρατουμένων σε εκατό με διακόσιες χιλιάδες.

Στην έκθεσή του στο 'Ογδοο Συνέδριο του Κόμματος, ο Κάρντελι αναφέρθηκε πάρα πολλές φορές στον Στάλιν για να διαβεβαιώσει ότι η Γιουγκοσλαβία «εξάλειφε τα κουλάκικα στοιχεία» και ότι δε θα υιοθετούσε ποτέ «αντισοβιετικές θέσεις».

Έπειτα από μερικούς μήνες, όμως, οι τιτοϊκοί επαναλάμβαναν δημόσια την παλιά σοσιαλδημοκρατική θεωρία για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό χωρίς ταξική πάλη! Ο Μπέμπλερ, υφυπουργός Εξωτερικών, δήλωσε τον Απρίλη του 1949:
«Δεν έχουμε εδώ κουλάκους όπως υπήρχαν στην ΕΣΣΔ. Οι πλούσιοι αγρότες μας πήραν μαζικά μέρος στο λαϊκό απελευθερωτικό πόλεμο. (...) Θα είναι λάθος αν κατορθώσουμε να κάνουμε τους κουλάκους να περάσουν στο σοσιαλισμό χωρίς ταξική πάλη;».

Και το 1951, η ομάδα του Τίτο δηλώνει ότι «τα (σοβιετικά) κολχόζ αντικατοπτρίζουν τον κρατικό καπιταλισμό, που, αναμειγμένος με τα πολλά υπολείμματα της φεουδαρχίας, αποτελεί το κοινωνικό σύστημα της ΕΣΣΔ». Αναπτύσσοντας τις αντιλήψεις του Μπουχάριν, οι τιτοίκοί αντικαθιστούν τη σχεδιασμένη οικονομία με την οικονομία της ελεύθερης αγοράς:

«Κανένας, εκτός συνεταιρισμού, δεν καθορίζει τις νόρμες ούτε τις κατηγορίες της παραγωγής». Οργανώνουν «το πέρασμα σε ένα σύστημα που αφήνει περισσότερη ελευθερία στη λειτουργία των αντικειμενικών οικονομικών νόμων. Ο σοσιαλιστικός τομέας της οικονομίας μας είναι σε θέση να θριαμβεύσει πάνω στις καπιταλιστικές τάσεις με καθαρά οικονομικά μέσα».

Το 1953, ο Τίτο θα επαναφέρει την ελεύθερη αγοραπωλησία της γης και την ελεύθερη πρόσληψη εργατών γης.

Το 1951, ο Τίτο συγκρίνει τους Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές που παραμένουν πιστοί στο μαρξισμό-λενινισμό με τη χιτλερική πέμπτη φάλαγγα, δικαιολογώντας εκ των υστέρων τη σύλληψη περισσότερων από 200.000 κομμουνιστών, σύμφωνα με τη μαρτυρία του συνταγματάρχη Βλάντιμιρ Ντάπτσεβιτς. Ο Τίτο γράφει:

«Οι επιθέσεις των φασιστών εισβολέων απέδειξαν ότι αποδίδεται μεγάλη σημασία σε ένα νέο στοιχείο: την πέμπτη φάλαγγα. Είναι ένα στρατιωτικό και πολιτικό στοιχείο που ενεργοποιείται από τη στιγμή που αρχίζουν οι προετοιμασίες για την επίθεση. Σήμερα, επιχειρείται και πάλι να γίνει κάτι παρόμοιο στη χώρα μας, με διάφορους τρόπους, ιδιαίτερα από την πλευρά των χωρών της Κομινφόρμ».

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, η Γιουγκοσλαβία εξακολουθεί να είναι μια χώρα πλατιά φεουδαρχική. Ομως, οι τιτοίκοί επικρίνουν την αρχή ότι το σοσιαλιστικό κράτος πρέπει να διατηρήσει τη δικτατορία του προλεταριάτου. Το 1950, οι Γιουγκοσλάβοι αναθεωρητές ξεκινούν μια συζήτηση σχετικά με «το πρόβλημα της εξασθένησης του κράτους και ειδικά της εξασθένησης του ρόλου του κράτους στην οικονομία». Για να δικαιολογήσει την επιστροφή στο
αστικό κράτος, ο Ντζίλας χαρακτηρίζει το σοβιετικό κράτος «τερατώδες οικοδόμημα του κρατικού καπιταλισμού» που «καταπιέζει και εκμεταλλεύεται το προλεταριάτο».

Σύμφωνα πάντα με τον Ντζίλας, ο Στάλιν αγωνίζεται «για την επέκταση της κρατικοκαπιταλιστικής αυτοκρατορίας του και, στο εσωτερικό, για την ενίσχυση της γραφειοκρατίας». «Το σιδηρούν παραπέτασμα, η ηγεμονία πάνω στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και μια επιθετική πολιτική τού έχουν γίνει σήμερα απαραίτητα». Ο Ντζίλας κάνει λόγο για «την αθλιότητα όλης της εργατικής τάξης που εργάζεται για τα “ανώτερα” ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και για τα προνόμια της γραφειοκρατίας». «Η ΕΣΣΔ είναι σήμερα αντικειμενικά η πιο αντιδραστική μεγάλη δύναμη.» Ο Στάλιν είναι «ένας πρακτικός του κρατικού καπιταλισμού και ο ηγέτης και πολιτικός και πνευματικός καθοδηγητής της γραφειοκρατικής δικτατορίας».

Ως πραγματικός πράκτορας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ο Ντζίλας συνεχίζει:

«Βρίσκουμε στους χιτλερικούς θεωρίες που τόσο ως προς το περιεχόμενό τους όοο και ως προς την κοινωνική πρακτική που προϋποθέτουν, μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό με τις θεωρίες του Στάλιν».

Να προσθέσουμε ότι ο Ντζίλας, που εγκαταστάθηκε στη συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες, αναφερόταν στο κείμενο αυτό στην «κριτική του σταλινικού συστήματος» που έγινε από τον... Τρότσκι!

Το 1948, ο Κάρντελι ορκιζόταν ακόμα πίστη στην αντιιμπεριαλιστική πάλη. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, η Γιουγκοσλαβία υποστήριζε την αμερικανική επίθεση ενάντια στην Κορέα! Η εφημερίδα The Times μετέδιδε:

«Ο κύριος Ντέντιγερ θεωρεί τα γεγονότα της Κορέας ως εκδήλωση της σοβιετικής βούλησης για παγκόσμια κυριαρχία... Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου πρέπει να αντιληφθούν ότι παρουσιάστηκε κι άλλος διεκδικητής της παγκόσμιας κυριαρχίας, και να απαλλαγούν από τις ψευδαισθήσεις σχετικά με την ΕΣΣΔ που θα ήταν, τάχα, μια ειρηνική και δημοκρατική δύναμη».

Ετσι, ο Τίτο είχε καταντήσει ένα απλό πιόνι στην αντικομμουνιστική στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Τίτο δήλωσε το 1951 στην εφημερίδα New York Herald Tribune ότι «σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης, οπουδήποτε στην Ευρώπη, έστω κι αν αυτό συμβεί χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα γιουγκοσλαβικά σύνορα, (αυτός) θα ταχθεί αμέσως στο πλευρό της Δύσης... Η Γιουγκοσλαβία θεωρεί τον εαυτό της σαν ένα κομμάτι του τείχους της συλλογικής αλληλεγγύης που χτίστηκε ενάντια στο σοβιετικό ιμπεριαλισμό».

Στον οικονομικό τομέα, τα σοσιαλιστικά μέτρα που η Γιουγκοσλαβία είχε πάρει πριν από το 1948, γρήγορα αχρηστεύτηκαν. Ο Αλεξάντερ Κλίφορντ, ανταποκριτής της Daily Mail, γράφει σχετικά με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν το 1951:

«Αν εφαρμοστούν, η Γιουγκοσλαβία θα είναι τελικά πολύ λιγότερο κοινωνικοποιημένη απ’ ό,τι η Μεγάλη Βρετανία. (...) Οι τιμές των αγαθών (θα) καθορίζονται από την αγορά, δηλαδή από την προσφορά και τη ζήτηση», «οι μισθοί (θα) ορίζονται με βάση τα έσοδα ή τα κέρδη της επιχείρησης», οι επιχειρήσεις «αποφασίζουν με ανεξάρτητο τρόπο τι παράγουν και σε ποιες ποσότητες». «Δεν υπάρχει και πολύς κλασικός μαρξισμός σε όλα αυτά».

Οι Αγγλοαμερικανοί αστοί αναγνώρισαν πολύ σύντομα ότι στο πρόσωπο του Τίτο διέθεταν ένα αποτελεσματικό όπλο για τον αντικομμουνιστικό αγώνα τους. To Business WeeK σημείωνε στις 12 Απρίλη του 1950:

«Για τις Ηνωμένες Πολιτείες ιδιαίτερα και για τη Δύση γενικότερα, η ενθάρρυνση αυτή του Τίτο αποκαλύφθηκε ότι είναι μια απ’ τις λιγότερο δαπανηρές μεθόδους αναχαίτισης του ρωσικού κομμουνισμού. Το ύψος της δυτικής βοήθειας προς τον Τίτο φτάνει τώρα τα 51,7 εκατομμύρια δολάρια. Είναι πολύ λιγότερα από το ένα δισεκατομμύριο δολάρια, περίπου, που οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν στην Ελλάδα για τον ίδιο σκοπό».

Οι αστοί αυτοί λογάριαζαν να χρησιμοποιήσουν τον Τίτο για να ενθαρρύνει τον αναθεωρητισμό και να οργανώσει την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης. Στις 12 Δεκέμβρη του 1949, ο Ίντεν δηλώνει μέσα από την Daily Telegraph: «Το παράδειγμα και η επιρροή του Τίτο μπορεί να αλλάξουν καθοριστικά την πορεία των πραγμάτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη». Εκτιμώντας την κομμουνιστική δημαγωγία του Τίτο στη σωστή της διάσταση, η εφημερίδα The Times γράφει:

«Ωστόσο, ο τιτοϊσμός παραμένει μόνο μια δύναμη, στο μέτρο που ο στρατάρχης Τίτο μπορεί να ισχυρίζεται ότι είναι κομμουνιστής».
Ο τιτοϊσμός εγκαθίδρυσε την εξουσία του το 1948 ως αστικό εθνικιστικό ρεύμα. Με αφετηρία τον εθνικισμό, στη Γιουγκοσλαβία εγκαταλείφτηκαν όλες οι αρχές της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο εθνικισμός ήταν η κοπριά όπου φύτρωσαν οι μπουχαρινικές και τροτσκιστικές θεωρίες.

Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο εθνικιστικός αυτός προσανατολισμός επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα της Ανατολικής Ευρώπης.

Μετά το θάνατο του Στάλιν, η σοβινιστική προπαγάνδα για τη Μεγάλη Ρωσία αναπτύχθηκε στη Μόσχα και, από αντίδραση, ο εθνικιστικός σοβινισμός ξεσπάθωσε στην Ανατολική Ευρώπη.

Αξίζει να σταθεί κανείς για μια στιγμή στις αρχές που βρίσκονται στη βάση όλων αυτών των αντιπαραθέσεων.

Ήδη το 1923, ο Στάλιν είχε διατυπώσει μια ουσιαστική πλευρά του προλεταριακού διεθνισμού με την εξής έννοια:

«Πρέπει να θυμόμαστε ότι εκτός από το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση υπάρχει και το δικαίωμα της εργατικής τάξης να στερεώσει την εξουσία της, και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης υποτάσσεται σ’ αυτό το τελευταίο δικαίωμα. Υπάρχουν περιπτώσεις που το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης έρχεται σε αντίθεση με το άλλο, το ύψιστο δικαίωμα - με το δικαίωμα της εργατικής τάξης που ανέβηκε στην εξουσία, να εδραιώσει την εξουσία της. Σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να το πούμε ανοιχτά, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης δεν μπορεί και δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο στην πραγματοποίηση του δικαιώματος της εργατικής τάξης στη δικτατορία της. Το πρώτο πρέπει να υποχωρήσει στο δεύτερο».

Με βάση την αρχή του προλεταριακού διεθνισμού, ο Στάλιν ήταν άσπονδος εχθρός κάθε εθνικισμού, και πρώτα απ’ όλα της σοβινιστικής προπαγάνδας για τη Μεγάλη Ρωσία. Το 1923 πάντα, δήλωσε:

«Η βασική δύναμη που παρεμποδίζει το έργο της συνένωσης των δημοκρατιών σε μια ενιαία Ένωση είναι (...) ο μεγαλορωσικός σοβινισμός. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, σύντροφοι, το γεγονός ότι οι σμενοβεχιστές απόχτησαν ένα σωρό οπαδούς ανάμεσα στους σοβιετικούς υπαλλήλους. Αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. (...) Η Σμένα Βεχ είναι η ιδεολογία της νέας αστικής τάξης, που μεγαλώνει και λίγο-λίγο συγχωνεύεται με τον κουλάκο και τους διανοούμενους-δημόσιους υπαλλήλους. Η νέα αστική τάξη διατύπωσε την ιδεολογία της (...) ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα θα εκφυλιστεί και η νέα αστική τάξη θα παγιωθεί' ότι εμείς, οι μπολσεβίκοι, θα φτάσουμε, χωρίς να το αντιληφθούμε, στο κατώφλι της λαοκρατικής δημοκρατίας, έπειτα θα διασχίσουμε αυτό το κατώφλι και, με τη βοήθεια κάποιου Καίσαρα που θα ξεπροβάλει ίσως από τους στρατιωτικούς κύκλους, ίσως από τους δημοσιοϋπαλληλικούς κύκλους, θα βρεθούμε σε συνθήκες συνηθισμένης αστικής δημοκρατίας».

Ομως, στην παγκόσμια πάλη ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον ιμπεριαλισμό, ο Στάλιν καταλάβαινε, επιπλέον, ότι ο αστικός εθνικισμός μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επικίνδυνο όπλο ενάντια στο σοσιαλισμό.

«Μπροστά στον αγώνα μέχρι θανάτου που εκτυλίσσεται γοργά ανάμεσα στην προλεταριακή Ρωσία και την ιμπεριαλιστική Αντάντ, δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο πιθανές διέξοδοι για την περιφέρεια: ή με τη Ρωσία, οπότε πρόκειται για την απελευθέρωση των εργαζόμενων μαζών της περιφέρειας από την ιμπεριαλιστική καταπίεση' ή με την Αντάντ, οπότε πρόκειται για τον αναπόφευκτο ιμπεριαλιστικό ζυγό. Δεν υπάρχει τρίτη διέξοδος. Η δήθεν ανεξαρτησία των δήθεν ανεξάρτητων περιοχών της Γεωργίας, Αρμενίας, Πολωνίας, Φινλανδίας κλπ., δεν είναι παρά μια παραπλανητική φαινομενική πραγματικότητα που καλύπτει την πλήρη εξάρτηση των κρατών αυτών, αν μπορεί κανείς να τα ονομάσει έτσι, απέναντι σ’ αυτόν ή σ’ εκείνο τον όμιλο ιμπεριαλιστών (...) Τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών λένε ότι η διεκδίκηση του αποχωρισμού της περιφέ ρειας στο τωρινό στάδιο της επανάστασης, είναι βαθιά αντεπαναστατική».

Στις ημιφεουδαρχικές Δημοκρατίες της σοβιετικής περιφέρειας, ο αστικός εθνικισμός συνιστούσε την κύρια μορφή της αστικής ιδεολογίας που διέβρωνε το μπολσεβίκικο Κόμμα.

«Πρέπει να θυμηθούμε ότι οι κομμουνιστικές οργανώσεις μας της περιφέρειας, στις Δημοκρατίες και τις επαρχίες, δεν μπορούν να αναπτυχθούν και να σταθούν στα πόδια τους, να εξελιχτούν σε πραγματικά διεθνιστικά μαρξιστικά κέντρα, παρά μόνο αν υπερνικήσουν τον εθνικισμό. Ο εθνικισμός είναι το κύριο ιδεολογικό εμπόδιο στο δρόμο της διαμόρφωσης των μαρξιστικών κέντρων, της μαρξιστικής πρωτοπορίας στην περιφέρεια και στις Δημοκρατίες (...)

Ο εθνικισμός παίζει για τις οργανώσεις αυτές τον ίδιο ρόλο που έπαιζε ο μενσεβικισμός στο παρελθόν για το μπολσεβίκικο Κόμμα. Μόνο με το προκάλυμμα του εθνικισμού μπορούν να διεισδύσουν στις περιφερειακές οργανώσεις μας αστικές επιρροές κάθε είδους, ακόμα και μενσεβίκικες επιρροές (...) Η εθνικιστική πνοή πασχίζει να διεισδύσει στο Κόμμα μας στην περιφέρεια (...) Η αστική τάξη ξαναγεννιέται, η ΝΕΠ αναπτύσσεται, ο εθνικισμός επίσης. (...) Υπάρχουν επιβιώσεις της σοβινιστικής προπαγάνδας για τη Μεγάλη Ρωσία που σπρώχνουν επίσης προς τα μπρος τον τοπικό εθνικισμό (...) Η επιρροή των ξένων κρατών που υποστηρίζουν με όλα τα μέσα τον εθνικισμό, προωθείται».

«Η ουσία της παρέκκλισης προς τον τοπικό εθνικισμό είναι η τάση να απομονωθεί ο καθένας και να κλειστεί στο εθνικό του καβούκι. Η τάση να αμβλύνει τους ταξικούς ανταγωνισμούς στους κόλπους του έθνους του. Η τάση να αμυνθεί απέναντι στη σοβινιστική προπαγάνδα για τη Μεγάλη Ρωσία, απομακρυνόμενος από το χείμαρρο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η τάση να μη βλέπει τι φέρνει κοντά και ενώνει τις εργαζόμενες μάζες των εθνοτήτων της ΕΣΣΔ, και να μη βλέπει παρά μόνο τι μπορεί να τις απομακρύνει τη μία από την άλλη. Η παρέκκλιση προς τον τοπικό εθνικισμό αντικατοπτρίζει τη δυσαρέσκεια των ξεπεσμένων τάξεων των άλλοτε καταπιεζόμενων εθνών, απέναντι στο καθεστώς της δικτατορίας του προλεταριάτου, την τάση τους να απομονωθούν στα αντίστοιχα εθνικά κράτη τους και να εγκαθιδρύσουν εκεί την ταξική κυριαρχία τους».

Το 1930 ο Στάλιν επανήλθε στο θέμα του διεθνισμού διατυπώνοντας μια βασική αρχή που έμελλε να αποκτήσει όλη της τη σπουδαιότητα την εποχή του Μπρέζνιεφ.

«Τι είναι η παρέκκλιση προς τον εθνικισμό, άσχετα αν πρόκειται για το μεγαλορωσικό εθνικισμό ή για τον τοπικό εθνικισμό; Η παρέκκλιση προς τον εθνικισμό είναι η προσαρμογή της διεθνιστικής πολιτικής της εργατικής τάξης στην εθνικιστική πολιτική της αστικής τάξης. Η παρέκκλιση προς τον εθνικισμό αντικατοπτρίζει τις απόπειρες της “δικής” μας “εθνικής” αστικής τάξης να υποσκάψει το σοβιετικό καθεστώς και να αποκαταστήσει τον καπιταλισμό. Η πηγή των δύο αυτών παρεκκλίσεων (...) είναι κοινή. Είναι η εγκατάλειψη του λενινιστικού διεθνισμού. (...) Ο βασικός κίνδυνος αντιπροσωπεύεται από την παρέκκλιση, την οποία σταματήσαμε να αντιμαχόμαστε και που της
επιτρέψαμε να αναπτυχθεί μέχρι να φτάσει να γίνει κίνδυνος για το κράτος».

Ο ΣΤΑΛΙΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ

Μπορούμε τώρα να προσεγγίσουμε το ερώτημα: Πώς ο αναθεωρητής Χρουστσόφ μπόρεσε να πάρει την εξουσία αμέσως μετά το θάνατο του Στάλιν;

Πολλά στοιχεία δείχνουν ότι από το 1951, ο Στάλιν άρχισε ν’ ανησυχεί σοβαρά για την κατάσταση στο Κόμμα. Μέχρι τότε, μεταξύ 1945 και 1950, είχε αναγκαστεί να επικεντρώσει την προσοχή του στην ανοικοδόμηση της χώρας και στα διεθνή προβλήματα.

Τα αστικά ρεύματα της δεκαετίας του ’30

Τα πιο σημαντικά αστικά ρεύματα που ο Στάλιν χρειάστηκε να αντιπαλέψει στη διάρκεια των δεκαετιών του ’20 και του ’30 ήταν ο τροτσκισμός (μενσεβικισμός που καλυπτόταν πίσω από μια υπερ-αριστερίστικη φρασεολογία), ο μπουχαρινισμός (σοσιαλδημοκρατική παρέκκλιση), η βοναπαρτιστική τάση (στρατοκρατικός προσανατολισμός στους κόλπους του στρατού) και ο αστικός εθνικισμός. Τα τέσσερα αυτά ρεύματα εξακολούθησαν να ασκούν κάποια επιρροή στη διάρκεια των ετών 1945-1953.

Ας δώσουμε δύο αποκαλυπτικά παραδείγματα.

Μετά τον πόλεμο, ο Αμπντουραχμάν Αφτορχάνοφ, νεαρός δημόσιος υπάλληλος τσετσένικης καταγωγής, που εργαζόταν στο τμήμα προπαγάνδας της Κεντρικής Επιτροπής, το 'σκάσε από τη Σοβιετική Ενωση με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πορεία του δείχνει τη συγγένεια που υπήρχε ανάμεσα στα οπορτουνιστικά ρεύματα της δεκαετίας του ’30 και σ’ εκείνα που ξεπρόβαλαν μετά το 1945.

«Σε ό,τι αφορά στην πολιτική», λέει ο Αφτορχάνοφ, «ανήκα στην μπουχαρινική τάση».

Όμως, το βιβλίο του Ο Στάλιν στην εξουσία είναι επίσης γεμάτο από εγκωμιαστικά σχόλια για τον Τρότσκι, «το λέοντα της Οκτωβριανής Επανάστασης», που θα ’πρεπε, σύμφωνα με «την πολιτική διαθήκη του Λένιν», να καθοδηγεί το Κόμμα με τη βοήθεια του Μπουχάριν. «Ο Τρότσκι (ήταν) ο φίλος των Τεωργιανών εθνικιστών». Ο Αφτορχάνοφ συνεχίζει: Ο Τρότσκι εκτιμούσε ότι η
απόπειρα «επιβολής του προλεταριακού σοσιαλισμού στην πιο καθυστερημένη αγροτική χώρα της Ευρώπης (...) θα ήταν επιρρεπής στο να εκφυλιστεί σε μια δεσποτική δικτατορία μιας χούφτας σοσιαλιστών με αναρχικές τάσεις.

Ο Αφτορχάνοφ είναι πρώτα απ’ όλα οπαδός των σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων. «Ο Μπουχάριν υπερασπιζόταν τον ελεύθερο ανταγωνισμό ανάμεσα στους δύο τομείς, το σοσιαλιστικό και τον καπιταλιστικό. (...) Η μεγάλη κοινωνικοποιημένη βιομηχανία θα αφανίσει βαθμιαία τον καπιταλιστικό τομέα (...) χάρη στο ελεύθερο παιχνίδι του ανταγωνισμού. (...) Θα ’πρεπε να μπορούμε να πούμε στους συνεταιρισμένους αγρότες: “Πλουτίστε”. Η μικροαστική τάξη της υπαίθρου (“οι κουλάκοι”), ανίκανη να αντέξει τον ανταγωνισμό των συνεταιρισμένων αγροτών, θα καλούνταν να εξαφανιστεί».

Τέλος, ο Αφτορχάνοφ υπερασπίζει επίσης τις θέσεις του αστικού εθνικισμού.

«Οι Δημοκρατίες του Καυκάσου είχαν πάντοτε δείξει ότι είναι αυτές που ρέπουν περισσότερο προς την απόσχιση», βεβαιώνει. «Όταν το 1921, τα σοβιέτ προέβηκαν στην κατάληψη των χωρών αυτών διά της βίας, οι δημοκράτες και οι οπαδοί της ανεξαρτησίας κατέφυγαν στην παρανομία. (...) Απόπειρες εξέγερσης έγιναν επανειλημμένα στον Καύκασο με σκοπό την ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας».

Έτσι, βλέπουμε τον Αφτορχάνοφ να εκφράζει τη συμπάθειά του για τα τέσσερα βασικά οπορτουνιστικά ρεύματα που απείλησαν το σοσιαλισμό στη διάρκεια των δεκαετιών του ’20 και του ’30: τον τροτσκισμό, τον μπουχαρινισμό, τον αστικό εθνικισμό και το μιλιταρισμό. Οι θέσεις του υπέρ του τελευταίου αυτού ρεύματος αναπτύχθηκαν σε προηγούμενο κεφάλαιο.

Οι θέσεις που ο Αφτορχάνοφ πήρε στη διάρκεια του πολέμου και την περίοδο 1945-1950 λένε πολλά. Αναφερόμενος στη ναζιστική επίθεση, γράφει:

«Το 90% των Σοβιετικών πολιτών δεν ευχόταν παρά μόνο ένα πράγμα: το τέλος του Στάλιν, έστω κι αν αυτό σήμαινε νίκη του Χίτλερ. (...) Τον πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ, που οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν κερδίσει το 1941, τον ξαναχάσανε τα Ες Ες». «Ο Χίτλερ, ως τύραννος, δεν ήταν παρά η σκιά του Στάλιν».

Αφού φλερτάρισε για κάποιο χρονικό διάστημα με τον Χίτλερ, ο Αφτορχάνοφ, λυσσαλέος αντικομμουνιστής, έπεσε τελικά στην αγκαλιά των Αγγλοαμερικανών ιμπεριαλιστών.

«Στα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου, οι πληθυσμοί της ΕΣΣΔ έφταναν ως το σημείο να προτιμούν τον Χίτλερ από τον Στάλιν. (...) Οι Αγγλοσάξονος είχαν αυτό το μοναδικό προνόμιο να μπορούν να ελίσσονται στα δύο μέτωπα -το γερμανικό και το σοβιετικό- χωρίς να χρειάζεται να επέμβουν με τις δικές τους δυνάμεις, και να κερδίσουν έτσι τον πόλεμο. (...) Το εγχείρημα είχε γίνει δυνατό από τη μέρα που ο Χίτλερ είχε στρέψει τις δυνάμεις του κατά της Ανατολής. (...)

Όταν ο Στάλιν και ο Χίτλερ πολεμούσαν ο ένας τον άλλον, οι Σύμμαχοι θα μπορούσαν να είχαν ενεργήσει έτσι, ώστε επιστρέφοντας από τον ενταφιασμό του Χίτλερ, το πλήθος να μην είχε παρά ν’ ακολουθήσει την επικήδεια πομπή του Στάλιν».

Μετά την υποδοχή που του επιφυλάχτηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Αφτορχάνοφ έγινε θιασώτης του αμερικανικού ηγεμονισμού, τον οποίο παρακίνησε σε πόλεμο κατά «του κομμουνιστικού επεκτατισμού». «Πιστός στα διδάγματα του Λένιν, ο Στάλιν έβαλε πλώρη για την “παγκόσμια επανάσταση”. Σκοπός του σταλινισμού είναι να εγκαθιδρύσει σε όλο τον κόσμο την τρομοκρατική δικτατορία ενός μόνο κόμματος. (...) Ο κόσμος βρίσκεται μπροστά στο ακόλουθο δίλημμα: σταλινισμός ή δημοκρατία. Για να προλάβει να πετύχει το σκοπό του όσο ζει ακόμα, ο Στάλιν κινητοποιεί τις πέμπτες φάλαγγες του σε όλο τον κόσμο.» Όμως, λέει ο Αφτορχάνοφ, τα αμερικανικά αντίμετρα ματαιώνουν τα σχέδιά του. «Οπότε, δε μένει στον Στάλιν παρά μία λύση: ο πόλεμος».

Το δεύτερο παράδειγμά μας αφορά στην παράνομη οργάνωση του Τοκάγεφ, που συνδεόταν, τη δεκαετία του ’30, με τους βοναπαρτιστές, τους μπουχαρινικούς και τους αστούς εθνικιστές. Συνέχισε τη δράση της και μετά τον πόλεμο.

Τ ο 1947, ο Τοκάγεφ βρισκόταν στη  Γερμανία, στο Κάρλσχορστ. Ενας σύντροφος «σε πολύ υψηλή θέση» του έφερε μικροφίλμ με τα τελευταία έγγραφα που είχαν προστεθεί στον προσωπικό του φάκελο.

«Ήξεραν πάρα πολλά. Πλησίαζε επικίνδυνα η ημέρα που θα άρχιζε το κυνήγι. Και όταν το κατηγορητήριο θα ήταν έτοιμο, θα συντάσσονταν αναδρομικά κατηγορητήρια που θα έφταναν ως το 1934». «Στα τέλη του 1947, οι δημοκράτες επαναστάτες καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να δράσουμε: καλύτερα να πεθαίναμε με αξιοπρέπεια παρά να μας σέρνουν σαν σκλάβους. Θέλαμε να πιστεύουμε ότι κόμματα φιλελεύθερων τάσεων και εκείνα που ανήκαν στη Β' Διεθνή, στο εξωτερικό, θα προσπαθούσαν να μας βοηθήσουν, ξέραμε ότι υπήρχαν εθνικοί κομμουνιστές όχι μόνο στη Γιουγκοσλαβία, αλλά και στην Πολωνία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και στα βαλτικά κράτη, και πιστεύαμε ότι και αυτοί θα μας υποστήριζαν όπως μπορούσαν, παρ’ όλο που δεν ήμασταν καθόλου κομμουνιστές. Ομως η ΜVD (η κρατική Ασφάλεια) μας πρόλαβε. Ήμασταν πάρα πολύ αργοί στις κινητοποιήσεις μας. Για μια ακόμα φορά, είχε επέλθει καταστροφή. Είχαν αρχίσει συλλήψεις και οι κατηγορίες που διατυπώνονταν ετεροχρονισμένα έφταναν ως τη δολοφονία του Κίροφ το 1934. Αλλοι κατηγορούνταν για τις βοναπαρτιστικές συνωμοσίες του 1937 και του 1940, για αστικό εθνικισμό και για απόπειρες ανατροπής του καθεστώτος το 1941. Καθώς ο κλοιός έσφιγγε γύρω μας, μου ανατέθηκε το καθήκον να περισώσω ένα μέρος τουλάχιστον των αρχείων μας».

Μετά τη φυγή του στην Αγγλία, ο Τοκάγεφ δημοσίευσε μια σειρά άρθρα στο δυτικό τύπο. Ομολόγησε ότι σαμποτάρισε την ανάπτυξη της πολεμικής αεροπορίας, δίνοντας τις ακόλουθες εξηγήσεις:

«Το να μην επιχειρήσω να εμποδίσω τους συμπατριώτες μου στις έρευνες που έκαναν με την ακόρεστη φιλοδοξία της παγκόσμιας κυριαρχίας, θα ήταν να τους σπρώχνω προς την τύχη που ο Χίτλερ επιφύλαξε στους Γερμανούς. (...) Πρέπει οπωσδήποτε να καταλάβουν οι Δυτικοί ότι ο Στάλιν ένα μόνο σκοπό έχει: την κυριαρχία του κόσμου με οποιοδήποτε τρόπο».

Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τη φυγή τους στη Δύση, οι Αφτορχάνοφ και Τοκάγεφ, δύο ξεχωριστοί εκπρόσωποι των αστικών ρευμάτων στην ΕΣΣΔ, στήριξαν τις πιο ακραίες θέσεις της αγγλοαμερικανικής αστικής τάξης στη διάρκεια του Ψυχρού Πόλεμου.

Αδυναμίες στην πάλη κατά του οπορτουνισμού

Δε χωράει λοιπόν αμφιβολία ότι ο Στάλιν συνέχισε στα τελευταία χρόνια της ζωής του να αντιπαλεύει τις αστικές εθνικιστικές και σοσιαλδημοκρατικές τάσεις και τα ανατρεπτικά σχέδια του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Ωστόσο, είναι φανερό ότι η πάλη αυτή δε δόθηκε στο βάθος και στην έκταση που έπρεπε, ώστε να αναζωογονηθεί και να αναστηλωθεί ιδεολογικά και πολιτικά το Κόμμα.

Πράγματι, μετά τον πόλεμο που είχε απαιτήσει εξαιρετικές επαγγελματικές προσπάθειες από μέρους των στρατιωτικών, τεχνικών και επιστημονικών στελεχών, οι παλιές τάσεις προς το στρατιωτικό επαγγελματισμό και την τεχνοκρατία είχαν ενισχυθεί σημαντικά. Η γραφειοκρατικοποίηση και η τάση για προνόμια και εύκολη ζωή είχαν επίσης οξυνθεί. Η αρνητική αυτή εξέλιξη ενθαρ-ρύνθηκε από τον «ίλιγγο της επιτυχίας»: η μεγάλη περηφάνια που τα στελέχη αποκόμισαν από την αντιφασιστική νίκη μετατράπηκε συχνά σε έπαρση και αλαζονεία. Όλα αυτά τα φαινόμενα υπονόμευσαν την πολιτική και ιδεολογική επαγρύπνηση απέναντι στα οπορτουνιστικά ρεύματα.

Ο Στάλιν αντιπάλεψε συγκεκριμένες εκφάνσεις του οπορτουνισμού και του αναθεωρητισμού. Ηταν της γνώμης ότι η ταξική πάλη στο ιδεολογικό πεδίο θα συνεχιζόταν για πολύ ακόμα. Όμως, δεν μπόρεσε να διατυπώσει μια ολοκληρωμένη θεωρία για την προέλευση και τις κοινωνικές βάσεις της ταξικής αυτής πάλης. Πιο συγκεκριμένα, δεν έφτασε ως τη διατύπωση μιας συνεκτικής θεωρίας για τη διατήρηση των τάξεων και των ταξικών αγώνων στη σοσιαλιστική κοινωνία.

Ο Στάλιν δεν αντιλήφθηκε καθαρά ότι μετά την εξαφάνιση των οικονομικών βάσεων της φεουδαρχικής και καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, υπήρχε ακόμα στη Σοβιετική Ενωση ένα έδαφος απ’ το οποίο μπορούσαν να ξεφυτρώσουν αστικά στοιχεία. Η γραφειοκρατία, η τεχνοκρατία, οι κοινωνικές ανισότητες και τα προνόμια εισήγαγαν, ανάμεσα σε ορισμένα στρώματα της σοβιετικής κοινωνίας, έναν αστικό τρόπο ζωής και φιλοδοξίες για επαναφορά ορισμένων μορφών καπιταλισμού.
Η επιβίωση της αστικής ιδεολογίας μέσα στις μάζες και ανάμεσα στα στελέχη ήταν ένας επιπλέον παράγοντας που στράφηκαν ολόκληρα στρώματα προς αντισοσιαλιστικές θέσεις. Οι αντίπαλοι του σοσιαλισμού βρήκαν πάντοτε σημαντικά υλικά και ιδεολογικά μέσα και αποθέματα απ’ τη μεριά του ιμπεριαλισμού. Και αυτός ο ιμπεριαλισμός δεν έπαψε ποτέ να βάζει μυστικούς πράκτορες και να εξαγοράζει αποστάτες που, μαζί, έβαλαν τα δυνατά τους για να εκμεταλλευτούν και να ενισχύσουν όλες τις μορφές οπορτουνισμού που υπήρχαν στην ΕΣΣΔ. Η θέση του Στάλιν σύμφωνα με την οποία «δεν υπάρχει ταξική βάση για την επικράτηση της αστικής ιδεολογίας» είναι μονόπλευρη και όχι διαλεκτική. Εισήγαγε αδυναμίες και λάθη στην πολιτική γραμμή.

Πράγματι, ο Στάλιν δεν μπόρεσε να καθορίσει τις κατάλληλες μορφές κινητοποίησης των κολχόζνικων και εργατικών μαζών προκειμένου να καταπολεμηθεί ο κίνδυνος της παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Η λαϊκή δημοκρατία έπρεπε να είχε αναπτυχθεί με σαφή πρόθεση την εξάλειψη της γραφειοκρατίας, της τεχνοκρατίας, του αριβισμού και των προνομίων. Ομως, η λαϊκή συμμετοχή σ’ αυτή την υπεράσπιση της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν εξασφαλίστηκε όπως έπρεπε.

Ο Στάλιν υπογράμμισε πάντοτε ότι η επιρροή της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού αντικατοπτριζόταν μέσα στο Κόμμα με τη μορφή οπορτουνιστικών ρευμάτων. Ομως, δεν μπόρεσε να διατυπώσει μια θεωρία για την πάλη ανάμεσα στις δύο γραμμές μέσα στο Κόμμα. Το 1939, κάνοντας τον απολογισμό της μεγάλης εκκαθάρισης, ο Στάλιν είχε τονίσει αποκλειστικά «την κατασκοπευτική και συνωμοτική δράση της ηγεσίας των τροτσκιστών και των μπουχαρινικών» και τον τρόπο με τον οποίο τα αστικά κράτη εκμεταλλεύονται «τις αδυναμίες των ανθρώπων, τη ματαιοδοξία τους, την έλλειψη χαρακτήρα».

Ο Στάλιν υποτιμούσε φανερά τα εσωτερικά αίτια που γέννησαν τα οπορτουνιστικά ρεύματα, τα οποία στη συνέχεια, με τη διείσδυση μυστικών πρακτόρων, συνδέθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τον ιμπεριαλισμό. Ο Στάλιν δεν κατάλαβε ότι οι κίνδυνοι της γραφειοκρατίας, της τεχνοκρατίας, της επιδίωξης προνομίων υπήρχαν μόνιμα και σε μεγάλη κλίμακα και ότι γεννούσαν αναπόφευκτα σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, για συμβιβασμό με τον ιμπεριαλισμό.
 Κατά συνέπεια, ο Στάλιν δεν έκρινε αναγκαίο να κινητοποιήσει το σύνολο των μελών του Κόμματος για να καταπολεμηθούν οι οπορτουνιστικές γραμμές και να εξαλειφθούν οι νοσηρές τάσεις. Στη διάρκεια της πολιτικής και ιδεολογικής αυτής πάλης, όλα τα στελέχη και τα μέλη θα είχαν αναγκαστεί να διαπαιδαγωγηθούν και να αλλάξουν. Μετά το 1945, η πάλη κατά του οπορτουνισμού παρέμεινε περιορισμένη μέσα στα ηγετικά επίπεδα του Κόμματος και δε χρησίμεψε στον επαναστατικό μετασχηματισμό του συνόλου του Κόμματος.

Αναλύοντας τις αδυναμίες αυτές, ο Μάο Τσετούνγκ διατύπωσε τη θεωρία του για τη συνέχιση της επανάστασης:

«Η σοσιαλιστική κοινωνία εκτείνεται σε μια αρκετά μακριά περίοδο, στη διάρκεια της οποίας εξακολουθούν να υπάρχουν οι τάξεις, οι ταξικές αντιθέσεις και η ταξική πάλη, καθώς και η πάλη ανάμεσα στο σοσιαλιστικό και τον καπιταλιστικό δρόμο, καθώς και ο κίνδυνος παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η πάλη αυτή θα είναι μακράς διάρκειας και περίπλοκη, πρέπει να διπλασιαστεί η επαγρύπνηση και να εξακολουθήσει η σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση. (...) Αλλιώς, μια σοσιαλιστική χώρα, όπως η δική μας, θα μεταμορφωθεί στο αντίθετό της: θα αλλάξει η φύση της και θα ζήσει την παλινόρθωση του καπιταλισμού».

Οι αναθεωρητικές ομάδες του Μπέρια και του Χρουστσόφ

Η πολιτική αυτή αδυναμία έγινε ακόμα πιο έντονη εξαιτίας των αναθεωρητικών τάσεων που πρόβαλαν στα τέλη της δεκαετίας του ’40 στην ανώτατη ηγεσία του Κόμματος.

Για να διευθύνει τους διάφορους τομείς του Κόμματος και του κράτους, ο Στάλιν είχε πάντοτε στηριχτεί στους συνεργάτες του. Από το 1935, ο Αντρέι Ζντάνοφ είχε παίξει ουσιαστικό ρόλο στη δουλειά για την εδραίωση του Κόμματος. Ο θάνατός του, τον Αύγουστο του 1948, άφησε ένα κενό. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, η κατάσταση της υγείας του Στάλιν είχε επιδεινωθεί πολύ, λόγω της συσσωρευμένης κόπωσης από τον πόλεμο. Το πρόβλημα της διαδοχής του Στάλιν επρόκειτο να τεθεί σε ένα αρκετά κοντινό μέλλον.

Εκείνη τη στιγμή είναι που εκδηλώθηκαν δύο ομάδες αναθεωρητών στους κόλπους της ηγεσίας, οι οποίες άρχισαν να μηχανορραφούν, ενώ ορκίζονταν πάντα πίστη στον Στάλιν.

Η ομάδα του Μπέρια και η ομάδα του Χρουστσιόφ αποτέλεσαν δύο αντίπαλες αναθεωρητικές φράξιες που, ενώ υπονόμευαν κρυφά το έργο του Στάλιν, άρχισαν να πολεμούν η μία την άλλη.

Μιας και ο Μπέρια εκτελέστηκε από τον Χρουστσιόφ το 1953, λίγο μετά το θάνατο του Στάλιν, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ήταν αντίπαλος του χρουστσιοφικού αναθεωρητισμού. Είναι η άποψη που υιοθετεί ο Μπιλ Μπλαντ σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη για το θάνατο του Στάλιν.
Ωστόσο, μαρτυρίες από απόλυτα αντίθετες πηγές συμφωνούν ως προς τη διαβεβαίωσή τους ότι ο Μπέρια υιοθέτησε δεξιές απόψεις.

Έτσι, ο συγγραφέας Ταντέους Βίτλιν δημοσίευσε μια βιογραφία του Μπέρια στο εμετικό ύφος του μακαρθισμού. Για να πάρουμε μια γεύση:

«Ο Στάλιν, ο δικτάτορας, ατενίζει το λαό του σαν ένας ανηλεής νέος θεός που επιτηρεί τα εκατομμύρια σκλάβους του». Κατά λέξη. Όμως, εκθέτοντας τις ιδέες που ανέπτυξε ο Μπέρια γύρω στο 1951, ο Βίτλιν βεβαιώνει ότι ήθελε να επιτρέψει την ιδιωτική πρωτοβουλία στον τομέα της ελαφριάς βιομηχανίας και «να περιορίσει το σύστημα των συνεταιριστικών αγροκτημάτων» για να επιστρέψει «στις μεθόδους πριν από τον Στάλιν, τις μεθόδους της ΝΕΠ». Ο Μπέρια «αντιτίθεται στη σταλινική πολιτική εκρωσισμού των μη ρωσικών εθνοτήτων και δημοκρατιών». «Θα ήθελε να διατηρήσει καλές σχέσεις με τις δυτικές χώρες» και σκόπευε «επίσης να συνάψει και πάλι σχέσεις με τον Τίτο».
 Αυτή η απότιση φόρου τιμής στη «λογική πολιτική» του Μπέρια προκαλεί κατάπληξη, όταν προέρχεται από μια τόσο αρρωστημένα αντικομμουνιστική πένα.

Ο Τοκάγεφ, που ασκούσε παράνομα αντιπολίτευση, βεβαιώνει ότι γνώρισε τον Μπέρια ήδη από τη δεκαετία του ’30, «όχι στο ρόλο του σαν υπηρέτη, αλλά ως εχθρό του καθεστώτος».75 Ο Γκαρντινασβίλι, στενός συνεργάτης του Μπέρια, διατηρούσε πολύ στενές σχέσεις με τον Τοκάγεφ.

Ο Χρουστσιόφ, που θα είχε συμφέρον να παρουσιάσει τον Μπέρια σαν έμπιστο του Στάλιν, γράφει:

«Ο Μπέρια είχε πάρει το συνήθιο να εκφράζει όλο και πιο καθαρά την έλλειψη σεβασμού του προς τον Στάλιν στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ζωής του τελευταίου. (...) Ο Στάλιν φοβόταν μήπως είναι εύκολη λεία για τον Μπέρια. (...) Καμιά φορά, ο Στάλιν έδειχνε να φοβάται τον Μπέρια. Θα ήταν πανευτυχής αν τον ξεφορτωνόταν, αλλά δεν ήξερε πώς να το κάνει».

Πρέπει επίσης να αναφερθεί η άποψη του Μόλοτοφ που, όπως και ο Καγκάνοβιτς, παρέμεινε πάντοτε πιστός στο επαναστατικό του παρελθόν.

«Δεν αποκλείω να προκάλεσε ο Μπέρια το θάνατο του Στάλιν. Το ένιωθα μέσα από αυτά που μου διηγόταν. Την Πρωτομαγιά του 1953, πάνω στην εξέδρα των επισήμων στο Μαυσωλείο, έκανε τέτοιου είδους υπαινιγμούς. Έλεγε: “Τον εξαφάνισα”. Προσπαθούσε να με εμπλέξει. “Σας έσωσα όλους”».

«Θεωρώ ότι ο Χρουστσόφ ήταν δεξιός, αλλά ο Μπέρια ήταν ακόμα πιο δεξιός. Και οι δύο ήταν δεξιοί. Κι ο Μικογιάν επίσης. Όμως, ήταν διαφορετικές προσωπικότητες. Ο Χρουστσόφ ήταν δεξιός και εντελώς διεφθαρμένος, αλλά ο Μπέρια ήταν ακόμα πιο δεξιός και ακόμα πιο διεφθαρμένος». «Ο Χρουστσόφ ήταν χωρίς αμφιβολία αντιδραστικός, που κατάφερε να διεισδύσει στο Κόμμα. Δεν πίστευε φυσικά σε κανενός είδους κομμουνισμό. Θεωρώ τον Μπέρια εχθρό. Διείσδυσε στο Κόμμα με ύπουλους σκοπούς. Ο Μπέρια ήταν ένας άνθρωπος χωρίς αρχές».

Στη διάρκεια των τελευταίων ετών του Στάλιν, ο Χρουστσόφ και ο Μικογιάν έκρυβαν προφανώς τις πολιτικές τους ιδέες, προκειμένου να βρεθούν στην ευνοϊκότερη δυνατή θέση εν όψει της διαδοχής.

Η περιφρόνηση που ο Χρουστσόφ ένιωθε για τον Στάλιν βγαίνει μέσα από τα απομνημονεύματά του:

«Κατά τη γνώμη μου, το μυαλό του Στάλιν άρχισε να σαλεύει στη διάρκεια του πολέμου. (...) Τέλη του 1949 (το) κακό άρχιζε να διαβρώνει το μυαλό του Στάλιν».

Ο Εμβέρ Χότζα αναφέρει με τι ανυπομονησία ο Χρουστσόφ περίμενε το θάνατο του Στάλιν. Στα απομνημονεύματά του, περιγράφει μια συζήτηση που είχε με τον Μικογιάν το 1956:

«Ο ίδιος ο Μικογιάν μας είπε ότι, μαζί με τον Χρουστσόφ και τους υποτακτικούς τους, είχαν αποφασίσει να οργανώσουν μια απόπειρα δολοφονίας του Στάλιν, αλλά ότι, στη συνέχεια, είχαν εγκαταλείψει αυτό το σχέδιο».

Ο Στάλιν κατά του μελλοντικού χρουστσιοφισμού

Αντιλήφθηκε ο Στάλιν τις πλεκτάνες που εξυφαίνονταν από τους αναθεωρητές του περιβάλλοντός του;

Η κύρια έκθεση που υποβλήθηκε στο 19ο Συνέδριο από τον Μάλενκοφ, σας αρχές Οκτώβρη του 1952, καθώς και το έργο του Στάλιν Τα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού, που εκδόθηκε με την ευκαιρία αυτή, δείχνουν πως ο Στάλιν είχε πειστεί ότι είχαν γίνει πάλι αναγκαίες μια νέα πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό και μια νέα εκκαθάριση του Κόμματος.

Η έκθεση που παρουσίασε ο Μάλενκοφ φέρει τη σφραγίδα του Στάλιν. Υπερασπίζεται επαναστατικές θέσεις που θα ανατραπούν τέσσερα χρόνια αργότερα από τον Χρουστσιόφ και τον Μικογιάν. Επικρίνει επίσης με πολύ έντονο τρόπο ένα πλήθος αρνητικών τάσεων στην οικονομία και στη ζωή του Κόμματος, τάσεις που θα επιβληθούν το 1956 με τη μορφή του χρουστσιοφικού αναθεωρητισμού.

Πρώτα απ’ όλα, επιστρέφοντας στην εκκαθάριση του 1937-1938, ο Μάλενκοφ σημειώνει:

«Στο φως των αποτελεσμάτων του πολέμου εμφανίζεται μπροστά μας, σε όλο της το μεγαλείο, η σημασία της αδιάλλακτης πάλης που το Κόμμα μας συνέχισε για χρόνια κατά των εχθρών του μαρξισμού-λενινισμού, κατά των τροτσκιστικών-μπουχαρινικών εξαμβλωμάτων, κατά των συνθηκολόγων και των προδοτών που προσπαθούσαν να αναγκάσουν το Κόμμα να παρεκκλίνει απ’ το σωστό δρόμο και να διασπάσουν την ενότητα των γραμμών του. (...) Εξαρθρώνοντας την παράνομη οργάνωση των τροτσκιστών και των μπουχαρινικών, το Κόμμα διέλυσε έγκαιρα όλες τις δυνατότητες εμφάνισης στην ΕΣΣΔ μιας πέμπτης φάλαγγας και προετοίμασε πολιτικά τη χώρα για την ενεργό άμυνα. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι αν αυτό δεν είχε γίνει έγκαιρα, θα είχαμε βρεθεί, στη διάρκεια των εχθροπραξιών, στην κατάσταση ανθρώπων που δέχονται πυρά από τη γραμμή του μετώπου και από τα μετόπισθεν και θα είχαμε χάσει τον πόλεμο».

Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Χρουστσόφ θα αρνηθεί ότι οι τροτσκιστές και οι μπουχαρινικοί είχαν ξεπέσει στο σημείο να υπερασπίζονται μια αστική και σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα, όπως θα αρνηθεί και το ότι ορισμένοι από αυτούς διατηρούσαν επαφές με ξένες εχθρικές δυνάμεις. Ο Χρουστσιόφ επινοεί τότε τη θεωρία σύμφωνα με την οποία ο σοσιαλισμός είχε θριαμβεύσει οριστικά ήδη από το 1936 και ότι επομένως δεν υπήρχε πλέον κοινωνική βάση ούτε για προδοσία ούτε για καπιταλιστική παλινόρθωση! Να οι κυριότερες διαβεβαιώσεις του:

«Το σοβιετικό κράτος είχε εδραιωθεί, οι εκμεταλλεύτριες τάξεις είχαν ήδη εξοντωθεί, οι σοσιαλιστικές σχέσεις ήταν γερά ριζωμένες σε όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας. (...) Ο σοσιαλισμός είχε βασικά οικοδομηθεί στη χώρα μας, (...) οι εκμεταλλεύτριες τάξεις είχαν γενικά εξοντωθεί, (...) η σοβιετική κοινωνική δομή είχε αλλάξει ριζικά, (...) η κοινωνική βάση για τις πολιτικές ομάδες και κινήσεις που ήταν εχθρικές στο Κόμμα είχε εξαιρετικά συρρικνωθεί».

Ο Χρουστσόφ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εκκαθάριση ήταν μια εντελώς αδικαιολόγητη και αυθαίρετη πράξη, αποκαθιστώντας έτσι τις πολιτικές θέσεις των οπορτουνιστών και των εχθρών του σοσιαλισμού.

Στην Έκθεσή του στο 19ο Συνέδριο, ο Μάλενκοφ υπογραμμίζει τέσσερις σημαντικές αδυναμίες του Κόμματος. Πάνω σε αυτές ακριβώς τις αδυναμίες θα στηριχτεί τέσσερα χρόνια αργότερα ο Χρουστσόφ για να πραγματοποιήσει το αναθεωρητικό του πραξικόπημα.

Ο Μάλενκοφ υπογραμμίζει ότι πολλά γραφειοκρατικοποιημένα στελέχη αρνούνται την κριτική και τον έλεγχο της βάσης και εμμένουν στο φορμαλισμό και στην αδιαφορία.

«Η αυτοκριτική και κυρίως η κριτική που προέρχεται από τη βάση δεν αποτελούν ακόμα (...) την κύρια μέθοδο για να αποκαλύπτουμε και να διορθώνουμε τα λάθη και τις ανεπάρκειές μας, τις αδυναμίες και τις αρρώστιες μας. (...) Η κριτική αποτελεί αντικείμενο για καψόνια και διώξεις. Απαντούμε συχνά αγωνιστές που δεν παύουν να διακηρύσσουν την πίστη τους στο Κόμμα, αλλά που, στην πραγματικότητα, δεν αντέχουν την κριτική που προέρχεται από τη βάση, την καταπνίγουν και εκδικούνται αυτούς που τους κριτικάρουν. Γνωρίζουμε αρκετές περιπτώσεις όπου η γραφειοκρατική στάση απέναντι στην κριτική και την αυτοκριτική (...) σκότωσε την πρωτοβουλία (...) και εμφύσησε σε ορισμένες οργανώσεις τα αντικομματικά ήθη των γραφειοκρατών, των ορκισμένων εχθρών του Κόμματος. Εκεί όπου ο έλεγχος των μαζών πάνω στη δραστηριότητα των οργανώσεων (...) είναι αποδυναμωμένος, εκεί εμφανίζονται (...) η γραφειοκρατία, η σήψη, ακόμα και η αποδιοργάνωση ορισμένων κρίκων του κομματικού μας μηχανισμού. (...) Οι επιτυχίες γέννησαν μέσα στο Κόμμα την αυταρέσκεια, μια επίσημη αισιοδοξία, το πνεύμα εφησυχασμού, την επιθυμία ορισμένων να επαναπαύονται στις δάφνες τους και να καυχιούνται για τα παλιά
ους κατορθώματα. (...) Τα ηγετικά στελέχη μετατρέπουν συχνά τις συνεδριάσεις σε πανηγυρικές εκδηλώσεις απονομής ευσήμων, έτσι που τα λάθη και οι ανεπάρκειες στη δουλειά, οι αρρώστιες και οι αδυναμίες δεν καταγγέλλονται ούτε κριτικάρονται (...) Το πνεύμα ξενοιασιάς εισχώρησε στις οργανώσεις του Κόμματος».

Ξαναβρίσκουμε εδώ ένα θέμα που απασχολεί μόνιμα τον Στάλιν ήδη από τη δεκαετία του ’30: η έκκληση στη βάση για ν’ ασκήσει κριτική και έλεγχο στους γραφειοκράτες που επιζητούν τον εφησυχασμό, που καταπνίγουν τη φωνή των μελών, που απολαμβάνουν την ξενοιασιά τους και συμπεριφέρονται σαν εχθροί του κομμουνισμού. Το κείμενο αυτό μας αφήνει να φανταστούμε τα κύματα κριτικής που ο Στάλιν ήθελε πάλι να ξεσηκώσει κατά των αναθεωρητών.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ο Χρουστσιόφ καταγγέλλει «την ανασφάλεια, το φόβο και την απελπισία» που κατά τη γνώμη του κυριαρχούσαν επί Στάλιν, υπόσχεται στην πραγματικότητα στα οπορτουνιστικά και γραφειοκρατικά στοιχεία ότι κανένας δε θα διαταράξει πια την ηρεμία τους. Δε θα «κατατρέχονται» πια από την «αριστερίστικη» κριτική της βάσης. Η αυταρέσκεια και το πνεύμα εφησυχασμού θα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αναθεωρητικής γραφειοκρατίας που θα πάρει οριστικά την εξουσία επί Χρουστσόφ.

Κατά δεύτερο λόγο, ο Μάλενκοφ καταγγέλλει τους κομμουνιστές που αδιαφορούν για την κομματική πειθαρχία και συμπεριφέρονται σαν ιδιοκτήτες:

«Η τυπική στάση απέναντι στις αποφάσεις του Κόμματος και της κυβέρνησης, η παθητική στάση απέναντι στην εφαρμογή τους, αποτελούν ελαττώματα που πρέπει να ξεριζωθούν αμείλικτα. Το Κόμμα δεν έχει ανάγκη από αδιάφορους και χοντρόπετσους δημόσιους υπαλλήλους, για τους οποίους η προσωπική τους ηρεμία είναι πάνω από τα συμφέροντα της υπόθεσής μας. Χρειάζεται ακούραστους μαχητές, γεμάτους αυταπάρνηση. (...) Αρκετά ηγετικά στελέχη ξεχνούν ότι οι επιχειρήσεις, τη διαχείριση των οποίων τους εμπιστεύτηκαν, ανήκουν στο κράτος. Πασχίζουν να τις μετατρέψουν σε προσωπικά τους φέουδα, όπου κάνουν “ό,τι τους προστάζει το αριστερό τους πόδι”. (...) Έχουμε πολλά ηγετικά στελέχη που πιστεύουν ότι δεν είναι υποχρεωμένα να υπακούν στις αποφάσεις του Κόμματος και στους σοβιετικούς νόμους. (...) Όσοι προσπαθούν να κρύψουν την αλήθεια απ’ το Κόμμα και να το ξεγελάσουν, δεν μπορούν να είναι μέλη του Κόμματος».

Οι άνθρωποι που ο Μάλενκοφ καταγγέλλει στο απόσπασμα αυτό θα βρουν σύντομα τον εκπρόσωπό τους στο πρόσωπο του Χρουστσιόφ. Ο Χρουστσιόφ γινόταν το φερέφωνο των γραφειοκρατών όταν επέκρινε την «υπερβολική εναλλαγή των στελεχών».

