Τα πρακτικά από τη δίκη των πρωταιτίων της σφαγής συνθέτουν την αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στο αιματοκύλισμα
Πηγή:
Πρώτο θέμα στις εφημερίδες (όσες κυκλοφορούσαν) ήταν το μακελειό στο Πολυτεχνείο. Κάτω, χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την κατάληψη, όπως παρουσιάστηκαν στο «Βήμα»Το χρονικό του τετραήμερου 14-17 Νοεμβρίου 1973 έχει γραφεί και ξαναγραφεί, όπως άλλωστε συμβαίνει με τις μεγάλες ιστορικές στιγμές. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, με την ευρύτερη έννοια, δεν περιορίζεται, φυσικά, σε εκείνες τις ώρες. Κορυφώνεται με την κατάληψη, αλλά δεν τερματίζεται με το γκρέμισμα της πύλης από τα τανκς της χούντας.
Από τις γραπτές ή προφορικές μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί ως χρονικά των γεγονότων ιδιαίτερη σημασία έχουν τα δικαστικά ντοκουμέντα στα οποία στηρίχτηκε η δίκη των υπευθύνων για τη σφαγή του Πολυτεχνείου (34 κατηγορούμενοι για 23 νεκρούς). Οσα συγκεντρώθηκαν κατά την ανακριτική διαδικασία και χρησιμοποιήθηκαν ως αποδεικτικό υλικό για τη σφαγή συγκροτούν, θα λέγαμε, το χρονικό της εξέγερσης με τα μάτια των δικαστικών της εποχής. Αν και όχι τόσο ορθάνοιχτα και με παρωπίδες στις γνωστές συνθήκες της μη αποχουντοποίησης του κρατικού μηχανισμού. Με βάση αυτά, όμως, έκριναν και καταδίκασαν στη μια ή την άλλη ποινή –ή και αθώωσαν– όσους (ελάχιστους) θεωρήθηκαν υπεύθυνοι ως φυσικοί ή ηθικοί αυτουργοί για τις ανθρωποκτονίες.
Χρονικογραφία από τα πρακτικά της δίκης
Η δίκη άρχισε στις 16 Οκτωβρίου 1975 στον Κορυδαλλό, στην ίδια αίθουσα των γυναικείων φυλακών όπου νωρίτερα είχαν δικαστεί και καταδικαστεί οι πρωταίτιοι για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Στα εδώλια κάθισαν 32 χουντικοί, ενώ πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ήταν ο Ι. Κουσουλός. Η ακροαματική διαδικασία θα διαρκέσει 57 μέρες (ολοκληρώθηκε στις 30 Δεκεμβρίου) και θα καταθέσουν συνολικά 237 μάρτυρες.
Το παραπεμπτικό βούλευμα (είχε εκδοθεί τον Αύγουστο του 1975) κάνει λόγο για 24 νεκρούς (το περίφημο πόρισμα Τσεβά τους υπολόγιζε σε 34) και 180-200 τραυματίες. Μετά τις δηλώσεις των κατηγορουμένων ο εισαγγελέας της έδρας Ν. Γανώσης εξαπολύει το «κατηγορώ» του. Θα επανέλθει κατά το τέλος της βιαστικής ακροαματικής διαδικασίας ακόμη δριμύτερος. Χαρακτηρίζει το Πολυτεχνείο «νέο χάνι της Γραβιάς». Αλλά ήταν, θα προσθέσει, και «γιορτή ό,τι έγινε μέσα κι έξω από το Πολυτεχνείο […]. Αλλά πλάκωσε και η τραγική νύχτα όχι μόνον για εκείνους που είχαν κλεισθή, αλλά και για τους άλλους για το σύνολον του λαού μας […] ο οποίος με πιασμένη ανάσα, περίμενε να ακούση το αποτέλεσμα του αγώνος των εγκλείστων και την νίκην!».
Με βάση, λοιπόν, όσα ακούστηκαν αποκλειστικά στην αίθουσα του Πενταμελούς για τα γεγονότα, τις καταθέσεις στο παραπεμπτικό βούλευμα αλλά και το πόρισμα που προηγήθηκε προχώρησαν οι δικαστικοί στην καταγραφή του χρονικού των γεγονότων:
Αρχές Νοεμβρίου: «Σταθερόν και αμετάθετον ήτο το σύνθημα μεταξύ του φοιτητικού κόσμου διά γνησίας και αδιαβλήτους αρχαιρεσίας (στους φοιτητικούς συλλόγους). Το αίτημα τούτο απετέλεσε την απαρχήν των αιματηρών γεγονότων του Πολυτεχνείου…».
14 Νοεμβρίου: Η κατάληψη από τις 6 μ.μ. της Τετάρτης είναι πλέον γεγονός. Μέχρι τα μεσάνυχτα 2.000-2.500 φοιτητές βρίσκονται στο προαύλιο και στις αίθουσες των σχολών. «Το βράδυ της Τετάρτης άρχισαν να γίνωνται συζητήσεις, αν θα έπρεπε να ζητηθούν γενικώτερες ελευθερίες. Πολλοί φοιτηταί έμειναν την νύκτα μέσα στο Πολυτεχνείο. Δηλαδή, στο σπίτι τους».
15 Νοεμβρίου: «Ξημέρωσε η Πέμπτη. Η ιδέα ότι έπρεπε να διεκδικηθή πληρέστερα η ελευθερία για τον ελληνικό λαό φούντωσε! Η ιδέα ότι το βιολογικό άνθος αυτού του λαού έπρεπε να βρίσκεται στην πρωτοπορία του αγώνος, τελικώς, επεκράτησε. Ετσι απεφάσισαν να μείνουν έγκλειστοι στο Πολυτεχνείο. Ποθούσαν την γενικήν ελευθερίαν! Την αποχώρησι από την αρχή, εκείνων που την είχαν υποτάξει βιαίως. Απεφάσισαν να μείνουν εκεί και βρήκαν τα μέσα […]. Μέχρι της στιγμής εκείνης η αστυνομία, υπό τον Χριστολουκά, δεν είχε προβή σε βίαιες ενέργειες. Αλλά από το βράδυ της Πέμπτης, άλλαξαν τα πράγματα. Ο πομπός του Πολυτεχνείου άρχισε να καλεί σε συμπαράστασιν τον λαόν».
16 Νοεμβρίου: «Μοιραίως από την Παρασκευή το πρωί, όλος ο λαός βρέθηκε μπρος στο Πολυτεχνείο. Εσπευσε προς συμπαράστασι των παιδιών και προσέφερε πλούσια, τρόφιμα, φάρμακα, χρήμα. Η αστυνομία το απόγευμα βρέθηκε προ αδυναμίας. Δεν μπορούσε να εκκενώσει το Πολυτεχνείο. Μπορούσε όμως να το έχη κάνη την Πέμπτη – αν και τότε ίσως δεν θα είχαμε ακόμη την έναρξι του αγώνος για την ανατροπή των τυράννων. Ετσι, θα γλίτωναν τα παιδιά που χάθηκαν και δεν θα υπήρχαν οι τόσοι τραυματίες. Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι ο Χριστολουκάς και ο Δασκαλόπουλος (διοικητές της αστυνομίας και της αστυνομικής διεύθυνσης Αθηνών) δεν μπορούσαν να εκκενώσουν το πολυτεχνείο την Πέμπτη. Στις 6 το βράδυ της Παρασκευής τα πράγματα άρχισαν να οξύνωνται…».
16-17 Νοεμβρίου: «Εκείνο το βράδυ ο στρατός έδρασε σε περιωρισμένη κλίμακα. Τα παιδιά του ελληνικού λαού, με τους αξιωματικούς και τα πληρώματα των αρμάτων, ουδ’ επί στιγμήν μπορούσαν να διανοηθούν ότι μπορούσαν να σκοτώσουν τ’ αδέλφια τους, τα παιδία τους, τους συγγενείς και φίλους τους.
Είχε προηγηθή ένα πραγματικό δράμα, της εκκενώσεως του Πολυτεχνείου: Εχουν σκοτωθεί παιδιά εκ μέρους αστυνομικών οργάνων. Εχουν θανατωθή Ελληνες από βλήματα που ερρίφθησαν από το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως […]. Τους είδαν να πέφτουν στο πεζοδρόμιο από αστυνομικά χέρια. Πολλοί από τους δράστες έφεραν πολιτική αμφίεση, αλλά ευρίσκοντο κοντά στα αστυνομικά όργανα […]. Εφεραν τυφέκια και αυτόματα…».
17-18 Νοεμβρίου: «Από της 10ης πρωινής ώρας και μετέπειτα και κατά την Κυριακήν οι στρατιωτικοί, οι οποίοι επέβαιναν των κινουμένων εις τας οδούς της πόλεως των Αθηνών αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων αυτοκινήτων ή και άλλοι, τοποθετούμενοι εις άλλας θέσεις, έβαλον διά των όπλων των κατά διερχομένων πολιτών, χωρίς να συντρέξη νόμιμος περίπτωσις δικαιολογούσα την χρήσιν των όπλων» (από την απόφαση για την καταδίκη του Ιωαννίδη).
«Εξόρμηση» φοιτητών που γράφουν συνθήματα στο τρόλεϊ καλώντας τον λαό να αφυπνιστεί
για να πέσει η χούντα – και όχι μόνο (Αρχείο ΕΡΤ)
Το πρώτο αίμα
«Την 16ην Νοεμβρίου ημέρα Παρασκευή, η τραγωδία του Πολυτεχνείου οδηγείται εις την αιματηράν της κατάληξιν. Τα διά του ραδιοσταθμού συνθήματα συγκινούν, προκαλούν και διεγείρουν μάζας λαού εις ομαδικάς συγκεντρώσεις. Κατά τας μεσημβρινάς ώρας πραγματοποιούνται αι πρώται μεγάλαι πορείαι προς την πλατείαν Ομονοίας και το Πολυτεχνείον διά των οδών Αιόλου, Σταδίου, Πανεπιστημίου, Πατησίων και Αλεξάνδρας.
Την 6ην μ.μ. ώραν μέγα πλήθος διαδηλωτών πορεύεται προς την πλατείαν Συντάγματος. Η πορεία του όμως ανακόπτεται υπό αστυνομικών και εις την συμβολήν των οδών Σταδίου, Δραγατσανίου και Κοραή επιχειρείται η βιαία διάλυσις των διαδηλωτών. Κατά την επακολουθήσασα συμπλοκήν ρέει το πρώτο αίμα…» (Από το παραπεμπτικό βούλευμα για τη σφαγή του Πολυτεχνείου).
Η έξοδος από το προαύλιο
«…Ομάς Αξιωματικών και άνδρες της δυνάμεως καταδρομών, ακολουθούντες το άρμα εισέρχονται εις το Πολυτεχνείον πυροβολούντες. Εντρομοι και εμβρόντητοι οι σπουδασταί κυριεύονται από την ενώπιον του εσχάτου κινδύνου φοβεράν αγωνίαν. Και άρχεται ακολούθως η έξοδος. Οι εγγύς της κατακρημνησθείσης πύλης ευρισκόμενοι εξέρχονται πρώτοι. Οι περισσότεροι, όμως, πηδούν εκ των παραθύρων και των κιγκλιδωμάτων. Υπό την πίεσιν πλήθους ανθρώπων καταρρίπτεται τμήμα των προς την οδόν Στουρνάρα κιγκλιδωμάτων. Και διά του δημιουργηθέντος ανοίγματος εξέρχονται οι σπουδασταί κατά μάζας. Κατευθύνονται προς όλα τα σημεία, απομακρυνόμενοι. Νέον, όμως, δι’ αυτούς αρχίζει μαρτύριον. Υβρεις κατ’ αυτών εκτοξεύονται και καταδιωκόμενοι βαναύσως κακοποιούνται…» (Από το πόρισμα του Δ. Τσεβά).
Το γκρέμισμα της πύλης
«Την 02.43 ώραν (ξημερώματα Σαββάτου 17 Νοεμβρίου) τάσσεται μικρά, ίσως 15λεπτος, προθεσμία εις τους σπουδαστάς διά να εξέλθουν. Μερικοί εκ των εγκλείστων ήρχισαν να απασφαλίζουν την είσοδον και τελικώς το επέτυχαν. Εδυσχεραίνετο όμως η έξοδος διότι όπισθεν της πύλης είχεν τοποθετηθή και ευρίσκετο αυτοκίνητον Μερσεντές. Και ενώ η μεν πρόθεσις των εγκλείστων προς έξοδον είχε καταστή εμφανής, προσπάθεια δε κατεβάλλετο διά την απομάκρυνσιν του φράσσοντας την πύλην αυτοκινήτου, ανυπόμονος Iλαρχος, αυτόθι ιστάμενος, απώλεσε την ψυχραιμίαν του και εν οργή ανεφώνησεν: “Τσογλάνια, ρεζιλεύετε το στράτευμα…” και αμέσως έδωσε την διαταγήν της εισόδου. Το άρμα εκινήθη μετά δυνάμεως, συνεκλόνισε την πύλην, κατέστρεψε τους μαρμάρινους κίονας της εισόδου, συνέτριψε και κατέρριψε την εξώθυραν και ακολούθως κυριολεκτικώς ισοπέδωσεν το προεκτεθέν αυτοκίνητον, εισελθόν εις βάθος 10 περίπου μέτρων εντός του προαυλίου του Πολυτεχνείου…» (Από το πόρισμα του Δ. Τσεβά, στο οποίο στηρίχτηκε το βούλευμα για την παραπομπή σε δίκη των δολοφόνων του Πολυτεχνείου).
Η σφαγή μετά την εισβολή
«Από παντού καταδιώκουν και κτυπούν (σ.σ.: όσους διέφευγαν από το Πολυτεχνείο). Εις την γωνίαν των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας άνδρες της ΚΥΠ εν πολιτική περιβολή κτυπούν ανηλεώς και πυροβολούν κατ’ αυτών, ενώ εις το άνδηρον (σ.σ.: ταράτσα) ενός των αυτόθι κτιρίων έχουν εγκαταστήσει πολυβόλον. […] Εις τα άνδηρα των γύρω κτιρίων επισημαίνονται ελεύθεροι σκοπευταί. Εις το πανδαιμόνιον τούτο της εξόδου, των φωνών, των κραυγών, των οιμωγών, των καταδιώξεων και των πυροβολισμών έπεσαν οι περισσότεροι εκ του πλήθους των τραυματιών των αιματηρών γεγονότων. […] Συνελήφθησαν χίλια περίπου άτομα. […]
Η επιχείρησις του Πολυτεχνείου έληξε με άσματα των στρατιωτικών τμημάτων. Δεν ετερματίεται όμως εδώ η αιματηρά επέμβασις προς κατάπνιξιν της ελευθερίας και διατήρησιν του δικτατορικού καθεστώτος. Αστυνομικά όργανα πυροβολούν εν ψυχρώ ανυπόπτους διαβάτας, ενώ τα επί των κεντρικών οδών της πρωτευούσης κινούμενα άρματα μάχης σκορπίζουν τον θάνατο. Οι επ’ αυτών πυροβολιταί βάλλουν επί κινουμένων ανθρωπίνων στόχων. Οι επί του κτιρίου του ΟΤΕ, της οδού Πατησίων, εγκατεστημένοι στρατιώται πυροβουλούν προς πάσαν κατεύθυνσιν…»
(Από το βούλευμα των δικαστικών Κ. Βαδάκη, Αρ. Τούση, Ι. Κουσουλού, Χρ. Χριστοφορίδου και Ι. Πρεμέτη).
Δικαστική διερεύνηση και «λελογισμένη» αποχουντοποίηση
Το χρονικό μέσα από το εισαγγελικό κατηγορώ έχει καταρτιστεί και προσαρμοστεί κατά κάποιον τρόπο στην ποιότητα και την έκταση της αποχουντοποίησης που επέλεξε η κυβέρνηση Καραμανλή. Ελεγχόμενη, σταδιακή και περιορισμένη. Τους σχετικούς περιορισμούς, άλλωστε, καθρεφτίζει, όπως και στη δίκη των πρωταιτίων του πραξικοπήματος, ο μικρός αριθμός των κατηγορουμένων για ανθρωποκτονίες από πρόθεση και απόπειρες ανθρωποκτονιών, πρόκληση σε διάπραξη κακουργημάτων κ.ά. Τρεις πολύ γενικές παρατηρήσεις. Κατά το δικαστικό «κατηγορώ»:
1. Η αλλαγή της στάσης των δικτατορικών αρχών και των οργάνων τους αρχίζει καθώς συνδέονται αξεδιάλυτα τα φοιτητικά και λαϊκά αντιδικτατορικά αιτήματα. Αν και η σύνδεση είναι εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αυτή η επισήμανση. Την Πέμπτη, εκτός από τον ραδιοφωνικό σταθμό με τα συνθήματά του, εκδίδεται η πρώτη (και μοναδική) κοινή ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου.
Να υπενθυμιστεί ότι με εκείνη την ανακοίνωση το Πολυτεχνείο ανακηρυσσόταν σε κέντρο για την ανάπτυξη λαϊκών μαζικών κινητοποιήσεων για την ανατροπή της τυραννίας. Με διέξοδο μια γενική απεργία που θα ανέτρεπε τη χούντα.
2. Η αστυνομία μέχρι την Πέμπτη εμφανίζεται ότι απλώς παρακολουθεί την εξέλιξη των γεγονότων. Επιπλέον δεν επεμβαίνει, αν και μπορούσε να εκκενώσει το Πολυτεχνείο μέχρι την Παρασκευή.
Η τακτική αυτή θα τροφοδοτήσει τόσο κατά την εξέλιξη των γεγονότων όσο και αργότερα διάφορα σενάρια. Εδώ, σε συνδυασμό και με άλλες εισαγγελικές τοποθετήσεις, υιοθετείται η άποψη ότι η αλλαγή της στάσης της αστυνομίας, όπως και του στρατού, οφείλεται στον Ιωαννίδη που «εκμεταλλεύτηκε το Πολυτεχνείο για να πετύχει τους σκοπούς του. Η διαφοροποίηση της συμπεριφοράς των στρατιωτικών τμημάτων, πριν από τη 16η Νοεμβρίου και μετά από αυτήν είναι δική του δουλειά».
Από τις καταθέσεις πάντως προέκυψε σαφώς ότι η στρατιωτική επέμβαση είχε προετοιμαστεί από την έναρξη των γεγονότων.
3. Ο στρατός δρα περίπου υποδειγματικά όταν επεμβαίνει για την εκκένωση του Πολυτεχνείου. Πρόκειται ασφαλώς για εξόφθαλμο εξωραϊσμό των γεγονότων και θυσία της αλήθειας στις σκοπιμότητες της εποχής. Η αγριότητα συνολικά των δυνάμεων καταστολής αμβλύνεται.
Το κλειδί για την κατανόηση του χρονικού, όπως το περιέγραψε ο Ν. Γανώσης, είναι εκείνο το «μοιραίως». Από πολλούς ακούστηκε με τους πιο διαφορετικούς τρόπους. Μόνο που τίποτε δεν ήταν μοιραίο. Ούτε ο ηρωισμός των εξεγερμένων ούτε η βαρβαρότητα του στρατού και της αστυνομίας.
* Ο δημοσιογράφος Τάκης Κατσιμάρδος συμμετείχε ενεργά στο αντιδικτατορικό κίνημα ως φοιτητής της Φιλοσοφικής Αθήνας, συνελήφθη και βασανίστηκε επί χούντας ως μέλος της ΚΝΕ/ΑντιΕΦΕΕ και αποφυλακίστηκε με τη μεταπολίτευση τον Ιούλιο του 1974
** Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #05 «Τα Αιρετικά – “Εδώ Πολυτεχνείο”. 20+4 μαρτυρίες & (αντι)θέσεις πρωταγωνιστών για την εξέγερση του Νοέμβρη 1973» που κυκλοφόρησε στις 18 Νοεμβρίου 2018


Δημοσίευση σχολίου