{[['']]}
Νίκος Πανούσης, ο άφοβος απ' το χωριό Αράχωβα Λακωνίας. Αγωνιστής Εθνικής Αντίστασης. Λοχαγός του Δ.Σ.Ε. Διοικητής του λόχου ασφαλείας της III Μεραρχίας. Σκοτώθηκε το Γενάρη του 1949 πολεμώντας κυκλωμένος μέσα σ' ένα καλύβι στην Κάπελη Ηλείας.
Εμείς κατεβήκαμε στο μύλο, στην άκρη στα έλατα. Εκεί κοντά υπήρχε ένα εξώσπιτο κι έμενε μια φτωχή οικογένεια. Έμενε μια χήρα με κάμποσα πιτσιρίκια. Ο μύλος ήταν έρημος. Πλησιάσαμε το εξώσπιτο. Αφουγκραστήκαμε κάπου είκοσι λεπτά. Δεν ακούστηκε κανένας θόρυβος μέσα. Αν ήταν στρατός κάποιος θα έβηχε, θα ροχάλιζε ή θα κάπνιζε ή κάτι θα γίνονταν όπως συνήθως, όταν μένουν πολλοί και σε μέρος άβολο.
Χτυπήσαμε σιγά. Μας άνοιξαν. Άναψαν ένα λιχναράκι. Το σβύσαμε εμείς αμέσως. Στη φωτογωνιά ακόμη υπήρχαν μερικά δαυλιά μισοσβησμένα. Ίσα που λαμπύριζαν μέσα στο σκοτάδι. Η χαροκαμένη χωριάτισα μας γνώρισε και ίσια που δεν ξεφώνησε από τη χαρά της. Άνοιξε τα χέρια της διάπλατα και είπε: «Α Παναγιά μου, δε χαθήκατε όλοι. Ψέμματα μας λέγανε. Που γυρίζατε τόσο καιρό ρε παιδιά! Απελπιστήκαμε να περιμένουμε. Μας έλεγαν ότι σας σκότωσαν όλους. Άκου τι έλεγαν!».Ξύπνησαν και τα πιτσιρίκια κι άρχισαν να χοροπηδούν μέσα στο μισοσκόταδο. Τα μάτια μας συνήθισαν στο σκοτάδι και τα δαυλιά μας βοηθούσαν να ξεχωρίζουμε. Η γυναίκα ξανάναψε το λυχνάρι λέγοντας. «Δεν είναι κανένας γύρω εδώ. Έφυγαν σήμερα. Δεν ήρθαν άλλοι».
Εμείς αιφνιδιαστήκαμε από αυτά που βλέπαμε κι ακούγαμε. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας και στα αυτιά μας. Είχαμε μέχρι τώρα συνηθίσει να ακούμε κατάρες και να βλέπουμε τους πάντες να μας κυνηγούν. Είχαμε πιστέψει ότι με την φωτιά και το σίδερο, το αίμα και το δάκρυ, ο εχθρός είχε σβήσει και την τελευταία σπίθα της επανάστασης. Κι όμως μέσα βαθιά στις ψυχές των απλών ανθρώπων, των φτωχών και πεινασμένων ξωμάχων του βουνού και του κάμπου οι φωτιές της επανάστασης δεν είχαν σβήσει. Η σπίθα της λευτεριάς σιγόκαιγε και ζύμωνε τ ’ ατσάλι στην ψυχή της νέας ¦γενιάς, στην ψυχή των νέων τρυφερών βλασταριών της φτωχολογιάς. Η χαροκαμένη μάνα μεγάλωνε με το πικρό ψωμί και τα αλάδωτα λάχανα, τα παιδιά της και ετοίμαζε τους νέους επαναστάτες μέσα από την σκληρή δοκιμασία που λέγεται αγροτική ζωή. Μάλιστα, μέσα στην στάχτη του κινήματος στον κατακαμμένο και καταματωμένο Μωριά, σιγόκαιγαν οι σπίθες που δεν σβήνουν ποτέ όσο υπάρχει λαός. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάει ποτέ ένας επαναστάτης. Όσο για τους δυνάστες, μια λύση υπάρχει για να πετύχουν την εξόντωση της επανάστασης. Να εξοντώσουν τον λαό. Αλλά τότε θα ψοφήσουν και οι ίδιοι γι' αυτό δεν το αποφασίζουν.
Εμείς τότε συγκλονιστήκαμε απ’ ότι είδαμε κι ακούσαμε. Έξι μήνες περίπου τώρα, κατατρεγμός και σκοτωμός μας γέμισαν την ψυχή μαυρίλα και παράπονο, γιατί μας αποκήρυξαν όλοι, εχθροί και φίλοι, συγγενείς και ξένοι. Τα φρεσκοκομένα κεφάλια των συντρόφων μας, που ήταν κρεμασμένα στα έλατα, τα έτρωγαν οι μύγες και τα σκουλήκια και τα κορμιά τους σάπιζαν στα διάσελα. Ο άγνωστος τραυματίας που πέθανε μέσα στο χιόνι, στο έμπα του κάμπου στο Ραπούνι, αφού πέρασε εκεί καθιστός - γερτός τον χειμώνα, άθιχτος σαν να φύλαγε σκοπός, τώρα την άνοιξη ξάπλωσε τα άσπρα κόκαλά του να ξεκουραστούν. Κι εμείς τον αφήσαμε ασκέπαστο για να βλέπει και να τον βλέπουνε οι πολιτισμένοι από τη δημοσιά. Η νοικοκυρά δεν είχε ψωμί για να μας δώσει. Μας έδωσε όμως μπόλικο γάλα και σβήσαμε τη δίψα και την πείνα μας. Αλλά περισσότερη δύναμη μας έδωσαν τα λόγια της και τα πηδήματα που έκαναν γύρω μας τα πιτσιρίκια Τότε μάθαμε και για το φριχτό θάνατο του Κώστα Μπαντούνα. Τον έκαψαν ζωντανό σ’ ένα καλύβι κοντά στο χωριό Τουμπίτσι της Γορτυνίας.
Αφού πήραμε αυτές τις σίγουρες πληροφορίες, κατεβήκαμε στο χωριό Καρκαλού. Εκεί βρήκαμε κόσμο. Επειδή έμενε μόνιμα εκεί ένας λόχος στρατού είχαν αφήσει και τον κόσμο να γυρίσει στα σπίτια του. Στο μαγαζάκι, πάνω στη διασταύρωση, βρήκαμε κάπου τριάντα τσουβάλια αλεύρι. Ότι χρειαζόμασταν. Πιο πέρα λειτουργούσε ένα τυροκομείο που μάζευε το γάλα από όλο το χωριό. Στα γρήγορα βγήκαμε να βρούμε ζώα. Δυστυχώς βρήκαμε μόνο δύο μουλάρια. Πήραμε δύο τσουβάλια αλεύρι κάμποσο τυρί και μυζήθρες, ένα τσουβάλι ζάχαρη και ένα τσουβάλι καλαμποκίσιο απ’ το μύλο, όταν φεύγαμε. Έτσι καταφορτωμένοι πήραμε το δρόμο για τα έλατα. Κρύψαμε το αλεύρι και τ’ άλλα τρόφιμα κάτω από σαπίλες από έλατα και βγάλαμε τα ζώα στο δρόμο, τους δέσαμε ψηλά τα καπίστρια για να μην βόσκουν κι έτσι θα γύριζαν στα σπίτια τους. Δυστυχώς τα αλεύρια μας χάλασαν και έφαγαν κάμποσα οι ποντικοί. Τέλος πάντων μ’ αυτά και με οικονομία πορευτήκαμε ένα μήνα και παραπάνω. Το μουχλιασμένο καλαμποκίσιο αλεύρι δεν τρώγονταν γιατί ήταν πικρό, δηλητήριο.
Μετά απ’ αυτό εμείς εξαφανιστήκαμε μέσα στο δάσος. Ο στρατός κινητοποιήθηκε και το Μαίναλο γέμισε κόσμο. Εμάς όμως ούτε μας είδαν ούτε μας άκουσαν. Βαρέθηκαν και μετά από δέκα μέρες γύρισαν στις βάσεις τους. Μόλις έφυγαν πήγαμε στους καταυλισμούς τους και μαζέψαμε μπόλικα αποτσίγαρα και κομμάτια από εφημερίδες και μάθαμε πολλά νέα. Πάνω σε μια πέτρα βρήκαμε και μια κονσέρβα με σαρδέλες. Αφού τις γυρίσαμε από χέρι σε χέρι τελικά αποφασίσαμε να τις φάμε. Το αλευράκι μας ψυχόπιασε. Έπαψε ο πονοκέφαλος, η ζαλάδα και χάθηκε η πικρίλα από το στόμα. Καθάρισε και το μυαλό μας.
Το μόνιμο ζήτημα που συζητούσαμε συνεχώς κάθε μέρα ήταν τι θα κάναμε. Εξετάζαμε όλες τις εκδοχές. Όμως παντού υπήρχε αδιέξοδο γιατί είχαμε χάσει την υποστήριξη του κόσμου. Είμασταν σαν τα ξεριζωμένα δέντρα που τα αναποδογυρίζει μια δυνατή θύελλα και οι ρίζες τους μουτζώνουν τον ουρανό. Γρήγορα θάρθει ο ξυλοκόπος για να τα τεμαχίσει για τη φωτιά. Έτσι και μας, γρήγορα θα μας τεμάχιζαν, αν δεν ρίχναμε ρίζες έστω και μικρές ριζούλες μέσα στον κόσμο. Δυστυχώς όμως κανένας δεν μας βοηθούσε πια και μεις σε κανέναν δεν είχαμε εμπιστοσύνη. Την εμπιστοσύνη τον κόσμον δεν τη χάνεις μόνο όταν προδώσεις τα συμψέροντά τον αλλά κι όταν παίρνεις λαθεμένες αποφάσεις και τον οδηγήσεις σε περιπέτειες. Έτσι και μεις τότε τον οδηγήσαμε σε περιπέτεια κι ο κόσμος μούδιασε. Μας αγαπούσε, μας πονούσε, αλλά μαζεύτηκε στο καβούκι του. Είμασταν χαμένοι και το ξέραμε.
Μόνο στις πόλεις ήταν δυνατό να βολευτούμε. Εκεί η τρομοκρατία δεν είχε φθάσει στον ίδιο βαθμό όσο στα χωριά και οι συλλήψεις δεν είχαν ξεριζώσει όλους τους δικούς μας ακόμη και τους συμπαθούντες. Εμείς όμως δεν είχαμε προσβάσεις στις πόλεις. Άλλη λύση, ήταν να φύγουμε για έξω. Αυτή ήταν η πιο καλή. Δύο δρόμοι υπήρχαν. Ο ένας ήταν να περάσουμε τον Ισθμό και να συνεχίσουμε από βουνό σε βουνό. Υπολογίζαμε σε δύο μήνες να φθάσουμε στα σύνορα. Η πρώτη δυσκολία ήταν να περάσουμε τον Ισθμό. Από εκεί και πάνω ήταν ζήτημα αντοχής στην πείνα. Αυτό δε μας φόβιζε τόσο γιατί κι εδώ που είμασταν τα ίδια παθαίναμε.
Ο άλλος δρόμος ήταν να πάμε από τη θάλασσα. Αυτός ήταν ο πιο γρήγορος. Μ’ ένα καΐκι σε μια βδομάδα θα πιάναμε Αλβανία. Κανένας όμως από εμάς δεν γνώριζε τίποτε από θάλασσα. Ο μπάρμπα Παύλος Κούζουνας ήταν ψαράς αλλά κι αυτουνού οι γνώσεις ήταν μηδαμινές. Σιγουριά ήταν να αρπάξουμε και τον καϊκτσή. Αυτό ήταν κάπως δύσκολο. Τελικά αποφασίσαμε να βάλουμε μπρος, να κατεβούμε στους Γαργαλιάνους και να αρπάξουμε το καΐκι. Στο τέλος όμως ο μπάρμπα Παύλος δεν ανάλαβε την ευθύνη να μας οδηγήσει. Μετά από πολλές αναβολές και συζητήσεις αργότερα, αποφασίσαμε να μείνουμε στο Μωριά μέχρι που να ηρεμήσουν τα πράγματα.
Έτσι περνούσε ο καιρός με συζητήσεις και γκρίνια, πότε για το ένα πότε για το άλλο. Περιμέναμε και από τον Γκιουζέλη, Κονταλώνη και λοιπούς να μας στείλουν καμιά είδηση. Είχαμε ορίσει μια θέση κοντά στο χωριό Κονιδίτσα Λακωνίας στην άκρη στο ποτάμι, στον Ευρώτα. Εκεί ήταν ένα μεγάλο λεύκο. Εκεί λοιπόν στην ρίζα του λεύκου θα είχαμε νεκρή γιάφκα ή και ζωντανή κάθε τέλος του μήνα. Το σημείο αυτό το καθόρισε ο Μάκης ο ασυρματιστής της Μεραρχίας και ο Πέρδικας όταν συνόδευσε τον Γκιουζέλη για να περάσει από το Μαίναλο στον Ταΰγετο. Εμένα δε μου άρεσε το μέρος, γιατί ήταν μακρυά για μας. Ο Πέρδικας όμως με καθησύχασε γιατί μου είπε ότι ο τόπος είναι όλος ντυμένος με κουμαρόλογγο που δε σκίζει ούτε φίδι. Και πραγματικά έτσι ήταν, ιδιαίτερα εκεί στο μετόχι της μονής των Καλτεζών. Ο καιρός πλησίαζε να πάμε. Κατά τους υπολογισμούς μας κόντευε τέλος του μήνα. Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε εγώ, ο Πέρδικας, ο Κανατάς και ο Θανάσης Κολοβός. Οι άλλοι, Γιαλαμάς Ανδρέας, Ετεοκλής Δουμουλάκης, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Παύλος Κούζουνας, Γιάννης Σπυρόπουλος, Γεώργιος Λεμπέσης και Νίκος Χαλάτσης ή Βολιώτης, θα έμεναν και θα μας περίμεναν.
Ξεκινήσαμε. Μόνο ο Ετεοκλής και ο Γιαλαμάς ήξεραν που πάμε. Και μόνο ο Πέρδικας ήξερε ακριβώς το μέρος. Εγώ ήξερα ότι μου είχε πει. Φύγαμε από το Μαίναλο και όλη νύχτα πεζοπορώντας με προσοχή από τόπο σε τόπο χωρίς να πατήσουμε ποδάρι σε δρόμο μα ούτε και σε διάσελο ή πέρασμα, τα χαράματα φθάσαμε στην Κομπόνα πάνω από το ποτάμι κάτω από το χωριό Βάγγου, αγνάντια στη Μεγαλόπολη. Εκεί λημεριάσαμε κάνοντας λούφα μέσα στο πυκνό δάσος. Πέρασε η μέρα χωρίς φασαρία. Γύρω, κάτω στον κάμπο και στα χωριά, που και που, ακούγονταν ντουφεκιές. Συνηθισμένα πράγματα. Οι χίτες γλεντοκοπούσαν. Ξένα έτρωγαν, ξένα σπαταλούσαν και δικά τους καζαντούσαν, αρπάζοντας και ρημάζοντας. Για το καλό της Πατρίδας βέβαια. Κι εν ονόματι του Βασιλέως κ.λπ., κ.λπ., γνωστό το τροπάρι.
Την άλλη νύχτα περάσαμε τον κάμπο, κόψαμε κάμποσα κρεμμύδια και λημεριάσαμε κάνοντας λούφα στο δάσος ανάμεσα στα χωριά, Μπούρα και Σπανέϊκα. Εκεί υπάρχει ένα μικρό δάσος από κοντοπούρναρα και μόνο λούφα σήκωνε. Αν μας έπαιρναν είδηση δύσκολα θα τη βγάζαμε μέχρι να πιάσουμε Αμπελάκια. Κι εκεί η ημέρα πέρασε ήσυχα. Όλη τη μέρα στο δρόμο Πέτρινα - Λέοντάρι, πηγαινοέρχονταν μάϋδες οπλισμένοι. Αν δεν είχαμε άλλον σκοπό, θα ήταν μια ευκαιρία να πιάναμε μερικούς γιατί είχαν αποθρασυνθεί και πηγαινοέρχονταν σα ρεμάλια. Την άλλη νύχτα φθάσαμε στο μετόχι των Καλτεζών και ακολουθώντας τον Ευρώτα φθάσαμε στο σημείο που είχαμε νεκρό ραντεβού, κοντά στο χωριό Κονιδίτσα. Όπως συνηθίζαμε και ήταν αυτό νόμος απαράβατος, πιάσαμε λημέρι στην αντίθετη πλευρά του ποταμού μέσα σε κάτι πουρνάρια.
Από εκεί παρακολουθούσαμε όλη τη μέρα γύρω στην περιοχή και το σημείο του ραντεβού για λόγους ασφαλείας. Αυτό το είχαμε συζητήσει κι όταν ακόμη ήταν ο Γκιουζέλης μαζί μας. Δηλαδή δεν έπρεπε ποτέ να πηγαίνουμε κατ’ ευθείαν στα σημεία του ραντεβού γιατί υπάρχει κίνδυνος να πάθουμε ή να κάνουμε ζημιά. Μπορεί να είχε προδοθεί το ραντεβού ή τυχαία να μας έβλεπε κάποιος όταν πηγαίναμε και να μας πρόδινε τη γιάφκα. Τότε θα παθαίναμε ζημιά σ’ άλλη συνάντηση. Αν για οποιονδήποτε λόγο αναγκαζόμασταν να πάμε στη γιάφκα μέρα ή αντιλαμβανόμασταν κάτι ύποπτο, αχρηστεύαμε τη γιάφκα, αναποδογυρίζοντας ή γκρεμίζοντας τα σημάδια που βάζαμε κοντά, πριν φθάσουμε όμως στη γιάφκα. Συνήθως αναποδογυρίζαμε τις πέτρες ή τα ξύλα κορμούς από τη φυσική τους θέση. Καμιά φορά αποπατούσαμε ή κάναμε γουβίτσες και μέσα κατουρούσαμε. Αυτά ήταν σημάδια ότι το μέρος πατήθηκε άραπροδόθηκε. Όταν βλέπαμε τέτοια σημάδια το ραντεβού πέθαινε.
Έτσι γλυτώσαμε από την ενέδρα που μας είχε στήσει ο στρατός σε μια γιάφκα που είχαμε με τους Ψυχαραίους. Αυτοί πρόδωσαν τη γιάφκα, κάποιος όμως απ’ αυτούς ανασήκωσε τις πέτρες γύρω ή ίσως και οι στρατιώτες για να φτιάσουν θέσεις πάντως εμείς πήγαμε μέρα και σε απόσταση διακοσίων μέτρων είδαμε τα σημάδια. Καθίσαμε εκεί και παρακολουθούσαμε όλη τη μέρα. Μόλις κόντευε να σουρουπώσει ήρθαν. Έτσι καταλάβαμε τι γίνεται. Τελικά μετά από μέρες απελπίστηκαν και δεν ξανάρθαν.
Όλη λοιπόν την ημέρα πάνω από τον Ευρώτα, παρατηρούσαμε απέναντι όλη την πλαγιά. Η ποταμιά ήταν γεμάτη κόσμο. Πέρασε η μέρα και μόλις κάθισε ο ήλιος, ο κόσμος χάθηκε σα να τον κατάπιε η γη. Νέκρωσε η ποταμιά. Η κυκλοφορία απαγορεύονταν μετά τις έξι το απόγευμα. Δεν τους επέτρεπαν να κυκλοφορούν όλη μέρα κι ούτε τους άφηναν να παίρνουν μαζί τους έστω και λίγο ψωμί. Μόλις σουρούπωσε ξετρυπώσαμε και μεις και ροβολήσαμε προς το ποτάμι. Ήπιαμε νεράκι για να σβήσουμε τη δίψα που μας ταλάνιζε όλη μέρα. Βρέξαμε τα κεφάλια μας και συνήλθαμε. Ακολουθώντας το ποτάμι πλησιάζαμε στα Λεύκα. Αφήσαμε εκεί τον Κανατά και τον Κολοβό.
Εγώ και ο Μήτσος, πλησιάσαμε στο θεόαρατο Λεύκο. Καθίσαμε λίγο να ακούσουμε και μετά σηκώσαμε μια πέτρα που ήταν εκεί και αρχίσαμε με τα χέρια μας να σκάβουμε την άμμο. Σκάψαμε είκοσι - τριάντα πόντους και δεν βρήκαμε τίποτα. Ανησυχήσαμε. Τραβηχτήκαμε λίγο πιο πέρα και περιμέναμε. Πέρασε μισή ώρα. Ρίξαμε μια ματιά γύρω μήπως υπάρχει άλλο πεύκο πιο μεγάλο. Δεν υπήρχε. Γυρίσαμε πίσω. Κάναμε μια νέα προσπάθεια να βρούμε το κουτάκι με το σημείωμα. Σκάψαμε ακόμη δέκα πόντους. Τα νύχια μας μάγκωσαν σε μια πετρούλα. Την τραβήξαμε κι από κάτω ήταν το κουτάκι με το σημείωμα. Χαρήκαμε όταν το βρήκαμε. Πιστεύαμε ότι θα μας γράφουν κάτι σημαντικό.
Τραβηχτήκαμε πίσω, βρήκαμε τους άλλους, περάσαμε το ποτάμι και μέσα σε κάτι πουρνάρια κουκουλώθηκα εγώ με ένα σακί, άναψα ένα σπίρτο και διάβασα το σημείωμα. Δυστυχώς δε μας έγραφαν τίποτα σημαντικό, παρά μόνο ότι η κατάσταση στον Ταΰγετο είναι αφόρητη. Κουκουλώθηκε και ο Πέρδικας και το διάβασε. Στους άλλους δύο, δεν είπαμε τίποτα συγκεκριμένο αλλά μισόλογα. Αυτοί, βλέποντας το μυστήριο, πίστεψαν ότι κάτι σημαντικό συμβαίνει και πήραν θάρρος. Γράψαμε και μεις δύο λόγια μόνο: «Είμαστε καλά, όπως τα ξέρατε», τίποτα άλλο. Γυρίσαμε βάλαμε το σημείωμα μέσα, καμουφλάραμε καλά την κρυψώνα και πήραμε το δρόμο του γυρισμού.
Αλλάξαμε δρομολόγιο. Περάσαμε απέξω από την Αγριακώνα - Κουτρουμπούχια - Πάπαρι και φθάσαμε στο Βαγγικέϊκο, πάνω από το ποτάμι. Ξεκινήσαμε για το Μαίναλο. Όταν φθάσαμε στα Μερζέϊκα Καλύβια είδαμε πρόβατα και ζώα. Καταλάβαμε ότι άφησαν τον κόσμο να βγει από το χωριό και να μένει τις νύχτες στα εξώσπιτα. Αφού το συζητήσαμε καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι χωριάτες θα είναι οπλισμένοι και κάπου εκεί κοντά κάποιο απόσπασμα θα μένει. 'Επρεπε όμως να πάρουμε και τρόφιμα. Τώρα πια είμασταν μακρυά πολύ από το δρομολόγιο για το σημείο συνάντησης με τον Γκιουζέλη και θα μπορούσαμε να εμφανιστούμε.
Προχωρήσαμε σ’ ένα εξώσπιτο. Καθίσαμε μισή ώρα περίπου με ορθάνοιχτα αυτιά και μάτια για να δούμε ή να ακούσουμε τι γίνεται μέσα στο σπίτι κι απέξω. Είχε αστροφεγγιά και πιάσαμε κάτω από τα δέντρα που ήταν βαθύ σκοτάδι. Δεν ακούγονταν τίποτα. Πέρα στα άλλα σπίτια κάπου - κάπου γάβγιζαν τα σκυλιά και κάτω στον κάμπο, πότε δω και πότε εκεί, τάραζε την ησυχία της νύχτας κάποια ντουφεκιά. Χτυπήσαμε την πόρτα του σπιτιού. Από μέσα απάντησε μια τρομαγμένη γυναικεία φωνή. Της είπαμε ότι είμαστε αστυνομία. Ήρθε και άνοιξε. Μέσα στο σκοτάδι δεν κατάλαβε ποιοι είμαστε. Όταν άναψε το φως και μας είδε τρόμαξε. Ζητήσαμε ψωμί. Δεν είχε. Κάναμε έρευνα, δεν βρήκαμε. Στο πάτωμα κοιμόντουσαν τέσσερα μικρά. Χλωμά και αδύναμα. Ο πατέρας τους δεν ήταν εκεί. Μπορεί να ήταν και στην ενέδρα. Συνηθισμένα πράγματα. Τούτος ο πόλεμος γίνονταν, όπως κι όλοι οι πόλεμοι, μεταξύ φτωχών.
Έπρεπε τώρα να πάρουμε τα τρόφιμα των παιδιών. Δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Στα πάτερα ήταν κρεμασμένες πέντε μυζήθρες. Όταν αρχίσαμε να τις κατεβάζουμε η μάνα τους άρχισε να ξεφωνίζει. Ξύπνησαν και τα μικρά. Άρχισαν να κλαίνε τρομαγμένα. Δύσκολη η θέση μας. Πώς να αντιμετωπίσουμε τα μωρά και την μάνα τους; Τελικά πετάξαμε κάτω τις μυζήθρες, πήραμε μόνο μια και το βάλαμε στα πόδια. Η γυναίκα βγήκε στην πόρτα και ξεφώνιζε. Εμείς χαθήκαμε μέσα στο σκοτάδι. Δεν θα είχαμε τρέξει εκατό μέτρα κι από τα γύρω εξώσπιτα άρχισαν οι ντουφεκιές. Τότε καταλάβαμε ότι οι φωνές ήταν το σύνθημα. Νύχτα ήταν και μεις ανενόχλητοι τραβήξαμε το δρόμο μας. Όταν φθάσαμε κοντά στο χωριό Τρίλοφο, σταματήσαμε για να μοιραστούμε την μυζήθρα.
Εκεί λοιπόν είδαμε ότι ο Θανάσης Κολοβός είχε αρπάξει μια σταμνούλα βούτυρο γύρω στις τρεις οκάδες. Χαρήκαμε γι’ αυτό τώρα, γιατί δεν βλέπαμε τα παιδιά να κλαίνε. Ένας - ένας βουτούσε το χέρι του στην στάμνα με το βούτυρο, γέμιζε την χούφτα του και έτρωγε το βούτυρο σαν να ήταν πεπόνι. Αφού χορτάσαμε τότε σκεφτήκαμε ότι μπορεί να μας κάνει ζημιά. Κι όμως δεν πάθαμε τίποτα. Ο οργανισμός μας ήταν τόσους μήνες νηστικός που αφομοίωσε το βούτυρο όπως η ξερή γη το νερό. Μόλις χάραζε η κονταυγή φθάσαμε στο Λυκοχιώτικο Άη Δια. Τραβήξαμε απέναντι και μόλις μπήκαμε στα πρώτα έλατα, καθίσαμε να ξεκουραστούμε λίγο. Όλη τη νύχτα τρέχαμε κι ευτυχώς που ήταν καλοκαιριάτικη γιατί αν ήταν χειμωνιάτικη θα βαδίζαμε κι άλλο. Καθώς καθίσαμε, έτσι όπως είμασταν τσακισμένοι, μας πήρε ο ύπνος όλους. Πρώτη φορά παθαίναμε τέτοια ομαδική παράλυση.
Μόλις έσκαγε ο ήλιος, μέσα στον ύπνο μου άκουσα κουβέντες και γέλια. Σαν σε όνειρο. Πετάχτηκα πάνω. Δεν ήταν όνειρο. Ακριβώς κάτω από μας σε απόσταση πενήντα μέτρων περνούσε ο δρόμος που πήγαιναν οι Λυκοχιώτες στα χωράφια τους μέσα στα έλατα. Εκεί λοιπόν στο δρόμο, βάδιζαν ένας πίσω από τον άλλο δέκα χωροφύλακες. Αυτοί κουβέντιαζαν και γελούσαν. Ξύπνησα γρήγορα - γρήγορα με τις κλωτσιές και τους άλλους και μπήκαμε στα έλατα. Αγουροξυπνημένοι και σαστισμένοι κάναμε σπασμωδικές ενέργειες. Πιάσαμε ο καθένας από ένα έλατο και περιμέναμε. Μετά από πέντε λεπτά αναμονής ηρεμήσαμε. Έπρεπε να δούμε τι γίνεται γύρω μας. Το χειρότερο θα ήταν να πέσαμε μέσα σε παγάνα εξερεύνησης. Το απόσπασμα όμως πήγαινε προς το χωριό. Προχωρήσαμε φυλαχτά, φυλαχτά κι αθόρυβα. Τα μάτια μας τέσσερα, τ’ αυτιά μας έπιαναν ακόμα και τα σκουλίκια που τρυπούσαν τα ξεροέλατα. Τα ρουθούνια μας ορθάνοιχτα, πιάσανε βρώμα. Πλησιάσαμε προς το μονοπάτι. Εκεί διαπιστώσαμε ότι είχαν αποπατήσει άνθρωποι. Πιο κάτω βρήκαμε θέσεις ενέδρας.
Έτσι εξηγείται τώρα η πρωινή βόλτα του αποσπάσματος. Όλη νύχτα είχαν ενέδρα στο έμπα του δάσους. Ίσως είχαν ειδοποιηθεί από το απόσπασμα που μας ντουφέκισε στα Μερζέικα Καλύβια. Όλοι οι σταθμοί χωροφυλακής διέθεταν ασύρματο. Αυτό το αναπάντεχο μας έκανε προσεκτικότερους. Οι νταήδες ξεθάρρεψαν και στήνουν νυχτερινές ενέδρες μέσα στα έλατα. Αν δεν είχαμε αποκοιμηθεί θα τους παίρναμε είδηση νωρίτερα γιατί αυτοί μόλις φώτισε έλυσαν την ενέδρα και μισοσκόρπισαν γύρω - γύρω για την ανάγκη τους. Θα δάγκωναν για καλά την ουρά τους. Θα τους κρεμάγαμε τα τομάρια. Ήταν τυχεροί όμως, όπως τυχεροί σταθήκαμε και μεις που δεν ήρθε κάποιος για να κατουρίσει προς τα μας. Θα μας σκότωναν όλους στον ύπνο ή θα μας έπιαναν ζωντανούς σαν κότες στην κούρνια. Τέλος μαζέψαμε τα αποτσίγαρα, όλα τα κομμάτια των εφημερίδων για να μάθουμε κανένα νέο και ακόμη δέκα σαρδέλες παστές τυλιγμένες στο χαρτί. Κάποιος τις ξέχασε. Έτσι μετά από τόσο καιρό φάγαμε σαρδέλλα. Τέτοια νοστιμιά δεν ματαγίνεται. Πριν τις δαγκώσουμε τις καθαρίσαμε γλύφοντας με τη γλώσσα μας. Είχαμε μήνες να δοκιμάσουμε αλάτι. Νοστήμισε το στόμα μας.
Την άλλη μέρα, συναντήσαμε τους δικούς μας. Περίμεναν νέα από τον Μέραρχο και τίποτε για φαγητό. Τους δώσαμε τρεις σαρδέλες και καλμάρισαν την πείνα τους. Είχαν και χόρτα βρασμένα και με λίγη φαντασία έφαγαν όπως τον παλιό καλό καιρό. Από νέα όμως τίποτα. Μαυρίλα και απογοήτευση. Την άλλη βραδιά, ήρθαν και οι άλλοι. Γιαλαμάς, Ετεοκλής, Βασίλης Παπακωνσταντίνου και ο Μπαρμπαγιώργης Λεμπέσης. Καθίσαμε παραπέρα οι τέσσερις. Εγώ, ο Πέρδικας, ο Ετεοκλής, ο Γιαλαμάς να κουβεντιάσουμε. Πάλι φτάσαμε σε αδιέξοδο. Δεν βρίσκαμε άκρη. Φτάσαμε εκεί που αρχίσαμε. Οι άλλοι νόμιζαν ότι κάτι σοβαρό αποφασίσαμε και πήραν θάρρος. Γυρίσαμε πάλι κοντά τους. Ο Γιαλαμάς με δύο λόγια τους είπε ότι για την ώρα θα πρέπει να κάνουμε ότι μπορούμε για να κρατηθεί η ομάδα μας.
Είμασταν δεκατρείς. Εγώ, ο Πέρδικας, ο Ετεοκλής Δουμουλάκης, ο Αντρέας Γιαλαμάς, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο μπάρμπα Παύλος Κούζουνας, ο μπάρμπα Γιώργης Λεμπέσης από το Πεταλίδι, ο Γιάννης Σπυρόπουλος από το Κυνηγού, ο Θανάσης Κολοβός από τον 'Αγιο Φλώρο, ο Νίκος Χαλάτσηςή Βολιώτης από τον Αλμυρό της Μαγνησίας, ο Μήτσος Αποστολάκος από το χωριό Παπαδιάνικα Λακωνίας, ο Κανατάς Κώστας από το χωριό Βαμπακού Λακωνίας και ο Γιώργος Καλοβάσιος από το χωριό Σκούπη Αχαΐας. Είναι ζήτημα όμως αν όλοι μαζί συγκεντρώναμε εκατό φυσίγγια. Είχαμε και δέκα χειροβομβίδες μιλς. Αυτός ήταν ο οπλισμός μας. Αυτή η κατάσταση ήταν που μας ανάγκασε να προτιμήσουμε την πλήρη αφάνεια.
Αργότερα καταλάβαμε ότι δεν κάναμε καλά. Έπρεπε να επιδιώξουμε μια πετυχημένη ενέδρα στην αρχή και μετά κι άλλες για να λύσουμε τα περισσότερα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε. Μόνο από τις ενεδρούλες θα οικονομούσαμε ρούχα, παπούτσια, φυσίγγια, όπλα ακόμη και τρόφιμα. Το κυριότερο όμως θα ήταν ότι θα αναγκάζαμε τον εχθρό να κινείται κατά μεγάλα τμήματα π.χ. λόχους κι όχι κατά ομάδες. Η κίνηση του εχθρού κατά μεγάλες μονάδες κι όχι μικρές θα άφηνε πολύ χώρο ακάλυπτο κι έτσι θα ζούσαμε και μεις. Ακόμη και μεις θα βρίσκαμε μια διέξοδο στην ψυχική μας κούραση. Αυτό όμως έπρεπε να το κάνουμε τότε που ο εχθρός ξεθάρρεψε κι άρχισε να κινείται με μικρές ομάδες.
Έτσι πέρασε ο καιρός και η ομάδα έχασε την συνοχή της, την μαχητική της διάθεση.
Υπήρχε ένας συνεχής εκνευρισμός. Για το τίποτα δημιουργούνταν προστριβές. Μετά βέβαια τακτοποιούνταν. Αυτή η κατάσταση του εκνευρισμού έγινε αιτία να φύγει απ’ την ομάδα μας ο Μήτσος Αποστολάκος ο ηρεμότερος απ’ όλους. Ο Μήτσος Αποστολάκος ήταν ένας από τους παλιούς αντάρτες με πείρα, πειθαρχία, αφοσίωση και αντοχή. Γι’ αυτό το Αρχηγείο Μαινάλου πρώτα και η διοίκηση της Μεραρχίας αργότερα, του ανάθεσε την δουλειά της απόκρυψης όπλων, πυρομαχικών, ανταλλακτικών καθώς και τροφίμων (κονσέρβες, αλεύρι, λάδια). Δούλεψε περίπου ένα χρόνο στο Μαίναλο κι έκανε καλή δουλειά. Τα ξέρω όλα αυτά από πρώτο χέρι γιατί συνεργάστηκα μαζί του, τότε που είχα την ευθύνη για ολόκληρο τον χώρο του Αρχηγείου Μαινάλου, σχετικά με την προετοιμασία αυτού του χώρου για την αντιμετώπιση των εκκαθαριστικών το καλοκαίρι του 1948, όταν ακόμη ήμουνα σε ανάρρωση από τα τραύματα που πήρα στη μάχη των Καλαβρύτων. Ένας λοιπόν από τους βασικούς μου συνεργάτες για τον χώρο του Μαινάλου ήταν ο Αποστολάκος Μήτσος.
Εκάναμε ωραία δουλειά και ο Μήτσος στον τομέα του δηλαδή στο Μαίναλο, δεν έπαθε καμιά ζημιά. Ούτε και μετά έπαθε ζημιά. Ούτε και στις μεγάλες εκκαθαριστικές ούτε και μετά τις εκκαθαριστικές. Ο ίδιος έδειξε ψυχική και σωματική αντοχή, πίστη και αυτοθυσία που τον οδήγησαν μέχρι του σημείου να πεθάνει παραλίγο από την πείνα και το κρύο, μέσα στο Μαίναλο πιστός στο καθήκον για να βρίσκεται στο πόστο του μέρα νύχτα. Όταν πια κόντευε να πεθάνει, αποφάσισε και μπήκε στο κατεχόμενο χωριό Λυκόχια μισοπεθαμένος και ζήτησε βοήθεια. Ζήτησε να τον κρύψει μέσα στον αχυρώνα του σπιτιού του ένας φτωχονοικοκύρης του χωριού ο Παναγιώτης Κ. που δεν ήταν δικός μας αλλά δεξιός, όμως ήταν τίμιος και αγνός αγρότης. Δυστυχώς δεν μπορώ να αναφέρω το όνομά του γιατί δεν ξέρω αν ζει κι αν θέλει να αναφερθεί αυτή η γενναία πράξη του. Εκτός απ’ αυτό η
αναφορά του ονόματος είναι κυρίως υπόθεση του Μήτσου Αποστολάκου. Ίσως αυτός το έχει γράψει ή τόχει πει στα παιδιά του αν έχει, ή τους δικούς του. Ο Μήτσος κάθισε στον αχυρώνα κάμποσες μέρες, ζεστάθηκε, έφαγε, συνήλθε και ξαναβγήκε στο βουνό.
Αν αντί να πάει στο μπάρμπα, πήγαινε στο στρατό και παρέδιδε ότι ήξερε ασφαλώς θα τον λέγαμε σήμερα προδότη. Ποιος μπορεί όμως να κρίνει έναν άνθρωπο για τις πράξεις που κάνει όταν είναι μισοπεθαμένος; Από την πείνα και το κρύο δεν μπορούσε να μιλήσει. Ακόμη και η αστική δικαιοσύνη αναγνωρίζει την σύγχυση, την πλήρη σύγχυση της συνείδησης σαν στοιχείο σοβαρό για τον καθορισμό της ποινής. Κι εδώ στην περίπτωση του Αποστολάκου το πράγμα φθάνει στα όρια του ηρωισμού, γιατί αυτός θα παρέδιδε κάτι που έπαψε πια να έχει αξία, αφού η υπόθεση χάθηκε. Ο Αποστολάκος ήταν ένα αγνό αγροτόπαιδο. Τα μόνα εφόδια που είχε ήταν η αγνότητα, η παλικαριά και η πίστη στο δίκιο του αγώνα. Κι άντεξε μέχρι τελευταία.
Αυτό λοιπόν τον αγωνιστή ο Πέρδικας τον πρόσβαλε, για ασήμαντη υπόθεση. Τον πρόσβαλε μπροστά στα μάτια όλων. Ήταν τόσο γρήγορη αυτή η απερίσκεπτη ενέργεια που δεν προλάβαμε να τον εμποδίσουμε. Είχαν μια έντονη συζήτηση και διαφωνούσαν. Ο Αποστολάκος αρνούνταν να κάνει κάτι, πράγματα συνηθισμένα. Ο Πέρδικας τούδωσε ένα σκαμπίλι. Ευτυχώς αντέδρασε σωστά. Έδειξε μια συγκρατημένη ταραχή, ηρέμησε, κούνησε το κεφάλι του και πήγε και κάθησε πιο πέρα στην ρίζα του έλατου. Αυτό μας αναστάτωσε όλους. Τότε καταλάβαμε όλοι ότι ο Πέρδικας δεν είναι καλά. Εγώ βέβαια είχα κι άλλα υπόψη μου. Μου τα είχε πει ο ίδιος. Μου είχε αποκαλύψει ότι συνεχώς βουίξει το κεφάλι του κι ότι δεν θέλει να περνάμε από τα λημέρια μας, ότι δεν ακούει καλά και μερικές φορές ξεχνάει και τον τόπο. Αυτά μου τάχε πει τότε που μια φορά επέμενε, ότι το χωριό που βλέπαμε είναι το Χρυσοβίτσι ενώ ήταν τα Λυκόχια, που δεν έμοιαζε καθόλου με το Χρυσοβίτσι. Μετά από λίγο το γνώρισε. Τότε μου είπε ότι: «δεν είμαι καλά».
Η καταστροφή του είχε στοιχίσει. Τόσα χρόνια αγώνες, τόσες θυσίες κι όλα κατάληξαν σε μια φοβερή καταστροφή. Το σπίτι του Πέρδικα ήταν ένα σπίτι γεμάτο από ορφανά αδέρφια που τα μεγάλωσε ο ίδιος και τώρα ρήμαξε. Το 1946 άδειασε. Άλλους σκότωσαν, άλλους εξόρισαν και τον ίδιο τον κυνήγησαν γιατί πολέμησε τον καταχτητή. Έμεινε το σπίτι ορθάνοιχτο. Μόνος φύλακας ο σκύλος και κάτοικος το χοιρινό. Ο σκύλος έπαιρνε λούκια από καλαμπόκι που ήταν στο πάτωμα και τάριχνε στην αυλή για να τρώει το χοιρινό, λες και ήταν νοικοκυρά. Τόβλεπαν οι χωριάτες και θαύμαζαν. Κανένας όμως δεν τολμούσε να πάει να κλείσει το σπίτι. Οι χίτες θα τούκοβαν το κεφάλι. Μόλις μαθεύτηκε ότι ο σκύλος κρατάει το νοικοκυριό και ταΐζει το χοιρινό, πήγαν οι χίτες και τον σκότωσαν και πήραν το χοιρινό. Αυτά κ.κ. λαθολόγοι μας έβγαλαν στο βουνό, αλλά κι έτσι πολεμήσαμε εμείς στο Μωριά. Ακόμη και τα παιδιά και τα σκυλιά δάγκωσαν τον εχθρό. Ο Πέρδικας, ας λένε ότι θέλουν, ήταν ένα μεγάλο παιδί στην ψυχή. Ήταν πολύ συναισθηματικός τύπος κι αν απότομα άναβε και φούντωνε, τόσο γρήγορα τον έπαιρναν τα δάκρυα από παράπονο ή χαρά. Αυτή η ψυχική του κατάσταση ήταν και η μοναδική αιτία που σκοτώθηκε, γιατί γύριζε μέρα μεσημέρι στο ξέφωτο της Σινέσοβας στο Μαίναλο.
Όταν θάρθει η σειρά θα γράψω και για το θάνατο του Πέρδικα για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα μια για πάντα, γιατί γύρω από αυτό το θέμα έχουν ειπωθεί χίλια δυο πράγματα και μάλιστα από ανθρώπους που δεν ξέρουν κατά που πέφτει το Μαίναλο, ούτε τι θα πει αντάρτικο. Τα πιο πολλά τα λένε αυτοί που, πλάκωναν τ’ αυγά τους, όταν ο Πέρδικας πάλευε μ’ όλα τα στοιχεία της φύσης κι όλους τους δολοφόνους της Ελλάδας για να λευτερωθεί ο τόπος μας από τους ξένους και ντόπιους τυράννους. Από κοντά σ’ αυτούς έρχονται αυτοί που για να σκεπάσουν τις δικές τους ντροπές, βρομίζουν όσους μπορούν για να μη μυρίζει ο κόσμος την δικιά τους βρώμα. Δυστυχώς για όλους αυτούς θα φανεί η αλήθεια και θα τους μείνει μόνο η ντροπή και η βρωμιά τους. Είχε δίκιο ο Πέρδικας που έλεγε ότι «αν χάσουμε θα μας κρεμάσουν οι λουφατζήδες για να δικαιωθούν που κάθισαν φρόνιμα».
Όταν ηρέμησαν και οι δύο, καθίσαμε να συζητήσουμε. Ο Αποστολάκος όμως πικράθηκε και έβαλε, όπως φάνηκε αργότερα, στο μυαλό του να πάει στον Πάρνωνα. Μετά τα συνηθισμένα, αποφασίσαμε να κάνουμε μια έρευνα σ’ όλο το Μαίναλο να δούμε τι γίνεται και τι μπορούμε να κάνουμε. Τραβήξαμε πέρα κατά το Γαρζενικιώτικο. Ήταν παντού ερημιά. Μέσα στο δάσος δεν έμπαινε ούτε ψυχή. Τα κοπάδια γυρόφερναν μα δεν έμπαιναν μέσα. Τρώγαμε χόρτα και τίποτα άλλο. Κατεβαίναμε και στα ποτιστικά και μαζεύαμε κολοκύθια, φασολάκια κ.λπ. Εγώ χόρταινα μ’ αυτά, οι άλλοι δεν μπορούσαν να τα φάνε με όρεξη. Μια μέρα καθώς καθάριζα ένα κολοκύθι φέτες - φέτες και τότρωγα, ο Πέρδικας χαμογέλασε και μου είπε: «Σε ζηλεύω, τρως με τέτοια όρεξη σαν να τρως καρπούζι». Του απάντησα ότι: «όπως και άλλοτε, σούχω πει ότι θα ψοφίσουν πρώτα τα γαϊδούρια της Αρκαδίας γιατί δεν θάχουν χορτάρι να φάνε και μετά εγώ. Όσο υπάρχει πράσινο δεν απελπίζομαι».
Μια μέρα είδαμε ένα μεγάλο κοπάδι χωρίς τροκάνια και κουδούνια, να ξεμυτίζει μέσα από τα έλατα. Παραξενευτήκαμε. Το μυαλό μας πήγε αμέσως στην παγίδα. Το πήραμε από κοντά για να δούμε ποιος το φυλάει. Είδαμε έναν σαραντάχρονο τσοπάνη και δύο πιτσιρικάδες. Η σκέψη μας πήγε αμέσως στο πονηρό. Νομίσαμε ότι ήταν παγίδα. Παρακολουθήσαμε το μπουλούκι όλη την ημέρα γύρω - γύρω και τελικά καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ο τσοπάνης μπήκε παράνομα στο δάσος γι’ αυτό δεν έχει τροκάνια και κουδούνια. Εμφανιστήκαμε και πλησιάσαμε τον τσοπάνη. Αφού τον ρωτήσαμε για διάφορα πράγματα και πήραμε πληροφορίες, του ζητήσαμε να αρμέξει τα πρόβατα για να πάρουμε γάλα. Αυτός φοβήθηκε γιατί ήταν και δεξιός και καθώς μάζευε τα πρόβατα, τόσκασε μέσα στα έλατα και παράτησε το κοπάδι. Έμειναν μόνο τα δύο τσοπανόπουλα που ήταν όπως είπαν ανίψια του. Αυτά δεν πανικοβλήθηκαν γιατί είχαν συνηθίσει να μας βλέπουν στο χωριό τους. Δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα.
Στην αρχή ανησυχήσαμε και νομίσαμε ότι πάει να φέρει τον στρατό. Ο Πέρδικας μάλιστα είπε να πάρουμε όλο το κοπάδι. Μετά ηρεμήσαμε και αποφασίσαμε να του πάρουμε πέντε κριάρια. Τα τσοπανόπουλα μας είπαν ότι τα μπουλούκια ήταν δύο και ξεχώρισαν τα δικά τους. Έτσι πήραμε και τα πέντε κριάρια από το μπουλούκι του τσοπάνη. Δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του, θυμάμαι όμως ότι ήταν από το χωριό Ρόδου Γορτυνίας. Τραβήξαμε μέσα στο δάσος. Κόψαμε τα κριάρια και ώσπου να τα ετοιμάσουμε, ψήσαμε τα εντόσθια για να φάμε. Τότε καταλάβαμε πόσο είμασταν πεινασμένοι. Φάγαμε σαν να ήταν φρούτο και τις πέντε συκωταριές, χωρίς ψωμί και χωρίς αλάτι. Άλλες ψήσαμε κι άλλες τηγανίσαμε μέσα στον γκαζοντενεκέ που κουβαλούσαμε μαζί μας για να βράζουμε τα χορταράκια μας, το μόνιμο φαγητό μας μήνες τώρα. Αφού φάγαμε, περάσαμε όλη τη νύχτα στο Ανατολικό Μαίναλο γιατί ξέραμε ότι την άλλη μέρα θα έβραζε το δυτικό Μαίναλο από στρατό, χωροφύλακες και μάυδες. Θέλαμε να φάμε το κρέας με την ησυχία μας.
Όλη την άλλη μέρα παρατηρούσαμε την Βυτίνα και τους γύρω δρόμους. Πέρα στο Μαίναλο χαλούσε ο κόσμος. Κατά το μεσημέρι φάνηκε κι ένας γαλατάς δηλαδή μια ντακότα κι έκανε βόλτες. Η βλακεία των καραβανάδων δεν έχει όρια. Έψαχναν να μας βρουν μ’ αεροπλάνο μέσα στο δάσος του Μαινάλου!!! Έψαχναν να βρουν ψύλλους στ’ άχυρα. Πίστευαν φαίνεται ότι θα στήναμε τις σούβλες και θα κάναμε χορό σε κανένα ξέφωτο. Έτσι θάβλεπαν από το αεροπλάνο τους καπνούς και θα μας έπιαναν πάνω στο φαγοπότι. Ευτυχώς για μας που δεν έμπαιναν παπόρια στο ποτάμι της Πιάνας αλλιώς θα έφερναν και το στόλο! Και όμως αυτοί μας νίκησαν και κορδώνονταν βροντώντας τα σπιρούνια στα πλακόστρωτα.
Μόλις νύχτωσε κατεβήκαμε σ’ ένα κρυφό νεράκι. Σκάψαμε τα ελατόφυλλα, κάναμε μια γουρνίτσα, μαζέψαμε νερό και στήσαμε το καζάνι μας δηλαδή το γκαζοντενεκέ μας. Φτιάναμε με τα ψαχνά κοντοσούβλια και τ’ άλλα τα βράζαμε. Όταν γίνονταν τα κοντοσούβλια πέφταμε στο φαΐ κι όταν έβραζε μια παρτίδα πέφταμε στο βραστό. Αυτό συνεχίστηκε όλη τη νύχτα και μεις δε χορταίναμε. Κατά τα ξημερώματα τέλειωσε το ψήσιμο και το βράσιμο. Ετοιμάσαμε εκατό κιλά κρέας ωμό. Βάλαμε τον ντενεκέ μέσα στη γουρνίτσα για να παγώσει, να πάρουμε το λίπος. Μετά από μισή ώρα είδαμε ότι ο ντενεκές ήταν ένα κομμάτι λίπος τετράγωνο. Τότε καταλάβαμε ότι όλη νύχτα καθώς βάζαμε και βγάζαμε τις παρτίδες το κρέας, το νερό εξατμίσθηκε και το κρέας έβραζε μόνο με το λίπος. Ευτυχώς που το νερό ήταν χωνευτικό. Αν δεν ήταν θα τουμπανιάζαμε από το πολύ φαγητό.
Μοιράσαμε το ψητό και το βραστό. Γεμίσαμε ο καθένας το σακίδιό του. Δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε το κρέας άψητο. Θα βρόμιζε. Όλη την άλλη μέρα τρώγαμε κάθε τόσο. Τρώγαμε για να τρώμε από λαιμαργία κι όχι ότι πεινούσαμε. Τα στομάχια μας άρχισαν να καίνε, είχαμε καούρες και μεις τρώγαμε. Λέγαμε μάλιστα ότι η καούρα είναι από το ότι δεν έχουμε αλάτι. Ευτυχώς που δεν είχαμε γιατί αν ρίχναμε αλάτι θα παραφουσκώναμε με τα νερά. Την τρίτη ημέρα δεν υπήρχε ούτε κόκκαλο από όλο εκείνο το κρέας. Είχε μόνο μείνει το λίπος στον ντενεκέ. Κάθε βράδυ βράζαμε χόρτα και ρίχναμε μπόλικο λίπος μέσα. Περάσαμε πάλι στο δυτικό Μαίναλο κι άρχισε πάλι η πείνα. Θέλαμε τώρα και λίγο ψωμάκι. Το κρέας μας ζωντάνεψε τα στομάχια.
Κατεβήκαμε στους Πιανέϊκους μύλους. Δε βρήκαμε αλέσματα. Μαζέψαμε τη γυριά γύρω από το λιθάρι. Ήταν ένα μείγμα από αλεύρι, πετραδάκια, τρίχες και ποντικοκούραδα. Την άλλη μέρα τρυπήσαμε ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι, από τέτοια ήταν γεμάτα τα λημέρια μας, το κάναμε κόσκινο και κοσκινήσαμε το αλεύρι. Καθάρισε τ’ αλεύρι αλλά όχι από τα μικρά χαλικάκια και τις μικρές ακαθαρσίες. Φτιάσαμε μια πίτα και τη φάγαμε. Τρώγονταν καλά, αρκεί να μην τη μασούσες δυνατά γιατί έτριζαν τα χαλίκια. Απλώς φέρναμε την μπουκιά γύρω στο στόμα μέχρι να σαλιωθεί και την καταπίναμε.
Τόπε ο ένας στον άλλον και η δουλειά προχώρησε. Η δίψα και η πείνα αποκτηνώνουν τον άνθρωπο. Τα κτήνη κάπου κρατιούνται και πεθαίνουν. Ο άνθρωπος όμως δεν έχει κρατημό, ίσως γιατί σκέφτεται, ίσως γιατί είναι πιο μαχητικός, ίσως γιατί η επιβίωσή του είναι ένας αδιάκοπος αγώνας, ίσως γιατί ξέρει τι χάνει και τι μπορεί να τον κρατήσει, πέφτει πολύ χαμηλά πιο χαμηλά κι από τα ζώα. Τρώει τα πάντα, πίνει ότι νάναι, τρώει και τον συνάνθρωπό του, τρώει πτώματα, πίνει ακαθαρσίες. Τα ζώα όμως δε φθάνουν μέχρι εκεί. Αν τώρα βλέπατε εκείνο το ψωμί που φάγαμε για να στηλώσουμε το στομάχι μας δε θα το πιστεύατε ότι το φάγαμε, ή ότι δεν είμαστε άνθρωποι αφού το φάγαμε.
Έτσι ήταν τότε. Από κείνους τους δρόμους περνούσε η λευτεριά και η ανεξαρτησία. Τέτοιο ψωμί και τόσο λίγο και κάθε τόσο, κάθε μήνα, έτρωγε για να κρατηθεί στα πόδια της η λευτεριά, για να μείνει ζωντανή η δημοκρατία, για να θεριέψει η ανεξαρτησία. Εμείς μ ’ άδεια στομάχια, με γυμνά κορμιά, με ματωμένα πόδια, βρώμικοι κι άξουροι, ψειριασμένοι και τρισάθλιοι, εξακολουθούσαμε πεισματικά και επίμονα σα να μη βλέπαμε, να μην ακούγαμε, να μην αισθανόμαστε, να μη σκεπτόμαστε, σαν ψυχοπαθείς, να υπηρετούμε μια υπόθεση, που όλοι την είχαν παρατήσει, όλοι την είχαν για χαμένη.
Ο πολύς κόσμος ανασκουμπώνονταν, μάζευε τα κουρέλια του, δάγκωνε το μανίκι του κι άρχισε να συμμαζεύει τα χαλάσματα για να φωλιάσει τα παιδιά του, τα ορφανά. Δεν άκουγε τίποτα!. Δεν ήθελε ν ’ακούσει πια τίποτα! Δεν ήθελε να βλέπει τίποτα. Το μόνο που ήθελε ήταν να τον αφήσουμε και μεις και το κράτος ήσυχο. Σε μας έλεγε: Ψοφήστε! χαθήτε! χαθήτε, τόσοι και τόσα χάθηκαν. Χαθήτε να γλυτώσουμε εμείς, ότι έμεινε. Στους νικητές έλεγε: αφήστε με να δουλέψω, αφήστε με να ζήσω. Κάνετε ότι νομίζετε, αφήστε με ήσυχο να ζήσω τα παιδιά μου. Οι άλλοι, οι νικητές γλεντούσαν σα μεθυσμένοι απ’ τη νίκη τους, αγόραζαν οικόπεδα, χειροκροτούσαν στα γήπεδα, ξενυχτούσαν γλεντοκοπώντας. Και οι πιο «μυαλωμένοι» που κάθισαν στ’ αυγά τους, έκαναν χρήση της καλής διαγωγής τους για να γλύφουν κανένα κόκαλο, μετά από το τσιμπούσι των νικητών. Αυτοί που πέρασαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες είπαν: «Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν μπόρεσαν να φύγουν κι έμειναν πίσω. Ευτυχώς εμείς περάσαμε».
Τώρα, σήμερα, όλοι γράφουν, όλοι κρίνουν και κατακρίνουν, όλοι βρίσκουν λάθη, λάθη, λάθη και μερικοί μιλάνε για προδοσίες και προδότες, από πάνω μέχρι κάτω. Όλα τα εξηγούν με τη δράση των προδοτών, τη δράση των πρακτόρων. Όλοι όμως αυτοί είναι καθαροί, φαγωμένοι, χορτασμένοι, μυρίζουν άρωμα και κρίνουν και γράφουν στα γυάλινα γραφεία τους και εξαργυρώνουν, γράφοντας βλακείες, συκοφαντίες και αερολογίες, το αίμα και τα βάσανα τα δικά μας. Αυτοί τα ξέρουν όλα. Τα ήξεραν όλα και τώρα θα μας τα μάθουν κι εμάς. Να ήξεραν πόσο γελοίοι γίνονται, πόσο κωμικοί, πόσο καραγκιόζηδες!
Αυτούς όλους μπορεί να τους βάλει στη θέση τους μια ψείρα το πολύ τρεις ψείρες, ένα ξενύχτι, μια μέρα χωρίς φαγητό. Τότε θα σωρωθούν σαν άδεια σακιά. Γιατί τέτοιοι είναι, άδεια σακιά. Φουσκωμένα άντερα με αέρα και βλακεία. Φτάνουν αυτά γι’ αυτούς. Τώρα μας ήρθαν και μερικοί αρχηγοί από τους χορτάτους, όπως ο Μάρκος Βαφειάδης και θέλουν να μας βάλουν μυαλό να μας αλλάξουν κεφάλι μια και δε μας τόκοψε ο φασισμός. Και τι μας λένε; Μας λένε ότι είμαστε ανίκανοι εμείς να βγάλουμε πέρα τη δουλειά, γι’ αυτό να βάλουμε ενέχυρο τις θυσίες μας στου Παπαντρέα το παλιατζίδικο κι αυτός θα μας πάει στο σοσιαλισμό από άλλο δρόμο, που περνάει από τις πρωτεύουσες της Ευρώπης κι όχι από τους αγώνες στα χωριά και στις πόλεις, στους κάμπους, στα εργοστάσια και τα πεζοδρόμια. Να αρχηγοί, να ηγέτες, να μάλαμα! Ας γυρίσουμε τώρα με την σκέψη σε κείνη τη βασανιστική πορεία της τελευταίας ομάδας του Δημοκρατικού Στρατού στο Μωριά.
Κατεβαίναμε πότε - πότε στον κάμπο της Πιάνας και βγάζαμε πατάτες. Το πήραν χαμπάρι κι έστηναν ενέδρες. Όμως πάντα τους ξεφεύγαμε γιατί ακολουθούσαμε δρόμους που δεν υπήρχαν και πάντα κάτι τους πρόδινε, πότε το τσιγάρο που μύριζε, σε μας που είμασταν άκαπνοι, από διακόσια μέτρα και πάνω, πότε ένα βήξιμο, πότε το ροχαλητό, τα σκυλιά που κόβονταν γαβγίζοντας όταν περνούσαν. Οι αισθήσεις μας και η αστραπιαία επεξεργασία των πληροφοριών που μας έδιναν, μας είχαν σώσει από πολλές παγίδες θανάτου.
Ένα βράδυ καθώς βαδίζαμε, είδαμε ένα φωτάκι μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Τραβήξαμε κατά κει. Βαδίζαμε και βαδίζαμε και το φωτάκι πότε λαμπύριζε και πότε χάνονταν. Τι μας είχε πιάσει και μας και θέλαμε ντε και καλά να δούμε τι φωτάκι είναι. Τελικά φθάσαμε στα Χάνια της Νταβιάς. Εκεί όταν φθάσαμε ήταν μαύρη ερημιά. Προφυλαχτά και σιγά - σιγά πλησιάζαμε από το πίσω μέρος όμως, για να διαπιστώσουμε αν τα Χάνια ήταν ελεύθερα. Στο βάθος σ’ ένα χαμόσπιτο ήταν το φωτάκι. Τραβήξαμε κατά κει. Περιμέναμε. Ακούσαμε δυνατό βαρύ βήξιμο. Πλησιάσαμε την πόρτα. Ήταν μισάνοιχτη. Μπήκαμε μέσα.
Φοβερό θέαμα. Τέσσερα μικρά κοιμόντουσαν στη φωτογωνιά. Στην άλλη μεριά ο πατέρας τους σκελετωμένος έβηχε δυνατά. Η μάνα τους σηκώθηκε να δει ποιοι είμαστε. Ήταν ένας ανάπηρος πολέμου, φυματικός τώρα πια, σιγοπέθαινε ανάμεσα στα παιδιά του. Σε μια κατσαρόλα κάτω στο τζάκι υπήρχε φαγητό. Φρέσκα φασόλια. Πάνω στο τζάκι ένα κομμάτι άσπρο ψωμί. Γύρω - γύρω μαυρίλα και κουρέλια. Σκέτος τάφος ζωντανών αθώων υπάρξεων που είχαν την τύχη να γεννηθούν στη χώρα των «εθνικοφρόνων ελληνοφώνων δούλων κάθε ξενόφερτου λωποδύτη». Η γυναίκα άφοβα, και τι να φοβηθεί πια, μας είπε για την τύχη της. Ο άντρας της βήχοντας μας είπε για την κατάστασή του. Τότε θυμηθήκαμε ότι εδώ ξανάχαμε περάσει και τους πήραμε ψωμί. Πρώτη φορά παθαίναμε τέτοιο καζίκι. Φύγαμε όπως πήγαμε.
Γυρίσαμε στο δάσος. Η πείνα άρχισε να μας πιέζει. Δεν μας άφηνε να σκεφτούμε τίποτα άλλο. Βγαίναμε από το δάσος μόνο και μόνο για φαΐ. Περνούσαμε για δύο - τρεις μέρες πότε προς τα Αμπελάκια πότε προς την Λυκόσουρα. Εκεί ήταν γεμάτο μάυδες αλλά βρίσκαμε όμως κάτι για φαγητό. Εκεί όταν περνούσαμε παίζαμε κρυφτούλι με τις παγάνες. Ήρθε ο καιρός να ξαναπάμε για το ραντεβού με τον Γκιουζέλη δηλαδή το νεκρό ραντεβού στη λεύκα στον Ευρώτα. Εκεί πηγαίναμε κάθε μήνα.
Ξεκινήσαμε από το Μαίναλο και λημεριάσαμε στον κουμαρόλογγο κάτω από το χωριό Βάγγου. Μόλις πήγαινε να σουρουπώσει βγήκαμε και συζητούσαμε για τις αποστολές. Είχαμε από το Μαίναλο συμφωνήσει ο Γιαλαμάς, ο Δουμουλάκης, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο μπάρμπα Γιώργης Λεμπέσης, να πάνε στη Λυκόσουρα - Καρυώτικο μέχρι το Γκλιατέικο, να δουν τι γίνεται. Ο Χαλάτσης, ο Αποστολάκος Μήτσος, ο Γιάννης Σπυ-ρόπουλος, ο Παύλος Κούζουνας, και ο Γιώργος Καλοβέσης θα έμεναν στο Μαίναλο για να βλέπουν το χώρο και να μας κατατοπίσουν όταν γυρίσουμε. Έτσι λοιπόν είχανε τα πράγματα μέχρι εκείνη την ώρα που πήγαμε να χωρίσουμε.
Χωρίς λόγο ο Γιαλαμάς και ο Ετεοκλής, δήλωσαν ότι δεν θα πάνε στην Λυκοσούρα αλλά θα έρθουν μαζί μας δηλαδή με τον Πέρδικα, εμένα, τον Κανατά και τον Θανάση Κολοβό, για τον Ευρώτα. Αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει. Δεν ήταν σωστό να κινηθούμε σ’ εκείνο το μέρος οκτώ άνθρωποι. Ο Πέρδικας λοιπόν τους είπε ότι αυτό δεν είναι δυνατό να γίνει. Αυτοί το δικό τους επέμεναν. Όπως ήταν επόμενο γυρίσαμε πίσω. Η διαφωνία ήταν σοβαρή και ο μόνος τρόπος για να λυθεί ήταν η συνέλευση. Τότε θυμηθήκαμε όλοι τον μέραρχο. Αν ήταν μαζί μας δεν θα είχαμε τέτοια. Γυρίσαμε στο Μαίναλο και κάναμε συνέλευση της ομάδας. Όπως πάντα η συνέλευση των ανταρτών δεν χαριζόταν σε κανέναν.
Όλοι οι αντάρτες τους έκαναν αυστηρή κριτική. Τους χτύπησαν άσχημα. Δικαίωσαν τον Πέρδικα. Σωστά ενέργησε. Δεν έπρεπε όμως να εκνευριστεί. Πήραν τον λόγο. Έκαναν αυτοκριτική. Ο Πέρδικας δάκρυσε, ζήτησε συγγνώμη και από τον Αποστολάκο που τον είχε χαστουκίσει, κι απ’ όλους. Και οι άλλοι δύο έκαναν αυτοκριτική. Όλα πήγαν καλά. Ο Πέρδικας όμως δεν δέχονταν να αναλάβει τη διοίκηση της ομάδας. Εμείς επιμέναμε αυτός ήταν αμετάπειστος. Τελικά ομόφωνα ανάθεσαν σε μένα τη διοίκηση της ομάδας. Δέχτηκα αφού ομόφωνα ήθελαν όλοι, με έναν όρο: Να σταματήσει η γκρίνια. Όσο για τ’ άλλα θα τα αποφασίζαμε όλοι μαζί.
Η τακτική μας έμεινε η ίδια. Πλήρης αφάνεια, συνεχής κίνηση. Ξανά αποφασίσαμε να πάμε για το ραντεβού στον Ευρώτα. Εγώ όρισα ότι θα πάει ο Πέρδικας, ο Κανατάς, ο Κολοβός, ο Αποστολάκος κι εγώ. Ο Αποστολάκος είχε ζητήσει να φύγει για τον Πάρνωνα μέχρι το χωριό του. Να δει τι γίνεται και να έρθει πίσω να μας πει. Δεν μπορούσαμε να τον κρατήσουμε. Οι άλλοι δεν έφεραν πια αντίρρηση. Χωρίσαμε και μεις λημεριάσαμε στην Κομπόνα. Τη νύχτα περάσαμε από την Σιαλεσέικη Παναγιά. Εκεί ήταν δύο καλόγριες. Είχαν μαγειρεμένα φασολάκια φρέσκα. Τους πήραμε το φαγητό και ένα μικρό τομαράκι με τυρί ίσα με δύο οκάδες. Φάγαμε και καρδαμώσαμε.
Λημεριάσαμε ξανά στα υψώματα του χωριού Μπούρα κάτω από το χωριό, που είναι σκεπασμένο με πουρναρόλογγο. Το μέρος ήταν ανύποπτο αν κάναμε καλή αφάνεια. Όλη την μέρα περνοδιάβαιναν κάτω στο δρόμο σε απόσταση τριακόσια μέτρα μάϋδες. Είχαμε αποστολή και γι’ αυτό κάναμε αφάνεια. Ύστερα μετανοιώσαμε. Έπρεπε να κατεβούμε κάτω και θα μαζεύαμε κάμποσους. Έτσι θα λύναμε πολλά προβλήματα, όπως παπούτσια, ρούχα, φυσίγγια. Αλλά δεν το λογαριάσαμε σωστά. Μόλις νύχτωσε περάσαμε απ’ έξω από την Πέτρινα, απέξω από το χωριό Γραικού, αριστερά από το χωριό Σκορτσινού και πέσαμε κάτω αριστερά από το ποτάμι.
Η νύχτα γύρισε και μεις προχωρούσαμε για να πιάσουμε τον κουμαρόλογγο πάνω από τον Ευρώτα κοντά στο Μετόχι του μοναστηριού της Καλτεζιάς. Φάτσα μπροστά μας κατά το νοτιά, είχαμε το βουνό Αμπελάκια και τα χωριά Λογγανίκου - Αγόριανη. Βαδίζαμε πάνω σ’ ένα αυλάκι στην άκρη στα ποτιστικά. Σε κάποιο σημείο είδαμε μια στάνη πρόβατα. Στο αλώνι καθώς φώτιζε το μικρό φεγγάρι που ήταν στη χάση, διακρίναμε ρούχα και προφανώς κάποιοι κοιμόντουσαν. Στη στάνη δεν υπήρχε σκύλος γιατί δεν μας γάβγισε. Προσέξαμε μήπως μας δει ο τσοπάνης. Πιστέψαμε ότι δεν μας πήρε είδηση. Πέσαμε έξω όμως. Αυτός μας είδε κι έκαμε τον κοριό. Μόλις φύγαμε όπως αποδείχτηκε έτρεξε για την Αγόριανη ή Λογγανίκο. Αν τον παίρναμε χαμπάρι θα τον πέρναμε μαζί μας όλη μέρα και θα τον αφήναμε μόλις βράδυαζε. Κι αν ανησυχούσαν οι δικοί του δεν θα πήγαινε ο νους τους ότι τον κρατάμε εμείς. Έτσι έγιναν τα γεγονότα.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου