{[['']]}
"Εμένα θα με σκοτώσουν, μα όπου κι αν με βρει το κακό, να 'ρθείτε να με πάρετε, θέλω και νεκρός να είμαι ανάμεσά σας".
Ο Μ. Αντύπας προς τους κολλήγους"
Κεφαλλονίτης από τα Φερεντινάτα της Πυλάρου, ο Μαρίνος Αντύπας γεννήθηκε το 1872 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του μαραγκού και γλύπτη Σπύρου Αντύπα και της Αγγελίνας Κλαδά. Με χίλιες δυο στερήσεις καταφέρνει να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές στην πρωτεύουσα του νησιού, το Αργοστόλι, στο οποίο, καθώς φαίνεται, εγκαθίσταται ολόκληρη η πολυμελής οικογένεια του στην αναζήτηση της για μια καλύτερη ζωή.
Στο σχολαρχείο πρέπει να γράφτηκε τη σχολική περίοδο 1882-83. Από το γυμνάσιο αποφοιτά τον Ιούνιο του 1890.
Από τα μαθητικά του κιόλας χρόνια, ο Αντύπας θα γοητευθεί και θα επηρεαστεί από τη ριζοσπαστική παράδοση του τόπου του, η οποία και θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ιδεολογική του συγκρότηση. Μετά το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών, ο Αντύπας θα βρεθεί από την Κεφαλλονιά στην Αθήνα, έχοντας σαν όνειρο του να φοιτήσει στη Νομική και να γίνει δικηγόρος.
Για τον Αντύπα εκείνης της περιόδου ο Χρ. Βραχνιάρης αναφέρει: «Στον σοσιαλισμό μυήθηκε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της φοίτησης του στη Νομική Σχολή. Έρχεται σ' επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους που επηρεάζονται από τον Σταύρο Καλλέργη, γίνεται μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου και αναπτύσσει πολύπλευρη δραστηριότητα».
Μάλιστα υπάρχει και σχετική γραπτή μαρτυρία της εφημερίδας του Σταύρου Καλλέργη «Σοσιαλιστής», που επιβεβαιώνει τη φοιτητική δραστηριότητα του Αντύπα. Συγκεκριμένα, στο φύλλο της 1.3.1896 αναφέρεται: «Περί τα μέσα του 15ημέρου τούτου εν Βιτρινίτση, ο
σοσιαλιστής Μ. Αντύπας, φοιτητής της Νομικής, ωμίλησε ενώπιον 200 περίπου προσώπων αναπτύξας τας σοσιαλιστικός αυτού ιδέας...».
Το 1896, με το που ξεσπά η Κρητική Επανάσταση, ο Αντύπας μαζί με άλλους ενθουσιώδεις συμφοιτητές του μεταβαίνει στην Κρήτη προκειμένου να συμμετάσχει στην Επανάσταση. Λέγεται ότι στην Κρήτη ήταν μαζί με τον Καλλέργη. Πάντως, την επόμενη χρονιά και έπειτα από έναν τραυματισμό του στο στήθος, επανέρχεται στην Αθήνα.
Στο μεταξύ, τόσο η αποτυχία της Κρητικής Επανάστασης όσο και ο «ατυχής» ελληνοτουρκικός πόλεμος τον προβληματίζουν έντονα. Ως απόρροια αυτών των προβληματισμών έρχεται η συμμετοχή του στο μεγάλο παλλαϊκό συλλαλητήριο - εξ αιτίας του ελληνοτουρκικού πολέμου - που διεξάγεται στην Ομόνοια στις 14 Σεπτεμβρίου.
Στην ομιλία του από τον εξώστη του ξενοδοχείου «Μυκήναι», ο Αντύπας θα καταγγείλει έντονα τον ρόλο που έπαιξαν μέλη της βασιλικής οικογένειας και θα ξεσκεπάσει τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι μεγάλες δυνάμεις τόσο στη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου όσο και
στις μετέπειτα διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν. Το αποτέλεσμα αυτής της έντονης επικριτικής πολιτικής ομιλίας είναι να καταδικαστεί σε φυλάκιση ενός έτους έπειτα από δίκη που θα διεξαχθεί στις 20 Ιανουαρίου του 1898. Την ποινή του εκτίει στις φυλακές της Αίγινας.
Ωστόσο, μετά την αποφυλάκιση του, συλλαμβάνεται εκ νέου για «ηθική αυτουργία» σε μία
υπόθεση απόπειρας δολοφονίας κατά του Γεωργίου Α' και φυλακίζεται ξανά.
Το 1898, ο Αντύπας εγκαταλείπει τις προσπάθειες να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Νομική και επιστρέφει στην Κεφαλλονιά. Έναν χρόνο αργότερα, προβαίνει στην έκδοση της εφημερίδας «Ανάστασις». Ωστόσο, εξ αιτίας ενός άρθρου, το οποίο καταφέρονταν κατά των επίσημων
πολιτικών και δικαστικών εξουσιών αλλά και των υπαίτιων της ήττας του 1897, η εφημερίδα σταματά την κυκλοφορία της, για να εκδοθεί ξανά τέσσερα χρόνια αργότερα.
Ο Αντύπας το 1903 θα βρεθεί στο Βουκουρέστι δίπλα στον θείο του Γεώργιο Σκιαδαρέση. Εκεί, λέγεται ότι πείθει τον θείο του να επενδύσει αγοράζοντας γη στον θεσσαλικό κάμπο. Πράγματι, μερικά χρόνια αργότερα ο θείος του μαζί με τον Αρ. Μεταξά αγοράζουν στην περιοχή των Τεμπών ένα κτήμα 300.000 στρεμμάτων. Επιστρέφοντας εκ νέου στην Κεφαλλονιά, θα επανεκδώσει την εφημερίδα του, ενώ ταυτόχρονα θα ιδρύσει στο Αργοστόλι το «Λαϊκόν Αναγνωστήριον "Η Ισότης"», το οποίο λειτουργεί σαν ένα είδος λαϊκού σχολείου. Από ό,τι φαίνεται, η λειτουργία αυτού του λαϊκού σχολείου ενόχλησε το κατεστημένο του νησιού με συνέπεια ο Αντύπας για άλλη μια φορά να βρεθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης. Ωστόσο, αυτή τη φορά αθωώνεται.
Τον Αύγουστο του 1905, σε μια επίσκεψη του στην Αθήνα, λαμβάνει μέρος σε συλλαλητήριο λαϊκής συμπαράστασης στην επανάσταση του θερίσου στην Κρήτη. Στο συλλαλητήριο, στο οποίο αποδοκιμάζεται και ο πρίγκιπας Γεώργιος, ο Αντύπας εκφωνεί λόγο σε ένα ακροατήριο 20.000 ατόμων. Αυτό του κοστίζει μια κράτηση δύο ημερών.
Το 1906, λαμβάνει μέρος στις βουλευτικές εκλογές στην Επαρχία Κρανιάς του νησιού του ως
υποψήφιος των εργατικών και λαϊκών τάξεων. Αν και κατορθώνει να συγκεντρώνει 2.550 ψήφους εργατών και χωρικών σε σύνολο 6.000 - 7.000 ψηφοφόρων, τελικά δεν εκλέγεται.
Μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια να εκλεγεί βουλευτής, μεταβαίνει στη Θεσσαλία, στα κτήματα του θείου του, όπου μαζί με τον ξάδελφο του Παναγιώτη Σκιαδαρέση εργάζονται ως επιστάτες. Η θέση του αυτή δεν τον εμποδίζει να διαδίδει τις ιδέες του και να προπαγανδίζει «την χειραφέτησιν των σκλάβων αγροτών». Το παράδοξο είναι ότι στην προπαγάνδα του Αντύπα συναινεί κι ο ιδιοκτήτης θείος του...
Ο Αντύπας προτείνει να δοθεί στους κολλήγους το 75% της παραγωγής αντί για το 25% που ίσχυε και την υιοθέτηση της κυριακάτικης αργίας, ενώ κάνει λόγο για πρόνοια, για σχολεία και
συνδέσμους αγροτικών οργανώσεων. Μάλιστα, ο Σκιαδαρέσης του αναγγέλλει ο ίδιος πως από τη χρονιά του 1906 θα ισχύει το 75% αλλά και η διαγραφή όλων των χρεών τους.
Τα κηρύγματα και οι πρακτικές που εφάρμοζε ο Αντύπας είχαν σαν αποτέλεσμα να ενοχληθούν ιδιαίτερα οι μεγαλοτσιφλικάδες. Έτσι, αρχίζουν οι διάφορες οχλήσεις προς το πρόσωπο του υπό μορφή συστάσεων, τόσο από τη Νομαρχία όσο και από τη Χωροφυλακή, προκειμένου να σταματήσει τα κηρύγματα του και νά ξεσηκώνει τα μυαλά των κολλήγων.
Ένα επεισόδιο που συμβαίνει στην Αθήνα είναι χαρακτηριστικό της έντασης που επικρατεί: τον Σεπτέμβριο του 1906 ο Αντύπας χτυπά τον μεγαλοκτηματία και βουλευτή Αγαμέμνωνα Σλήμαν, ο
οποίος τον είχε κατηγορήσει στον νομάρχη Λάρισας ως «υποκινητή ερεθισμού των αγροτών κατά των κυρίων τους και επικίνδυνο για την τάξη». Ακολουθεί δίκη, η οποία, σύμφωνα με τον ιστορικό Γ. Κορδάτο, αποκτά αμιγώς πολιτικά χαρακτηριστικά, όπου στην ουσία δικάζονται οι
ιδέες του Αντύπα για την κοινωνική χειραφέτηση των αγροτών.
Ο Αντύπας, παρότι βρίσκεται αντιμέτωπος με το ισχυρό κατεστημένο των τσιφλικάδων, επιμένει στο να κηρύττει τον ανατρεπτικό του λόγο και να έρχεται σε ευθεία σύγκρουση μαζί τους μιλώντας σε συγκεντρώσεις στα χωριά του κάμπου, οργανώνοντας ομάδες και κινητοποιώντας τους αγρότες.
Ωστόσο, δείχνει να έχει συνειδητοποιήσει τον επερχόμενο κίνδυνο για τη ζωή του, όπως εκμυστηρεύεται ο ίδιος στους κολλήγους: «Εμένα θα με σκοτώσουν, μα όπου κι αν με βρει το κακό, να 'ρθείτε να με πάρετε, θέλω και νεκρός να είμαι ανάμεσα σας».
Τα αργύρια ανέρχονταν σε 12.200 δραχμές. Με αυτή την αμοιβή ανέλαβε το αποτρόπαιο έργο της εν ψυχρώ δολοφονίας του Αντύπα ένας θλιβερός επιστάτης ονόματι Ιωάννης Κυριακού. Το απόβρασμα αυτό μισούσε τον Αντύπα και θεωρήθηκε ιδανικός δολοφόνος από τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας, αφού βρισκόταν στον ίδιο χώρο εργασίας ως επιστάτης του συνεταίρου του θείου του Αντύπα, Σκιαδαρέση.
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε από μια δίκη στη Λάρισα, όπου ο νομάρχης αποκάλεσε δημόσια τον Αντύπα «υποκινητή επιβλαβών, άσκοπων και αναρχικών ενεργειών». Κατά τη συνήθη τακτική, η δίκη αναβλήθηκε και ο Αντύπας στον δρόμο της επιστροφής στον Πυργετό, τη νύχτα της 8ης Μαρτίου, δέχτηκε σφαίρα από δίκαννο «εκ των όπισθεν και εις την οσφυακήν χώραν». Εκεί αφήνει την τελευταία του πνοή ένας πραγματικά ρομαντικός, εξεγερμένος αγωνιστής των σοσιαλιστικών ιδεωδών.
