{[['']]}
Από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη «Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους 1830 -1974»
Η Μελίνα Μερκούρη, ηγετική μορφή της δια των λόγων «αντίστασης» στο εξωτερικό, γίνεται έξω φρενών σ’ ένα ταξίδι της στη δεδηλωμένα αντιχουντική Ιταλία, όταν τη ρωτούν γιατί επιτέλους οι Έλληνες δεν οργανώνουν ένοπλη αντίσταση κατά της χούντας. Αντίσταση δεν είναι μόνο η ένοπλη, λέει η Μελίνα πολύ σωστά. Όμως δε λέει την αλήθεια όταν συμπληρώνει αμέσως πως στην Ελλάδα αντίσταση κάνει όλος ο λαός κάθε στιγμή. Διότι, αντίσταση στην Ελλάδα κάνουν ελάχιστοι. Οι περισσότεροι λουφάζουν και ποιούν την νήσσαν, κατά την προσφιλή στους Έλληνες συνήθεια. Η σιωπηλή αγανάχτηση δεν είναι αντίσταση. Είναι φαινόμενο τάξεως ψυχολογικής.
Εκτός απ’ τον Αλέξανδρο Παναγούλη, αντίσταση πραγματική κάνει κι ένας καθηγητής της Παντείου, ο Σάκης Καράγιωργας. Τον Ιούλιο του 1969, μια αυτοσχέδια βόμβα που έσκασε στα χέρια του την ώρα που τη μοντάριζε δεν τούκοψε μόνο το χέρι, αλλά τον οδήγησε και στη σύλληψη. Και τότε αρχίζει το μεγάλο μαρτύριο αυτού του σπουδαίου ανθρώπου. Είναι φοβερό να σε βασανίζουν λίγες μέρες μετά το φρικτό ατύχημα. Κι ο Καράγιωργας δεν βγάζει λέξη και δεν καταδίδει κανέναν απ’ τους συνεργάτες του. Λέει πως μόνος του έφκιαχνε και μόνος του τοποθετούσε τις βόμβες που έσκασαν στο Χίλτον, στην Εθνική Τράπεζα της Πλατείας Συντάγματος και σε πολλά άλλα σημεία της Αθήνας.
Κάπου 300 βόμβες εκρήγνυνται αυτόν τον καιρό στην Αθήνα. Φυσικά, δεν τις βάζει όλες η ομάδα Καράγιωργα. Υπάρχουν κι άλλοι κομάντος. Όμως, αυτοί, κάθε άλλο παρά αρκούν για να χαρακτηριστεί η αντίσταση μαζική και λαϊκή, όπως λέει η Μελίνα. Και το Πολυτεχνείο θα έρθει πολύ αργότερα, όταν η χούντα είναι έτοιμη να καταρρεύσει απ’ τα μέσα, και όλοι ξεθαρρεύουν.
Ρωτήστε όμως και τον δικηγόρο Χρήστο Ροκόφυλλο να σας πει τι είναι και πώς γίνεται ο ψυχολογικός βασανισμός το 1969, τη χρονιά της μεγάλης ακμής της χουντικής βίας, τότε που οι καλοί νοικοκυραίοι «κοιτούν τη δουλειά τους», ως συνήθως, κι αφήνουν τους ριψοκίνδυνους να βγάλουν τα κάστανα απ’ τη φωτιά.
Ένας άλλος ακαδημαϊκός δάσκαλος, ο υφηγητής της Γεωπονικής Θεόφιλος Φραγκούλης προτίμησε να αυτοκτονήσει μέσα στο εργαστήριό του. Στο σημείωμα που άφησε λέει: «Προτιμώ να πεθάνω όρθιος παρά να ζω γονατιστός. Οι φίλοι θα με εκδικηθούν». Αλλά δε φάνηκαν πολλοί πρόθυμοι να θελήσουν να τον εκδικηθούν.
Πολλοί «αντιστασιακοί» του εξωτερικού ειρωνεύονται ακόμα και τον Βίλλυ Μπραντ, υπουργό των Εξωτερικών της Γερμανίας αυτόν τον καιρό, γιατί λέει πως οι ξένοι μπορούν μεν να βοηθήσουν αλλά χωρίς αντίσταση και χωρίς αίμα, κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο. Το μήνυμα του πολύπειρου πολιτικού και έντιμου σοσιαλδημοκράτη είναι σαφές: Αν θέλετε να μας συγκινήσετε, πρώτα να πολεμήσετε, ώστε να μας δώσετε το δικαίωμα να επέμβουμε. Αλλά κανείς Έλληνας αντιστασιακοτουρίστας στην Ευρώπη, ούτε καν διανοείται να έρθει στην Ελλάδα να μιμηθεί τον Καράγιωργα. Πώς θα ήταν δυνατό να κινδυνέψουν, αφού έφυγαν ακριβώς για να μην κινδυνέψουν; Προσωπική αντίσταση κατά της χούντας υπήρξε, και μάλιστα ηρωική. Όμως, άξια λόγου μαζική και οργανωμένη ή ένοπλη αντίσταση, δεν υπήρξε ποτέ στα εφτά χρόνια της χούντας.
Ο Σ. Α. Σουλτσμπέργκερ είναι το μεγάλο όνομα της αμερικάνικης δημοσιογραφίας αυτόν τον καιρό και ο κύριος αρθρογράφος της έγκυρης εφημερίδας «Τάιμς» της Νέας Υόρκης. Εκεί, σ’ αυτή την έγκυρη εφημερίδα, αυτός ο καλός κύριος κάνει ό,τι μπορεί για να «αποδείξει» πόσο καλή και χρήσιμη για τον «ελεύθερο κόσμο» είναι η ελληνική χούντα, που αν και χούντα φέρεται σχεδόν με το γάντι στους αντιπάλους της.
Ένας άλλος Αμερικανός, ο Τζαίημς Μπέκετ, βασικό στέλεχος της οργάνωσης Διεθνής Αμνηστία, τ’ ακούει αυτά και του σηκώνεται η τρίχα. Πώς τολμάει και μιλάει έτσι ο Σουλτσμπέργκερ, όταν αποδεδειγμένα υπάρχουν στην Ελλάδα τουλάχιστον τριακόσιοι βάρβαρα βασανισθέντες μέχρι τον Οκτώβρη του 1969, που γίνεται αυτή η συζήτηση; (Μπορείτε να έχετε μια ιδέα των μεθόδων βασανισμού που εφαρμόζει η χούντα, διαβάζοντας το ντοκουμέντο υπό τον τίτλο «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση, ενός απ’ τους ανθρώπους που τον διέλυσαν σχεδόν κυριολεχτικά στην ταράτσα και στα υπόγεια της Μπουμπουλίνας).
'Αλλωστε, λίγο πριν απ’ τη συζήτηση ανάμεσα στον Σουλτσμπέργκερ και τον Μπέκετ, έρχεται στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1969 η υποεπιτροπή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, που εγκαθίσταται στο Ευγενίδειο Ιδρυμα και αρχίζει έρευνες για τις περί βασανιστηρίων καταγγελίες. Ωστόσο, ύστερα από τρεις μέρες φεύγει άπρακτη. Δεν της επιτρέπουν να δει τον Αλέκο Παναγούλη, που είναι ήδη ένας θρύλος έξω απ’ την Ελλάδα, δεν της επιτρέπουν να μπει στις φυλακές Αβέρωφ και στο στρατόπεδο του Διονύσου, δεν της επιτρέπουν να επισκεφτεί τους εξόριστους στη Λέρο.
Πάντως, η επιτροπή επισκέφτεται το κτήριο της κεντρικής Ασφάλειας στη οδό Μπουμπουλίνας, όπου όλα αστράφτουν από καθαριότητα, όπου δεν υπάρχει κανένα όργανο βασανισμού στην ταράτσα, όπου δεν υπάρχει κανένας πολιτικός κρατούμενος στα υπόγεια, μόνο ποινικοί υπάρχουν εκεί. Η σκηνοθεσία, ωστόσο, παραείναι αδέξια. Και ο Σουλτσμπέργκερ το βιολί του: Δε γίνονται βασανισμοί στην Ελλάδα! Ε, ρε, φάλαγγα που σου χρειάζεται για να ομολογήσεις το ψέμα. (Τους άλλους τους βασάνιζαν για να ομολογήσουν την «αλήθεια»).
Το αστείο στην περίπτωση είναι πως οι παλιοί κομουνιστές δεν βασανίζονται πάρα πολύ, αν και η «εθνοσωτήριος» έγινε για να σωθεί η Ελλάδα απ’ αυτούς. Όμως, οι καινούργιοι και πρωτόπειροι κομουνιστές, καθώς και πολλοί απ’ τους δημοκράτες αστούς που συλλαμβάνονται παθαίνουν των παθών τους τον τάραχο. Οι παλιοί είναι «αμετανόητοι» (εχθροί της πατρίδας). Οι καινούργιοι όμως μπορεί και να μετανοήσουν γιαυτό που πήγαν να κάνουν στην πατρίδα οι άθλιοι, να την πουλήσουν δηλαδή στους Ρώσους και τους συνεταίρους τους και όχι στους Αμερικανούς, τους «νόμιμους» δικαιούχους. Όπως και νάναι, οι παλιοί κομουνιστές δεν βασανίζονται ιδιαίτερα πολύ, διότι είναι ιδιαίτερα προσεχτικοί όσον αφορά τη χρήση βίας στην κατά της χούντας αντίσταση. Αν δρούσαν βίαια, θα έδιναν επιχειρήματα στη χούντα, που έδρασε στο όνομα του κομουνιστικού κινδύνου. Ορθά, συνεπώς, ειδικά οι κομουνιστές, δε δρουν βίαια.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
11. Η αντίσταση κατά της χούντας
Η Μελίνα Μερκούρη, ηγετική μορφή της δια των λόγων «αντίστασης» στο εξωτερικό, γίνεται έξω φρενών σ’ ένα ταξίδι της στη δεδηλωμένα αντιχουντική Ιταλία, όταν τη ρωτούν γιατί επιτέλους οι Έλληνες δεν οργανώνουν ένοπλη αντίσταση κατά της χούντας. Αντίσταση δεν είναι μόνο η ένοπλη, λέει η Μελίνα πολύ σωστά. Όμως δε λέει την αλήθεια όταν συμπληρώνει αμέσως πως στην Ελλάδα αντίσταση κάνει όλος ο λαός κάθε στιγμή. Διότι, αντίσταση στην Ελλάδα κάνουν ελάχιστοι. Οι περισσότεροι λουφάζουν και ποιούν την νήσσαν, κατά την προσφιλή στους Έλληνες συνήθεια. Η σιωπηλή αγανάχτηση δεν είναι αντίσταση. Είναι φαινόμενο τάξεως ψυχολογικής.
Εκτός απ’ τον Αλέξανδρο Παναγούλη, αντίσταση πραγματική κάνει κι ένας καθηγητής της Παντείου, ο Σάκης Καράγιωργας. Τον Ιούλιο του 1969, μια αυτοσχέδια βόμβα που έσκασε στα χέρια του την ώρα που τη μοντάριζε δεν τούκοψε μόνο το χέρι, αλλά τον οδήγησε και στη σύλληψη. Και τότε αρχίζει το μεγάλο μαρτύριο αυτού του σπουδαίου ανθρώπου. Είναι φοβερό να σε βασανίζουν λίγες μέρες μετά το φρικτό ατύχημα. Κι ο Καράγιωργας δεν βγάζει λέξη και δεν καταδίδει κανέναν απ’ τους συνεργάτες του. Λέει πως μόνος του έφκιαχνε και μόνος του τοποθετούσε τις βόμβες που έσκασαν στο Χίλτον, στην Εθνική Τράπεζα της Πλατείας Συντάγματος και σε πολλά άλλα σημεία της Αθήνας.
Κάπου 300 βόμβες εκρήγνυνται αυτόν τον καιρό στην Αθήνα. Φυσικά, δεν τις βάζει όλες η ομάδα Καράγιωργα. Υπάρχουν κι άλλοι κομάντος. Όμως, αυτοί, κάθε άλλο παρά αρκούν για να χαρακτηριστεί η αντίσταση μαζική και λαϊκή, όπως λέει η Μελίνα. Και το Πολυτεχνείο θα έρθει πολύ αργότερα, όταν η χούντα είναι έτοιμη να καταρρεύσει απ’ τα μέσα, και όλοι ξεθαρρεύουν.
Ρωτήστε όμως και τον δικηγόρο Χρήστο Ροκόφυλλο να σας πει τι είναι και πώς γίνεται ο ψυχολογικός βασανισμός το 1969, τη χρονιά της μεγάλης ακμής της χουντικής βίας, τότε που οι καλοί νοικοκυραίοι «κοιτούν τη δουλειά τους», ως συνήθως, κι αφήνουν τους ριψοκίνδυνους να βγάλουν τα κάστανα απ’ τη φωτιά.
Ένας άλλος ακαδημαϊκός δάσκαλος, ο υφηγητής της Γεωπονικής Θεόφιλος Φραγκούλης προτίμησε να αυτοκτονήσει μέσα στο εργαστήριό του. Στο σημείωμα που άφησε λέει: «Προτιμώ να πεθάνω όρθιος παρά να ζω γονατιστός. Οι φίλοι θα με εκδικηθούν». Αλλά δε φάνηκαν πολλοί πρόθυμοι να θελήσουν να τον εκδικηθούν.
Πολλοί «αντιστασιακοί» του εξωτερικού ειρωνεύονται ακόμα και τον Βίλλυ Μπραντ, υπουργό των Εξωτερικών της Γερμανίας αυτόν τον καιρό, γιατί λέει πως οι ξένοι μπορούν μεν να βοηθήσουν αλλά χωρίς αντίσταση και χωρίς αίμα, κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο. Το μήνυμα του πολύπειρου πολιτικού και έντιμου σοσιαλδημοκράτη είναι σαφές: Αν θέλετε να μας συγκινήσετε, πρώτα να πολεμήσετε, ώστε να μας δώσετε το δικαίωμα να επέμβουμε. Αλλά κανείς Έλληνας αντιστασιακοτουρίστας στην Ευρώπη, ούτε καν διανοείται να έρθει στην Ελλάδα να μιμηθεί τον Καράγιωργα. Πώς θα ήταν δυνατό να κινδυνέψουν, αφού έφυγαν ακριβώς για να μην κινδυνέψουν; Προσωπική αντίσταση κατά της χούντας υπήρξε, και μάλιστα ηρωική. Όμως, άξια λόγου μαζική και οργανωμένη ή ένοπλη αντίσταση, δεν υπήρξε ποτέ στα εφτά χρόνια της χούντας.
12. Τα βασανιστήρια
Ο Σ. Α. Σουλτσμπέργκερ είναι το μεγάλο όνομα της αμερικάνικης δημοσιογραφίας αυτόν τον καιρό και ο κύριος αρθρογράφος της έγκυρης εφημερίδας «Τάιμς» της Νέας Υόρκης. Εκεί, σ’ αυτή την έγκυρη εφημερίδα, αυτός ο καλός κύριος κάνει ό,τι μπορεί για να «αποδείξει» πόσο καλή και χρήσιμη για τον «ελεύθερο κόσμο» είναι η ελληνική χούντα, που αν και χούντα φέρεται σχεδόν με το γάντι στους αντιπάλους της.
Ένας άλλος Αμερικανός, ο Τζαίημς Μπέκετ, βασικό στέλεχος της οργάνωσης Διεθνής Αμνηστία, τ’ ακούει αυτά και του σηκώνεται η τρίχα. Πώς τολμάει και μιλάει έτσι ο Σουλτσμπέργκερ, όταν αποδεδειγμένα υπάρχουν στην Ελλάδα τουλάχιστον τριακόσιοι βάρβαρα βασανισθέντες μέχρι τον Οκτώβρη του 1969, που γίνεται αυτή η συζήτηση; (Μπορείτε να έχετε μια ιδέα των μεθόδων βασανισμού που εφαρμόζει η χούντα, διαβάζοντας το ντοκουμέντο υπό τον τίτλο «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση, ενός απ’ τους ανθρώπους που τον διέλυσαν σχεδόν κυριολεχτικά στην ταράτσα και στα υπόγεια της Μπουμπουλίνας).
'Αλλωστε, λίγο πριν απ’ τη συζήτηση ανάμεσα στον Σουλτσμπέργκερ και τον Μπέκετ, έρχεται στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1969 η υποεπιτροπή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, που εγκαθίσταται στο Ευγενίδειο Ιδρυμα και αρχίζει έρευνες για τις περί βασανιστηρίων καταγγελίες. Ωστόσο, ύστερα από τρεις μέρες φεύγει άπρακτη. Δεν της επιτρέπουν να δει τον Αλέκο Παναγούλη, που είναι ήδη ένας θρύλος έξω απ’ την Ελλάδα, δεν της επιτρέπουν να μπει στις φυλακές Αβέρωφ και στο στρατόπεδο του Διονύσου, δεν της επιτρέπουν να επισκεφτεί τους εξόριστους στη Λέρο.
Πάντως, η επιτροπή επισκέφτεται το κτήριο της κεντρικής Ασφάλειας στη οδό Μπουμπουλίνας, όπου όλα αστράφτουν από καθαριότητα, όπου δεν υπάρχει κανένα όργανο βασανισμού στην ταράτσα, όπου δεν υπάρχει κανένας πολιτικός κρατούμενος στα υπόγεια, μόνο ποινικοί υπάρχουν εκεί. Η σκηνοθεσία, ωστόσο, παραείναι αδέξια. Και ο Σουλτσμπέργκερ το βιολί του: Δε γίνονται βασανισμοί στην Ελλάδα! Ε, ρε, φάλαγγα που σου χρειάζεται για να ομολογήσεις το ψέμα. (Τους άλλους τους βασάνιζαν για να ομολογήσουν την «αλήθεια»).
Το αστείο στην περίπτωση είναι πως οι παλιοί κομουνιστές δεν βασανίζονται πάρα πολύ, αν και η «εθνοσωτήριος» έγινε για να σωθεί η Ελλάδα απ’ αυτούς. Όμως, οι καινούργιοι και πρωτόπειροι κομουνιστές, καθώς και πολλοί απ’ τους δημοκράτες αστούς που συλλαμβάνονται παθαίνουν των παθών τους τον τάραχο. Οι παλιοί είναι «αμετανόητοι» (εχθροί της πατρίδας). Οι καινούργιοι όμως μπορεί και να μετανοήσουν γιαυτό που πήγαν να κάνουν στην πατρίδα οι άθλιοι, να την πουλήσουν δηλαδή στους Ρώσους και τους συνεταίρους τους και όχι στους Αμερικανούς, τους «νόμιμους» δικαιούχους. Όπως και νάναι, οι παλιοί κομουνιστές δεν βασανίζονται ιδιαίτερα πολύ, διότι είναι ιδιαίτερα προσεχτικοί όσον αφορά τη χρήση βίας στην κατά της χούντας αντίσταση. Αν δρούσαν βίαια, θα έδιναν επιχειρήματα στη χούντα, που έδρασε στο όνομα του κομουνιστικού κινδύνου. Ορθά, συνεπώς, ειδικά οι κομουνιστές, δε δρουν βίαια.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου