{[['']]}
Συμπληρώθηκαν φέτος στις 16 Μαΐου 100 χρόνια από τότε που οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις Μ. Βρετανία και Γαλλία αποφάσισαν μια μυστική Συμφωνία –τη Συμφωνία Σάικς-Πικό- στην οποία καθοριζόταν μεταξύ τους το μοίρασμα της Εγγύς Ανατολής. Το ντοκουμέντο αυτό (σ.σ. το οποίο μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε ξεχωριστά στην ετικέτα«Ντοκουμέντα») το έδωσαν για πρώτη φορά στη δημοσιότητα οι μπολσεβίκοι στις 23 Νοεμβρίου 1917. Στο σημαντικό αυτό ιστορικό γεγονός αναφέρεται το άρθρο που ακολουθεί. Μετά το κείμενο, για την καλύτερη κατανόησή του συμπληρώσαμε έναν χάρτη –αυτός στον οποίο γίνεται αναφορά (ΠΓ).
του Knut Mellenthin
Στις 23 Νοεμβρίου 1917 οι ρωσικές εφημερίδες Iswestija και Prawda δημοσίευσαν ένα εντυπωσιακό για την εποχή ντοκουμέντο: Ένας Βρετανός και ένας Γάλλος διπλωμάτης είχαν συμφωνήσει τον Μάιο του 1916 κατ΄ εξουσιοδότηση των κυβερνήσεών τους για το μεταπολεμικό μοίρασμα της Εγγύς Ανατολής. Σύμφωνα με τα ονόματα των δυό αυτών ανδρών, το έγγραφο στο οποίο επισυναπτόταν ένας χάρτης της περιοχής με τη σήμανση των συνόρων, έγινε γνωστό ως «Συμφωνία Sykes-Picot» [«Συμφωνία Σάικς-Πικό»].
Πραγματικά εντυπωσιακό όμως δεν ήταν το περιεχόμενο του ντοκουμέντου. Τέτοιες αισχρές και επικίνδυνα εμφανιζόμενες συμφωνίες μεταξύ δύο ή και περισσότερων κρατών τον 19ο αιώνα, αλλά ακόμη και στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, κλείνονταν κατά δεκάδες και αποτελούσαν διπλωματική ρουτίνα. Το Γερμανικό Ράιχ συμμετείχε επίσης σε πολλές τέτοιες συμφωνίες. Αλλά τόσο το περιεχόμενο όσο ακόμη και μόνο η ύπαρξη τέτοιων μυστικών συμφωνιών δεν έφταναν κατά κανόνα ποτέ στη δημοσιότητα. Έτσι, οι κυβερνήσεις στο Λονδίνο και στο Παρίσι αρνήθηκαν αμέσως αποφασιστικά τη γνησιότητα της Συμφωνίας Σάικς-Πικό και έκαναν λόγο για «κομμουνιστική προπαγάνδα». Παρ΄ όλα αυτά η βρετανική καθημερινή εφημερίδα Manchester Guardian αναδημοσίευσε το έγγραφο στις 26 Νοεμβρίου 1917.
Στις 7 Νοεμβρίου 1917 (σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ίσχυε τότε στη Ρωσία ήταν 25 Οκτωβρίου, από δω προέρχεται και η ονομασία Οκτωβριανή επανάσταση, jW), οι μπολσεβίκοι με ένα ακριβή σχεδιασμό κατέλαβαν την εξουσία στην τότε ρωσική πρωτεύουσα Πέτρογκραντ, σημερινή Αγ. Πετρούπολη. Μια επιτυχημένη εξέγερση ακολούθησε λίγο αργότερα στη Μόσχα. Ανάμεσα στα πρώτα μέτρα των επαναστατών ήταν και ένα διάταγμα του Λαϊκού Επιτρόπου των Εξωτερικών, Leo Trotzki, που ακολούθησε στις 22 Νοεμβρίου, να δημοσιευτούν όλες οι μυστικές συμφωνίες που κλείστηκαν μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου. Εδώ, στην περίπτωση της Συμφωνίας Σάικς-Πικό δεν ήταν αναγκαίοι κάποιοι «Whistleblowers» («πληροφοριοδότες»): Όλη η αλληλογραφία βρισκόταν στα κρατικά αρχεία επειδή η τσαρική Ρωσία είχε εμπλακεί μέσω μιας εκτενούς αλληλογραφίας και διπλωματικών εκθέσεων στις διαπραγματεύσεις. Η Ρωσία, αν ειδωθεί νομικά, δεν ήταν μεν συμβαλλόμενο μέρος της διμερούς συμφωνίας, όμως επειδή μαζί με τη Γαλλία και τη Μ. Βρετανία αποτελούσαν τη στρατιωτική συμμαχία της «Τριπλής Αντάντ» ενάντια στη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, η συγκατάθεσή της με τις κυβερνήσεις στο Λονδίνο και στο Παρίσι ήταν οπωσδήποτε αναγκαία. Σαν ανταπόδοση, οι ρωσικές επιθυμίες για εδαφικές επεκτάσεις έπρεπε να ληφθούν υπόψη.
Μεγάλη δύναμη σε παρακμή
Ολόκληρη η περιοχή της Εγγύς Ανατολής, για το μελλοντικό μοίρασμα της οποίας συνεννοούνταν οι τρεις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις από το 1915 έως το 1916, ανήκε σ΄ αυτό που είχε ακόμη απομείνει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο «άρρωστος άνδρας του Βοσπόρου», όπως χαρακτήρισε ο τσάρος Nikolaus I την Τουρκία το 1852, στον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα είχε χάσει λόγω των πολέμων και των εξεγέρσεων το μεγαλύτερο τμήμα των παλιότερων κτήσεών του και τις σφαίρες επιρροής του στη νότια Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική. Η διαμάχη για τη λεία όμως αποτελούσε ταυτόχρονα πάντα αιτία για συγκρούσεις μεταξύ των κύριων ευρωπαϊκών δυνάμεων και μεταξύ των μικρότερων κρατών των Βαλκανίων. Η επιδίωξη της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας να χαλιναγωγήσει τις ρωσικές φιλοδοξίες για αποκλειστική κυριαρχία πάνω στη νοτιοανατολική Ευρώπη και για κατοχή της Κωνσταντινούπολης –σημερινή Ιστανμπούλ- συμπεριλαμβανομένου της στενής θαλάσσιας οδού μεταξύ Μαύρης Θάλασσας και Αιγαίου, οδήγησε το 1853 στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Μια άλλη εκρηκτική διαμάχη διευθετήθηκε διπλωματικά το καλοκαίρι του 1878 με κάποια δυσκολία: Η Ρωσία αναγκάστηκε στο Συνέδριο του Βερολίνου να αποσυρθεί από ορισμένες περιοχές, από τις οποίες νωρίτερα, μετά από έναν δυσμενή πόλεμο για την Τουρκία, [η τελευταία] υποχρεώθηκε να υποχωρήσει στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Ταυτόχρονα στις δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες γινόταν ήδη ανοιχτά λόγος, ότι σε περίπτωση ενός μεγαλύτερου διεθνούς πολέμου πρέπει να επιδιωχθεί η οριστική διάλυση και το μοίρασμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, τον οποίο προκάλεσε η Γερμανία στις 1 Αυγούστου 1914 με την κήρυξη πολέμου κατά της Ρωσίας, πρόσφερε για αυτό την ευκαιρία.
Το έτος 1900 οι τρεις βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης –Γερμανία, Γαλλία και Μ. Βρετανία- είχαν εξίσου μεγάλη επιρροή στην τουρκική πολιτική. Απ΄ τη μια μεριά η οικονομικά καθυστερημένη, πολιτικά άσχημα οργανωμένη, παραλυμένη από τη διαφθορά διοίκηση και σχεδόν διαρκώς ευρισκόμενη σε εμπόλεμη κατάσταση Οθωμανική Αυτοκρατορία, οικονομικά ήταν χρεοκοπημένη. Το δημόσιο χρέος πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα πρέπει να κυμαινόταν σε πάνω από 700 εκατομμύρια δολάρια, την περίοδο εκείνη ένα τεράστιο ποσό. Οι πιστωτές, κυρίως μεγάλες τράπεζες, κατανέμονταν περίπου κατά 60% στη Γαλλία, 20% στη Γερμανία και 15% στη Μ. Βρετανία. Το Βερολίνο με τη διάθεση εκπαιδευτών, αλλά και στρατιωτικών συμβούλων, ασκούσε στο ανώτατο επίπεδο μια δεσπόζουσα επιρροή πάνω στις τουρκικές χερσαίες δυνάμεις. Επιπλέον, το γερμανικό χρηματιστικό κεφάλαιο είχε εξασφαλίσει την στρατηγικά σημαντική και αντίστοιχα ιδιαίτερα επίμαχη σύμβαση για την κατασκευή του Σιδηροδρόμου της Βαγδάτης. Η Αγγλία παρέδωσε τα πολεμικά πλοία για το φιλόδοξο πρόγραμμα στόλου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αντίστοιχα είχε καλές σχέσεις με την ηγεσία του τουρκικού πολεμικού ναυτικού. Μέσα στους κυρίαρχους κύκλους της Τουρκίας υπήρχαν σημαντικές αντιφάσεις, ιδιαίτερα μετά το πραξικόπημα των εθνικιστικών, αντιμοναρχικών και στην πλειοψηφία τους προς τη Γερμανία προσκείμενους Νεότουρκους τον Ιανουάριο του 1913.
Και οι δυό πλευρές δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε σημαντικά σημεία. Ως εκ τούτου, η μυστική συνθήκη συμμαχίας που είχε συμφωνηθεί στις 2 Αυγούστου 1914 μεταξύ της Γερμανίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αρχικά δεν είχε αποτελέσματα, παρ΄ όλο που σύμφωνα με το κείμενό της υποχρέωνε την Τουρκία να εισέλθει αμέσως στον πόλεμο. Άλλοι Τούρκοι πολιτικοί αντί αυτού προτίμησαν αρχικά να ενημερώσουν το Παρίσι και το Λονδίνο για μια συμμαχία με την Τουρκία με βάση δικούς τους όρους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Τουρκία τους επόμενους μήνες παρέμεινε ουδέτερη. Μόνο μια υπολογισμένη πρόκληση ανάγκασε τη Ρωσία να κηρύξει τον πόλεμο στη Τουρκία στις 2 Νοεμβρίου 1914. Η Μ. Βρετανία και η Γαλλία ακολούθησαν στις 5 Νοεμβρίου. Ο Γερμανός ναύαρχος Wilhelm Souchonστις αρχές Αυγούστου διέφυγε με τα πολεμικά πλοία «Goeben» και «Breslau» από τους ανώτερους [σε δύναμη] Βρετανούς διώκτες του μέσα από τα Δαρδανέλια και το Βόσπορο προς τη Μαύρη Θάλασσα. Τα δυό πλοία μετονομάστηκαν και ενσωματώθηκαν στον τουρκικό στόλο. Με αυτά και μερικούς σύμμαχους Τούρκους ο Souchon, που στο μεταξύ αναδεικνύεται σε διοικητή του οθωμανικού πολεμικού ναυτικού, στις 29 Οκτωβρίου 1914 έκανε μια επίθεση κατά την οποία βομβάρδισε το πυροβολικό των παράκτιων οχυρωμάτων της Σεβαστούπολης στην Κριμαία και άλλων πόλεων. Πιθανώς ενήργησε με τη συγκατάθεση των ανωτέρω [αρμόδιων] υπηρεσιών. Αυτό φαίνεται και απ΄ το ότι πήρε δίχως προβλήματα ένα νέο διοικητικό πόστο όταν επέστρεψε στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 1917.
«Μελλοντικά συμφέροντα»
Με την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο προέκυψε για τα κράτη της Αντάντ η πρακτική δυνατότητα και μ΄ ένα συγκεκριμένο τρόπο και η πολιτική αναγκαιότητα, να ορίσουν και να οριοθετήσουν μεταξύ τους τούς εδαφικούς και άλλους στόχους τους σε σχέση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Μ. Βρετανία θα ήθελε, ωστόσο, να αποφύγει μια δέσμευσή της τόσο νωρίς. Υπήρξαν κυρίως δυό εξωτερικοί παράγοντες που προκάλεσαν τη δυναμική εκείνη, που τελικά οδήγησε στις βρετανο-γαλλικές μυστικές διαπραγματεύσεις και στη σύναψη της Συμφωνίας Σάικς-Πικό. Εδώ επρόκειτο απ΄ τη μια μεριά για την πίεση που ασκήθηκε στη σύμμαχο Ρωσία για μια γρήγορη λύση, και απ΄ την άλλη μεριά για τους όρους της Ιταλίας, που αρχικά παρέμεινε ουδέτερη σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή της στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.
Από τη γνωστή αλληλογραφία προκύπτει ότι η διπλωματική εξέλιξη ξεκίνησε μ΄ ένα μνημόνιο του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο παραδόθηκε για διαβίβαση στις 4 Μαρτίου 1915 στους πρέσβεις των δυό δυτικών συμμάχων στο Πέτρογκραντ. Το έγγραφο άρχιζε χωρίς περιστροφές: «Η πορεία των πρόσφατων γεγονότων παρακίνησε την Αυτού Μεγαλειότητα, τον τσάρο Nikolaus, στη σκέψη ότι το ζήτημα της Κωνσταντινούπολης και των Στενών, σύμφωνα με τις καθιερωμένες επιδιώξεις της Ρωσίας, πρέπει να λυθεί οριστικά. Κάθε λύση θα παραμείνει ανεπαρκής και αβέβαιη όσο διάστημα η δυτική όχθη του Βοσπόρου, η Θάλασσα του Μαρμαρά και τα Δαρδανέλια καθώς και η νότια Θράκη (…) δεν θα έχουν μελλοντικά προσαρτηθεί στη Ρωσική Αυτοκρατορία».
Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Edward Grey απάντησε επίσης στις 12 Μαρτίου 1915 επιδέξια και αντιφατικά. Απ΄ τη μια μεριά έδειξε ότι συμφωνεί με τις ρωσικές απαιτήσεις, απ΄ την άλλη προέβαλλε αντίρρηση για το ότι η αποδοχή αυτών των αιτημάτων θα σήμαινε «μια πλήρη αντιστροφή της παραδοσιακής βρετανικής πολιτικής» στο ζήτημα των Στενών και εκτός αυτού θα ερχόταν σε άμεση αντίθεση με την κοινή γνώμη στη Μ. Βρετανία. Το πρώτο ήταν σωστό κατά εκατό τοις εκατό, το δεύτερο επίσης κατά πάσα πιθανότητα. Επιπλέον, η Ρωσία θα έπρεπε να αποφύγει οτιδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει δυσκολίες στην επιδιωχθείσα συμμετοχή στις βρετανο-γαλλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στα τουρκικά Στενά, της Ελλάδας, που αυτό το χρονικό διάστημα εξακολουθούσε να είναι ουδέτερη. Τέτοιες επιχειρήσεις είχαν ήδη οριστικά σχεδιαστεί και άρχισαν στις 18 Μαρτίου 1915 με μια μεγάλη βρετανο-γαλλική επίθεση του στόλου, την οποία ακολούθησαν στις 25 Απριλίου, κάτω από εξαιρετικά μεγάλες ιδίες απώλειες, επιχειρήσεις στη ξηρά στη χερσόνησο της Καλλίπολης.
Επιπλέον, ο Grey στην επιστολή του επεσήμανε την αναγκαιότητα, σ΄ αυτό το πλαίσιο να ληφθεί επίσης υπόψη «όλο το ζήτημα των μελλοντικών συμφερόντων» της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας στο ασιατικό τμήμα της Τουρκίας. Για τη διατύπωση των βρετανικών στόχων πρέπει –όπως ανέφερε- να διαβουλευτεί τόσο με τη Γαλλία όσο και με τη Ρωσία. ΟGrey –όπως ανέφερε- δεν είναι ακόμη σε θέση να κάνει οριστικές δηλώσεις σχετικά με τις επιθυμίες του Λονδίνου, αλλά σε κάθε περίπτωση σ΄ αυτές θα ανήκει μια αναθεώρηση του βρετανο-ρωσικού μυστικού Συμφώνου του 1907 σχετικά με το μοίρασμα της Περσίας, του σημερινού Ιράν, σε «ζώνες επιρροής» των δυό κρατών.
Η γαλλική κυβέρνηση απάντησε βασικά επιδοκιμαστικά στις 14 Μαρτίου 1915 μέσω του πρέσβη της στο Πέτρογκραντ. Ταυτόχρονα όμως ανακοίνωσε ότι στο πλαίσιο μιας μεταπολεμικής ρύθμισης θα προσαρτούσε ευχαρίστως τη Συρία και τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία μέχρι την οροσειρά του Ταύρου και για το λόγο αυτό ζητά την έγκριση της Ρωσίας. Έξι ημέρες αργότερα ο Γάλλος πρέσβης στο Λονδίνο, Paul Cambon, πληροφόρησε τον Grey για την επιθυμία του υπουργού Εξωτερικών Théophile Delcassé για μια ανεπίσημη ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τους διμερείς πολεμικούς στόχους στο ασιατικό τμήμα της Τουρκίας. Η περιοχή περιλάμβανε τα σημερινά κράτη Συρία, Ιράκ, Λίβανο, Ισραήλ και Ιορδανία.
Συμφωνία για τους πολεμικούς στόχους
Παρά την ουσιαστική βρετανική συμφωνία διήρκεσε ακόμη μέχρι την 23η Νοεμβρίου 1915, προτού να αρχίσουν πραγματικά οι συνομιλίες. Από τις 21 Δεκεμβρίου 1915 υπήρξαν συναντήσεις δυό εκπροσώπων, μεταξύ του FrançoisGeorges-Picot και του Mark Sykes, οι οποίες λάμβαναν χώρα σχεδόν καθημερινά στη γαλλική πρεσβεία στο Λονδίνο. Ο Picot μέχρι τις αρχές του πολέμου ήταν γενικός πρόξενος στη Βηρυτό. Ο Sykes ανήκε στην ονομασθείσα από τον πρόεδρό της «Επιτροπή Bunsen», η οποία συγκροτήθηκε τον Μάρτιο του 1915 για να συνεισφέρει στη διαμόρφωση των βρετανικών πολεμικών στόχων.
Λόγω της εντατικής εργασίας τους οι δυό διπλωμάτες ήταν ήδη σε θέση στις 4 Ιανουαρίου 1916 να υποβάλλουν ένα σχέδιο κειμένου έτοιμο προς υπογραφή, το οποίο περιλάμβανε και τον χάρτη. Προς συζήτηση υπήρχαν μόνο μερικά δευτερεύουσας σημασίας ξεχωριστά σημεία. Ο οριστικός χάρτης που υπογράφτηκε από τον Sykes και τον Picot φέρει την χειρόγραφη ημερομηνία 8 Μαΐου 1916. Οι συγγραφείς των πολυάριθμων άρθρων, που δημοσιεύτηκαν τώρα για την 100ή επέτειο της Συμφωνίας, προσανατολίζονται μολαταύτα στην πλειοψηφία τους στην 16η Μαΐου 1916. Την ημέρα αυτή ο υπουργός Εξωτερικών Grey πιστοποίησε στον Γάλλο πρεσβευτή Cambon ολόκληρο το κείμενο των συμφωνιών, το οποίο μεταβιβάστηκε σ΄ αυτόν στις 9 Μαΐου.
Επειδή όμως η Ρωσία έπρεπε απαραίτητα να συμπεριληφθεί, αν και δεν εμφανιζόταν στην ίδια τη Συμφωνία, η διαδικασία ως εκ τούτου δεν είχε ολοκληρωθεί εντελώς. Η Γαλλία είχε ήδη πληροφορήσει τη ρωσική κυβέρνηση στις 26 Απριλίου για το περιεχόμενο της Συμφωνίας, ώστε να επιβεβαιωθεί η ζητηθείσα συναίνεση και ταυτόχρονα η ισχύς παλαιότερων υποσχέσεων αναφορικά με τη ρωσική αξίωση για την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά. Μια παρόμοια επιστολή παρέδωσε ο Grey στις 23 Μαΐου στο Ρώσο πρέσβη για διαβίβαση στο Λονδίνο. Επιπλέον έκανε εκτενείς και λεπτομερείς προτάσεις για ρωσικές εδαφικές επεκτάσεις στη Μικρά Ασία. Η Ρωσία συμφώνησε στις 1 Σεπτεμβρίου με μια μικρή επιφύλαξη. Εντυπωσιακά αργά, συγκεκριμένα στις 23 Οκτωβρίου 1916, ο Grey ανακοίνωσε ότι η κυβέρνησή του «έλαβε υπόψη» τη ρωσική αντίρρηση, αλλά ότι για αυτό θα γίνει συζήτηση αργότερα.
Στο χρονικό διάστημα που πέρασε από τότε που άρχισε η τριμερής ανταλλαγή απόψεων, τον Μάρτιο του 1915, η Ιταλία είχε εισέλθει στον πόλεμο στις 23 Μαΐου 1915 στο πλευρό της Αντάντ. Προϋπόθεση για αυτό ήταν η μυστική συμφωνία του Λονδίνου στις 26 Απριλίου 1915, στην οποία η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία συμφώνησαν σχεδόν με όλους τους πολεμικούς στόχους της Ρώμης: Η Ιταλία θα έπρεπε να αποκτήσει το νότιο Τιρόλο μέχρι και το Μπρέννερο, την Τεργέστη, την Ίστρια εκτός από την Ριέκα –τα στρατηγικά σημαντικά λιμάνια στη βόρεια Αδριατική θα έπρεπε να περιέλθουν στη Σερβία- καθώς και τη βόρεια και κεντρική Δαλματία με τα νησιά που βρίσκονται μπροστά. Η προσάρτηση της Λιβύης και της ομάδας νησιών στο νότιο Αιγαίο, των Δωδεκανήσων, από τα ιταλικά στρατεύματα, αναγνωρίστηκε ως αποτέλεσμα του ιταλο-τουρκικού πολέμου του 1911. Επιπλέον, η Ιταλία θα αποκτούσε ένα ακόμη «δίκαιο μερίδιο» που θα οριζόταν κατά τη μοιρασιά της Μικράς Ασίας, δηλαδή της σημερινής Τουρκίας.
Στις 24 Οκτωβρίου 1915 ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής για την Αίγυπτο, Henry McMahon, έδωσε γραπτή διαβεβαίωση ότι η κυβέρνησή του θα στήριζε ως αντάλλαγμα για την πρόκληση μιας εξέγερσης εκεί ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία, το σχηματισμό ενός ανεξάρτητου αραβικού κράτους. Πραγματικά, η εξέγερση αυτή άρχισε στις 5 Ιουνίου 1916, λίγες βδομάδες μετά την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας Σάικς-Πικό. Η διαβεβαίωση του McMahonβρισκόταν σε μια επιστολή προς τον Hussein ibn Ali Al-Hashimi, ο οποίος ήταν εμίρης του Χετζάζ στα νοτιοδυτικά της αραβικής χερσονήσου και ταυτόχρονα είχε μεγάλη εκτίμηση ως «θεματοφύλακας» πάνω στη Μέκκα. Ο Βρετανός αντέδρασε έτσι σε μια επιστολή εξ’ ονόματος του Hussein, ότι είχε γραφτεί από έναν από τους γιούς του. Σ΄ αυτήν εγείρονταν αξίωση για ολόκληρη την Εγγύς Ανατολή.
Η απάντηση του McMahon σ΄ αυτό το ζήτημα έδωσε αφορμή για παρεξηγήσεις και προφανώς ήταν επίσης σκοπίμως ασαφής. Ο McMahon αναγνώριζε μεν ουσιαστικά τις αντιλήψεις του Hussein, έθετε όμως τις επιφυλάξεις: Πρώτο: Για το νότιο και το κεντρικό Ιράκ, που τότε βρισκόταν υπό τουρκική επικυριαρχία, έπρεπε εξαιτίας των «πάγιων θέσεων και συμφερόντων» της Μ. Βρετανίας να αποφασιστούν «ειδικές διοικητικές συμφωνίες», «ώστε οι περιοχές αυτές να προστατευθούν από ξένες επιθέσεις» και «να εξασφαλίσουν τα αμοιβαία οικονομικά μας συμφέροντα». Δεύτερο: Ο Λίβανος, επειδή εκείνη την εποχή ο πληθυσμός του στην πλειοψηφία του ήταν χριστιανοί, δεν μπορεί –κατά τονMcMahon- να αποτελέσει τμήμα του επιδιωκόμενου αραβικού κράτους. Τρίτο: Η βασική υποστήριξη για τις αντιλήψεις του Hussein αναφορικά με τα σύνορα σχετίζεται μόνο «με εκείνες τις περιοχές στις οποίες η Μ. Βρετανία μπορεί να ενεργήσει ελεύθερα χωρίς να θίγονται τα συμφέροντα του συμμάχου της, της Γαλλίας». Έτσι, η «ιερή χώρα», η Παλαιστίνη, έβγαινε εκτός σχεδίου, επειδή τόσο η Γαλλία όσο και η Ρωσία θεωρούσαν τον εαυτό τους ως προστάτες της.
Το περιεχόμενο της Συμφωνίας
Αν παρατηρήσει κανείς απ΄ αυτή σκοπιά τη Συμφωνία Σάικς-Πικό, τότε θα δει ότι αυτή προέβλεπε πέντε ζώνες. Από τη μια, μία Κόκκινη και μία Μπλε Ζώνη, τη διοίκηση των οποίων μπορούσαν να διαμορφώσουν η Μ. Βρετανία και η Γαλλία, η κάθε μια αυτόνομα. Η βρετανική Κόκκινη Ζώνη περιλάμβανε τις τότε τουρκικές διοικητικές ενότητες Βασόρα και Βαγδάτη, δηλαδή το μεγαλύτερο τμήμα του Ιράκ. Στη Μπλε Ζώνη βρισκόταν ο Λίβανος, μικρά τμήματα της Συρίας και μια συνορευόμενη μεγάλη περιοχή στα νοτιοδυτικά της σημερινής Τουρκίας. Επιπλέον, υπήρχαν οι Ζώνες Α και Β, οι οποίες ναι μεν έπρεπε να είναι διαθέσιμες για τη δημιουργία ενός αραβικού κράτους ή μιας συνομοσπονδίας, όμως ταυτόχρονα ορίστηκαν ως οικονομικές και πολιτικές «σφαίρες επιρροής» του Παρισιού ή του Λονδίνου. Η Ζώνη Α της Γαλλίας περιλάμβανε το μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής Συρίας και έφτανε μέχρι την ιρακινή πόλη Μοσούλη. Εκεί υπέθεταν ότι την περίοδο εκείνη υπήρχαν μεγάλα κοιτάσματα πετρελαίου, τα οποία όμως ήταν ακόμη αναπόδεικτα. Στη βρετανική Ζώνη Β ανήκαν το μεγαλύτερο τμήμα του βόρειου Ιράκ και η Ιορδανία.
Τέλος, είχε προβλεφτεί ακόμη και μια Καφέ Ζώνη. Τα σύνορά της συνέπιπταν σε μεγάλο βαθμό με αυτά του σημερινού Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένου της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, χωρίς όμως το νότιο μισό της χώρας, το οποίο σχηματίζεται από την έρημο Νεγκέβ και που θα έπρεπε να ανήκει στη σφαίρα επιρροής του Λονδίνου. Στην Καφέ Ζώνη δεν θα έπρεπε να ανήκουν τα λιμάνια Χάιφα και Άκρα, τα οποία διεκδικούσε η Μ. Βρετανία. Στο status αυτής της τελευταίας Ζώνης αναφερόταν στη Συμφωνία μόνο, ότι αυτή θα έπρεπε να βρίσκεται υπό «διεθνή διοίκηση», η μορφή της οποίας έπρεπε να αποφασιστεί «μετά από διαβούλευση με τη Ρωσία και στη συνέχεια μετά από διαβούλευση με τους υπόλοιπους συμμάχους και με τους εκπροσώπους του Σαρίφ της Μέκκας», δηλαδή τον Hussein ή τον διάδοχό του.
Η κατάσταση αυτή, η οποία απέκλειε πρακτικά την ένταξη της Παλαιστίνης σ΄ ένα αραβικό κράτος, έγινε γνωστή μόνο μετά από τη ρωσική δημοσίευση της Συμφωνίας το Νοέμβριο του 1917. Αλλά το γεγονός αυτό ήταν ήδη από πριν σαφές από τη Διακήρυξη Balfour [Διακήρυξη Μπάλφουρ], η οποία διατυπώθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1917 και μια βδομάδα αργότερα δημοσιεύτηκε επίσημα στον Τύπο. Επρόκειτο για μια επιστολή του διαδόχου του Grey στο υπουργείο Εξωτερικών, Arthur James Balfour, προς τον βαρόνο Walter Rothschild για διαβίβαση στη Σιωνιστική Ομοσπονδία της Μ. Βρετανίας και της Ιρλανδίας. Στο μικρό κείμενο αναφερόταν: «Η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας βλέπει με εύνοια την ίδρυση μιας εθνικής πατρίδας για τον εβραϊκό λαό στη Παλαιστίνη. Θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να διευκολύνει την επίτευξη αυτού του στόχου. Εδώ, δεν θα πρέπει να συμβεί κάτι που θα μπορούσε να περιορίσει τα αστικά και θρησκευτικά δικαιώματα των υφιστάμενων μη-εβραϊκών κοινοτήτων στη Παλαιστίνη ή τα δικαιώματα και το πολιτικό status των Εβραίων σε άλλες χώρες».
Σύμφωνα με τη ρητή αναφορά αυτής της δήλωσης, η Κοινωνία των Εθνών που ιδρύθηκε μετά τον πόλεμο, αποφάσισε στις 24 Ιουλίου 1922 την λεγόμενη Εντολή για την Παλαιστίνη, που όμως στην πραγματικότητα περιλάμβανε και την Ιορδανία, η οποία τότε ονομαζόταν Υπεριορδανία. Το επόμενο έτος η Μ. Βρετανία την διαχώρισε από τη πραγματική Παλαιστίνη, το έδαφος της οποίας αντιστοιχούσε στην «Καφέ Ζώνη» της Συμφωνίας Σάικς-Πικό, τώρα όμως περιλάμβανε και την περιοχή Νεγκέβ.
Ο χάρτης δείχνει το βρετανο-γαλλικό μοίρασμα εδαφών με βάση τη Συμφωνία Σάικς – Πικό του 1916
Όπου: με μπλε σκούρο υπό γαλλική κυριαρχία, με μπλε ανοικτό η Ζώνη Α (γαλλικό προτεκτοράτο), με ροζ η Ζώνη Β (βρετανικό προτεκτοράτο), με κόκκινο η Κόκκινη Ζώνη υπό βρετανική κυριαρχία και με κίτρινο τμήμα του σημερινού Ισραήλ, Δυτική Όχθη και Γάζα (Διεθνής Ζώνη).
Σημείωση: Για το πλήρες κείμενο της Συμφωνίας βλ.: Η Συμφωνία Σάικς-Πικό
Πηγή: junge Welt, 25.05.2016
Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Γαβάνας
|
Δημοσίευση σχολίου