Πηγή: "Το Ποντίκι"
Ο Μ. Αντύπας προς τους κολλήγους"
Κεφαλλονίτης από τα Φερεντινάτα της Πυλάρου, ο Μαρίνος Αντύπας γεννήθηκε το 1872 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του μαραγκού και γλύπτη Σπύρου Αντύπα και της Αγγελίνας Κλαδά. Με χίλιες δυο στερήσεις καταφέρνει να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές στην πρωτεύουσα του νησιού, το Αργοστόλι, στο οποίο, καθώς φαίνεται, εγκαθίσταται ολόκληρη η πολυμελής οικογένεια του στην αναζήτηση της για μια καλύτερη ζωή.
Στο σχολαρχείο πρέπει να γράφτηκε τη σχολική περίοδο 1882-83. Από το γυμνάσιο αποφοιτά τον Ιούνιο του 1890.
Από τα μαθητικά του κιόλας χρόνια, ο Αντύπας θα γοητευθεί και θα επηρεαστεί από τη ριζοσπαστική παράδοση του τόπου του, η οποία και θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ιδεολογική του συγκρότηση. Μετά το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών, ο Αντύπας θα βρεθεί από την Κεφαλλονιά στην Αθήνα, έχοντας σαν όνειρο του να φοιτήσει στη Νομική και να γίνει δικηγόρος.
Για τον Αντύπα εκείνης της περιόδου ο Χρ. Βραχνιάρης αναφέρει: «Στον σοσιαλισμό μυήθηκε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της φοίτησης του στη Νομική Σχολή. Έρχεται σ' επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους που επηρεάζονται από τον Σταύρο Καλλέργη, γίνεται μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου και αναπτύσσει πολύπλευρη δραστηριότητα».
Μάλιστα υπάρχει και σχετική γραπτή μαρτυρία της εφημερίδας του Σταύρου Καλλέργη «Σοσιαλιστής», που επιβεβαιώνει τη φοιτητική δραστηριότητα του Αντύπα. Συγκεκριμένα, στο φύλλο της 1.3.1896 αναφέρεται: «Περί τα μέσα του 15ημέρου τούτου εν Βιτρινίτση, ο
σοσιαλιστής Μ. Αντύπας, φοιτητής της Νομικής, ωμίλησε ενώπιον 200 περίπου προσώπων αναπτύξας τας σοσιαλιστικός αυτού ιδέας...».
Το οδοιπορικό ενός αγωνιστή
Το 1896, με το που ξεσπά η Κρητική Επανάσταση, ο Αντύπας μαζί με άλλους ενθουσιώδεις συμφοιτητές του μεταβαίνει στην Κρήτη προκειμένου να συμμετάσχει στην Επανάσταση. Λέγεται ότι στην Κρήτη ήταν μαζί με τον Καλλέργη. Πάντως, την επόμενη χρονιά και έπειτα από έναν τραυματισμό του στο στήθος, επανέρχεται στην Αθήνα.
Στο μεταξύ, τόσο η αποτυχία της Κρητικής Επανάστασης όσο και ο «ατυχής» ελληνοτουρκικός πόλεμος τον προβληματίζουν έντονα. Ως απόρροια αυτών των προβληματισμών έρχεται η συμμετοχή του στο μεγάλο παλλαϊκό συλλαλητήριο - εξ αιτίας του ελληνοτουρκικού πολέμου - που διεξάγεται στην Ομόνοια στις 14 Σεπτεμβρίου.
Στην ομιλία του από τον εξώστη του ξενοδοχείου «Μυκήναι», ο Αντύπας θα καταγγείλει έντονα τον ρόλο που έπαιξαν μέλη της βασιλικής οικογένειας και θα ξεσκεπάσει τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι μεγάλες δυνάμεις τόσο στη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου όσο και
στις μετέπειτα διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν. Το αποτέλεσμα αυτής της έντονης επικριτικής πολιτικής ομιλίας είναι να καταδικαστεί σε φυλάκιση ενός έτους έπειτα από δίκη που θα διεξαχθεί στις 20 Ιανουαρίου του 1898. Την ποινή του εκτίει στις φυλακές της Αίγινας.
Ωστόσο, μετά την αποφυλάκιση του, συλλαμβάνεται εκ νέου για «ηθική αυτουργία» σε μία
υπόθεση απόπειρας δολοφονίας κατά του Γεωργίου Α' και φυλακίζεται ξανά.
Το 1898, ο Αντύπας εγκαταλείπει τις προσπάθειες να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Νομική και επιστρέφει στην Κεφαλλονιά. Έναν χρόνο αργότερα, προβαίνει στην έκδοση της εφημερίδας «Ανάστασις». Ωστόσο, εξ αιτίας ενός άρθρου, το οποίο καταφέρονταν κατά των επίσημων
πολιτικών και δικαστικών εξουσιών αλλά και των υπαίτιων της ήττας του 1897, η εφημερίδα σταματά την κυκλοφορία της, για να εκδοθεί ξανά τέσσερα χρόνια αργότερα.
Ο Αντύπας το 1903 θα βρεθεί στο Βουκουρέστι δίπλα στον θείο του Γεώργιο Σκιαδαρέση. Εκεί, λέγεται ότι πείθει τον θείο του να επενδύσει αγοράζοντας γη στον θεσσαλικό κάμπο. Πράγματι, μερικά χρόνια αργότερα ο θείος του μαζί με τον Αρ. Μεταξά αγοράζουν στην περιοχή των Τεμπών ένα κτήμα 300.000 στρεμμάτων. Επιστρέφοντας εκ νέου στην Κεφαλλονιά, θα επανεκδώσει την εφημερίδα του, ενώ ταυτόχρονα θα ιδρύσει στο Αργοστόλι το «Λαϊκόν Αναγνωστήριον "Η Ισότης"», το οποίο λειτουργεί σαν ένα είδος λαϊκού σχολείου. Από ό,τι φαίνεται, η λειτουργία αυτού του λαϊκού σχολείου ενόχλησε το κατεστημένο του νησιού με συνέπεια ο Αντύπας για άλλη μια φορά να βρεθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης. Ωστόσο, αυτή τη φορά αθωώνεται.
Τον Αύγουστο του 1905, σε μια επίσκεψη του στην Αθήνα, λαμβάνει μέρος σε συλλαλητήριο λαϊκής συμπαράστασης στην επανάσταση του θερίσου στην Κρήτη. Στο συλλαλητήριο, στο οποίο αποδοκιμάζεται και ο πρίγκιπας Γεώργιος, ο Αντύπας εκφωνεί λόγο σε ένα ακροατήριο 20.000 ατόμων. Αυτό του κοστίζει μια κράτηση δύο ημερών.
Το 1906, λαμβάνει μέρος στις βουλευτικές εκλογές στην Επαρχία Κρανιάς του νησιού του ως
υποψήφιος των εργατικών και λαϊκών τάξεων. Αν και κατορθώνει να συγκεντρώνει 2.550 ψήφους εργατών και χωρικών σε σύνολο 6.000 - 7.000 ψηφοφόρων, τελικά δεν εκλέγεται.
Επιστάτης των κολλήγων
Μετά την αποτυχημένη του προσπάθεια να εκλεγεί βουλευτής, μεταβαίνει στη Θεσσαλία, στα κτήματα του θείου του, όπου μαζί με τον ξάδελφο του Παναγιώτη Σκιαδαρέση εργάζονται ως επιστάτες. Η θέση του αυτή δεν τον εμποδίζει να διαδίδει τις ιδέες του και να προπαγανδίζει «την χειραφέτησιν των σκλάβων αγροτών». Το παράδοξο είναι ότι στην προπαγάνδα του Αντύπα συναινεί κι ο ιδιοκτήτης θείος του...
Ο Αντύπας προτείνει να δοθεί στους κολλήγους το 75% της παραγωγής αντί για το 25% που ίσχυε και την υιοθέτηση της κυριακάτικης αργίας, ενώ κάνει λόγο για πρόνοια, για σχολεία και
συνδέσμους αγροτικών οργανώσεων. Μάλιστα, ο Σκιαδαρέσης του αναγγέλλει ο ίδιος πως από τη χρονιά του 1906 θα ισχύει το 75% αλλά και η διαγραφή όλων των χρεών τους.
Τα κηρύγματα και οι πρακτικές που εφάρμοζε ο Αντύπας είχαν σαν αποτέλεσμα να ενοχληθούν ιδιαίτερα οι μεγαλοτσιφλικάδες. Έτσι, αρχίζουν οι διάφορες οχλήσεις προς το πρόσωπο του υπό μορφή συστάσεων, τόσο από τη Νομαρχία όσο και από τη Χωροφυλακή, προκειμένου να σταματήσει τα κηρύγματα του και νά ξεσηκώνει τα μυαλά των κολλήγων.
Ένα επεισόδιο που συμβαίνει στην Αθήνα είναι χαρακτηριστικό της έντασης που επικρατεί: τον Σεπτέμβριο του 1906 ο Αντύπας χτυπά τον μεγαλοκτηματία και βουλευτή Αγαμέμνωνα Σλήμαν, ο
οποίος τον είχε κατηγορήσει στον νομάρχη Λάρισας ως «υποκινητή ερεθισμού των αγροτών κατά των κυρίων τους και επικίνδυνο για την τάξη». Ακολουθεί δίκη, η οποία, σύμφωνα με τον ιστορικό Γ. Κορδάτο, αποκτά αμιγώς πολιτικά χαρακτηριστικά, όπου στην ουσία δικάζονται οι
ιδέες του Αντύπα για την κοινωνική χειραφέτηση των αγροτών.
Ο Αντύπας, παρότι βρίσκεται αντιμέτωπος με το ισχυρό κατεστημένο των τσιφλικάδων, επιμένει στο να κηρύττει τον ανατρεπτικό του λόγο και να έρχεται σε ευθεία σύγκρουση μαζί τους μιλώντας σε συγκεντρώσεις στα χωριά του κάμπου, οργανώνοντας ομάδες και κινητοποιώντας τους αγρότες.
Ωστόσο, δείχνει να έχει συνειδητοποιήσει τον επερχόμενο κίνδυνο για τη ζωή του, όπως εκμυστηρεύεται ο ίδιος στους κολλήγους: «Εμένα θα με σκοτώσουν, μα όπου κι αν με βρει το κακό, να 'ρθείτε να με πάρετε, θέλω και νεκρός να είμαι ανάμεσα σας».
Η δολοφονώ του Μαρίνου Αντύπα
Τα αργύρια ανέρχονταν σε 12.200 δραχμές. Με αυτή την αμοιβή ανέλαβε το αποτρόπαιο έργο της εν ψυχρώ δολοφονίας του Αντύπα ένας θλιβερός επιστάτης ονόματι Ιωάννης Κυριακού. Το απόβρασμα αυτό μισούσε τον Αντύπα και θεωρήθηκε ιδανικός δολοφόνος από τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας, αφού βρισκόταν στον ίδιο χώρο εργασίας ως επιστάτης του συνεταίρου του θείου του Αντύπα, Σκιαδαρέση.
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε από μια δίκη στη Λάρισα, όπου ο νομάρχης αποκάλεσε δημόσια τον Αντύπα «υποκινητή επιβλαβών, άσκοπων και αναρχικών ενεργειών». Κατά τη συνήθη τακτική, η δίκη αναβλήθηκε και ο Αντύπας στον δρόμο της επιστροφής στον Πυργετό, τη νύχτα της 8ης Μαρτίου, δέχτηκε σφαίρα από δίκαννο «εκ των όπισθεν και εις την οσφυακήν χώραν». Εκεί αφήνει την τελευταία του πνοή ένας πραγματικά ρομαντικός, εξεγερμένος αγωνιστής των σοσιαλιστικών ιδεωδών.
Πηγή: "Το Ποντίκι"
Δημοσίευση σχολίου