Αρχική » , » Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 35

Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 35

{[['']]}
Ανδρέας Γιαλαμάς, δάσκαλος απ ' το χωριό Άνω Μέλπεια Μεσσηνίας. Στέλεχος τον ΚΚΕ Γραμματέας κομματικής Οργάνωσης του ΚΚΕ Μελιγαλά. Αγωνιστής Εθνικής Αντίστασης. Συνελήφθη από τα τάγματα ασφαλείας και παρεδόθη στα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Δραπέτευσε από τις φυλακές της Τρίπολης. Πολιτ. Επίτροπος λόχου του Δ.Σ.Ε. Διοικητής Εμπέδων νεοσυλλέκτων του Δ.Σ.Ε. Σκοτώθηκε τον Αύγουστο 1949.


Μέσα στην πυρκαγιά, τ’ αγρίμια φεύγουν, εμείς μένουμε

Εμείς τραβήξαμε από κει είκοσι λεπτά δρόμο και μετά χωθήκαμε στον κουμαρόλογγο. Ήταν εκεί ένας βαθύς πηχτός κουμαρόλογγος που δεν περνούσε ούτε φίδι. Χωθήκαμε μέσα και τραβήξαμε στη μέση σχεδόν της πλαγιάς. Καταξεσκιστήκαμε αλλά προτιμήσαμε να παιδευτούμε και να πιάσουμε μέρος που να μη φθάνει ούτε κυνηγόσκυλο αλλά και να βλέπουμε κάτω και πάνω. Μόλις φώτισε λουφάξαμε για να μην κουνάμε τα κλαδιά. Όλα καλά πήγαιναν μέχρι τις εννιά το πρωί.

Ξαφνικά ακούσαμε ντουφεκιές πρώτα από κάτω. Βλέπουμε ένα λεφούσι νάρχεται από Αγόριανη - Λογγανίκου. Θα ήταν τρακόσιοι. Τότε καταλάβαμε τι νόημα είχαν οι τρεις ντουφεκιές που ακούστηκαν πέρα από κει που κοιμόταν ο τσοπάνης. Σιγά -σιγά το λεφούσι άπλωνε και έκλεισε το μέρος από δεξιά, από κάτω από το ποτάμι. Μετά από δέκα λεπτά ακούσαμε ντουφεκιές από πάνω μας. Στην κορυφογραμμή πρόβαλλαν οι φιγούρες των μάυδων από Σκορτσινού - Αγριακόνα και αριστερά κατέβαιναν από τις Κολλίνες. Μέχρι τις δέκα είχε κλείσει η φάκα. Δεν ανησυχήσαμε γιατί ο λόγγος ήταν μεγάλος και το κυριότερο πηχτός - βαθύς. Ήταν αδύνατο να μπουν μέσα. Αλλοίμονο τους αν έμπαιναν κι έπεφταν πάνω μας. Θα τους σκοτώναμε και θα τους τρώγανε τ’ αγρίμια και τα κοράκια. Μόνο από τα κοράκια θα μάθαιναν που είναι τα κουφάρια τους. Χώρια απ’ αυτό υπήρχε κίνδυνος να σκοτωθούν μόνοι τους.

Αυτό που ξέραμε εμείς, τόξεραν κι αυτοί όπως έδειξαν τα πράγματα. Γι’ αυτό δεν μπήκαν μέσα. Αυτοί όμως ήξεραν και κάτι άλλο που εμείς δεν το υπολογίσαμε. Μόλις λοιπόν μας έκλεισαν καλά - καλά και έπιασαν τα περάσματα, έβαλαν φωτιά από κάτω από το ποτάμι. Σε είκοσι λεπτά καίγονταν ο κουμαρόλογγος απ’ άκρη σ’ άκρη. Δεν είχαμε και τότε ακόμη συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο. Δεν φανταζόμασταν ότι είναι δυνατόν να κάψουν τόσο δάσος για να κάψουν και μας ή να μας αναγκάσουν να πεταχτούμε από μέσα. Η φωτιά πήρε έκταση. Τριζοβολούσε η πλαγιά και ο καπνός σκέπασε γύρω - γύρω το δάσος. Ο ήλιος ίσκιωσε και οι στάχτες χοροπηδούσαν στον αέρα σαν τις νιφάδες του χιονιού το χειμώνα. Γύρω - γύρω τραγουδούσαν και φώναζαν σαν τους κανίβαλους, σαν τους άγριους της ζούγκλας που περιμένουν να βγουν τα αγρίμια για να τα χτυπήσουν.

Τέτοια παγάνα δεν θα είχε στηθεί ούτε και για λύκους. Ντουφεκούσαν συνεχώς μέσα στο δάσος και οι σφαίρες σφύριζαν δεξιά και αριστερά. Για κάθε ενδεχόμενο ξαπλώσαμε κάτω. Κατά τις δώδεκα έφτανε σε μας πια η λαύρα. Η φωτιά πλησίαζε. Τότε τα χρειαστήκαμε. Τι θα κάνουμε; Τι μπορούμε να κάνουμε; μπροστά φωτιά, πίσω ενέδρα. Αφού σκεφτήκαμε, καταλήξαμε στην απόφαση να γυροφέρνουμε μέσα εκεί. Η φωτιά δεν προχωρεί ευθύγραμμα, γιατί κόβεται από νεροφαγιές, ρεματιές και ράχες. Προχωρήσαμε έρποντας και σε απόσταση τριάντα μέτρων ήταν μια βαθιά νεροφαγή τέσσερα μέτρα βάθος. Εκεί σταματήσαμε. Αν έφθανε η φωτιά εκεί, θα πέφταμε μέσα. Η φωτιά θα περνούσε από την μια μεριά και από την άλλη.

Η νεροφαγή είχε πλάτος τρία - τέσσερα μέτρα. Νομίσαμε ότι εκεί θα γλιτώναμε. Όταν θα περνούσε η φωτιά θα είμασταν ασφαλείς γιατί αυτοί δεν μπορούσαν να μπουν μέσα στα αποκαΐδια. Υπήρχε κίνδυνος να πάθουμε ασφυξία. Τι να κάναμε όμως. Τώρα αν θα την γλιτώναμε από την φωτιά, κανείς δεν ήταν σίγουρος. Έτσι νομίσαμε. Έτσι πράξαμε γιατί δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Τα είχαμε χρειαστεί. Όσο πλησίαζε η φωτιά τόσο συνειδητοποιούσαμε τον κίνδυνο. Κατά τις μία άρχισαν να περνούν τρέχοντας προς τα πάνω λαγοί, κι αλεπούδες πλάι - πλάι σαν αγαπημένα αδέρφια, χελώνες, φίδια, νυφίτσες κι ότι άλλα ζούδια κρύβονταν στο δάσος. Τρομαγμένα τα ζώα πέφταν σαν στραβά πάνω μας. Ίσως παραξενεύονταν που μας έβλεπαν ακίνητους εκεί, ξαπλωμένους στο χώμα σαν σαπίλες δέντρων που περίμεναν τη φωτιά για να εξαφανίσει τα τελευταία λείψανά τους.

Αρχίσαμε να διψάμε και από την αγωνία και από την λαύρα. Νερό όμως δεν υπήρχε. Όλους τους θανάτους τους περιμέναμε, και από ντουφέκι και από μαχαίρι και από πείνα και από κρεμάλα και από πνιγμό, αλλά τέτοιο θάνατο δεν τον περιμέναμε. Να μας κάψουν ζωντανούς, όπως οι καλόγεροι έκαιγαν τους αιρετικούς. Μήπως και μεις δεν είμασταν αιρετικοί και αντίχριστοι γι’ αυτούς; Η φωτιά ανέβαινε και η λαύρα πια μας πύρωνε. Και κει που σκεφτόμασταν τα χειρότερα, άρχισε κατά τις τρεις το μεσημέρι να φυσάει ένα μαϋστράλι από την μεριά της Τσεμπερούς, δηλαδή αντίθετα από την φωτιά. Σιγά - σιγά δυνάμωνε και τελικά άρχισε να φυσά δυνατά λες και ήταν παραγγελιά για μας. Η φωτιά καθηλώθηκε. Σιγά - σιγά χαμήλωνε και σχεδόν άρχισε να κάνει στροφές επί τόπου. Καθάρισε ο αέρας γιατί ο καπνός γύρισε κατά κάτω.

Ανασάναμε και δροσιστήκαμε. Ήρθε η καρδιά μας στον τόπο της. Γλυτώσαμε. Η φωτιά ήταν τρακόσια μέτρα από μας. Ούτε την άλλη μέρα δεν θα έβγαινε πάνω. Αρχίσαμε τα καλαμπούρια, ξεθαρέψαμε και δεν προσέχαμε τις σφαίρες. Έτσι παραλίγο να χτυπηθεί ο Κανατάς. Τέλος βασίλεψε ο ήλιος και ο κλοιός άρχισε να χαλάει. Οι μάυδες άρχισαν να φεύγουν για τα χωριά τους τραγουδώντας. Δεν πρέπει όμως να έφυγαν όλοι. Θα έμεναν ενέδρες στα περάσματα γιατί τα μεσάνυχτα ακούσαμε ντουφεκιές. Μόλις μπήκε μια ώρα νύχτα, βγήκαμε και μεις από το λόγγο, αλλά από το μέρος που μπήκαμε κάθετα στην απότομη πλαγιά. Εκεί δεν μπορεί να υπήρχε ενέδρα. Πήραμε μετά την κοίτη του ποταμού και τραβήξαμε για το χωριό Κονιδίτσα.

Φθάσαμε στο μέρος το γνωστό απέναντι από την μεγάλη λεύκα και λουφάξαμε μέσα στα πουρνάρια. Όλη μέρα περάσαμε ακίνητοι και με την αγωνία να μην πέσει πάνω μας καμιά πα-γάνα ή μήπως τη νύχτα μας είδε κανένας. Όποιος καίγεται στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι. Μέχρι τις δέκα το πρωί η αγωνία ήταν στο κατακόρυφο. Μετά τις δέκα ηρεμούσαμε γιατί αν ήταν να κινηθούν θα είχαν κινηθεί. Όπως πάντα όταν βγαίναμε από το δάσος του βουνού, η ημέρα φαίνονταν χρόνος. Ο ήλιος κινούνταν αργά - αργά λες και ήθελε να παίξει με την αγωνία μας. Μας πύρωνε τα σωθικά και το κεφάλι. Το σάλιο μας στέγνωνε και μεις κάθε τόσο, φέρνοντας γύρω το παγούρι, συντηρούσαμε την αντίστασή μας με γουλιά - γουλιά από το ζεστό νεράκι μας. Κάτω από τα πόδια μας ο Ευρώτας κυλούσε ήσυχα - ήσυχα το λιγοστό νερό του, που γέμιζε ίσα ίσα ένα αυλάκι. Το αυλάκι αυτό όμως έδινε ζωή σ’ όλο τον κάμπο μέχρι τη θάλασσα.

Περιμέναμε και μεις να νυχτώσει και να κατεβούμε να σβήσουμε τη δίψα μας. Διψούσαμε πολύ γιατί ο άνθρωπος νηστικός ή χορτάτος διψάει και η αγωνία φουντώνει τη δίψα. Τέλος τα απόισκια έγυραν και ο ήλιος ξελιγωμένος κάθισε στην κορυφή του γέρο Ταΰγετου. Κινηθήκαμε και μεις για να ξεμουδιάσουμε. Όλη μέρα δεν ψιθυρίζαμε τίποτα. Τώρα μας ήρθε το κέφι κι αρχίσαμε τα καλαμπούρια. Μόλις νύχτωνε βρίσκαμε το κέφι μας. Είχαμε κερδίσει μια μέρα και μπροστά μας είχαμε μια ολόκληρη νύχτα να ζήσουμε χωρίς αγωνία. Η νύχτα ήταν η μεγάλη μας φιλενάδα, άπιστη όμως γιατί μας έκανε πολλές φορές λαχτάρες και μας έριχνε σε παγίδες. Παρ’ όλα αυτά εμείς την αγαπούσαμε. Η μέρα καλύτερα να μην έρχονταν ποτέ. Όλος ο κόσμος φοβάται τη νύχτα, φοβάται το σκοτάδι γι’ αυτό τραβιέται στο καβούκι του. Εμείς σαν τ’ αγρίμια φοβόμασταν την ημέρα. Έτσι ήρθαν τα πράγματα. Για την εποχή εκείνη ο κόσμος μας θεωρούσε χειρότερους από τα αγρίμια, γιατί του φέρναμε συμφορά και γι’ αυτό έκανε ότι μπορούσε για να μας εξοντώσει.

Μόλις ο ήλιος βασίλεψε ο κάμπος βουβάθηκε σαν να ήταν έρημος. Κατεβήκαμε σιγά - σιγά στο ποτάμι. Όλη τη μέρα παρατηρούσαμε τη λεύκα. Ήταν ήσυχα παντού. Ξεδιψάσαμε και εγώ και ο Πέρδικας προχωρήσαμε για τη ρίζα της μεγάλης λεύκας. Όσο πλησιάζαμε τόσο η καρδιά μας κτυπούσε δυνατά. Είχαμε μια κρυφή ελπίδα μήπως ο μέραρχος μας έδινε λίγο φως. Πιστεύαμε ότι κάποια νήματα επαφής θα είχε φυλάξει για την κακιά ώρα. Δυστυχώς όμως δεν είχε οργανώσει τίποτα. Κι αυτά που είχε δημιουργήσει ο Ρογκάκος, είχαν κοπεί, γιατί πιστέψανε ότι ήταν σίγουρη η πορεία προς τη νίκη. Είχαν ξεχάσει ότι ο Μωριάς είναι ένα μικρό νησί.

Σκάψαμε με τα χέρια γρήγορα - γρήγορα την άμμο, βγάλαμε την στρογγυλόπετρα και συνεχίσαμε να βγάζουμε το χώμα. Φθάσαμε βαθιά χωρίς να βρούμε τίποτα. Απογοητευτήκαμε. Δε βρήκαμε ούτε το στρογγυλό μεταλλικό κουτάκι. Τι άραγε είχε συμβεί; Κανείς δεν ξέρει. Πάντως ήταν φανερό ότι η επαφή είχε καταργηθεί. Καθίσαμε δίπλα εκεί και συζητούσαμε διάφορες εκδοχές. Αποφασίσαμε να αποκαταστήσουμε τα πράγματα όπως ήταν παραχώνοντας ένα λευκό κομμάτι χαρτί, για να καταλάβουν αν έρθουν, ότι ήρθαμε και δε βρήκαμε τίποτα. Μετά εξαφανίσαμε κάθε ίχνος. Σηκωθήκαμε και αργά - αργά γυρίσαμε στους άλλους.

Συντριμμένοι σα να γυρίζαμε από νεκροταφείο όπως γυρίζουν αυτοί που έθαψαν μέσα σ’ αυτό κάποιον πολύ δικό τους και δε βιάζονται να τον αφήσουν μόνο του. Έτσι και τα δικά μας βήματα ήταν βαριά γιατί μέσα σ’ εκείνη τη γουβίτσα στη ρίζα της θεόρατης λεύκας είχαμε θάψει την τελευταία ελπίδα επαφής με τους δικούς μας. Τώρα είμασταν μόνοι. Όσο κι αν φαίνεται τόσο μικρό αυτό το γεγονός της αποκοπής από ένα φάντασμα ηγεσίας,ήταν για μας τότε πολύ σκληρό γεγονός. Καλύτερα να μην ερχόμασταν παρά αυτό που διαπιστώσαμε. Αν δεν ερχόμασταν θα είχαμε όλοι τη βεβαιότητα ότι ακόμη είμασταν οργανωμένοι, ότι σ’ όλα τα βουνά υπάρχει κάποιος πυρήνας, ότι υπάρχει η διοίκηση της Μεραρχίας κ.λπ., κ.λπ.. Αυτό μας έδινε δύναμη, μας έδινε υπευθυνότητα, βοηθούσε την πειθαρχία μας. Τώρα όμως χάθηκε κι αυτή η ελπίδα.

Καθώς γύριζε το μυαλό μας σκεφτήκαμε ότι έλειπε το κουτάκι, γιατί όμως; Ποιος το πήρε; Καταλήξαμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι το πήραν οι δικοί μας και συνεπώς είδαν το σημείωμά μας αλλά για να πάρουν το κουτάκι πάει να πει ότι καταργούσαν για κάποιο λόγο σοβαρό την επαφή σ ’ αυτό το σημείο και θα επιδιώξουν να πάρουν επαφή μαζί μας κάπου αλλού, το πιθανότερο μέσα στο Μαίναλο. Είναι αλήθεια ότι το σημείο επαφής εκεί μέσα στη ρεματιά, κοντά στα χωράφια που ήταν γεμάτα κόσμο, ήταν λάθος, ήταν ατζαμωσύνη. Ο Μάκης που το όρισε δεν ήξερε από παράνομη δουλειά. Ο Πέρδικας που το δέχτηκε δεν ήξερε ακριβώς που ήταν. Έτσι από μια μεριά καλύτερα που έσπασε παρά να πληρώναμε με τα κεφάλια μας αυτή την επαφή.

Γυρίσαμε πίσω, βρήκαμε τους δικούς μας και τους είπαμε ότι δε βρήκαμε τίποτα. Δε δώσαμε άλλες εξηγήσεις. Αμίλητοι και σκεφτικοί πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Όμως τσακισμένοι από την κούραση και την αγωνία της παγάνας, της φωτιάς, της αναμονής και της απογοήτευσης, λημεριάσαμε απέναντι από το μετόχι του μοναστηριού της Καλτεζιάς μέσα στον κουμαρόλογγο. Όλη τη μέρα την περάσαμε καλά. Βλέπαμε το μετόχι. Υπήρχε κίνηση. Οι μαύρες φιγούρες μέσα στο λιοπύρι ανεβοκατέβαιναν στο μετόχι όλη μέρα. Στ’ αλώνι ήταν και δύο χωριάτες με τα ζά τους. Όταν βασίλεψε ο ήλιος κατεβήκαμε κρυφά - κρυφά στην κοίτη του ποταμού. Χαθήκαμε μέσα στα πλατάνια. Έτσι δε μας έβλεπαν από γύρω. Καθώς πλησιάζαμε στο μετόχι, ακούσαμε ποδοβολητό και κουβέντες. Ήταν οι χωριάτες. Γύριζαν στο χωριό τους στις Κάτω Κολλίνες.

Τους στήσαμε καρτέρι και τους πιάσαμε. Αιφνιδιάστηκαν, δεν περίμεναν να φανούν εκεί μέσα αντάρτες. Τους ζητήσαμε πληροφορίες. Μας είπαν ότι όλα τα χωριά γύρω είναι γεμάτα από μάϋδες και χωροφύλακες. Τους ζητήσαμε ψωμί. Δεν είχαν. Δεν τους επέτρεπαν να κουβαλούν μαζί τους ούτε μια μπουκιά ψωμί. Μας είπαν ότι δούλευαν στα χωράφια του μοναστηριού και τους τάισαν οι καλόγριες. Το κυριότερο που μας είπαν ήταν ότι οι καλόγριες είχαν ζυμώσει εκείνη τη μέρα. Κοιτάξαμε τα παπούτσια τους. Ήταν σαραβαλιασμένα. Κρίμα που δεν ήταν σε καλή κατάσταση για να μας βόλευαν. Τους φοβερίσαμε να μη βγάλουν τσιμουδιά γιατί αν κινηθούν οι μάϋδες θα καταλάβουμε ότι αυτοί μας πρόδωσαν κι αν γίνει αυτό, δεν θα γλυτώσουν. Εμείς είμαστε παντού ακόμη και κει που δεν μας περιμένουν. Τους αφήσαμε να φύγουν.

Πλησιάσαμε στο μετόχι, σίγουροι ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος αφού όλη τη μέρα το βλέπαμε. Όμως πήραμε τα μέτρα μας. Οι καλόγριες μας μισούσαν και ήταν επικίνδυνες. Μπορεί μέσα στο μετόχι να είχαν κρύψει το απόσπασμα. Μπορεί κι αυτές οι μαυροφορεμένες φιγούρες να ήταν χωροφύλακες μεταμφιεσμένοι όπως κάμποσες φορές γίνονταν τσοπάνηδες και κάτω από τις κάπες έκρυβαν τ’ αυτόματα.

Οι άγιες μοναχές υπηρετούσαν δύο κυρίους

Το 1947 η ηγουμένη της μονής των Καλτεζών, ένα γυναικόμορφο τέρας, ένα αδικημένο πλάσμα από τη φύση, γεμάτο κακία και μίσος για κάθε όμορφο και ωραίο, που η ψυχή της και τα μούτρα της ήταν γεμάτα πύον, έκρυψε μέσα στο μοναστήρι το απόσπασμα ένα ολόκληρο μήνα, για να μας σκοτώσουν όλους καθώς θα μπαίναμε, όπως συνήθως, για τρόφιμα. Εμείς είχαμε την αφέλεια μέχρι τότε, να πιστεύουμε ότι στα μοναστήρια βρίσκονται άνθρωποι λειψοί και μυαλοκωμένοι, τεμπέληδες και πονηροί, καθυστερημένοι κοινωνικά κι απόκληροι της ζωής. Δεν πιστεύαμε όμως ποτέ ότι εκεί συχνάζουν και δολοφόνοι. Όταν από ένα τσοπανόπουλο μάθαμε ότι η ηγούμενη είχε στήσει την παγίδα για να μας δολοφονήσει, αγριέψαμε αλλά δεν την πειράξαμε για να αποφύγουμε τη συκοφαντία και την καπηλεία, το σκάνδαλο. Μέχρι και τον Ο.Η.Ε. θα έφθανε η συκοφαντία ότι οι κομμουνιστές σκότωσαν την Αγία Ηγουμένη. Άντε τώρα να πιστέψουν ποιά ήταν και τι έκανε.

Ακόμη και σήμερα το βρωμερό δίκτυο των δολοφόνων από Αμερική μέχρι Αθήνα θα έσκουζαν μ’ όλα τα μέσα για την άγρια δολοφονία της Αγίας ηγουμένης. Μπορεί να της είχαν κάνει και άγαλμα, σίγουρα όμως θα την είχαν ανακηρύξει αγία. Κρατήσαμε την οργή μας και δεν της πειράξαμε ούτε τρίχα. Της τα είπαμε όμως ένα χεράκι και την προειδοποιήσαμε τότε, ότι δεν θα την γλυτώσει αν σκοτωθεί κι ένας αντάρτης στο μοναστήρι. Οι δολοφόνοι συνήθως είναι δειλοί και δολοφονούν όταν δεν κινδυνεύουν. Όταν κινδυνεύουν λουφάζουν σαν τα φίδια. Έτσι και η αγία ηγουμένη λούφαξε από το 1947 μέχρι το 1949 που το αντάρτικο διαλύθηκε. Το χειμώνα του 1949 λύσσαξε. Ποιος μπορεί να ξέρει, πόσους τραυματίες και ξεπαγιασμένους αντάρτες παρέδωσε στους δήμιους. Ο Πέτρος Οικονόμου που πέρασε με τον λόχο του από εκεί το χειμώνα, πάλι δεν την τιμώρησε όπως της άξιζε. Αυτή η ηγουμένη ήταν το αντίθετο της ηγουμένης στο μοναστήρι στα Αμπελάκια της Πελαγίας, που την ατίμασαν τα κτήνη του Κατσαρέα όταν πέρασαν από εκεί.

Έτσι λοιπόν εμείς τώρα όταν πλησιάσαμε το μετόχι πήραμε τα μέτρα μας. Πρώτα ανέβηκαν δύο στο αλώνι και κράτησαν τις δύο καλόγριες που ήταν εκεί. Τις έφεραν κάτω. Μετά είπαμε σ’ αυτές να φωνάξουν τις άλλες δύο που ήταν στο χωράφι. Ήρθαν κι αυτές. Πήραμε πληροφορίες. Μετά τις βάλαμε μπροστά και φθάσαμε στο μετόχι. Ανέβηκαν μπροστά δύο καλόγριες και από κοντά ο Πέρδικας και ο Κανατάς. Μπήκαν στο κτίριο. Έκαναν έρευνα. Δεν βρήκαν τίποτα. Μετά ζήτησαν ψωμί. Δύο καλόγριες αρνήθηκαν να μας δώσουν. Ήρθε και η γερόντισσα. Μας είπε ότι δεν έχουν. Τους είπαμε ότι ξέρουμε, ότι έχουν και μάλιστα φρέσκο. Πάλι αρνήθηκαν.

Τότε ο Πέρδικας έκανε να ψάξει. Μια νεαρή καλόγρια άρχισε να φωνάζει: «Βούλγαροι, αντίχριστοι, φονιάδες, κλέφτες». Ο Πέρδικας προσπάθησε να της εξηγήσει, ότι πεινάμε και το μοναστήρι δίνει σ’ όλους ψωμί. Αυτή τίποτα. Συνέχισε να φωνάζει. Τότε ο Μήτσος την έπιασε από τ’ αυτί και της είπε να το βουλώσει. Αυτή τίποτε. Φώναζε. Με τις φωνές έτρεξαν όλες από το χωράφι να ανέβουν στο σπίτι. Δεν τις άφησα. Ο Πέρδικας αφού είδε κι από είδε, τις άρχισε με την αγκλίτσα όπου έφθανε.
Μόλις έφαγαν κάμποσες το βούλωσαν. Αυτό ήταν το φάρμακο. Τώρα έκανε πως αγρίεψε ο Μήτσος. Ήθελε δήθεν να κάψει το μετόχι. Βγήκε έξω πήρε μια αφάνα και ήθελε να βάλει φωτιά. Τον εμποδίσαμε. Ηρέμησε κάπως. Ήρθε και η γερόντισσα. Τον γνώρισε. Ήταν η καταγωγή της από το χωριό Λυκόχια.

Η φοβέρα λοιπόν ήταν το μοναδικό κι αποτελεσματικό μέσο για να εμφανιστούν πλούσια τα ελέη. Έφεραν ψωμί, τυρί, ελιές, λάδι αυγά μέχρι καφέ και ζάχαρη. Ανακατέψαμε μια κουτάλιά καφέ με ζάχαρη στην χούφτα μας και μπουκώσαμε το στόμα μας με την ανάμικτη σκόνη. Σιγά - σιγά την κάναμε πολτό με το σάλιο μας κι απολαμβάναμε τον καφέ όχι βέβαια σαν ρωμιοί, αλλά σαν αντάρτες. Τέλος αφού φάγαμε και ήπιαμε καλά, γεμίσαμε και τα σακίδιά μας. Ζητήσαμε και μια κουβαρίστρα και βελόνα για να μπαλωθούμε. Έψαξαν και βρήκαν. Έτσι όλα ηρέμησαν. Κουβεντιάσαμε καλά και παραδέχτηκαν ότι αυτές φταίνε που έφαγαν το ξύλο.

Έπρεπε να βιαστούμε γιατί η νύχτα ήταν μικρή. Κανονικά έπρεπε να περάσουμε στα Αμπελάκια. Ο Πέρδικας όμως πρότεινε να ανεβούμε στην Τσεμπερού. Ένα θεόγυμνο βουνό ανάμεσα στα χωριά Γαρδίκι και Πάπαρι. Γυμνό αλλά και καλό παρατηρητήριο. Για την περίοδο εκείνη ήταν και ανύποπτο. Κανένας δεν φαντάζονταν ότι μπορεί να λημεριάσουν πάνω εκεί αντάρτες. Εμείς του είπαμε ότι είναι θεόγυμνο. Ο Πέρδικας μας βεβαίωσε ότι το από εκεί μέρος προς το χωριό Πάπαρι έχει κοντοπούρναρα πυκνά. Ξεκινήσαμε λοιπόν για την Τσεμπερού. Όταν φθάσαμε στην κορυφή βρήκαμε μπουλούκια από πρόβατα που νυχτοβοσκούσαν. Αυτό ήταν άσχημο. Ήταν σημάδι ότι θα υπήρχαν εκεί ή θάρχονταν από το χωριό και τσοπάνηδες. Τώρα πια δεν είχαμε καιρό να φύγουμε για τα Αμπελάκια.

Ξαπλωμένοι καταλιακού στη ράχη της Τσεμπερούς

Άρχισε να χαράζει. Αλίμονο μας. Μας καταράστηκαν οι καλόγριες. Ψάξαμε για τα κοντοπούρναρα μα δεν υπήρχαν. Κάτι λιγοστά κοντολούζια ήταν, που ούτε λαγοί δεν μπορούσαν να κρυφτούν. Ψάξαμε δω κι εκεί, γυρίσαμε όλο το βουνό γύρω τίποτα. Φώτισε πια τι να κάναμε. Γύραμε ανατολικά προς το χωριό Γαρδίκι και εκεί για καλή μας τύχη ήταν ένα στεφάνι από βράχους. Κατεβήκαμε κάτω και αποφασίσαμε να στριμωχτούμε ξαπλωμένοι στη ρίζα του γυριστού - γερτού βράχου. Μόνο από το χωριό Γαρδίκι θα μπορούσαν να μας δουν όταν κινούμαστε. Αν όμως καθόμασταν ακίνητοι δεν μας έβλεπαν. Για καλό και κακό, χτίσαμε μπροστά μας ένα τοιχάκι πενήντα πόντους ύψους. Κόψαμε και ασφάκες και βάλαμε για καμουφλάζ. Ριχτήκαμε από μέσα και ξαπλώσαμε. Μόνο ένας θα ήταν καθιστάς για να παρατηρεί. Εκεί θα μέναμε δεκαπέντε ώρες ακίνητοι. Ούτε για την ανάγκη μας θα σηκωνόμασταν.

Φώτισε για καλά κι άρχισε το μαρτύριο. Με το σκάσιμο του ήλιου άρχισε ο τόπος πέρα μέχρι τον Κάμπο να ζωντανεύει. Οι χωρικοί σκάρισαν. Ευτυχώς στην Τσεμπερού δεν υπάρχουν κτήματα, μόνο ξερότοπος και βράχια. Από τα χωριά δεν βγήκε πολύς κόσμος. Μόνο τα μικρομπουλούκια και τα μαρτίνια. Σε λίγο ακούσαμε και τις καμπάνες. Ήταν κάποια γιορτή. Κυριακή πρέπει να ήταν. Αυτό ήταν πολύ καλό. Δεν θα έβγαινε πολύς κόσμος έξω από το χωριό. Όλα πήγαιναν καλά, μόνο ο ήλιος άρχισε να τσουρουφλίζει φοβερά. Κι όσο ανέβαινε τόσο γίνονταν ανυπόφορος. Σκεπάσαμε τα κεφάλια μας με τα σακιά μας. Τίποτε δεν μας ανακούφιζε.

Σε λίγο όμως αυτό το ταλάνισμα στην ψησταριά ξεχάστηκε, γιατί κάτι πολύ πιο σοβαρό άρχισε να ξεκινάει. Από το χωριό είχε βγει ένα μπουλούκι γίδια κι είχε πάρει την πλαγιά κατά μας. Ήταν χαμηλά και δεν το βλέπαμε. Κατά τις έντεκα όμως φάνηκαν τα πρώτα γίδια δεξιά μας στην αρχή στο στεφάνι. Κάθισα εγώ στο παρατηρητήριο. Οι άλλοι ξάπλωσαν. Κάθε τόσο τους κατατόπιζα. Το μπουλούκι ανέβηκε πάνω από το στεφάνι. Όμως μια κοπελίτσα έτρεξε και το γύρισε κάτω από το στεφάνι. Αυτό ήταν άσχημο. Υποχρεωτικά τα γίδια θα έπεφταν πάνω μας. Λίγο, λίγο βόσκοντας κι ανηφορίζοντας πλησίαζαν. Η τσοπανοπούλα πλέκοντας, κάθε τόσο άλλαζε καθίστρα από πέτρα σε πέτρα και από τσουγκάρι σε τσουγκάρι. Αυτή όμως έρχονταν από πάνω από το στεφάνι. Κανονικά εμάς δεν μπορούσε να μας δει γιατί ο βράχος ήταν γερτός. Μόνο όταν κατά τύχη θα ανέβαινε σε καμιά προεξοχή αλλά αυτό ήταν επικίνδυνο.

Κόντευε η ώρα να πάει δώδεκα όταν το μπουλούκι έφθασε κάτω από μας και τα πιο πολλά προσπέρασαν όπως νόμιζα εγώ. Σε μια στιγμή, μια γίδα ανέβηκε σ’ ένα τσουγγάρι και μας είδε. Γούρλωσε τα μάτια της και αλαφιασμένη μας κοίταζε. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Αν η κοπέλα έβλεπε την γίδα θα της κινούσε την περιέργεια τι βλέπει η γίδα και τότε θα μας ανακάλυπτε. Δεν έπρεπε να την τρομάξουμε τη γίδα ούτε να την σαλαχίσουμε, γιατί θα την έβλεπε η κοπέλα. Πήρα λοιπόν ένα μικρό χαλικάκι και κάνοντας το μεγάλο μου δάχτυλο πεταχτάρα με τον δείχτη, το πέταξα. Ευτυχώς το χαλίκι βρήκε την γίδα στη μύτη. Αυτή μπρουτσιάλισε και πήδηξε από το τσουγγάρι. Ξεφύγαμε λοιπόν αυτόν τον κίνδυνο.

Σε λίγο όμως ήρθε η κοπέλα και κάθισε σε μια προεξοχή κι άρχισε να πλέκει τραγουδώντας. Αν κοίταζε δεξιά - λοξά και κάτω, θα μας έβλεπε. Αυτή όμως κοίταζε πότε - πότε τα γίδια της και πότε το πλεκτό της. Ανύποπτη όπως ήταν είχε ανοίξει τα πόδια της και φαίνονταν τα σκέλη. Εγώ όμως κοίταζα επίμονα τα μάτια της μήπως μας δει και κάνει το κορόιδο, δηλαδή ότι δεν μας είδε και φύγει να μας προδώσει στο χωριό. Αν την έπιανα να μας δει, θα την κρατούσαμε εκεί μέχρι να νυχτώσει. Ώσπου να καταλάβουν στο χωριό ότι η κοπέλα άργησε για να γυρίσει το μεσημέρι, να βγουν να ψάξουν και να πέσουν πάνω μας, ώσπου να πάνε πάλι στο χωριό να ειδοποιήσουν για μας και να κινηθούν, η μέρα θα έφευγε. Κι όταν κινιόνταν από το χωριό θα τους κρατούσαμε ώσπου να νυχτώσει με τα μακρύκανα που είχαμε. Την κοίταζα λοιπόν επίμονα μέχρι που μερικές φορές δάκρυζα. Τέλος έφυγε χωρίς να μας δει. Οι άλλοι άρχισαν να με πειράζουν, ότι έκανα μπανιστήρι, ενώ εγώ δεν είχα δει ούτε τί χρώμα είχε το ρουχαλάκι της.

Έτσι μ’ αυτή την αγωνία πέρασε το πρωινό. Ήρθε μεσημέρι. Ο ήλιος μεσορανούσε πύρινος και φλογερός, ανελέητος. Όλα τα ζωντανά του ουρανού και της γης, είχαν πιάσει τους ίσκιους. Μόνο εμείς καθόμασταν ξαπλωμένοι καταλιακού και στεγνώναμε σαν ψοφίμια. Πέντε χρόνια στο βουνό, πολλές φορές πεθύμησα τον ήλιο μέσα στην βαρυχειμωνιά και το κοφτερό αγιάζι αλλά και πολλές φορές ήταν ανυπόφορος γιατί με σκότωνε λίγο - λίγο. Σήμερα όμως βλαστημήσαμε την ώρα και τη στιγμή που γεννηθήκαμε.

Σώθηκαν και οι τελευταίες γουλιές του νερού που είχαμε στα παγούρια μας. Τώρα πια παραδοθήκαμε. Ας πεθάνουμε εδώ ξαπλωμένοι παρά να σηκωθούμε κατάκορφα στην θεόγυμνη Τσεμπερού για να πάμε για νερό. Νερό θα πίναμε αλλά θα ήταν το τελευταίο. Τα γύρω χωριά ήταν γεμάτα μάϋδες. Σαν μας έπεφταν στα κοντά, το βραδάκι τα κεφάλια μας μπιγμένα πάνω σε κοντάρια, θα στήνονταν στην πλατεία κάποιου χωριού. Κάπου -κάπου καλαμπουρίζαμε και όλοι νομίζαμε ότι μας καταράστηκαν οι καλόγριες. Τέλος γύρισαν τα απόσκια. Βάλαμε τα κεφάλια μας στον ίσκιο. Τότε νοιώσαμε τι θα πει ίσκιος. Ανακουφιστήκαμε. Συνήλθαμε. Το κεφάλι μας δεν έκαιγε πια, δροσίστηκε. Έτσι μας έρχονταν να πιάσουμε την άκρη του ίσκιου και να τεντώσουμε, να τραβήξουμε το σκιερό σεντόνι να σκεπαστούμε.

Τέλος ίσκιωσε για καλά. Στο χωριό Γαρδίκι φάνηκαν πάλι να κυκλοφορούν άνθρωποι και ζώα. Όλο το μεσημέρι δεν φαίνονταν ψυχή. Μόνο με τα κιάλια βλέπαμε να σταλίζουν κάτω από τις μουριές στο βαθύ ίσκιο, κουνώντας τις ουρές τους τα μεγάλα ζωντανά. Αυτά ήταν πιο ευτυχισμένα από μας κι ας ήταν ζωντανά. Τουλάχιστον τ’ αφεντικό τους φρόντιζε να τα ταΐζει να τα ποτίζει και να τ’ αφήνει να στέκονται στον ίσκιο. Να, έτσι έρχονται τα πράγματα και ο άνθρωπος ζηλεύει την τύχη του ζωντανού. Τώρα ο ήλιος έτρεχε πιο γρήγορα. Ήρθε γεμάτο απομεσήμερο, σκάρος. Τα μαρτίνια βγήκαν ξανά από το χωριό για βοσκή. Τώρα όμως δεν φοβόμασταν πια. Ότι και να τύχαινε η ημέρα γύρισε και η νύχτα ήταν κοντά. Προλαβαίναμε για όλα. Όταν λοιπόν κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος, μια γερόντισα ψάχνοντας για το μουλάρι της που το φώναζε κάθε τόσο, Κούλα, Κούλα, πήρε την πλαγιά και από τσουγγάρι σε τσουγγάρι παραλίγο να πέσει πάνω μας. Ευτυχώς τα βράχια την εμπόδισαν να φθάσει κοντά μας.

Κάποτε επιτέλους νύχτωσε. Σηκωθήκαμε ξεροψημένοι και τραβήξαμε για την βρυσούλα που ήταν χαμηλότερα κατά την μεριά του χωριού Πάπαρι και Μαρμαριά. Δεν θυμάμαι τώρα την ονομασία. Εκεί, σε κείνη την βρύση, είχαν στήσει καρτέρι οι Τούρκοι και σκότωσαν τον κλεφτοκαπετάνιο Λιάσκο. Έτσι λέει η παράδοση που μεταδόθηκε με το γνωστό κλέφτικο τραγούδι που το τραγουδούσαν οι γέροι. Και το τραγούδι έλεγε: «κείτεται ο Λιάσκος, κείτεται στην Τσεμπερού στη ράχη. Τα δύο τα πόδια στο νερό και το κορμί χωρίς κεφάλι». Εμείς θα πηγαίναμε από ηλίαση, χειρότερος ο δικός μας θάνατος απ’ αυτόν του καπετάν Λιάσκου.

Εκεί καθίσαμε να συνέλθουμε. Δροσίσαμε το στόμα μας, ρίξαμε νερό στο κεφάλι μας και βάλαμε τα πόδια μας στο νερό. Βρέξαμε τα μαντήλια μας και δροσίσαμε τον λαιμό μας και το στήθος μας. Φάγαμε και το τελευταίο κομμάτι ψωμί που πήραμε από τις καλόγριες. Μετά περάσαμε τη δημοσιά Μεγαλόπολης -Τρίπολης στην Παλαιόχουνη και λημεριάσαμε στις Βίγλες μέσα στα κοντοπούρναρα. Εκεί ήταν ανύποπτο μέρος και κάναμε καλή αφάνεια. Όλη την μέρα περάσαμε καλά. Μόλις νύχτωσε πήγαμε στο χωριό Κεραστάρι. Όταν πλησιάσαμε ακούσαμε κλαρίνα και βιολιά. Το χωριό γλεντούσε. Τότε ο Πέρδικας θυμήθηκε ότι πρέπει να γίνεται πανηγύρι στο χωριό. Έτσι μάθαμε και πόσο έχει ο μήνας. Αν δεν κάνω λάθος πρέπει να ήταν του Αγίου Παντελεήμονος. Ήταν μαζεμένοι οι Μάϋδες στο κέντρο του χωριού, γλεντοκοπούσαν και ντουφεκόριχναν. Οι κυνηγοί κεφαλιών ξεφάντωναν. Αυτοί που κυνηγούσαν τα κεφάλια μας μεθοκοπούσαν. Ας έχουν χάρη που βρίσκονταν ανάμεσα σε γυναικόπαιδα.

Αντί για τρόφιμα καρπό σμιγάδι από την χριστιανομάνα του Πέρδικα — 27 Ιούλη 1949

Πλησιάσαμε στην άκρη στο χωριό. Εκεί ήταν το σπίτι μιας γριούλας που είχε βαφτίσει τον Πέρδικα. Χτυπήσαμε την πόρτα και η γριά μας άνοιξε. Πήραμε πληροφορίες. Στο χωριό ήταν απόσπασμα χωροφυλακής και γλεντούσαν στο κέντρο του χωριού. Δεν είχε ψωμί να μας δώσει. Είχε καμιά δεκαριά οκάδες σμιγάδι και δύο οκάδες αλεύρι. Πήραμε το αλεύρι και το σμιγάδι και φύγαμε.

Ξαναγυρίσαμε στις Βίγλες. Εκεί περάσαμε την ημέρα. Το βραδάκι ανάψαμε φωτιά και κάναμε πιταράκια το λιγοστό αλεύρι. Μετά φορτωμένοι το σμιγάδι ξεκινήσαμε για το Μαίναλο. Περάσαμε την Κομπόνα κάτω από το χωριό Μερζέ και κει στα Μερζέικα Καλύβια, σ’ ένα αλώνι βρήκαμε ένα βόδι. Σκεφτήκαμε να το πάρουμε και να μπούμε στο Μαίναλο. Αν δεν μας έπαιρνε ο χρόνος της νύχτας θα το δέναμε κάπου μέσα εκεί στα πουρνάρια ανάμεσα στα χωριά Πούλια - Παλιομύρι και θα το παίρναμε την άλλη νύχτα. Αν το πετυχαίναμε αυτό, θα ήταν μεγάλη επιτυχία για μας. Με το κρέας του βοδιού θα περνούσαμε ένα μήνα. Θα το κάναμε καβουρμά και θα γεμίζαμε μερικούς γκαζοντενεκέδες κι ένα άδειο βαρέλι από τυρί φέτα, που είχαμε κρύψει στο Μαίναλο.

Δυστυχώς όμως δεν μπορέσαμε να πάρουμε το βόδι. Όταν πλησιάσαμε να το πιάσουμε, τα σκυλιά γάβγισαν και μετά μας άρχισαν στο ντουφεκίδι. Ήταν φανερό ότι τσιμπήσαμε στο τυρί της φάκας που μας είχανε στήσει. Ευτυχώς δεν πάθαμε ζημιά, βοήθησαν τα σκυλιά, αλλά, και γιατί τους απαντήσαμε αμέσως με τα ντουφέκια μας. Αυτό τους σάστισε κι έτσι εμείς τραβηχτήκαμε. Συνέχισαν να πυροβολούν κι όταν πια εμείς είμασταν στην Ράχη πάνω από το χωριό Παύλια. Την ίδια νύχτα μπήκαμε στα έλατα. Εκεί πια είμασταν σαν τα ψάρια στη θάλασσα. Δεν φοβόμασταν τίποτε. Το δάσος ήταν ο προστάτης μας. Μόνο που δεν βρίσκαμε τροφές. Αν βρίσκαμε τροφές δεν επρόκειτο να μας βρουν ποτέ.

Εκεί συναντηθήκαμε και με τους άλλους. Τους είπαμε τα κακά μαντάτα. Τους κάναμε την καρδιά περιβόλι. Βράσαμε λίγο από το σμιγάδι που φέραμε και αφού φάγαμε, καθίσαμε να κουβεντιάσουμε τι θα κάνουμε τώρα πια, μια και χάσαμε την επαφή με το φάντασμα της διοίκησης της Μεραρχίας. Από τώρα κι ύστερα θα αποφασίζαμε εμείς και μόνο εμείς για το τι θα κάνουμε. Βέβαια και μέχρι τώρα ο μέραρχος δεν μας πρόσφερε τίποτε. Όπως και τότε που είχαμε στρατό και κρατούσαμε τα 2/3 του Μωριά στον έλεγχό μας έτσι και τώρα που δεν είχαμε παρά μόνο τους εαυτούς μας. Το μόνο που μας έλεγε ήταν ότι «κάτι θα κάνει το κόμμα για μας, δεν θα μας αφήσει έτσι». Που να ήξερε ότι το κόμμα, δηλαδή οι φωστήρες Ζαχαριάδης, Γούσιας, και Βλαντάς αεροβατούσαν και δεν έβλεπαν την καταστροφή που έρχονταν.

Αυτοί είχαν τη ζαλάδα του χαρτοπαίχτη, που δεν σηκώνεται από το τραπέζι παρά μόνο όταν δεν έχει στην τσέπη του ούτε δεκάρα. Μα οι ηγέτες ακόμη και οι πολιτικοί που είναι άξιοι επαγγελματίες, ξέρουν να υποχωρούν για να γλυτώσουν τις δυνάμεις τους, για να ξεφύγουν από την φάκα που τους ανοίγει ο αντίπαλος. Ευτυχώς που υπήρχαν τα σύνορα και την τελευταία στιγμή σώθηκαν οι μισές από τις δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού. Αν υπήρχε έστω κι ένα κουκούτσι μυαλό στην ηγεσία, τότε και τα τμήματα της Ρούμελης και της Θεσσαλίας και της Ηπείρου θα αποσύρονταν ανέπαφα σχεδόν.

Για το Μωριά θα γίνονταν λίγα πράγματα αλλά δεν θα κάναμε την τελευταία στρατολογία που μας δημιούργησε ένα σωρό προβλήματα και κανένα όφελος. Έτσι οδηγήθηκαν άοπλα δύο χιλιάδες παιδιά στην σφαγή, στις φυλακές, στις εξορίες, χωρίς λόγο. Και μεις αν δεν είχαμε μπλέξει έτσι, θα αντέχαμε και τον χειμώνα του 1950 και τότε ξάνοιγε ο καιρός να αλλάξουμε χαβά δηλαδή να μπούμε στις πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα και να δουλέψουμε παράνομα στις πολιτικές οργανώσεις που εμείς οι ίδιοι θα φτιάναμε σιγά - σιγά. Τώρα ο Βασίλης Μπαρτζιώτας ο επίτροπος του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού, γράφει ότι θάπρεπε να μας αποσύρουν από το Μωριά. Φαίνεται ότι δεν ξέρει που είναι ο Μωριάς αλλιώς πώς θα μας έπαιρναν; Εκτός αν μας έστελναν εκείνο το μαγικό χαλί που πετάει και καθόμασταν επάνω για να μας πάει στο Γράμμο και το Βίτσι κι από εκεί και πέρα θα πηγαίναμε όπως πήγαν αυτοί, μέχρι την Τασκένδη ξεκούραστοι, για να βγάλουν τα μάτια τους.

Το 1950, είχαν ανοίξει οι δουλειές στις πόλεις, ιδιαίτερα στις οικοδομές. Εκεί μέσα θα χωνόμασταν και θα χανόμασταν μέσα στους χιλιάδες εργάτες. Θα οικονομούσαμε το μεροκάματο κι από εκεί και ύστερα όλα θα έπαιρναν τον δρόμο τους σιγά -σιγά. Εμείς είμασταν άγνωστοι στην Αθήνα, άγνωστοι στα στέκια, άγνωστοι στην Ασφάλεια, δεν είχαμε επαφές με παλιούς κι έτσι θα είμασταν αχτύπητοι. Αυτούς που έστελναν απέξω ήταν γνωστοί και ακουμπούσαν στα παλιά στέκια και εκεί τους τσίμπαγε η ασφάλεια. Με λίγα λόγια κάτι παραπάνω θα κάναμε από το να μας κόβουν τα κεφάλια και να τα κρεμάνε στα διάσελα ή να τα εκθέτουν στα παζάρια με μια ετικέττα καρφιτσωμένη στ’ αυτί που έγραφε το όνομά μας. Ρωτώ τώρα όλους αυτούς που κατά καιρούς μας ρώτησαν «γιατί δεν μας σκότωσαν ή πώς γλυτώσαμε». Τι είδους προσφορά ήταν αυτή που ζητούσαν; τι είδους προσφορά είναι να μας κρεμάσουν τα κεφάλια; Πολλά μπορεί να λέει και να απαιτεί κανένας, ακόμη και το κεφάλι από τον άλλον, όταν το δικό του κεφάλι δεν πρόκειται να κοπεί.

Ο Μέραρχος όμως μ’ αυτό που έλεγε δεν έδειχνε μόνο την απέραντη πίστη στην καθοδήγηση, αλλά και την αδυναμία την δικιά του να σκεφτεί κάτι. Αν ήταν ανταρτοκαπετάνιος με πείρα, θα μάζευε γύρω του αυτούς τους είκοσι - τριάντα που απόμειναν και πηδώντας από βουνό σε βουνό, στο ένα να βραδιάζει και στο άλλο να ξημερώνει, θα μπορούσε να κρατηθεί κι ένα και δύο χρόνια, θα μπορούσε να φύγει με μας από το Μωριά και να φθάσει στην Τασκένδη. Τουλάχιστον θα κάναμε κάτι καλύτερο από το να γυρίζουμε εδώ κι εκεί για ψωμί και να μας σκοτώνουν σαν ζουλάπια οι μάυδες. Αυτό βέβαια ούτε στην φαντασία του δεν μπορούσε να τα φτιάσει ο Γκιουζέλης. Είχαμε και την ατυχία να χάσουμε από νωρίς τους ανταρτοκαπεταναίους μας, αυτούς που είχαν στήσει το αντάρτικο, δηλαδή τους Μανώλη Σταθάκη, Σαρήγιαννη Γιάννη, Μπασακίδη Κώστα, Πρεκεζέ Θεόδωρο, Κωνστανταράκο Λεωνίδα κ.λπ. Αυτοί εύκολα θα γίνονταν ομαδάρχες γιατί ξανά είχαν κάνει και ξέρανε από κείνη τη ζωή. Τώρα μείναμε εμείς και περιμέναμε από τον Γκιουζέλη να μας οδηγήσει. Αλίμονό μας.

Τελικά αποφασίσαμε ότι θα βγάλουμε και τούτο το χρόνο στο βουνό. Όλες οι άλλες λύσεις, όπως φευγιό για έξω, μπάσιμο στις πόλεις, αποκλείστηκαν. Αφού καταλήξαμε σ’ αυτό, μπήκε μπροστά μας η δουλειά να ετοιμαστούμε για το χειμώνα αλλά και για το υπόλοιπο καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Το πρώτο ήταν τα τρόφιμα και δεύτερο ήταν ρούχα και παπούτσια. Μετά έπρεπε να φτιάσουμε ένα στέκι ή και δύο, για μια απόλυτη ανάγκη όπως για έναν τραυματία δηλαδή να μπορούμε να πάρουμε φάρμακα ή και να αφήσουμε έναν τραυματία. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να βρούμε ένα ή δύο από τους ξωμάχους ή τους χωρικούς που τους είχαμε εμπιστοσύνη, για να φτιάσουμε αυτά τα στέκια.

Έτσι λοιπόν συμφωνήσαμε να κάνουμε. Ελπίζαμε ότι με την πάροδο του χρόνου θα βγαίνουν πάλι στα εξώσπιτα ο κόσμος και οι τσοπάνηδες στα βουνά. Τότε θα λύνονταν οριστικά το πρόβλημα της τροφοδοσίας μας. Θα περνούσαμε τον χειμώνα του 1950 καλύτερα απ’ αυτόν του 1949. Πρώτα - πρώτα έπρεπε να μαζέψουμε τρόφιμα στο Μαίναλο. Αποφασίσαμε να μαζέψουμε στάχυα και να τα στουμπίσουμε. Από το σιτάρι αυτό άλλο θα τρώμε κι άλλο θα το βάζουμε σε ντενεκέδες για το Χειμώνα. Πήγαμε λοιπόν στα χωράφια που είναι στο Βαλτεσινιώτικο και το χωριό Καρκαλού. Δουλέψαμε κάμποσες νύχτες, μαζεύαμε στάχυα και τα στουμπίζαμε πάνω σ’ ένα αδιάβροχο ατομικό που είχα. Η σοδειά ήταν μηδαμινή. Όλη νύχτα και δεν γεμίζαμε ούτε μισό ντενεκέ. Τι να φάμε και τι να βάλουμε στην πάντα. Αλλά συνεχίζαμε.

Οι χωρικοί είδαν τα χειρόβολα και τις θυμωνιές χτυπημένες και ειδοποίησαν την χωροφυλακή. Άρχισαν κι έστηναν ενέδρες. Δεν ήταν δυνατόν να δουλέψουμε έτσι. Αρπάζαμε ότι προλαβαίναμε και μπαίναμε στο Μαίναλο για να το καθαρίσουμε. Έτσι οικονομούσαμε σχεδόν μόνο για φαγητό. Μαζέψαμε και φακές. Περάσαμε και στο Ανατολικό Μαίναλο, δεν βρήκαμε όμως χωράφια σπαρμένα. Βρήκαμε κάμποσα μπουλούκια πρόβατα. Πήραμε δύο σφαχτά. Κάναμε όμως την βλακεία και καθίσαμε πιο πάνω από τα πηγάδια στη θέση Αρπακωτή για να τα ψήσουμε. Τη νύχτα κινήθηκε ο στρατός από το Λεβίδι. Ευτυχώς που δεν είδαν τις φωτιές. Θα μας σκότωναν όλους, εκεί που ψήναμε τα σφαχτά. Το πρωί που πήγαμε να πάρουμε νερό, είδαμε τις δικές τους φωτιές και δεν πέσαμε πάνω τους. Γυρίσαμε από δω κατά το Ροϊνό. Εκεί σε μια στάνη ήπιαμε πολύ γάλα που δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε. Κοντέψαμε να σκάσουμε. Αν εκείνη την ώρα έρχονταν ένα απόσπασμα θα μας τσάκιζε.

Την άλλη νύχτα προσπαθούσαμε να πιάσουμε καμιά γίδα από κείνα τα ψωριασμένα που αφήνουν ελεύθερα στο Μαίναλο όλο το καλοκαίρι για να γίνουν καλά. Δεν καταφέραμε τίποτα. Μετά ξαναπεράσαμε στο κεντρικό Μαίναλο.

Ο καιρός περνούσε, εμείς εξαθλιωνόμαστε και καμιά διέξοδο δεν βρίσκαμε. Ο κόσμος είχε αγανακτήσει για την ύπαρξή μας. Γινόμασταν αιτία για να τον καταπιέζουν. Τα ζωντανά του ψόφαγαν μέσα στα χωριά. Η προσπάθειά μας να μαζέψουμε στάρι και φακές για τον χειμώνα δεν πέτυχε. Πήγαμε σε θερισμένα χωράφια και στουμπίσαμε τα στάχυα από τα χειρόβολα, μπροστά στον καρπό. Γεμίσαμε δύο σακιά στουμπισμένα στάχυα. Μπήκαμε στο Μαίναλο και την άλλη μέρα τα λιχνίσαμε. Απογοητευτήκαμε. Μόλις - μόλις βγάλαμε τρεις οκάδες καρπό δηλαδή πέντε κιλά. Γι' αυτά τα πέντε κιλά δουλεύαμε όλη νύχτα. Δεν ήταν λύση αυτή. Τι να κάναμε όμως;

Συζητούσαμε κάθε μέρα για την κατάστασή μας. Κάθε φορά καταλήγαμε στα ίδια. Τέλος αποφασίσαμε να κρατηθούμε με ότι μπορούμε και όσο μπορέσουμε. Υπολογίζαμε, κι αυτό ήταν σωστό, ότι δεν είναι δυνατόν να κρατήσουμε τον κόσμο για πολλούς μήνες κλεισμένο στα χωριά. Βγαίναμε και μπαίναμε στο Μαίναλο και σε κάθε ταξίδι, πέφταμε σε δύο τρεις ενέδρες. Αλλά κάθε φορά ξεφεύγαμε.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger