Αρχική » , » "Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 11

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 11

{[['']]}
Δημήτρης Σωτ. Χρονόπουλoς απ ' το χωριό Βάστα Αρκαδίας, φοιτητής Νομικής. Στέλεχος του ΚΚΕ. Διμοιρίτης του Δ.Σ.Ε. στο Αρχηγείο Μαινάλου. Συνελήφθη τραυματίας στη Μάχη της Δημητσάνας. Καταδικάστηκε σε θάνατο από το στρατοδικείο της Τρίπολης και εκτελέστηκε το 1948.

Eτσι οι δικοί μας φώλιασαν εκεί χωρίς απώλειες. Όταν φώτισε, ο Κονταλώνης έφτιασε μια βάση πυρός μ’ ένα βαρύ πολυβόλο και οι χωροφύλακες δεν μπορούσαν να ξεμυτίσουν.

Ο λόχος του Σουγλάκου κινήθηκε αμέσως αξονικά στη δημοσιά. Έφτασε στο κτίριο του Γυμνασίου. Οι πληροφορίες ήταν ανακριβείς.Το κτίριο του Γυμνασίου είχε εγκαταληφθεί. Το έπιαναν μόνο την ημέρα δηλαδή ήταν φυλάκιο ελέγχου. Εάν αυτό το ξέραμε, θα προχωρούσε ο λόχος και θα ήταν πιο κοντά. Τώρα κινήθηκε από μακρυά και δεν μπόρεσε να αιφνιδιάσει το φυλάκιο. Ακόμη ήταν ένα φυλάκιο πάνω από το δρόμο που εμείς δεν το ξέραμε. Αυτό ουσιαστικά χτύπησε από δεξιά - πλάγια το λόχο και ανέτρεψε την πρώτη έφοδο. Έτσι έδωσε το χρόνο να φθάσουν τ’ άρματα, δύο κάργιες. Άρχισε το πρώτο να βάζει δαιμονισμένα. Το χτύπησαν οι δικοί μας με πάτζερ και το αναποδογύρισαν. Ήρθε όμως το άλλο και κόλλησε πίσω του κι έτσι δεν μπορούσαμε να το χτυπήσουμε. Αυτό καθήλωσε το λόχο. Μ ’ όλη αυτή την καθυστέρηση φώτισε και τότε πια χτυπούσαν απ’ όλα τα σπίτια και τα φυλάκια.

Ο λόχος μου από κάτω όταν άρχισε η μάχη κινήθηκε προς την πόλη. Κίνησα πρώτα τις δύο διμοιρίες. Την διμοιρία του Κώστα Γιακουμή και τη διμοιρία του Γενναίου, Γιάννης Κυριακόπουλος από το χωριό Καράτουλα Μεγαλόπολης. Το έδαφος είναι επικλινές και κόβεται από πεζούλες και μάντρες. Καθυστερούσαν στη κίνηση προς τα εμπρός. Έτσι έχασαν τρία-τέσσερα λεπτά. Μετά άρχισε ο εχθρός να βάζει δαιμονισμένα. Δεχόμασταν πυρά από αριστερά από το κέντρο και ξόφαλτσα από δεξιά, από το λόχο του Σουγλάκου δηλαδή από τους δικούς μας. Οι μάντρες όμως μας προφύλαγαν καλά. Έβαλα τις φωνές στους διμοιρίτες να προχωρήσουν και να μην αργούν. Πρώτος έκανε έφοδο ο Γιακουμής. Ακολούθησε και ο Γενναίος με κάποια καθυστέρηση. Δεν μπορούσαν όμως να χρησιμοποιήσουν τα πάτζερ και γι’ αυτό επιτέθηκαν χωρίς να σιγήσουν τα πολυβόλα του εχθρού. Έφθασαν κάτω από τα πρώτα σπίτια. Εκεί όμως καθηλώθηκαν. Δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν. Όσο ήταν ακόμη σκοτάδι, κρατιούνταν εκεί. Είχαν απώλειες. Ήταν πολύ δύσκολη η θέση τους. Αν μπορούσαμε να χτυπήσουμε με τα πάζερ, τα πράγματα θ’ άλλαζαν αμέσως. Δεν μπορούσαμε όμως.

Έδωσα εντολή στο Γιακουμή να τραβήξει αριστερότερα και να ανέβει από εκεί. Έλπιζα ότι προς την χαράδρα το μέρος θα ήταν απυρόβλητο. Ξανοίχτηκε ο Γιακουμής, αλλά τον χτύπησαν από το καμπαναριό και το ύψωμα της Αγίας Παρασκευής. Γύρισε πίσω. Ο Γενναίος έκανε προσπάθεια να ανεβεί από κάτω από ένα εκκλησάκι που έχει εκεί και μια πλατειούλα. Τον ανέτρεψαν και τραυματίστηκε θανάσιμα, σε λίγο πέθανε. Ανέλαβε τη διμοιρία ο επίτροπός της ο Παν. Δημητράκας από το χωρίο Γλανιτσια. Εκαναν και τρίτη προσπάθεια. Απετυχε και ο Δημητράκας. Ο Γιακουμής όταν γύρισε πίσω, οργάνωσε νέα έφοδο. Τον υποστήριζα και γω με δύο οπλοπολυβόλα κι όσα ατομικά είχαμε. Μαζί μου είχα όλους όσους μου έφεραν από τα έμπεδα την προηγούμενη μέρα δηλαδή δεκαπέντε περίπου. Σκοτώθηκε στην έφοδο και ο Γιακουμής.

Έδωσα εντολή να σταματήσουν και να γυρίσουν πίσω να πιάσουν τη μάντρα ώσπου να πάρω επαφή με το τάγμα και να δω τι θα γίνει με το ύψωμα της Αγίας Παρασκευής. Από το τάγμα περίμενα να με βοηθήσει με πυρά, ιδιαίτερα με τα βαριά πολυβόλα. Ο Πέρδικας όμως είχε μπλέξει με το λόχο του Σουγλάκου. Δεν μπόρεσα να πάρω επαφή. Τώρα πια δεν μας αφήνουν να σηκώσουμε κεφάλι. Μας έχουν στο ταψί κάτω από τα πόδια τους. Ευτυχώς υπήρχαν και απυρόβλητα μέρη. Ούτε αυτοί βέβαια μπορούσαν να ξεμυτίσουν αλλά αυτοί δεν είχαν ανάγκη να κάνουν κάτι τέτοιο. Ο Πέρδικας, όπως μου είπε μετά, έστειλε σύνδεσμο να πάρει επαφή αλλά ο σύνδεσμος δεν μπορούσε να έρθει. Πίσω μας ήταν λάκες σταροχώραφου θερισμένες, αποθεριές. Ήταν αδύνατο να περάσει κουνούπι.

Τώρα είχα καθηλωθεί στις προσβάσεις της πόλης. Δεν μπορούσα να κάνω ούτε μπρος ούτε πίσω. Από τις ριπές και τους όλμους καίγονταν ο τόπος. Μας σφυροκοπούσαν χωρίς ανάσα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Οργάνωσα την άμυνά μου στις θέσεις που ήμουνα και περίμενα να με βοηθήσουν. Είχα στείλει σύνδεσμο να κάνουν βάση με τα τρία βαριά πολυβόλα και με τα εννέα οπλοπολυβόλα του εφερδικού λόχου και να με καλύψουν με καπνογόνα βλήματα των ατομικών όλμων, για να μπορέσω να προχωρήσω ή να υποχωρήσω. Όλοι έβλεπαν την τραγική θέση που βρισκόμουνα και κανένας δεν έκανε τίποτε. Μετά από μια ώρα έστειλα κι άλλον σύνδεσμο. Οι σύνδεσμοι όμως δεν έφθασαν ποτέ γιατί σκοτώθηκαν στην προσπάθειά τους να περάσουν τις λάκες. Κάθε τόσο είχα και κάποια απώλεια. Ο λόχος αποδεκατίζονταν χωρίς να κάνει τίποτα.

Κατά τις δέκα η ώρα βλέπω ότι από το ύψωμα της Αγίας Παρασκευής κατέβηκαν τρεις αντάρτες, πήραν τέσσερα πάτζερ από το λόχο του Σουγλάκου και ξανανέβηκαν πάνω. Σε λίγο χτύπησαν με τα πάτζερ τα οχυρά της Αγίας Παρασκευής και με μια καλά προετοιμασμένη επίθεση που υποστηρίζονταν από γερή βάση που έφτιασε ο Κονταλώνης, κατέλαβαν το ύψωμα της Αγίας Παρασκευής. Έρριξαν και την κόκκινη φωτοβολίδα για να μας πληροφορήσουν ότι κατέλαβαν το ύψωμα.

Αναθαρρήσαμε με τη κατάληψη του υψώματος. Ο Πέρδικας συνέχιζε να διατάζει επιθέσεις από τη δημοσιά. Εγώ ήμουνα παγιδευμένος. Ούτε εμπρός μπορούσα να πάω ούτε πίσω. Με χτυπούσαν με όλα τα μέσα, πολυβόλα, όλμους, ντουφέκια. Χτυπούσα και γω μόνο όταν έβλεπα κίνηση. Δεν είχα φυσίγγια να κάνω αυτό που έκαναν αυτοί. Είχα βαριές απώλειες. Περίμενα όμως να βοηθήσουν τα τρία βαριά πολυβόλα και οι όλμοι μας. Πίστευα ότι τώρα θα με βοηθούσαν και από την Αγία Παρασκευή. Αυτό θα μου έδινε την δυνατότητα να γατζωθώ στα πρώτα σπίτια. Καμιά όμως κίνηση δεν έβλεπα αν και είχαν περάσει δύο ώρες.

Τότε εμφανίστηκαν τα αεροπλάνα τους. Πίστευα ότι δεν θα έκαναν τίποτα. Είμασταν πολύ κοντά στις θέσεις τους και τα αεροπλάνα δεν μπορούσαν να μας χτυπήσουν. Είδα όμως ότι άρχισαν να πολυβολούν το ύψωμα της Αγίας Παρασκευής. Μετά το χτυπούσαν με ρουκέτες και ναπάλμ. Το ύψωμα καίγονταν σαν δαδί. Δεν έδωσα σημασία. Δεν ήξερα τότε τη συμφορά που μας έκαναν, γιατί ο Ξυδέας έκαμε την κουτουράδα να στείλει πάνω στο ύψωμα δύο λόχους να πάρουν τους όλμους και τα πυρομαχικά που εγκατέλειψαν οι χωροφύλακες. Το υλικό ήταν πολύ. Δύο όλμοι βαρείς των πέντε χιλιάδων μέτρων και χώρια το άλλο υλικό. Τα αεροπλάνα πέτυχαν τους λόχους στο ύψωμα και τους αφάνισαν, τους διέλυσαν! Πέντε ή έξι αντάρτες κάικαν. Τριάντα τραυματίστηκαν και είκοσι σκοτώθηκαν. Αυτό ήταν και η χαριστική βολή για την αποτυχία μας. Τώρα πια έμενε μόνο ένας λόχος ανέπαφος και μια διμοιρία. Ο λόχος ήταν του Αρχηγείου Ταϋγέτου με διοικητή τον Πέτρο Οικονόμου και η διμοιρία του Αρχηγείου Μαινάλου, του Αρίστου Βασιλόπουλου. Τώρα λοιπόν που καταλάβαμε το βασικό οχυρό δεν υπήρχαν δυνάμεις να συνεχίσουμε. Η Δημητσάνα ήταν γονατισμένη στα πόδια μας, αλλά εμείς δεν είχαμε πόδια να την πατήσουμε.

Εγώ δεν μπορούσα να πάρω επαφή. Δεν γνώριζα την κατάσταση. Περίμενα να οργανωθεί η τελική έφοδος. Αφού κατείχαμε το ύψωμα της Αγίας Παρασκευής θα τους βουλώναμε τις μπούκες. Περίμενα αλλά τίποτα δεν φαίνονταν. Απελπίστηκα πια. Τα πυρομαχικά μου λιγόστευαν. Τα πάτζερ δεν μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω, οι βαριά τραυματισμένοι πέθαιναν και οι νεκροί αύξαιναν. Όμως περίμενα. Είμουνα σίγουρος τώρα πια ότι θα την πατήσουμε τη Δημητσάνα. Δυστυχώς όμως δεν ήταν έτσι τα πράγματα.

Το ύψωμα της Αγίας Παρασκευής ήταν το βασικό οχυρό, αλλά η άμυνα της Δημητσάνας είχε κι άλλα στηρίγματα όπως το Κάστρο, τα καμπαναριά και όλα σχεδόν τα σπίτια. Βέβαια όλα αυτά κρατιόνταν από μια κλωστή που έπρεπε να την κόψουμε. Δηλαδή να φτιάσουμε βάσεις πυρός, να γατζωθούμε στα πρώτα σπίτια και μετά το αποτέλειωμα θα το έκανε η φωτιά και ο πανικός. Με την κατάληψη του υψώματος της Αγίας Παρασκευής για λίγο η άμυνα του εχθρού έδειξε σημεία παράλυσης και σύγχυσης. Τα αεροπλάνα τους ενθάρρυναν. Περισσότερο όμως τους ενθάρρυνε η απραξία η δική μας.

Μπροστά μας είχαμε έναν παράλυτο, εμείς όμως είμασταν ξεματωμένοι και δεν μπορούσαμε να τον σπρώξουμε να πέσει κάτω. Αυτή την κατάσταση θα μπορούσε να την αλλάξει η διοίκηση αν αντιλαμβάνονταν τη τακτική κατάσταση του εχθρού και τη δική μας. Ο Πέρδικας έκαμε μια προσπάθεια πριν φωτίσει καλά να φτιάσει βάση πυρός, με ένα βαρύ πολυβόλο αλλά αντί να χτυπήσει τον εχθρό, χτύπησε μια διμοιρία του Σουγλάκου από πίσω και την ανάγκασε να υποχωρήσει. Αυτό ήταν και το μοιραίο σφάλμα. Αν η διμοιρία ανέτρεπε το φυλάκιο που ήταν πάνω από τη δημοσιά ίσως από εκεί να χτυπούσε και τα άρματα με πάτζερ κι έτσι να άνοιγε η προσπέλαση. Μετά απ’ αυτό ο Πέρδικας ξέχασε τελείως τα πολυβόλα και τους ατομικούς όλμους. Συνέχισε όμως τις μετωπικές επιθέσεις χωρίς να χρησιμοποιεί τα πολυβόλα για να υποστηρίξει αυτές τις επιθέσεις.

Το σφάλμα δεν ήταν μόνο δικό του. Ήταν και του Σαρήγιαννη που ήταν κοντά κάπου εκεί κι έβλεπε την κατάσταση. Ούτε κι αυτός βοήθησε τον Πέρδικα. Ακόμη και η διοίκηση της Μεραρχίας ήταν πεντακόσια μέτρα πιο κάτω. Κι αυτή θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Δεν τον βοήθησε όμως. Τελικά ο Πέρδικας θεωρήθηκε υπεύθυνος για παραλείψεις και αυτός την πλήρωσε. Έτσι βγήκε πρώτος, ο τελευταίος υπεύθυνος. Δηλαδή αυτός που δεν διόρθωσε τις συνέπειες των λαθών της Μεραρχίας που πήγε και μας στρίμωξε ανάμεσα στο βράχο της Αγίας Παρασκευής και τα βράχια του Λούσιου ποταμού. Της Μεραρχίας που αποφάσισε να χτυπήσει μια βάση που την υποστήριζαν πεντακόσιοι άντρες του εχθρού και δύο άρματα με μόνιμες οχυρώσεις και δύο βαρείς όλμους. Και η άξια δική μας διοίκηση παράταξε δύο τάγματα που είχαν συνολική δύναμη 600 άντρες αλλά που τα τάγματα αυτά θα μπορούσαν να ρίξουν στη μάχη μόνο τη μισή δύναμή τους. Έτσι στην πραγματικότητα τριακόσιοι εμείς θα χτυπούσαμε πεντακόσιους οχυρωμένους. Αυτό ήταν σωστή τρέλα. Τώρα ζητούσε ευθύνες από τον Πέρδικα.

Ο Πέρδικας βέβαια είχε ελλείψεις. Η διοίκηση τάγματος σε τέτοια μορφή πολέμου, ήταν πάνω από τις δυνάμεις του. Όμως και γι ’ αυτό ευθύνονται αυτοί που τον φόρτωσαν, παρ ’ ότι δεν ήθελε, τέτοιες ευθύνες. Τώρα τον τιμωρούν. Έτσι γίνεται όταν δεν υπάρχει ευθυκρισία. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να πάρει κάποιος τις ευθύνες του, όταν πρόκειται για σοβαρές ευθύνες. Εύκολη είναι η αυτοκριτική για ψιλοπράγματα. Είναι αυτό που είχε γίνει πια ρουτίνα σαν το «κύριε ελέησον» που λένε οι παπάδες μετά από κάθε τροπάρι. Παίρναμε το λόγο να κάνουμε αυτοκριτική και λέγαμε: «Είμαι νευρικός» ή «είμαι απότομος» και κάτι τέτοια. Όταν πρόκειται για σοβαρά θέματα, τότε τα φορτώναμε στους άλλους. Και να σκεφτεί κανείς ότι η αυτοκριτική και η κριτική αποτελούν βασικό στοιχείο της εσωκομματικής Δημοκρατίας που η ανάπτυξή της πρέπει να εξυπηρετεί ολοκληρωμένα το νόμο της πάλης των αντιθέτων, όπως είπανε οι μεγάλοι επαναστάτες του εργατικού κινήματος.

Οι μετωπικές επιθέσεις του Πέρδικα είχαν σαν αποτέλεσμα να εξοντωθεί σχεδόν ο λόχος του Παναγιώτη Σουγλάκου. Ο Σουγλάκος τραυματίστηκε στη μύτη, τον αντικατέστησε ο επίτροπος του λόχου. Τραυματίστηκε κι αυτός. Τον αντικατέστησε ο διμοιρίτης του Δημήτρης Χρονόπουλος φοιτητής νομικής, εξαιρετικό στέλεχος από το χωριό Βάστα Μεγαλόπολης, δεύτερος ξάδερφός μου, είμασταν συμμαθητές. Πιάστηκε τραυματίας αιχμάλωτος και εκτελέστηκε στην Τρίπολη. Οι δύο άλλοι διοιρίτες σκοτώθηκαν. Από τους ομαδάρχες τελικά γλύτωσαν δύο. Ο Πέρδικας έστειλε τον Παναγιώτη Κατριβάνο από τους Γαργαλιάνους, τον είχαμε λευτερώσει στο σταθμό του τραίνου στο Ίσσαρι, που ήταν επίτροπος του λόχου της εφεδρείας, να αναλάβει τη διοίκηση του λόχου του Σουγλάκου. Ο Πέρδικας τον διέταξε να κάνει επίθεση. Ο Κατριβάνος αρνήθηκε. Ήρθαν στα χέρια. Τράβηξαν τα πιστόλια και οι δύο. Μπήκε στη μέση ο Δήμος Χρυσανθακόπουλος που ήταν επιτελής του τάγματος και αποσοβίστηκε το κακό. Αυτά μου τα διηγήθηκε ο Πέρδικας. Τα ίδια μου είπε και ο Κατριβάνος. Μετά τη μάχη ο Πέρδικας αναγνώρισε το άδικο που είχε και γι’ αυτό δεν έκανε αναφορά στο Αρχηγείο για τη στάση του Κατριβάνου.

Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Πέρδικας ζήτησε επέμβαση του Αρχηγείου. Ο Σαρήγιαννης αφού ήρθε ο ίδιος και είδε πως έχουν τα πράγματα διέταξε να σταματήσουν οι επιθέσεις. Εγώ από κάτω είχα καθηλωθεί. Δεν μπορούσα να κινηθώ. Μου είπαν αργότερα ότι έστειλαν δύο συνδέσμους να υποχωρήσω πιο πίσω και να πιάσω τα υψωματάκια. Οι σύνδεσμοι δεν έφθασαν ποτέ γιατί σκοτώθηκαν. Οι δικοί μας από το ύψωμα της Αγίας Παρασκευής δεν με βοηθούσαν. Το τάγμα που είχε στην διάθεσή του τρία βαριά πολυβόλα δεν με βοηθούσε. Ο λόχος του Σουγλάκου είχε τα δικά του προβλήματα και δεν μπορούσε να με βοηθήσει. Με χτυπούσαν απ’ όλα τα σπίτια. Οι ατομικοί όλμοι έπεφταν βροχή. Η αποθεριά κάπνιζε και μας έπνιγε. Ο ήλιος μας ξέρανε και λυσσάξαμε από τη δίψα. Τέσσερις ώρες μέσα σε κείνο το καμίνι και διέξοδος δεν φαίνονταν.

Κάποια στιγμή ακούσαμε τρεις τηλεβόες να φωνάζουν. Δεν ξεχωρίζαμε καλά τι έλεγαν. Κατάλαβα όμως ότι κάποια επείγουσα διαταγή μας μετάδιναν. Τελικά κατάλαβα ότι μου έλεγαν να «αλλάξω θέσεις» δηλαδή να «υποχωρήσω». Αν και δεν ήμουνα βέβαιος διέταξα υποχώρηση. Τώρα ήταν το ζόρι. Πως θα μεταφέρουμε τους τραυματίες; Ούτε οι γεροί δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω.

Έκανα μια προσπάθεια να υποχωρήσω προς το δασάκι δηλαδή προς τον λόχο του Σουγλάκου. Μέχρι ενός σημείου καλά τα κατάφερα. Πέρα όμως από εκεί ήταν αδύνατο το πέρασμα.
Γυρίσαμε πίσω. Τότε άνοιξα τρύπες σε δύο μάντρες κι από εκεί έρποντας σύριζα στις κάθετες μαντρούλες άρχισε η υποχώρηση. Τους τραυματίες τους τραβούσαμε σούρνωντας από τους ώμους. Μόλις έφθαναν στην τελευταία μάντρα πριν από τα αμπέλια έπρεπε να την κατεβούν έρποντας σαν φίδια και να μη την πηδήσουν γιατί θα προδίνονταν το δρομολόγιο. Έτσι σιγά - σιγά αποσυρόμασταν. Πέρασαν τριάντα γεροί και τραυματίες.

Θα τελειώναμε καλά άν ένας ομαδάρχης, ο Φίλιππας Αθανασόπουλος από το χωριό Δίβριτσα της Γορτυνίας, που ήταν τραυματίας δεν έκανε την κουτουράδα, να περάσει τρέχοντας όλη τη διαδρομή που περνούσαμε έρποντας. Το δρομολόγιο προδόθηκε και έκλεισε. Το κακό είναι ότι αυτοί που είχαν μείνει ήταν οι βαριά τραυματισμένοι και οι νεοσύλλεκτοι που είχαν έρθει την προηγούμενη μέρα από τα έμπεδα.

Μετά απ’ αυτήν την εξέλιξη φώναξα για να με ακούσουν όλοι «υποχωρούμε, ο καθένας όπως μπορεί να τραβηχτεί για το ύψωμα πίσω μας». Μερικοί έκαναν προσπάθεια και πέρασαν. Γύρω μου δεν υπήρχαν άλλοι. Κανένας δεν μου απάντησε. Με έπιασε τρομάρα. Τα γόνατά μου λύγισαν. Τότε κατάλαβα ότι ο λόχος μου λιανίστηκε. Πάνω σ’ αυτό, από το ύψωμα άκουσα φωνές. Κατάλαβα ότι οι δικοί μου έπιασαν το ύψωμα και μου φώναζαν. Φώναζαν όμως και σε μερικούς που τους έβλεπαν να μη κινούνται. Μερικοί ήταν ζωντανοί, οι άλλοι ήταν νεκροί. Έπρεπε να φύγω και γω. Ξαναφώναξα όποιος έχει μείνει να με ακολουθήσει. Έκανα προς το Γυμνάσιο με άλματα. Με είδαν, άρχισαν να βάζουν. Έφθασα εκεί που είχαμε πάει και προηγούμενα. Ο τόπος χούχλαζε από τις ριπές.

Αυτό ήθελα και γω. Πίστεψαν ότι θα συνεχίσω προς την ίδια κατεύθυνση. Είχα όμως άλλο στο νού μου. Απότομα όρθιος τρέχοντας με όλη μου την δύναμη έκοψα δεξιά προς τα κάτω. Η λάκκα ήταν περίπου πενήντα μέτρα. Την πέρασα σαν αστραπή πήδησα και χωρίς να σταματήσω πέρασα και τη δεύτερη. Ώσπου να γυρίσουν τις μπούκες τους είχα περάσει τη μισή απόσταση. Μ’ έσωσε το ότι αυτοί με σκόπευαν καθώς έτρεχα και δεν μου έκαναν φραγμό μπροστά να πέσω επάνω του. Όπως μου έλεγαν οι αντάρτες και ο ίδιος ο Σαρήγιαννης που με έβλεπε με τα κιάλια, όταν σήκωνα το πόδι μου ο τόπος χόχλαζε. Στα τελευταία δέκα μέτρα με τραυμάτισαν στο αριστερό χέρι, ξιστά στην παλάμη και μου τσάκισαν το δάχτυλο. Κατάλαβα ότι θα με φάνε. Τότε έκανα μια βουτιά όπως έτρεχα με δύναμη και βρέθηκα στ’ αμπέλι κάτω από τη μάντρα. Σακατεύτηκα. Καλά πως δεν μου μπήκαν τα κλίματα στα μάτια. Ευτυχώς είχα πέσει με την πλάτη. Κατασκοτώθηκα όμως και βροντήχτηκα τόσο που πιάστηκε η αναπνοή μου, ο σβέρκος μου με πόνεσε δυνατά.

Συνήλθα, κάθισα ανακούρκουδα να ξεζαλιστώ. Τότε άκου-σα φωνές «κάπου εδώ έπεσε χτυπημένος». Ακόυσα και το Σαρήγιαννη που φώναζε: «γρήγορα, γρήγορα εκεί μέσα στα κλίματα έχει πέσει» και φώναζε για νοσοκόμο. Ώσπου νάρθουν σηκώθηκα όρθιος. Με είδαν και χάρηκαν. Αγκαλιές και φιλιά. Όταν πέρασαν οι άλλοι πόνοι, τότε με ζόρισε το σπασμένο δάχτυλο. Η παλάμη μου είχε γεμίσει αίμα. Δοκίμασα να την κλείσω και αφού έκλεισε κατάλαβα ότι δεν έχει τίποτα. Ώσπου νάρθει ο νοσοκόμος έψαξα να βρω τον ατομικό μου επίδεσμο. Τον είχα όμως δόσει για τους τραυματίες. Μετά από μένα δεξιά μου σηκώνονταν ένας - ένας αυτοί που μ’ ακολούθησαν. Αυτοί ήταν τυχεροί. Το κόλπο έπιασε. Τα πυρά τα τράβηξα γω πρώτα προς το γυμνάσιο, μετά πάνω στις λάκκες.

Τότε όσοι είχαν το θάρρος, σηκώθηκαν κι έκαναν το σάλτο - μορτάλε. Πέρασαν τις λάκκες δεξιά και έπεσαν στ’ αμπέλια χωρίς να δεχτούν καθόλου πυρά. Το θέαμα ήταν η περίπτωση η δική μου. Όλοι όσοι ήταν στα γύρω υψώματα κοίταζαν με αγωνία πότε θα πέσω. 'Εβλεπαν πίσω μου τον μπουχό να σηκώνεται και φώναζαν, χωρίς να ξέρουν ποιος είμαι, να πέσω κάτω. Αν έπεφτα δεν θα σηκωνόμουνα ποτέ. Εκεί η υπόθεση κρίνονταν με δέκατα του δευτερολέπτου. Τέλος το τέχνασμα πέτυχε.

Στο δρόμο που πήγαινα για το Σαρήγιαννη συνάντησα τον λόχο του Πέτρου Οικονόμου από το Αρχηγείο του Ταΰγετου που ήταν εφεδρεία της Μεραρχίας. Μου είπε ότι τον έστειλαν να με ενισχύσει και να πάρει επαφή μαζί μου. Του είπα να πάμε μαζί στο Σαρήγιαννη. Πήγαμε. Είπα στο Σαρήγιαννη πως έχει η κατάσταση. Κούνησε το κεφάλι. Έδοσε διαταγή να σταματήσει κάθε ενέργεια και να γίνουν προσπάθειες να υποχωρήσουν κι αυτοί που ήταν καθηλωμένοι. Αυτός έφυγε για τη διοίκηση της Μεραρχίας. Γύρισα πίσω στον λόχο μου. Μάζεψα όσους βρήκα, έφτιασα μια διμοιρία. Βρήκα και τα δύο βαρειά πολυβόλα να κάθονται μέσα στα βράχια. Οργάνωσα μια βάση. Έβαλα και τα χωνιά να φωνάζουν σ’ αυτούς που ήταν καθηλωμένοι, μόλις αρχίσουμε να βάζουμε να υποχωρήσουν. Έτσι κι έγινε. Βγήκαν δύο - τρεις. Οι άλλοι δεν το κουνούσαν από εκεί που είχαν απομείνει. Ξαναγύρισε ο Σαρήγιαννης. Μας βρήκε να φωνάζουμε. Έδοσε εντολή στο λόχο της εφεδρείας να μείνει πίσω εκεί, για να καλύψει την υποχώρησή μας και να κάνει προσπάθεια μήπως ξεκολλήσει κανένα. Νεοσύλλεκτοι από τους δικούς μου ήταν αυτοί που λούφαζαν.

Μόλις άκουσα ότι φεύγουμε με πήραν τα κλάματα. Το ίδιο και οι αντάρτες. Δεν ήθελαν να φύγουν. Θυμάμαι τον κουρέα του λόχου του Παναγιώτη Παπαδημητρίου από το χωριό Ράχες της Γορτυνίας, που έκλαιγε σαν μικρό παιδί φωναχτά κι έβαζε με το πολυβόλο που άρπαξε. Τρομάξαμε να τον ξεκολίσουμε. Κανένας αντάρτης δεν το κουνούσε. Όλοι φώναζαν να συνεχίσουμε μέχρι το βράδυ που θα νυχτώσει και τότε θα μπούμε μέσα. Αφού το ύψωμα της Αγίας Παρασκευής έπεσε, η Δημητσάνα είναι δική μας. Μάταια όμως φώναζαν και έκλαιγαν. Η μάχη είχε κριθεί. Η Δημητσάνα είχε πέσει αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να την πάρουμε. Μαζί της είχαμε πέσει και εμείς. Από ότι φάνηκε μετά, την ίδια εντύπωση μέχρι αργά είχε και η διοίκηση της μεραρχίας δηλαδή ότι η Δημητσάνα σχεδόν έχει πέσει. Αυτό το συμπέρασμα το έβγαζε από τις εκπομπές του ασυρμάτου του εχθρού, που τις παρακολουθούσε με το ραδιόφωνο. Αυτοί είχαν χεστεί. Από στιγμή σε στιγμή περίμεναν να μπούμε μέσα.

Ηρωΐδα της μάχης αναδείχτηκε μια αντάρτισσα από το χωριό Ποδογορά Γορτυνίας. Η Χάρη Παπαδημητρίου. Ήταν στην ομάδα της Γεωργίας Καρρά από το χωριό Βάχλια Γορτυνίας. Ήταν μια κοντόσωμη κοπέλλα που δεν ξεχώριζε μέχρι τότε για τίποτα. Η ομαδάρχισσα τραυματίστηκε βαριά στη κοιλιά. Είπα να την μεταφέρουν πίσω. Όταν όμως έφθασαν σ’ ένα σημείο δεν μπορούσαν να προχωρήσουν άλλο. Τότε βλέπω τη Χάρη να παίρνει στον ώμο τη Γωγώ και όρθια, όσο ήταν δυνα-τό να προχωρεί γρήγορα, να βαδίζει ίσια μέσα στις λάκκες. Έβαλα τις φωνές να πέσει κάτω. Αυτή όμως συνέχισε χωρίς να λογαριάζει τις σφαίρες που σφύριζαν γύρω της. Τελικά την έβγαλε πέρα. Όμως το βράδυ η Γωγώ πέθανε στο χωριό Μάρκου Γορτυνίας.

Όταν φθάσαμε κάτω εκεί που ήταν η διοίκηση της Μεραρχίας τότε έμαθα και τις απώλειες του Σουγλάκου και του Ξυδέα πάνω στην Αγία Παρασκευή. Ήταν φοβερό αυτό που έγινε. Ποτέ μέχρι τότε στο Μωριά δεν είχαμε δώσει τόσο αίμα. Οι νεκροί μας έφθασαν τους εκατό με εκατόν δέκα γιατί εκτέλεσαν και τους βαριά τραυματισμένους που δεν μπορούσαν να κινηθούν. Οι αιχμάλωτοι ελαφρά τραυματισμένοι, δηλαδή αυτοί που μπορούσαν να κινηθούν, ήταν περίπου τριάντα. Απ’ αυτούς εκτέλεσαν στην Τρίπολη γύρω στους δέκα. Ανάμεσά τους και το διμοιρίτη Δημήτρη Χρονόπουλο απ’ το χωριό Βάστα - Μεγαλόπολης. Οι δικές τους απώλειες έφθασαν γύρω στους τριάντα (30) νεκρούς και τραυματίες. Έτσι οι απώλειες μας έφθασαν τους 180 - 200 αντάρτες και αντάρτισσες νεκροί, τραυματίες και αιχμάλωτοι.

Φύγαμε για το χωριό Μάρκου. Έλπιζα ότι κι άλλοι δικοί μου θα πήγαιναν μπροστά ή πίσω. Στο δρόμο συνάντησα το Μέραρχο. Όταν με είδε τραυματισμένο μου είπε: «πάλι εσύ τραυματίας;» «του απάντησα: «Δεν είναι τίποτε. Σήμερα μέραρχε μετράμε μόνο τους σκοτωμένους. 'Ασε τους τραυματισμένους». Φώναξε το σύνδεσμό του που πήγαινε μπροστά με το άλογό του να σταθεί για ν’ ανέβω πάνω. Ανέβηκα γιατί είχαν κοπεί τα πόδια μου, είχα χάσει και αίμα γιατί έτρεχε πολύ, ώσπου να το δέσει ο γιατρός καλά. Σε λίγο φτάσαμε στο χωριό. Εκεί περίμενα με αγωνία πόσοι δικοί μου θα έρθουν ακόμη. Έλπιζα ότι κάποιοι θα έχουν ξεκοπεί. Μέχρι που σουρούπωσε δεν φάνηκε κανείς.

Τότε συγκέντρωσα όσους ήταν εκεί να κάνω προσκλητήριο. Όταν ξεκίνησα για τη Δημητσάνα ο λόχος μου είχε παρόντες 88. Ο επίτροπος έλειπε με δύο ομάδες. Είχε πάει στον Πάρνωνα για να φέρει πυρομαχικά και πάτζερ. Ευτυχώς που έλλειπαν κι αυτοί οι 18 αλλιώς θα σκοτώνονταν. Τότε ακόμη οι λόχοι στο Μωριά είχαν τρεις διμοιρίες γύρω στους 110 - 120 άντρες. Τη δύναμη αυτή την είχαμε και μ’ αυτούς που μας έφεραν από τα έμπεδα. Μετά την ανασυγκρότηση σε ταξιαρχίες οι λόχοι είχαν δύναμη γύρω στους 80 άντρες. Έκανε προσκλητήριο ο κουρέας γιατί ο επιλοχίας είχε σκοτωθεί. Έλλείπαν δύο διμοιρίτες, δύο επίτροποι διμοιριών, εννέα ομαδάρχες, εννέα σκοπευτές, ο επιλοχίας και τριάντα δύο αντάρτες. Φοβερό μακελειό! Θόλωσαν τα μάτια μου. Νόμιζα ότι ήταν όνειρο κακό. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι έτσι μέσα σε μια μέρα τόσα βλαστάρια, τόσα παιδιά πάνω στον ανθό τους, τόσα καμάρια, τέτοιοι λεβέντες θα χάνονταν σαν τις δροσοσταλίδες πάνω στα φύλλα με την ανατολή του ήλιου.

Μου φαίνονταν ότι σάλεψε το λογικό μου. Ότι όλα αυτά είναι ψέμματα. Οι αντάρτες τώρα θα σηκωθούν από την αποθεριά και θάρθουν να μπουν στη θέση τους και να τραγουδήσουν, να γελάσουν ξένοιαστοι σαν παιδιά που ήταν. Ζάρωσα σαν να μου έρριχναν νερό στην πλάτη και δεν μπορούσα να πω τίποτε. Το μυαλό μου δεν δούλευε πια. Ένας κόμπος κάθησε στο λαιμό μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Το ίδιο και οι αντάρτες. Στέκονταν εκεί σαν να τα είχαν χαμένα, σαν να βρίσκονταν σε άγνωστο μέρος μ5 άγνωστους ανθρώπους. Κουρασμένοι, τσακισμένοι, διψασμένοι, πεινασμένοι, άυπνοι και ματωμένοι. Κι όμως δεν είχαν όρεξη για τίποτε απ ’ αυτά. Είχαν σκυμμένα τα κεφάλια και διαλογίζονταν πως έγιναν όλα αυτά. Τέλος για να πω κάτι, να κάνω κάτι, είπα: «καθήστε εκεί να ξεκουραστείτε». Και ο κουρέας ρώτησε: «που λοχαγέ;». Απάντησα «εκεί» χωρίς να ξέρω και γω που!.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger