{[['']]}
«Είναι τεράστιο ψεύδος ότι ο Γλέζος κατέβασε την γερμανική σημαία από την Ακρόπολη! Διότι, όλοι οι στρατοί του κόσμου κάνουν υποστολή της σημαίας με τη δύση του ηλίου».
«Χρυσή Αυγή», 24.10.2012
Πριν από 75 χρόνια, τη νύχτα της 30ής προς την 31η Μαΐου δύο Ελληνες νέοι, ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος (Λάκης) Σάντας κατέβαζαν από την Ακρόπολη τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό των γερμανικών δυνάμεων κατοχής.
Η πράξη αυτή, που θεωρήθηκε από τις πρώτες και πάντως πιο ηρωικές αυθόρμητες αντιδράσεις των λαών της Ευρώπης, έχει προ πολλού τεκμηριωθεί απολύτως και αποτελεί μία φωτεινή σελίδα στην ιστορία της εθνικής αντίστασης της περιόδου 1941-1944.
Παρά το γεγονός ότι είναι προσιτά στον καθένα τα αδιάσειστα στοιχεία που επιβεβαιώνουν το ιστορικό αυτό συμβάν, ακούγονται ακόμα και σήμερα φωνές αμφισβήτησης.
Τρία τέταρτα του αιώνα μετά την παράτολμη πράξη, είναι πολλοί εκείνοι που αδυνατούν να την πιστέψουν και είναι έτοιμοι να αποδεχτούν κάθε σχετική αμφισβήτηση που διακινούν οι κάθε λογής παραγωγοί «πατριωτικών» αστικών μύθων.
Βλέπετε, δεν ταιριάζει στα στερεότυπα της εποχής να αναλαμβάνουν την πρώτη ηρωική πατριωτική πράξη της κατοχής δύο αριστεροί νέοι!
Και ειδικά ο Γλέζος, ο οποίος επί δεκαετίες υπήρξε ηγετικό στέλεχος της Αριστεράς, καθόταν στο στομάχι των προπαγανδιστών (και της σημερινής Δεξιάς), που βάσιζαν τη ρητορεία τους στον «ανθελληνισμό» και τον «αντιπατριωτισμό» του ΚΚΕ, της ΕΔΑ και της μεταπολιτευτικής Αριστεράς.
Επί δεκαετίες η αμφισβήτηση της πράξης στηριζόταν σε πανομοιότυπους συλλογισμούς:
Το συνηθέστερο επιχείρημα είναι ότι δεν είναι δυνατόν να κατέβασαν νύχτα τη σημαία, εφόσον οι σημαίες μετά τη δύση υποστέλλονται. Συνεπώς πρόκειται για ψέματα.
Το συνηθέστερο επιχείρημα είναι ότι δεν είναι δυνατόν να κατέβασαν νύχτα τη σημαία, εφόσον οι σημαίες μετά τη δύση υποστέλλονται. Συνεπώς πρόκειται για ψέματα.
Παραλλαγή αυτού του επιχειρήματος είναι ότι το μόνο που μπορεί να έγινε ήταν να κλάπηκε η σημαία από κάπου όπου ήταν φυλαγμένη.
Αλλά αυτό δεν συνάδει με τις αφηγήσεις των δύο πρωταγωνιστών, οπότε και πάλι πρόκειται για ψέμα.
Η ανακοίνωση που εκδόθηκε από τις γερμανικές αρχές την επομένη και δημοσιεύτηκε υποχρεωτικά σε όλο τον ελεγχόμενο Τύπο, όχι μόνο επιβεβαιώνει την ηρωική πράξη, αλλά μιλά ρητά για την «κυματίζουσα επί της Ακροπόλεως γερμανική πολεμική σημαία».
Σε διπλανές στήλες δημοσιεύουμε την ανακοίνωση που υπογράφει ο «φρούραρχος». Οπότε καταρρέει το επιχείρημα.
Εκτός αν στο «κόλπο» για την ηρωοποίηση της Αριστεράς ήταν και οι ναζί.
Μάλιστα αυτή η ανακοίνωση αναφέρεται και σε άλλες αυθόρμητες αντιδράσεις του ελληνικού λαού εναντίον των δυνάμεων κατοχής, περιγράφοντας έτσι το κλίμα μέσα στο οποίο οι δύο νέοι πήραν την απόφασή τους.
Αλλά κι αυτό το επιχείρημα καταρρέει, εφόσον η αποκάλυψη έγινε πολύ νωρίς, στις εφημερίδες του Μαρτίου του 1945, σε μια εποχή που θα μπορούσε οποιοσδήποτε να διεκδικήσει την πατρότητα του εγχειρήματος αν έβλεπε ότι το σφετερίζονται κάποιοι αμέτοχοι.
Και μάλιστα η αποκάλυψη προβλήθηκε και από τις εφημερίδες της Δεξιάς, παρά το γεγονός ότι ο διχασμός με την Αριστερά είχε ήδη βαθύνει, εφόσον βρισκόμαστε στην περίοδο αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Αλλά η ένταξη των μαθητών στην ΕΟΝ ήταν υποχρεωτική και δεν υποδήλωνε πολιτικά «πιστεύω».
Οσο για τους βαθμοφόρους της μεταξικής οργάνωσης, αυτοί ή εξαφανίστηκαν μετά την κατάληψη της χώρας από τον στρατό του Τρίτου Ράιχ ή συνεργάστηκαν με τις κατοχικές δυνάμεις.
Υποτίθεται, μάλιστα, ότι η προπαγάνδα της Αριστεράς έχει συγκαλύψει μια άλλη ηρωική πράξη, δηλαδή την αυτοκτονία του εύζωνα Κωνσταντίνου Κουκίδη, ο οποίος τυλίχτηκε με την ελληνική σημαία και έπεσε από τον βράχο της Ακρόπολης μόλις εισήλθαν τα γερμανικά στρατεύματα στην Αθήνα.
Μπορεί να τον τίμησε η ελληνική πολιτεία τον Οκτώβριο του 2000, αλλά όπως απολογήθηκε κατά τη σχετική τελετή ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, «τιμάμε τον Κουκίδη, παρά το ότι η ιστορική έρευνα δεν απέδωσε επιστημονική απόδειξη για την ύπαρξή του και για την πράξη του αυτή».
Ο τότε δήμαρχος της πρωτεύουσας πρόσθεσε με παιδική αφέλεια: «Το ερώτημα δεν είναι αν υπήρξε ο εύζωνας Κουκίδης. Το ερώτημα είναι αν εμείς οι σημερινοί Ελληνες θέλουμε να υπάρξει».
Ολα αυτά μπορεί κανείς να τα διαβάσει σε εκατοντάδες ιστοσελίδες ως «επιβεβαιωμένα» ιστορικά γεγονότα που υποτίθεται ότι ανατρέπουν μια διεθνώς αναγνωρισμένη ηρωική πράξη.
Και όπως συμβαίνει με όλους τους αστικούς μύθους, έτσι και στην περίπτωση της σημαίας, όσο περισσότερα τεκμήρια εισφέρει η ιστορική έρευνα τόσο πιο καχύποπτοι γίνονται εκείνοι που ούτως ή άλλως αδυνατούν να πιστέψουν ότι κάποιοι αποτόλμησαν αυτό που κανείς δεν θα επιχειρούσε σήμερα.
⤊ Τεκμήρια μιας ηρωικής πράξης: η ανακοίνωση του γερμανικού Φρουραρχείου («Ελεύθερον Βήμα», 1/6/1941) και κάτω, το πρώτο μεταπολεμικό δημοσίευμα για την ταυτότητα των δραστών («Ελευθερία», 25/3/1945)⤋
Θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εδώ, αλλά σκοπός μας δεν είναι να συνοψίσουμε τις αποδείξεις για το ιστορικό γεγονός, αλλά να εξετάσουμε τις συνθήκες και τους λόγους που επιτρέπουν επί τόσες δεκαετίες να διαχέονται αυτά τα τερατώδη ψέματα μόνο και μόνο για να συκοφαντήσουν τους εμβληματικούς αγωνιστές της εθνικής αντίστασης, αλλά και να αμαυρώσουν την ιστορία της Αριστεράς.
Και κυρίως σκοπός μας είναι να αποκαλύψουμε ποιοι είναι εκείνοι που τα διακινούν.
Γιατί, όπως «όλοι θέλουμε να υπάρχει ο Κουκίδης», έτσι και πολλοί δεν θέλουν να υπάρχει η πράξη του Γλέζου και του Σάντα.
Η επιχείρηση αμφισβήτησης
Οπως θα περίμενε κανείς, ο πρώτος που δεν μπορεί να χωνέψει την πράξη του Γλέζου και του Σάντα είναι η ναζιστική Χρυσή Αυγή.
Στην εφημερίδα της οργάνωσης δημοσιεύονται συχνά κείμενα που επαναλαμβάνουν τους ισχυρισμούς που παραθέσαμε πιο πάνω.
Εντελώς ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε την αναδημοσίευση το 2008 ενός κειμένου που κυκλοφορούσε στο διαδίκτυο, σύμφωνα με το οποίο υπήρξε το γεγονός, αλλά δεν ήταν ο Γλέζος και ο Σάντας που πραγματοποίησαν την παράτολμη ενέργεια («Γλέζος - Σάντας: Ηρωες ή ήρωες κατά δήλωσή τους;», εφ. «Χρυσή Αυγή», 4.6.2008).
Στην ίδια κατεύθυνση υπάρχουν και άλλα δημοσιεύματα, όπως εκείνο κάποιου Φίλιππου Κρομμύδα, όπου επαναλαμβάνεται το «επιχείρημα» ότι «τη νύχτα δεν υπάρχουν αναπεπταμένες στρατιωτικές σημαίες» και ότι «η μόνη σημαία που κατέβασε ο Γλέζος είναι η ελληνική από τη Μακεδονία», κ.λπ. («Ποια σημαία κατέβασαν από την Ακρόπολη;», εφ. «Χρυσή Αυγή», 11.5.2011).
Και μετά την είσοδο της ναζιστικής οργάνωσης στη Βουλή, τον Οκτώβριο του 2012, θα διαβάσουμε νέο ιστορικό πόνημα, όπου επαναλαμβάνονται τα ίδια:
«Είναι τεράστιο ψεύδος ότι ο Γλέζος κατέβασε την γερμανική σημαία από την Ακρόπολη! Αυτό ήταν αδύνατον! Διότι, όλοι οι στρατοί του κόσμου κάνουν έπαρση σημαίας τις πρωινές ώρες και υποστολή με την δύση του ηλίου. Αποκλείεται, λοιπόν, ο γερμανικός στρατός της εποχής εκείνης να μην είχε υποστείλει την σημαία. Αρα, οι Γλέζος και Σάντας ανέβηκαν ανενόχλητοι στην αφύλακτη Ακρόπολη τη νύχτα και αφήρεσαν (έκλεψαν) τη γερμανική σημαία από κάποιο κουτί, εντός του οποίου ήταν τοποθετημένη και διπλωμένη. Πού είναι, λοιπόν, ο ηρωισμός των;»(Γ.Δημητρακόπουλος, «Ο αντεθνικός βίος και η πολιτεία του κομμουνιστού Μ. Γλέζου»,24.10.2012).
Η επίθεση αυτή των ναζιστών οφειλόταν στο γεγονός ότι με δηλώσεις του ο Μ. Γλέζος είχε καταγγείλει τη Χρυσή Αυγή ως «ένα κόμμα στην ουσία του αντεθνικό, με χαρακτηριστικά εγκληματικής οργάνωσης, που δεν διστάζει να βυσσοδομεί χυδαία, εκμεταλλευόμενο τα ένστικτα μιας κοινωνίας που καταρρέει» (23.10.2012).
Είχε απαντήσει αυθημερόν με το γνωστό του ύφος ο υπαρχηγός της ναζιστικής οργάνωσης Χρήστος Παππάς:
«Τιμή μας και καμάρι μας να μας υβρίζει ένας Γλέζος. Δεν τιμάω και δεν έχω σε καμία υπόληψη τον υμνητή του Χότζα, τον καταδικασμένο από την ελληνική δικαιοσύνη εγκληματία σταλινικό Μανώλη Γλέζο. Το δυστύχημα είναι ότι αυτός ο εσχατόγερος όπως και ο εσχατόγερος της Δεξιάς Κώστας Μητσοτάκης θα κηδευτούν με λεφτά που θα πληρώσει ο ελληνικός λαός (δημοσία δαπάνη)».
Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης με ένα τουίτ έδωσε μια πειστική ερμηνεία για το μίσος που ξεχειλίζει από τη δήλωση του ναζιστή βουλευτή:
«Το χυδαίο παραλήρημα της Χρυσής Αυγής εναντίον του Μανώλη Γλέζου έχει εξήγηση: δεν μπορούν να του συγχωρήσουν ότι κατέβασε τη σημαία τους από την Ακρόπολη!»
Και είναι αλήθεια ότι ο μόνος που ανάρτησε σε ελληνικό έδαφος τη γερμανική πολεμική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό μετά την απελευθέρωση είναι η ίδια η Χρυσή Αυγή, όπως έχει αποκαλύψει η «Εφ.Συν.»:
➤ είτε σε τελετές μύησης των νέων μελών («Οι ναζιστές αυτοκαρφώνονται», «Εφ.Συν.», 24.6.2014)
➤ είτε στις συναυλίες μίσους με ξένους ομοϊδεάτες τους («Χ.Α.: Ζήτω οι κατακτητές μας!», «Εφ.Συν.», 22.1.2015).
Οι εντιμότατοι αρνητές
Θα ήταν όμως εντελώς παραπειστική μια εικόνα που θα απέδιδε μόνο στους νοσταλγούς του Τρίτου Ράιχ, εκείνους δηλαδή που θεωρούν εαυτούς «σπορά των ηττημένων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου», την επιχείρηση αποκαθήλωσης του ανεπιθύμητου ήρωα.
Στην υπόθεση εμπλέκεται το μετεμφυλιακό βαθύ κράτος, το οποίο ακόμα και σήμερα εκφράζεται μέσω γνωστών εφημερίδων αλλά και διακεκριμένων πολιτικών στελεχών, ακόμα και υπουργών.
Αν πάρει κάποιος, λ.χ., το κείμενο του Κρομμύδα που δημοσίευσε η «Χρυσή Αυγή» το 2010, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για ένα άρθρο το οποίο προβλήθηκε -πρωτοσέλιδο μάλιστα- στην εφημερίδα «Πρωινός Λόγος» των Ιωαννίνων (19.3.2010).
Η εφημερίδα δεν είναι περιθωριακή ή φιλοναζιστική. Είναι απλώς δεξιά.
Εχει την πρώτη κυκλοφορία στην Ηπειρο και υποστήριζε στην περίοδο της μεταπολίτευσης τον Αβέρωφ και εν συνεχεία τον Σαμαρά.
Οσο για τον συγγραφέα, αυτός εμφανίζεται ως πανεπιστημιακός, λέκτορας του τομέα αστρογεωφυσικής στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Το κείμενο ωστόσο είναι ακραίο. Οχι μόνο αμφισβητεί και ειρωνεύεται την ηρωική πράξη, αλλά καταλογίζει στον Γλέζο ότι «το 1959 είχε καταδικαστεί για κατασκοπεία εις βάρος της Ελλάδος σε πέντε χρόνια φυλακή, τέσσερα χρόνια εκτόπιση και οκτώ χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων» και συγκρίνει τη λιποθυμία του από τα δακρυγόνα στην πλατεία Συντάγματος, σε διαδήλωση του 2010, με την κυκλοφορία του βίντεο μιας πορνοστάρ.
Ε, λοιπόν, αυτό το ακραίο κείμενο το είδαμε να αναδημοσιεύεται στον ιστότοπο της πολιτικής οργάνωσης του Μάκη Βορίδη, τις «Ελληνικές Γραμμές», καθώς και στο προσωπικό ιστολόγιο του Αδώνιδος Γεωργιάδη.
Και μπορεί ο δεύτερος να είχε την πρόνοια να εξαφανίσει το παλιό του ιστολόγιο μόλις μεταπήδησε στη Νέα Δημοκρατία, αλλά η ανάρτηση φιγουράρει μέχρι σήμερα στον ιστότοπο των «Ελληνικών Γραμμών».
Δείγμα της «πολιτικής αρχών» του κ. Γεωργιάδη ήταν ότι λίγα χρόνια νωρίτερα, το 2003, ο ίδιος αποκαλούσε «σύγχρονο Ελληνα ήρωα» τον Μανώλη Γλέζο, μόνο και μόνο επειδή εκείνος είχε δεχτεί να παραχωρήσει συνέντευξη στο «εθνοπρεπές» περιοδικό του Αδώνιδος, την «Ελληνική Αγωγή» (Μάρτιος 2003).
Δίπλα στον Βορίδη και τον Γεωργιάδη, ο τρίτος της παρέας των δελφίνων του Καρατζαφέρη, ο Κυριάκος Βελόπουλος, την ίδια περίοδο έκανε τηλεοπτική καμπάνια για να καταρρίψει τον «μύθο», επαναλαμβάνοντας τα περί νυχτερινής υποστολής των σημαιών και εν συνεχεία ανασύροντας κάποιες μυθιστορηματικές περιγραφές που είχε εμπνευστεί ο Μανιαδάκης τη δεκαετία του 1950.
Τα ντοκουμέντα της εποχής
Πώς φτάσαμε όμως ώς εδώ; Είναι αλήθεια πως όταν συνέβη το γεγονός, το επιβεβαίωσαν οι ίδιες οι γερμανικές αρχές κατοχής.
Δεν είναι μόνο η ανακοίνωση του φρουράρχου, στην οποία αναφερθήκαμε.
Οι εφημερίδες της εποχής αναφέρονται αναλυτικά στο ζήτημα. Και μάλιστα συνδέουν την ενέργεια αυτή με άλλες αυθόρμητες αντικατοχικές αντιδράσεις.
Με κύριο άρθρο της που φέρει τον τίτλο «Η σημαία», η «Βραδυνή» καταγγέλλει την πράξη και τους δράστες:
«Δεν είναι δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπεξήρεσαν την γερμανικήν σημαίαν, η οποία εκυμάτιζεν επί της Ακροπόλεως, παραπλεύρως της Εθνικής μας Σημαίας. Πάντως δεν είναι δυνατόν να ήσαν Ελληνες που αγαπούν το Εθνος τους. Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα ξένης προπαγάνδας ημπορούσαν να διαπράξουν μίαν τόσον επαίσχυντον, αλλά και τόσον επικίνδυνον, ως προς τας συνεπείας της, πράξιν».
Το δωσιλογικό παραλήρημα της εφημερίδας έφτανε στο σημείο να εξυμνήσει τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό και να χαρακτηρίσει «έγκλημα» την ηρωική πράξη:
«Το Ελληνικόν Εθνος απεδέχθη την σημαίαν του Νέου Ράιχ, που εδημιούργησεν η μεγαλοφυής διάνοια του Αδόλφου Χίτλερ […] ως εν σύμβολον δικαιοσύνης, ευνομίας και πολιτισμού. Και είναι βέβαιον ότι, αν οι δράσται του εγκλήματος της Ακροπόλεως περιήρχοντο εις χείρας του ελληνικού λαού, θα ελυντσάροντο από αυτόν τον ίδιον ως εχθροί της Πατρίδος μας» (1.6.1941).
Επενέβη μάλιστα τις επόμενες μέρες με άρθρο της η γνωστή οπαδός του εθνικοσοσιαλισμού Σίτσα Καραϊσκάκη, πρώην γραμματέας του Γκέμπελς και επί κατοχής υπεύθυνη της λογοκρισίας:
«Αν μια σημαία θα μπορούσε να στηθή επάνω στην Ακρόπολι πλάι στην ελληνική, αυτή θα έπρεπε να είναι πραγματικά η σημαία του αγκυλωτού σταυρού. […] Είναι ακόμη πιο στυγερό το έγκλημα, γιατί ο γερμανικός στρατός κατοχής από την πρώτη ώρα που μπήκε στην Αθήνα, φέρθηκε σαν νάμαστε παλιοί γνώριμοι και φίλοι» (εφ. «Βραδυνή», 5.6.1941).
Μετά την απελευθέρωση, όταν αποκαλύφθηκε η ταυτότητα των δύο νέων που κατέβασαν τη σημαία, κανένας δεν διανοήθηκε να αμφισβητήσει το γεγονός, παρά το εμφυλιοπολεμικό κλίμα.
Η αποκάλυψη έγινε από την «Ελευθερία» και τον «Ριζοσπάστη» τη μέρα της εθνικής επετείου (25.3.1945).
Την επομένη, η υπερσυντηρητική «Εστία» δημοσίευε διθυραμβικό σχόλιο:
«Ολοι οι Αθηναίοι ενθυμούνται ακόμη τον ειλικρινή ενθουσιασμόν που τους ενέπνευσε το κατόρθωμα αυτό -μοναδικόν εις την ιστορίαν της Γερμανοκρατούμενης Ευρώπης- και την απερίγραπτον λύσσαν που προκάλεσεν εις τους Γερμανούς, φθάσαντας μέχρι του να καταδικάσουν όλους τους Αθηναίους εις την τιμωρίαν του κλεισίματος εις τα σπίτια των από τας οκτώ το βράδυ. Χαιρετίζομεν και ημείς με συγκίνησιν τους δύο αυτούς νεαρούς Ελληνας που λέγονται Απόστολος Σάντας και Εμμανουήλ Γλέζος. Μας λέγουν ότι είναι κομμουνισταί. Δεν μας ενδιαφέρει. Η πράξις των ήτο καθαρά ελληνική» («Δύο ήρωες», 26.3.1945).
Δημοσιογράφος της «Εστίας» ήταν και ο Δημήτριος Γατόπουλος, στον οποίο οφείλουμε την «Ιστορία της Κατοχής» (εκδ. Πέτρου Δημητράκου, Αθήνα χ.χ. [1946]), όπου περιγράφεται αναλυτικά η ενέργεια (τ. Α', σ. 132-136), αλλά περιλαμβάνεται και η προσωπική μαρτυρία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών Ηλ. Μικρουλέα, στον οποίο είχαν αναθέσει οι κατοχικές αρχές τις ανακρίσεις (τ. Β', σ. 20-24).
Μαθαίνουμε έτσι όχι μόνο τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε η ηρωική πράξη, αλλά και τις προσπάθειες ορισμένων Ελλήνων δικαστικών να συγκαλύψουν την υπόθεση.
Η πρώτη αμφισβήτηση
Η πρώτη φορά που επιχειρήθηκε να αμφισβητηθεί η ενέργεια ήταν το 1958.
Ο Μανώλης Γλέζος ήταν πλέον ηγετικό στέλεχος της ΕΔΑ και διευθυντής της εφημερίδας «Αυγή».
Στις εκλογές του 1958 (11.5) η ΕΔΑ είχε αναδειχτεί αξιωματική αντιπολίτευση με 24,43%, με αποτέλεσμα να κινητοποιηθεί ο μηχανισμός του βαθέος κράτους με στόχο την τρομοκράτηση των πολιτών και την πολιτική απομόνωση της ΕΔΑ.
Σ’ αυτό το πλαίσιο συνελήφθη στις 5.12.1958 ο Μανώλης Γλέζος, μαζί με άλλα στελέχη του κόμματος, με την κατηγορία της «κατασκοπίας», διότι ήρθε σε επαφή με τον Κώστα Κολιγιάννη, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, το οποίο από την εποχή του εμφυλίου βρισκόταν στην παρανομία.
Τέθηκε τότε το πρακτικό δίλημμα: πώς είναι δυνατόν να κατηγορείται ως κατάσκοπος ένας εθνικός ήρωας;
Τη λύση ανέλαβε να δώσει ο παλιός υπουργός ασφαλείας της δικτατορίας ΜεταξάΚωνσταντίνος Μανιαδάκης, βουλευτής τότε της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Στις 23.1.1959 ο Μανιαδάκης επιχείρησε με ομιλία στη Βουλή να υπονομεύσει με υπονοούμενα την ηρωική πράξη.
Φρόντισε, βέβαια, να μιλήσει για την «υπέροχον πράξιν της Ακροπόλεως, η οποία και εμέ με συνεκίνησε μέχρι δακρύων», αλλά πρόσθεσε και κάποιο τρίτο πρόσωπο, «μια ηρωίδα, η οποία παρέμεινε άγνωστος», και η οποία «παρενώχλησεν την γερμανικήν φρουράν και η οποία εξετελέσθη».
Ο έμπειρος διώκτης των κομμουνιστών γνώριζε ότι όταν δεν μπορεί κανείς να διαψεύσει κάποιο γεγονός, αρκεί να το υπονομεύσει με κάποιο άλλο, επινοημένο.
Ετσι άφηνε να εννοηθεί ότι οι δύο νέοι θυσίασαν μία σύντροφό τους ώστε οι ίδιοι να δράσουν ανενόχλητοι!
Από τότε, αυτό το πλάσμα της φαντασίας του Μανιαδάκη αναπαράγεται μέχρι σήμερα σε ποικίλες παραλλαγές, με πιο πρόσφατη την εκδοχή Βελόπουλου, ο οποίος έχει προσθέσει και ομαδικό βιασμό της ανύπαρκτης «ηρωίδας» από τους Γερμανούς.
Κατά τη δίκη του Γλέζου στο στρατοδικείο, το καλοκαίρι του 1959, θα επιχειρηθεί και πάλι να σχετικοποιηθεί η ηρωική πράξη, χωρίς όμως να αμφισβητηθεί από κανέναν.
Ο πρόεδρος, στην εισαγωγική του τοποθέτηση, θα καταγγείλει τις διεθνείς αντιδράσεις υπέρ του Γλέζου και θα μιλήσει για «έναν κατηγορούμενο, Γλέζο ονόματι, ο οποίος φέρεται ως ήρως, ενώ όλοι οι Ελληνες είναι ήρωες. Και τον ηρωισμό των δεν τον έχουν καταθέσει προς είσπραξιν επιτοκίων» [Γιάννης Βούλτεψης (επιμ.), «Υπόθεσις Μανώλη Γλέζου», έκδ. ΕΔΑ, Αθήνα 1960, σ. 167].
Οι συνήγοροι αντέτειναν ότι το παραπεμπτικό βούλευμα, παρά το γεγονός ότι αναφερόταν διεξοδικά στη ζωή του Γλέζου, παρέλειπε αυτή την πράξη.
Υποχρεώθηκε τότε ο πρόεδρος να αναδιπλωθεί:
«Κάθε Ελλην πρέπει να επαινή εκείνον, ο οποίος έκαμε αυτήν την ηρωικήν πράξιν. Και αυτό θα το διαπιστώσετε από την διαδικασίαν…» (σ. 169).
Ακόμα και στο τέλος της δίκης, ο πρόεδρος του στρατοδικείου θα υποχρεωθεί να ομολογήσει με θαυμασμό:
«Αλίμονο αν κανείς Ελλην δεν αναγνωρίση την ηρωικήν πράξιν του κατεβάσματος της σημαίας» (σ. 298).
Ομως στη δίκη θα αναφερθούν για πρώτη φορά όλα τα γνωστά επιχειρήματα για τη σχετικοποίηση της πράξης.
Ο πρώτος μάρτυρας κατηγορίας Κ. Παπασπυρόπουλος, αστυνόμος της Γενικής Ασφάλειας, απαντώντας σε ερωτήσεις του βασιλικού επιτρόπου θα επιχειρήσει να εμφανίσει τον Σάντα ως πρωταγωνιστή και τον Γλέζο ως κομπάρσο, ενώ θα δηλώσει με στόμφο ότι «επί Μεταξά ήταν στην ΕΟΝ».
Το πιο ξεκαρδιστικό επιχείρημα του ασφαλίτη ήταν ότι μετά το κατέβασμα της σημαίας οι δύο νέοι «από το φόβο τους πήγαν να βρουν προστασία στις Εαμικές οργανώσεις» (σ. 187).
Στην αγόρευσή του ο βασιλικός επίτροπος επικαλέστηκε το ύστατο επιχείρημα:
«Επειδή έκανε την πράξιν εκείνην ο Γλέζος, έχει το δικαίωμα να πλήττη ανά πάσαν στιγμήν την Ελλάδα;» (σ. 452).
Ηταν τόσο δύσκολο να αμφισβητηθεί η πράξη, ώστε επανερχόταν κάθε λίγο στη δίκη, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Γλέζος είχε ζητήσει να μην αναφέρονται οι μάρτυρες υπεράσπισης και οι συνήγοροι σ’ αυτήν.
Από το 1958 ώς σήμερα δεν έχουν προσθέσει κανένα νέο επιχείρημα όσοι προσπαθούν να θολώσουν την ηρωική πράξη.
Αναμασούν μόνο τα λόγια του Μανιαδάκη, του βασιλικού επιτρόπου και του ασφαλίτη Παπασπυρόπουλου.
Υπάρχει πάντως και ένα ελαφρυντικό για όσους με τέτοια αφέλεια πέφτουν θύματα της προπαγάνδας των ναζιστών και των συνοδοιπόρων τους.
Στην εποχή μας μοιάζει απίθανη αν όχι εξωπραγματική μια τέτοια παράτολμη πράξη.
Κάποιος σχολιαστής σε ακροδεξιό ιστολόγιο θα γράψει μάλιστα ειρωνικά ότι ήταν «εξωγήινοι» εκείνοι που κατέβασαν τη σημαία.
Ομως η ιστορία διδάσκει -και οι παλιότεροι το έχουμε ζήσει- ότι σε παρόμοιες ιστορικές περιόδους, όπως η κατοχή, αναδεικνύονται από το πουθενά οι ηρωικές πράξεις, όχι των στρατών ή των υπηρεσιών, αλλά των απλών πολιτών.
Και από εκείνους ξεκινά η όποια αντίσταση.
Αυτό είναι αδύνατον να το κατανοήσουν οι νοσταλγοί των δωσιλόγων, οι θαυμαστές της χούντας και οι συκοφάντες της Αριστεράς.
Δημοσίευση σχολίου