{[['']]}
Ο διδακτικός επίλογος του Εβρου
Ο ανθυπολοχαγός Καρλιαύτης (του Α2) περιέγραψε αυτάρεσκα πώς στήθηκε ο μηχανισμός της παγίδευσης με τον στρατιώτη Ψήνα, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο τελευταίος στην κατάθεση του. Ο υποδιοικητής της μονάδας ταγματάρχης Ροδόπουλος υποστήριξε ότι ο Ματάτης ομολόγησε στον ίδιο ότι είχε λάβει οδηγίες για να κάνει σαμποτάζ και ότι ο Μπέκιος αποδείχθηκε «προδότης» ενώ, όταν ρωτήθηκε για πιθανό «εκφοβισμό» κατά την ανάκριση, απάντησε ότι αυτά είναι «ευτράπελα».
Ο λοχαγός Κολομβότσης (διοικητής της Γ’ Πυροβολαρχίας) κατέθεσε ότι ο Μπέκιος του είπε ότι «παρεσύρθη καί μετανοεί», ενώ ο λοχαγός Κυριαζής (διοικητής της Α’ Πυροβολαρχίας) υποστήριξε ότι οι κατηγορούμενοι ομολόγησαν στον ίδιο ότι «ήσαν ώργανωμένοι είς δίκτυον κομμουνιστών», ότι ο Μπέκιος «έφοβήθη πώς θά τόν αντιμετώπιζε ό πατέρας του, ό όποιος ήτο χωροφύλαξ καί έπολέμησεν εις τήν μάχην του Μακρυγιάννη», και ότι κατά την ανάκριση «δέν έχρησιμοποιήθη βία».
Ο λοχαγός Κουτσοδημητρόπουλος βεβαίωσε ότι ο Ματάτης ήταν «ποτισμένος κομμουνιστής» και είχε ομολογήσει ότι έλαβε «τήν διαταγή» να κάνει σαμποτάζ, ενώ ο Μπέκιος του είπε ότι «σκέπτεται πώς θά άντικρύση τους γονείς του». Ο υπολοχαγός Τσόπελας κατέθεσε ότι ο Ματάτης όταν τόν ρώτησε τό «γιατί», του απάντησε ότι «έτσι, ήθελα νά τά χαλάσω».
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες που δεν άνηκαν στη μονάδα, και οι όποιοι προηγουμένως είχαν αποφανθεί κατηγορηματικά ότι οι βλάβες ήταν αποτέλεσμα κακής συντήρησης, τώρα μετέβαλαν στάση. Ο συνταγματάρχης Αρβανιτίδης (της τεχνικής διευθύνσεως του ΓΣΣ) κατέθεσε ότι «τοιούτου είδους φθορές δύνανται νά είναι φυσιολογικαί, άλλα καί έσκεμμέναι», ενώ ο υπολοχαγός Κουτσογιαννόπουλος (του 9ου Λόχου επισκευών της Στρατιωτικής Διοίκησης Έβρου), ο όποιος είχε αναφέρει ρητά τον Μάιο ότι ή βλάβη των αυτομάτων διακοπτών «δέν θεωρείται ύποπτος»109, δήλωσε τώρα ότι ουδέποτε είχε υποστηρίξει ότι ή βλάβη ήταν φυσιολογική και ότι την θεωρεί «κατά 80-90%» ύποπτη 110. Επιστέγασμα υπήρξαν αφενός η κατάθεση του διοικητή της ΣΔ Εβρου ταξίαρχου Βαρδουλάκη καί αφετέρου η αγόρευση του βασιλικού επιτρόπου αντισυνταγματάρχη Γκόπη.
Ερωτηθείς εάν του δημιουργήθηκε «προς στιγμήν ή έντύπωσις» ότι η προανάκριση «υπερέβαλε», ο Βαρδουλάκης απάντησε: «Όχι, διότι εγνώριζα τους αξιωματικούς οι όποιοι είναι αξιωματικοί ήθους και αδιάβλητοι, ο δε τότε διοικητής Παπαδόπουλος είναι υπέροχος αξιωματικός και υπέροχος οικογενειάρχης»111.
Η κατάθεση αυτή είναι ενδεικτική διότι ο Βαρδουλάκης, όχι μόνο δεν άνηκε στην ομάδα Παπαδόπουλου, άλλα κατά τις παραμονές του πραξικοπήματος επιχείρησε να προειδοποιήσει την τότε ηγεσία για τις κινήσεις των συνωμοτών, από τους οποίους στη συνέχεια υπέστη διώξεις. Μετά δέκα έτη δε, και πάλι ως μάρτυρας κατηγορίας, αλλά τότε πλέον στη δίκη των πρωταιτίων της δικτατορίας, επεσήμαινε ότι η τελική φάση της προετοιμασίας του απριλιανού πραξικοπήματος «άρχισε περίπου το 1965»112, όταν δηλαδή εκείνος τους έδινε τα εύσημα (με κάποια δόση λεπτής ειρωνείας πρέπει να παραδεχθεί κανείς, ως προς το σκέλος του «οικογενειάρχη», δεδομένου ότι η προσωπική ζωή του μελλοντικού δικτάτορα αποτελούσε κοινό μυστικό μεταξύ των αξιωματικών).
Στη δική του αγόρευση, ο αντισυνταγματάρχης Γκόπης, αφού απέρριψε τον ισχυρισμό των κατηγορουμένων ότι υπέστησαν βασανιστήρια για να ομολογήσουν («τέρμα εις τά περί βίας καί μεσαιωνικών μέσων») και κατήγγειλε τις αιτιάσεις περί σκηνοθεσίας των βλαβών από μέρους «τών επιτελών τής 117 Μοίρας» (δηλαδή του Παπαδόπουλου) ως «ΰβριν δι' όλόκληρον τόν στρατόν», παραδέχθηκε ωστόσο ότι δεν απεδείχθη «αρκούντως» η ύπαρξη παρανόμου δικτύου «όπισθεν τών δύο στρατιωτών».
Η πράξη τους υπήρξε ουσιαστικά «προδοσία», άλλα ο χαρακτηρισμός της ως απλής φθοράς του έδενε «δυστυχώς» (όπως υπογράμμισε) τα χέρια, μη επιτρέποντας του να ζητήσει «τήν έσχάτην τών ποινών, όπως θά ήρμοζε». 'Εν κατακλείδι, πρότεινε να κηρυχθούν ένοχοι, προσθέτοντας ότι, ειδικά για τον Ματατη, ο οποίος «εύρίσκετο σκοπός καί εγκατέλειψε τό όπλον του διά νά καταστρέψη αύτοκίνητον», πρέπει να εφαρμοστεί «λόγω τής θέσεως τής Μοίρας», το ΜΔ ψήφισμα του 1948, που προέβλεπε ποινή καθείρξεως και είχε εφαρμογή σε εμπόλεμη περίοδο 113. Η στάση αυτή του βασιλικού επιτρόπου είναι εξίσου ενδεικτική με εκείνη του Βαρδουλάκη, διότι ούτε ό Γκόπης σχετιζόταν με την ομάδα Παπαδόπουλου και αποστρατεύτηκε μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 114.
Τελικώς, ο Μπέκιος καταδικάστηκε σε ποινή 4ετοΰς φυλάκισης, για φθορές (σε συνδυασμό με τον νόμο 4000 περί τεντιμποϊσμού), και ο Ματάτης σε ποινή 15ετοΰς κάθειρξης, για φθορές και για εγκατάλειψη θέσης σκοπού 115. Το απαλλακτικό βούλευμα για τις κακοποιήσεις, η στάση των αξιωματικών μαρτύρων, η αγόρευση του βασιλικού επιτρόπου, το όλο κλίμα διεξαγωγής της δίκης και η απόφαση των στρατοδικών, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο στρατός είχε θέσει και πάλι υπό τις φτερούγες του τον αντισυνταγματάρχη Παπαδόπουλο 116.
Είναι προφανές ότι στα μάτια των περισσοτέρων στελεχών (ανεξαρτήτως επιμέρους πεποιθήσεων) η όλη υπόθεση, όπως και οι αποκαλύψεις περί του σχεδίου «Περικλής», είχαν εκληφθεί ως προσβολές κατά του σώματος των αξιωματικών συνολικά και οδήγησαν στη συσπείρωση των γραμμών τους, υπό την νέα ηγεσία. Αντί τιμωρίας, ο Παπαδόπουλος μετατέθηκε αρχικά στη Λάρισα και στη συνέχεια στο ΓΕΣ στην Αθήνα, ανασυγκρότησε τη συνωμοτική του ομάδα, συμμετείχε δραστήρια στα πραξικοπηματικά σχέδια πού εξυφαίνονταν από τα Ανάκτορα, κύκλους της Δεξιάς και τη στρατιωτική ηγεσία υπό τον Σπαντιδάκη και, την κατάλληλη στιγμή, «έκλεψε τόν κεραυνό» μέσα από τα χέρια των στρατηγών, τη νύκτα της 20 προς 21 Απριλίου 1967.
Ή τελευταία πράξη του δράματος των δύο στρατιωτών της 117 ΜΠΠ παίχθηκε στο Αναθεωρητικό Στρατοδικείο Αθηνών τον Μάρτιο του 1966, όπου μειώθηκαν οι ποινές, του μεν Ματάτη σε έξι ετών φυλάκιση, του δε Μπέκιου σε δύο. Η δεύτερη αυτή δίκη διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών και ο συνήγορος του Μπέκιου Π. Κατσικόπουλος (βουλευτής της ΕΚ, συνήγορος και στή δίκη «ΑΣΠΙΔΑ»), δήλωσε προς το δικαστήριο: «Κύριοι, διαπίστωσα από την ακροαματική διαδικασία ότι η υπόθεση είναι να καταδικασθούν οπωσδήποτε αυτοί οι άνθρωποι. Δεν έχω να πω τίποτε άλλο. Καταδικάστε τους»117. Σημειωτέον ότι στη δίκη δόθηκε ελάχιστη δημοσιότητα, ακόμη και από τον τύπο της αντιπολίτευσης 118.
Ο Μπέκιος εξέτισε διαδοχικά την ποινή του στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου (όπου κακοποιήθηκε), Αίγινας, Τίρυνθας και Κορίνθου. Αποφυλακίστηκε τον Μάρτιο του 1967, άλλα, καθώς χρωστούσε ακόμη χρόνο θητείας, έλαβε φύλλο πορείας και πάλι για την μοιραία 117 ΜΠΠ στην 'Ορεστιάδα. Η ανάμνηση των σκηνών που είχε ζήσει του προκάλεσαν νευρικό κλονισμό και πήρε ένα μήνα αναρρωτική άδεια. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου τον βρήκε ενώ επέστρεφε στη μονάδα, όπου τον περίμενε και η μετάθεση του στην 106 ΜΠΠ, στη Φλώρινα. 'Εκεί αφηγήθηκε την περιπέτεια του στον διοικητή αντισυνταγματάρχη Λάμπρο Φλόκα και «έκτοτε κανείς δεν με ενόχλησε, μου φέρθηκαν άψογα».
Λίγους μήνες αργότερα τον επισκέφθηκαν δύο από τους ανακριτές του (οι αξιωματικοί Κουτσοδημητρόπουλος καί Μπότσας, οι όποιοι υπηρετούσαν πλέον στην ΚΥΠ) και του είπαν: «Ό,τι έγινε, έγινε»... «κι όταν απολυθείς από το στρατό, έλα στην ΚΥΠ να σε βοηθήσουμε. Τώρα, ξέρεις, είμαστε στα πράγματα». Αργότερα, οδηγώντας στρατιωτικό αυτοκίνητο έπαθε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, στο όποιο τραυματίστηκε σοβαρά (σπάσιμο λεκάνης και ποδιού) κι έμεινε πολλούς μήνες στο νοσοκομείο, απ' όπου και έλαβε το απολυτήριο (Ι5), καθώς και σύνταξη 1.100 δραχμών (35% αναπηρία). Απελπισμένος, επισκέφθηκε τους δύο αξιωματικούς στην ΚΥΠ, που τον σύστησαν σε κάποιες δουλείες με μεροκάματο 119 .
Ο Ματάτης κρατήθηκε στο Μπογιάτι (όπου έλαβε απολυτήριο από το στρατό), την Αίγινα, τη Λευκάδα και στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί βρέθηκε μέ τους πολιτικούς κρατούμενους της δικτατορίας, οι όποιοι του «στάθηκαν σαν παιδί τους». Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στον Κορυδαλλό, απ' όπου τελικώς αποφυλακίστηκε, υπό τον όρο της περιορισμένης διαβίωσης στη Βέροια, όπου ήταν υποχρεωμένος να δίνει το «παρών» στην Ασφάλεια τρεις φορές την εβδομάδα, μέχρι τη μεταπολίτευση 120.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου