{[['']]}
Εγώ λοιπόν δε βρέθηκα στην ανάγκη να σκοτώσω κι αυτός ήταν τυχερός. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω κι ας ήταν απ’ αυτούς που οργίασαν σε βάρος των αριστερών στο χωριό. Πρόκειται
για καθυστερημένο κοινωνικά στοιχείο όπως ήταν όλοι οι χίτες του χωριού μου. Θα μπορούσα κι από κει που ήμουνα, μόλις τον είδα να του την στήσω και να τον χτυπήσω σίγουρα εξ επαφής κριμένος στα κλίματα, όμως δεν το ήθελα. Όλη εκείνη η μέρα πέρασε με αγωνία, γιατί γύοω στα αμπέλια ήρθε κόσμος. Στο διπλανό αμπέλι ήρθε ο γείτονας. Απέναντι άλλοι. Το πόδι μου άρχισε να πονάει φοβερά όπως ήταν κρεμασμένο. Κάθησα ακίνητος δεκαπέντε ώρες. Είχα πονοκέφαλο και διψούσα πολύ. Είχα πυρετό. Τα κούρμπενα κρατούσαν ίσκιο αλλά η ζέστη ήταν αφόρητη.
Όταν νύχτωσε αποφάσισα να κατέβω στην ποταμιά στα ποτιστικά και στο μύλο. Εκεί υπήρχαν πιθανότητες περισσότερες για να συναντήσω κάποιον δικό μου ή να μάθω κάτι τουλάχιστον εξ ακοής. Κίνησα σιγά - σιγά την κατηφόρα και κούτσα - κούτσα έφθασα στη θέση Αχούρια. Σταμάτησε στο χτήμα του Σ. X. Είχε ωραία αχλάδια και έφαγα αρκετά. Είδα γύρω ότι ήταν περιποιημένα και κατάλαβα ότι κάποιος θάρχεται στο χτήμα. Γι’ αυτό πρόσεξα να μην αφήσω ίχνη. Έφθασα στο ποτιστικό του Κ. Κ. Είχε έναν κήπο με κρεμμύδια όψιμα. Κατέβηκα κι έβγαλα πέντε - έξι αλλά αραιά εδώ κι εκεί για να μην το καταλάβει και ψιλιαστεί. Έφθασα απέναντι από τον νερόμυλο μας. Κάθισα αρκετή ώρα για να βεβαιωθώ ότι έχει ησυχία. Υπήρχε κίνδυνος να την έχουν στήσει εκεί. Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος πέρασα απέναντι.
Ο μύλος ήταν έρημος. Η πόρτα έχασκε ανοιχτή κι έμοιαζε σαν στόμα νεκροκεφαλής. Το ίδιο και το ανοιχτό παράθυρο, έμενε ορθάνοιχτο και κενό σαν κόγχη βγαλμένου ματιού. Βούρκωσαν τα μάτια μου. Κάθισα πάνω στ’ αμπάρι μέσα στο σκοτάδι και για κάμποση ώρα η σκέψη μου έτρεξε στα περασμένα. Εκεί, τέτοιον καιρό πριν την καταστροφή, υπήρχε ζωή και δράση. Ο μύλος γουργούριζε ρυθμικά και η ρεματιά αντηχούσε. Οι πελάτες, μέσα κι έξω κουβέντιαζαν, τραγουδούσαν, αστειεύοταν κι έψηναν κουλούρες από το φρέσκο αλεύρι. Τώρα νέκρα, ερημιά, καταστροφή.
Ένοιωσα ένα αίσθημα ενοχής και είπα μέσα μου: «Ορίστε κύριε τι κατάφερες. Τα κατάστρεψες όλα. Εσύ είσαι ο ένοχος». Μια δίκη μέσα στο σκοτάδι. Το αδειανό αμπάρι ήταν το εδώλιο του κατηγορούμενου. Κι όλα γύρω τ’ άψυχα, πήραν ψυχή κι έγιναν κατήγοροι. Πήραν τη θέση των ζωντανών, του πατέρα μου, της μάνας μου, του αδερφού μου, όλης της οικογένειας, των συγγενών και των συγχωριανών μου. Βαριά κατηγορία και αβάσταχτη γιατί ήταν άδικη. Το κεφάλι μου βούιζε και με πονούσε. Ήταν σα να είχε μέσα νερό. Μόλις λίγο το κινούσα, μου φαίνονταν ότι μέσα κλουκούκιζε. Με το άγχος αυτό της ενοχής, έμεινα εκεί κάμποση ώρα σαν να ήθελα να εξαντληθεί όλο το κατηγορητήριο κι οι κατάρες.
Μετά σιγά - σιγά η σκέψη μου ζωντάνευε, ζωντάνευε, τα νεύρα μου ξεμούδιαζαν και το μυαλό μου έσφιξε και έπηξε κι απάντησα πάλι εγώ στη βαριά κατηγορία: «Μα τι έκανα εγώ; είμαι ένοχος γιατί σήκωσα ντουφέκι ενάντια στους καταχτητές, τους Ιταλούς και Γερμανούς; Είμαι ένοχος γιατί σήκωσα ντουφέκι στους νέους καταχτητές τους Άγγλους γιατί θέλαν να πάρουν τη θέση των αφεντικών και να βάλουν τις παλιές αλυσίδες ξανά στα χέρια τούτου του λαού, που έδωσε τα πάντα για τη λευτεριά του; Είμαι ένοχος γιατί σήκωσα ντουφέκι για να σταματήσω τα εγκλήματα, τους βιασμούς, τις ληστείες των συνεργατών του κατακτητή, που τώρα έγιναν εθνικόφρονες; Είμαι ένοχος γιατί σήκωσα ντουφέκι ενάντια στους γκάγκστερς Αμερικανούς για να σωθεί ο τόπος από τον αφανισμό; Μήπως είμαι ένοχος γιατί δεν νικήσαμε; Όχι δε φταίω εγώ. Έγώ έκαμα αυτό που έπρεπε. Όχι δε φταίω. Δε φταίω!
Εγώ, εμείς πολεμήσαμε γερά, με πάθος. Με τα ψέματα πολεμήσαμε τους φασισμούς όλης της γης. Πολεμήσαμε με χέρια και δόντια, μέχρι τέλος, μέχρι το τελευταίο φυσίγγι. Δώσαμε αίμα πολύ για να κρατήσουμε τη λευτεριά ζωντανή, μα χρειάζονταν κι άλλο πολύ και μεις δεν είχαμε. Νικηθήκαμε γιατί είμασταν λίγοι κι αδύνατοι κι έπεσαν όλοι οι φασισμοί πάνω μας από όλον τον
κόσμο. Δεν είμαστε θεοί, δεν είμαστε μάγοι, δεν είμαστε μυθικοί ήρωες. Γι’ αυτό νικηθήκαμε.
Έτριξε η πόρτα καθώς φύσηξε ο αγέρας λες και ανάγγειλε τη λήξη της δίκης και γω βγήκα από τις θλιβερές σκέψεις μου. Χούφτωσα το πιστόλι μου και αθόρυβα, σιγά - σιγά και φυλαχτά, βγήκα από το μύλο. Τότε κατάλαβα ότι ήταν αγέρας, ξαναμπήκα μέσα και στα τυφλά έψαχνα να βρω κανένα ταγάρι για να βάζω την τροφή μου και κανένα μπουκάλι να παίρνω νερό μαζί μου γιατί ήταν μεγάλη η μέρα και η δίψα δεν υποφέρονταν. Βρήκα μόνο μια παλιά κάσα από λουκούμια. Την πήρα μαζί μου, ήταν κάτι κι αυτή. Ακολουθώντας το αυλάκι του μύλου έφθασα στο εξώσπιτό μας. Όταν πλησίασα, διέκρινα στην αστροφεγγιά τους τοίχους. Δε φαίνονταν όμως σκεπή. Μου φάνηκε παράξενο. Η σκεπή έπρεπε να φαίνεται καθαρά γιατί ήταν από ασπρόπλακες. Κάθησα πίσω από τον πλάτανο στα χείλια του μυλαύλακου και παρακολουθούσα να βεβαιωθώ ότι είναι ησυχία.
Όταν βεβαιώθηκα, πλησίασα σιγά - σιγά. Τότε διαπίστωσα ότι το εξώσπιτo ήταν καμένο. Καθώς το έβλεπα από πάνω έμοιαζε σα χωνευτήρι νεκροταφείου. Η σκεπή είχε καεί και είχε πέσει μέσα. Οι πλάκες άσπριζαν σα να ήταν νεκροκόκκαλα και νεκροκεφαλές. Τότε κατάλαβα ότι η καταστροφή ήταν ολοκληρωμένη και πίστεψα ότι από τους δικούς μου δε θάχει μείνει κανένας άλλος παρά μόνο εγώ, σακάτης, άρρωστος, μισοπεθαμένος. Κάθισα στο κάτω - κάσι της καμένης πόρτας πάνω σε μια πέτρα. Τα στήθια μου πήγαιναν να σπάσουν. Βλαστημούσα κι έβριζα και κρατούσα το κεφάλι μου με τα δυό μου χέρια. Βλαστήμαγα που δεν ήμουνα γερός και δεν είχα τον οπλισμό μου να ανέβω στο χωριό μου και να βάλω φωτιά στα σπίτια των χιτών και να σκοτώσω όσους βρω κι όποιον βρω. Μέσα στη νύχτα και τη σύγχυση ένας σκοτώνει πολλούς και οι πολλοί σκοτώνονται μεταξύ τους, αρκεί ο ένας να κάνει την αρχή του σκοτωμού και μετά τον συνεχίζουν οι άλλοι σαν στραβοί.
Σκέφτηκα να πάω. Δε με βοηθούσε όμως το πόδι μου. Ήταν αδύνατο να ανεβώ τον ανήφορο. Να που το σακατεμένο πόδι, έγινε αιτία για να μη γίνει μεγάλο κακό. Ήξερα τις συνήθειες των χιτών του χωριού. Μόλις νύχτωνε μπεκρόπιναν στις δύο ταβέρνες. Εκεί θα τους κέρναγα το κρασί της εκδίκησης, πατηκωμένο σε μια χειροβομβίδα μιλς και μετά με τα δικά τους όπλα θάναβε το γλέντι. Ο μόνος που θα ήξερε, ποιος κτυπά ποιόν, θα ήταν ο διάβολος. Καμιά φορά, όταν βρίσκεται κανείς μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις, χάνει τον έλεγχο της κρίσης του και μπορεί να κάνει μεγάλα κακά κι εγκλήματα. Το μόνο που μπορεί να εμποδίσει αυτή την εξέλιξη είναι η αναβολή. Μετά τα μυαλά ηρεμούν.
Κάθισα αρκετή ώρα με τη σκέψη, να γυροφέρνει στην εκδίκηση. Σιγά - σιγά ανάβαλα από ανάγκη για να γίνω καλά. Είπα μέσα μου: «Τώρα δε θα τα καταφέρεις καλά. Το πολύ - πολύ να σκοτώσεις έναν το πρωί στο χωριό και να σε σκοτώσουν. Άσε να γίνει καλά το πόδι μου και μετά τα λέμε». Μετά είδα μπροστά μου τις κλάρες του καλαμποκιού και αμέσως σκέφτηκα: «Κάποιος πρέπει να καλλιεργεί το χωράφι. Άρα δε θάχουν χαθεί όλοι οι δικοί μου» κι ανακουφίστηκα. Και μετά έλεγα, «πως δεν το σκέφτηκα τόση ώρα αυτό, ενώ έβλεπα τις καλαμποκιές και θόλωσε το μυαλό μου».Ύστερα όλα ηρέμησαν και οι σκέψεις απόχτησαν λογική. Αφού λοιπόν καλλιεργείται το χωράφι, άρα πρέπει να έρχονται οι δικοί μου για να ποτίζουν. Συνεπώς μέσα σε μια, δυό, τρεις μέρες θάρθουν και θα πάρω επαφή. Τότε θα μάθω τι γίνεται και κανονίζω την πορεία μου. Πρέπει λοιπόν να κρυφτώ εδώ.
Έψαξα στο δάσος. Υπήρχαν κρυψώνες. Ήταν επικίνδυνο όμως. Αν γίνονταν εξερεύνηση, το δάσος θα έψαχναν. Μετά σκέφτηκα να κρυφτώ στα χαλάσματα. Εκεί ήταν σιγουριά. Όμως εκεί δε θα πλησίαζε κανένας δικός μου μα ούτε κι έβλεπα γύρω κι ούτε θα άκουγα καλά τις κουβέντες αυτών που περνούσαν στο δρόμο για να μάθω κάτι. Τέλος κατάληξα στην απόφαση να κρυφτώ στη μέση της μεγάλης λάκκας μέσα στα αραποσίτια. Εκεί έβλεπα, άκουγα και αν έρχονταν να ποτίσουν εκεί, θα περνούσαν κοντά και θα έπαιρνα επαφή χωρίς να μας βλέπει κανείς. Το κυριότερο όμως ήταν ότι θα ήμουν ασφαλής, γιατί ποτέ δε θα φαντάζονταν ότι κρύβομαι εκεί. Το δύσκολο ήταν ότι θα έπρεπε να είμαι ακίνητος όλη μέρα γιατί και η παραμικρή κίνηση των φυτών θα με πρόδινε. Γι’ αυτό λέει ο λαός: «λαγός τη φτέρη έξυνε, κακό του κεφαλιού του». Και ακόμη να μη με πάρει ο ύπνος και ροχαλίζω.
Μάζεψα λοιπόν φασολάκια, κολοκύθια και καλαμπόκια και βρήκα μια θέση πολύ καλή κάτω από τις αραποσιτιές που τις είχε κουκουλώσει μια φασολιά. Εκεί και στο ένα μέτρο να έφθανε κάποιος δε θα έβλεπε τίποτα. Τώρα όμως αντιμετώπιζα κι ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Κοντά στο τραύμα, κοντά στον πυρετό, τώρα έχω και φοβερή διάρροια. Έπρεπε κάθε τόσο να κάνω την ανάγκη μου, εκεί χωρίς να κινιέμαι. Έσκαβα με τα χέρια μου μια γούβα και μετά την σκέπαζα κι έτσι δε μύριζαν για να με προδόσουν κι όλας. Αυτή όμως η κατάσταση μούδωσε τη χαριστική βολή. Ξελιγώθηκα. Κόπηκαν τα γόνατά μου. Είχα τέσσερις μήνες να φάω ψωμί και ζούσα με τα ψέμματα. Τώρα γονάτησα. Με τραβούσε η γη. Ήθελα να είμαι ξαπλωμένος. Το σώμα μου είχε γίνει βαρύ, σα να ήταν μολυβένιο.
Η πρώτη μέρα πέρασε κουτσά - στραβά. Είδα πολλούς χωριανούς μου να πηγαινοέρχονται στα ποτιστικά. Οι κουβέντες τους δε με φώτισαν. Είδα και συγχωριανούς μου να κουβαλούν όπλα. Για μερικούς δεν το περίμενα. Κατάλαβα ότι οι χωριανοί είναι όλοι οπλισμένοι και η κατάσταση θα είναι σωστή ζούγκλα. Αυτό δε με φόβιζε. Δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτα. Ποτέ δεν τους λογάριασα, δεν τους πήρα ποτέ στα σοβαρά. Ήταν ψευτονταήδες εκεί γύρω στα μαγαζιά. Όταν καταλάβαιναν ζόρι, λούφαζαν.
Κατά τις δέκα η ώρα το πρωί, είδα πάνω στ’ αυλάκι τα παιδιά του γείτονά μας Πάνου Ζ. Κατάλαβα ότι το χωράφι τόχουν μισιακό. Το βραδάκι απέναντι στο δρόμο, είδα να ανεβαίνει καβάλα στο μουλάρι του ο Σωτήρης Π. Είχε κρεμάσει τ’ όπλο του στο σαμάρι. Ήταν κακός και μοχθηρός άνθρωπος. Αυτός όπως έμαθα αργότερα, καθοδηγούσε την τρομοκρατία στο χωριό. Αυτός έκαψε και το εξώσπιτό μας. Του χρειάζονταν να τον κουβαλήσει το μουλάρι του διπλωμένο στα δύο σα μισογεμισμένο σακκί στο χωριό. Κι άντε να εύρισκαν ποιος τον περιποιήθηκε. Όμως δεν τόθελα, μα ούτε και το πόδι μου με βοηθούσε. Ασφαλώς δεν ξέρει πόσο κοντά από την κάνη του πιστολιού μου πέρασε. Καλύτερα που γλύτωσε. Τι θα γίνονταν να σκοτώνονταν κι ένας ακόμη;
Μόλις νύχτωσε βγήκα από τη λούφα, πήγα στο ποτάμι, έπλυνα το τραύμα μου και μετά πήγα απέναντι στη συκιά του Μ. Ζ. κι έφαγα σύκα. Μετά γύρισα στο χωράφι μας και ξάπλωσα να κοιμηθώ κάτω από το πουρνάρι κοντά στη στουρνάρα. Με κατάφαγαν τα κουνούπια. Δε μ’ άφησαν να κοιμηθώ. Έβγαλα το χιτώνιό μου και έμεινα γυμνός, ξάπλωσα πάνω στα πλατανόφυλλα γυμνός γιατί δεν είχα πουκάμισο και σκεπάστηκα με το χιτώνιο. Σκέπασα και τα πόδια μου με ξερές φτέρες κι έτσι κοιμήθηκα. Το πρωί ξαναχώθηκα στη λούφα μου.
Κατά τις δέκα άκουσα ντουφεκίδι γερό στο χωριό. Ακουσα και την καμπάνα να χτυπάει συγκέντρωση. Ανησύχησα. Μετά άκουσα ντουφεκιές στο Τετράζι. Κάτι ύποπτο συνέβαινε. Ύστερα έγινε ησυχία. Το μεσημέρι άκουσα πάλι ντουφεκίδι στο χωριό. Και το απόγευμα πέρασαν από την Αγία Θεοδώρα τραγουδώντας και ντουφεκο ρίχνοντας οι Γαρατζαίοι. Αυτά τα γλέντια γίνονταν γιατί είχαν σκοτώσει το Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τούχαν κόψει το κεφάλι, τόφεραν στο χωριό, το κρέμασαν στο καμπαναριό και χόρευαν σαν κανίβαλοι γύρω απ’ αυτό και κρασόπιναν. Ήταν 12 Αυγούστου του 1949. Ήταν το ευχαριστώ γι’ αυτό το παιδί που τους γλύτωσε τόσες φορές και πολλές φορές με κίνδυνο να παρεξηγηθεί από το κίνημα.
Εγώ αυτά τα έμαθα μετά από τη δολοφονία, όταν πήρα επαφή με την γυναίκα του αδερφού μου. Τότε έμαθα ότι και ο Κανατάς είχε παραδοθεί και είπε ότι είμαι τραυματίας και πάω για το χωριό μου. Όταν μου τόπε η νύφη μου, κατάλαβα ότι ο Κανατάς τάχει πει όλα. Δεν ανησύχησα όμως.
Την μέρα αυτή βγήκαν παγάνα. Έψαχναν παντού και ντουφεκόριχναν. Δεν είχα μάθει ακόμη τα νέα. Όμως κατάλαβα ότι κάτι έχουν μυριστεί γιατί τέτοια παγάνα πότε δω και πότε εκεί, κάθε μέρα δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. Έψαχναν παντού, το μυαλό τους όμως δεν πήγαινε εκεί που ήμουνα. Ήμουν αποφασισμένος πια. Μια ζωή, κακή ζωή. Όσους πάρει ο διάβολος και τους άλλους τα παιδιά του. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο. Η μέρα εκείνη ήταν βασανιστική. Κοντά στ’ άλλα, τραύμα, δίψα, πείνα, διάρροια, πυρετό, κουράστηκα ψυχικά τόσο, που άρχισα να έχω παραισθήσεις και φαντασιώσεις.
Αρκετές φορές κατάλαβα ότι παραμιλώ ενώ ήμουνα ξύπνιος. Αυτό ήταν επικίνδυνο γιατί εάν περνούσε κάποιος μπορεί να μ’ άκουγε. Επίσης έβλεπα συνεχώς μπροστά μου, δίπλα μου, τον ξάδερφό μου τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και μια ή δύο φορές τον Α-ντρέα Γιαλαμά. Ήξερα βέβαια ότι βρίσκονταν σ’ αυτήν την περιοχή πριν δέκα μέρες. Ήταν και ο Ετεοκλής Δουμουλάκης μαζί τους. Εγώ όμως έβλεπα τον Βασίλη και τον Αντρέα. Ιδιαίτερα με τον Βασίλη συζητούσα σχεδόν όλη μέρα και αισθανόμουνα μια άνεση που τον βρήκα. Σ' αυτήν την απόγνωση που είχα φθάσει, απ’ αυτούς περίμενα βοήθεια. Γι’ αυτό τους έβλεπα και κουβέντιαζα μαζί τους στις παραισθήσεις μου. Όμως αυτοί ήταν νεκροί πια. Τον Γιαλαμά τον συνέλαβαν τραυματία και τον σκότωσαν πριν από δύο μέρες και τον Βασίλη τον σκότωσαν την προηγούμενη μέρα.
Άρχισα να ανησυχώ για τα λογικά μου. Ίσως να ήταν κι από τον πυρετό. Δεν είχα λίγο νερό να ρίξω στο κεφάλι μου. Ιδιαίτερα το μεσημέρι η κατάσταση έγινε επικίνδυνη. Μια παραμιλούσα και μια συνερχόμουνα. Ευτυχώς δεν πέρασε κανένας από το αυλάκι. Το απόγευμα που δρόσισε, με πήρε ο ύπνος για λίγο. Δεν ξέρω για πόσο, ίσως και για μισή ώρα. Όταν ξύπνησα είχα κάπως συνέλθει. Δεν είχα παραισθήσεις. Δεν έβλεπα πια ούτε τον Βασίλη, ούτε τον Αντρέα. Με πονούσε όμως το κεφάλι μου πάρα πολύ. Γύρισε η μέρα κι άρχισε να βραδιάζει. Σουρούπωσε. Ετοιμάστηκα να βγω από τη λούφα μου κι είχα σκοπό να πάω πρώτα να φάω σύκα στο απέναντι χωράφι. Γι’ αυτό όλο το απόγευμα παρατηρούσα το μέρος.
Μόλις σουρούπωσε είδα έναν συγχωριανό μου, τον Λ. Σ., που ήταν στη ληστοσυμμορία του Τσέκερη, γνωστού ταγματασφαλίτη λοχία συνεργάτη των Γερμανών, να κρατά δύο όπλα, ένα πολεμικό κι ένα κυνηγετικό. Πήγε στη συκιά έφαγε σύκα και μετά ανέβηκε στη διπλανή μουριά και έστησε ενέδρα. Παραξενεύτηκα για το φέρσιμό του. Μετά κατάλαβα ότι παραφύλαγε για λαγούς. Μετά από μια ώρα τον χτύπησε. Εάν είχα πάει ενωρίτερα, θα πάθαινε αυτός, εκείνο που έπαθε ο λαγός. Σκέφτηκα για μια στιγμή, εκμεταλλευόμενος το σκοτάδι να του στήσω ενέδρα πιο δω στο δρόμο. Θα τον χτυπούσα εξ επαφής. Θα του έπαιρνα τα όπλα και ότι άλλο ήταν αναγκαίο. Δεν ήθελα όμως να τον χτυπήσω. Πιο καλά μου ήταν να τον αφοπλίσω και να τον δέσω για να μπορέσω να φύγω. Τελικά δεν έκανα τίποτα γιατί μέτρησα τις δυνάμεις μου και υπολόγισα ότι δε θα μπορούσα να πάω μακρυά από εκεί. Έτσι σώθηκε κι αυτός κι αυτό ήταν το καλύτερο. Όταν βρίσκεται κανείς σε τέτοια κατάσταση, παραλογίζεται.
Μετά πήγα κι έφαγα σύκα. Συνήλθα κάπως. Γύρισα στο ποτάμι, έπλυνα το τραύμα μου και ξανά στο ίδιο μέρος κοιμήθηκα. Το πρωί ξαναμπήκα στη λούφα μου. Κατά τις δέκα περίπου ίσως κι ενωρίτερα, είδα τη γυναίκα τ’ αδερφού μου να προβάλλει στ’ αυλάκι του μύλου. Χάρηκα τόσο πολύ που παραλίγο να της φωνάξω. Είχα απελπιστεί πια να περιμένω κι είχα αποφασίσει αν και κείνη τη μέρα δεν έπαιρνα επαφή να φύγω και σιγά - σιγά να ανέβω στα Γιαλαμέϊκα μαντριά στη θέση Μουρίκη, μήπως εκεί πάρω επαφή με τους Γιαλαμαίους. Αν πήγαινα εκεί άλλη θα ήταν η εξέλιξη και κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποιά θα ήταν. Τα μαντριά από εκεί που ήμουνα ήταν μακρυά μισή ώρα. Θα τα κατάφερνα όλη τη νύχτα. Απέναντι στο χωράφι της ήρθε και η ξαδέρφη μου η Ελένη Σουλαντίκα.
Πίστεψα ότι σώθηκα. Έλπιζα ότι θα μου δώσουν λίγο ψωμί κι ένα μαντήλι να δέσω το τραύμα μου για την ώρα. Έλπιζα να με τροφοδοτήσουν για πέντε - δέκα μέρες ώσπου να κλείσει κάπως το τραύμα και μετά να φύγω αφού προμηθευτώ εσώρουχα, παπούτσια κι ένα παντελόνι. Δυστυχώς τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ήταν δυνατόν να γίνει γιατί τα μέτρα που είχαν πάρει ήταν σκληρά. Έκαναν έρευνα σ’ όλους όσους έβγαιναν από το χωριό και δεν επέτρεπαν να πάρουν μαζί τους ούτε μια μπουκιά ψωμί. Και δεν ήταν τα μέτρα τόσο που εμπόδιζαν την περίθαλψή μου. Ήταν ότι τους δικούς μου τους είχαν συλλάβει και τους κρατούσαν στο στρατόπεδο, τη μάνα μου και τον πατέρα μου και το σπουδαιότερο, κρατούσαν και τον αδερφό μου τον μόνο που θα μπορούσε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες να με περιθάλψει. Οι άλλοι που είχαν μείνει στο χωριό είχαν χάσει το ηθικό τους.
Τώρα πια δεν είχαν καμιά διάθεση να ριψοκινδυνέψουν για μένα. Είχαν τόσο υποφέρει κι είχαν τόσο απελπιστεί πια, ήθελαν όπως - όπως να τελειώσει αυτή η κατάσταση. Εγώ λοιπόν έπρεπε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να τελειώσω την ύπαρξή μου. Δηλαδή έπρεπε ή να αυτοκτονήσω ή να με σκοτώσουν ή να με συλλάβουν. Αυτό για όλους τους συγγενείς, τους αριστερούς του χωριού και της περιφέρειας, για όλα τα χωριά της Ολυμπίας και της Αρκαδίας, ήταν ζήτημα επείγον γιατί κινδύνευαν αυτοί και τα ζωντανά τους, γιατί έπρεπε όπως νόμιζαν, να τελειώσουν τα βάσανά τους και να απαλλαχτούν από τις συμμορίες των χιτών.
Τώρα λοιπόν, είχα χάσει πια αυτό που με κρατούσε στη ζωή από το 1943 δηλαδή την υποστήριξη και τη βοήθεια του λαού.
Τόχαμε διαπιστώσει από καιρό. Είχαμε διαπιστώσει ότι κανένας πια δε μας βοηθά κανένας δεν ενδιαφέρεται για μας κι όλοι επιθυμούν το χαμό μας. Τώρα πείστηκα και για τους συγγενείς μου. Πείστηκα πια ότι έμεινα μόνος, μ’ όλους εναντίον μου, ξένους, ντόπιους, αριστερούς, δεξιούς, φίλους και συγγενείς. Άλλοι ήταν εναντίον μου από ανάγκη κι άλλοι από συμφέρον. Το από ανάγκη δεν άλλαζε την κατάσταση, γεγονός ήταν ότι κι αυτοί ήταν εναντίον μου δηλαδή δε με βοηθούσαν και ήθελαν να τελειώσω.
Περίμενα να πλησιάσει μέσα στο αραποσίτι, η νύφη μου η Παναγιώτα. Έριξε το νερό στο χωράφι και μπήκε μέσα. Ποτίζοντας σιγά - σιγά σε μια ώρα πλησίασε στο ένα μέτρο. Δεν με είχε δει. Της ψιθύρισα. Ακουσε και πρόσεξε. Τρόμαξε. Παραλίγο να βάλει τις φωνές. Κρατήθηκε όμως. Άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Όπως μου είπε μετά, στην αρχή νόμισε ότι είδε τον παππού μου τον γέρο Αντρέα τον Καψημάνη. Τόσο ήμουν γερασμένος. Είχα γίνει μια χούφτα κόκαλα μέσα σ’ ένα πέτσινο σακί. Κάποτε συνήλθε και σταμάτησε να κλαίει. Ρώτησε για το τραύμα μου. Τόχε μάθει όλο το χωριό γιατί τόχε πει ο Κανατάς Κώστας που παραδόθηκε. Μούπε ότι ψάχνουν παντού να με βρουν. Μούπε για το θάνατο του Αντρέα Γιαλαμά και του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και για όλη την κατάσταση της οικογένειας μας.
Χάρηκα που ζούσαν όλοι οι δικοί μου κι ας ήταν στο στρατόπεδο. Τον πατέρα μου με συμφόρηση και τη μάνα μου τους πέρασαν από στρατοδικείο για πληροφοριοδότες. Καταδίκασαν τον πατέρα μου είκοσι χρόνια φυλακή και τη μάνα μου την απάλλαξαν. Τον πατέρα μου τον έβγαλαν από τη φυλακή, με ενέργειες του αδερφού της μάνας μου Χαρίλαου Λαμπρακόπουλου που ήταν Εισαγγελέας Εφετών στη Θεσσαλονίκη. Τώρα τον είχαν μαζί με τον αδερφό μου και τον μπάρμπα μου τον Αντρέα Σπυρόπουλο στο στρατόπεδο. Την κατηγορία την είχε κατασκευάσει ένας λοχαγός Μοιράγιας από το χωριό Κολλίνες, δοσίλογος με πατέντα.
Αφού τέλειωσε η κατατόπισή μου, κατάλαβα πια ότι δεν μπορώ να μείνω πουθενά εκεί γύρω, παρά μόνο αν ο άντρας της ξαδέρφης μου ο Θεόφιλος Σουλαντίκας που ήταν στα TEA και υπηρετούσε στο φυλάκιο της γραμμής του τραίνου, αναλάμβανε να μου φέρνει ψωμί από το δικό του. Αυτή τη λύση σκέφτηκα εγώ μια και η νύφη μου δεν μπορούσε να βγαίνει από το χωριό, παρά μόνο μια φορά την εβδομάδα για να ποτίσει το χωράφι. Η Παναγιώτα επέμενε να παραδοθώ γιατί θα πεθάνω εκεί και θα τους πάρω στο λαιμό μου. Εγώ όμως ήθελα να περάσει η μέρα και να φύγω. Ο τόπος δεν με σήκωνε πια. Λίγο ψωμί να οικονομούσα για να σταθώ στα πόδια μου, για να βαδίσω όλη νύχτα να απομακρυνθώ. Πήγε η νύφη μου και τόπε στην ξαδέρφη μου.
Ήρθε και αυτή εκεί. Πάλι κλάματα, πάλι λόγια. Της ζήτησα λίγο ψωμί. Δεν είχε. Μούπε κι αυτή να ειδοποιήσουμε την αστυνομία νάρθει να παραδοθώ. Την ρώτησα που είναι ο άντρας της. Μου είπε ότι είναι στο φυλάκιο. Της είπα να πάει να τον ειδοποιήσει νάρθει και να πει στους άλλους ότι είναι άρρωστη η μάνα της για να μην καταλάβουν τίποτε και να φέρει μαζί του όσο ψωμί έχει. Πήγε. Του τόπε. Του είπε και τι να πει. Αυτός ο χαζός έκαμε την κουταμάρα να εκμυστηρευτεί σε δύο το μυστικό. Ήρθε. Μπήκε στο χωράφι. Κάθισε λίγο μακρυά και δεν πλησίαζε. Φοβόνταν μήπως τον καρφώσω και τον αφοπλίσω.
Με κοίταζε κι έκλαιγε. Έτσι και οι τρεις μέσα στο χωράφι υπήρχε κίνδυνος να δώσουν υποψίες.
Τελικά με την προτροπή μου, ήρθε κοντά. Γονάτισε και με φίλησε και μου είπε: «Είσαι χαμένος τώρα πια». Προσπάθησα να του δώσω θάρρος. Συνήλθε κάπως. Του ζήτησα ψωμί. Δεν είχε. Τούπα να μου φέρνει λίγο ψωμί. Αρνήθηκε γιατί δεν μπορούσε, φοβόταν. Θα τον ντουφέκιζαν. Είχε δίκιο. Εάν τον έπιαναν δεν γλίτωνε. Ύστερα για ποιό λόγο να διακινδύνευε τη ζωή του; Για μια υπόθεση χαμένη; Μόνη λύση ήταν να φύγω.
Κόντευε μεσημέρι. Έπρεπε να νυχτώσει. Ρώτησα το Θεόφιλο μήπως ψυλλιάστηκε κανένας τίποτα. Τότε μου είπε ότι φεύγοντας τόπε στον Παναγιώτη... κι άλλον έναν, δεν τον θυμάμαι τώρα. Αλίμονο. Όλα χάθηκαν. Μυστικό σε πέντε δεν κρατιέται. Και τι μυστικό, κεφάλι επικηρυγμένο. Δεν έμαθα αν είπαν αυτοί και στους άλλους. Καθόλου απίθανο. Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Μέρα δεν μπορούσα να φύγω. Η είδηση έτρεχε από στόμα σε στόμα. Δύο λύσεις ήταν. Αυτοκτονία ή ειδοποίηση της αστυνομίας. Προτιμότερη η πρώτη λύση. Θάνατος με αυτοκτονία παρά θάνατος με βασανιστήρια ή λιθοβολισμό ή με ξυλοκόπημα ή σφάξιμο. Λέω την αλήθεια. Προτιμούσα την αυτοκτονία όχι γιατί από επαναστατική αδιαλλαξία δεν ήθελα να με πιάσουν, αλλά γιατί ήξερα ότι στην καλύτερη περίπτωση θα μου κόψουν το κεφάλι, όπως του ξαδέρφου μου του Βασίλη, ότι θα με σφάξουν οι χίτες του χωριού μου, σαν αρνί μέσα στο χωράφι μας.
Τους είπα να πάνε στη δουλειά τους και θα σκεφτώ. Η νύφη μου η Παναγιώτα σαν κάτι να ψυλλιάστηκε και δεν έφευγε. Μου έλεγε να ειδοποιήσουμε την αστυνομία γιατί αν σκοτωθώ πάω χαμένος, και θα τους κατηγορήσουν ότι μ’έκρυβαν. Είχε δίκιο. Και με το θάνατό μου εκεί θα τους έκανα κακό. Ξαναήλθαν και οι άλλοι. Όλοι μαζί μούπεσαν επάνω να ειδοποιήσουμε την αστυνομία και να μην κάνω καμιά κουταμάρα γιατί τους έκαιγα. Η ώρα περνούσε και οι στιγμές λιγόστευαν. Ήταν επόμενο και πιθανό να καταφθάσουν οι χίτες και για να δείξουν ότι έδωσαν μάχη κι επειδή θα φοβόντουσαν να πλησιάσουν, να σκοτώσουν και τους άλλους.
Πήρα την απόφαση. Έτσι κι έτσι χαμένος. Όλα τέλειωσαν. Είπα στην ξαδέρφη μου να πάει να ειδοποιήσει την αστυνομία. Να μην πει όμως τίποτα στο χωριό. Έφυγε τρέχοντας. Όλοι ηρέμησαν. Κι εγώ ετοιμάστηκα για το ταξίδι. Θυμήθηκα την πορεία μου, τις δόξες, τα βάσανά μου, τους συντρόφους μου και την κατάληξή μας και έκλαψα. Οι δικοί μου νόμισαν ότι μετάνοιωσα. Τους καθησύχασα λέγοντας: «Τώρα θα ησυχάσετε. Συγχωράτε με για όσα τραβήξατε. Και γω σας συγχωρώ. Μια, δύο ώρες θα είμαστε μαζί. Έμεινα μόνος μου πια. Θα πάω εκεί που πήγαν τόσοι και τόσοι». Τους πήραν τα κλάματα κι αυτούς. Αυτοί δεν απελπίζονταν. Είχαν ελπίδες. Σε κάποια στιγμή μου λένε και οι δυο: «Αν γλυτώσεις και φθάσεις στου Ίσσαρι, που ξέρεις μπορεί να σωθείς. Την κακιά ώρα να περάσεις, μετά ώσπου να γίνει η δίκη έχουμε καιρό», κ.λπ. κ.λπ..
Τώρα πια που τα πράγματα πήραν άλλο δρόμο και ο φόβος τους άφησε, άρχισε να εκδηλώνεται η αγάπη τους για μένα. Ανησυχούσαν κι έκλαιγαν. Ήταν αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα για να με σώσουν. Έτσι περνούσαν τα λεπτά περιμένοντας την αστυνομία. Εγώ πια δεν σκεφτόμουνα τίποτα. Το μυαλό μου σκόρπιζε σε διάφορα πράγματα. Όμως ο Θεόφιλος σκέφτονταν πως θα ξεφύγουμε από τους χίτες γιατί κινδυνεύαμε όλοι. Λοιπόν μου λέει: «Σήκω, σήκω γρήγορα να φύγουμε από εδώ. Να πάρουμε το δρόμο για του Ίσσαρι. Τον κάτω δρόμο. Να συναντήσουμε την αστυνομία στο δρόμο. Αν περιμένουμε εδώ θα το μάθουν από την αστυνομία οι χίτες και θα σε σφάξουν σαν κατσίκι και θα σκοτώσουν και μας». Του λέω: «Δε μπορώ να περπατήσω». Μου λέει: «Σήκω, σιγά - σιγά θα σε βοηθήσουμε εμείς. Έστω να μετακινηθούμε λίγο από εδώ».
Σηκώθηκα και κούτσα - κούτσα ξεκινήσαμε. Με βοηθούσαν κι αυτοί. Μούδωσαν κι έφαγα στο δρόμο μερικά αχλάδια και σύκα. Κάθε τριακόσια μέτρα και σταματούσαμε. Άντε κι έτσι προχωρούσαμε. Μέρια το φαγητό, μεριά το νερό, άρχισα να βαδίζω κούτσα - κούτσα κι όλο και δυνάμωνα. Στο δρόμο βρήκαμε μια κοπέλα από το χωριό μου τη Δέσποινα Κουλούρη.
Μούδωσε τρία σύκα. Όταν βγήκαμε από την ανηφόρα και πήραμε τον κατήφορο και μετά τον ίσιο δρόμο, βάδιζα καλύτερα. Ξαγναντήσαμε στο Ίσσαρι. Κοντοστάθηκα και κοίταξα γύρω -γύρω. Σε λίγο θα πέσω στα χέρια τους. Έβγαλα τη ζώνη μου και την έδωσα στο Θεόφιλο. Πάρτην τώρα. Από δω και πέρα πιστεύω να μην παρουσιαστούν οι χίτες του χωριού μας. Αν έρχονταν μέχρι τώρα θα τους υποδεχόμουνα. Θα τους κερνούσα και θάπινα και γω. Τότε κατάλαβε ο Θεόφιλος τον κίνδυνο. Πήρε τη ζώνη με το πιστόλι, τα φυσίγγια και την χειροβομβίδα.
Δεν θα βαδίσαμε πεντακόσια μέτρα κι ακούσαμε ένα αλτ! ψηλά τα χέρια. Σταμάτησα και σήκωσα το ένα χέρι. Με το άλλο στηριζόμουνα στο ραβδί. Πήδησαν δύο χωροφύλακες κι ένας πολίτης και μ’ έπιασαν. Είδαν ότι ήμουν άοπλος. Τους είπε και ο Θεόφιλος ότι τάχει αυτός. Ξεκινήσαμε για το χωριό. Όταν φθάσαμε στην άκρη του χωριού, ακούστηκαν οι καμπάνες να χτυπούν συναγερμό. Όταν μπήκαμε στο χωριό, ο κόσμος έτρεχε να δει το θηρίο, το ληστή. Σιγά - σιγά στο δρόμο το πλήθος πύκνωνε. Με κόπο οι χωροφύλακες άνοιγαν δρόμο. Οι πιο πολλοί κοίταζαν ανέκφραστοι, μερικοί άνδρες και γυναίκες φώναζαν, χειρονομούσαν κι έβριζαν. Συμπλέκονταν με τους χωροφύλακες και το Θεόφιλο γιατί ήθελαν να με πλησιάσουν. Αυτοί δεν ήταν πολλοί, νομίζω ότι θα ήταν καμιά δεκαριά. Δύο μπακάληδες αδέρφια, νομίζω ότι λέγονταν Χτενάδες, φώναζαν κι έβριζαν και ζητούσαν να τους δώσω τα κεριά που τους είχαμε πάρει κάποτε, όταν περάσαμε από το χωριό τους. Μερικοί που φώναζαν, όταν έφθαναν μπροστά μου και μ’ έβλεπαν κοκκάλωναν. Ίσως γιατί έβλεπαν ένα φάντασμα κι όχι άνθρωπο.
Τέλος φθάσαμε στην αστυνομία. Θα μπορούσαν βέβαια να με πάνε απ’ άλλον δρόμο στην αστυνομία, αυτοί όμως με γύρισαν στην αγορά για να με δει ο κόσμος, να δει τα χάλια μου. Μπήκαμε μέσα. Δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος. Κοίταζα γύρω να πιαστώ. Μούδωσαν μια καρέκλα και ρίχτηκα πάνω. Ανακουφίστηκα. Ο ανθυπασπιστής, ένας καλός άνθρωπος, Κρητικός ήταν, διέταξε να μου κάνουν έρευνα δηλαδή να ψάξουν τα δύο ρούχα που φορούσα, το μισό παντελόνι και το χιτώνιο. Βρήκαν στην τσέπη του χιτώνιου μερικά ξερά τρίματα ψωμί. Με ρώτησε που βρήκα το ψωμί, ποιος με τροφοδοτούσε. Του απάντησα ότι αν είχα ψωμί κι αν με τροφοδοτούσαν, δεν θα ήμουν σήμερα εδώ. Είδε το τραύμα μου και με ρώτησε που τραυματίστηκα. Του απάντησα. Κατάλαβε κι αυτός ότι δεν είχε τίποτα άλλο να ρωτήσει και τόριξε στην πολιτική. Δεν είχα κουράγιο ούτε τη διάθεση να τον παρακολουθήσω. Είχα πυρετό πολύ, το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει και πεινούσα, πεινούσα ήμουνα ξελιγωμένος. Στήριξα το χέρι μου στην καρέκλα κι έγειρα το κεφάλι μου. Δεν σκεφτόμουν τίποτα, απολύτως τίποτα. Ακόμη - ακόμη δεν είχα συνειδητοποιήσει που βρισκόμουνα. Έγιναν τόσο σύντομα όλα.
Σε κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας μοίραρχος, ο διοικητής της υποδιοίκησης Μεγαλόπολης. Σηκώθηκαν όλοι και τον χαιρέτησαν. Εγώ έμεινα εκεί σωρομένος. Κάθισε στο τραπέζι και ρώτησε τι έγινε. Του είπαν. Γύρισε σε μένα και με ρώτησε ποιος με περιέθαλπτε. Του είπα: «Κανένας» «βλέπεις πως είμαι». Τότε απάντησε: «καλά θα τα πούμε». Αρχισε κι αυτός τα ίδια για το κράτος, για το έθνος κ.λπ. Ανάμεσα σ’ αυτά μου λέει ο Ανθυπασπιστής: «Καλά ρε παιδί μου, ιδεολογία ιδεολογία όχι όμως και να πεθάνεις από την πείνα». Του απάντησα: «Τι τα θέλετε τώρα αυτά. Εσείς νικήσατε. Κάνετε το κέφι σας να τελειώνουμε». Είδαν φαίνεται ότι δεν ήμουνα σε θέση να απαντήσω σε τίποτε και σταμάτησαν.
Ακριβώς στη στιγμή, ακούγεται ένας θόρυβος και οχλοβοή κι ανοίγει η πόρτα με δύναμη και εμφανίζονται κάμποσες μαυροφορεμένες, με πρώτη - πρώτη μια ξαδέρφη μου από το χωριό την Κ... και φωνάζοντας και χειρονομώντας έκαναν να μου επιτεθούν. Μπήκαν μπροστά όλοι, έγινε ανακατωσούρα και σπρώχνοντας, τις απώθησαν έξω στο διάδρομο κι έκλεισαν την πόρτα. Αυτές φώναζαν: «Θάνατος, θάνατος σκοτώστε το φονιά κ.λπ. » Εγώ έμεινα εκεί ακίνητος. Δεν είχα τη δύναμη να αντιδράσω ούτε τη θέληση να αμυνθώ. Τότε ο μοίραρχος μου λέει: «Λαοκρατία δε θέλατε, ορίστε ο λαός φωνάζει θάνατος». Τον κοίταξα και σήκωσα σιγά - σιγά τους ώμους μου και μετά του απάντησα: «Και στο Μελιγαλά φώναζαν για σας χιλιάδες» και σαν να θυμήθηκε κάτι απάντησε: «Ναι ρε γαμώ την Παναγιά τους».
Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα ένας πολιτευτής του λαϊκού κόμματος, αδερφός του βουλευτή Γιάννη Ανδριόπουλου, ο οδοντογιατρός Στέφανος Ανδριόπουλος. Στην κατοχή στις αρχές ήταν γραμματέας του ΕΑΜ του χωριού. Ήρθε για να συγχαρεί το μοίραρχο για την σύλληψη του αρχισυμμορίτη. Μετά τα συγχαρητήρια και το υβρεολόγιο εναντίον μας, ρώτησε το μοίραρχο για κάποια άδεια μετάβασης στο εξωτερικό. Ο μοίραρχος του είπε καλά - καλά και τον έδιωξε. Μόλις έφυγε, λέει ο μοίραρχος: Αυτά τα καθάρματα τώρα ξεθάρρεψαν. Όταν εμείς σκοτωνόμαστε, λούφαζαν στην Αθήνα». Σηκώθηκε ο μοίραρχος να φύγει, όπως αργότερα έμαθα, θα πήγαινε στο χωριό μου να κάνει ανακρίσεις για μένα. Έδωσε εντολή να με κλείσουν στο κρατητήριο και να μην πλησιάσει κανένας κι έφυγε.
Όταν με κατέβασαν στο κρατητήριο, που ήταν δίπλα, με ρώτησε ο ανθυπασπιστής τι θέλω. Του ζήτησα ψωμί και να δω την νύφη μου. Ήρθε η νύφη μου και της είπα να μου φέρει ρούχα να ντυθώ και παπούτσια να βάλω στα πόδια μου. Διέταξε ο ανθυπασπιστής να με κλείσουν μέσα. Εκεί ήταν μια παλιόπορτα στο έδαφος, ξάπλωσα πάνω σ’ αυτήν. Ένοιωσα τόσο ωραία που ξάπλωσα. Σε λίγο ήρθε στα κάγκελα η ξαδέρφη μου η Παναγιώτα Παρπαΐρη που έμενε στο Ίσσαρι και μου έφερε ένα καρβελάκι ψωμί ίσα με δύο κιλά, λίγο τυρί και ντομάτες. Στάθηκα καθιστός και τάφαγα όλα. Τότε μου λέει ο σκοπός: «θα πεθάνεις μωρέ κοπέλι που τάφαγες όλα», ήταν κρητικόπουλο, καλό παιδί. «Ας πεθάνω τώρα που χόρτασα» του απάντησα. «Ε μπρε κουζουλέ φαντάζομαι τι πείνα θα έχεις».
Καθώς ήμουνα ξαπλωμένος άκουσα φωνές και βαβούρα. Έρχεται ο σκοπός και μου λέει. «Οι πατριώτες σου θέλουν να σε δουν και απειλούν». Του λέω: άστους νάρθουν. Θα σε σκοτώσουν μου λέει. Δεν με σκοτώνουν του απαντώ. Άφησέ τους. Έτσι κι έτσι νεκρός είμαι, μόνο που δεν μ’ έχουν παραχώσει ακόμη. Άστους να πουν τι θέλουν για τελευταία φορά. Τελικά αυτοί τον έπεισαν να τους αφήσει. Κι ήρθαν κάμποσοι. Γύρισα στο πλάι και τους πρόλαβα το λόγο: «Μπράβο σας που ήρθατε
να με δείτε. Ήρθατε να σκοτώσετε έναν νεκρό. Ποτέ δεν είσασταν παληκάρια. Τα παληκάρνα δεν σκοτώνουν νεκρούς».
Και πήρα φόρα. Είχα δυναμώσει από το φαΐ. «Τι παράπονο έχετε από μένα; σε τις σας πείραξα; Πόσες φορές χρησιμοποιήσατε το όνομά μου για να σκεπάστε τις βρωμοδουλειές σας; Τι κακό έκανα στο χωριό; τι έκανα, πολέμησα για τη λευτεριά της πατρίδας μου. Εσείς τι κάνατε; λουφάξατε και στέλνατε πληροφορίες στους ταγματασφαλίτες. Όταν παρέδωσα τ’ όπλο μου κι ήρθα στο χωριό θυμόσαστε τι έγινε; Το Σάββατο το απόγευμα ήρθα και την Κυριακή το πρωί φέρατε την εθνοφρουρά να με συλλάβει. Δεν μ’ αφήσατε ούτε μια βραδιά να μείνω στο σπίτι μου. Εσείς τι κάνατε όταν γίνατε εξουσία; Πήρατε όπλα από τον εθνικόφρονα Θεοδωράκη Τριγενή και αρχίσατε τους τραμπουκισμούς. Σακατέψατε κόσμο και κόσμο, τραυματίσατε, ατιμάσατε ακόμη και γριές εβδομήντα χρονών, ληστέψατε και τέλος κρεμάσατε το κεφάλι του Βασίλη στο καμπαναριό. Τώρα ήρθατε να πάρετε και το δικό μου. Προσέξτε θάρθει μέρα που θα χρησιμοποιήσετε και πάλι το όνομά μου. Κάνετε λοιπόν το κέφι σας. Τι εδώ τι πιο πέρα. Τι μέρα τι νύχτα, τι οι ξένοι τι εσείς, εγώ τέλειωσα. Με γονάτισε η πείνα, το τραύμα στο πόδι κι ο πυρετός κι όχι εσείς». Είπα κι άλλα δε θυμάμαι τώρα πια.
Μόλις τέλειωσα, έγειρα κι ακούμπησα το κεφάλι μου στην παλάμη μου. Αυτοί κοίταζαν ο ένας τον άλλον για να πάρουν θάρρος. Τότε ο χωροφύλακας που ήταν σκοπός θύμωσε μαζί τους και τους είπε: «γιάντα μωρέ δε μιλάτε; εσείς λέγατε τόσα και τόσα και τώρα δε λέτε πράμα. Είναι αλήθεια αυτά που σας είπε;» και τους βλαστήμησε. Τότε άρχισαν αυτοί. Ο καθένας το δικό του όποιος έβγαινε μπροστά στην πόρτα. Κι ήταν κάτι σαν επικήδειος. Εγώ ξαπλωμένος κατάχαμα κι αυτοί ένας - ένας έλεγαν τα δικά τους κι έφευγαν.
Πρώτος μίλησε ο Κώστας Κουλούρης, πρώτος ξάδερφός μου: «Μ’ άλλον σκοπό ήρθαμε ξάδερφε και μας έκαμες και κλάψαμε. Ο θεός να σε βοηθήσει. Πάρε αυτά τα τρία τσιγάρα. Δεν έχω τίποτα άλλο γιατί μ’άλλο σκοπό ερχόμουνα». «Ξέχασες ότι παρακαλούσες κλαίγοντας να σε σώσω κι ήρθες εδώ να με πληρώσεις γι’ αυτό. Να τα πεις αυτά στη μάνα σου και τη θειά μου να ακούσεις και τι θα σου πει» του απάντησα. Πήρε τ’ όπλο του και έφυγε δακρυσμένος.
Πίσω απ’ αυτούς ήταν ο Λεωνίδας Σ. ομαδάρχης του ταγματασφαλίτη Τσέκερη. Αυτός ήταν πιο ζόρικος. «Έχε χάρη που δεν έπεσες στα χέρια μου και θα σου τόβραζα το σιτάρι», «Έχεις δίκιο» του λέω, «γιατί χθες το βράδυ που έστησες φυλάχτρα για το λαγό του Μήτρου Ζώη στο χωράφι, δεν σ’ έστειλα πριν από τον λαγό. Τώρα κάνεις τον νταή γιατί είμαι άοπλος και πεθαμένος. Μέχρι χθες τάχες με τις γριές». Πήγε κάτι να πει αλλά τον έσπρωξαν οι άλλοι κι έφυγε. Από κοντά ήρθε ο Ηλίας Κ. Αυτός μου ζήτησε τον ξάδερφό του το Δημοσθένη Λαμπρακόπουλο. Τους είπα: «Πήγαινε στη Λακωνία κι εκεί θα σου πούνε γιατί τον σκοτώσανε. Βρες τις κοπέλες που είχε βιάσει και ρώτα τες που είναι». Κούνησε το κεφάλι του απειλητικά κι έφυγε.
Μετά ήρθε ο Αριστείδης X. Αυτός ζητούσε το γυιό του, είχε περάσει στρατοδικείο κι είχε καταδικαστεί σε θάνατο γιατί ήταν αρχηγός δικτύου πληροφοριών σ’ όλο το Δήμο Λυκοσούρας. Εκτελέστηκε στο χωριό Ανδρίτσαινα. Αυτός ζητούσε ευθύνες γιατί δεν τον γλίτωσα. Ηξερε ότι δεν ήμουνα εκεί, τόχε μάθει απ ’ αυτούς που αθωώθηκαν και ιδιαίτερα από τον συγχωριανό μας Αντώνη Κ. που γύρισε στο χωριό. Τόξερε λοιπόν κι αυτός και η κόρη του η Κ. κι όμως φώναζαν ότι είμαι φονιάς. Ήταν ένας γεροστριμένος και ανάποδος. Γκρεμοτσακίστηκε σ’ ένα βράχο όταν γύριζε από χωριό σε χωριό για να βρει τους ενόχους για το θάνατο του γυιού του, ενώ τα είχαν ομολογήσει οι ίδιοι. Του απάντησα ότι ξέρει και να μη ρωτάει εμένα. Έριξε κάμποσες κατάρες κι έφυγε.
Μετά ήρθε ο Ηλίας Λ. Ένα μηδενικό. Με ρωτούσε αν τον γνωρίζω και όταν τούπα ότι δεν ξέρω ποιος είναι, τότε θύμωσε και φώναζε ότι τον κυνηγούσα να τον σκοτώσω. Αλήθεια είναι ότι δεν τον γνώριζα γιατί τότε που έφυγα από το χωριό ήταν μικρός και πήγαινε συνέχεια με τα γίδια. Κατάλαβα ότι πρόκειται για αστείο πρόσωπο και του είπα: «κάνεις λάθος δεν είχα σφαίρες για πέταμα», γέλασαν όλοι κι αυτός γύρισε κι έφυγε βρίζοντας. Μετά ήρθε φοβερίζοντας μεθυσμένος ο A. Ζ. Είπε μερικές βρισιές κι απειλές κι έφυγε.
Μετά ήρθε ο γέρο Αντρέας ο Γαλανής η Κουτρουμπής με τη θεία Γιαννούλα τη γυναίκα του. Είχε χάσει ένα παιδί χωροφύλακα στα Δεκεμβριανά. Το πιο καλό παιδί του. Πήγε τσάμπα μ’ αυτούς στο διυλιστήριο της ΟΥΛΕΝ. Ήταν φιλοσοφημένος γέροντας. Έβγαλε το καπέλο του, στηρίχτηκε στο μπαστούνι του, με κοίταξε όπως ήμουν κατάκοιτος και κουνώντας το κεφάλι του είπε: «Άντε καημένη νεότης πως χάνεσαι τσάμπα! Τι σου έλειπε ρε παιδί μου Κώστα και πήρες τα βουνά; Μήπως σούλειψε το ψωμί, τα καλά ρούχα, τα καλά παπούτσια, τα λεφτά; μήπως σούλειψαν τα γράμματα; Έτσι χάνεται ο κόσμος. Ήρθε ο καιρός να φάει ο ένας τον άλλον. Κλωτσιώνται τ’ άλογα αλίμονο από τα γαϊδούρια. Φθάνει πια. Ας βάλει ο θεός το χέρι του». Μόλις τέλειωσε του είπα: «Εγώ μπάρμπα Αντρέα έκαμα αυτό που νόμιζα σωστό. Δεν πείραξα κανέναν για δικό μου συμφέρον». Η θεία Γιαννούλα, ήταν ξαδέρφη της μάνας μου, έκλαιγε και για μένα και για τον γυιό της. Γι’ αυτήν δεν είχε καμιά σημασία αν ο γυιός της ήταν χωροφύλακας κι εγώ αντάρτης. Ήταν μάνα και πονούσε για κάθε παιδί. Τ' άλλα δεν τα εξέταζε κι ούτε τα καταλάβαινε.
Πέρασαν κι άλλοι κι έλεγαν τα δικά τους. Δεν απαντούσα σ’ όλους. Άκουγα μόνο και διαλογιζόμουνα ότι άμα πέσεις κάτω όλοι σε πατάνε. Άλλοι σε πατούν στο λαιμό, άλλοι στα πόδια κι άλλοι σε δρασκελούν με προσοχή κι άλλοι περνούν παράγυρα με σεβασμό. Κάποτε ο επικήδειος πήρε τέλος. Είχε καλό τέλος όμως. Τελευταίες ήρθαν δύο κοπέλες συνομήλικές με μένα. Ερχόντουσαν από τη Μεγαλόπολη κι έμαθαν τα νέα κι ήρθαν να με δουν. Μόλις με είδαν τρόμαξαν. Γρήγορα όμως συνήλθαν. Μούδωσαν τα χέρια τους και με χαιρέτησαν. Χαμογέλασαν και μούδωσαν θάρρος: «Μη στεναχωριέσαι, όλα θα περάσουν. Έτσι είναι η ζωή. Κάνε υπομονή». Χάρηκα και γω που άκουσα μια καλή κουβέντα. «Δεν στενοχωριέμαι πια» τους απάντησα» Όλα τέλειωσαν. Μόνο που δεν τέλειωσαν καλά». Κατάλαβαν τι ήθελα να πω. «Σώπα και ο θεός είναι μεγάλος» μου είπαν. Με χαιρέτησαν κι έφυγαν.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
για καθυστερημένο κοινωνικά στοιχείο όπως ήταν όλοι οι χίτες του χωριού μου. Θα μπορούσα κι από κει που ήμουνα, μόλις τον είδα να του την στήσω και να τον χτυπήσω σίγουρα εξ επαφής κριμένος στα κλίματα, όμως δεν το ήθελα. Όλη εκείνη η μέρα πέρασε με αγωνία, γιατί γύοω στα αμπέλια ήρθε κόσμος. Στο διπλανό αμπέλι ήρθε ο γείτονας. Απέναντι άλλοι. Το πόδι μου άρχισε να πονάει φοβερά όπως ήταν κρεμασμένο. Κάθησα ακίνητος δεκαπέντε ώρες. Είχα πονοκέφαλο και διψούσα πολύ. Είχα πυρετό. Τα κούρμπενα κρατούσαν ίσκιο αλλά η ζέστη ήταν αφόρητη.
Μια δίκη μέσα στο σκοτάδι. Κρίση συνείδησης
Όταν νύχτωσε αποφάσισα να κατέβω στην ποταμιά στα ποτιστικά και στο μύλο. Εκεί υπήρχαν πιθανότητες περισσότερες για να συναντήσω κάποιον δικό μου ή να μάθω κάτι τουλάχιστον εξ ακοής. Κίνησα σιγά - σιγά την κατηφόρα και κούτσα - κούτσα έφθασα στη θέση Αχούρια. Σταμάτησε στο χτήμα του Σ. X. Είχε ωραία αχλάδια και έφαγα αρκετά. Είδα γύρω ότι ήταν περιποιημένα και κατάλαβα ότι κάποιος θάρχεται στο χτήμα. Γι’ αυτό πρόσεξα να μην αφήσω ίχνη. Έφθασα στο ποτιστικό του Κ. Κ. Είχε έναν κήπο με κρεμμύδια όψιμα. Κατέβηκα κι έβγαλα πέντε - έξι αλλά αραιά εδώ κι εκεί για να μην το καταλάβει και ψιλιαστεί. Έφθασα απέναντι από τον νερόμυλο μας. Κάθισα αρκετή ώρα για να βεβαιωθώ ότι έχει ησυχία. Υπήρχε κίνδυνος να την έχουν στήσει εκεί. Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος πέρασα απέναντι.
Ο μύλος ήταν έρημος. Η πόρτα έχασκε ανοιχτή κι έμοιαζε σαν στόμα νεκροκεφαλής. Το ίδιο και το ανοιχτό παράθυρο, έμενε ορθάνοιχτο και κενό σαν κόγχη βγαλμένου ματιού. Βούρκωσαν τα μάτια μου. Κάθισα πάνω στ’ αμπάρι μέσα στο σκοτάδι και για κάμποση ώρα η σκέψη μου έτρεξε στα περασμένα. Εκεί, τέτοιον καιρό πριν την καταστροφή, υπήρχε ζωή και δράση. Ο μύλος γουργούριζε ρυθμικά και η ρεματιά αντηχούσε. Οι πελάτες, μέσα κι έξω κουβέντιαζαν, τραγουδούσαν, αστειεύοταν κι έψηναν κουλούρες από το φρέσκο αλεύρι. Τώρα νέκρα, ερημιά, καταστροφή.
Ένοιωσα ένα αίσθημα ενοχής και είπα μέσα μου: «Ορίστε κύριε τι κατάφερες. Τα κατάστρεψες όλα. Εσύ είσαι ο ένοχος». Μια δίκη μέσα στο σκοτάδι. Το αδειανό αμπάρι ήταν το εδώλιο του κατηγορούμενου. Κι όλα γύρω τ’ άψυχα, πήραν ψυχή κι έγιναν κατήγοροι. Πήραν τη θέση των ζωντανών, του πατέρα μου, της μάνας μου, του αδερφού μου, όλης της οικογένειας, των συγγενών και των συγχωριανών μου. Βαριά κατηγορία και αβάσταχτη γιατί ήταν άδικη. Το κεφάλι μου βούιζε και με πονούσε. Ήταν σα να είχε μέσα νερό. Μόλις λίγο το κινούσα, μου φαίνονταν ότι μέσα κλουκούκιζε. Με το άγχος αυτό της ενοχής, έμεινα εκεί κάμποση ώρα σαν να ήθελα να εξαντληθεί όλο το κατηγορητήριο κι οι κατάρες.
Μετά σιγά - σιγά η σκέψη μου ζωντάνευε, ζωντάνευε, τα νεύρα μου ξεμούδιαζαν και το μυαλό μου έσφιξε και έπηξε κι απάντησα πάλι εγώ στη βαριά κατηγορία: «Μα τι έκανα εγώ; είμαι ένοχος γιατί σήκωσα ντουφέκι ενάντια στους καταχτητές, τους Ιταλούς και Γερμανούς; Είμαι ένοχος γιατί σήκωσα ντουφέκι στους νέους καταχτητές τους Άγγλους γιατί θέλαν να πάρουν τη θέση των αφεντικών και να βάλουν τις παλιές αλυσίδες ξανά στα χέρια τούτου του λαού, που έδωσε τα πάντα για τη λευτεριά του; Είμαι ένοχος γιατί σήκωσα ντουφέκι για να σταματήσω τα εγκλήματα, τους βιασμούς, τις ληστείες των συνεργατών του κατακτητή, που τώρα έγιναν εθνικόφρονες; Είμαι ένοχος γιατί σήκωσα ντουφέκι ενάντια στους γκάγκστερς Αμερικανούς για να σωθεί ο τόπος από τον αφανισμό; Μήπως είμαι ένοχος γιατί δεν νικήσαμε; Όχι δε φταίω εγώ. Έγώ έκαμα αυτό που έπρεπε. Όχι δε φταίω. Δε φταίω!
Εγώ, εμείς πολεμήσαμε γερά, με πάθος. Με τα ψέματα πολεμήσαμε τους φασισμούς όλης της γης. Πολεμήσαμε με χέρια και δόντια, μέχρι τέλος, μέχρι το τελευταίο φυσίγγι. Δώσαμε αίμα πολύ για να κρατήσουμε τη λευτεριά ζωντανή, μα χρειάζονταν κι άλλο πολύ και μεις δεν είχαμε. Νικηθήκαμε γιατί είμασταν λίγοι κι αδύνατοι κι έπεσαν όλοι οι φασισμοί πάνω μας από όλον τον
κόσμο. Δεν είμαστε θεοί, δεν είμαστε μάγοι, δεν είμαστε μυθικοί ήρωες. Γι’ αυτό νικηθήκαμε.
Έτριξε η πόρτα καθώς φύσηξε ο αγέρας λες και ανάγγειλε τη λήξη της δίκης και γω βγήκα από τις θλιβερές σκέψεις μου. Χούφτωσα το πιστόλι μου και αθόρυβα, σιγά - σιγά και φυλαχτά, βγήκα από το μύλο. Τότε κατάλαβα ότι ήταν αγέρας, ξαναμπήκα μέσα και στα τυφλά έψαχνα να βρω κανένα ταγάρι για να βάζω την τροφή μου και κανένα μπουκάλι να παίρνω νερό μαζί μου γιατί ήταν μεγάλη η μέρα και η δίψα δεν υποφέρονταν. Βρήκα μόνο μια παλιά κάσα από λουκούμια. Την πήρα μαζί μου, ήταν κάτι κι αυτή. Ακολουθώντας το αυλάκι του μύλου έφθασα στο εξώσπιτό μας. Όταν πλησίασα, διέκρινα στην αστροφεγγιά τους τοίχους. Δε φαίνονταν όμως σκεπή. Μου φάνηκε παράξενο. Η σκεπή έπρεπε να φαίνεται καθαρά γιατί ήταν από ασπρόπλακες. Κάθησα πίσω από τον πλάτανο στα χείλια του μυλαύλακου και παρακολουθούσα να βεβαιωθώ ότι είναι ησυχία.
Όταν βεβαιώθηκα, πλησίασα σιγά - σιγά. Τότε διαπίστωσα ότι το εξώσπιτo ήταν καμένο. Καθώς το έβλεπα από πάνω έμοιαζε σα χωνευτήρι νεκροταφείου. Η σκεπή είχε καεί και είχε πέσει μέσα. Οι πλάκες άσπριζαν σα να ήταν νεκροκόκκαλα και νεκροκεφαλές. Τότε κατάλαβα ότι η καταστροφή ήταν ολοκληρωμένη και πίστεψα ότι από τους δικούς μου δε θάχει μείνει κανένας άλλος παρά μόνο εγώ, σακάτης, άρρωστος, μισοπεθαμένος. Κάθισα στο κάτω - κάσι της καμένης πόρτας πάνω σε μια πέτρα. Τα στήθια μου πήγαιναν να σπάσουν. Βλαστημούσα κι έβριζα και κρατούσα το κεφάλι μου με τα δυό μου χέρια. Βλαστήμαγα που δεν ήμουνα γερός και δεν είχα τον οπλισμό μου να ανέβω στο χωριό μου και να βάλω φωτιά στα σπίτια των χιτών και να σκοτώσω όσους βρω κι όποιον βρω. Μέσα στη νύχτα και τη σύγχυση ένας σκοτώνει πολλούς και οι πολλοί σκοτώνονται μεταξύ τους, αρκεί ο ένας να κάνει την αρχή του σκοτωμού και μετά τον συνεχίζουν οι άλλοι σαν στραβοί.
Σκέφτηκα να πάω. Δε με βοηθούσε όμως το πόδι μου. Ήταν αδύνατο να ανεβώ τον ανήφορο. Να που το σακατεμένο πόδι, έγινε αιτία για να μη γίνει μεγάλο κακό. Ήξερα τις συνήθειες των χιτών του χωριού. Μόλις νύχτωνε μπεκρόπιναν στις δύο ταβέρνες. Εκεί θα τους κέρναγα το κρασί της εκδίκησης, πατηκωμένο σε μια χειροβομβίδα μιλς και μετά με τα δικά τους όπλα θάναβε το γλέντι. Ο μόνος που θα ήξερε, ποιος κτυπά ποιόν, θα ήταν ο διάβολος. Καμιά φορά, όταν βρίσκεται κανείς μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις, χάνει τον έλεγχο της κρίσης του και μπορεί να κάνει μεγάλα κακά κι εγκλήματα. Το μόνο που μπορεί να εμποδίσει αυτή την εξέλιξη είναι η αναβολή. Μετά τα μυαλά ηρεμούν.
Κάθισα αρκετή ώρα με τη σκέψη, να γυροφέρνει στην εκδίκηση. Σιγά - σιγά ανάβαλα από ανάγκη για να γίνω καλά. Είπα μέσα μου: «Τώρα δε θα τα καταφέρεις καλά. Το πολύ - πολύ να σκοτώσεις έναν το πρωί στο χωριό και να σε σκοτώσουν. Άσε να γίνει καλά το πόδι μου και μετά τα λέμε». Μετά είδα μπροστά μου τις κλάρες του καλαμποκιού και αμέσως σκέφτηκα: «Κάποιος πρέπει να καλλιεργεί το χωράφι. Άρα δε θάχουν χαθεί όλοι οι δικοί μου» κι ανακουφίστηκα. Και μετά έλεγα, «πως δεν το σκέφτηκα τόση ώρα αυτό, ενώ έβλεπα τις καλαμποκιές και θόλωσε το μυαλό μου».Ύστερα όλα ηρέμησαν και οι σκέψεις απόχτησαν λογική. Αφού λοιπόν καλλιεργείται το χωράφι, άρα πρέπει να έρχονται οι δικοί μου για να ποτίζουν. Συνεπώς μέσα σε μια, δυό, τρεις μέρες θάρθουν και θα πάρω επαφή. Τότε θα μάθω τι γίνεται και κανονίζω την πορεία μου. Πρέπει λοιπόν να κρυφτώ εδώ.
Έψαξα στο δάσος. Υπήρχαν κρυψώνες. Ήταν επικίνδυνο όμως. Αν γίνονταν εξερεύνηση, το δάσος θα έψαχναν. Μετά σκέφτηκα να κρυφτώ στα χαλάσματα. Εκεί ήταν σιγουριά. Όμως εκεί δε θα πλησίαζε κανένας δικός μου μα ούτε κι έβλεπα γύρω κι ούτε θα άκουγα καλά τις κουβέντες αυτών που περνούσαν στο δρόμο για να μάθω κάτι. Τέλος κατάληξα στην απόφαση να κρυφτώ στη μέση της μεγάλης λάκκας μέσα στα αραποσίτια. Εκεί έβλεπα, άκουγα και αν έρχονταν να ποτίσουν εκεί, θα περνούσαν κοντά και θα έπαιρνα επαφή χωρίς να μας βλέπει κανείς. Το κυριότερο όμως ήταν ότι θα ήμουν ασφαλής, γιατί ποτέ δε θα φαντάζονταν ότι κρύβομαι εκεί. Το δύσκολο ήταν ότι θα έπρεπε να είμαι ακίνητος όλη μέρα γιατί και η παραμικρή κίνηση των φυτών θα με πρόδινε. Γι’ αυτό λέει ο λαός: «λαγός τη φτέρη έξυνε, κακό του κεφαλιού του». Και ακόμη να μη με πάρει ο ύπνος και ροχαλίζω.
Μάζεψα λοιπόν φασολάκια, κολοκύθια και καλαμπόκια και βρήκα μια θέση πολύ καλή κάτω από τις αραποσιτιές που τις είχε κουκουλώσει μια φασολιά. Εκεί και στο ένα μέτρο να έφθανε κάποιος δε θα έβλεπε τίποτα. Τώρα όμως αντιμετώπιζα κι ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Κοντά στο τραύμα, κοντά στον πυρετό, τώρα έχω και φοβερή διάρροια. Έπρεπε κάθε τόσο να κάνω την ανάγκη μου, εκεί χωρίς να κινιέμαι. Έσκαβα με τα χέρια μου μια γούβα και μετά την σκέπαζα κι έτσι δε μύριζαν για να με προδόσουν κι όλας. Αυτή όμως η κατάσταση μούδωσε τη χαριστική βολή. Ξελιγώθηκα. Κόπηκαν τα γόνατά μου. Είχα τέσσερις μήνες να φάω ψωμί και ζούσα με τα ψέμματα. Τώρα γονάτησα. Με τραβούσε η γη. Ήθελα να είμαι ξαπλωμένος. Το σώμα μου είχε γίνει βαρύ, σα να ήταν μολυβένιο.
Η πρώτη μέρα πέρασε κουτσά - στραβά. Είδα πολλούς χωριανούς μου να πηγαινοέρχονται στα ποτιστικά. Οι κουβέντες τους δε με φώτισαν. Είδα και συγχωριανούς μου να κουβαλούν όπλα. Για μερικούς δεν το περίμενα. Κατάλαβα ότι οι χωριανοί είναι όλοι οπλισμένοι και η κατάσταση θα είναι σωστή ζούγκλα. Αυτό δε με φόβιζε. Δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτα. Ποτέ δεν τους λογάριασα, δεν τους πήρα ποτέ στα σοβαρά. Ήταν ψευτονταήδες εκεί γύρω στα μαγαζιά. Όταν καταλάβαιναν ζόρι, λούφαζαν.
Κατά τις δέκα η ώρα το πρωί, είδα πάνω στ’ αυλάκι τα παιδιά του γείτονά μας Πάνου Ζ. Κατάλαβα ότι το χωράφι τόχουν μισιακό. Το βραδάκι απέναντι στο δρόμο, είδα να ανεβαίνει καβάλα στο μουλάρι του ο Σωτήρης Π. Είχε κρεμάσει τ’ όπλο του στο σαμάρι. Ήταν κακός και μοχθηρός άνθρωπος. Αυτός όπως έμαθα αργότερα, καθοδηγούσε την τρομοκρατία στο χωριό. Αυτός έκαψε και το εξώσπιτό μας. Του χρειάζονταν να τον κουβαλήσει το μουλάρι του διπλωμένο στα δύο σα μισογεμισμένο σακκί στο χωριό. Κι άντε να εύρισκαν ποιος τον περιποιήθηκε. Όμως δεν τόθελα, μα ούτε και το πόδι μου με βοηθούσε. Ασφαλώς δεν ξέρει πόσο κοντά από την κάνη του πιστολιού μου πέρασε. Καλύτερα που γλύτωσε. Τι θα γίνονταν να σκοτώνονταν κι ένας ακόμη;
Μόλις νύχτωσε βγήκα από τη λούφα, πήγα στο ποτάμι, έπλυνα το τραύμα μου και μετά πήγα απέναντι στη συκιά του Μ. Ζ. κι έφαγα σύκα. Μετά γύρισα στο χωράφι μας και ξάπλωσα να κοιμηθώ κάτω από το πουρνάρι κοντά στη στουρνάρα. Με κατάφαγαν τα κουνούπια. Δε μ’ άφησαν να κοιμηθώ. Έβγαλα το χιτώνιό μου και έμεινα γυμνός, ξάπλωσα πάνω στα πλατανόφυλλα γυμνός γιατί δεν είχα πουκάμισο και σκεπάστηκα με το χιτώνιο. Σκέπασα και τα πόδια μου με ξερές φτέρες κι έτσι κοιμήθηκα. Το πρωί ξαναχώθηκα στη λούφα μου.
Κατά τις δέκα άκουσα ντουφεκίδι γερό στο χωριό. Ακουσα και την καμπάνα να χτυπάει συγκέντρωση. Ανησύχησα. Μετά άκουσα ντουφεκιές στο Τετράζι. Κάτι ύποπτο συνέβαινε. Ύστερα έγινε ησυχία. Το μεσημέρι άκουσα πάλι ντουφεκίδι στο χωριό. Και το απόγευμα πέρασαν από την Αγία Θεοδώρα τραγουδώντας και ντουφεκο ρίχνοντας οι Γαρατζαίοι. Αυτά τα γλέντια γίνονταν γιατί είχαν σκοτώσει το Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τούχαν κόψει το κεφάλι, τόφεραν στο χωριό, το κρέμασαν στο καμπαναριό και χόρευαν σαν κανίβαλοι γύρω απ’ αυτό και κρασόπιναν. Ήταν 12 Αυγούστου του 1949. Ήταν το ευχαριστώ γι’ αυτό το παιδί που τους γλύτωσε τόσες φορές και πολλές φορές με κίνδυνο να παρεξηγηθεί από το κίνημα.
Εγώ αυτά τα έμαθα μετά από τη δολοφονία, όταν πήρα επαφή με την γυναίκα του αδερφού μου. Τότε έμαθα ότι και ο Κανατάς είχε παραδοθεί και είπε ότι είμαι τραυματίας και πάω για το χωριό μου. Όταν μου τόπε η νύφη μου, κατάλαβα ότι ο Κανατάς τάχει πει όλα. Δεν ανησύχησα όμως.
Την μέρα αυτή βγήκαν παγάνα. Έψαχναν παντού και ντουφεκόριχναν. Δεν είχα μάθει ακόμη τα νέα. Όμως κατάλαβα ότι κάτι έχουν μυριστεί γιατί τέτοια παγάνα πότε δω και πότε εκεί, κάθε μέρα δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. Έψαχναν παντού, το μυαλό τους όμως δεν πήγαινε εκεί που ήμουνα. Ήμουν αποφασισμένος πια. Μια ζωή, κακή ζωή. Όσους πάρει ο διάβολος και τους άλλους τα παιδιά του. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο. Η μέρα εκείνη ήταν βασανιστική. Κοντά στ’ άλλα, τραύμα, δίψα, πείνα, διάρροια, πυρετό, κουράστηκα ψυχικά τόσο, που άρχισα να έχω παραισθήσεις και φαντασιώσεις.
Αρκετές φορές κατάλαβα ότι παραμιλώ ενώ ήμουνα ξύπνιος. Αυτό ήταν επικίνδυνο γιατί εάν περνούσε κάποιος μπορεί να μ’ άκουγε. Επίσης έβλεπα συνεχώς μπροστά μου, δίπλα μου, τον ξάδερφό μου τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και μια ή δύο φορές τον Α-ντρέα Γιαλαμά. Ήξερα βέβαια ότι βρίσκονταν σ’ αυτήν την περιοχή πριν δέκα μέρες. Ήταν και ο Ετεοκλής Δουμουλάκης μαζί τους. Εγώ όμως έβλεπα τον Βασίλη και τον Αντρέα. Ιδιαίτερα με τον Βασίλη συζητούσα σχεδόν όλη μέρα και αισθανόμουνα μια άνεση που τον βρήκα. Σ' αυτήν την απόγνωση που είχα φθάσει, απ’ αυτούς περίμενα βοήθεια. Γι’ αυτό τους έβλεπα και κουβέντιαζα μαζί τους στις παραισθήσεις μου. Όμως αυτοί ήταν νεκροί πια. Τον Γιαλαμά τον συνέλαβαν τραυματία και τον σκότωσαν πριν από δύο μέρες και τον Βασίλη τον σκότωσαν την προηγούμενη μέρα.
Άρχισα να ανησυχώ για τα λογικά μου. Ίσως να ήταν κι από τον πυρετό. Δεν είχα λίγο νερό να ρίξω στο κεφάλι μου. Ιδιαίτερα το μεσημέρι η κατάσταση έγινε επικίνδυνη. Μια παραμιλούσα και μια συνερχόμουνα. Ευτυχώς δεν πέρασε κανένας από το αυλάκι. Το απόγευμα που δρόσισε, με πήρε ο ύπνος για λίγο. Δεν ξέρω για πόσο, ίσως και για μισή ώρα. Όταν ξύπνησα είχα κάπως συνέλθει. Δεν είχα παραισθήσεις. Δεν έβλεπα πια ούτε τον Βασίλη, ούτε τον Αντρέα. Με πονούσε όμως το κεφάλι μου πάρα πολύ. Γύρισε η μέρα κι άρχισε να βραδιάζει. Σουρούπωσε. Ετοιμάστηκα να βγω από τη λούφα μου κι είχα σκοπό να πάω πρώτα να φάω σύκα στο απέναντι χωράφι. Γι’ αυτό όλο το απόγευμα παρατηρούσα το μέρος.
Μόλις σουρούπωσε είδα έναν συγχωριανό μου, τον Λ. Σ., που ήταν στη ληστοσυμμορία του Τσέκερη, γνωστού ταγματασφαλίτη λοχία συνεργάτη των Γερμανών, να κρατά δύο όπλα, ένα πολεμικό κι ένα κυνηγετικό. Πήγε στη συκιά έφαγε σύκα και μετά ανέβηκε στη διπλανή μουριά και έστησε ενέδρα. Παραξενεύτηκα για το φέρσιμό του. Μετά κατάλαβα ότι παραφύλαγε για λαγούς. Μετά από μια ώρα τον χτύπησε. Εάν είχα πάει ενωρίτερα, θα πάθαινε αυτός, εκείνο που έπαθε ο λαγός. Σκέφτηκα για μια στιγμή, εκμεταλλευόμενος το σκοτάδι να του στήσω ενέδρα πιο δω στο δρόμο. Θα τον χτυπούσα εξ επαφής. Θα του έπαιρνα τα όπλα και ότι άλλο ήταν αναγκαίο. Δεν ήθελα όμως να τον χτυπήσω. Πιο καλά μου ήταν να τον αφοπλίσω και να τον δέσω για να μπορέσω να φύγω. Τελικά δεν έκανα τίποτα γιατί μέτρησα τις δυνάμεις μου και υπολόγισα ότι δε θα μπορούσα να πάω μακρυά από εκεί. Έτσι σώθηκε κι αυτός κι αυτό ήταν το καλύτερο. Όταν βρίσκεται κανείς σε τέτοια κατάσταση, παραλογίζεται.
Μετά πήγα κι έφαγα σύκα. Συνήλθα κάπως. Γύρισα στο ποτάμι, έπλυνα το τραύμα μου και ξανά στο ίδιο μέρος κοιμήθηκα. Το πρωί ξαναμπήκα στη λούφα μου. Κατά τις δέκα περίπου ίσως κι ενωρίτερα, είδα τη γυναίκα τ’ αδερφού μου να προβάλλει στ’ αυλάκι του μύλου. Χάρηκα τόσο πολύ που παραλίγο να της φωνάξω. Είχα απελπιστεί πια να περιμένω κι είχα αποφασίσει αν και κείνη τη μέρα δεν έπαιρνα επαφή να φύγω και σιγά - σιγά να ανέβω στα Γιαλαμέϊκα μαντριά στη θέση Μουρίκη, μήπως εκεί πάρω επαφή με τους Γιαλαμαίους. Αν πήγαινα εκεί άλλη θα ήταν η εξέλιξη και κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποιά θα ήταν. Τα μαντριά από εκεί που ήμουνα ήταν μακρυά μισή ώρα. Θα τα κατάφερνα όλη τη νύχτα. Απέναντι στο χωράφι της ήρθε και η ξαδέρφη μου η Ελένη Σουλαντίκα.
Πίστεψα ότι σώθηκα. Έλπιζα ότι θα μου δώσουν λίγο ψωμί κι ένα μαντήλι να δέσω το τραύμα μου για την ώρα. Έλπιζα να με τροφοδοτήσουν για πέντε - δέκα μέρες ώσπου να κλείσει κάπως το τραύμα και μετά να φύγω αφού προμηθευτώ εσώρουχα, παπούτσια κι ένα παντελόνι. Δυστυχώς τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ήταν δυνατόν να γίνει γιατί τα μέτρα που είχαν πάρει ήταν σκληρά. Έκαναν έρευνα σ’ όλους όσους έβγαιναν από το χωριό και δεν επέτρεπαν να πάρουν μαζί τους ούτε μια μπουκιά ψωμί. Και δεν ήταν τα μέτρα τόσο που εμπόδιζαν την περίθαλψή μου. Ήταν ότι τους δικούς μου τους είχαν συλλάβει και τους κρατούσαν στο στρατόπεδο, τη μάνα μου και τον πατέρα μου και το σπουδαιότερο, κρατούσαν και τον αδερφό μου τον μόνο που θα μπορούσε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες να με περιθάλψει. Οι άλλοι που είχαν μείνει στο χωριό είχαν χάσει το ηθικό τους.
Τώρα πια δεν είχαν καμιά διάθεση να ριψοκινδυνέψουν για μένα. Είχαν τόσο υποφέρει κι είχαν τόσο απελπιστεί πια, ήθελαν όπως - όπως να τελειώσει αυτή η κατάσταση. Εγώ λοιπόν έπρεπε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να τελειώσω την ύπαρξή μου. Δηλαδή έπρεπε ή να αυτοκτονήσω ή να με σκοτώσουν ή να με συλλάβουν. Αυτό για όλους τους συγγενείς, τους αριστερούς του χωριού και της περιφέρειας, για όλα τα χωριά της Ολυμπίας και της Αρκαδίας, ήταν ζήτημα επείγον γιατί κινδύνευαν αυτοί και τα ζωντανά τους, γιατί έπρεπε όπως νόμιζαν, να τελειώσουν τα βάσανά τους και να απαλλαχτούν από τις συμμορίες των χιτών.
Τώρα λοιπόν, είχα χάσει πια αυτό που με κρατούσε στη ζωή από το 1943 δηλαδή την υποστήριξη και τη βοήθεια του λαού.
Τόχαμε διαπιστώσει από καιρό. Είχαμε διαπιστώσει ότι κανένας πια δε μας βοηθά κανένας δεν ενδιαφέρεται για μας κι όλοι επιθυμούν το χαμό μας. Τώρα πείστηκα και για τους συγγενείς μου. Πείστηκα πια ότι έμεινα μόνος, μ’ όλους εναντίον μου, ξένους, ντόπιους, αριστερούς, δεξιούς, φίλους και συγγενείς. Άλλοι ήταν εναντίον μου από ανάγκη κι άλλοι από συμφέρον. Το από ανάγκη δεν άλλαζε την κατάσταση, γεγονός ήταν ότι κι αυτοί ήταν εναντίον μου δηλαδή δε με βοηθούσαν και ήθελαν να τελειώσω.
Περίμενα να πλησιάσει μέσα στο αραποσίτι, η νύφη μου η Παναγιώτα. Έριξε το νερό στο χωράφι και μπήκε μέσα. Ποτίζοντας σιγά - σιγά σε μια ώρα πλησίασε στο ένα μέτρο. Δεν με είχε δει. Της ψιθύρισα. Ακουσε και πρόσεξε. Τρόμαξε. Παραλίγο να βάλει τις φωνές. Κρατήθηκε όμως. Άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Όπως μου είπε μετά, στην αρχή νόμισε ότι είδε τον παππού μου τον γέρο Αντρέα τον Καψημάνη. Τόσο ήμουν γερασμένος. Είχα γίνει μια χούφτα κόκαλα μέσα σ’ ένα πέτσινο σακί. Κάποτε συνήλθε και σταμάτησε να κλαίει. Ρώτησε για το τραύμα μου. Τόχε μάθει όλο το χωριό γιατί τόχε πει ο Κανατάς Κώστας που παραδόθηκε. Μούπε ότι ψάχνουν παντού να με βρουν. Μούπε για το θάνατο του Αντρέα Γιαλαμά και του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και για όλη την κατάσταση της οικογένειας μας.
Χάρηκα που ζούσαν όλοι οι δικοί μου κι ας ήταν στο στρατόπεδο. Τον πατέρα μου με συμφόρηση και τη μάνα μου τους πέρασαν από στρατοδικείο για πληροφοριοδότες. Καταδίκασαν τον πατέρα μου είκοσι χρόνια φυλακή και τη μάνα μου την απάλλαξαν. Τον πατέρα μου τον έβγαλαν από τη φυλακή, με ενέργειες του αδερφού της μάνας μου Χαρίλαου Λαμπρακόπουλου που ήταν Εισαγγελέας Εφετών στη Θεσσαλονίκη. Τώρα τον είχαν μαζί με τον αδερφό μου και τον μπάρμπα μου τον Αντρέα Σπυρόπουλο στο στρατόπεδο. Την κατηγορία την είχε κατασκευάσει ένας λοχαγός Μοιράγιας από το χωριό Κολλίνες, δοσίλογος με πατέντα.
Αφού τέλειωσε η κατατόπισή μου, κατάλαβα πια ότι δεν μπορώ να μείνω πουθενά εκεί γύρω, παρά μόνο αν ο άντρας της ξαδέρφης μου ο Θεόφιλος Σουλαντίκας που ήταν στα TEA και υπηρετούσε στο φυλάκιο της γραμμής του τραίνου, αναλάμβανε να μου φέρνει ψωμί από το δικό του. Αυτή τη λύση σκέφτηκα εγώ μια και η νύφη μου δεν μπορούσε να βγαίνει από το χωριό, παρά μόνο μια φορά την εβδομάδα για να ποτίσει το χωράφι. Η Παναγιώτα επέμενε να παραδοθώ γιατί θα πεθάνω εκεί και θα τους πάρω στο λαιμό μου. Εγώ όμως ήθελα να περάσει η μέρα και να φύγω. Ο τόπος δεν με σήκωνε πια. Λίγο ψωμί να οικονομούσα για να σταθώ στα πόδια μου, για να βαδίσω όλη νύχτα να απομακρυνθώ. Πήγε η νύφη μου και τόπε στην ξαδέρφη μου.
Ήρθε και αυτή εκεί. Πάλι κλάματα, πάλι λόγια. Της ζήτησα λίγο ψωμί. Δεν είχε. Μούπε κι αυτή να ειδοποιήσουμε την αστυνομία νάρθει να παραδοθώ. Την ρώτησα που είναι ο άντρας της. Μου είπε ότι είναι στο φυλάκιο. Της είπα να πάει να τον ειδοποιήσει νάρθει και να πει στους άλλους ότι είναι άρρωστη η μάνα της για να μην καταλάβουν τίποτε και να φέρει μαζί του όσο ψωμί έχει. Πήγε. Του τόπε. Του είπε και τι να πει. Αυτός ο χαζός έκαμε την κουταμάρα να εκμυστηρευτεί σε δύο το μυστικό. Ήρθε. Μπήκε στο χωράφι. Κάθισε λίγο μακρυά και δεν πλησίαζε. Φοβόνταν μήπως τον καρφώσω και τον αφοπλίσω.
Με κοίταζε κι έκλαιγε. Έτσι και οι τρεις μέσα στο χωράφι υπήρχε κίνδυνος να δώσουν υποψίες.
Τελικά με την προτροπή μου, ήρθε κοντά. Γονάτισε και με φίλησε και μου είπε: «Είσαι χαμένος τώρα πια». Προσπάθησα να του δώσω θάρρος. Συνήλθε κάπως. Του ζήτησα ψωμί. Δεν είχε. Τούπα να μου φέρνει λίγο ψωμί. Αρνήθηκε γιατί δεν μπορούσε, φοβόταν. Θα τον ντουφέκιζαν. Είχε δίκιο. Εάν τον έπιαναν δεν γλίτωνε. Ύστερα για ποιό λόγο να διακινδύνευε τη ζωή του; Για μια υπόθεση χαμένη; Μόνη λύση ήταν να φύγω.
Κόντευε μεσημέρι. Έπρεπε να νυχτώσει. Ρώτησα το Θεόφιλο μήπως ψυλλιάστηκε κανένας τίποτα. Τότε μου είπε ότι φεύγοντας τόπε στον Παναγιώτη... κι άλλον έναν, δεν τον θυμάμαι τώρα. Αλίμονο. Όλα χάθηκαν. Μυστικό σε πέντε δεν κρατιέται. Και τι μυστικό, κεφάλι επικηρυγμένο. Δεν έμαθα αν είπαν αυτοί και στους άλλους. Καθόλου απίθανο. Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Μέρα δεν μπορούσα να φύγω. Η είδηση έτρεχε από στόμα σε στόμα. Δύο λύσεις ήταν. Αυτοκτονία ή ειδοποίηση της αστυνομίας. Προτιμότερη η πρώτη λύση. Θάνατος με αυτοκτονία παρά θάνατος με βασανιστήρια ή λιθοβολισμό ή με ξυλοκόπημα ή σφάξιμο. Λέω την αλήθεια. Προτιμούσα την αυτοκτονία όχι γιατί από επαναστατική αδιαλλαξία δεν ήθελα να με πιάσουν, αλλά γιατί ήξερα ότι στην καλύτερη περίπτωση θα μου κόψουν το κεφάλι, όπως του ξαδέρφου μου του Βασίλη, ότι θα με σφάξουν οι χίτες του χωριού μου, σαν αρνί μέσα στο χωράφι μας.
Τους είπα να πάνε στη δουλειά τους και θα σκεφτώ. Η νύφη μου η Παναγιώτα σαν κάτι να ψυλλιάστηκε και δεν έφευγε. Μου έλεγε να ειδοποιήσουμε την αστυνομία γιατί αν σκοτωθώ πάω χαμένος, και θα τους κατηγορήσουν ότι μ’έκρυβαν. Είχε δίκιο. Και με το θάνατό μου εκεί θα τους έκανα κακό. Ξαναήλθαν και οι άλλοι. Όλοι μαζί μούπεσαν επάνω να ειδοποιήσουμε την αστυνομία και να μην κάνω καμιά κουταμάρα γιατί τους έκαιγα. Η ώρα περνούσε και οι στιγμές λιγόστευαν. Ήταν επόμενο και πιθανό να καταφθάσουν οι χίτες και για να δείξουν ότι έδωσαν μάχη κι επειδή θα φοβόντουσαν να πλησιάσουν, να σκοτώσουν και τους άλλους.
Χαιρέτησα τα ψηλά βουνά, το λεύτερο αέρα
Πήρα την απόφαση. Έτσι κι έτσι χαμένος. Όλα τέλειωσαν. Είπα στην ξαδέρφη μου να πάει να ειδοποιήσει την αστυνομία. Να μην πει όμως τίποτα στο χωριό. Έφυγε τρέχοντας. Όλοι ηρέμησαν. Κι εγώ ετοιμάστηκα για το ταξίδι. Θυμήθηκα την πορεία μου, τις δόξες, τα βάσανά μου, τους συντρόφους μου και την κατάληξή μας και έκλαψα. Οι δικοί μου νόμισαν ότι μετάνοιωσα. Τους καθησύχασα λέγοντας: «Τώρα θα ησυχάσετε. Συγχωράτε με για όσα τραβήξατε. Και γω σας συγχωρώ. Μια, δύο ώρες θα είμαστε μαζί. Έμεινα μόνος μου πια. Θα πάω εκεί που πήγαν τόσοι και τόσοι». Τους πήραν τα κλάματα κι αυτούς. Αυτοί δεν απελπίζονταν. Είχαν ελπίδες. Σε κάποια στιγμή μου λένε και οι δυο: «Αν γλυτώσεις και φθάσεις στου Ίσσαρι, που ξέρεις μπορεί να σωθείς. Την κακιά ώρα να περάσεις, μετά ώσπου να γίνει η δίκη έχουμε καιρό», κ.λπ. κ.λπ..
Τώρα πια που τα πράγματα πήραν άλλο δρόμο και ο φόβος τους άφησε, άρχισε να εκδηλώνεται η αγάπη τους για μένα. Ανησυχούσαν κι έκλαιγαν. Ήταν αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα για να με σώσουν. Έτσι περνούσαν τα λεπτά περιμένοντας την αστυνομία. Εγώ πια δεν σκεφτόμουνα τίποτα. Το μυαλό μου σκόρπιζε σε διάφορα πράγματα. Όμως ο Θεόφιλος σκέφτονταν πως θα ξεφύγουμε από τους χίτες γιατί κινδυνεύαμε όλοι. Λοιπόν μου λέει: «Σήκω, σήκω γρήγορα να φύγουμε από εδώ. Να πάρουμε το δρόμο για του Ίσσαρι. Τον κάτω δρόμο. Να συναντήσουμε την αστυνομία στο δρόμο. Αν περιμένουμε εδώ θα το μάθουν από την αστυνομία οι χίτες και θα σε σφάξουν σαν κατσίκι και θα σκοτώσουν και μας». Του λέω: «Δε μπορώ να περπατήσω». Μου λέει: «Σήκω, σιγά - σιγά θα σε βοηθήσουμε εμείς. Έστω να μετακινηθούμε λίγο από εδώ».
Σηκώθηκα και κούτσα - κούτσα ξεκινήσαμε. Με βοηθούσαν κι αυτοί. Μούδωσαν κι έφαγα στο δρόμο μερικά αχλάδια και σύκα. Κάθε τριακόσια μέτρα και σταματούσαμε. Άντε κι έτσι προχωρούσαμε. Μέρια το φαγητό, μεριά το νερό, άρχισα να βαδίζω κούτσα - κούτσα κι όλο και δυνάμωνα. Στο δρόμο βρήκαμε μια κοπέλα από το χωριό μου τη Δέσποινα Κουλούρη.
Μούδωσε τρία σύκα. Όταν βγήκαμε από την ανηφόρα και πήραμε τον κατήφορο και μετά τον ίσιο δρόμο, βάδιζα καλύτερα. Ξαγναντήσαμε στο Ίσσαρι. Κοντοστάθηκα και κοίταξα γύρω -γύρω. Σε λίγο θα πέσω στα χέρια τους. Έβγαλα τη ζώνη μου και την έδωσα στο Θεόφιλο. Πάρτην τώρα. Από δω και πέρα πιστεύω να μην παρουσιαστούν οι χίτες του χωριού μας. Αν έρχονταν μέχρι τώρα θα τους υποδεχόμουνα. Θα τους κερνούσα και θάπινα και γω. Τότε κατάλαβε ο Θεόφιλος τον κίνδυνο. Πήρε τη ζώνη με το πιστόλι, τα φυσίγγια και την χειροβομβίδα.
Δεν θα βαδίσαμε πεντακόσια μέτρα κι ακούσαμε ένα αλτ! ψηλά τα χέρια. Σταμάτησα και σήκωσα το ένα χέρι. Με το άλλο στηριζόμουνα στο ραβδί. Πήδησαν δύο χωροφύλακες κι ένας πολίτης και μ’ έπιασαν. Είδαν ότι ήμουν άοπλος. Τους είπε και ο Θεόφιλος ότι τάχει αυτός. Ξεκινήσαμε για το χωριό. Όταν φθάσαμε στην άκρη του χωριού, ακούστηκαν οι καμπάνες να χτυπούν συναγερμό. Όταν μπήκαμε στο χωριό, ο κόσμος έτρεχε να δει το θηρίο, το ληστή. Σιγά - σιγά στο δρόμο το πλήθος πύκνωνε. Με κόπο οι χωροφύλακες άνοιγαν δρόμο. Οι πιο πολλοί κοίταζαν ανέκφραστοι, μερικοί άνδρες και γυναίκες φώναζαν, χειρονομούσαν κι έβριζαν. Συμπλέκονταν με τους χωροφύλακες και το Θεόφιλο γιατί ήθελαν να με πλησιάσουν. Αυτοί δεν ήταν πολλοί, νομίζω ότι θα ήταν καμιά δεκαριά. Δύο μπακάληδες αδέρφια, νομίζω ότι λέγονταν Χτενάδες, φώναζαν κι έβριζαν και ζητούσαν να τους δώσω τα κεριά που τους είχαμε πάρει κάποτε, όταν περάσαμε από το χωριό τους. Μερικοί που φώναζαν, όταν έφθαναν μπροστά μου και μ’ έβλεπαν κοκκάλωναν. Ίσως γιατί έβλεπαν ένα φάντασμα κι όχι άνθρωπο.
Τέλος φθάσαμε στην αστυνομία. Θα μπορούσαν βέβαια να με πάνε απ’ άλλον δρόμο στην αστυνομία, αυτοί όμως με γύρισαν στην αγορά για να με δει ο κόσμος, να δει τα χάλια μου. Μπήκαμε μέσα. Δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος. Κοίταζα γύρω να πιαστώ. Μούδωσαν μια καρέκλα και ρίχτηκα πάνω. Ανακουφίστηκα. Ο ανθυπασπιστής, ένας καλός άνθρωπος, Κρητικός ήταν, διέταξε να μου κάνουν έρευνα δηλαδή να ψάξουν τα δύο ρούχα που φορούσα, το μισό παντελόνι και το χιτώνιο. Βρήκαν στην τσέπη του χιτώνιου μερικά ξερά τρίματα ψωμί. Με ρώτησε που βρήκα το ψωμί, ποιος με τροφοδοτούσε. Του απάντησα ότι αν είχα ψωμί κι αν με τροφοδοτούσαν, δεν θα ήμουν σήμερα εδώ. Είδε το τραύμα μου και με ρώτησε που τραυματίστηκα. Του απάντησα. Κατάλαβε κι αυτός ότι δεν είχε τίποτα άλλο να ρωτήσει και τόριξε στην πολιτική. Δεν είχα κουράγιο ούτε τη διάθεση να τον παρακολουθήσω. Είχα πυρετό πολύ, το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει και πεινούσα, πεινούσα ήμουνα ξελιγωμένος. Στήριξα το χέρι μου στην καρέκλα κι έγειρα το κεφάλι μου. Δεν σκεφτόμουν τίποτα, απολύτως τίποτα. Ακόμη - ακόμη δεν είχα συνειδητοποιήσει που βρισκόμουνα. Έγιναν τόσο σύντομα όλα.
Σε κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας μοίραρχος, ο διοικητής της υποδιοίκησης Μεγαλόπολης. Σηκώθηκαν όλοι και τον χαιρέτησαν. Εγώ έμεινα εκεί σωρομένος. Κάθισε στο τραπέζι και ρώτησε τι έγινε. Του είπαν. Γύρισε σε μένα και με ρώτησε ποιος με περιέθαλπτε. Του είπα: «Κανένας» «βλέπεις πως είμαι». Τότε απάντησε: «καλά θα τα πούμε». Αρχισε κι αυτός τα ίδια για το κράτος, για το έθνος κ.λπ. Ανάμεσα σ’ αυτά μου λέει ο Ανθυπασπιστής: «Καλά ρε παιδί μου, ιδεολογία ιδεολογία όχι όμως και να πεθάνεις από την πείνα». Του απάντησα: «Τι τα θέλετε τώρα αυτά. Εσείς νικήσατε. Κάνετε το κέφι σας να τελειώνουμε». Είδαν φαίνεται ότι δεν ήμουνα σε θέση να απαντήσω σε τίποτε και σταμάτησαν.
Ακριβώς στη στιγμή, ακούγεται ένας θόρυβος και οχλοβοή κι ανοίγει η πόρτα με δύναμη και εμφανίζονται κάμποσες μαυροφορεμένες, με πρώτη - πρώτη μια ξαδέρφη μου από το χωριό την Κ... και φωνάζοντας και χειρονομώντας έκαναν να μου επιτεθούν. Μπήκαν μπροστά όλοι, έγινε ανακατωσούρα και σπρώχνοντας, τις απώθησαν έξω στο διάδρομο κι έκλεισαν την πόρτα. Αυτές φώναζαν: «Θάνατος, θάνατος σκοτώστε το φονιά κ.λπ. » Εγώ έμεινα εκεί ακίνητος. Δεν είχα τη δύναμη να αντιδράσω ούτε τη θέληση να αμυνθώ. Τότε ο μοίραρχος μου λέει: «Λαοκρατία δε θέλατε, ορίστε ο λαός φωνάζει θάνατος». Τον κοίταξα και σήκωσα σιγά - σιγά τους ώμους μου και μετά του απάντησα: «Και στο Μελιγαλά φώναζαν για σας χιλιάδες» και σαν να θυμήθηκε κάτι απάντησε: «Ναι ρε γαμώ την Παναγιά τους».
Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα ένας πολιτευτής του λαϊκού κόμματος, αδερφός του βουλευτή Γιάννη Ανδριόπουλου, ο οδοντογιατρός Στέφανος Ανδριόπουλος. Στην κατοχή στις αρχές ήταν γραμματέας του ΕΑΜ του χωριού. Ήρθε για να συγχαρεί το μοίραρχο για την σύλληψη του αρχισυμμορίτη. Μετά τα συγχαρητήρια και το υβρεολόγιο εναντίον μας, ρώτησε το μοίραρχο για κάποια άδεια μετάβασης στο εξωτερικό. Ο μοίραρχος του είπε καλά - καλά και τον έδιωξε. Μόλις έφυγε, λέει ο μοίραρχος: Αυτά τα καθάρματα τώρα ξεθάρρεψαν. Όταν εμείς σκοτωνόμαστε, λούφαζαν στην Αθήνα». Σηκώθηκε ο μοίραρχος να φύγει, όπως αργότερα έμαθα, θα πήγαινε στο χωριό μου να κάνει ανακρίσεις για μένα. Έδωσε εντολή να με κλείσουν στο κρατητήριο και να μην πλησιάσει κανένας κι έφυγε.
Όταν με κατέβασαν στο κρατητήριο, που ήταν δίπλα, με ρώτησε ο ανθυπασπιστής τι θέλω. Του ζήτησα ψωμί και να δω την νύφη μου. Ήρθε η νύφη μου και της είπα να μου φέρει ρούχα να ντυθώ και παπούτσια να βάλω στα πόδια μου. Διέταξε ο ανθυπασπιστής να με κλείσουν μέσα. Εκεί ήταν μια παλιόπορτα στο έδαφος, ξάπλωσα πάνω σ’ αυτήν. Ένοιωσα τόσο ωραία που ξάπλωσα. Σε λίγο ήρθε στα κάγκελα η ξαδέρφη μου η Παναγιώτα Παρπαΐρη που έμενε στο Ίσσαρι και μου έφερε ένα καρβελάκι ψωμί ίσα με δύο κιλά, λίγο τυρί και ντομάτες. Στάθηκα καθιστός και τάφαγα όλα. Τότε μου λέει ο σκοπός: «θα πεθάνεις μωρέ κοπέλι που τάφαγες όλα», ήταν κρητικόπουλο, καλό παιδί. «Ας πεθάνω τώρα που χόρτασα» του απάντησα. «Ε μπρε κουζουλέ φαντάζομαι τι πείνα θα έχεις».
Καθώς ήμουνα ξαπλωμένος άκουσα φωνές και βαβούρα. Έρχεται ο σκοπός και μου λέει. «Οι πατριώτες σου θέλουν να σε δουν και απειλούν». Του λέω: άστους νάρθουν. Θα σε σκοτώσουν μου λέει. Δεν με σκοτώνουν του απαντώ. Άφησέ τους. Έτσι κι έτσι νεκρός είμαι, μόνο που δεν μ’ έχουν παραχώσει ακόμη. Άστους να πουν τι θέλουν για τελευταία φορά. Τελικά αυτοί τον έπεισαν να τους αφήσει. Κι ήρθαν κάμποσοι. Γύρισα στο πλάι και τους πρόλαβα το λόγο: «Μπράβο σας που ήρθατε
να με δείτε. Ήρθατε να σκοτώσετε έναν νεκρό. Ποτέ δεν είσασταν παληκάρια. Τα παληκάρνα δεν σκοτώνουν νεκρούς».
Και πήρα φόρα. Είχα δυναμώσει από το φαΐ. «Τι παράπονο έχετε από μένα; σε τις σας πείραξα; Πόσες φορές χρησιμοποιήσατε το όνομά μου για να σκεπάστε τις βρωμοδουλειές σας; Τι κακό έκανα στο χωριό; τι έκανα, πολέμησα για τη λευτεριά της πατρίδας μου. Εσείς τι κάνατε; λουφάξατε και στέλνατε πληροφορίες στους ταγματασφαλίτες. Όταν παρέδωσα τ’ όπλο μου κι ήρθα στο χωριό θυμόσαστε τι έγινε; Το Σάββατο το απόγευμα ήρθα και την Κυριακή το πρωί φέρατε την εθνοφρουρά να με συλλάβει. Δεν μ’ αφήσατε ούτε μια βραδιά να μείνω στο σπίτι μου. Εσείς τι κάνατε όταν γίνατε εξουσία; Πήρατε όπλα από τον εθνικόφρονα Θεοδωράκη Τριγενή και αρχίσατε τους τραμπουκισμούς. Σακατέψατε κόσμο και κόσμο, τραυματίσατε, ατιμάσατε ακόμη και γριές εβδομήντα χρονών, ληστέψατε και τέλος κρεμάσατε το κεφάλι του Βασίλη στο καμπαναριό. Τώρα ήρθατε να πάρετε και το δικό μου. Προσέξτε θάρθει μέρα που θα χρησιμοποιήσετε και πάλι το όνομά μου. Κάνετε λοιπόν το κέφι σας. Τι εδώ τι πιο πέρα. Τι μέρα τι νύχτα, τι οι ξένοι τι εσείς, εγώ τέλειωσα. Με γονάτισε η πείνα, το τραύμα στο πόδι κι ο πυρετός κι όχι εσείς». Είπα κι άλλα δε θυμάμαι τώρα πια.
Μόλις τέλειωσα, έγειρα κι ακούμπησα το κεφάλι μου στην παλάμη μου. Αυτοί κοίταζαν ο ένας τον άλλον για να πάρουν θάρρος. Τότε ο χωροφύλακας που ήταν σκοπός θύμωσε μαζί τους και τους είπε: «γιάντα μωρέ δε μιλάτε; εσείς λέγατε τόσα και τόσα και τώρα δε λέτε πράμα. Είναι αλήθεια αυτά που σας είπε;» και τους βλαστήμησε. Τότε άρχισαν αυτοί. Ο καθένας το δικό του όποιος έβγαινε μπροστά στην πόρτα. Κι ήταν κάτι σαν επικήδειος. Εγώ ξαπλωμένος κατάχαμα κι αυτοί ένας - ένας έλεγαν τα δικά τους κι έφευγαν.
Πρώτος μίλησε ο Κώστας Κουλούρης, πρώτος ξάδερφός μου: «Μ’ άλλον σκοπό ήρθαμε ξάδερφε και μας έκαμες και κλάψαμε. Ο θεός να σε βοηθήσει. Πάρε αυτά τα τρία τσιγάρα. Δεν έχω τίποτα άλλο γιατί μ’άλλο σκοπό ερχόμουνα». «Ξέχασες ότι παρακαλούσες κλαίγοντας να σε σώσω κι ήρθες εδώ να με πληρώσεις γι’ αυτό. Να τα πεις αυτά στη μάνα σου και τη θειά μου να ακούσεις και τι θα σου πει» του απάντησα. Πήρε τ’ όπλο του και έφυγε δακρυσμένος.
Πίσω απ’ αυτούς ήταν ο Λεωνίδας Σ. ομαδάρχης του ταγματασφαλίτη Τσέκερη. Αυτός ήταν πιο ζόρικος. «Έχε χάρη που δεν έπεσες στα χέρια μου και θα σου τόβραζα το σιτάρι», «Έχεις δίκιο» του λέω, «γιατί χθες το βράδυ που έστησες φυλάχτρα για το λαγό του Μήτρου Ζώη στο χωράφι, δεν σ’ έστειλα πριν από τον λαγό. Τώρα κάνεις τον νταή γιατί είμαι άοπλος και πεθαμένος. Μέχρι χθες τάχες με τις γριές». Πήγε κάτι να πει αλλά τον έσπρωξαν οι άλλοι κι έφυγε. Από κοντά ήρθε ο Ηλίας Κ. Αυτός μου ζήτησε τον ξάδερφό του το Δημοσθένη Λαμπρακόπουλο. Τους είπα: «Πήγαινε στη Λακωνία κι εκεί θα σου πούνε γιατί τον σκοτώσανε. Βρες τις κοπέλες που είχε βιάσει και ρώτα τες που είναι». Κούνησε το κεφάλι του απειλητικά κι έφυγε.
Μετά ήρθε ο Αριστείδης X. Αυτός ζητούσε το γυιό του, είχε περάσει στρατοδικείο κι είχε καταδικαστεί σε θάνατο γιατί ήταν αρχηγός δικτύου πληροφοριών σ’ όλο το Δήμο Λυκοσούρας. Εκτελέστηκε στο χωριό Ανδρίτσαινα. Αυτός ζητούσε ευθύνες γιατί δεν τον γλίτωσα. Ηξερε ότι δεν ήμουνα εκεί, τόχε μάθει απ ’ αυτούς που αθωώθηκαν και ιδιαίτερα από τον συγχωριανό μας Αντώνη Κ. που γύρισε στο χωριό. Τόξερε λοιπόν κι αυτός και η κόρη του η Κ. κι όμως φώναζαν ότι είμαι φονιάς. Ήταν ένας γεροστριμένος και ανάποδος. Γκρεμοτσακίστηκε σ’ ένα βράχο όταν γύριζε από χωριό σε χωριό για να βρει τους ενόχους για το θάνατο του γυιού του, ενώ τα είχαν ομολογήσει οι ίδιοι. Του απάντησα ότι ξέρει και να μη ρωτάει εμένα. Έριξε κάμποσες κατάρες κι έφυγε.
Μετά ήρθε ο Ηλίας Λ. Ένα μηδενικό. Με ρωτούσε αν τον γνωρίζω και όταν τούπα ότι δεν ξέρω ποιος είναι, τότε θύμωσε και φώναζε ότι τον κυνηγούσα να τον σκοτώσω. Αλήθεια είναι ότι δεν τον γνώριζα γιατί τότε που έφυγα από το χωριό ήταν μικρός και πήγαινε συνέχεια με τα γίδια. Κατάλαβα ότι πρόκειται για αστείο πρόσωπο και του είπα: «κάνεις λάθος δεν είχα σφαίρες για πέταμα», γέλασαν όλοι κι αυτός γύρισε κι έφυγε βρίζοντας. Μετά ήρθε φοβερίζοντας μεθυσμένος ο A. Ζ. Είπε μερικές βρισιές κι απειλές κι έφυγε.
Μετά ήρθε ο γέρο Αντρέας ο Γαλανής η Κουτρουμπής με τη θεία Γιαννούλα τη γυναίκα του. Είχε χάσει ένα παιδί χωροφύλακα στα Δεκεμβριανά. Το πιο καλό παιδί του. Πήγε τσάμπα μ’ αυτούς στο διυλιστήριο της ΟΥΛΕΝ. Ήταν φιλοσοφημένος γέροντας. Έβγαλε το καπέλο του, στηρίχτηκε στο μπαστούνι του, με κοίταξε όπως ήμουν κατάκοιτος και κουνώντας το κεφάλι του είπε: «Άντε καημένη νεότης πως χάνεσαι τσάμπα! Τι σου έλειπε ρε παιδί μου Κώστα και πήρες τα βουνά; Μήπως σούλειψε το ψωμί, τα καλά ρούχα, τα καλά παπούτσια, τα λεφτά; μήπως σούλειψαν τα γράμματα; Έτσι χάνεται ο κόσμος. Ήρθε ο καιρός να φάει ο ένας τον άλλον. Κλωτσιώνται τ’ άλογα αλίμονο από τα γαϊδούρια. Φθάνει πια. Ας βάλει ο θεός το χέρι του». Μόλις τέλειωσε του είπα: «Εγώ μπάρμπα Αντρέα έκαμα αυτό που νόμιζα σωστό. Δεν πείραξα κανέναν για δικό μου συμφέρον». Η θεία Γιαννούλα, ήταν ξαδέρφη της μάνας μου, έκλαιγε και για μένα και για τον γυιό της. Γι’ αυτήν δεν είχε καμιά σημασία αν ο γυιός της ήταν χωροφύλακας κι εγώ αντάρτης. Ήταν μάνα και πονούσε για κάθε παιδί. Τ' άλλα δεν τα εξέταζε κι ούτε τα καταλάβαινε.
Πέρασαν κι άλλοι κι έλεγαν τα δικά τους. Δεν απαντούσα σ’ όλους. Άκουγα μόνο και διαλογιζόμουνα ότι άμα πέσεις κάτω όλοι σε πατάνε. Άλλοι σε πατούν στο λαιμό, άλλοι στα πόδια κι άλλοι σε δρασκελούν με προσοχή κι άλλοι περνούν παράγυρα με σεβασμό. Κάποτε ο επικήδειος πήρε τέλος. Είχε καλό τέλος όμως. Τελευταίες ήρθαν δύο κοπέλες συνομήλικές με μένα. Ερχόντουσαν από τη Μεγαλόπολη κι έμαθαν τα νέα κι ήρθαν να με δουν. Μόλις με είδαν τρόμαξαν. Γρήγορα όμως συνήλθαν. Μούδωσαν τα χέρια τους και με χαιρέτησαν. Χαμογέλασαν και μούδωσαν θάρρος: «Μη στεναχωριέσαι, όλα θα περάσουν. Έτσι είναι η ζωή. Κάνε υπομονή». Χάρηκα και γω που άκουσα μια καλή κουβέντα. «Δεν στενοχωριέμαι πια» τους απάντησα» Όλα τέλειωσαν. Μόνο που δεν τέλειωσαν καλά». Κατάλαβαν τι ήθελα να πω. «Σώπα και ο θεός είναι μεγάλος» μου είπαν. Με χαιρέτησαν κι έφυγαν.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου