{[['']]}
Πηγή: Ανδρέας Δεναζάκης - "Ημεροδρόμος"
Ενάμιση μήνα μετά την διήγηση της ιστορίας του σάκου με τους 1500 παρακρατικούς, είχα την τύχη να ξαναβρεθώ με τον ανεξάντλητο Λάζαρο Κυρίτση, αυτή τη φορά στο Μουσείο της Πανελλήνιας Ενωσης Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου (ΠΕΚΑΜ), στην οδό Αγίων Ασωμάτων 31, στο Θησείο [1].
Η ενδιαφέρουσα ιστορία που μου διηγήθηκε [2], ο αειθαλής Αντιπρόεδρος της ΠΕΚΑΜ, αναφερόταν σε έναν από τους διασημότερους και σκληρότερους βασανιστές της Μακρονήσου, τον έφεδρο λοχαγό Ελευθέριο Μηλιάδη. Στις 13 Νοέμβρη 1949, ο Μηλιάδης ανέλαβε Διοικητής των Στρατιωτικών Φυλακών Μακρονήσου. Κήρυξε «εθνικό συναγερμό» σε όλο το στρατόπεδο. Οι Αλφαμίτες είχανε πλέον το πεδίον απεριόριστα ελεύθερο. Η ήδη άσχημη ζωή στο κολαστήρι, επί των ημερών του έγινε τραγική.
— Τέλος της δεκαετίας του ’50, ξεκινάει την αφήγηση ο Λάζαρος. Μαζί με τον επίσης Μακρονησιώτη δικηγόρο Αγγελο Γοργία, συνεταιριζόμαστε και ανοίγουμε δικηγορικό γραφείο στον 6ο όροφο στην Ομόνοια γωνία με την Αγ. Κωνσταντίνου πάνω από το Φαρμακείο του Μπακάκου. Εκει κάποια μέρα δέχτηκα μια επίσκεψη από τον Διοικητή του Τρίτου Τάγματος Σκαπανέων, τον περίφημο Μηλιάδη. Ο έφεδρος λοχαγός Μηλιάδης τοποθετήθηκε στην αρχή διοικητής των Φυλακών και όταν αποστρατεύτηκε ο Σκαλούμπακας, ανέλαβε την διοίκηση του Τρίτου Τάγματος. Υπήρξε από τους σκληρότερους βασανιστές της Μακρονήσου.
Μόλις είχε απολυθεί από το στρατό και τριγύριζε στην Ομόνοια. Εκεί βρήκε τον Λεμονή, έναν συγκρατούμενο Μακρονησιώτη, που τότε ήταν φοιτητής της ιατρικής. Ο Μηλιάδης τον αναγνώρισε γιατί ο Λεμονής ήταν γιατρός στο Αναρρωτήριο της Μακρονήσου.
Το χαρτονόμισμα των 50 δραχμών, έκδοσης 1954
«– Ρε Λεμονή, του λέει, θέλω να μου δανείσεις ένα πενηντάρικο να πάω στο χωριό μου στην Χαλκίδα. Δεν έχω ούτε τα εισιτήρια να βγάλω». Ο Λεμονής δεν ήθελε να του δώσει, προσποιήθηκε ότι είναι άδειες οι τσέπες του και του λέει: «Δεν έχω καθόλου πάνω μου, αλλά αν θέλεις ο φίλος μου ο Λάζαρος ο Κυρίτσης άνοιξε δικηγορικό γραφείο πάνω από του Μπακάκου, αυτός πιθανώς να έχει να σου δώσει».
Στο γραφείο μας είχαμε μόνο ένα γραφείο με την καρέκλα του και δυο πέτσινες πολυθρόνες μπροστά, που μας είχε προμηθεύσει ο αδελφός του Γοργία. Δυο δικηγόροι, μοιραζόμασταν ένα γραφείο και ανάλογα με την περίπτωση στο γραφείο καθόταν ο δικηγόρος που είχε εκείνη την στιγμή να χειριστεί μια υπόθεση. Όταν μπήκε στο γραφείο ο Μηλιάδης, επειδή μόλις είχε φύγει κάποιος γνωστός μου, έτυχε να κάθομαι εγώ στο γραφείο. Δεν με γνώριζε.
– Τον κύριο Κυρίτση ήθελα…
— Εγώ είμαι, του απαντώ, τι θέλετε;
— Με γνωρίζετε; Ρωτάει
— Κοιτάξτε να δείτε, λέω, ορισμένα πράγματα είναι τόσο βαθιά χαραγμένα στη μνήμη μας που δεν πρόκειται ποτέ να σβήσουν κύριε Μηλιάδη…
— Κύριε Κυρίτση ήθελα να σας παρακαλέσω, επειδή ξέμεινα στην Αθήνα και ήθελα να πάω στο χωριό μου, στην Εύβοια, στην Χαλκίδα, ζητώ για τα εισιτήριά μου ένα πενηντάρικο. Αν έχετε την καλοσύνη μπορείτε να μου δώσετε…
Είχα στη τσέπη μου μόνο ένα πενηντάρικο, ούτε μια δραχμή, μια δεκάρα παραπάνω. Το έβγαλα και του το ’δωσα. Με ευχαρίστησε και έφυγε.
Μόλις έκλεισε η πόρτα, ο συνέταιρός μου με φασκέλωσε λέγοντάς μου:
— Σ’ αυτό το κάθαρμα, τον αρχιβασανιστή της Μακρονήσου έδωσες ένα πενηντάρικο; Το μεσημέρι όταν θα πας για το σπίτι σου, στου Ζωγράφου, δεν θα σου δώσω το αντίτιμο του εισιτηρίου, 1,20 δραχμές, που θα μου ζητήσεις στα σίγουρα.
Πράγματι, μετά από αυτή τη δήλωση δεν του ζήτησα και αποφάσισα να γυρίσω σπίτι με τα πόδια. Ευτυχώς στην Ακαδημίας, στα λεωφορεία, συνάντησα έναν γνωστό που μπήκε πρώτος στο λεωφορείο και πλήρωσε τα εισιτήρια, τότε υπήρχε εισπράκτορας στο πίσω μέρος του λεωφορείου.
Υστερα από λίγα χρόνια, ήρθε ένας συνάδελφός μου, ο Κονταξής, στο γραφείο μου και μου έφερε ένα απόκομμα από μια αθηναϊκή εφημερίδα:
— Κοίταξε, ο Μηλιάδης έκανε δήλωση στις εφημερίδες.
Πράγματι η δήλωση έγραφε:
«Ο υπογεγραμμένος Ελευθέριος Μιλιάδης, τέως έφεδρος λοχαγός και διοικητής των Στρατιωτικών Φυλακών Μακρονήσου (ΣΦΜ), επιθυμών να συμβάλω όπως διαλάμψη η ιστορική αλήθεια του Μακρονησιώτικου δράματος, ομολογώ μετά παρρησίας τα κάτωθι:
Είναι γεγονός ότι υπήρξα εις εκ των σκληροτέρων τιμωρών της ελευθερίας σκέψεως και συνειδήσεως ως και της αξιοπρεπείας πολλών συνανθρώπων μου και εν όπλοις συναδέλφων μου (ως π.χ. ο εφ. Ανθυπολοχαγός Παν. Καλλιδώνης), εις την Μακρόνησον, τους οποίους εθεώρουν τότε ως εχθρούς και προδότας του ‘Εθνους!
Η σκληρότης μου υπηγορεύετο από εμπιστευτικάς διαταγάς (προφορικάς κυρίως) των προϊσταμένων μου, από τους ύμνους των διαφόρων πολιτικών και διανοουμένων, οίτινες ευρίσκοντο εις την κορυφήν της πολιτικής και κοινωνικής πυραμίδος, προς την Μακρόνησον, και από την πλάνην μου, ότι επιτελώ έργον Εθνικόν και Θεάρεστον!
Ουδέποτε όμως υπήρξα ιδιοτελής και ανήθικος, όπως υπήρξαν άλλοι «αρχιαναμορφωταί» (Τζανετάκος – Βασιλόπουλος – Σούλης κλπ.), οίτινες εσύρθησαν άλλοι μεν εις τας φυλακάς και άλλοι εις τους ανακριτάς ως καταχρασταί, πλαστογράφοι, παιδεραστές κλπ.
Εγώ έπραξα τα όσα έπραξα επειδή επίστευα ότι τιμωρώ εγκληματίας και ότι υπηρετώ σκοπούς Εθνικούς! Εκ των υστέρων διεπίστωσα απόλυτα την πλάνην μου. Ηδη αποκαλύπτομαι προ της ιστορικής αληθείας, κατ’ επιταγήν της συνειδήσεώς μου και ως έντιμος άνδρας επαναλαμβάνω: «Το πλανάσθαι ανθρώπινον αλλά το ομολογείν την πλάνην δείγμα γενναίου ανδρός εστίν».
Η παρούσα ομολογία μου επιθυμώ να καταχωρηθή εις την ιστορικήν συγγραφήν του δράματος της Μακρονήσου δια να εξιλεωθώ έναντι του Θεού, της Ιστορίας και της συνειδήσεως μου.
Εν Αθήναις τη 21.10.1964
Μετά τιμής
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΜΗΛΙΑΔΗΣ
Εφεδρος λοχαγός
Τ. Δ/τής ΣΦΜ»
Αναφερόμενος στο πιο πάνω γεγονός ο Μακρονησιώτης Μανώλης Φραντζεσκάκης, σε ομιλία τους στις Ράχες Ικαρίας διαπιστώνει:
«To περιστατικό αυτό δείχνει ότι η ηθική είναι ένα πανίσχυρο μέσο για να διαλαληθεί το δίκιο του Αγώνα για την τελική νίκη του ανθρώπου κατά της βίας και του φασισμού και την οικοδόμηση μιας αταξικής κοινωνίας της αλληλεγγύης και της ισότητας, χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους».
Να είσαι καλά Λάζαρε.
[1] Το φιλόξενο Μουσείο της ΠΕΚΑΜ λειτουργεί από την Τρίτη ως την Παρασκευή 10.00 π.μ. – 1 μ.μ. και Σάββατο – Κυριακή 11 π.μ. με 2 μ.μ. Τηλ. 210.32.47.820. Αν δεν έχετε πάει αξίζει τον κόπο να το επισκεφτείτε.
[2] Και οι δυο ιστορίες, η μια ηχογραφημένη κι άλλη βιντεοσκοπημένη, βρίσκονται στο αρχείο μου.
Η φωτογραφία του χαρτονομίσματος των 50 δραχμών, που συνοδεύει το κείμενο είναι έκδοσης του 1964.
Δημοσίευση σχολίου