Το κείμενο του Μάλενκοφ επιτρέπει επίσης να γίνει καλύτερα κατανοητό τι κρυβόταν πίσω από τις διατριβές του Χρουστσόφ κατά του Στάλιν. Έλεγε ότι ο Στάλιν είχε «εγκαταλείψει τη μέθοδο της ιδεολογικής πάλης»· κολλώντας την ετικέτα «εχθρός του λαού», ο Στάλιν κατέφευγε συστηματικά «στην καταστολή και στην τρομοκρατία».
 Οι φράσεις αυτές σκοπό είχαν να εξασφαλίσουν τη θέση εκείνων στους οποίους επιτίθεται ο Μάλενκοφ με το κείμενό του, εκείνων που μετέτρεπαν τις κρατικές επιχειρήσεις σε ατομική τους ιδιοκτησία, εκείνων που έκρυβαν την αλήθεια απ’ το Κόμμα για να μπορούν να κλέβουν και να σφετερίζονται ατιμώρητα, εκείνων που ξεστόμιζαν «μαρξιστικές-λενινιστικές» φράσεις χωρίς να έχουν την παραμικρή πρόθεση να συμμορφωθούν ανάλογα. Με τον Χρουστσόφ, όλοι όσοι ποθούσαν να γίνουν αστοί με ισότιμη συμμετοχή στα κέρδη δεν είχαν πλέον λόγους ν’ ανησυχούν για «την καταστολή και την τρομοκρατία» της σοσιαλιστικής εξουσίας.

Τρίτον, ο Μάλενκοφ τα βάζει με τα στελέχη που συγκροτούν φατρίες που ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο και πλουτίζουν παράνομα.

«Ορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι διασπαθίζουν για λογαριασμό τους τα αγαθά των κολχόζ, (...) ιδιοποιούνται συνεταιριστική γη, υποχρεώνουν τα διευθυντικά στελέχη των κολχόζ να τους προμηθεύουν δωρεάν σπόρους, κρέας, γάλα και άλλα προϊόντα. (...) Ορισμένα ηγετικά στελέχη δεν επιλέγουν τους συνεργάτες τους με βάση τα πολιτικά και πρακτικά προσόντα τους, αλλά με πνεύμα οικογενειακό, συναδελφικό και συντεχνιακό... Οι διαστρεβλώσεις αυτές γεννούν μέσα σε ορισμένες οργανώσεις μια φατρία ανθρώπων που αλληλουποστηρίζονται και βάζουν τα ομαδικά τους συμφέροντα πάνω από του Κόμματος και του κράτους. Δεν εκπλήσσει καθόλου το γεγονός ότι μια τέτοια ατμόσφαιρα οδηγεί συνήθως στην αποσύνθεση και στη σήψη. (...) Η ανέντιμη και ανεύθυνη στάση απέναντι στην εκτέλεση των οδηγιών των καθοδηγητικών οργανισμών είναι μία από τις πιο επικίνδυνες και εγκληματικές εκδηλώσεις της γραφειοκρατίας. (...) Ο έλεγχος της εκτέλεσης των οδηγιών γίνεται με σκοπό να εντοπιστούν οι ανεπάρκειες, να ξεσκεπαστούν οι παρανομίες, να βοηθηθούν με συμβουλές οι τίμιοι εργαζόμενοι, να τιμωρηθούν οι αδιόρθωτοι».

Επί Χρουστσόφ, δεν επιλέγονται τα στελέχη που διαθέτουν τα καλύτερα πολιτικά προσόντα: εντελώς αντίθετα, αυτοί θα «εκκαθαριστούν» ως «σταλινικοί». Γύρω από τους Μπέρια, Χρουστσιόφ, Μικογιάν, Μπρέζνιεφ, θα δημιουργηθούν αστικές κλίκες, εντελώς απαλλαγμένες από τον επαναστατικό λαϊκό έλεγχο, όπως ακριβώς τις περιγράφει ο Μάλενκοφ. Ο Στάλιν δε θα είναι πια εκεί για «να τιμωρεί τους αδιόρθωτους», οι αδιόρθωτοι θα τιμωρούν πια τους αληθινούς κομμουνιστές.

Τέλος, ο Μάλενκοφ κριτικάρει τα στελέχη που παραμελούν την ιδεολογική δουλειά, επιτρέποντας έτσι στα αστικά ρεύματα να αναδυθούν ξανά και να πάρουν το πάνω χέρι στο ιδεολογικό μέτωπο.

«Σε πολλές οργανώσεις του Κόμματος, παρουσιάζεται υποτίμηση της ιδεολογικής δουλειάς, διαπιστώνεται καθυστέρηση στην εκτέλεση των κομματικών καθηκόντων, ενώ σε ορισμένες οργανώσεις η δουλειά αυτή βρίσκεται σε κατάσταση εγκατάλειψης. (...) Κάθε αποδυνάμωση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας ισοδυναμεί με ενίσχυση της επιρροής της αστικής ιδεολογίας. (...) Εξακολουθούν να υπάρχουν στο Κόμμα μας επιβιώσεις της αστικής ιδεολογίας, της ιδιοκτησιακής νοοτροπίας και ηθικής. Οι επιβιώσεις αυτές είναι πολύ ισχυρές, μπορεί να πληθύνουν, να αναπτυχθούν, και γι’ αυτό πρέπει να τις καταπολεμήσουμε αποφασιστικά. Ούτε έχουμε ανοσία απέναντι στη διείσδυση ιδεών που μας είναι ξένες, απέξω, απ’ τη μεριά των καπιταλιστικών κρατών, και από μέσα, απ’ τη μεριά των υπολειμμάτων ομάδων εχθρικών προς τη σοβιετική εξουσία. (...)

Όποιος ζει με συνταγές που έχει αποστηθίσει και δεν έχει την αίσθηση του νέου, είναι ανίκανος να προσανατολιστεί σωστά στην εσωτερική και εξωτερική συγκυρία. (...) Ορισμένες οργανώσεις παθιάζονται με την οικονομία, ξεχνούν τα ιδεολογικά προβλήματα. (...) Εκεί όπου χαλαρώνει η προσοχή για τα ιδεολογικά προβλήματα, δημιουργείται γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια απόψεων και αντιλήψεων που μας είναι εχθρικές. Τα ξένα στοιχεία, που πρόβαλαν μέσα από τα απομεινάρια αντιλενινιστικών ομάδων που εξαπλώθηκαν από το Κόμμα, επιδιώκουν να πάρουν στα χέρια τους διάφορους τομείς της ιδεολογικής δουλειάς».

Ο Χρουστσόφ θα εκχυδαΐσει το λενινισμό, μετατρέποντάς τον σε μια σειρά από συνταγές κενές από κάθε επαναστατικό πνεύμα. Το κενό που θα δημιουργηθεί με αυτόν τον τρόπο θα ενισχύσει τις παλιές αστικές και σοσιαλδημοκρατικές ιδεολογίες που θα αναζωογονηθούν και πάλι. Επιπλέον, ο Χρουστσιόφ θα παραποιήσει ή θα απαλείψει χωρίς περιστροφές τις βασικές έννοιες του μαρξισμού-λενινισμού: την αντιιμπεριαλιστική πάλη, τη σοσιαλιστική επανάσταση, τη δικτατορία του προλεταριάτου, τη συνέχιση της ταξικής πάλης, την αντίληψη για το λενινιστικό κόμμα κλπ. Όταν κάνει λόγο για «μαρξιστική διαπαιδαγώγηση», προτείνει τα αντίθετα απ’ ό,τι ο Μάλενκοφ! Ο Χρουστσιόφ θα πει:

«Για πολλά χρόνια, τα στελέχη του Κόμματός μας ήταν ανεπαρκώς καταρτισμένα στα (...) πρακτικά ζητήματα της οικονομικής οικοδόμησης».

Αποκαθιστώντας τους οπορτουνιστές και τα εχθρικά στοιχεία που χτυπήθηκαν στη διάρκεια των εκκαθαρίσεων, ο Χρουστσόφ επέτρεψε την αναβίωση των τσαρικών, αστικών και σοσιαλδημοκρατικών ιδεολογικών ρευμάτων.

Στην Ολομέλεια που πραγματοποιήθηκε μετά το 19ο Συνέδριο, ο Στάλιν ήταν ακόμα πιο σκληρός στην κριτική που άσκησε σε βάρος των Μικογιάν, Μόλοτοφ και Βοροσίλοφ, ενώ ήρθε μάλλον σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Μπέρια. Όλα τα μέλη της ηγεσίας καταλάβαιναν πολύ καλά ότι ο Στάλιν απαιτούσε ριζική αλλαγή πλεύσης. Ο Χρουστσιόφ είχε σαφώς καταλάβει το μήνυμα, και, όπως κι οι άλλοι, έχωσε το κεφάλι στους ώμους:

«Ο Στάλιν είχε προφανώς σκοπό να ξεμπερδέψει με όλα τα παλιά μέλη του Πολιτικού Γραφείου. Είχε συχνά δηλώσει ότι τα μέλη του Πολιτικού Γ ραφείου έπρεπε ν’ αντικατασταθούν από νέους ανθρώπους. Η πρόταση που διατύπωσε μετά το 19ο Συνέδριο για την εκλογή είκοσι πέντε ατόμων στο Προεδρείο της Κεντρικής Επιτροπής αποσκοπούσε στην εξόντωση των παλιών μελών του Πολιτικού Γραφείου και στην προώθηση λιγότερο έμπειρων ατόμων. (...) Μπορεί να υποθέσει (!) κανείς ότι αυτό είχε επίσης σαν στόχο τη μελλοντική εξόντωση των παλιών μελών του Πολιτικού Γραφείου, γεγονός που θα επέτρεπε να καλυφτούν μ’ ένα πέπλο σιωπής όλες οι επαίσχυντες πράξεις του Στάλιν».

Την εποχή εκείνη, ο Στάλιν ήταν ήδη ένας άνθρωπος ηλικιωμένος, εξουθενωμένος και άρρωστος. Ενεργούσε με σύνεση. Εχοντας φτάσει στο συμπέρασμα ότι τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου δεν ήταν πια στο ύψος των περιστάσεων, προώθησε νέους πιο επαναστατικούς ανθρώπους στο Προεδρείο για να τους υποβάλει στη δοκιμασία και να τους κρίνει. Οι αναθεωρητές και οι συνωμότες όπως οι Χρουστσόφ, Μπέρια και Μικογιάν ήξεραν ότι θα έχαναν σύντομα τις θέσεις τους.

Σύμφωνα πάντοτε με τον Χρουστσιόφ, ο Στάλιν φέρεται να είπε στα μέλη του Πολιτικού Γ ραφείου, μετά την υπόθεση της συνωμοσίας των γιατρών, στα τέλη του 1952:

«Είστε τυφλοί όπως τα νεογέννητα γατιά. Τι θ’ απογίνετε χωρίς εμένα; Η χώρα θα αφανιστεί επειδή δεν ξέρετε πώς να αναγνωρίζετε τους εχθρούς».

Ο Χρουστσιόφ παραθέτει αυτή τη δήλωση ως αποδεικτικό στοιχείο της αλαζονείας και της παράνοιας του Στάλιν. Όμως, η ιστορία έδειξε πόσο εύστοχη ήταν η παρατήρηση αυτή.

ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΥΣΤΣΙΟΦ

Οι ραδιουργίες του Μπέρια

Ο Ζντάνοφ, ο πιθανός διάδοχος του Στάλιν, πεθαίνει τον Αύγουστο του 1948.

Ήδη πριν από το θάνατό του, μία γιατρός, η Λίντια Τιμασούκ, είχε κατηγορήσει τους γιατρούς του Στάλιν ότι εφάρμοζαν μια ακατάλληλη θεραπεία με σκοπό να επισπεύσουν το θάνατό του. Στη συνέχεια θα επαναλάμβανε τις κατηγορίες αυτές:

Στη διάρκεια του 1949, σχεδόν όλο το περιβάλλον του Ζντάνοφ συλλαμβάνεται και εκτελείται. Ο Κουζνετσόφ, γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής και δεξί χέρι του Ζντάνοφ, ο Ροντιόνοφ, πρωθυπουργός της Ρωσικής Δημοκρατίας, και ο Βοζνεσένσκι, πρόεδρος του Πλάνου, είναι τα κυριότερα θύματα. Συμπεριλαμβά-νονται στα πιο ξεχωριστά στελέχη της νέας γενιάς. Ο Χρουστσόφ « αποδίδει ουσιαστικά την εξόντωσή τους στις ραδιουργίες του Μπέρια. Ο Στάλιν είχε κριτικάρει ορισμένες θεωρίες του Βοζνεσένσκι, που βεβαίωνε συγκεκριμένα ότι ο νόμος της αξίας έπρεπε να ρυθμίζει την κατανομή των κεφαλαίων και της εργασίας ανάμεσα στους διάφορους κλάδους. Στην περίπτωση αυτή, λέει ο Στάλιν, κεφάλαια και δυνάμεις εργασίας θα στραφούν προς την ελαφριά βιομηχανία, που είναι πιο αποδοτική, σε βάρος της βαριάς βιομηχανίας.

«Ο τομέας του νόμου της αξίας είναι οροθετημένος στην περίπτωσή μας από την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, από την επίδραση του νόμου της αρμονικής ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας».

Στο κείμενό του όμως, ο Στάλιν αναιρεί οπορτουνιστικές απόψεις δίχως να χαρακτηρίζει εχθρούς τους εκφραστές τους. Σύμφωνα με τον Χρουστσόφ, ο Στάλιν επενέβη αρκετές φορές προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος ο Βοζνεσένσκι και να του ανατεθεί η διοίκηση της Κρατικής Τράπεζας.

Όσο για τις κατηγορίες της Τιμασούκ κατά των γιατρών του Ζντάνοφ, η κόρη του Στάλιν, Σβετλάνα, διηγείται ότι ο πατέρας της αρχικά «δεν πίστευε ότι οι γιατροί ήταν ανέντιμοι». Ο Αμπακούμοφ, υπουργός Κρατικής Ασφάλειας και στενός συνεργάτης του Μπέρια, ανέλαβε τότε την έρευνα. Όμως, τέλη του 1951, ο Ιγκνάτιεφ, άνθρωπος του Κόμματος χωρίς πείρα στην Ασφάλεια, αντικατέστησε τον Αμπακούμοφ, που συνελήφθη για έλλειψη επαγρύπνησης. Μήπως ο Αμπακούμοφ προστάτευε το αφεντικό του, τον Μπέρια;

Η έρευνα διεξαγόταν τώρα από τον Ριούμιν, πρώην υπεύθυνο Ασφάλειας στην προσωπική γραμματεία του Στάλιν. Εννέα γιατροί συνελήφθησαν με την κατηγορία ότι είχαν «διασυνδέσεις με τη διεθνή οργάνωση JOINT (American-Jewish Joint Distribution Committee), που είχε ως μέλη Εβραίους αστούς εθνικιστές και είχε συγκροτηθεί από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες».

Η υπόθεση αυτή ερμηνεύτηκε σαν μια πρώτη επίθεση του Στάλιν ενάντια στον Μπέρια.

Μια δεύτερη εκτυλίσσεται παράλληλα. Το Νοέμβρη του 1951, υπεύθυνοι της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γεωργίας συλλαμβάνονται για υπεξαίρεση δημόσιων πόρων και κλοπή κρατικής ιδιοκτησίας και κατηγορούνται ότι είναι αστικά εθνικιστικά στοιχεία που συνδέονται με τις αγγλοαμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Κατά την εκκαθάριση που επακολουθεί,πάνω από τα μισά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, που θεωρούνται άνθρωποι του Μπέρια, χάνουν τη θέση τους. Ο νέος πρώτος γραμματέας αναφέρει στην έκθεσή του ότι η εκκαθάριση έγινε «σύμφωνα με τις προσωπικές οδηγίες του συντρόφου Στάλιν».

Ο θάνατος του Στάλιν

Μερικούς μήνες πριν από το θάνατο του Στάλιν, εξαρθρώθηκε όλο το σύστημα ασφάλειας που τον προστάτευε. Ο Αλεξάντρ Πο-σκρεμπίσεφ, προσωπικός γραμματέας του που τον υπηρετούσε με αξιοθαύμαστη αποτελεσματικότητα από το 1928, αποπέμφθηκε και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, επειδή είχε δήθεν υπεξαιρέσει απόρρητα έγγραφα. Ο αντισυνταγματάρχης Νικολάι Βλάσικ, αρχηγός της προσωπικής ασφάλειας του Στάλιν 25 ολόκληρα χρόνια, συνελήφθη στις 16 Δεκέμβρη του 1952 και πέθανε λίγες βδομάδες αργότερα στη φυλακή. Ο γενικός επιτελάρχης Πιοτρ Κοσίνκιν, υποδιοικητής της Φρουράς του Κρεμλίνου, υπεύθυνος για την ασφάλεια του Στάλιν, πέθανε «από καρδιακή προσβολή» στις 17 Φλεβάρη του 1953.0 Ντεριάμπιν γράφει:

«Η διεργασία απογύμνωσης του Στάλιν από όλη την προσωπική του ασφάλεια (ήταν) μια μελετημένη και πολύ καλά εκτελεσμένη επιχείρηση».

Μόνο ο Μπέρια ήταν σε θέση να διευθύνει μια τέτοια συνωμοσία.

Την 1η Μάρτη, στις 11 το βράδυ, η φρουρά βρίσκει τον Στάλιν ξαπλωμένο στο πάτωμα του δωματίου του, αναίσθητο. Με το τηλέφωνο, καλούνται τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου. Ο Χρουστσιόφ βεβαιώνει ότι κι ο ίδιος έφτασε επιτόπου, κι έπειτα «καθένας γύρισε σπίτι του».

Κανένας δεν ειδοποιεί γιατρό... Δώδεκα ώρες μετά την κρίση που υπέστη, ο Στάλιν δέχεται τις πρώτες φροντίδες. Πεθαίνει στις 5 Μάρτη. Οι Λιούις και Ουάιτχεντ γράφουν:

«Ορισμένοι ιστορικοί διακρίνουν τα αποδεικτικά στοιχεία ενός προμελετημένου φόνου. Ο Αμπντουραχμάν Αφτορχάνοφ εντοπίζει τα αίτια στην ολοφάνερη προετοιμασία από τον Στάλιν μιας εκκαθάρισης ανάλογης μ’ εκείνη της δεκαετίας του ’30».

Αμέσως μετά το θάνατο του Στάλιν, συγκαλείται σε σύσκεψη το Προεδρείο. Με την έναρξή της, ο Μπέρια προτείνει τον Μάλενκοφ ως πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου και ο Μάλενκοφ ζητάει την αναγόρευση του Μπέρια ως πρώτου αντιπροέδρου και υπουργού Εσωτερικών και Κρατικής Ασφάλειας. Στους μήνες που ακολουθούν, ο Μπέρια κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή. «Διανύσαμε τότε μια πολύ επικίνδυνη περίοδο», γράφει ο Χρουστσόφ.

Με το που αναλαμβάνει και πάλι επικεφαλής της Ασφάλειας, ο Μπέρια διατάζει τη σύλληψη του Ποσκρεμπίσεφ, του γραμματέα του Στάλιν, και στη συνέχεια του Ριούμιν που είχε διευθύνει τις έρευνες για τον ύποπτο θάνατο του Ζντάνοφ. Ο Ιγκνάτιεφ, προϊστάμενος του Ριούμιν, καταγγέλλεται για το ρόλο του στην ίδια υπόθεση. Στις 3 Απρίλη, οι γιατροί που είχαν κατηγορηθεί ότι σκότωσαν τον Ζντάνοφ, αφήνονται ελεύθεροι. Ο ακονιστής Ουίτλιν βεβαιώνει ότι αποκαθιστώντας τους Εβραίους γιατρούς, ο Μπέρια επιδιώκει «να αμαυρώσει την εξωτερική πολιτική του Στάλιν, που στρεφόταν ουσιαστικά κατά της Δύσης, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας».

Τον Απρίλη πάντα, ο Μπέρια οργανώνει μια αντίπραξη στη γενέτειρά του, τη Γεωργία. Τοποθετεί και πάλι τους ανθρώπους του στην ηγεσία του Κόμματος και του κράτους, ο Ντεκανόζοφ (που θα τουφεκιστεί μαζί με τον Μπέρια) γίνεται υπουργός Κρατικής Ασφάλειας σε αντικατάσταση του Ρουχάντζε, που συλλαμβάνεται ως «εχθρός του λαού».

Ίντριγκες του Χρουστσόφ ενάντια στον Μπέρια

Στο μεταξύ, ο Χρουστσόφ ραδιουργεί σε βάρος του Μπέρια. Κερδίζει πρώτα την υποστήριξη του «προστατευόμενου» του Μπέρια, του Μάλενκοφ, κι έπειτα συναντάται προσωπικά με όλους τους άλλους. Ο τελευταίος με τον οποίο έρχεται σε επαφή είναι ο Μικογιάν, ο καλύτερος φίλος του Μπέρια. Στις 24 Ιούνη συγκαλείται το Προεδρείο. Στη διάρκεια της συνεδρίασης συλλαμβάνεται ο Μπέρια. Ο Μικογιάν εκφράζει την άποψη ότι ο Μπέρια «θα δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις επικρίσεις μας... η περίπτωσή του δεν είναι ανέλπιδη».

Επειτα από ένα προσυμφωνημένο σύνθημα, έντεκα στρατάρχες και στρατηγοί που ενέχονται στη συνωμοσία και διευθύνονται από τον Ζούκοφ, μπαίνουν στην αίθουσα και συλλαμβάνουν τον Μπέρια, που θα τουφεκιστεί μαζί με τους συνεργάτες του στις 23 Δεκέμβρη του 1953.

Στις 14 Ιούλη του 1953, ο στρατηγός Αλεξέι Αντόνοφ και ο γενικός επιτελάρχης Εφίμοφ οργανώνουν ένα «πραξικόπημα» στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γεωργίας και αποπέμπουν τους ανθρώπους του Μπέρια. Ο Μζαβανάντζε, πρώην αντιστράτηγος, γίνεται πρώτος γραμματέας του Κόμματος.

Ο Ριούμιν είχε συλληφθεί από τον Μπέρια στις 5 Απρίλη του 1953. Δεκαπέντε μήνες αργότερα, οι χρουστσιοφικοί τον καταδικάζουν για την ανάμιξή του στην «Υπόθεση των γιατρών». Τουφεκίζεται στις 23 Ιούλη. Ωστόσο, ο Ιγκνάτιεφ, ο προϊστάμενός του και προστατευόμενος του Χρουστσιόφ, διορίζεται πρώτος γραμματέας της Δημοκρατίας της Μπασκιρίας.

Τέλη Δεκέμβρη του 1954, ο Αμπακούμοφ, πρώην υπουργός Κρατικής Ασφάλειας, και οι βοηθοί του καταδικάζονται σε θάνατο επειδή κατασκεύασαν, με οδηγίες του Μπέρια, την «Υπόθεση του Λένινγκραντ» εναντίον του Βοζνεσένσκι και των φίλων του.

Το Σεπτέμβρη του 1955, ο Νικολάι Ρουχάτζε, υπεύθυνος Ασφάλειας στη Γεωργία, υπεύθυνος για την εκκαθάριση ενάντια στους ανθρώπους του Μπέρια το 1951, καταδικάζεται και τουφεκίζεται ως «συνεργός του Μπέρια».

Έτσι, από το 1950 ως το 1955, διάφορες κλίκες αναθεωρητών τράβηξαν τα μαχαίρια τους για να τακτοποιήσουν τους λογαριασμούς τους και εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να εξοντώσουν οπαδούς του Στάλιν.

Οι εχθροί «αποκαθίστανται»

Μετά το θάνατο του Στάλιν, επί Χρουστσόφ, οπορτουνιστές και εχθροί του λενινισμού, που είχαν δίκαια εκτοπιστεί στη Σιβηρία επί Στάλιν, αποκαταστάθηκαν και τοποθετήθηκαν σε διευθυντικές θέσεις. Ο γιος του Χρουστσιόφ, Σεργκέι, μας λέει τα εξής: Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, ο Χρουστσιόφ και ο Μικογιάν είχαν στενή συνεργασία με κάποιον Σνέγκοφ, που είχε καταδικαστεί το 1938 σε φυλάκιση 25 χρόνων ως εχθρός του λαού.

Το 1956, ο Χρουστσιόφ τον έβγαλε από κάποιο στρατόπεδο για να καταθέσει «για τα σταλινικά εγκλήματα». Όμως, ο Σνέγκοφ «απέδειξε» στο γιο του Χρουστσιόφ ότι «δεν επρόκειτο τόσο για τυχαία σφάλματα και λάθη του Στάλιν, αλλά ότι η σφαλερή και εγκληματική πολιτική του ήταν η αιτία όλων των κακών. Και ότι αυτή η πολιτική δεν πρόβαλε ξαφνικά στα μέσα της δεκαετίας του ’30, αλλά ότι είχε τις ρίζες της στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και στον εμφύλιο πόλεμο». Ενα τέτοιο υποκείμενο, που δηλώνει ανοιχτά αντίπαλος της Οκτωβριανής Επανάστασης, διορίστηκε απ’ τον Χρουστσιόφ επίτροπος στο υπουργείο Εσωτερικών, όπου ασχολήθηκε ειδικά με την αποκατάσταση των «θυμάτων του σταλινισμού»!

Ο Χρουστσόφ ψάρεψε επίσης τον πανούργο Σολζενίτσιν μέσα από ένα στρατόπεδο εργασίας. Ετσι, ο ηγέτης των αναθεωρητών που ορκιζόταν «επιστροφή στο λενινισμό», συμμάχησε με έναν τσαρικό αντιδραστικό για να πολεμήσει το «σταλινισμό». Οι δύο απατεώνες συνεννοούνταν θαυμάσια. Σε μια έξαρση αβροφροσύνης για το «μαρξιστή» σύνεργό του, ο Σολζενίτσιν θα γράψει αργότερα:

«Ήταν αδύνατο να προβλεφτεί η ξαφνική, βροντερή και οργίλη επίθεση κατά του Στάλιν που ο Χρουστσιόφ φύλαγε στην άκρη για το 22ο Συνέδριο! Δε θυμάμαι να έχω διαβάσει εδώ και πολύ καιρό κάτι τόσο ενδιαφέρον».

Ο Χρουστσιόφ και η ειρηνική αντεπανάσταση

Μετά την εκτέλεση του Μπέρια, ο Χρουστσιόφ επιβλήθηκε ως η κυρίαρχη φυσιογνωμία του Προεδρείου. Στο 20ό Συνέδριο, το Φλεβάρη του 1956, άλλαξε ολοκληρωτικά την πολιτική και ιδεολογική γραμμή του Κόμματος. Διατυμπάνιζε ότι η «λενινιστική δημοκρατία» και η «συλλογική ηγεσία» είχαν αποκατασταθεί, αλλά σχεδόν επέβαλε τη μυστική του έκθεση για τον Στάλιν στα άλλα μέλη του Προεδρείου. Ο Μόλοτοφ καταθέτει:

«Όταν ο Χρουστσιόφ διάβασε την έκθεσή του στο 20ό Συνέδριο, με είχαν ήδη κάνει πέρα. Με ρωτούν συχνά: Γιατί δεν πήρατε στο 20ό Συνέδριο το λόγο εναντίον του Χρουστσιόφ; Το Κόμμα δεν είχε προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο. Θα μας είχαν πετάξει έξω. Παραμένοντας στο Κόμμα, έλπιζα ότι θα μπορούσαμε να διορθώσουμε κάπως την κατάσταση».

Η πάλη ανάμεσα στις δύο γραμμές, ανάμεσα στο μαρξισμό-λενινισμό και τις αστικές παρεκκλίσεις δεν είχε πάψει να διεξάγεται από τις 25 Οκτώβρη του 1917. Με τον Χρουστσόφ, ο συσχετισμός δυνάμεων ανατράπηκε και ο οπορτουνισμός, που μέχρι τότε είχε καταπολεμηθεί και κατασταλεί, αναρριχήθηκε στην κορυφή του Κόμματος.
Ο αναθεωρητισμός εκμεταλλεύτηκε τη θέση αυτή για να εξοντώσει λίγο-λίγο τις μαρξιστικές-λενινιστικές δυνάμεις.

Όταν πέθανε ο Στάλιν, στο Προεδρείο υπήρχαν δέκα: οι Μάλενκοφ, Μπέρια, Χρουστσιόφ, Μικογιάν, Μόλοτοφ, Καγκάνοβιτς, Βοροσίλοφ, Μπουλ-γκάνιν, Σαμπούροφ και Περβούχιν. Μετά την εξόντωση του Μπέρια, ο Μικογιάν βεβαίωνε το 1956 ότι το Προεδρείο αποτελούσε μια «ισχυρά ενωμένη συλλογική ηγεσία».Τον επόμενο χρόνο, όμως, ο Χρουστσιόφ και ο Μικογιάν ξεφορτώθηκαν όλους τους άλλους με το επιχείρημα ότι «αυτοί οι αποστάτες (...) ήθελαν να επιστρέφουν στους δύσκολους για το Κόμμα μας και τη χώρα καιρούς της επικράτησης των αξιοκατάκριτων μεθόδων και ενεργειών, που γέννησε η προσωπολατρία, στους καιρούς που κανένας δεν ήταν ασφαλής από την αυθαιρεσία και τους διωγμούς».

 Η εξόντωση αυτή της μαρξιστικής-λενινιστικής πλειοψηφίας του Προεδρείου έγινε δυνατή χάρη στην επέμβαση του στρατού, και ιδιαίτερα του Ζούκοφ, και των γραμματέων των περιοχών, που έσπευσαν να βοηθήσουν τον Χρουστσιόφ που μειοψηφούσε. Οι δισταγμοί, η μικρή πολιτική διορατικότητα, το πνεύμα συμφιλίωσης των Μόλοτοφ, Μάλενκοφ και Καγκάνοβιτς προκάλεσαν την ήττα τους.

Στη διεθνή πολιτική, η γραμμή που ακολουθήθηκε από τον Στάλιν από το 1945 ως το 1953 εγκαταλείφτηκε ολοκληρωτικά. Ο Χρουστσόφ συνθηκολόγησε απέναντι στην παγκόσμια αστική τάξη. Στο 20ό Συνέδριο είπε:

«Το Κόμμα απέρριψε τις ξεπερασμένες έννοιες. (...) Θέλουμε να είμαστε φίλοι με τις Ηνωμένες Πολιτείες. (...) Η Γιουγκοσλαβία καταγράφει σημαντικά αποτελέσματα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. (...) Η εργατική τάξη μπορεί να κατακτήσει μια γερή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο και να το μετατρέψει σε όργανο μιας αυθεντικής λαϊκής θέλησης».

Ο Χρουστσόφ ξεκίνησε τη διάλυση του έργου του Στάλιν κάνοντας ελκυστικές προβλέψεις. Ξανακούγοντάς τες σήμερα, ο Χρουστσιόφ παρουσιάζεται μπροστά μας στον πραγματικό του ρόλο του παλιάτσου.
«Την περίοδο της προσωπολατρίας», λέει ο Χρουστσόφ, «είχαν εμφανιστεί άνθρωποι που έριχναν στάχτη στα μάτια». Με τον Στάλιν, αυτοί οι κόλακες και οι ταχυδακτυλουργοί φυσικά εξαφανίστηκαν. Να γιατί ο Χρουστσόφ συνεχίζει με παρρησία το λόγο του: «Στα επόμενα δέκα χρόνια (1961-1970) η Σοβιετική Ενωση, που δημιουργεί την υλικοτεχνική βάση του κομμουνισμού, θα ξεπε-ράσει ως προς την παραγωγή ανά κάτοικο την πιο ισχυρή και πλούσια καπιταλιστική χώρα, τις ΗΠΑ».

Είκοσι χρόνια μετά την «είσοδο στον κομμουνισμό» που υποσχέθηκε ο Χρουστσόφ για το 1970, η Σοβιετική Ενωση διαλύθηκε κάτω απ’ τα πλήγματα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Οι δημοκρατίες της παραδόθηκαν στους μαφιόζους και στους άρπαγες καπιταλιστές, ο λαός βυθίστηκε στην αθλιότητα και την ανεργία, το έγκλημα βασιλεύει παντού, ο εθνικισμός και ο φασισμός προκαλούν φοβερούς εμφύλιους πολέμους, οι νεκροί μετριούνται κατά δεκάδες χιλιάδες, οι πρόσφυγες κατά εκατομμύρια.

Οσο για τον Στάλιν, στην εποχή του έτυχε ν’ αναφερθεί στο αβέβαιο μέλλον. Τα συμπεράσματα που έγραψε το 1938 στην Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος (μπ.) της ΕΣΣΔ, αξίζει να τα ξαναδιαβάσουμε κάτω από το φως των πρόσφατων γεγονότων. Περιέχουν έξι ουσιαστικά διδάγματα, βγαλμένα από την εμπειρία του μπολσεβίκικου Κόμματος. Το τέταρτο λέει τα εξής:

«Δε θα μπορούσαμε να επιτρέψουμε να υπάρχουν στο γενικό επιτελείο της εργατικής τάξης σκεπτικιστές, οπορτουνιστές, συνθηκολόγοι και προδότες. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τυχαίο το γεγονός ότι οι τροτσκιστές, οι μπουχαρινικοί και οι αστοί εθνικιοτές κατάντησαν πράκτορες των ξένων υπηρεσιών πληροφοριών. Από μέσα είναι που κυριεύονται ευκολότερα τα φρούρια».

Ετσι, ο Στάλιν είχε προβλέψει τι θα συνέβαινε στη Σοβιετική Ενωση τη μέρα που ένας Γκορμπατσόφ και ένας Γέλτσιν θα έμπαιναν στο Πολιτικό Γ ραφείο.

Στο τέλος του 20ού αιώνα, η ανθρωπότητα οδηγείται κατά κάποιο τρόπο πάλι πίσω στην αφετηρία, στα χρόνια 1900-1914, τότε που οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις πίστευαν ότι μπορούσαν να ρυθμίσουν μεταξύ τους την τύχη του κόσμου. Στα χρόνια που θα ’ρθουν, στο βαθμό που ο απάνθρωπος, βάρβαρος και εγκληματικός χαρακτήρας του ιμπεριαλισμού θα αποκαλύπτεται όλο και πιο καθαρά, οι νέες γενιές που δε γνώρισαν τον Στάλιν θα θελήσουν να τον τιμήσουν. Θα επικροτήσουν τα λόγια του Μάο Τσετούνγκ που, στις 21 Δεκέμβρη του 1939, στις δύσβατες απόμακρες περιοχές της τεράστιας Κίνας, γιόρταζε τα εξηκοστά γενέθλια του Στάλιν:

«Γιορτάζω τον Στάλιν σημαίνει παίρνω θέση υπέρ του, υπέρ του έργου του, υπέρ της νίκης του σοσιαλισμού, υπέρ του δρόμου που δείχνει στην ανθρωπότητα, σημαίνει αισθάνομαι για κείνον ό,τι για έναν πολύ αγαπητό φίλο. Γιατί η τεράστια πλειονότητα της ανθρωπότητας ζει σήμερα μέσα στα βάσανα, και δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτά παρά μόνο ακολουθώντας το δρόμο που δείχνει ο Στάλιν και με τη βοήθειά του».


ΤΕΛΟΣ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger