{[['']]}
Στρατόπεδο συγκέντρωσης κρατουμένων στην Τρίπολη στο Ποδοσφαιρικό γήπεδο του Παναρκαδικού. Στήθηκε στην καρδιά του χειμώνα το 1948 - 1949. Ο προθάλαμος για το θάνατο μελλοθανάτων. Εδώ εφαρμόστηκαν όλες οι μέθοδες σωματικής και ψυχολογικής βίας. Οι ξυλοδαρμοί, οι βιασμοί, οι εξαφανίσεις, οι εκβιασμοί ήταν καθεστώς. Όποιος πέρασε από δω και πέρασαν περίπου τριάντα χιλιάδες, έπρεπε να συντρίβει ηθικά ή να πεθάνει ή και τα δύο μαζί.
Μπορεί αργότερα να τα διηγήθηκε στα παιδιά του κι αν υπάρχει κάποιος δικός του κι’ ακούσει αυτήν την ιστορία, μπορεί να βρεθεί ο γέρος ποιος ήταν. Τώρα θάχει πεθάνει αλλά και μετά τον θάνατο μπορεί να τιμηθεί. Φοβούμαι όμως ότι ο γέρος, δεν θα έχει πει τίποτα σε κανέναν γιατί τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν φοβερά. Αυτός ο κόσμος δεν λέει ποτέ για όσα είδε κι όσα άκουσε, κρατεί το στόμα του κλειστό γιατί έχει πείρα και θάβει μέσα του πολλά, που ούτε και στον πνευματικό του δε τα λέει. Ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει.
Κάτω ο κάμπος έβραζε. Ο Κανατάς δεν κινιότανε. Του λέω ψιθυριστά: «Ε, Κώστα την βολέψαμε, τώρα άστους να τρέχουν». Αυτός αμφέβαλλε. Εγώ ήμουν σίγουρος. Αυτοί για να ερευνήσουν τον κάμπο θα έφθανε η ώρα 2 μετά το μεσημέρι. Αύγουστος ήταν. Μετά θα πήγαιναν στην Μεγαλόπολη για να φάνε και να ξεκουραστούν, να κοιμηθούν. Ήταν αδύνατο πια να επανέλθουν στα μέρη που ερεύνησαν. Ίσως την άλλη μέρα να ερευνούσαν εκεί που δεν πέρασαν. Για μας είχαν πειστεί ότι πέσαμε στον κάμπο.
Μετά την παγάνα, ήρθε η ανακούφιση. Ήρθε όμως και η κούραση. Τα μάτια μας έκλειναν. Δεν ήταν μόνο αυτό. Η δίψα, η δίψα φούντωνε. Μεριά η αγωνία, μεριά η τρεχάλα, μεριά η βραδινή αιμορραγία, όλα μαζί μας ξέραναν. Ο λαιμός μας ξεράθηκε, η γλώσσα μας έγινε σαν τσαρούχι, το σάλιο μας έπηξε. Ότι νερό ήπιαμε βουτώντας στο ποτάμι εξατμίστηκε. Κι ήταν Αύγουστος και μεις ξαπλωμένοι δεν βάλαμε γουλιά νερό στο στόμα μας. Δεν θυμάμαι καλά. Πρέπει να ήταν έξι Αυγούστου 1949. Έτσι πρέπει να ήταν. Μην σου φαίνεται περίεργο αναγνώστη που δεν θυμάμαι ημερομηνίες. Σκέψου σε ποιά κατάσταση βρισκόμασταν. Αφού δεν ξέραμε το Πάσχα πότε είναι. Μήπως όλα αυτά που διαβάζεις δεν μοιάζουν σαν μυθιστόρημα; Κι όμως δεν είναι. Υπάρχουν οι τάφοι, υπάρχουν τα τραύματα, υπάρχουν ακόμη πολλοί ζωντανοί που θυμούνται. Μακάρι να ήταν όλα αυτά ένα παραμύθι. Και ποιος δεν θα το ήθελε; Εγώ πρώτος.
Εκεί λοιπόν μείναμε και ψηνόμασταν από την δίψα. Κάτω στο χαντάκι ήταν μια στερνούλα που μάζευε ένα δάκρυ νερό, που έβγαινε από την νεροφαγή. Κοντά στην στερνούλα ήταν μια πρασιά κηπάκος. Κάτι κίτρινες ντοματιές είχαν δέσει μπόλικες κιτρινοκόκκινες, πρασινοκόκκινες ντοματούλες που έμοιαζαν σαν καρύδια. Βλέπαμε το νεράκι και τις ντοματούλες και η δίψα θέριευε. Έτσι, να μια δρασκελιά ήταν η ζωή, η δροσούλα, το νεράκι κι όμως εμείς δεν μπορούσαμε να το απολαύσουμε. Έπρεπε να κρατηθούμε γερά αν θέλαμε να ζήσουμε. Είχαμε νεύρα γερά.
Ήρθε ντάλα μεσημέρι και ο κάμπος ερήμωσε. Ούτε τα πουλιά δεν ακούγονταν πια. Είπα στον Κανατά να κοιμηθεί λίγο και φυλάω εγώ. Και μετά θα τον ξυπνήσω να πάρω και γω μια σταλιά ύπνο, για να διώξω τη νύστα από τα μάτια μου. Έτσι κι έγινε. Κατά τις τέσσερις είχαμε φρεσκαριστεί και οι δυό. Ήρθε σκάρος. Βγήκαν από το χωριό τα μαρτίνια. Περνούσαν κοντά μας αργά - αργά, αγουροξυπνημένα με το κεφάλι σκυφτό σαν να μύριζαν το χώμα. Σ’ ένα απ’ αυτά ακολουθούσαν δύο κοριτσάκια. Ήταν δεν ήταν δέκα χρονών. Κουβέντιαζαν. Λέει το ένα: «Μωρή γύρισε ο πατέρας σου;», «Ναι» λέει το άλλο «γύρισε έφαγε και κοιμήθηκε». «Και ο δικός μου γύρισε» ξανά είπε το πρώτο, «και τώρα κοιμάται». Λέει το δεύτερο : «Πού να κρύφτηκαν οι κακομοίρηδες κι ήταν και λαβωμένοι». «Σουτ μη μιλάς», την έκοψε το άλλο. «Μη λες τέτοια πράματα». Μετά απομακρύνθηκαν και δεν ακούγαμε πια.
Καταλάβαμε ότι η παγάνα τέλειωσε. Τώρα πρέπει να περιμένουμε τη νύχτα για να σκαρίσουμε. Όλο το απόγευμα το περάσαμε ξαπλωμένοι και σκεπασμένοι με πλατανόφυλλα και ξερές φτέρες. Μετά την τόση αγωνία και κούραση ήρθε η χαλάρωση. Ο ήλιος γύρισε και σιγά - σιγά κάθισε πάνω στην κορυφή του Λύκειου. Ο κάμπος βουβάθηκε. Όλοι κλείστηκαν στα χωριά τους. Μετά τις επτά το απόγευμα έπρεπε να μαζεύονται όλοι μέσα για να μην μας τροφοδοτούν. Έτσι βασανίζονταν ζώα και άνθρωποι.
Νύχτωσε για καλά. Βγήκαμε και μεις από την λούφα μας. Πέσαμε στην λιμνούλα και ήπιαμε νερό. Ήταν βρώμικο και σάπιο. Σκέτος βούρκος. Όμως μας έσωσε. Είχαμε ψηθεί όλη νύχτα και όλη μέρα. Η χθεσινή βραδινή αιμορραγία θέριευε την δίψα μας. Φάγαμε και κάμποσες ντοματούλες, ξεγελάσαμε την πείνα. Ήταν πράσινες και ξινές. Ήταν κι αυτό κάτι για τη λιγοψυχιά. Τώρα έπρεπε να σκεφτούμε κατά που θα πάμε. Πριν απ’ αυτό έπρεπε όμως να φάμε κάτι και να πάρουμε μαζί μας. Τώρα πια δεν είχαμε και τα σακκίδιά μας γιατί τα ρίξαμε στο δρόμο και ξεγελάσαμε τον υπομοίραρχο και γλυτώσαμε. Κάτι έπρεπε να κάνουμε.
Για να φάμε έπρεπε να βρούμε ένα μποστάνι ή έναν κήπο καλό. Τραβήξαμε για τον κάμπο. Πιο κάτω στην πλαγιά βρήκαμε μια θεόρατη αχλαδιά. Από απόσταση εκατό μέτρων μας μύρισαν τα αχλάδια. Ήταν Αύγουστος τώρα και τα αχλάδια ήταν γινομένα. Καθίσαμε κάτω από την αχλαδιά κι αρχίσαμε να τρώμε. Φάγαμε λαίμαργα, φάγαμε του σκασμού. Το στομάχι μας πήγαινε να σκάσει και το στόμα μας πεινούσε.
Για να γυρίσουμε στο Μαίναλο ήταν αδύνατο. Εκεί δεν υπήρχε τίποτε για να τρώμε όσες μέρες θα είμασταν κουτσοί. Έπρεπε να βγαίνουμε από το Μαίναλο, να παίρνουμε τροφές και να ξαναμπαίνουμε όπως κάναμε. Μα εμείς δεν μπορούσαμε να βαδίζουμε τώρα πια όπως πρώτα. Τροφές είχε ο κάμπος, μα εκεί δεν μπορούσαμε να κρυβόμαστε. Αποφασίσαμε να περάσουμε προς τα χωριά της Λυκόσουρας .Έπρεπε να βρούμε ένα κομμάτι πανί για να δέσουμε τα τραύματα και λίγο σαπούνι να τα πλύνουμε. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος να αφορμήσουν και να μολυνθούν. Τότε θα πεθαίναμε ή από την πείνα γιατί δεν θα μπορούσαμε να κινηθούμε ή από την μόλυνση. Έπρεπε να ψάξουμε στα εξωκκλήσια και στις εκκλησιές στα νεκροταφεία. Εκεί βάζουν κομμάτια πανιά στις εικόνες.
Ξεκινήσαμε λοιπόν κούτσα - κούτσα και κατεβαίναμε την πλαγιά. Εγώ πατούσα κάπως γερά σχεδόν και τα δύο πόδια γιατί δεν είχα βγάλει το παπούτσι μου από το τραυματισμένο. Ο Κανατάς δεν μπορούσε να κινηθεί καλά γιατί το τραυματισμένο πόδι του δεν είχε παπούτσι. Ο τόπος ήταν ξερός, γεμάτος τριβόλια και αγκάθια. Το κομμάτι από το αντίσκηνο που το είχε τυλίξει, δεν ήταν αρκετό για να τον προφυλάει. Πήγαινα εγώ μπροστά κι αυτός πίσω. Η αστροφεγγιά μας βοηθούσε. Ήταν παντού ησυχία. Μόνο τα σκυλιά στα χωριά κόβονταν στο γαύγισμα. Απόδειξη ότι μέσα γυρνούσαν περιπολίες και γίνονταν αλλαγές στους σκοπούς.
Καθώς βαδίζαμε, είχαμε δεν είχαμε απομακρυνθεί από την αχλαδιά τρικόσια - τετρακόσια μέτρα, πέσαμε σ’ ένα χωράφι οργωμένο από την άνοιξη. Οι αυλακιές και οι μάτζες μας εμπόδιζαν να βαδίζουμε καλά. Ήταν σαν να βαδίζαμε πάνω σε τρόχαλα. Μας βοηθούσαν αρκετά οι φουρκάδες που είχαμε πάρει για μπαστούνια από τις φασουλιές στον κηπάκο. Καθώς πηγαίναμε άκουσα ένα δυνατό ωχ από τον Κανατά. Τρόμαξα. Φοβήθηκε μήπως τον δάγκωσε κανένα φίδι. Γύρισα πίσω. Βρήκα τον Κώστα ξαπλωμένο κατάχαμα και στρυφογύριζε αγκομαχώντας. Είχε βγάλει το γερό πόδι στον αστράγαλο, καθώς παραπάτησε. Το άρπαξα και το τράβηξα δυνατά χωρίς να τον λυπηθώ που σπάραζε. Ήρθε όπως φάνηκε το πόδι στη θέση του. Μπορεί και να μην είχε εξάρθρωση, να ήταν μόνο στραμπούλιγμα, που είναι ακόμη πιο οδυνηρό. Όπως και να ήταν εγώ τόφερα στα ίσια του. Τον έκοψε κρύος ιδρώτας από τον πόνο. Πήγε να βγάλει το παπούτσι του. Δεν τον άφησα. Καθίσαμε δέκα λεπτά να συνέλθει. Τώρα πια δεν έχει κανένα πόδι γερό.
Ένας κουτσός τραυματίας γίνεται τραυματιοφορέας
Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε. Τον έπιασα από το χέρι να τον βοηθήσω όπως μπορούσα γιατί και γω στηριζόμουνα στο ένα πόδι, το άλλο το ακουμπούσα μόνο στη φτέρνα. Δεν μπορούσε να σηκωθεί. Τώρα προσπαθούσε να σηκωθεί στηρίζοντας το τραυματισμένο πόδι που ήταν πιο γερό. Το άλλο δεν μπορούσε να το πατήσει καθόλου. Κάθισε στο χώμα, έπιασε το κεφάλι του με τα δύο του χέρια, αναστέναξε βαθιά και αφού έμεινε βουβός για λίγο, μετά μου είπε: «Μπελά, εγώ τελείωσα, ξώφλησα. Χωρίς πόδια δεν γίνεται τίποτα. Τόσα και τόσα περάσαμε μαζί. Τώρα τράβα το πιστόλι σου και σκότωσέ με. Καλύτερα να με σκοτώσεις εσύ, παρά να μου κόψουν το λαιμό αύριο αυτά τα παλιόσκυλα. Σκότωσέ με και κόψε μου το κεφάλι, πάρτο μαζί σου και παράχωσέ το σε κανένα αυλάκι για να μην το βάλουν αύριο αυτοί στη φούρκα και το γυρίζουν στα χωριά».
Εγώ τον άκουγα χωρίς να τον διακόψω. Σκεφτόμουνα την κατάντια μας. Όλα τα περίμενα όχι όμως και τέτοιο τέλος. Τάχα σίγουρο ότι δε θα δούμε τη νίκη αλλά σε κάποια μάχη θα πέσουμε. Τόσα και τόσα τσιμεντένια πολυβολεία έπρεπε να σπάσουμε για να φθάσουμε στη νίκη. Όχι όμως και να κόψουμε μόνοι μας τα κεφάλια μας σαν να ήταν καρπούζια. Αυτός περίμενε εμένα. Νόμισε ότι διστάζω και επανέλαβε: «Άντε ρε Μπελά, τι διστάζεις χάρη σου ζητάω. Τι φοβάσε, καπετάνιος δεν ήσουνα». Τον έκοψα απότομα: «Πάψε, μην λες κουταμάρες». «Ακόμη δεν ήρθε το τέλος». Δεν θα φύγουμε μόνοι μας, θα πάρουμε κι άλλους μαζί μας». «Άντε κάνε κουράγιο να σηκωθείς». Τον άρπαξα από τα χέρια και σιγά - σιγά σαν να ήταν χίλια κιλά σηκώθηκε δαγκώνοντας τα χείλια του. Στήθηκε ορθός. Ανάσανε βαθιά. Του πέρασα το δεξί του χέρι στο σβέρκο μου και ξεκινήσαμε μ’ ένα πόδι γερό, τρία τραυματισμένα και δύο πατερίτσες.
Το θυμάμαι τώρα και σφίγγεται η καρδιά μου. Ανεβαίνει ένας κόμπος στο λαιμό μου. Σε κείνο το μέρος κάπου χίλια μέτρα πιο κάτω, πριν από τρία χρόνια μετά την αποφυλάκισή μου και την συνάντηση που είχα με το Δήμο Παπαλεωνίδα, γραμματέα της κομματικής οργάνωσης Μεγαλόπολης, με τον οποίο τα χοντροκόψαμε γιατί μου έλεγε ότι δεν έχει καμιά κομματική εντολή να στέλνει ανθρώπους στο βουνό, κάτω από ένα δέντρο, νύχτα σκοτάδι πήρα την απόφαση να βγω στο βουνό. Τώρα μετά από τόσα και τόσα ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο λες και ο δρόμος ήταν ένας κλειστός κύκλος. Από το μηδέν λοιπόν άρχισα και κατάληξα στο μηδέν. Εφ’ όσον όμως κινιόμουνα ακόμη, δεν ήθελα να παραδεχτώ τα μηδενικά.
Προχωρούσαμε σιγά - σιγά με αγκομαχητά και κάθε τόσο σταματούσαμε για να πάρουμε ανάσα. Ο Κανατάς υπέφερε πολύ. Παρ’ ότι στηρίζονταν πάνα» μου πονούσε φοβερά. Κάθε τόσο μου έλεγε: «Άφησε με και φύγε, δεν μπορώ πια». Όπου έβλεπε καμιά καλή πατουλιά έλεγε να χωθούμε εκεί για να περάσουμε τη μέρα. Οι πατουλιές τη νύχτα φαίνονται καλές. Τη μέρα όμως δεν είναι όπως φαίνονται τη νύχτα. Δεν ήξερε ακόμη ότι είμασταν καταμεσής στον κάμπο και τη μέρα θα μυρμήγκιαζε ο τόπος από τους ανθρώπους. Εγώ άντε και άντε τον τραβούσα να φύγουμε από τα χωριά και να φθάσουμε στο ποτάμι για να πλύνουμε τα τραύματα, να πιούμε νερό και εκεί να χωθούμε σε καμιά νεροφαγή. Από κει που είμασταν το ποτάμι θα ήταν το πολύ τρία τέταρτα. Εμείς όμως κάναμε όλη νύχτα. Κάναμε έξι ώρες.
Καμιά φορά φθάσαμε στο ποτάμι πίσω από το χωριό Καρούμπαλη. Εκεί λοιπόν βουτήξαμε με τα μούτρα και χορτάσαμε νερό. Πλύναμε τα τραύματα. Ύστερα ανέβηκα στα ποτιστικά χωράφια κι έκοψα αραποσίτια και φασόλια για να φάμε όλη τη μέρα. Μετά έψαξα και βρήκα μια μικρή ξέρα δηλαδή ένα νησάκι που τώρα το καλοκαίρι δεν είχε νερό, αλλά ήταν γεμάτο με πλατανάκια, φτέρες, βάτα. Κοίταξα γύρω - γύρω, μήπως δένουν τη μέρα τίποτα ζώα και βρούμε το διάβολό μας. Η άμμος του ποταμού ήταν παρθένος. Γύρισα και πήρα τον Κώστα και με προσοχή μπήκαμε μέσα και βολευτήκαμε. Εκεί μέσα είχαμε πλήρη ασφάλεια. Αν δεν έπεφτε κάποιος τυχαία πάνω μας δε θα μας εύρισκαν ποτέ, γιατί δεν πήγαινε ο νους τους ότι είναι δυνατόν εκεί κατακαμπής μέσα στην ξέρα του ποταμού, σε κείνο το νησάκι, που δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα τραπέζι, κρυβόντουσαν δύο τραυματίες.
Είχε ακόμη νύχτα. Η δροσιά άρχισε να πέφτει και μεις αποκαμωμένοι χωρίς να το καταλάβουμε, πέσαμε σε βαθύ λήθαργο. Μας ξύπνησαν οι φωνές των χωρικών που ήρθαν στα ποτιστικά τους. Τώρα άρχιζε μια ακόμη μέρα αγωνίας και υπερέντασης. Γύρω όλοι ήταν εχθροί μας. Και το νερό και τα πουλιά και τα δέντρα και τα ζώα και κυρίως οι άνθρωποι. Όλα μπορεί να γίνουν αιτία για ν’ αποκαλυφθούμε. Ένα πέταγμα πουλιού, ένα αλάφιασμα ζωντανού που θάρχονταν να πιει νερό, όλα θα μπορούσαν να γίνουν αιτία για να προδοθούμε. Βέβαια είχα προσέξει όταν έκανα την επιλογή της λούφας, να είναι μακρυά και παράβολα από το νερό. Ο μόνος σύμμαχος τα πλατανάκια, οι ξερές φτέρες και τα βάτα. Το μοναδικό μας όπλο η αφάνεια. Αν μας έπαιρναν είδηση εκεί στην μέση της ξερής κοίτης, θα ήταν το τραγικό τέλος μιας τραγικής πορείας. Και τα νερά που θα πλημμύριζαν το χειμώνα το νησάκι μας, θα έσβυναν για πάντα τα τελευταία μας ίχνη, θα ξέπλεναν με τα θολά τους νερά τις τελευταίες ρανίδες αίματος από τα τρυπημένα από τις σφαίρες κουφάρια μας.
Όμως δεν έγινε έτσι. Περάσαμε όλη τη μέρα ήσυχα. Έκανε φοβερή ζέστη μέσα στη λούφα. Η δίψα έκαιγε τα σωθικά μας και ο ήλιος δε βιάζονταν καθόλου να κάνει τη βόλτα του. Όταν έφθασε στα μεσούρανα δεν αποφάσιζε να κατηφορίσει για τη δύση. Γύρω -γύρω στα ποτιστικά ο κόσμος έκανε τις δουλειές του, κουβέντιαζε δυνατά όπως συνηθίζουν στα χωριά, γελούσε, τραγούδαγε, έκλαιγαν τα μωρά πότε - πότε κι άλλοι χαχάνιζαν και σφύριζαν. Πότε δω και πότε εκεί, μια μακρυά και μια κοντά, ακούγονταν ντουφεκιές. Οι μάϋδες είχαν βγει στα χωράφια τους κι είχαν πάρει και τα ντουφέκια τους για να υπερασπίζουν τα εθνικά ιδεώδη της Αμερικανοφρειδεροκρατούμενης Ελλάδας.
Εκεί μέσα, στα ποτιστικά χωράφια, στα αραποσίτια και στα μποστάνια, βρίσκονταν οι Εαμοβούλγαροι χωρικοί της Μεγαλόπολης, που η ρίζα τους κρατούσε από τον Πολύβιο κι ακόμη πίσω. Αυτοί έπρεπε να τρομοκρατούνται μέρα και νύχτα. Και στον ξύπνιο τους και στον ύπνο τους. Και στο σπίτι τους και στο χωράφι τους. Βλέπαμε γύρω τα βουνά. Τα Αμπελάκια, το Λύκαιο, το Μαίναλο που τώρα πια είχαν ψηλώσει παρά πολύ, αφού τα πόδια τα δικά μας είχαν κοντύνει.
Πέρασε η μέρα, νύχτωσε και μείναμε πια μοναχοί μας καταμεσής στον κάμπο. Βγήκα πρώτος και πήγα στο νερό. Έσκυψα και ήπια μέχρι που χόρτασα. Έριξα μπόλικο στο κεφάλι μου να δροσιστεί γιατί έκαιγε σαν πυρωμένο τούβλο. Έβγαλα το παπούτσι μου, ξετύλιξα το κομμάτι τ’ αντίσκηνο και έπλυνα το τραύμα μου. Ήταν πρησμένο το πόδι μου. Το ξανατύλιξα, βάζοντας πάνω στις τρύπες δύο πλατανόφυλλα, φόρεσα σιγά -σιγά το παπούτσι μου και κάθισα δίπλα στο νερό. Περίμενα τον Κανατά. Νόμιζα ότι θάχε πάει μακρυά για την ανάγκη του. Αργούσε. Γύρισα πίσω στη λούφα να δω τι γίνεται. Αυτό που είδα, μούκοψε τα γόνατα.
Ο Κανατάς δεν μπορούσε να βαδίσει. Έρχονταν με τα τέσσερα. Στηρίζονταν στα δυο του χέρια και στα δυο του γόνατα. Τις πατούσες τις κρατούσε ψηλά για να μην αγγίζουν πουθενά.
Κάθε τόσο μπρουμύτιζε και αγκομαχούσε. Πήγα και τον βοήθησα να σηκωθεί. Δίπλωσα το χέρι του στον σβέρκο μου και κουτσά - κούτσα τον έφερα στο νερό. Ξεδίψασε, έπλυνα το τραύμα του και έκανα να πιάσω και το άλλο πόδι. Στάθηκε αδύνατο να το αγγίξω. Πονούσε φοβερά. Ήταν νταούλι. Καθίσαμε εκεί και σκεφτόμασταν τι θα γίνουμε, τι θα κάνουμε τώρα έτσι όπως καταντήσαμε. Αύριο θάμαστε χειρότερα. Τα πόδια θα πρηστούν ακόμη. Κάθε μέρα που περνάει θα χειροτερεύουμε. Θα αρχίσουν τα τραύματα να μυρίζουν και εκεί ο τόπος ήτανε στενός. Κάποιο σκυλί θα μας ξετρύπωνε. Τώρα λοιπόν πηγαίναμε στο πουθενά. Το σκοινί κόντενε στο παλούκι. Τα τραύματά μας όλο και πιο πολύ μας έδεναν με την γη.
Αποφασίσαμε να μείνουμε και την άλλη μέρα εκεί με την ελπίδα ότι το πόδι του Κώστα θα καλυτερέψει και θα υποχωρήσει το πρήξιμο. Γυρίσαμε στη λούφα μας για να κοιμηθούμε. Μας κατάφαγαν τα κουνούπια. Σκεπαστήκαμε με ξερές φτέρες κι έτσι κοιμηθήκαμε. Ξυπνήσαμε μια ώρα νύχτα. Πήγα στα χωράφια κι έκοψα κάμποσα καλαμπόκια και φασόλια για να φάμε την ημέρα. Όλη την άλλη μέρα την περάσαμε χειρότερα από την προηγούμενη, πονούσαμε και οι δυο. Όλη την ημέρα ο Κανατάς κρατούσε το πρησμένο πόδι του λίγο ψηλά και στον ήλιο μήπως και ξεπρηστεί. Αυτό όμως όλο και μελάνιαζε λες και τόβαφε με πινέλο. Ψιθυριστά κουβεντιάζαμε διάφορα και η συζήτηση ξεμάκρυνε και κάναμε σχέδια κι όνειρα. Καθώς κάναμε να μετατοπίσουμε, τα τραύματα μας προσγείωναν και τα όνειρα, όπως συνήθως,έσβηναν. Μόλις βράδιασε πήγαμε ξανά στο νερό.
Καταλήξαμε για το τι θα κάνουμε. Εγώ που μπορούσα να κινηθώ, μόλις νυχτώσει θα ξεκινήσω για τα χωριά της Λυκοσούρας. Θα προσπαθήσω να βρω σαπούνι ή.λάδι και κανένα πανί για τα τραύματα. Αν δε βρω στα ξωκλήσια, θα προσπαθήσω να πλησιάσω σε κανένα ακρινό σπίτι. Ετσι ψάχνοντας θα φθάσω μέχρι το χωριό μου. Εκεί θα προσπαθήσω να πάρω επαφή με τους δικούς μας αν υπάρχουν, για να προμηθευτώ τ'α αναγκαία. Το χωριό μου από εκεί απείχε τρεις ώρες. Συνεπώς σε μια νύχτα έφτανα. Ο Κανατάς θα έμενε εκεί και θα με περίμενε. Αν δε γύριζα σε τρεις μέρες δηλαδή τέσσερις νύχτες θα έφευγε.
Σε τρεις μέρες το πόδι του ελπίζαμε ότι θα ξεπρίζονταν και το τραυματισμένο θα πατιούνταν ίσως καλύτερα ή θα έμενε έτσι όπως ήταν δηλαδή να μη αφορμίσει. Άλλη λύση δεν υπήρχε. Το να καθόμαστε και οι δυό και να περιμένουμε με σταυρωμένα χέρια, ήταν σκέτη βλακεία. Ήταν σα να περιμέναμε μοιραία το θάνατο.
Γυρίσαμε στη λούφα. Πήγα στα χωράφια κι έκοψα είκοσι καλαμπόκια. Τέσσερα καλαμπόκια για κάθε μέρα και κάμποσα φασόλια. Όταν γύρισα πίσω μου λέει ο Κανατάς: «Δεν κάθεσαι κι απόψε μήπως μέχρι αύριο βράδυ μπορέσω και γω να κινηθώ, να φύγουμε κι οι δυό μαζί; Μόνος μου δε θα τα καταφέρω». Συμφώνησα γιατί η θέση του ήταν άσχημη. Καλύτερα τόχα και γω να φύγουμε μαζί αν μπορούσε να γίνει. Φοβόμουνα και γω να μείνει μόνος του. Κάθησα και κείνη τη νύχτα. Την άλλη μέρα ο Κανατάς μου διηγήθηκε ένα όνειρο που είδε κι έβγαλε το συμπέρασμα ότι θα σκοτωθεί. Μου είπε λοιπόν ότι είδε έναν παπά που φορούσε πετραχείλι και κρατούσε στα χέρια του ένα βιβλίο σαν κατάλογο, σαν ευαγγέλιο. Βγήκε από τις λυγαριές και ήρθε κοντά μας. Ρώτησε αυτόν πως λέγεται και όταν τούπε τ’ όνομά του, ο παπάς του είπε ότι είναι γραμμένος στο χαρτί. Μετά ρώτησε εμένα και όταν τούπα τ’ όνομά μου ο παπάς μου απάντησε ότι «εσένα θα σου κλάσουν τ’ αρ...». Εκεί το όνειρο τέλειωσε.
Από το όνειρο λοιπόν ο Κανατάς, έβγαζε το συμπέρασμα ότι θα σκοτωθεί και γω θα γλυτώσω. Εγώ του απάντησα ότι στη θέση που βρισκόμαστε τι άλλα όνειρα θα βλέπουμε, παρά όνειρα για θάνατο και σκοτωμένους. Τον ρώτησα: έχεις ποτέ δει σε όνειρο κανέναν ελέφαντα;» «όχι» μου απάντησε. «Βλέπεις λοιπόν ότι στα όνειρά μας βλέπουμε, ότι βλέπουμε και σκεφτόμαστε όταν είμαστε ξύπνιοι. Μη δίνεις σημασία σ’ αυτά. Αυτά τα πιστεύουν οι γριές και οι γέροι που περιμένουν να πεθάνουν. Δεν έχουν καμιά σημασία τα όνειρα αφού εμείς τα βλέπουμε κοιμισμένοι. Και πως μπορεί να βλέπει κάποιος κοιμισμένος το μέλλον και να μην το βλέπει ξύπνιος. Οι σκέψεις μας αλλοιωμένες, είναι τα όνειρά μας. Μην ασχολείσαι μ’ αυτά». Αυτός κούνησε το κεφάλι του. Δεν πίστευε σ’ αυτά που του έλεγα.
Όταν κάποιος βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, πιστεύει πράγματα που δε θα πίστευε ποτέ αν ήταν σε κατάσταση καλή.
Πιστεύει στην τύχη, στα πνεύματα, σε υπερφυσικές δυνάμεις, στα κραξήματα των πουλιών κι άλλα τέτοια. Ζητά βοήθεια ακόμη κι από τους πεθαμένους. Αλλά ακόμη κι αυτός που δεν πιστεύει στα όνειρα, επηρεάζεται κάπως όταν δει ή ακούσει κάτι και βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Οι συμπτώσεις καμιά φορά να βγει κάτι αληθινό, δίνει επιχειρήματα σ’ αυτούς που πιστεύουν. Οι συμπτώσεις βέβαια δεν είναι τυχαίες αλλά μια συγκυρία γεγονότων. Εμείς στην κατάσταση που βρισκόμαστε, τα όνειρα θα έβγαιναν σωστά, αν έλεγαν ότι θα σκοτωνόμαστε.
Πέρασε κι αυτή η μέρα και ο σύντροφός μου βάρυνε πιο πολύ. Το τραυματισμένο πόδι αντί για καλύτερα, πήρε το χειρότερο. Το άλλο έμενε πρισμένο σαν να ήταν παραγεμισμένο και μελανιασμένο. Μόλις νύχτωσε μόνος του μου είπε: «Πήγαινε να μου φέρεις αραποσίτια και φύγε. Φύγε γρήγορα μήπως και προλάβεις να φέρεις κάτι για το τραύμα μου. Αν είχαμε τουλάχιστον πουκάμισα ή βρακιά να τα πλέναμε και να δέναμε τα τραύματα κάτι θα γίνονταν. Μα δεν φοράμε πια ούτε βρακιά ούτε πουκάμισα. Φύγε μήπως και σωθούμε. Αλλιώς θα μας φάνε τα σκουλίκια ζωντανούς. Καλύτερα νάχες φύγει από προχθές. Τώρα θα γύρναγες. Τουλάχιστον να σωθείς εσύ. Γιατί να χαθείς κοντά σε μένα». Είχε απελπιστεί. Βούρκωσαν τα μάτια μου. Ή-τανε δύσκολη ώρα και στιγμή. Δεν είπα τίποτα. Πήγα κι έφερα κι άλλα λούκια αραποσίτι και φασόλια. Γονάτισα και φιληθήκαμε. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και δεν αποφασίζαμε να χωριστούμε. Κλαίγαμε και οι δυό.
Ο τελευταίος αποχαιρετισμός — 9 Αυγούστου 1949
Σηκώθηκα και τούδωσα τις τελευταίες συμβουλές: «Να μείνεις ακίνητος, να κοιμάσαι τη νύχτα και τη μέρα νάχεις καραούλι, να αποπατείς στην άμμο και να τα σκεπάζεις, να μην αφήνεις ίχνη όταν βγαίνεις και μπαίνεις και να με περιμένεις. Αν δεν γυρίσω σε τρεις μέρες να καταλάβεις ότι έμεινα ή σκοτώθηκα. Τότε να φύγεις για το Μαίναλο. Τους άλλους θα τους βρεις, αν έχουν γλυτώσει, εκεί κάπου γύρω στ ’ αλώνι στο Στεμνιτσιώτικο ή γύρω εκεί στ’ αλώνι στο Χρυσοβιτσιώτικο. Εκεί που είμασταν με τους Ψυχαραίους και τον Γκιουζέλη. Ξέρεις τώρα πως θα πηγαίνεις. Από δύο - τρεις ώρες μέρα, θα πλησιάζεις και θα βλέπεις γύρω. Μόλις σουρουπώσει θα κατεβαίνεις. Μετά από μισή - μια ώρα θα φεύγεις μακρυά. Μια, δυό, τρεις μέρες, κάποτε θα περάσουν. Πρώτα να πας στο Χρυσοβιτσιώτικο. Μετά να πας στο Στεμνιτσιώτικο. Αν δεν τους βρεις, το Μαίναλο το ξέρεις. Γύρνα στα μέρη τα γνωστά. Κάπου θα βρεις κάτι. Ίσως και να σε δουν κι αυτοί όπως έγινε με τον Θανάση Κολοβό, το Νίκο Βολιώτη και τον Αντρέα Γιαλαμά, που τους βρήκαμε καθώς γύριζαν μέσα εκεί. Εκεί κάπου θα γυρίζει και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Γιαλαμάς και ο Ετεοκλής αν μπόρεσε να περπατήσει. Εκεί θα γυρνώ και γω αν μείνω από το πόδι μου και δεν σκοτωθώ, όταν γίνω καλά».
Πολλές φορές και για πολλά χρόνια, αναρωτιόμουνα αν έκανα καλά που του προσδιόρισα αυτά τα ραντεβού. Και για να ξεκκαθαριστεί τι τούδωσα εγώ και τι ήξερε αυτός. Πρώτα - πρώτα το ραντεβού για την συνάντησή μας σε περίπτωση που θα πέφταμε σε ενέδρα όταν βγαίναμε από το Μαίναλο, το ξέραμε όλοι, δηλαδή εγώ, ο Πέρδικας, ο Κανατάς κι ο Κολοβός. Αυτό ίσχυε για μια δυο τρεις το πολύ βραδιές. Τ’ άλλα ραντεβού λίγο -πολύ τάξεραν και οι άλλοι αντάρτες. Γιατί όταν πηγαίναμε τους παίρναμε μαζί μας. Δεν ήξεραν μόνον το μέρος που αφήναμε το σημείωμα ή το σημάδι. Δεν τους λέγαμε βέβαια ότι εδώ έχουμε δόσει ραντεβού ούτε κι αυτοί ρωτούσαν. Αλλά δεν ήταν χαζοί να μην καταλαβαίνουν. Τώρα λοιπόν αυτά που ο Κανατάς, όπως και οι άλλοι σύντροφοι, τάβγαζαν συμπερασματικά εγώ τα προσδιόρισα. Αυτή είναι η ουσία. Εγώ είχα κάποια πείρα γιατί είχα δουλέψει και στην κατοχή και μετακατοχικά στην παρανομία αλλά και στο Δημοκρατικό Στρατό, σαν αξιωματικός πληροφοριών του Αρχηγείου Μαινάλου κι είχα στήσει πολλά δίχτυα. Η πείρα λοιπόν έλεγε ότι δεν έπρεπε να κλείνω τέτοια ραντεβού μ’ έναν σύντροφο που βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση. Άλλο θα έπρεπε να κάνω. Αν δεν είχε χαθεί ο αγώνας, αν δεν είχα πειστεί γΓ αυτό, αυτό θα έπρεπε να έκανα. Δηλαδή θα πρεπε να τον ξεκόψω, για να μην πάρει πληροφορίες για την κατάστασή μας ο εχθρός. Αυτό λένε οι κανόνες της επαγρύπνησης που δεν έχουν αισθήματα αλλά μόνο ψυχρή λογική.
Όμως εμείς δεν είμαστε μόνο στρατιώτες, δεν είμαστε μόνο παράνομοι, είμαστε πάνω απ’ όλα κομμουνιστές κι αυτό μετράει πιο πολύ από τ’ άλλα. Και ποτέ μα ποτέ δεν παίρνουμε τέτοια μέτρα για κανέναν, με το αιτιολογικό «μήπως μαρτυρήσει, μήπως σπάσει». Καλύτερα ας έφευγε κι ας έλεγε οτιδήποτε στον εχθρό. Τι θα έλεγε; Μήπως ο εχθρός δεν ήξερε ότι είμαστε εμείς και μεις κι έχουμε τα κακά μας χάλια, νηστικοί και γυμνοί; Τόσους μήνες τώρα δεν τους έχουμε ενοχλήσει. Τι άλλο ήθελε ο εχθρός για να καταλάβει την κατάστασή μας. Βέβαια το πράγμα αλλάζει για κάποιον που γνωρίζει πολλά πρόσωπα και πράγματα κ.λπ. Τότε πρέπει να προφυλαχτεί όλος αυτός ο κόσμος που δούλεψε, μας βοήθησε και έμεινε άθιχτος. Η σκληρή απόφαση τότε ίσως ήταν αναπόφευχτη.
Ο Κανατάς όμως δεν ήξερε τίποτα τέτοια. Αυτά τα ραντεβού αφορούσαν εμάς και μας. Όταν όμως τα συζητήσαμε πα-λιότερα πήραμε όλα τα μέτρα για να μην πάθουμε ζημιά, όταν κάποιος πέσει στα χέρια του εχθρού και τα καταδόσει. Γι’ αυτό ορίσαμε ανοιχτό μέρος, που να είναι όμως γύρω - γύρω καλυμένο με δάσος. Γι' αυτό καθορίσαμε να πλησιάζουμε δυο - τρεις ώρες μέρα και να ελέγχουμε γύρω - γύρο το δάσος. Γι’ αυτό ορίσαμε ότι πρέπει να κατεβαίνουμε στο ραντεβού μόλις νυχτώσει, για να μην μας βλέπουν από μακρυά και να ακούμε κάθε τσάχαλο μέσα στην ησυχία της νύχτας. Γι' αυτό όταν ο Γαρζαινιώτης κι οι Ψυχαραίοι παραδόθηκαν κι έδωσαν πληφορορίες δεν πάθαμε ζημιά. Γι’ αυτό κι όταν τυχαία για μια βδομάδα συνεχώς ο στρατός έστηνε ενέδρες στο αλώνι προς το Στεμνιτσιώτικο, δεν πάθαμε ζημιά και μόλις έφυγε βρήκαμε και τον Γιαλαμά και τον Ετεοκλή και τον Πέρδικα που γύρισε από τον Ταΰγετο.
Τώρα λοιπόν μετά από τόσα χρόνια, οριστικά δεν έχω καταλήξει αν έκανα καλά ή όχι. Βέβαια τα πράγματα δεν θάλλαζαν, η κατάληξη θα ήταν η ίδια, τα πάντα είχαν χαθεί και μεις θα χανόμασταν όπως χαθήκαμε, όμως στο αν έπρεπε ή δεν έπρεπε, δεν μετράει μόνο η κατάληξη.
Γεγονός είναι ότι ο Κανατάς έδωσε αυτά τα ραντεβού στον εχθρό. Έδωσε την κίνηση την δική μου για το χωριό. Είναι όμως και γεγονός ότι ούτε εγώ συνελήφθηκα, ούτε ο Πέρδικας και οι άλλοι χάθηκαν μόνο και μόνο γιατί έδοσε τα ραντεβού ο Κανατάς. Ακόμη είναι γεγονός, γιατί πρέπει να αποκατασταθεί και η μνήμη εκείνου του ήρωα, του Κανατά, ότι τα ραντεβού τα έδωσε όπως και την κίνηση την δική μου, γιατί ήταν βέβαιος ότι μετά από τόσες μέρες όλα πια δεν είχαν καμιά αξία κι όπως πραγματικά δεν είχαν. Τα συγκεκριμένα ραντεβού ήταν για μια -δυό - τρεις βραδιές το πολύ. Μετά ίσχυαν τα γενικά, δηλαδή το ψάξιμο στα γνωστά μέρη. Ακόμη όταν κρίνουμε τις ενέργειες του Κανατά πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι πρόκειται για ένα αγροτόπαιδο αγράμματο είκοσι χρονών. Συνεπώς τι εφόδια να είχε γύρω από αυτά τα προβλήματα; Αυτό τόξερε και ο εχθρός δηλαδή ότι γυρίζουμε στο Μαίναλο πότε δω και πότε εκεί. Γι’ αυτό κινιόταν συνεχώς κι αρκετές φορές τον είδαμε να στήνει ενέδρες εκατό και διακόσια μέτρα μακρυά μας και τον περιμέναμε πότε θα φύγει για να πάμε να μαζέψουμε τα αποτσίγαρα και καμιά εφημερίδα να μάθουμε νέα.
Ο Κανατάς λοιπόν δεν έκανε μόνος του το κακό, μάλλον με την ενέργειά του δεν ήταν ο μόνος αίτιος να χαθούμε εμείς. Τόκαμε αυτό για να αποφύγει ίσως τα βασανιστήρια πάνω στα τραυματισμένα πόδια του και με την πεποίθηση ότι ο καιρός πέρασε και δεν θα μας κάνει κακό. Αυτά μου είπε όταν ανταμώσαμε στα κρατητήρια της Μεγαλόπολης και γω τον πιστεύω. Ας γυρίσω όμως στο θέμα μου.
Εγώ τα ραντεβού τάδοσα στον Κανατά, γιατί σκέφτηκα ότι αν δεν μπορέσω να γυρίσω τι θα γίνει ο σύντροφός μου; Γιατί να χάνονταν κι αυτός αφού θα μπορούσε ίσως μετά από δύο - τρεις μέρες τέσσερις, κούτσα - κούτσα να ανέβει στο Μαίναλο; Τέσσερις ώρες δρόμος ήταν από εκεί το Μαίναλο. Ας έκανε δεκατέσσερις. Γιατί να χανόταν; Και τώρα ακόμη δεν είμαι σίγουρος αν έκανα σωστά ή λάθος. Στην συνέχεια θα γράψω πως εξελίχθηκαν τα γεγονότα για να διαμορφώσει ο καθένας γνώμη δική του.
Βγήκα λοιπόν από την λούφα στις 9 Αυγούστου 1949 και αν κουτσός διάβολος χάθηκα μέσα στη νύχτα. Πίσω μου, μέσα στη λούφα άφησα ξαπλωμένο κατάχαμα τον τελευταίο σύντροφό μου. Βάδιζα δίπλα στο νερό. Το κεφάλι μου βούιζε σαν να ήταν γεμάτο μέλισσες. Γονάτησα και το βούτηξα στο νερό να ξεζαλιστώ. Δεν έγινε όμως τίποτα. Δεν μπορώ τώρα με λέξεις να περιγράφω την ψυχική μου κατάσταση εκείνης της στιγμής. Δεν ξέρει κανένας, δεν μπορεί να καταλάβει, τι νοιώθει κάποιος που αφίνει τον τελευταίο σύντροφό του τραυματισμένο κι έρημο καταμεσής στον κάμπο. Είναι σαν να τον θάβεις ζωντανό. Είναι αβάσταχτος ο πόνος. Ακούς την ανάσα του όσο μακρυά κι αν πας, τα μάτια του σε κοιτάνε νύχτα μέρα. 'Αλλο πράγμα είναι να θάβεις νεκρούς.
Σκέφτηκα ότι έπρεπε να βιαστώ. Έπρεπε να κόψω τη δημοσιά Μεγαλόπολης - Καλαμάτας, να περάσω ανάμεσα στα χωριά, να ψάξω όλα τα ερημοκκλήσια και εξώσπιτα να βρω πανιά, σαπούνι, λάδι ότι να βρω και να γυρίσω πίσω πριν περάσουν τρεις μέρες. Ανέβηκα στα ποτιστικά κάτω από το χωριό Δεδέμπεη ή Τριπόταμα. Μπήκα σ’ ένα μποστάνι. Έκοψα ένα πεπόνι. Καθώς βάδιζα, έτρωγα και πετούσα τις φλύδες πότε δεξιά, πότε αριστερά μακρυά για να μην αφίνω ίχνη. Έκοψα τη δημοσιά Μεγαλόπολης - Καλαμάτας πιο κάτω από το γεφύρι. Πέρασα έξω από το χωριό Χωρέμι. Δεν με πήραν είδηση τα σκυλιά. Έφτασα στο νεκροταφείο του χωριού. Η εκκλησία ήταν ανοιχτή. Έσπρωξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Στο σκοτάδι έψαξα να βρω κάτι. Δεν βρήκα τίποτα. Τα χωριά διαφέρουν ακόμη και τη νύχτα. Τα νεκροταφεία όμως είναι τα ίδια τη νύχτα παντού. Γεμίζει απογοήτευση όταν μπαίνεις σ’ αυτά. Εμάς όμως τότε δεν μας γέμιζε τίποτα άλλο παρά η επανάσταση.
Βγήκα και τράβηξα για τον Άγιο Νικόλα τον Ισσαρέικο. Πέρασα από τα σπίτια της Μανικάκαινας. Ερημιά. Ούτε κει βρήκα τίποτα. Πήρα τη δημοσιά για το Ίσσαρι. Κουράστηκα πολύ. Δεν μπορούσα να βαδίσω. Κάθε τρακόσια μέτρα ξάπλωνα και σήκωνα το τραυματισμένο πόδι ψηλά για να ξαλαφρώνει. Ήταν βαρύ σαν κούτσουρο και μουδιασμένο, μου φαίνονταν ότι ήταν μια σακκούλα γεμάτη νερό και καθώς πάταγα λυγούσε. Το πατούσα μόνο στην φτέρνα αλλά βοηθούσε κι έτσι και βάδιζα με μικρά - μικρά βήματα. Κόντευε πια να φωτίσει όταν έφθασα στη θέση Κοτρώνια.
Πριν βγω αγνάντια στο χωριό Ίσσαρι, χώθηκα μέσα στις κουμαριές πάνω από το δημόσιο δρόμο, στις στροφές. Ήταν πυκνό δασάκι, ούτε σκύλος δεν μπορούσε να μπει μέσα. Εκεί ξάπλωσα κατάκοπος και μουσκεμένος για να συνέλθω. Πέρασε μια βραδυά χωρίς να κόψω δρόμο. Έπρεπε κατά τους υπολογισμούς μου να περάσω πέρα από το χωριό Ίσσαρι. Είχα ακόμη τρεις νύχτες μπροστά μου. Κάτι μπορούσα να κάνω. Πέρασα την μέρα άγρυπνος και ήσυχος. Ένας κυνηγός πέρασε αλλά έριξε τα σκυλιά του απέναντι στο αραιό δάσος. Έφαγα τ’ αχλάδια που είχα στις τσέπες μου και περίμενα να νυχτώσει. Οταν νύχτωσε κατέβηκα στην εκκλησιά του Άη Νικόλα του Ισσαρέικου. Δεν δυσκολεύτηκα να ανοίξω την πόρτα. Την είχαν δέσει με σύρμα. Έψαξα και δεν βρήκα τίποτα. Ήταν μεγάλη εκκλησία κι έπρεπε να βρω στο Ιερό λίγο σαπούνι που πλένεται ο παπάς και κανένα τραπεζομάντηλο στην Αγία Τράπεζα. Τίποτα όμως απ’ αυτά.
Έφυγα από κει και προσεχτικά πέρασα στο εικονοστάσι, γιατί εκεί ήταν πέρασμα και μπορούσε νάχουν στήσει καμιά ενέδρα. Όταν βγήκα κάτω από το χωριό Ίσσαρι, έκοψα πάνω δεξιά, πέρασα από το παλιό σχολείο, έκοψα προς τα πάνω, πα-ράκαμψα το χωριό από πάνω και βγήκα στο νεκροταφείο. Εκεί έψαξα, βρήκα μόνο κεριά. Στην πόρτα της εκκλησίας ήταν το κλειδί. Σε μια στιγμή κοντοστάθηκα. Γιατί νάχουν το κλειδί στην πόρτα. Τραβήχτηκα πίσω και λούφαξα. Κάθησα περίπου ένα τέταρτο. Δεν ακούστηκε τίποτε. Οι μόνοι που ήταν ακίνδυνοι τότε για μας, ήταν οι νεκροί, μόνο αυτοί δε μας κυνηγούσαν αλλά δεν μπορούσαν να μας βοηθήσουν κι όλας. Κείνες τις νύχτες, γύριζα από νεκροταφείο σε νεκροταφείο, όχι για να βρω θέση αλλά για να κρατηθώ στη ζωή. Μπήκα μέσα. Ήταν σκοτάδι. Έψαξα στα τυφλά μα δε βρήκα τίποτα.
Πήρα την πλαγιά και μετά το δρόμο για το χωριό μου. Απέφυγα το πέρασμα στο Μέγα Πουρνάρι, και στη Ράχη και στον Άγιο Κωνσταντίνο. Πήγα από τα αμπέλια. Βγήκα στο ύψωμα της Σουφριάς. Κάθησα κι αγνάντεψα το χωριό μου. Ήταν σκοτεινά. Μόνο τα σκυλιά γαύγιζαν. Μόλις είδα το χωριό μου ανακουφίστηκα. Σιγά - σιγά ξεχάστηκα, αφαιρέθηκα, ξαναγύρισα είκοσι χρόνια πίσω τότε που έπαιζα στην αυλή του σπιτιού μου. Θυμήθηκα πρώτα - πρώτα την μάνα μου και μετά τον πατέρα μου και τον αδερφό μου. Κι είπα μονολογώντας μέσα μου, τι να γίνονται τώρα, ζουν, είναι καλά ή τους σκότωσαν; Και τότε πόνεσα πολύ και συνήλθα και αγρίεψα.
Μετά τράβηξα για το αμπέλι του πατέρα μου. Εκεί έφθασα χαράματα. Έφαγα μπόλικα αχλάδια και χόρτασα την πείνα μου. Σκέφτηκα να κρυφτώ μέσα στ’ αμπέλι κάτω από τις φουντωμένες βέργες και να περιμένω μήπως έρθει κάποιος δικός μας. Μετά άλλαξα γνώμη γιατί θυμήθηκα ότι καταμεσής στη λάκκα περνούσαν οι κυνηγοί κι έριχναν εκεί τα σκυλιά τους. Σκέφτηκα ότι καλύτερα θα ήταν να κατέβω στην από κάτω λάκκα. Εκεί στον όχτο της δεύτερης και της τρίτης λάκκας, ήταν μια πατουλιά από κούρμπενα και φτέρες. Σήκωσα τα κούρμπενα και έσκαψα με μια πέτρα πάνω στον όχτο μια θέση δηλαδή σαν κάθισμα. Εκεί κάθησα και πάνω μου έπεσε όλη η πατουλιά. Έτσι ήταν αδύνατο να με βρουν. Όταν φώτησε καλά, πριν ακόμη βγει ο ήλιος, φάνηκε ο πρώτος κυνηγός απ’ το χωριό μου. Έριξε τα σκυλιά του απέναντι στην πλαγιά και αυτός πήρε το μονοπάτι για τα αμπέλια. Σε λίγο τα σκυλιά του μπήκαν στη μεγάλη λάκκα εκεί που έλεγα να κρυφτώ, από κοντά πέρασε κι αυτός πετώντας μάτζες από χώμα για να προγγίξει τους λαγούς.
Ευτυχώς που δεν κρύφτηκα εκεί. Θα ήμουνα αναγκασμένος να σκοτώσω τον κυνηγό γιατί δεν υπήρχε άλλη λύση. Καθώς ήταν τόσο πρωί θα τον σκότωνα και θα τον έκρυβα όλη τη μέρα εκεί για να φύγω μόλις νύχτωνε. Ελάχιστες πιθανότητες υπήρχαν να μην πέσει πάνω μου ή αυτός ή τα σκυλιά. Έτσι καθώς αυτός δεν θα περίμενε να είμαι εκεί, θα τον χτυπούσα χωρίς να καταλάβει. Θα ήταν ένας ακόμη σκοτωμός από ανάγκη διότι άλλη λύση δεν υπήρχε. Ήξερα ότι το πρόσωπο αυτό θα με πρόδιδε.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου