Αρχική » , » Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 33

Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 33

{[['']]}
Πέτρος Πέτρου απ ’ το χωριό Καστάνιτσα Αρκαδίας. Φοιτητής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πτυχιούχος της σχολής Ραδιοτηλεγραφητών, Υπαξ/κός Αεροπορίας. Στέλεχος της ΟΚΝΕ και του ΚΚΕ. Έλαβε μέρος σαν ιπτάμενος ασυρματιστής στον πόλεμο του 1940 στην Αλβανία. Πολέμησε στη Μέση Ανατολή. Ασυρματιστής της III Μεραρχίας του Δ.Σ.Ε. στο Μωριά. Τον πιέσανε τραυματία στο Μαίναλο το Μάη 1949 και τον έκαψαν ζωντανό, στη φωτιά από κέδρο. Παρόμοια τύχη είχε και ο ομαδάρχης του Δ.Σ. του αρχηγείου Μαινάλου Κώστας Μπαντούνας από το χωριό Παραλουγκούς Γορτυνίας, που πιάστηκε αιχμάλωτος, βασανίστηκε και τον έκαψε ζωντανό με φωτιά από ξύλα κοντά σε καλύβι του χωριού Τουμπίτσι Γορτυνίας, ο στρατός. 


Ανησυχούσαμε για τους άλλους. Ευτυχώς γύρισε και ο Ετεκλής με τους άλλους δύο, σώοι. Με τον αιφνιδιασμό παράτησαν τα τρόφιμα που κουβαλούσαν και ξανακατέβηκαν στον κάμπο για να φέρουν άλλα. Μετά γύρισε και ο Πέρδικας. Αυτοί είχαν περιπέτεια με τον Γκιουζέλη. Τους έμεινε στο δρόμο από την πείνα, κιότεψε. Αναγκάστηκαν να μείνουν σ’ ένα καλυβάκι κάτω από το χωριό Βάγγου της Μεγαλόπολης. Βρήκαν στο καλυβάκι αυτό ένα αρνάκι. Τόσφαξαν, τόψησαν κι έτσι ψυχοπιάστηκε ο Στέφανος και συνέχισαν το δρόμο. Τότε πια άλλαξε και ο Μέραρχος απόψεις. Πρώτα έλεγε ότι είναι ανόητο, είναι κοιλιοδουλεία να σκοτωνόμαστε για το φαγητό. Τώρα που έμεινε στο δρόμο υποστήριξε την άποψη ότι «είναι δειλία να πεθάνουμε από την πείνα». Έφθασαν στα Αμπελάκια, στον Ταΐγετο. Ο Πέρδικας γύρισε πίσω με το Γιάννη Σπυρόπουλο. Άργησαν γιατί έχασαν πολλές μέρες στο Μαίναλο.

Γυρίζοντας πίσω από το Ταΰγετο, ο Πέρδικας συνάντησε κάτω από το χωριό Βάγγου, τη μάνα του Παναγιώτη Ξηνταβελώνη από το χωριό Βάγγου. Είχε μαζί της και το εγγονάκι της. Απ’ αυτήν πήρε πολλές πληροφορίες. Έστειλε χαιρετισμούς στο γυιό της Παναγιώτη που ήταν στο στρατόπεδο στην Τρίπολη. Τότε η γριά του είπε να παρουσιαστεί στις αρχές και θα του έδινε αμνηστία η Φρειδερίκη αν παραδίνονταν. Όταν γύρισαν στο Μαίναλο και έφθασαν στη γιάφκα παραλίγο να πάθουν συμφορά. Την πρώτη μέρα έπεσαν πάνω στο στρατό. Πισωγύρισαν χωρίς να αλλάξουν ντουφεκιές. Την άλλη μέρα καθώς πήγαν να σηκώσουν την πέτρα που είχαμε βάλει κάτω από το έλατο για να βάζουμε από κάτω τα σημειώματα, παραλίγο να δαγκώσει τον Πέρδικα ένα φίδι, μια οχιά που ήταν κάτω από την πέτρα. Τώρα και τα άγρια ζούδια μας κυνηγούσαν. Γύρισαν κι αυτά εναντίον μας.

Τώρα πια γίναμε πολλοί. Έλλειπε μόνο η αποστολή Σταματόγιαννη, Κόκκινη, Γεωργόπουλου, που είχε πάει προς το Βαλτεσινίκου Κερπινή και η αποστολή που είχε πάει για τη Μεσσηνία, του Κατριβάνου Παν., Αρίστου Βασιλόπουλου, Βασίλη Κωνσταντόπουλου ή Λύσσαντρου. Αυτοί δεν πήγαν αποστολή. Αυτοί μας παράτησαν, άφησαν ένα σημείωμα κι έφυγαν για τη Μεσσηνία. Από τις δύο αποστολές δε γύρισε κανένας. Χάθηκαν όλοι. Εμείς τότε δεν το ξέραμε. Σκεφτήκαμε να αλλάξουμε τη γιάφκα. Αποφασίσαμε να την επισκεπτόμαστε μια φορά την εβδομάδα. Μήπως και γυρίσουν. Είχαμε όμως απογοητευτεί γιατί τόσο καιρό δεν έδοσαν σημεία ζωής. Τώρα την ομάδα την ανέλαβε ο Πέρδικας. Είχε εντολή από τον Γκιουζέλη να κρατηθούμε στο Μαίναλο μέχρι να πάρουμε επαφή με την Αθήνα ή το Γενικό. Όνειρα κοιμισμένου σε μαλακό κρεβάτι.

Τα σημάδια της πείνας τώρα πια ήταν πολύ έντονα. Είμασταν πετσί και κόκκαλο. Κουραζόμασταν στην πορεία και δεν αντέχαμε στο παραμικρό βάρος. Ακόμη και τα ντουφέκια μας ήταν ενοχλητικά. Μας πονούσαν οι ώμοι μας. Το λουρί του ντουφεκιού μας φαίνονταν ότι ήταν κοφτερό μαχαίρι και μας χάραζε τον ώμο. Αναγκαστήκαμε να κρύψουμε πια και το μοναδικό οπλοπολυβόλο που είχαμε. Πήγε ο Πέρδικας με τον Κανατά και τόκρυψαν πρόχειρα. Το τύλιξαν μ’ ένα κομμάτι αντίσκοινο και το κρέμασαν ψηλά πάνω στην κορυφή σχεδόν ενός ψηλού έλατου. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα μας ήταν άχρηστο. Είχαμε μόνο δύο γεμιστήρες, μια πάνω στο οπλοπολυβόλο και μια εφεδρική. Αν έρχονταν καμιά ευκαιρία θα μπορούσαμε να το κατεβάσουμε. Μέχρι τέλος δεν παρουσιάστηκε αυτή η ευκαιρία και το οπλοπολυβόλο έμεινε εκεί. Το παράδωσε ο Κανατάς όταν παραδώθηκε. Έτσι μου είπε.

Ο χωρισμός μας από τη διοίκηση της Μεραρχίας μας ανακούφησε και μας έδωσε κρυφές ελπίδες. Ανακουφιστήκαμε γιατί τώρα δεν είμασταν υποχρεωμένοι να γυρίζουμε κάθε τόσο στο Μαίναλο για να φέρουμε τροφή και σ’ αυτούς που έμεναν μέσα. Ακόμη αποφασίζαμε εμείς, που θα πάμε και τι θα κάνουμε. Ελπίδες μας έδινε αυτός ο χωρισμός, γιατί θέλαμε νάχουμε ελπίδες. Μας ήταν ανάγκη κάπου να ελπίζουμε. Ελπίζαμε λοιπόν ότι ο Μέραρχος θα έχει κάποιον τρόπο, θάχει κάποια εφεδρική για την τελευταία στιγμή, γραμμή επαφής με την Αθήνα ή με κάτι άλλο. Δυστυχώς ο Στέφανος δεν είχε τίποτε πια στην εφεδρεία. Αμφιβάλλω αν ποτέ είχε σκεφτεί να οργανώσει ένα κάποιο δίκτυο επαφής για μια δύσκολη στιγμή. Ο Ρογκάκος όμως πάντοτε, όσο ήταν αρχηγός, είχε στήσει πολλά δίκτυα από Γύθειο, Κυπαρίσσι Λακωνίας, Σπάρτη, Καλαμάτα, Μεγαλόπολη, Τρίπολη. Όλα
χάθηκαν. Άλλα ξηλώθηκαν κι άλλα ξέφτισαν και δεν αποκαταστάθηκαν. Όταν πια τα χρειαστήκαμε δεν υπήρχαν.

Τώρα το τι θα μας πρόσφεραν εδώ που είχαμε φτάσει είναι άλλο θέμα, που δεν είναι της ώρας να το δούμε. Ένα όμως ξέρω από δικιά μου πείρα. Σε τέτοιες καταστάσεις κι ένα λευκό σημείωμα δίνει τέτοια δύναμη όσο και μια Μεραρχία. Η ηθική ενίσχυση, η αναπτέρωση του ηθικού πολλές φορές είναι αποτελεσματικότερη από την υλική. Πάρα πολλές φορές ξεφύγαμε από την καταστροφή στο Μωριά, γιατί κάποιο γεγονός μας ενίσχυσε ηθικά. Στο συσχετισμό των δυνάμεων το ηθικό έχει μεγάλο βάρος. Χωρίσαμε λοιπόν με τον Γκιουζέλη και ανακουφιστήκαμε. Γρήγορα όμως θα νοιώθαμε και με οδυνηρό τρόπο πόσο κακό μας έκανε ο χωρισμός και τι μεγάλη αξία είχε για την επιβίωσή μας η παρουσία του ανάμεσά μας κι ας μην έκανε τίποτα κι ας μην έλεγε τίποτα Η παρουσία δεν άφηνε περιθώρια για μικροπροβλήματα που μας παίδευαν ώσπου να ξεπεραστούν.

Τώρα λοιπόν που μείναμε μόνοι κάναμε μια προσπάθεια να βάλουμε μια σειρά και να καθορίσουμε μια νέα ταχτική. Κάναμε μια προσπάθεια να αξιολογήσουμε την κατάσταση, να καθορίσουμε τους άμεσους και μακρινούς σκοπούς μας. Είναι δύσκολο να σκέφτεσαι καλά όταν πεινάς πολύ.

Ατέλειωτες συσκέψεις των στελεχών στο Μαίναλο

Αρχίσαμε λοιπόν κάθε βράδυ να κουβεντιάζουμε οι τέσσεροι μας χώρια από τους άλλους. Ανάβαμε δικιά μας φωτιά πιο πέρα από τις άλλες. Το θέμα ήταν τι θα κάνουμε, τι θα γίνουμε, που πάμε. Η συζήτηση γίνονταν χωρίς τη συνηθισμένη μορφή. Άλλοτε γίνονταν διάλογος, άλλοτε κάποιος έβαζε ένα ερώτημα κι απαντούσαν οι άλλοι κι άλλοτε σταματούσαμε διαλογιζόμενοι για δέκα ή δεκαπέντε λεπτά. Όταν βρίσκαμε αδιέξοδο, σταματούσαμε, γυρίζαμε στο πλευρό και λαγοκοιμόμασταν και συνεχίζαμε όταν ξυπνούσαμε. Κουβεντιάζοντας και μετρώντας, ζαλιζόμασταν και το κεφάλι μας βούιζε. Έτσι σιγά - σιγά φθάναμε σε συμπεράσματα.

Το πρώτο συμπέρασμα που βγάλαμε ήταν ότι στο Μωριά δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα να κρατηθούμε. Το κίνημα στο Μωριά χαντακώθηκε και δεν υπάρχει πιθανότητα να αναστηθεί. Μετά απ’ αυτό δύο δρόμοι ξανοίγονταν. Ο πρώτος ήταν να φύγουμε για τη Βόρεια Ελλάδα, δηλαδή να περάσουμε τον Ισθμό ή τον Κορινθιακό ή με καΐκι να βγούμε κάπου στη δυτική Ελλάδα οπουδήποτε, αρκεί να πιάναμε βουνό. Ο άλλος δρόμος ήταν να παραμείνουμε στο Μωριά μέχρι να ησυχάσουν τα πράγματα και να περάσουμε στην Αθήνα και από εκεί να βγούμε έξω. Συζητήθηκε και η περίπτωση να παραδοθούμε. Όλοι την αποκλείσαμε. Τη θεωρήσαμε ατίμωση. Προτιμότερος ήταν ο θάνατος ακόμη κι αυτός από την πείνα παρά να παραδοθούμε. Αποκλείστηκε η ομαδική παράδοση με διαπραγματεύσεις.

Εδώ όμως συζητήσαμε πολύ γιατί υπήρχε και η περίπτωση της ατομικής παράδοσης. Τώρα ο στρατός μας κατέρρευσε, τα τμήματα διαλύθηκαν, έπαψε ο πόλεμος στην πραγματικότητα. Τώρα είμαστε κυκλωμένοι, παγιδευμένοι, νηστικοί και γυμνοί, χωρίς πυρομαχικά. Είναι δυνατόν τώρα να επιβάλουμε στον καθένα να πεθάνει και να μην παραδοθεί; Πώς θα το απαιτήσουμε αυτό; με ποιο επιχείρημα; Δεν υπάρχει πια στρατός, δεν υπάρχει πια δυνατότητα ανασυγκρότησής του, δεν υπάρχει πια δυνατότητα να συνεχιστεί ο πόλεμος. Ένα επιχείρημα υπήρχε: ότι ακόμη στην άλλη Ελλάδα ο πόλεμος συνεχίζεται και συνεπώς πρέπει και μεις κάτι να κάνουμε. Αυτό όμως ήταν σκέτα λόγια. Δεν μπορούσαμε να προσφέρουμε τίποτα. Ακόμη θα μπορούσαμε να πούμε: «Είσαι κομμουνιστής και θα πρέπει να πεθάνεις».

Αυτό ακούστηκε πολλές φορές και μέχρι αηδίας από πολλούς. Πρώτα - πρώτα αυτοί που ήταν στο Δημοκρατικό Στρατό δεν ήταν όλοι κομμουνιστές δηλαδή μέλη του κόμματος. Δεύτερο και ο κομμουνιστής, μέλος του κόμματος σε κάθε περίπτωση αποτυχίας, πεθαίνει; αυτοκτονεί; Σε κάθε περίπτωση που πρόκειται να πέσει στα χέρια του εχθρού γιατί πια δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αυτοκτονεί; Αν δεν αυτοκτονήσει και πιαστεί ή παραδοθεί είναι προδότης; Αμέσως είναι προδότης; Και πως θα είναι προδότης αφού δεν πρόδωσε τίποτε γιατί δεν ήξερε να προδώσει τίποτα; Αν έτσι έχουν τα πράγματα τότε όλα τα στελέχη του κόμματος και τα ανώτερα και τα κατώτερα που πιάστηκαν στην παρανομία, είναι προδότες; Όλοι θα μπορούσαν να έχουν πάνω τους ένα μπιστόλι να τινάξουν τα μυαλά τους στον αέρα ή μια λεπίδα να κάνουν χαρακίρι σαν τους Γιαπωνέζους. Αν ήταν έτσι σήμερα δεν θα υπήρχε κόμμα. Θα ήταν γελοίο επιχείρημα να πούμε ότι δεν είχαν περίστροφο ή έναν σουγιά και γι’ αυτό πιάστηκαν. Αφού λοιπόν αυτό δεν ισχύει για τα στελέχη πως θα ισχύσει για τους αντάρτες;

Ο Γκιουζέλης σε μια συζήτηση είχε καταδικάσει την αυτοκτονία γιατί κι αυτή βάζει βίαια τέρμα στη δράση του μέλους του κόμματος με ευθύνη του ίδιου του μέλους. Τότε κι έτσι το κόμμα χάνει το πολύτιμο μέλος του, το οποίο μάλιστα αναλαμβάνει να κάνει κάτι που θα έπρεπε, να κάνει, ο εχθρός δηλαδή να εξοντωθεί. Πέρα απ’ αυτά, μας είπε τότε, δεν μπορούμε, δεν μπορεί να θεσπίσει το κόμμα την αυτοκτονία σαν πολιτική πράξη γιατί τότε θα χάσει την προοδευτικότητά του, την λαϊκότητά του και ιδιαίτερα την μαζικότητά του. Γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να είναι μαζικό κόμμα από μάζες που είναι έτοιμες και να αυτοκτονήσουν ακόμη! Άλλο, πράγμα οι εξαιρετικές περιπτώσεις, οι ιδιαίτερες αποστολές. Κι εκεί πάλι θα αποφασίσει μόνο του το μέλος. Το κόμμα δεν υπάρχει περίπτωση να στείλει ένα μέλος σε αποστολή και να του βάλει μέσα στ ’ άλλα καθήκοντα και το καθήκον να αυτοκτονήσει σε μια δύσκολη στιγμή. Αυτό δεν το κάνει το κόμμα ποτέ! Αυτά περίπου είχε πει ο Γκιουζέλης.

Πολλή συζήτηση κάναμε και για τη διαφορά που υπάρχει σ’ αυτό που λέμε παράδοση και σύλληψη ή πιάσιμο. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι λέξεις δεν λένε τίποτα. Σημασία έχει κάτω από ποιές συνθήκες γίνεται. Υπήρξαν και συλλήψεις που είναι ατιμωτικές για τους συλληφθέντες αφού κάθισαν να τους συλλάβουν στο ζεστό κρεβάτι τους και προτίμησαν την εξορία ή τη φυλακή παρά την ψείρα, την πείνα και το θάνατο στο βουνό. Μερικοί απ’ αυτούς σήμερα κάνουν τον έξυπνο, είναι οι λαθολόγοι - λουφατζήδες. Υπάρχουν και παραδόσεις που είναι ατιμωτικές γιατί έγιναν σαν η πιο εύκολη λύση, ενώ υπήρχαν κι άλλες λύσεις, δηλαδή δεν υπήρχε αδιέξοδος. Καταλήξαμε λοιπόν να αποκλείσουμε την ομαδική παράδοση. Τώρα για τους αντάρτες, αποφασίσαμε να τους βοηθήσουμε όσο είναι δυνατόν, για να μην παραδοθούν. Τίποτα άλλο όμως. Μόνο βοήθεια κι όσοι αντέξουν. Αν εφαρμόζαμε αυτή την απόφαση μ’ επιμονή και ψυχραιμία δεν θα χάνονταν άδικα ο σύντροφός μας Γιώργης Καλοβέσιος στο τέλος του Ιούλη.

Κάψαμε τα λείψανα της III μεραρχίας το Δ.Σ.Ε. Στάχτη τα ωραία μας όνειρα — Μαίναλο Μάης 1949

Αφού λοιπόν είδαμε την κατάστασή μας αποφασίσαμε να καταστρέψουμε όλα τα γραφτά που έχουμε στους χαρτοφύλακές μας. Όλες τις απόρρητες διαταγές και οτιδήποτε άλλο στοιχείο και φωτογραφίες. Εκεί λοιπόν μπροστά σ’ όλους, όλοι μας αρχίσαμε να καίμε. Εγώ, ο Γιαλαμάς και ο Ετεοκλής δεν αφήσαμε τίποτα. Ο Πέρδικας κράτησε δύο - τρία γράμματα. Ένα απ’ αυτά ήταν δικό μου. Μ’ αυτό το γράμμα του ανήγγειλα το θλιβερό μαντάτο ότι σκοτώθηκε η αδερφή του Παναγιώτα στη μάχη της Ζαχάρως. Έτσι λοιπόν ετοιμαστήκαμε να πεθάνουμε και να μην αφήσουμε πίσω μας ούτε ένα σημάδι. Ούτε για το ποιοι είμαστε.

Μετά καθορίσαμε σα μοναδικό στόχο να επιβιώσουμε. Να επιβιώσουμε σαν ομαδούλα όσο μπορούμε πιο πολύ καιρό. Να ζήσει η ομάδα τούτο το καλοκαίρι. Μετά η κατάσταση θα καθαρίσει. Θα δούμε τι θα γίνει στο Γράμμο - Βίτσι και ανάλογα αρμενίζουμε. Ταυτόχρονα θα προσπαθήσουμε να πάρουμε επαφή με τους δικούς μας στον Ταΰγετο και Πάρνωνα, ίσως μαζί βρούμε μια λύση. Το βάρος της καταστροφής ήταν αβάσταχτο, μα είχαμε πολύ πείσμα ακόμη κι ας έβγαινε η ψυχή μας. Καταλήξαμε σ’ αυτό γιατί δεν είχαμε βάσιμες πιθανότητες να φύγουμε από το Μωριά.

Σα δεύτερη λύση αποφασίσαμε να ερευνήσουμε την περίπτωση να περάσουμε τον Ισθμό ή να φύγουμε με καΐκι από τους Γαργαλιάνους μια και ήταν από εκεί ο μπάρμπα Παύλος Κούζουνας, ο μοναδικός ναυτικός μας. Ήταν επαγγελματίας ψαράς.
Ήταν ο μόνος που γνώριζε από καΐκια. Τον ρωτήσαμε έτσι μακρυά μακρυά, και μας έδωσε ελπίδες. Μετά αποφασίσαμε τι πρέπει να κάνουμε για να ζήσει η ομάδα. Πρώτα - πρώτα δεν έπρεπε στο εξής να δει αχνάρι μας ο εχθρός. Δεν έπρεπε ούτε να μας ντουφεκίσει. Ούτε να ξέρει που πιθανόν να βρισκόμαστε. Έπρεπε λοιπόν να κινούμαστε χωρίς να κάνουμε εμφανίσεις, σε μεγάλες αποστάσεις. Όταν εμφανιζόμασταν στο Ανατολικό Μαίναλο το πρωί να είμαστε στο Στεμνιτσιώτικο και τ’ άλλο βράδυ στις Πάνω Καρυές κ.λπ.

Δεν έπρεπε για κανένα λόγο να δώσουμε άλλο αίμα. Δεν έπρεπε για τρεις μήνες να συγκρουστούμε με τον εχθρό. Έπρεπε να περάσουμε σε βαριά παρανομία και πλήρη σχεδόν αφάνεια. Έτσι τώρα πια δεν θα πατούσαμε ούτε σε δρόμο ούτε σε μονοπάτι, δε θα περνούσαμε από περάσματα και διάσελα, θα διαλέγαμε απίθανα δρομολόγια, που θα καθορίζαμε με την «νοητή γραμμή» όπως έλεγε ο Πέρδικας. Θα βαδίζαμε στη μέση της πλαγιάς δηλαδή ούτε κορφές, ούτε πρόποδες. Δεν θα αφήναμε
για κανένα λόγο ίχνη, ούτε και μέσα στα πυκνά δάση ακόμη ούτε και στο Μαίναλο. Φωτιά θα ανάβαμε σε γούπατα και πριν φύγουμε θα εξαφανίζαμε τα ίχνη μας. Θα λημεριάζαμε βαθιά στο δάσος ή θα λουφάζαμε σε απίθανα μέρη σε πλήρη ακινησία όλη τη μέρα, σε μέρη απόμερα και απόκρυμνα. Έτσι ο εχθρός θα είχε να κάνει με φαντάσματα που κινούνταν μόνο τη νύχτα χωρίς να πατάνε στη γη.

Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αντιμετωπίσουμε τις χιλιάδες ενέδρες και παγίδες, που έστηνε κάθε βράδυ ο εχθρός. Ήταν πραγματικά χιλιάδες γιατί ένας χωροφύλακας και τρεις χωρικοί έστηναν μια παγίδα. Όλα τα περάσματα, όλα τα νερά, σ’ όλες τις αχλαδιές, σ’ όλα τα περιβόλια κι από μια παγίδα. Κάθε νύχτα ξεπερνούσαμε ή ανατρέπαμε πέντε - έξι παγίδες. Κι αυτό παρά την τακτική που ακολουθούσαμε γιατί είμασταν υποχρεωμένοι να βρούμε κάτι για να φάμε. Ακόμη και κυψέλες είχαν δηλητηριάσει όπως εκείνες τις τέσσερις απέξω από το χωριό Νεμνίτσα Μαντηνείας. Εκεί τότε είχαν τριγύσει τρεις κυψέλες κι είχαν αφήσει τη μια γεμάτη μέλι αλλά ραντισμένο μ’ αρσενικό. Εμείς την τριγύσαμε.

Επειδή όμως ήταν λίγο το μέλι, είπαμε να το κάνουμε διανομή όταν μπούμε στα έλατα και να μην φάει κανείς. Το ντενεκάκι με το μέλι το μετέφερε ο Παύλος ο Κούζουνας. Ποιος έχει όμως το μέλι στο δάχτυλό του και δεν το γλύφει κι όταν μάλιστα είναι πεινασμένος; Ο μπάρμπα Παύλος λοιπόν καθώς βαδίζαμε δοκίμασε λίγο. Αυτό ήταν. Αρχισαν οι πόνοι κι εμετοί. Τελικά σώθηκε γιατί είχε φάει λίγο. Εμείς όμως είχαμε ξόδι γιατί αναγκαστήκαμε και πετάξαμε τις κυρήθρες πάνω στις οποίες όσες μέλισσες είχαν καθίσει, είχαν ψοφήσει από το δηλητήριο. Όλη μέρα βλέπαμε τις κηρήθρες και τρέχανε τα σάλια μας. Κόψαμε πια και τις επαφές με δικούς μας στα χωριά. Αυτό έγινε γιατί πολλές φορές μας κάρφωσαν στον εχθρό και μας έστησαν παγίδα, ακόμη και δηλητήριο μας έβαλαν στα τρόφιμα που μας έδωσαν και μόνο η καχυποψία μας, μας έσωσε.

Νέα απόπειρα να μας φαρμακώσουν

Με την ευκαιρία θυμάμαι τώρα μια περίπτωση από τις σπάνιες. Κάτω από το χωριό Βάγγου στο δρόμο που πάει για την Μεγαλόπολη σε ένα αυχενάκο, υπήρξε ένα εξώσπιτο. έχει απέξω κι ένα πηγαδάκι. Νομίζω ότι ήταν κάποιου Σταθούρου, δεν είμαι σίγουρος πως τον έλεγαν έτσι, γιατί πέρασαν τώρα πολλά χρόνια. Αυτός ήταν άνθρωπος δικός μας, έμπιστος. Ο Πέρδικας τούχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Πήγαμε λοιπόν και την στήσαμε εκεί μέσα στον κουμαρόλογγο τρεις μέρες για να πάρουμε επαφή μαζί του. Έτυχε λοιπόν να κουβαλάει ασβέστη στη Μεγαλόπολη και την τρίτη μέρα άργησε να γυρίσει κι έτσι τον καρτερούσαμε στο δρόμο γιατί δεν υπήρχε κίνηση και συναντηθήκαμε.

Παραμερίσαμε μέσα στο δάσος και κουβεντιάσαμε. Έκλαιγε από συγκίνηση που μας είδε και από χαρά γιατί ζούμε. Πήραμε πληροφορίες, για πολλά που θέλαμε να μάθουμε. Νομίζω ότι τον έλεγαν Γιάννη. Δεν είμαι σίγουρος τώρα πια. Κανονίσαμε λοιπόν να μας αγοράζει από τη Μεγαλόπολη αλεύρι και να μας το παραχώνει μέσα στο φουσκί στο καλύβι του. Συμφώνησε και χωριστήκαμε. Του δώσαμε ένα δεκαδόλλαρο απ’ αυτά που είχαμε πάρει από το Τσεχοσλοβάκικο αεροπλάνο που είχε πέσει στον Ταύγετο τον χειμώνα του 1948 - 1949. Από εκείνο το αεροπλάνο πήραμε πεντακόσιες λίρες χρυσές, περίπου πέντε χιλιάδες δολάρια κι άλλα ξένα χαρτονομίσματα. Ήταν αεροπλάνο της πολιτικής αεροπορίας της Τσεχοσλοβακίας.

Εκτελούσε δρομολόγιο Πράγα - Βηρυτό νομίζω. Όταν έφθασε πάνω από την Καλαμάτα νύχτα, έχασε τον προσανατολισμό του και γύρισε προς τον Ταΰγετο. Χτύπησε σε μια κορφή και θρυψαλιάστηκε. Ένα συνεργείο επιμελητείας ήταν απέναντι σε μια σπηλιά άκουσε το θόρυβο και φωνές. Το πρωί πήγε και ήταν όλοι νεκροί. Πάνω στο χιόνι ήταν σκόρπια αυτά που βρήκαν. Όλα πήγαν χαμένα. Τα στείλαμε για πενικιλίνες κι άλλα φάρμακα. Άρχισαν οι εκκαθαριστικές και δεν τα πήραμε. Μερικές χρυσές λίρες και δολάρια τα μοιράσαν στις διοικήσεις των Αρχηγείων για ν’ αξιοποιηθούν. Κι αυτές πήγαν χαμένες. Βρήκαμε όμως το διάβολό μας όσοι πέσαμε ζωντανοί στα χέρια του εθρού. Μας ζήταγαν το θησαυροφυλάκιο του Φαρούκ.

Όλα καλά τα είπαμε με τον Σταθούρου. Εμείς όμως υποπτευόμασταν τα πάντα. Γι’ αυτό δεν πήγαμε τις επόμενες μέρες στο καλύβι να ψάξουμε. Αφήσαμε και πέρασαν είκοσι μέρες. Πήγαμε, βρήκαμε τρεις οκάδες αλεύρι και τίποτα άλλο. Του Πέρδικα του είχε ανοίξει η όρεξη κι είχε παραγγείλει και μακαρόνια, κονσέρβες και μπακαλιάρο ξερό. Εμείς τον πειράζαμε για τον μπακαλιάρο. Αυτός έλεγε ότι είχε να φάει πέντε χρόνια και τον πεθύμησε. Πήραμε το αλεύρι, αφήσαμε ένα σημείωμα στο κατώφλι της πόρτας κάτω από μια πέτρα και φύγαμε. Μετά από δεκαπέντε μέρες γυρίσαμε πάλι να πάρουμε τα τρόφιμα που θα μας ξανάφερνε. Φθάσαμε εκεί κατά τις τέσσερις το πρωί, δεν μπήκαμε στο καλύβι αλλά πιάσαμε τον κουμαρόλογγο πίσω προς την Κομπόνα και σκοπεύαμε το βραδάκι μόλις σουρουπώσει να πλησιάσουμε το καλύβι, να το παρακολουθήσουμε και μετά να μπούμε να ψάξουμε. Πάντα παίρναμε μέτρα γιατί δεν είχαμε εμπιστοσύνη σε κανέναν. Και το αλεύρι που μας είχε φέρει την πρώτη φορά, δεν το φάγαμε αμέσως. Φτιάσαμε λίγο κατσιαμάκι, δοκίμασε ένας πρώτα και μετά από μια ώρα δοκιμάσαμε και μεις. Με μια κουταλιά δεν θα πάθαινε σοβαρά πράγματα αν ήταν δηλητηριασμένο.

Όταν λοιπόν το σούρουπο πήγαμε στο καλύβι, εγώ και ο Πέρδικας πιάσαμε το πηγαδάκι και ο Σπυρόπουλος με τον Κανατά μπήκαν στο καλύβι. Ο Γιαλαμάς και ο Βασίλης ο Παπακωνσταντίνου, πήγαν να πιάσουν ένα τουμπάκι, που έχει πάνω κάτι πουρνάρια για να βλέπουν και το δρόμο. Καθώς πήγαιναν άκουσαν μέσα στα πουρνάρια τσάχαλο και κοντοστάθηκαν. Ακoυσαν λοιπόν και ψίθυρο. Γύρισαν πίσω. Τους είδαμε και πιάσαμε τη μαντρούλα. Ώσπου να έρθουν σε μας τους άρχισαν στις ριπές. Αναγκάστηκαν να πηδήσουν κάτω από τη μάντρα και να πέσουν στον κουμαρόλογγο. Τώρα όμως κλείστηκαν οι δύο μέσα. Αυτοί χτυπούσαν την πόρτα. Τους αρχίσαμε και μεις οι δυο. Ήταν ακάλυπτοι, δεν είχαν πιάσει θέσεις και τάχασαν όταν δέχτηκαν πυρά. Φαίνεται ότι μόλις είχαν έρθει.

Άρχισε λοιπόν η ανταλλαγή πυρών. Εμείς όμως δεν είχαμε πολλά φυσίγγια, απαντούσαμε αραιά μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε για τους δικούς μας που είχαν κλειστεί στο καλύβι. Περιμέναμε να σκοτεινιάσει για να ξεγλυστρίσουν. Αμέσως γύρισε και ο Γιαλαμάς Αντρέας και ο Βασίλης. Τώρα χτυπούσαν κι αυτοί. Ευτυχώς το καλύβι είχε κι ένα παραθυράκι φεγγίτη από το πίσω μέρος. Αποφάσισαν λοιπόν να ξεγλυστρίσουν από κει. Σιγά - σιγά βγήκαν και σκυφτά μέσα στο σκοτάδι ήρθαν. Έτσι φύγαμε και πέσαμε προς την Κομπόνα. Όταν πια φθάσαμε κάτω προς το Κασιδοχώρι είδαμε το καλύβι να καίγεται. Λυπηθήκαμε γιατί γίναμε εμείς αιτία να καεί το καλύβι και να πάθει ζημιά ο άνθρωπός μας.

Και όμως την είχαμε πατήσει ολόγιομα. Ο άνθρωπός μας ήταν άνθρωπός τους και κακό δεν έπαθε και το καλύβι κάηκε για να τον καλύψουν. Αυτό το ξεκαθάρισα αργότερα, όταν με ανακρίνανε και με ρώτησαν αν ήμουνα και γω εκεί. Αρνήθηκα και τους είπα ότι εγώ τότε ήμουνα στο Μαίναλο γιατί είχα στραμπουλήξει το πόδι μου. Αυτά μόνο ο Πέρδικας τα ήξερε γιατί ήταν χωριανοί του. Τότε ο υπομοίραρχος που ήταν διοικητής ασφαλείας είπε: «τι να σου κάνω καημένε που δεν μ’ άκουσε ο μοίραρχος αλλιώς θα σας είχα βάλει δηλητήριο στο αλεύρι και θα είχατε ξεπατωθεί. Ο άνθρωπος έκαμε καλά την δουλειά του και ήρθε κατ’ ευθείαν εδώ, αλλά ο μοίραρχος ήθελε να πάρει την επικήρυξη. Φοβήθηκε μήπως ψοφήσετε μέσα στα έλατα».

Τότε κατάλαβα την παγίδα. Συνέχισα όμως να αρνούμαι γιατί αμφέβαλλα μήπως ρίχνουν άδεια να πιάσουν γεμάτα και κουβαλήσουν τον άνθρωπο στα δικαστήρια. Στο στρατόπεδο όμως ο Παναγιώτης Ξηνταβελόνης, τα καθάρισε όλα. Επαναλαμβάνω όμως ότι δεν είμαι σίγουρος για τ’ όνομα και το παρατσούκλι του ανθρώπου μας. Η τοποθεσία όμως και ο ιδιοκτήτης του καλυβιού πρέπει να είναι γνωστά στο χωριό. Έτσι λοιπόν αποφασίσαμε να συμπεριφερόμαστε προς όλους, με καχυποψία, όλοι ήταν εχθροί μας. Ανάφερα αυτό το περιστατικό, μια και το θυμήθηκα τώρα. Όταν θάρθει η σειρά θα αναφέρω κι άλλα για να καταλάβει ο αναγνώστης σε ποιό κατατρεγμό είχαμε πέσει.

Σαν μακρινότερο σκοπό ή τρίτη λύση, βάλαμε την παραμονή μας στο Μωριά και τον χειμώνα του 1949 - 1950, γι’ αυτό θα έπρεπε να προετοιμάσουμε χώρο για το χειμώνα. Καταλήξαμε
ότι ο καλύτερος χώρος θα ήταν η Πάνω Μεσσηνία από το Γκλιατέϊκο δάσος μέχρι του Μήλα - Βουλκάνο. Για δύο μήνες στη βαρυχειμωνιά, εκεί θα ήταν καλά. Είχαμε ελπίδες πολλές ότι θα μας βοηθούσε πολύ η μάνα του Μήτσου και Νίκου Κάλλια. Γι’ αυτό θα πρέπει από τον Αύγουστο - Σεπτέμβρη να κρύψουμε εκεί ξερά σύκα, ξερή σταφίδα και αλεύρι ή καρπούς. Από τα περιβόλια θα παίρναμε και λαχανικά, πατάτες. Όταν θα ξάνοιγε ο καιρός θα παίρναμε τα βουνά. Συζητήσαμε κι αυτά που μας παρήγγειλε ο Γκιουζέλης με τον Πέρδικα, δηλαδή να κρατήσουμε την ομάδα, να κάνουμε κάποια δράση και να αρπάξουμε κανέναν ασύρματο. Για δράση δεν υπήρχε δυνατότητα. Δεν υπήρχαν τα μέσα. Ούτε όπλα ούτε φυσίγγια. Για τον ασύρματο όλο και θα το είχαμε στο νου αλλά μόνο αν μας έπεφτε κανένας μπουναμάς θα τον βρίσκαμε. Εμείς πάντως καθορίσαμε σαν σκοπό την επιβίωση της ομάδας και για τώρα, την βαριά παρανομία και αφάνεια.

Πάλη ενάντια σε πολλούς εχθρούς για την επιβίωση

Αυτή η συζήτηση για το τι θα κάνουμε και που πάμε κάθε φορά και κάθε τόσο, έρχονταν μπροστά μας όταν καθόμασταν να ξεκουραστούμε στο Μαίναλο. Αρχίζαμε και δεν τελειώναμε. Καθώς συζητούσαμε πέφταμε σε συλλογισμό, γυρίζαμε ο καθένας στο πλευρό και εκεί μας έπαιρνε ο ύπνος. Σημάδια κούρασης ψυχικής και σωματικής. Αποτέλεσμα του αδιεξόδου που είχαμε φτάσει. Δεν ήταν ο θάνατος που μας σκόρπαγε τη σκέψη. Τότε ακόμη βρισκόμασταν σε επαναστατικό παροξισμό και το μόνο που δεν μετρούσε ήταν ο Θάνατος. Κι ήταν τότε καλά. Μετά όταν σιγά - σιγά πέρασε ο παροξυσμός, τότε τα πάντα υποταχτήκανε σ’ αυτό που λέγεται ο «σώζων εαυτόν σωθήτω». Αυτή η κατάσταση ήρθε πολύ αργά, όταν μετά από χρόνια γνωρίσαμε από κοντά τις γλύκες της ζωής και φοιτήσαμε στο άλλο σκολειό που το λέγανε φυλακή.

Άρχισε λοιπόν μια ζωή σαν αυτή που κάνουν τα αγρίμια. Χάσαμε τη φωνή μας. Μέρα νύχτα μάθαμε να ψιθυρίζουμε. Μάθαμε να περπατάμε με τις μύτες των ποδιών. Μάθαμε να κοιμόμαστε σαν τους λαγούς μ’ ανοιχτά μάτια. Μάθαμε τέλος να τρεφόμαστε με ωμά τρόφιμα, βλαστάρια, λάχανα, πατάτες κι ότι άλλο μπορούσε να μας κρατήσει στη ζωή. Χωριζόμασταν σε δύο ομάδες και βγαίναμε από το Μαίναλο. Στος δάσος έμενε μόνο ένας με το Νίκο Χαλάτση που ήταν τραυματίας στο χέρι. Καμιά φορά τον αφήναμε και μόνο του. Είχε δυνατή ψυχή ο Νίκος. Μας περίμενε για να του φέρουμε μια μπουκιά ψωμί ή καμιά κουταλιά αλεύρι. Όμως πολλές φορές δε φέρναμε τίποτε. Στην αρχή σταθήκαμε στα πόδια μας με το μέλι. Τα μελισσομάντρια βρήκαν το διάβολό τους. Ιδιαίτερα αυτά που είχαν οι Γαρζενι-κιώτες. Ένας απ’ αυτούς παραλίγο να πληρώσει με την ζωή του την απερισκεψία να μας συναντήσει και να μας παρακαλέσει να μην του χαλάμε τα μελίσσια του.

Κάθισε λοιπόν και μας περίμενε να πάμε στο μελισσομάντρι του. Τότε ακόμη απαγορεύονταν να μπει κάποιος στο δάσος και πολύ περισσότερο να κουβαλάει έστω και μια μπουκιά ψωμί μαζί του. Μας συνάντησε και μας χιλιοπαρακάλεσε με δάκρυα στα μάτια να μην του κάνουμε άλλη ζημιά. Εμείς βέβαια φροντίζαμε να μη κάνουμε μεγάλη ζημιά. Ανοίγαμε την κυψέλη και ρίχναμε έναν ντενεκέ νερό μέσα. Οι μέλισσες, βρέχονταν τα φτερά τους και δεν μπορούσαν να πετάξουν. Έπεφταν στο κάτω μέρος της κυψέλης. Έτσι εμείς παίρναμε τα τελάρα με τις κηρήθρες. Του απαντήσαμε ότι πρέπει και μεις να ζήσουμε. Μόνο αν αναλάβει αυτός να μας φέρνει λίγο αλεύρι κάθε βδομάδα τότε δε θα πειράζουμε το δικό του μελισσομάντρι. Δέχτηκε λοιπόν και ανέλαβε να μας φέρει δύο - τρεις οκάδες αλεύρι, μια κουβαρίστρα και δύο βελόνες για να μπαλώσουμε τα κουρέλια μας. Μια τσαγγαροβελόνα και κλωστές για να συμμαζεύουμε τα παρτάλια που είχαμε για παπούτσια στα πόδια μας. Του είπαμε να μας φέρει κι εφημερίδες για να μάθουμε τι γίνεται στην Ελλάδα.

Μετά από μια βδομάδα πήγαμε ξανά στο μελισσομάντρι. Πήγαμε από το πρωί σιγά - σιγά, γύρω - γύρω μέσα στο δάσος. Τα έλατα έφθαναν στην άκρη στο μελισσομάντρι. Βρήκαμε στρατιώτες να το φυλάνε. Την άλλη μέρα το ίδιο. Την παράλλη τα ίδια. Βγάλαμε το συμπέρασμα ότι ο φίλος μας, μας κάρφωσε.
Δε μας έκανε εντύπωση. Δε θα ήταν η πρώτη φορά. Μετά από μια βδομάδα πήγαμε ξανά. Ο στρατός είχε φύγει. Πήραμε μέλι. Όπως και πρώτα συνεχίζαμε να παίρνουμε μέλι. Όμως τα πράγματα δεν ήταν όπως τα υπολογίζαμε. Αργότερα στις φυλακές της Τρίπολης συνάντησα το δυστυχισμένο Γαρζενικιώτη. Έμαθα ότι δε μας κάρφωσε. Επειδή άργησε να μπει στο χωριό τον συνέλαβαν. Αναγκάστηκε να ομολογήσει γιατί άργησε. Τον τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί σαν τροφοδότη και τον έστειλαν στο στρατόπεδο της Τρίπολης για να τον δικάσουν. Ευτυχώς τον δίκασαν σε φυλάκιση και γλύτωσε το θάνατο.

Όταν με είδε με γνώρισε. Με υποδέχτηκε και έσπευσε να μου εξηγήσει ότι δεν πήγε αυτός να μας καρφώσει. Τούπα ότι τώρα και γω τον πιστεύω και ότι λυπάμαι που γίναμε εμείς η αιτία να πάθει τόσα βάσανα. Δεν είχε παράπονα μαζί μας γιατί καταλάβαινε ότι και μεις δεν είχαμε άλλη λύση για να ζήσουμε. Κι αν ακόμα μας κάρφωνε δηλαδή κι αν πήγαινε στο στρατό και ζητούσε να προστατευτεί το μελισσομάντρι του, πάλι δε θα τον κακοείχα. Γιατί το μελισσομάντρι ήταν η περιουσία του, η ζωή των παιδιών του κι είχε υποχρέωση να υπερασπίσει το ψωμί των παιδιών του.

Υπάρχουν βέβαια και οι «αδιάλλακτοι επαναστάτες» που αυτά τα περιστατικά τα χαρακτηρίζουν «προδοσίες» και τα τέτοια. Αυτοί δεν είναι ούτε επαναστάτες ούτε αδιάλλακτοι. Είναι ή μυαλοκομένοι ή λογάδες υποκριτές. Εμείς που ζήσαμε το δράμα αυτών των δυστυχισμένων, εμείς που τους καταστρέψαμε τη μοναδική περιουσία τους, χωρίς βέβαια να το θέλουμε, εμείς που αφήσαμε τα παιδιά τους χωρίς ψωμί, εμείς καταλαβαίνουμε καλύτερα από κάθε άλλον σε τι απόγνωση τους φέραμε και έτσι υποχρεώθηκαν να ζητήσουν βοήθεια απ’ αυτούς που μπορούσαν να τους δώσουν. Αυτό έλειπε τώρα να τους πούμε και προδότες, γιατί αρνήθηκαν να μας ακολουθήσουν στην τρέλα μας να συνεχίσουμε έναν αγώνα, χωρίς καμιά ελπίδα επιτυχίας.

Τα μελισσομάντρια μας έσωσαν. Μας εξασφάλιζαν τρεις -τέσσερις κουταλιές μέλι κάθε μέρα αλλά όχι παραπάνω. Το μέλι μας δημιουργούσε κοιλιακά προβλήματα. Όμως μας έδινε δύναμη. Αυτό το συσσίτιο συμπληρώνονταν με χόρτα και σαλιγκάρια ή και πατάτες. Πατάτες προμηθευόμασταν από τα χωράφια στον κάμπο της Πιάνας. Ξεκινούσαμε από το Χρυσοβιτσιώ-τικο, βγάζαμε πατάτες τρώγαμε και παίρναμε μαζί μας. Μετά περνούσαμε πάλι στο Μαίναλο ή προς το Ροϊνό. Η πατάτα ήταν φαγητό και ψωμί. Δεν μπορούσες όμως να μεταφέρεις πολύ φορτίο. Εκεί στον κάμπο της Πιάνας άρχισε ένα κυνηγητό. Κατάλαβε ο εχθρός ότι από εκεί προμηθευόμαστε τροφή και έστηνε ενέδρες. Ο κάμπος όμως ήταν μεγάλος και δεν είχε υποχρεωτικά περάσματα. Εκτός από πατάτες παίρναμε και κρεμμύδια κι έτσι κάναμε σαλάτα.

Εκεί είχε και μελισσομάντρια. Παραλίγο μια βραδιά να χάσουμε τον μπάρμπα Παύλο Κούζουνα από μια κηρήθρα. Καθώς έτρωγε μέλι ένα κεντρί του μπήκε στο χείλος. Σε δέκα λεπτά έπαθε αλλεργία και πρήστηκε όλος. Κόντεψε να σκάσει. Ευτυχώς ξεγλύστρησε από το χειρότερο. Όταν κατεβαίναμε στον κάμπο περνούσαμε καλά. Χορταίναμε πατάτα και κρεμμύδια. Κάναμε σαλάτα χωρίς βέβαια λάδι και αλάτι. Πήγαμε δύο -τρεις φορές στους μύλους της Νταβιάς και πήραμε την γυριά γύρω από το λιθάρι γιατί δεν βρήκαμε αλεύρι. Ήταν κι αυτό κάτι για μας. Η γυριά ήταν γεμάτη χαλικάκια, τρίχες και ποντικο-βερβελιές. Αυτά ήταν λεπτομέρειες. Μερικές φορές δε γυρίζαμε στο Χρυσοβιτσιώτικο γιατί φοβόμασταν μήπως μας περίμεναν στα περάσματα. Ανεβαίναμε στο Ροϊνιώτικο.

Μια φορά δεν προλάβαμε να πιάσουμε τα έλατα και βρεθήκαμε πάνω από το χωριό στο γυμνό. Αποφασίσαμε να τη βγάλουμε μέσα σε μια σχισμάδα του βράχου. Τραβήξαμε το διάβολό μας ώσπου να νυχτώσει. Μουδιάσαμε ακίνητοι όλη μέρα. Βλαστημήσαμε την ώρα και τη μέρα που γεννηθήκαμε. Ευτυχώς είχαν απαγορέψει στους τσοπάνηδες του χωριού να βγαίνουν προς το βουνό. Τα μεγάλα κοπάδια δεν είχαν γυρίσει ακόμη από τους κάμπους. Η ζωή μας γίνονταν αφόρητη. Η πείνα μας θέριζε και η διάρροια μας έκοβε τα πόδια. Μας έσωσε μια γερή δουλειά που πετύχαμε στο χωριό Καρκαλού που είναι σταυροδρόμι στα Κεφαλοχώρια Βυτίνα - Δημητσάνα - Λαγκάδια. Εκεί υπήρχε πάντα ένας λόχος στρατού. Εκείνη τη βραδυά κατεβήκαμε να δούμε τι γίνεται δηλαδή αν ακόμη ο λόχος βρίσκεται εκεί. Για καλή μας τύχη ο λόχος είχε φύγει γιατί θα τον αντικαθιστούσε άλλος, που δεν ήρθε όμως την ίδια βραδυά. Έτσι το μέρος έμεινε αφύλαχτο.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger