{[['']]}
Βρήκανε τη λέξη παιδομάζωμα, ανασύροντας την από την εποχή της Τουρκοκρατίας και μίλησαν για γενίτσαρους που ετοιμάζονταν για να ριχτούν κάποτε ενάντια στην πατρίδα στους γονιούς, στ’ αδέλφια τους. Εφιαλτικά πράγματα, που λέγονταν μαζί με αλλά παρόμοια για να συγκαλύψουν τη φριχτή πραγματικότητα της εποχής μετά το 1949, με τους διωγμούς και τις εκτελέσεις των αγωνιστών του λαού, με το ολοκληρωτικό ξεπούλημα της πατρίδας στους αμερικάνους ιμπεριαλιστές, και που ισχύουν ακόμα επίσημα, για να καλύψουν πράξεις αντιλαϊκές, καινούργιες εθνοπροδοσίες, διαιωνίζοντας το σκοταδισμό και τη μισαλλοδοξία.
Όμως ο λαός, και πιο πολύ εκείνοι που μένουν στα μέρη όπου έγινε το «θρυλικό» παιδομάζωμα, ξέρει καλά τι διαστρέβλωση και τι μίσος χρειάστηκαν για να δημιουργηθεί ένα ακόμα «γκραν γκινιόλ» στο πάνθεο της αντιδραστικής προπαγάνδας.Κι' αυτοί που υπήρξαν τα θύματα, βρίσκονται αναγκαστικά εκπατρισμένοι στις ανατολικές χώρες, χωρίς ιθαγένεια, μέσα σε μια σκληρή απομόνωση, ξέροντας τους πραγματικούς θύτες και με τη φωνή τους συνέχεια σκεπασμένη γιατί η αλήθεια δε θα συνέφερε τους χθεσινούς και τους νέους «Εθνικόφρονες». Πήραμε και γράψαμε τις αναμνήσεις μιας πολιτικής μας πρόσφυγας, μιας και οι ζωντανές μαρτυρίες αποτελούν την καλύτερη απάντηση στις βρώμικες συκοφαντίες της αντίδρασης. Τον καιρό που έγινε το «παιδομάζωμα» ήτανε δώδεκα χρονών.«Κατάγομαι από το χωριό Ζέρμα της Ηπείρου.
Ήταν άνοιξη του 1949 και στην περιοχή μας βρίσκονταν οι αντάρτες. Στα γύρω υψώματα γινόντουσαν άγριες μάχες, και τα κυβερνητικά αεροπλάνα πετούσαν ολημερίς από πάνω μας βομβαρδίζοντας. Εμείς, τα μικρά, τρέχαμε στο ρέμα για να κρυφτούμε πίσω από κάτι μεγάλες πέτρες που υπήρχαν εκεί. Ο φόβος μας ήταν μεγάλος. Αυτό επαναλαμβανόταν κάθε μέρα σχεδόν, κάνοντάς μας να ζούμε μέσα σε μια συνεχή αγωνία.Μεγαλύτερη όμως κι από το φόβο μας ήταν η πείνα μας. Σπάνια τρώγαμε κάτι άλλο εκτός από χόρτα. Πού να βρεθούνε τρόφιμα μέσα σ’ αυτό τον χαλασμό. Πολλοί, άλεθαν μέχρι κοτσάνια από τα καλαμπόκια για να φάνε. Ήταν δύσκολες στιγμές για μας, όπως και για όλο το λαό μας. Ώσπου μια καθημερινή, την ώρα που ο κόσμος μόλις είχε γυρίσει από τα χωράφια, ήρθε κάποιος δικός μας από τα βουνά και κάλεσε όλους να μαζευτούν στο σχολείο, γιατί ήθελε να τους μιλήσει. Εμείς τα πιτσιρίκια τρέξαμε περίεργα πίσω από τους μεγάλους, ν' ακούσουμε.«Σύντροφοι, είπε, τα παιδιά κινδυνεύουν εδώ από τους βομβαρδισμούςκαι από την πείνα. Ήρθαμε σε συνεννόηση με τις σοσιαλιστικές χώρες και δέχτηκαν ευχαρίστως να τα φιλοξενήσουν ώσπου να περάσει το κακό. Όποιος θέλει μπορεί να γράψει το παιδί του στον κατάλογο που θ' ανοίξουμε τώρα και για όλα τ' άλλα θα φροντίσουμε εμείς»Οι άνθρωποι από κάτω σκέφτηκαν, το συζητήσανε κι αποφάσισαν.
Κανείς δεν ένοιωσε δυσπιστία αλλά ανακούφιση που βρισκόταν τρόπος να μην κακοπάθουν και να σωθούν τα παιδιά τους. Άλλωστε οι πιο πολλοί άνδρες του χωριού λείπανε. Ήταν κι αυτοί αντάρτες και πολεμούσαν στα βουνά. Πήγανε λοιπόν οι μανάδες και μας γράψανε στον κατάλογο. Έτσι, μαζευτήκαμε 150 περίπου παιδιά απ’ όλο το χωριό. Ανάμεσα μας υπήρχαν και παιδάκια 2 χρονών, αλλά αυτά τα συντρόφευε πάντα μια μεγαλύτερη αδελφή ή αδελφός τους. Μας χώρισαν σε ομάδες κατά μαχαλά και σε κάθε ομάδα διορίστηκε μια υπεύθυνη, ή ομαδάρχισα. Αυτή ήταν μια νέα κοπέλα από τη γειτονιά που τη γνωρίζαμε και είχε την εμπιστοσύνη του χωριού. Όπου υπήρχε δασκάλα κι ήθελε, πήγαινε μαζί. Αυτό το ξέρω, γιατί όταν εγκατασταθήκαμε στις σοσιαλιστικές χώρες, υπήρχαν πολλές νέες δασκάλες ελληνίδες που μας έκαναν μάθημα.Ήταν 28 του Μάρτη όταν ξεκινήσαμε. Τα πιο μικρά παιδιά τα έβαλαν σε γαϊδουράκια κι' εμείς τα μεγαλύτερα ακολουθούσαμε σιγά-σιγά με τα πόδια.
Ώς τα σύνορα, μας συντρόφευαν και πολλοί από τους δικούς μας. Στο χωριό Χιονιάδες, σταματήσαμε και αποχαιρετιστήκαμε.Σαν περάσαμε τα σύνορα, οι πρώτοι που αντικρίσαμε ήταν οι αλβανοί σκοποί. Μας δώσανε ψωμί με μαρμελάδα και μετά μας κατέβασαν στην άσφαλτο, απ’ όπου μας πήραν φορτηγά και πήγαμε στην πόλη της Αλβανίας Μπόριο.Στη Μπόριο κάτσαμε είκοσι περίπου μέρες και μας φιλοξένησαν διάφορες οικογένειες. Οι άνθρωποι σ' αυτό το μέρος ήταν φτωχοί και απλοί σαν κι εμάς. Όμως μας έδειξαν στοργή και συμπλήρωναν από το υστέρημα τους το συσσίτιο μας, όταν αυτό δε μας χόρταινε αρκετά. Ύστερα, αφού μείναμε και σ' έναν παιδικό σταθμό στην πόλη Φιέρ, μας πήραν εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού και μας μετάφεραν στη Ρουμανία, όπου οι συνθήκες διαβίωσης θάταν πιο καλές για μας. Αυτό έγινε γιατί ο πόλεμος στην πατρίδα τράβαγε σε μάκρος και ιδιαίτερα στα δικά μας μέρη είχαν αρχίσει οι μεγάλες επιχειρήσεις. Στη Ρουμανία βρήκαμε θαλπωρή, καλό φαγητό και αρχίσαμε μαθήματα. Με τους δικούς μας κρατούσαμε αλληλογραφία. Οι ομαδάρχισες έγραφαν τα νέα μας στο χωριό και οι μανάδες μας απαντούσαν. Έτσι παρηγοριόμαστε για την έλλειψή τους. Όμως, προς το τέλος του καλοκαιριού του 1948, τα πράγματα δυσκόλεψαν γιατί το χωριό μας το κατέλαβε ο στρατός.
Μαθαίναμε πως γινόντουσαν τρομερές μάχες εκεί στα μέρη μας κι όσα από εμάς καταλάβαιναν, αγωνιούσαν μαζί με τους μεγάλους. Όλο ρωτούσαμε και όλο ελπίζαμε πως γρήγορα θα ερχόταν η νίκη και η λευτεριά. Είμαστε βέβαια ασφαλή, όμως θα θέλαμε να ήταν μαζί και οι δικοί μας και να μην κινδυνεύουν.Πέρασε ο χρόνος χωρίς να έρθει η νίκη του Δημοκρατικού Στρατού. Τον Αύγουστο του 1949 άρχισε η υποχώρηση. Πού να γυρίζαμε στο χωριό! Εκεί, όπως μαθαίναμε, όπου μπαίνανε οι κυβερνητικοί, δεν άφηναν πέτρα πάνω στην πέτρα.Κι έτσι, χρειάστηκε να μεταφερθούμε στην πόλη Σινάια για πιο μόνιμα τώρα. Εκεί υπήρχαν οι κατάλληλες εγκαταστάσεις και όλα τα μέσα, μαζί με το καλό κλίμα. μιας και η Σινάια ήταν χτισμένη μέσα σε δάσος, στους πρόποδες των Καρπαθίων. Αρχίσαμε και τα μαθήματα με πιο συστηματικό τρόπο, ο καθένας στην τάξη του, τα μικρά σε νηπιαγωγεία.
Όπως είπα και παραπάνω, οι δάσκαλοι ήταν Έλληνες και τα μαθήματα γινόντουσαν στη γλώσσα μας, αλλά, μαζί με τα μαθήματα, φρόντιζαν να κρατούν την αγάπη για την πατρίδα μας ζωντανή και να καλλιεργούν στις παιδικές καρδιές μας το ιδανικό των πατεράδων μας, που για την πραγμάτωση του χύνανε κάθε μέρα το αίμα τους εκεί στα βουνά της. Το όραμα μιας Ελλάδας λεύτερης και σοσιαλιστικής είχε ταυτιστεί και με το δικό μας μέλλον...Αργότερα, μετά το 1949, αρχίσαμε να αλληλογραφούμε πάλι με τους δικούς μας, αν και οι περισσότεροι είχαν έρθει μαζί με το Δημοκρατικό Στρατό και μας είχαν συναντήσει...
Πέρασαν 27 περίπου χρόνια από τότε. Στο μεταξύ, σ' εμάς τα «καημένα παιδιά», όπως υποκριτικά μας αποκαλούσαν, καθώς και στους γονείς μας, οι «νικητές» στέρησαν την ιθαγένεια. Μας στέρησαν το φυσικό μας δικαίωμα νάχουμε γη, σπίτι, πατρίδα. Στους γονείς μας, γιατί τόλμησαν ν' αγωνιστούν για τη λευτεριά και σε μας, γιατί είμαστε παιδιά τους και γιατί δε μείναμε να σκοτωθούμε από τις σφαίρες και τις βόμβες τους ή να κλειστούμε στα «Πατριωτικά ιδρύματα της Φρειδερίκης για ελληνοχριστιανική αναμόρφωση!(... Από την μέχρι τούδε εισαγγελικήν έρευναν εξηκριβώθη ότι εκ των σαραντατεσσάρων βρεφών, τα οποία εισήχθησαν εις το εν λόγω ίδρυμα (Βρεφική Στέγη Πειραιώς) κατά το παρελθόν έτος, απεβίωσαν τα 39. Δύο επιζούν λόγω παροχής μητρικού γάλακτος και τα τρία υπόλοιπα βρίσκονται μεταξύ ζωής και θανάτου. (Εφημερίδα «Ελευθερία» 26-1-1950).
Επαναπατρισμός, τ.2, Οκτώβρης 1976
Όμως ο λαός, και πιο πολύ εκείνοι που μένουν στα μέρη όπου έγινε το «θρυλικό» παιδομάζωμα, ξέρει καλά τι διαστρέβλωση και τι μίσος χρειάστηκαν για να δημιουργηθεί ένα ακόμα «γκραν γκινιόλ» στο πάνθεο της αντιδραστικής προπαγάνδας.Κι' αυτοί που υπήρξαν τα θύματα, βρίσκονται αναγκαστικά εκπατρισμένοι στις ανατολικές χώρες, χωρίς ιθαγένεια, μέσα σε μια σκληρή απομόνωση, ξέροντας τους πραγματικούς θύτες και με τη φωνή τους συνέχεια σκεπασμένη γιατί η αλήθεια δε θα συνέφερε τους χθεσινούς και τους νέους «Εθνικόφρονες». Πήραμε και γράψαμε τις αναμνήσεις μιας πολιτικής μας πρόσφυγας, μιας και οι ζωντανές μαρτυρίες αποτελούν την καλύτερη απάντηση στις βρώμικες συκοφαντίες της αντίδρασης. Τον καιρό που έγινε το «παιδομάζωμα» ήτανε δώδεκα χρονών.«Κατάγομαι από το χωριό Ζέρμα της Ηπείρου.
Ήταν άνοιξη του 1949 και στην περιοχή μας βρίσκονταν οι αντάρτες. Στα γύρω υψώματα γινόντουσαν άγριες μάχες, και τα κυβερνητικά αεροπλάνα πετούσαν ολημερίς από πάνω μας βομβαρδίζοντας. Εμείς, τα μικρά, τρέχαμε στο ρέμα για να κρυφτούμε πίσω από κάτι μεγάλες πέτρες που υπήρχαν εκεί. Ο φόβος μας ήταν μεγάλος. Αυτό επαναλαμβανόταν κάθε μέρα σχεδόν, κάνοντάς μας να ζούμε μέσα σε μια συνεχή αγωνία.Μεγαλύτερη όμως κι από το φόβο μας ήταν η πείνα μας. Σπάνια τρώγαμε κάτι άλλο εκτός από χόρτα. Πού να βρεθούνε τρόφιμα μέσα σ’ αυτό τον χαλασμό. Πολλοί, άλεθαν μέχρι κοτσάνια από τα καλαμπόκια για να φάνε. Ήταν δύσκολες στιγμές για μας, όπως και για όλο το λαό μας. Ώσπου μια καθημερινή, την ώρα που ο κόσμος μόλις είχε γυρίσει από τα χωράφια, ήρθε κάποιος δικός μας από τα βουνά και κάλεσε όλους να μαζευτούν στο σχολείο, γιατί ήθελε να τους μιλήσει. Εμείς τα πιτσιρίκια τρέξαμε περίεργα πίσω από τους μεγάλους, ν' ακούσουμε.«Σύντροφοι, είπε, τα παιδιά κινδυνεύουν εδώ από τους βομβαρδισμούςκαι από την πείνα. Ήρθαμε σε συνεννόηση με τις σοσιαλιστικές χώρες και δέχτηκαν ευχαρίστως να τα φιλοξενήσουν ώσπου να περάσει το κακό. Όποιος θέλει μπορεί να γράψει το παιδί του στον κατάλογο που θ' ανοίξουμε τώρα και για όλα τ' άλλα θα φροντίσουμε εμείς»Οι άνθρωποι από κάτω σκέφτηκαν, το συζητήσανε κι αποφάσισαν.
Κανείς δεν ένοιωσε δυσπιστία αλλά ανακούφιση που βρισκόταν τρόπος να μην κακοπάθουν και να σωθούν τα παιδιά τους. Άλλωστε οι πιο πολλοί άνδρες του χωριού λείπανε. Ήταν κι αυτοί αντάρτες και πολεμούσαν στα βουνά. Πήγανε λοιπόν οι μανάδες και μας γράψανε στον κατάλογο. Έτσι, μαζευτήκαμε 150 περίπου παιδιά απ’ όλο το χωριό. Ανάμεσα μας υπήρχαν και παιδάκια 2 χρονών, αλλά αυτά τα συντρόφευε πάντα μια μεγαλύτερη αδελφή ή αδελφός τους. Μας χώρισαν σε ομάδες κατά μαχαλά και σε κάθε ομάδα διορίστηκε μια υπεύθυνη, ή ομαδάρχισα. Αυτή ήταν μια νέα κοπέλα από τη γειτονιά που τη γνωρίζαμε και είχε την εμπιστοσύνη του χωριού. Όπου υπήρχε δασκάλα κι ήθελε, πήγαινε μαζί. Αυτό το ξέρω, γιατί όταν εγκατασταθήκαμε στις σοσιαλιστικές χώρες, υπήρχαν πολλές νέες δασκάλες ελληνίδες που μας έκαναν μάθημα.Ήταν 28 του Μάρτη όταν ξεκινήσαμε. Τα πιο μικρά παιδιά τα έβαλαν σε γαϊδουράκια κι' εμείς τα μεγαλύτερα ακολουθούσαμε σιγά-σιγά με τα πόδια.
Ώς τα σύνορα, μας συντρόφευαν και πολλοί από τους δικούς μας. Στο χωριό Χιονιάδες, σταματήσαμε και αποχαιρετιστήκαμε.Σαν περάσαμε τα σύνορα, οι πρώτοι που αντικρίσαμε ήταν οι αλβανοί σκοποί. Μας δώσανε ψωμί με μαρμελάδα και μετά μας κατέβασαν στην άσφαλτο, απ’ όπου μας πήραν φορτηγά και πήγαμε στην πόλη της Αλβανίας Μπόριο.Στη Μπόριο κάτσαμε είκοσι περίπου μέρες και μας φιλοξένησαν διάφορες οικογένειες. Οι άνθρωποι σ' αυτό το μέρος ήταν φτωχοί και απλοί σαν κι εμάς. Όμως μας έδειξαν στοργή και συμπλήρωναν από το υστέρημα τους το συσσίτιο μας, όταν αυτό δε μας χόρταινε αρκετά. Ύστερα, αφού μείναμε και σ' έναν παιδικό σταθμό στην πόλη Φιέρ, μας πήραν εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού και μας μετάφεραν στη Ρουμανία, όπου οι συνθήκες διαβίωσης θάταν πιο καλές για μας. Αυτό έγινε γιατί ο πόλεμος στην πατρίδα τράβαγε σε μάκρος και ιδιαίτερα στα δικά μας μέρη είχαν αρχίσει οι μεγάλες επιχειρήσεις. Στη Ρουμανία βρήκαμε θαλπωρή, καλό φαγητό και αρχίσαμε μαθήματα. Με τους δικούς μας κρατούσαμε αλληλογραφία. Οι ομαδάρχισες έγραφαν τα νέα μας στο χωριό και οι μανάδες μας απαντούσαν. Έτσι παρηγοριόμαστε για την έλλειψή τους. Όμως, προς το τέλος του καλοκαιριού του 1948, τα πράγματα δυσκόλεψαν γιατί το χωριό μας το κατέλαβε ο στρατός.
Μαθαίναμε πως γινόντουσαν τρομερές μάχες εκεί στα μέρη μας κι όσα από εμάς καταλάβαιναν, αγωνιούσαν μαζί με τους μεγάλους. Όλο ρωτούσαμε και όλο ελπίζαμε πως γρήγορα θα ερχόταν η νίκη και η λευτεριά. Είμαστε βέβαια ασφαλή, όμως θα θέλαμε να ήταν μαζί και οι δικοί μας και να μην κινδυνεύουν.Πέρασε ο χρόνος χωρίς να έρθει η νίκη του Δημοκρατικού Στρατού. Τον Αύγουστο του 1949 άρχισε η υποχώρηση. Πού να γυρίζαμε στο χωριό! Εκεί, όπως μαθαίναμε, όπου μπαίνανε οι κυβερνητικοί, δεν άφηναν πέτρα πάνω στην πέτρα.Κι έτσι, χρειάστηκε να μεταφερθούμε στην πόλη Σινάια για πιο μόνιμα τώρα. Εκεί υπήρχαν οι κατάλληλες εγκαταστάσεις και όλα τα μέσα, μαζί με το καλό κλίμα. μιας και η Σινάια ήταν χτισμένη μέσα σε δάσος, στους πρόποδες των Καρπαθίων. Αρχίσαμε και τα μαθήματα με πιο συστηματικό τρόπο, ο καθένας στην τάξη του, τα μικρά σε νηπιαγωγεία.
Όπως είπα και παραπάνω, οι δάσκαλοι ήταν Έλληνες και τα μαθήματα γινόντουσαν στη γλώσσα μας, αλλά, μαζί με τα μαθήματα, φρόντιζαν να κρατούν την αγάπη για την πατρίδα μας ζωντανή και να καλλιεργούν στις παιδικές καρδιές μας το ιδανικό των πατεράδων μας, που για την πραγμάτωση του χύνανε κάθε μέρα το αίμα τους εκεί στα βουνά της. Το όραμα μιας Ελλάδας λεύτερης και σοσιαλιστικής είχε ταυτιστεί και με το δικό μας μέλλον...Αργότερα, μετά το 1949, αρχίσαμε να αλληλογραφούμε πάλι με τους δικούς μας, αν και οι περισσότεροι είχαν έρθει μαζί με το Δημοκρατικό Στρατό και μας είχαν συναντήσει...
Πέρασαν 27 περίπου χρόνια από τότε. Στο μεταξύ, σ' εμάς τα «καημένα παιδιά», όπως υποκριτικά μας αποκαλούσαν, καθώς και στους γονείς μας, οι «νικητές» στέρησαν την ιθαγένεια. Μας στέρησαν το φυσικό μας δικαίωμα νάχουμε γη, σπίτι, πατρίδα. Στους γονείς μας, γιατί τόλμησαν ν' αγωνιστούν για τη λευτεριά και σε μας, γιατί είμαστε παιδιά τους και γιατί δε μείναμε να σκοτωθούμε από τις σφαίρες και τις βόμβες τους ή να κλειστούμε στα «Πατριωτικά ιδρύματα της Φρειδερίκης για ελληνοχριστιανική αναμόρφωση!(... Από την μέχρι τούδε εισαγγελικήν έρευναν εξηκριβώθη ότι εκ των σαραντατεσσάρων βρεφών, τα οποία εισήχθησαν εις το εν λόγω ίδρυμα (Βρεφική Στέγη Πειραιώς) κατά το παρελθόν έτος, απεβίωσαν τα 39. Δύο επιζούν λόγω παροχής μητρικού γάλακτος και τα τρία υπόλοιπα βρίσκονται μεταξύ ζωής και θανάτου. (Εφημερίδα «Ελευθερία» 26-1-1950).
Επαναπατρισμός, τ.2, Οκτώβρης 1976
Δημοσίευση σχολίου