{[['']]}
Η καταγωγή της Οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους
ΓΕΝΟΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΡΩΜΗ
Από το μύθο για την ίδρυση της Ρώμης βγαίνει ότι ο πρώτος οικισμός έγινε από μια σειρά λατινικά γένη (ο μύθος λέει ότι ήταν εκατό), που ήταν ενωμένα σε μια φυλή. Σύντομα προσκολλήθηκε σ' αυτά μια σαβελλική φυλή, που επίσης λέγεται ότι είχε εκατό γένη και τέλος μια τρίτη φυλή από διάφορα στοιχεία, και που, όπως λένε, είχε κι αυτή εκατό γένη. Όλη η αφήγηση δείχνει με την πρώτη ματιά ότι σχεδόν τίποτα, εκτός από το γένος, δεν ήταν φυσικό προϊόν, και ότι κι αυτό ακόμα σε μερικές περιπτώσεις ήταν μονάχα μια παραφυάδα του μητρικού γένους, που εξακολουθούσε να υπάρχει στην παλιά πατρίδα. Οι φυλές έχουν αποτυπωμένη τη σφραγίδα της τεχνητής σύνθεσης, ωστόσο από συγγενικά κυρίως στοιχεία και κατά το πρότυπο της παλιάς φυσικά αναπτυγμένης κι όχι φτιαχτής φυλής. Και δεν αποκλείεται ο πυρήνας της καθεμιάς από τις τρεις αυτές φυλές να υπήρξε μια πραγματική παλιά φυλή. Το ενδιάμεσο μέλος, η φρατρία, σχηματιζόταν από δέκα γένη και ονομαζόταν κουρία. Υπήρχαν λοιπόν τριάντα κουρίες.
Είναι γενικά παραδεγμένο ότι το ρωμαϊκό γένος ήταν ο ίδιος θεσμός με το ελληνικό. Αν λοιπόν το ελληνικό γένος είναι, η παραπέρα ανάπτυξη της κοινωνικής εκείνης μονάδας που την πρωτόγονη μορφή της μας παρουσιάζουν οι αμερικανοί ερυθρόδερμοι, το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για το ρωμαϊκό γένος. Μπορούμε επομένως εδώ να είμαστε πιο σύντομοι.
Το ρωμαϊκό γένος είχε, τουλάχιστον στην αρχαιότατη εποχή της Ρώμης, την παρακάτω συγκρότηση:
1) Αμοιβαίο κληρονομικό δικαίωμα των μελών του γένους. Η περιουσία έμενε στο γένος. Επειδή στο ρωμαϊκό γένος, όπως και στο ελληνικό, επικρατούσε κιόλας το πατρικό δίκαιο, αποκλείονταν οι απόγονοι της γυναικείας γενεαλογικής γραμμής. Σύμφωνα με το νόμο της Δωδεκαδέλτου*, του πιο παλιού γνωστού σ' εμάς γραφτού ρωμαϊκού δικαίου, κληρονομούσαν πρώτα τα παιδιά σαν φυσικοί κληρονόμοι. Όταν δεν υπήρχαν παιδιά οι αγνάτοι (συγγενείς της ανδρικής γραμμής). Και όταν δεν υπήρχαν ούτε αυτοί, τότε κληρονομούσαν τα μέλη του γένους. Σε όλες τις περιπτώσεις η περιουσία έμενε στο γένος. Βλέπουμε εδώ τη βαθμιαία εισαγωγή στις συνήθειες των γενών καινούργιων κανόνων δικαίου που προκλήθηκαν από τον αυξανόμενο πλούτο και τη μονογαμία: το αρχικό ίσο δικαίωμα κληρονομιάς των μελών του γένους περιορίστηκε πρώτα —ίσως από πολύ νωρίς, όπως αναφέραμε ήδη πιο πάνω— με την πράξη, στους αγνάτους, τέλος στα παιδιά και τους απογόνους τους μέσα στη φυλή του άντρα. Στη Δωδεκάδελτο αυτό εμφανίζεται φυσικά σε αντίστροφη σειρά.
2) Ύπαρξη κοινού τόπου ταφής. Όταν το γένος των Κλαυδίων που ήταν πατρίκιοι, ήρθε από το Ρέτζιλι στη Ρώμη, του δόθηκε ένα κομμάτι γης, καθώς επίσης κι ένας κοινός τόπος ταφής μέσα στην πόλη. Ακόμα και τον καιρό του Αυγούστου, το κεφάλι του Βάρου, που έπεσε στο δρυμό του Τόιτομπουργκ**, το έφεραν στη Ρώμη και το έθαψαν στον τύμβο του γένους (gentilitius tumulus). Το γένος (των Κουιντιλίων) είχε λοιπόν ακόμα ξεχωριστό τύμβο.
3) Κοινές θρησκευτικές τελετές. Αυτές, τα sacra gentilitia, είναι γνωστές.
4) Υποχρέωση να μην παντρεύονται μέσα στο γένος. Αυτό δεν φαίνεται ποτέ να μετατράπηκε στη Ρώμη σε γραφτό νόμο, αλλά το έθιμο έμεινε. Από το πλήθος των ρωμαϊκών ζευγαριών που διατηρήθηκαν τα ονόματα τους ως την εποχή μας, κανένα δεν έχει το ίδιο όνομα γένους για τον άντρα και τη γυναίκα. Το κληρονομικό δίκαιο αποδείχνει επίσης αυτόν τον κανόνα. Η γυναίκα χάνει με το γάμο τα αγνατικά της δικαιώματα, βγαίνει από το γένος της και ούτε αυτή, ούτε τα παιδιά της δεν μπορούν να κληρονομήσουν από τον πατέρα της ή από τα αδέρφια του πατέρα της, γιατί αλλιώς θα χανόταν το κληρονομικό μερίδιο του πατρικού γένους. Αυτό έχει νόημα μονάχα με την προϋπόθεση ότι η γυναίκα δεν μπορεί να παντρευτεί μέλος του γένους της.
5) Ένα κομμάτι γης που ήταν κοινή ιδιοκτησία. Αυτό υπήρχε πάντα στην πρωτόγονη εποχή, τότε που άρχισαν να μοιράζουν τη γη της φυλής. Στις λατινικές φυλές βρίσκουμε ν' ανήκει η γη εν μέρει στη φυλή, εν μέρει στο γένος, εν μέρει στα νοικοκυριά που είναι αμφίβολο αν αποτελούσαν τότε ξεχωριστές οικογένειες. Λένε ότι ο Ρωμύλος έκανε την πρώτη διανομή της γης σε χωριστά άτομα, περίπου ένα εκτάριο (δυο jugera) στον καθένα. Ωστόσο, βρίσκουμε και αργότερα γαιοκτησία στα χέρια των γενών, για να μη μιλήσουμε καθόλου για την κρατική γη, γύρω από την οποία περιστρέφεται όλη η εσωτερική ιστορία της δημοκρατίας.
6) Υποχρέωση των μελών του γένους να αλληλοϋπερασπίζονται και να αλληλοβοηθιούνται. Για το ζήτημα αυτό μας λέει ελάχιστα πράγματα η γραφτή ιστορία. Το ρωμαϊκό κράτος εμφανίστηκε από την αρχή τόσο ισχυρό που το δικαίωμα της προστασίας από την αδικία πέρασε σ' αυτό. Όταν πιάστηκε ο Αππιος Κλαύδιος, όλο του το γένος φόρεσε πένθος, ακόμα και εκείνοι που ήταν προσωπικοί του εχθροί. Τον καιρό του δεύτερου καρχηδονιακού πολέμου ενώθηκαν τα γένη για να πετύχουν την απόλυση των μελών τους που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι πολέμου. Η γερουσία τους το απαγόρευσε.
7) Δικαίωμα στα μέλη του γένους να φέρουν το όνομα του. Αυτό διατηρήθηκε ως την εποχή της αυτοκρατορίας. Στους απελεύθερους επέτρεπαν να παίρνουν το όνομα του γένους του πρώην κυρίου τους, χωρίς όμως να αποκτούν τα δικαιώματα του γένους.
8) Δικαίωμα υιοθέτησης ξένων στο γένος. Αυτό γινόταν με υιοθεσία από μια οικογένεια (όπως στους Ινδιάνους), που είχε σαν συνέπεια και την εισδοχή στο γένος.
9) Το δικαίωμα να εκλέγουν και να καθαιρούν τον επικεφαλής δεν αναφέρεται πουθενά. Επειδή όμως την πρώτη περίοδο της Ρώμης, από τον αιρετό βασιλιά και κάτω, όλα τα αξιώματα τα συμπλήρωναν με διορισμό ή με εκλογή, και επειδή και οι ίδιες οι κουρίες εκλέγανε τους ιερείς τους, μπορούμε να υποθέσουμε το ίδιο και για τους αρχηγούς (principes) των γενών — όσο κι αν η εκλογή από την ίδια πάντα οικογένεια στο γένος είχε ίσως γίνει κιόλας κανόνας.
Αυτές ήταν οι αρμοδιότητες ενός ρωμαϊκού γένους. Αν εξαιρέσουμε το πέρασμα στο πατρικό δίκαιο που είχε πια ολοκληρωθεί, είναι πιστό είδωλο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του γένους των Ιροκέζων. Κι εδώ «προβάλλει καθαρά ο Ιροκέζος».
Δίνουμε ένα μόνο παράδειγμα για το πόση σύγχυση επικρατεί για το ρωμαϊκό καθεστώς των γενών ακόμα και σήμερα και στους πιο αναγνωρισμένους ιστοριογράφους μας. Στη διατριβή του Μόμσεν για τα ρωμαϊκά κύρια ονόματα της εποχής της δημοκρατίας και της αυγουστιανής περιόδου {Romische Forschungen, Berlin1864), διαβάζουμε:
«Εκτός από όλους τους άντρες-μέλη του γένους, αν αποκλείσουμε φυσικά τους δούλους, συμπεριλάβουμε όμως τους υιοθετημένους και τους προστατευόμενους, το όνομα του γένους παίρνουν επίσης και οι γυναίκες... Η φυλή (Stamm, όπως μεταφράζει εδώ το gens ο Μόμσεν) είναι... μια κοινότητα που προήλθε από κοινή —πραγματική ή υποθετική ή φανταστική— καταγωγή, και που συνδέεται με κοινές τελετές, κοινό τόπο ταφής και κοινή κληρονομιά, στην οποία μπορούν και πρέπει να θεωρούν ότι ανήκουν όλα τα προσωπικά ελεύθερα άτομα, επομένως και οι γυναίκες. Δυσκολίες δημιουργεί όμως ο καθορισμός του ονόματος του γένους των παντρεμένων γυναικών. Η δυσκολία αυτή φυσικά δεν υπάρχει για την περίοδο που δεν επιτρεπόταν στη γυναίκα να παντρεύεται άλλον εκτός από ένα μέλος του γένους της. Και, όπως αποδείχνεται, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρχε για τις γυναίκες μεγαλύτερη δυσκολία να παντρεύονται έξω από το γένος παρά μέσα στο γένος, γιατί ακόμα και στον 6ο αιώνα το gentis enuptio*** το παραχωρούσαν σαν προσωπικό προνόμιο για ανταμοιβή... Όπου όμως παρουσιάζονταν τέτοιες εξωγαμίες, έπρεπε η γυναίκα στους παλαιότατους καιρούς να περνούσε στη φυλή του άντρα. Δεν υπάρχει πιο βέβαιο πράγμα από το ότι η γυναίκα με τον παλιό θρησκευτικό γάμο έμπαινε ολότελα στη νομική και θρησκευτική κοινότητα του άντρα και έβγαινε από τη δική της. Ποιος δεν ξέρει ότι η παντρεμένη γυναίκα χάνει τα ενεργητικά και παθητικά της κληρονομικά δικαιώματα μέσα στο γένος, ενώ αντίθετα συνδέεται με κληρονομικό δεσμό με τον άντρα της, τα παιδιά της και τα μέλη της φυλής του άντρα της γενικά; Και εφόσον ο άντρας της την υιοθετεί και μπαίνει έτσι στην οικογένεια του, πώς μπορεί να μένει μακριά από το γένος του;» (σελ. 8-11).
Ο Μόμσεν ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι στις ρωμαίες γυναίκες που ανήκαν σε κάποιο γένος επιτρεπόταν αρχικά να παντρεύονται μονάχα μέσα στο γένος τους, ότι το ρωμαϊκό γένος ήταν λοιπόν ενδογαμικό και όχι εξωγαμικό. Η άποψη αυτή που αντιφάσκει με όλη την πείρα από άλλους λαούς, στηρίζεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σ' ένα μοναδικό και πολυσυζητημένο χωρίο του Λίβιου (βιβλίο XXXIX, σελ. 19), σύμφωνα με το οποίο η γερουσία το έτος 568 της Ρώμης, δηλαδή το 186 πριν από τη χρονολογία μας αποφάσισε, uti Feceniae Hispalae datio, deminuto dedisset utique ei ingenuo nubere liceret, neu quid ei qui eam duxisset, ob id fraudi ignominiaeve esset — η Φετσένια Ισπάλα να έχει το δικαίωμα να διαθέσει την περιουσία της, να την ελαττώσει, να παντρευτεί έξω από το γένος και να διαλέξει κηδεμόνα, ακριβώς σαν να της είχε μεταφέρει το δικαίωμα αυτό με διαθήκη ο (πεθαμένος) άντρας της, ότι μπορεί να παντρευτεί έναν γεννημένο ελεύθερο, και ότι σ' αυτόν που θα την έπαιρνε γυναίκα του, δεν θα του το καταλόγιζαν σαν κακή πράξη ή ντροπή.
Αναμφισβήτητα λοιπόν δίνεται εδώ στη Φετσένια, μια απελεύθερη, το δικαίωμα να παντρευτεί έξω από το γένος. Και σύμφωνα μ' αυτά, και ο σύζυγος είχε αναμφισβήτητα το δικαίωμα να μεταβιβάσει με διαθήκη μετά το θάνατο του το δικαίωμα στη γυναίκα του να παντρευτεί έξω από το γένος. Όμως, έξω από ποιο γένος;
Αν η γυναίκα ήταν υποχρεωμένη να παντρεύεται μέσα στο γένος της, όπως υποθέτει ο Μόμσεν, τότε και μετά το γάμο θα έπρεπε να μένει σ' αυτό το γένος της. Πρώτα όμως πρέπει να αποδειχτεί ίσα-ίσα αυτή η ενδογαμία του γένους. Και δεύτερο, αν η γυναίκα ήταν υποχρεωμένη να παντρεύεται μέσα στο γένος της, τότε, φυσικά, κι ο άντρας έπρεπε να κάνει το ίδιο, γιατί αλλιώς δεν θα έπαιρνε γυναίκα. Έτσι όμως καταλήγουμε ότι ο άντρας μπορούσε με διαθήκη να μεταβιβάσει στη γυναίκα του ένα δικαίωμα που δεν το είχε ούτε ο ίδιος για τον εαυτό του. Φτάνουμε, λοιπόν, σε νομικό παραλογισμό. Αυτό το νιώθει και ο Μόμσεν, γι' αυτό και υποθέτει:
«Για το γάμο έξω από το γένος νομικά δεν χρειαζόταν μόνο η συγκατάθεση του εξουσιαστή, μα και όλων των μελών του γένους» (σελ. 10, σημείωση).
Αυτό είναι πρώτα-πρώτα μια πολύ τολμηρή υπόθεση και δεύτερο αντιφάσκει με το σαφές κείμενο του χωρίου. Η γερουσία της δίνει το δικαίωμα αυτό στη θέση τον άντρα, και της δίνει ρητά ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα απ' όσα θα μπορούσε να της είχε δώσει ο άντρας της, όμως αυτό που της δίνει είναι ένα απόλυτο δικαίωμα, που δεν εξαρτάται από κανέναν άλλο περιορισμό, έτσι που αν το χρησιμοποιήσει, να μην έχει να πάθει τίποτα και ο νέος της άντρας. Αναθέτει μάλιστα στους τωρινούς και μελλοντικούς υπάτους και πραίτορες να φροντίζουν να μην πάθει καμιά αδικία απ' αυτό. Η υπόθεση του Μόμσεν φαίνεται λοιπόν πέρα για πέρα απαράδεκτη.
Ή πάλι πρέπει να υποθέσουμε ότι η γυναίκα παντρεύτηκε έναν άντρα από άλλο γένος, ενώ η ίδια έμεινε στο γένος που γεννήθηκε, και τότε, σύμφωνα με το πιο πάνω χωρίο, ο άντρας της θα είχε το δικαίωμα να επιτρέψει στη γυναίκα του να παντρευτεί έξω από το δικό της γένος. Δηλαδή θα είχε το δικαίωμα να αποφασίζει για υποθέσεις ενός γένους στο οποίο δεν ανήκε καθόλου. Η υπόθεση είναι τόσο παράλογη, που δεν αξίζει ο κόπος να μιλάμε πια γι' αυτήν.
Μένει λοιπόν μονάχα να υποθέσουμε ότι η γυναίκα στον πρώτο της γάμο παντρεύτηκε έναν άντρα από άλλο γένος και ότι με το γάμο της πέρασε απλούστατα στο γένος του άντρα της, πράγμα που και ο Μόμσεν παραδέχεται πραγματικά για παρόμοιες περιπτώσεις. Τότε εξηγείται αμέσως όλος ο συσχετισμός της υπόθεσης. Η γυναίκα, που με το γάμο της αποσπάστηκε από το παλιό της γένος και έγινε δεκτή στη νέα ένωση γενών του άντρα, κατέχει εκεί μέσα μια τελείως ξεχωριστή θέση. Είναι βέβαια μέλος του γένους, αλλά όχι συγγενής εξ αίματος. Ο χαρακτήρας της εισδοχής την αποκλείει προκαταβολικά από κάθε απαγόρευση γάμου μέσα στο γένος, όπου ακριβώς μπήκε με το γάμο της. Επιπλέον, τη δέχτηκαν στη γαμήλια ένωση του γένους, και κληρονομεί με το θάνατο του άντρα της ένα μέρος της περιουσίας του, που είναι περιουσία ενός μέλους του γένους.
Τι φυσικότερο λοιπόν από το ότι η περιουσία αυτή πρέπει να μείνει μέσα στο γένος και ότι επομένως η γυναίκα πρέπει να παντρευτεί ένα μέλος του γένους του πρώτου της άντρα και κανέναν άλλον; Κι αν χρειάζεται να γίνει εξαίρεση, ποιος είναι πιο αρμόδιος να την εξουσιοδοτήσει γι' αυτό, αν όχι εκείνος που της κληροδότησε αυτή την περιουσία, δηλαδή ο πρώτος της άντρας; Τη στιγμή που της κληροδοτεί ένα μέρος της περιουσίας και σύγχρονα της επιτρέπει να μεταφέρει με γάμο ή σαν συνέπεια του γάμου, σε ξένο γένος αυτό το μέρος της περιουσίας, αυτό θα πει ότι του ανήκει ακόμα αυτή η περιουσία. Επομένως, διαθέτει κυριολεκτικά μονάχα την ιδιοκτησία του. Όσο για την ίδια τη γυναίκα και τη σχέση της προς το γένος του άντρα της, αυτός την έφερε στο γένος αυτό με μια πράξη ελεύθερης βούλησης — με το γάμο. Γι' αυτό φαίνεται επίσης φυσικό ότι αυτός είναι το κατάλληλο πρόσωπο που μπορεί να την εξουσιοδοτήσει να βγει από το γένος αυτό με ένα δεύτερο γάμο. Κοντολογίς, το πράγμα φαίνεται απλό και αυτονόητο, μόλις εγκαταλείψουμε την περίφημη υπόθεση του ενδογαμικού ρωμαϊκού γένους και το θεωρήσουμε από την αρχή σαν εξωγαμικό, όπως ο Μόργκαν.
Μένει ακόμα μια τελευταία υπόθεση που βρήκε κι αυτή τους εκπροσώπους της, και ίσως μάλιστα τους περισσότερους. Το χωρίο λέει απλώς «ότι οι απελεύθερες δούλες (libertae) δεν μπορούσαν χωρίς ειδική έγκριση e gente enubere, (να παντρεύονται έξω από το γένος), ή να κάνουν μια από τις πράξεις που έχοντας σχέση με το capitis deminutio minima****, θα προκαλούσε την έξοδο της liberta από την ένωση του γένους» (βλ. Lange, Romische Alterthumer, Βερολίνο 1856,1, σελ. 195. Εδώ ο Λάνγκε αναφέρεται στον Χούσκε σχετικά με το χωρίο του Λίβιου που παραθέτουμε5*).
Αν αυτή η υπόθεση είναι σωστή, τότε πια το χωρίο δεν αποδείχνει απολύτως τίποτα για τις σχέσεις των γεννημένων ελεύθερων ρωμαίων γυναικών, και δεν μπορεί πια καθόλου να γίνεται λόγος για υποχρέωση τους να παντρεύονται μέσα στο γένος.
Σ' όλη τη ρωμαϊκή φιλολογία, η έκφραση enuptio gentis, παρουσιάζεται σ' αυτό το μοναδικό χωρίο και πουθενά αλλού. Η λέξη enubere, παντρεύομαι έξω, παρουσιάζεται μόνο τρεις φορές, και τις τρεις φορές στον Λίβιο, κι αυτό όχι σχετικά με το γένος. Η ιδέα ότι οι Ρωμαίες επιτρεπόταν να παντρεύονται μονάχα μέσα στο γένος χρωστάει την ύπαρξη της σ' αυτό το μοναδικό χωρίο. Δεν στέκει όμως καθόλου. Γιατί, ή το χωρίο αναφέρεται σε ειδικούς περιορισμούς για τις απελεύθερες, και τότε δεν αποδείχνει τίποτα για τις γεννημένες ελεύθερες (ingenuae), ή ισχύει και για τις γεννημένες ελεύθερες, και τότε μάλλον αποδείχνει ότι η γυναίκα κατά κανόνα παντρευόταν έξω από το γένος της, αλλά με το γάμο περνούσε στο γένος του άντρα. Επομένως, μιλάει ενάντια στον Μόμσεν και υπέρ του Μόργκαν.
Ύστερα από τριακόσια σχεδόν χρόνια μετά την ίδρυση της Ρώμης, οι δεσμοί του γένους ήταν ακόμα τόσο ισχυροί που ένα γένος πατρικίων, το γένος των Φαβίων, μπόρεσε με τη συγκατάθεση της γερουσίας ν' αναλάβει μονάχο του μια πολεμική εκστρατεία ενάντια στη γειτονική πόλη Βέι. Λένε ότι είχαν εκστρατεύσει 306 Φάβιοι και σκοτώθηκαν όλοι σε ενέδρα. Ένα μοναδικό αγόρι που είχε μείνει πίσω συνέχισε το γένος.
Δέκα γένη αποτελούσαν, όπως είπαμε, μια φρατρία, που εδώ λεγόταν κουρία, και είχε σπουδαιότερες δημόσιες αρμοδιότητες από την ελληνική φρατρία. Κάθε κουρία είχε τις δικές της θρησκευτικές τελετές, τα δικά της ιερά και τους δικούς της ιερείς. Αυτοί οι τελευταίοι στο σύνολο τους αποτελούσαν ένα από τους ρωμαϊκούς συλλόγους ιερέων. Δέκα κουρίες αποτελούσαν μια φυλή, που, όπως κι οι υπόλοιπες λατινικές φυλές, ίσως να είχαν αρχικά έναν εκλεγμένο αρχηγό — στρατηγό και αρχιερέα. Το σύνολο των τριών φυλών αποτελούσε το ρωμαϊκό λαό, τον populus romanus
Στο ρωμαϊκό λαό, λοιπόν, μπορούσε ν' ανήκει μονάχα όποιος ήταν μέλος ενός γένους και μέσω αυτού μιας κουρίας και μιας φυλής. Η πρώτη κοινωνική συγκρότηση αυτού του λαού ήταν η παρακάτω. Τα δημόσια πράγματα φρόντιζε κατά πρώτο λόγο η γερουσία, που, όπως σημείωσε σωστά πρώτος ο Νίμπουρ, αποτελείτο από τους αρχηγούς των 300 γενών. Και ακριβώς επειδή ήταν οι γεροντότεροι των γενών, λέγονταν πατέρες, patres, και το σύνολο τους γερουσία (senatus,, συμβούλιο των γερόντων, από το senax = γέρος). Η συνήθεια να εκλέγουν το γερουσιαστή από την ίδια πάντα οικογένεια κάθε γένους, γέννησε και εδώ την πρώτη κληρονομική αριστοκρατία. Οι οικογένειες αυτές ονομάζονταν πατρίκιοι και διεκδικούσαν το αποκλειστικό δικαίωμα να μπαίνουν στη γερουσία και να καταλαμβάνουν όλα τα άλλα αξιώματα. Το γεγονός ότι ο λαός με το πέρασμα του χρόνου δέχτηκε αυτή την αξίωση, που μετατράπηκε σε πραγματικό δικαίωμα, εκφράζεται στο μύθο που λέει ότι ο Ρωμύλος έδωσε στους πρώτους γερουσιαστές και στους απογόνους τους τον τίτλο του πατρικίου (patricius) και τα προνόμια του.
Η γερουσία, όπως και η αθηναϊκή βουλή, είχε το δικαίωμα να αποφασίζει για πολλές υποθέσεις, να κάνει την προκαταρκτική συζήτηση για περιπτώσεις πιο σοβαρές και ιδίως για τους νέους νόμους. Τους νόμους τους αποφάσιζε τελικά η λαϊκή συνέλευση που λεγόταν comitia curiata. (συνέλευση των κουριών). Ο λαός συνερχόταν συνταγμένος κατά κουρίες και μέσα σε κάθε κουρία πιθανώς κατά γένη. Όταν επρόκειτο να παρθεί απόφαση, η καθεμιά από τις 30 κουρίες είχε μία ψήφο. Η συνέλευση των κουριών ενέκρινε ή απέρριπτε όλους τους νόμους, εξέλεγε όλους τους ανώτερους δημόσιους λειτουργούς μαζί και τον rex (το λεγόμενο βασιλιά), κήρυχνε πόλεμο (η γερουσία όμως έκλεινε ειρήνη), και αποφάσιζε σαν ανώτατο δικαστήριο, ύστερα από προσφυγή των ενδιαφερομένων, σ' όλες τις περιπτώσεις που επρόκειτο για θανατική ποινή ρωμαίου πολίτη.
Τέλος, πλάι στη γερουσία και τη λαϊκή συνέλευση βρισκόταν ο rex, που αντιστοιχούσε ακριβώς στον έλληνα βασιλιά και που δεν ήταν καθόλου ο σχεδόν απόλυτος μονάρχης, όπως τον παρουσιάζει ο Μόμσεν.6* Κι αυτός ήταν διοικητής του στρατού, αρχιερέας και πρόεδρος σε ορισμένα δικαστήρια. Δεν είχε καθόλου αστικές αρμοδιότητες ή εξουσία πάνω στη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία των πολιτών, εκτός από εκείνες που πήγαζαν από την πειθαρχική εξουσία του σαν στρατιωτικού διοικητή ή από την εξουσία του να εκτελεί αποφάσεις σαν πρόεδρος του δικαστηρίου. Το αξίωμα του rex δεν ήταν κληρονομικό. Αντίθετα, εκλεγόταν πρώτα, ίσως με πρόταση του προκατόχου του, από τη συνέλευση των κουριών, και ύστερα, σε μια δεύτερη συνέλευση, τον εγκαθιστούσαν πανηγυρικά στο αξίωμα του. Το γεγονός ότι μπορούσε και να καθαιρεθεί, το αποδείχνει η μοίρα του Ταρκύνιου του Περήφανου.
Όπως οι Έλληνες την ηρωική εποχή, έτσι και οι Ρωμαίοι τον καιρό των λεγόμενων βασιλιάδων ζούσαν σε μια στρατιωτική δημοκρατία που στηριζόταν στα γένη, τις φρατρίες και τις φυλές απ' όπου και αναπτύχθηκε. Όσο κι αν οι κουρίες και οι φυλές ήταν ως ένα βαθμό τεχνητοί σχηματισμοί, είχαν ωστόσο σχηματιστεί σύμφωνα με τα γνήσια φυσικά πρότυπα της κοινωνίας, που τους γέννησε και που τις περιέβαλλε ακόμα απ' όλες τις μεριές. Όσο κι αν είχε κερδίσει κιόλας έδαφος η φυσικά αναπτυγμένη αριστοκρατία των πατρικίων, όσο κι αν οι reges (βασιλείς) προσπαθούσαν σιγά-σιγά να διευρύνουν τις αρμοδιότητες τους, όλα αυτά δεν αλλάζουν τον αρχικό βασικό χαρακτήρα του καθεστώτος και αυτό μονάχα έχει σημασία.
Στο μεταξύ μεγάλωνε ο πληθυσμός της πόλης της Ρώμης και του ρωμαϊκού εδάφους που είχε διευρυνθεί με κατακτήσεις, εν μέρει με μετοίκηση, εν μέρει με κατοίκους από τις υποταγμένες, κυρίως τις λατινικές περιοχές. Όλοι αυτοί οι νέοι υπήκοοι (το πρόβλημα των πελατών, clientes, το αφήνουμε εδώ κατά μέρος) βρίσκονταν έξω από τα παλιά γένη, κουρίες και φυλές, δεν αποτελούσαν λοιπόν μέρος του populus romanus, του καθαυτό ρωμαϊκού λαού. Ήταν προσωπικά ελεύθεροι άνθρωποι, μπορούσαν να έχουν γαιοκτησία, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρους και να εκτελούν στρατιωτικά χρέη. Δεν μπορούσαν όμως να κατέχουν αξιώματα και να παίρνουν μέρος στη συνέλευση των κουριών, ούτε στο μοίρασμα των κατακτημένων κρατικών γαιών. Αποτελούσαν τους πληβείους, που αποκλείονταν από όλα τα δημόσια δικαιώματα. Με τον αριθμό τους, που όλο και μεγάλωνε, με τη στρατιωτική τους εκπαίδευση και τον οπλισμό τους έγιναν απειλητική δύναμη για τον παλιό populus που είχε κλείσει ερμητικά τις πόρτες του σε κάθε ξένο στοιχείο. Σ' αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι η γαιοκτησία φαίνεται να ήταν αρκετά ίσα μοιρασμένη ανάμεσα στον populus και τους πληβείους, ενώ ο εμπορικός και βιομηχανικός πλούτος, που δεν είχε βέβαια ακόμα πολύ αναπτυχθεί, βρισκόταν κυρίως στα χέρια των πληβείων.
Με το βαθύ σκοτάδι, που περιβάλλει την ολότελα μυθική αρχέγονη ιστορία της Ρώμης —σκοτάδι που ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο οι ορθολογιστικές-πραγματιστικές προσπάθειες ερμηνείας και οι εκθέσεις των κατοπινών νομικά μορφωμένων συγγραφέων που τα έργα τους χρησιμοποιούνται σαν πηγές— είναι αδύνατο να πει κανείς κάτι το οριστικό είτε για το χρόνο, είτε για την πορεία, είτε για την αφορμή της επανάστασης που έβαλε τέλος στην παλιά οργάνωση των γενών. Βέβαιο είναι μονάχα ότι η αιτία της βρισκόταν στους αγώνες μεταξύ πληβείων και populus.
Το νέο πολίτευμα που το αποδίδουν στο βασιλιά Σέρβιο Τύλλιο και που στηρίζεται σε ελληνικά πρότυπα, ιδίως στον Σόλωνα, δημιούργησε μια νέα λαϊκή συνέλευση που περιλάμβανε ή απέκλειε χωρίς διάκριση και τον populus και τους πληβείους, ανάλογα με το αν πρόσφεραν πολεμικές υπηρεσίες ή όχι. Όλοι οι άντρες που ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν στο στρατό χωρίστηκαν σύμφωνα με την περιουσία τους σε έξι τάξεις. Η ελάχιστη περιουσία σε καθεμιά από τις πέντε τάξεις ήταν: Ι. 100.000 ασσάρια, Π. 75.000, III. 50.000, IV. 25.000, V. 11.000 ασσάρια. Κατά τον Ντιρό ντε λα Μαλ, τα ποσά αυτά ισοδυναμούσαν περίπου με 14.000, 10.500, 7.000, 3.600 και 1.570 μάρκα. Την έκτη τάξη, τους προλετάριους, αποτελούσαν όσοι είχαν μικρότερη περιουσία και εξαιρούνταν από τη θητεία και τους φόρους. Στη νέα λαϊκή συνέλευση των εκατονταρχιών (comitia centuriata) οι πολίτες έρχονταν συνταγμένοι στρατιωτικά στις εκατονταρχίες τους, κατά λόχους των 100 αντρών, και κάθε εκατονταρχία είχε μία ψήφο. Η πρώτη τάξη όμως διέθετε 80 εκατονταρχίες, η δεύτερη 22, η τρίτη 20, η τέταρτη 22, η πέμπτη 30, η έκτη για λόγους ευπρέπειας διέθετε κι αυτή μία. Πρέπει να προσθέσουμε ακόμα τους ιππείς, που αποτελούνταν από τους πλουσιότερους, με 18 εκατονταρχίες. Υπήρχαν, δηλαδή, συνολικά 193 εκατονταρχίες. Για την πλειοψηφία χρειάζονταν 97 ψήφοι. Μονάχα όμως οι ιππείς και η πρώτη τάξη είχαν μαζί 98 ψήφους, δηλαδή την πλειοψηφία. Αν αυτοί συμφωνούσαν δεν ρωτιόνταν καθόλου οι υπόλοιποι, η έγκυρη απόφαση είχε παρθεί.
Σ' αυτή τη νέα συνέλευση των εκατονταρχιών πέρασαν τώρα όλα τα πολιτικά δικαιώματα της προηγούμενης συνέλευσης των κουριών (εκτός από μερικά ονομαστικά δικαιώματα). Οι κουρίες και τα γένη που τις αποτελούσαν, υποβιβάστηκαν έτσι, όπως στην Αθήνα, σε απλές ιδιωτικές και θρησκευτικές εταιρίες, και σαν τέτοιες φυτοζωούσαν ακόμα για πολύ καιρό, ενώ η συνέλευση των κουριών σύντομα έσβησε ολότελα. Για να εξοστρακίσουν από το κράτος και τις τρεις παλιές φυλές των γενών, καθιέρωσαν τέσσερις εδαφικές φυλές, που η καθεμιά τους κατοικούσε το ένα τέταρτο της πόλης και είχε μια σειρά πολιτικά δικαιώματα.
Έτσι και στη Ρώμη, πριν ακόμα καταργηθεί η λεγόμενη βασιλεία, είχε διαλυθεί το παλιό κοινωνικό καθεστώς των γενών, που στηριζόταν σε προσωπικούς δεσμούς αίματος. Τη θέση του την πήρε μια νέα πραγματικά κρατική συγκρότηση, που βασιζόταν στην εδαφική διαίρεση και στις περιουσιακές διαφορές. Τη δημόσια εξουσία αποτελούσαν εδώ οι πολίτες που ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν στρατιωτικά και να χρησιμοποιούνται όχι μονάχα ενάντια στους δούλους, αλλά και ενάντια στους λεγόμενους προλετάριους, που αποκλείονταν από τη στρατιωτική υπηρεσία και δεν είχαν δικαίωμα να φέρουν όπλα.
Το νέο καθεστώς αναπτύχθηκε παραπέρα με την απέλαση του τελευταίου rex, του Ταρκύνιου του Περήφανου, που είχε σφετεριστεί πραγματική βασιλική εξουσία, και με την αντικατάσταση του rex από δύο στρατιωτικούς διοικητές (υπάτους — consules) με ίση εξουσία (όπως στους Ιροκέζους). Μέσα στα πλαίσια αυτού του καθεστώτος κινείται όλη η ιστορία της ρωμαϊκής δημοκρατίας με όλους τους αγώνες της ανάμεσα στους πατρικίους και τους πληβείους για πρόσβαση στα αξιώματα και για τη συμμετοχή στην εκμετάλλευση των κρατικών γαιών, με την τελική διάλυση της αριστοκρατίας των πατρικίων μέσα στη νέα τάξη των μεγάλων γαιοκτημόνων και μεγιστάνων του χρήματος, που σιγά-σιγά απορρόφησαν όλη τη γαιοκτησία των χωρικών που είχαν καταστραφεί με τη στρατιωτική υπηρεσία. Η νέα αυτή τάξη καλλιεργούσε με δούλους τα τεράστια κτήματα που δημιουργήθηκαν μ' αυτόν τον τρόπο, ερήμωσε την Ιταλία από τους κατοίκους της και άνοιξε έτσι τις πόρτες όχι μονάχα στην αυτοκρατορία, αλλά και στους διαδόχους της, τους γερμανούς βαρβάρους.
__________________________________________________________
* Πρόκειται για το αρχαιότερο δείγμα ρωμαϊκού δικαίου από τα μέσα του 5ου αιώνα πριν από τη χρονολογία μας, αποτέλεσμα της πάλης των πληβείων ενάντια στους πατρικίους. Στην ουσία, πρόκειται για καταγραφή του εθιμικού δικαίου που ίσχυε τότε στη Ρώμη. Οι νόμοι, που ήταν χαραγμένοι πάνω σε δώδεκα πίνακες, αντικαθρεφτίζουν τη διαφοροποίηση της περιουσίας μέσα στη ρωμαϊκή κοινωνία, την ανάπτυξη της δουλείας και τη διαμόρφωση του δουλοκτητικού κράτους (σημ. γερμ. σύντ.).
** Η μάχη που έγινε το έτος 9 στο δρυμό του Τόιτομπουργκ μεταξύ των γερμανικών φυλών που εξεγέρθηκαν ενάντια στους ρωμαίους εισβολείς και τα ρωμαϊκά στρατεύματα με επικεφαλής τον Βάρο, τελείωσε με την πλήρη συντριβή του ρωμαϊκού στρατού. Ο Βάρος αυτοκτόνησε (σημ. γερμ. σύντ.).
*** Γάμος έξω από το γένος (σημ. ελλ. συντ.).
****Απώλεια των οικογενειακών δικαιωμάτων (σημ. γερμ. σύντ.).
5*. Στο βιβλίο του, Romische Alterthimer, τόμ. 1, Βερολίνο 1856, οελ. 195, ο Λάνγκε αναφέρεται στη διατριβή του Ph. E. huschke, De privilegiis Feceniae hispalae senatusconsulto concessis(Liv. XXXIX, 19), Γκέτινγκεν 1822 (σημ. γερμ. σύντ.)
6*. Το λατινικό rex είναι το κέλτικο ιρλανδικό righ (προεστός φυλής) και το γοτθικό reiks. Ότι αυτό, όπως επίσης και ο δικός μας Furst (στα αγγλικά first, δηλαδή ο πρώτος), σήμαινε αρχικά τον προεστό του γένους ή της φυλής βγαίνει από το ότι οι Γότθοι από τον 4ο ακόμα αιώνα είχαν μια ειδική λέξη για τον κατοπινό βασιλιά, το στρατηγό ενός ολόκληρου λαού: thiudans. Στη μετάφραση της Βίβλου του Ουλφίλα, ο Αρταξέρξης και ο Ηρώδης δεν λέγονται ποτέ reiks, αλλά thiudan και το κράτος (ράιχ) του αυτοκράτορα Τιβέριου δεν λέγεται reiks, αλλά Thiudinassus. Στο γοτθικό όνομα thiudan, ή όπως το μεταφράζουμε λαθεμένα, του βασιλιά Thiudareik, Theodorich δηλαδή Dietrich, συγχωνεύονται και οι δυο ονομασίες (σημ. του Ένγκελς).
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
ΓΕΝΟΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΡΩΜΗ
Από το μύθο για την ίδρυση της Ρώμης βγαίνει ότι ο πρώτος οικισμός έγινε από μια σειρά λατινικά γένη (ο μύθος λέει ότι ήταν εκατό), που ήταν ενωμένα σε μια φυλή. Σύντομα προσκολλήθηκε σ' αυτά μια σαβελλική φυλή, που επίσης λέγεται ότι είχε εκατό γένη και τέλος μια τρίτη φυλή από διάφορα στοιχεία, και που, όπως λένε, είχε κι αυτή εκατό γένη. Όλη η αφήγηση δείχνει με την πρώτη ματιά ότι σχεδόν τίποτα, εκτός από το γένος, δεν ήταν φυσικό προϊόν, και ότι κι αυτό ακόμα σε μερικές περιπτώσεις ήταν μονάχα μια παραφυάδα του μητρικού γένους, που εξακολουθούσε να υπάρχει στην παλιά πατρίδα. Οι φυλές έχουν αποτυπωμένη τη σφραγίδα της τεχνητής σύνθεσης, ωστόσο από συγγενικά κυρίως στοιχεία και κατά το πρότυπο της παλιάς φυσικά αναπτυγμένης κι όχι φτιαχτής φυλής. Και δεν αποκλείεται ο πυρήνας της καθεμιάς από τις τρεις αυτές φυλές να υπήρξε μια πραγματική παλιά φυλή. Το ενδιάμεσο μέλος, η φρατρία, σχηματιζόταν από δέκα γένη και ονομαζόταν κουρία. Υπήρχαν λοιπόν τριάντα κουρίες.
Είναι γενικά παραδεγμένο ότι το ρωμαϊκό γένος ήταν ο ίδιος θεσμός με το ελληνικό. Αν λοιπόν το ελληνικό γένος είναι, η παραπέρα ανάπτυξη της κοινωνικής εκείνης μονάδας που την πρωτόγονη μορφή της μας παρουσιάζουν οι αμερικανοί ερυθρόδερμοι, το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για το ρωμαϊκό γένος. Μπορούμε επομένως εδώ να είμαστε πιο σύντομοι.
Το ρωμαϊκό γένος είχε, τουλάχιστον στην αρχαιότατη εποχή της Ρώμης, την παρακάτω συγκρότηση:
1) Αμοιβαίο κληρονομικό δικαίωμα των μελών του γένους. Η περιουσία έμενε στο γένος. Επειδή στο ρωμαϊκό γένος, όπως και στο ελληνικό, επικρατούσε κιόλας το πατρικό δίκαιο, αποκλείονταν οι απόγονοι της γυναικείας γενεαλογικής γραμμής. Σύμφωνα με το νόμο της Δωδεκαδέλτου*, του πιο παλιού γνωστού σ' εμάς γραφτού ρωμαϊκού δικαίου, κληρονομούσαν πρώτα τα παιδιά σαν φυσικοί κληρονόμοι. Όταν δεν υπήρχαν παιδιά οι αγνάτοι (συγγενείς της ανδρικής γραμμής). Και όταν δεν υπήρχαν ούτε αυτοί, τότε κληρονομούσαν τα μέλη του γένους. Σε όλες τις περιπτώσεις η περιουσία έμενε στο γένος. Βλέπουμε εδώ τη βαθμιαία εισαγωγή στις συνήθειες των γενών καινούργιων κανόνων δικαίου που προκλήθηκαν από τον αυξανόμενο πλούτο και τη μονογαμία: το αρχικό ίσο δικαίωμα κληρονομιάς των μελών του γένους περιορίστηκε πρώτα —ίσως από πολύ νωρίς, όπως αναφέραμε ήδη πιο πάνω— με την πράξη, στους αγνάτους, τέλος στα παιδιά και τους απογόνους τους μέσα στη φυλή του άντρα. Στη Δωδεκάδελτο αυτό εμφανίζεται φυσικά σε αντίστροφη σειρά.
2) Ύπαρξη κοινού τόπου ταφής. Όταν το γένος των Κλαυδίων που ήταν πατρίκιοι, ήρθε από το Ρέτζιλι στη Ρώμη, του δόθηκε ένα κομμάτι γης, καθώς επίσης κι ένας κοινός τόπος ταφής μέσα στην πόλη. Ακόμα και τον καιρό του Αυγούστου, το κεφάλι του Βάρου, που έπεσε στο δρυμό του Τόιτομπουργκ**, το έφεραν στη Ρώμη και το έθαψαν στον τύμβο του γένους (gentilitius tumulus). Το γένος (των Κουιντιλίων) είχε λοιπόν ακόμα ξεχωριστό τύμβο.
3) Κοινές θρησκευτικές τελετές. Αυτές, τα sacra gentilitia, είναι γνωστές.
4) Υποχρέωση να μην παντρεύονται μέσα στο γένος. Αυτό δεν φαίνεται ποτέ να μετατράπηκε στη Ρώμη σε γραφτό νόμο, αλλά το έθιμο έμεινε. Από το πλήθος των ρωμαϊκών ζευγαριών που διατηρήθηκαν τα ονόματα τους ως την εποχή μας, κανένα δεν έχει το ίδιο όνομα γένους για τον άντρα και τη γυναίκα. Το κληρονομικό δίκαιο αποδείχνει επίσης αυτόν τον κανόνα. Η γυναίκα χάνει με το γάμο τα αγνατικά της δικαιώματα, βγαίνει από το γένος της και ούτε αυτή, ούτε τα παιδιά της δεν μπορούν να κληρονομήσουν από τον πατέρα της ή από τα αδέρφια του πατέρα της, γιατί αλλιώς θα χανόταν το κληρονομικό μερίδιο του πατρικού γένους. Αυτό έχει νόημα μονάχα με την προϋπόθεση ότι η γυναίκα δεν μπορεί να παντρευτεί μέλος του γένους της.
5) Ένα κομμάτι γης που ήταν κοινή ιδιοκτησία. Αυτό υπήρχε πάντα στην πρωτόγονη εποχή, τότε που άρχισαν να μοιράζουν τη γη της φυλής. Στις λατινικές φυλές βρίσκουμε ν' ανήκει η γη εν μέρει στη φυλή, εν μέρει στο γένος, εν μέρει στα νοικοκυριά που είναι αμφίβολο αν αποτελούσαν τότε ξεχωριστές οικογένειες. Λένε ότι ο Ρωμύλος έκανε την πρώτη διανομή της γης σε χωριστά άτομα, περίπου ένα εκτάριο (δυο jugera) στον καθένα. Ωστόσο, βρίσκουμε και αργότερα γαιοκτησία στα χέρια των γενών, για να μη μιλήσουμε καθόλου για την κρατική γη, γύρω από την οποία περιστρέφεται όλη η εσωτερική ιστορία της δημοκρατίας.
6) Υποχρέωση των μελών του γένους να αλληλοϋπερασπίζονται και να αλληλοβοηθιούνται. Για το ζήτημα αυτό μας λέει ελάχιστα πράγματα η γραφτή ιστορία. Το ρωμαϊκό κράτος εμφανίστηκε από την αρχή τόσο ισχυρό που το δικαίωμα της προστασίας από την αδικία πέρασε σ' αυτό. Όταν πιάστηκε ο Αππιος Κλαύδιος, όλο του το γένος φόρεσε πένθος, ακόμα και εκείνοι που ήταν προσωπικοί του εχθροί. Τον καιρό του δεύτερου καρχηδονιακού πολέμου ενώθηκαν τα γένη για να πετύχουν την απόλυση των μελών τους που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι πολέμου. Η γερουσία τους το απαγόρευσε.
7) Δικαίωμα στα μέλη του γένους να φέρουν το όνομα του. Αυτό διατηρήθηκε ως την εποχή της αυτοκρατορίας. Στους απελεύθερους επέτρεπαν να παίρνουν το όνομα του γένους του πρώην κυρίου τους, χωρίς όμως να αποκτούν τα δικαιώματα του γένους.
8) Δικαίωμα υιοθέτησης ξένων στο γένος. Αυτό γινόταν με υιοθεσία από μια οικογένεια (όπως στους Ινδιάνους), που είχε σαν συνέπεια και την εισδοχή στο γένος.
9) Το δικαίωμα να εκλέγουν και να καθαιρούν τον επικεφαλής δεν αναφέρεται πουθενά. Επειδή όμως την πρώτη περίοδο της Ρώμης, από τον αιρετό βασιλιά και κάτω, όλα τα αξιώματα τα συμπλήρωναν με διορισμό ή με εκλογή, και επειδή και οι ίδιες οι κουρίες εκλέγανε τους ιερείς τους, μπορούμε να υποθέσουμε το ίδιο και για τους αρχηγούς (principes) των γενών — όσο κι αν η εκλογή από την ίδια πάντα οικογένεια στο γένος είχε ίσως γίνει κιόλας κανόνας.
Αυτές ήταν οι αρμοδιότητες ενός ρωμαϊκού γένους. Αν εξαιρέσουμε το πέρασμα στο πατρικό δίκαιο που είχε πια ολοκληρωθεί, είναι πιστό είδωλο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του γένους των Ιροκέζων. Κι εδώ «προβάλλει καθαρά ο Ιροκέζος».
Δίνουμε ένα μόνο παράδειγμα για το πόση σύγχυση επικρατεί για το ρωμαϊκό καθεστώς των γενών ακόμα και σήμερα και στους πιο αναγνωρισμένους ιστοριογράφους μας. Στη διατριβή του Μόμσεν για τα ρωμαϊκά κύρια ονόματα της εποχής της δημοκρατίας και της αυγουστιανής περιόδου {Romische Forschungen, Berlin1864), διαβάζουμε:
«Εκτός από όλους τους άντρες-μέλη του γένους, αν αποκλείσουμε φυσικά τους δούλους, συμπεριλάβουμε όμως τους υιοθετημένους και τους προστατευόμενους, το όνομα του γένους παίρνουν επίσης και οι γυναίκες... Η φυλή (Stamm, όπως μεταφράζει εδώ το gens ο Μόμσεν) είναι... μια κοινότητα που προήλθε από κοινή —πραγματική ή υποθετική ή φανταστική— καταγωγή, και που συνδέεται με κοινές τελετές, κοινό τόπο ταφής και κοινή κληρονομιά, στην οποία μπορούν και πρέπει να θεωρούν ότι ανήκουν όλα τα προσωπικά ελεύθερα άτομα, επομένως και οι γυναίκες. Δυσκολίες δημιουργεί όμως ο καθορισμός του ονόματος του γένους των παντρεμένων γυναικών. Η δυσκολία αυτή φυσικά δεν υπάρχει για την περίοδο που δεν επιτρεπόταν στη γυναίκα να παντρεύεται άλλον εκτός από ένα μέλος του γένους της. Και, όπως αποδείχνεται, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρχε για τις γυναίκες μεγαλύτερη δυσκολία να παντρεύονται έξω από το γένος παρά μέσα στο γένος, γιατί ακόμα και στον 6ο αιώνα το gentis enuptio*** το παραχωρούσαν σαν προσωπικό προνόμιο για ανταμοιβή... Όπου όμως παρουσιάζονταν τέτοιες εξωγαμίες, έπρεπε η γυναίκα στους παλαιότατους καιρούς να περνούσε στη φυλή του άντρα. Δεν υπάρχει πιο βέβαιο πράγμα από το ότι η γυναίκα με τον παλιό θρησκευτικό γάμο έμπαινε ολότελα στη νομική και θρησκευτική κοινότητα του άντρα και έβγαινε από τη δική της. Ποιος δεν ξέρει ότι η παντρεμένη γυναίκα χάνει τα ενεργητικά και παθητικά της κληρονομικά δικαιώματα μέσα στο γένος, ενώ αντίθετα συνδέεται με κληρονομικό δεσμό με τον άντρα της, τα παιδιά της και τα μέλη της φυλής του άντρα της γενικά; Και εφόσον ο άντρας της την υιοθετεί και μπαίνει έτσι στην οικογένεια του, πώς μπορεί να μένει μακριά από το γένος του;» (σελ. 8-11).
Ο Μόμσεν ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι στις ρωμαίες γυναίκες που ανήκαν σε κάποιο γένος επιτρεπόταν αρχικά να παντρεύονται μονάχα μέσα στο γένος τους, ότι το ρωμαϊκό γένος ήταν λοιπόν ενδογαμικό και όχι εξωγαμικό. Η άποψη αυτή που αντιφάσκει με όλη την πείρα από άλλους λαούς, στηρίζεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σ' ένα μοναδικό και πολυσυζητημένο χωρίο του Λίβιου (βιβλίο XXXIX, σελ. 19), σύμφωνα με το οποίο η γερουσία το έτος 568 της Ρώμης, δηλαδή το 186 πριν από τη χρονολογία μας αποφάσισε, uti Feceniae Hispalae datio, deminuto dedisset utique ei ingenuo nubere liceret, neu quid ei qui eam duxisset, ob id fraudi ignominiaeve esset — η Φετσένια Ισπάλα να έχει το δικαίωμα να διαθέσει την περιουσία της, να την ελαττώσει, να παντρευτεί έξω από το γένος και να διαλέξει κηδεμόνα, ακριβώς σαν να της είχε μεταφέρει το δικαίωμα αυτό με διαθήκη ο (πεθαμένος) άντρας της, ότι μπορεί να παντρευτεί έναν γεννημένο ελεύθερο, και ότι σ' αυτόν που θα την έπαιρνε γυναίκα του, δεν θα του το καταλόγιζαν σαν κακή πράξη ή ντροπή.
Αναμφισβήτητα λοιπόν δίνεται εδώ στη Φετσένια, μια απελεύθερη, το δικαίωμα να παντρευτεί έξω από το γένος. Και σύμφωνα μ' αυτά, και ο σύζυγος είχε αναμφισβήτητα το δικαίωμα να μεταβιβάσει με διαθήκη μετά το θάνατο του το δικαίωμα στη γυναίκα του να παντρευτεί έξω από το γένος. Όμως, έξω από ποιο γένος;
Αν η γυναίκα ήταν υποχρεωμένη να παντρεύεται μέσα στο γένος της, όπως υποθέτει ο Μόμσεν, τότε και μετά το γάμο θα έπρεπε να μένει σ' αυτό το γένος της. Πρώτα όμως πρέπει να αποδειχτεί ίσα-ίσα αυτή η ενδογαμία του γένους. Και δεύτερο, αν η γυναίκα ήταν υποχρεωμένη να παντρεύεται μέσα στο γένος της, τότε, φυσικά, κι ο άντρας έπρεπε να κάνει το ίδιο, γιατί αλλιώς δεν θα έπαιρνε γυναίκα. Έτσι όμως καταλήγουμε ότι ο άντρας μπορούσε με διαθήκη να μεταβιβάσει στη γυναίκα του ένα δικαίωμα που δεν το είχε ούτε ο ίδιος για τον εαυτό του. Φτάνουμε, λοιπόν, σε νομικό παραλογισμό. Αυτό το νιώθει και ο Μόμσεν, γι' αυτό και υποθέτει:
«Για το γάμο έξω από το γένος νομικά δεν χρειαζόταν μόνο η συγκατάθεση του εξουσιαστή, μα και όλων των μελών του γένους» (σελ. 10, σημείωση).
Αυτό είναι πρώτα-πρώτα μια πολύ τολμηρή υπόθεση και δεύτερο αντιφάσκει με το σαφές κείμενο του χωρίου. Η γερουσία της δίνει το δικαίωμα αυτό στη θέση τον άντρα, και της δίνει ρητά ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα απ' όσα θα μπορούσε να της είχε δώσει ο άντρας της, όμως αυτό που της δίνει είναι ένα απόλυτο δικαίωμα, που δεν εξαρτάται από κανέναν άλλο περιορισμό, έτσι που αν το χρησιμοποιήσει, να μην έχει να πάθει τίποτα και ο νέος της άντρας. Αναθέτει μάλιστα στους τωρινούς και μελλοντικούς υπάτους και πραίτορες να φροντίζουν να μην πάθει καμιά αδικία απ' αυτό. Η υπόθεση του Μόμσεν φαίνεται λοιπόν πέρα για πέρα απαράδεκτη.
Ή πάλι πρέπει να υποθέσουμε ότι η γυναίκα παντρεύτηκε έναν άντρα από άλλο γένος, ενώ η ίδια έμεινε στο γένος που γεννήθηκε, και τότε, σύμφωνα με το πιο πάνω χωρίο, ο άντρας της θα είχε το δικαίωμα να επιτρέψει στη γυναίκα του να παντρευτεί έξω από το δικό της γένος. Δηλαδή θα είχε το δικαίωμα να αποφασίζει για υποθέσεις ενός γένους στο οποίο δεν ανήκε καθόλου. Η υπόθεση είναι τόσο παράλογη, που δεν αξίζει ο κόπος να μιλάμε πια γι' αυτήν.
Μένει λοιπόν μονάχα να υποθέσουμε ότι η γυναίκα στον πρώτο της γάμο παντρεύτηκε έναν άντρα από άλλο γένος και ότι με το γάμο της πέρασε απλούστατα στο γένος του άντρα της, πράγμα που και ο Μόμσεν παραδέχεται πραγματικά για παρόμοιες περιπτώσεις. Τότε εξηγείται αμέσως όλος ο συσχετισμός της υπόθεσης. Η γυναίκα, που με το γάμο της αποσπάστηκε από το παλιό της γένος και έγινε δεκτή στη νέα ένωση γενών του άντρα, κατέχει εκεί μέσα μια τελείως ξεχωριστή θέση. Είναι βέβαια μέλος του γένους, αλλά όχι συγγενής εξ αίματος. Ο χαρακτήρας της εισδοχής την αποκλείει προκαταβολικά από κάθε απαγόρευση γάμου μέσα στο γένος, όπου ακριβώς μπήκε με το γάμο της. Επιπλέον, τη δέχτηκαν στη γαμήλια ένωση του γένους, και κληρονομεί με το θάνατο του άντρα της ένα μέρος της περιουσίας του, που είναι περιουσία ενός μέλους του γένους.
Τι φυσικότερο λοιπόν από το ότι η περιουσία αυτή πρέπει να μείνει μέσα στο γένος και ότι επομένως η γυναίκα πρέπει να παντρευτεί ένα μέλος του γένους του πρώτου της άντρα και κανέναν άλλον; Κι αν χρειάζεται να γίνει εξαίρεση, ποιος είναι πιο αρμόδιος να την εξουσιοδοτήσει γι' αυτό, αν όχι εκείνος που της κληροδότησε αυτή την περιουσία, δηλαδή ο πρώτος της άντρας; Τη στιγμή που της κληροδοτεί ένα μέρος της περιουσίας και σύγχρονα της επιτρέπει να μεταφέρει με γάμο ή σαν συνέπεια του γάμου, σε ξένο γένος αυτό το μέρος της περιουσίας, αυτό θα πει ότι του ανήκει ακόμα αυτή η περιουσία. Επομένως, διαθέτει κυριολεκτικά μονάχα την ιδιοκτησία του. Όσο για την ίδια τη γυναίκα και τη σχέση της προς το γένος του άντρα της, αυτός την έφερε στο γένος αυτό με μια πράξη ελεύθερης βούλησης — με το γάμο. Γι' αυτό φαίνεται επίσης φυσικό ότι αυτός είναι το κατάλληλο πρόσωπο που μπορεί να την εξουσιοδοτήσει να βγει από το γένος αυτό με ένα δεύτερο γάμο. Κοντολογίς, το πράγμα φαίνεται απλό και αυτονόητο, μόλις εγκαταλείψουμε την περίφημη υπόθεση του ενδογαμικού ρωμαϊκού γένους και το θεωρήσουμε από την αρχή σαν εξωγαμικό, όπως ο Μόργκαν.
Μένει ακόμα μια τελευταία υπόθεση που βρήκε κι αυτή τους εκπροσώπους της, και ίσως μάλιστα τους περισσότερους. Το χωρίο λέει απλώς «ότι οι απελεύθερες δούλες (libertae) δεν μπορούσαν χωρίς ειδική έγκριση e gente enubere, (να παντρεύονται έξω από το γένος), ή να κάνουν μια από τις πράξεις που έχοντας σχέση με το capitis deminutio minima****, θα προκαλούσε την έξοδο της liberta από την ένωση του γένους» (βλ. Lange, Romische Alterthumer, Βερολίνο 1856,1, σελ. 195. Εδώ ο Λάνγκε αναφέρεται στον Χούσκε σχετικά με το χωρίο του Λίβιου που παραθέτουμε5*).
Αν αυτή η υπόθεση είναι σωστή, τότε πια το χωρίο δεν αποδείχνει απολύτως τίποτα για τις σχέσεις των γεννημένων ελεύθερων ρωμαίων γυναικών, και δεν μπορεί πια καθόλου να γίνεται λόγος για υποχρέωση τους να παντρεύονται μέσα στο γένος.
Σ' όλη τη ρωμαϊκή φιλολογία, η έκφραση enuptio gentis, παρουσιάζεται σ' αυτό το μοναδικό χωρίο και πουθενά αλλού. Η λέξη enubere, παντρεύομαι έξω, παρουσιάζεται μόνο τρεις φορές, και τις τρεις φορές στον Λίβιο, κι αυτό όχι σχετικά με το γένος. Η ιδέα ότι οι Ρωμαίες επιτρεπόταν να παντρεύονται μονάχα μέσα στο γένος χρωστάει την ύπαρξη της σ' αυτό το μοναδικό χωρίο. Δεν στέκει όμως καθόλου. Γιατί, ή το χωρίο αναφέρεται σε ειδικούς περιορισμούς για τις απελεύθερες, και τότε δεν αποδείχνει τίποτα για τις γεννημένες ελεύθερες (ingenuae), ή ισχύει και για τις γεννημένες ελεύθερες, και τότε μάλλον αποδείχνει ότι η γυναίκα κατά κανόνα παντρευόταν έξω από το γένος της, αλλά με το γάμο περνούσε στο γένος του άντρα. Επομένως, μιλάει ενάντια στον Μόμσεν και υπέρ του Μόργκαν.
Ύστερα από τριακόσια σχεδόν χρόνια μετά την ίδρυση της Ρώμης, οι δεσμοί του γένους ήταν ακόμα τόσο ισχυροί που ένα γένος πατρικίων, το γένος των Φαβίων, μπόρεσε με τη συγκατάθεση της γερουσίας ν' αναλάβει μονάχο του μια πολεμική εκστρατεία ενάντια στη γειτονική πόλη Βέι. Λένε ότι είχαν εκστρατεύσει 306 Φάβιοι και σκοτώθηκαν όλοι σε ενέδρα. Ένα μοναδικό αγόρι που είχε μείνει πίσω συνέχισε το γένος.
Δέκα γένη αποτελούσαν, όπως είπαμε, μια φρατρία, που εδώ λεγόταν κουρία, και είχε σπουδαιότερες δημόσιες αρμοδιότητες από την ελληνική φρατρία. Κάθε κουρία είχε τις δικές της θρησκευτικές τελετές, τα δικά της ιερά και τους δικούς της ιερείς. Αυτοί οι τελευταίοι στο σύνολο τους αποτελούσαν ένα από τους ρωμαϊκούς συλλόγους ιερέων. Δέκα κουρίες αποτελούσαν μια φυλή, που, όπως κι οι υπόλοιπες λατινικές φυλές, ίσως να είχαν αρχικά έναν εκλεγμένο αρχηγό — στρατηγό και αρχιερέα. Το σύνολο των τριών φυλών αποτελούσε το ρωμαϊκό λαό, τον populus romanus
Στο ρωμαϊκό λαό, λοιπόν, μπορούσε ν' ανήκει μονάχα όποιος ήταν μέλος ενός γένους και μέσω αυτού μιας κουρίας και μιας φυλής. Η πρώτη κοινωνική συγκρότηση αυτού του λαού ήταν η παρακάτω. Τα δημόσια πράγματα φρόντιζε κατά πρώτο λόγο η γερουσία, που, όπως σημείωσε σωστά πρώτος ο Νίμπουρ, αποτελείτο από τους αρχηγούς των 300 γενών. Και ακριβώς επειδή ήταν οι γεροντότεροι των γενών, λέγονταν πατέρες, patres, και το σύνολο τους γερουσία (senatus,, συμβούλιο των γερόντων, από το senax = γέρος). Η συνήθεια να εκλέγουν το γερουσιαστή από την ίδια πάντα οικογένεια κάθε γένους, γέννησε και εδώ την πρώτη κληρονομική αριστοκρατία. Οι οικογένειες αυτές ονομάζονταν πατρίκιοι και διεκδικούσαν το αποκλειστικό δικαίωμα να μπαίνουν στη γερουσία και να καταλαμβάνουν όλα τα άλλα αξιώματα. Το γεγονός ότι ο λαός με το πέρασμα του χρόνου δέχτηκε αυτή την αξίωση, που μετατράπηκε σε πραγματικό δικαίωμα, εκφράζεται στο μύθο που λέει ότι ο Ρωμύλος έδωσε στους πρώτους γερουσιαστές και στους απογόνους τους τον τίτλο του πατρικίου (patricius) και τα προνόμια του.
Η γερουσία, όπως και η αθηναϊκή βουλή, είχε το δικαίωμα να αποφασίζει για πολλές υποθέσεις, να κάνει την προκαταρκτική συζήτηση για περιπτώσεις πιο σοβαρές και ιδίως για τους νέους νόμους. Τους νόμους τους αποφάσιζε τελικά η λαϊκή συνέλευση που λεγόταν comitia curiata. (συνέλευση των κουριών). Ο λαός συνερχόταν συνταγμένος κατά κουρίες και μέσα σε κάθε κουρία πιθανώς κατά γένη. Όταν επρόκειτο να παρθεί απόφαση, η καθεμιά από τις 30 κουρίες είχε μία ψήφο. Η συνέλευση των κουριών ενέκρινε ή απέρριπτε όλους τους νόμους, εξέλεγε όλους τους ανώτερους δημόσιους λειτουργούς μαζί και τον rex (το λεγόμενο βασιλιά), κήρυχνε πόλεμο (η γερουσία όμως έκλεινε ειρήνη), και αποφάσιζε σαν ανώτατο δικαστήριο, ύστερα από προσφυγή των ενδιαφερομένων, σ' όλες τις περιπτώσεις που επρόκειτο για θανατική ποινή ρωμαίου πολίτη.
Τέλος, πλάι στη γερουσία και τη λαϊκή συνέλευση βρισκόταν ο rex, που αντιστοιχούσε ακριβώς στον έλληνα βασιλιά και που δεν ήταν καθόλου ο σχεδόν απόλυτος μονάρχης, όπως τον παρουσιάζει ο Μόμσεν.6* Κι αυτός ήταν διοικητής του στρατού, αρχιερέας και πρόεδρος σε ορισμένα δικαστήρια. Δεν είχε καθόλου αστικές αρμοδιότητες ή εξουσία πάνω στη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία των πολιτών, εκτός από εκείνες που πήγαζαν από την πειθαρχική εξουσία του σαν στρατιωτικού διοικητή ή από την εξουσία του να εκτελεί αποφάσεις σαν πρόεδρος του δικαστηρίου. Το αξίωμα του rex δεν ήταν κληρονομικό. Αντίθετα, εκλεγόταν πρώτα, ίσως με πρόταση του προκατόχου του, από τη συνέλευση των κουριών, και ύστερα, σε μια δεύτερη συνέλευση, τον εγκαθιστούσαν πανηγυρικά στο αξίωμα του. Το γεγονός ότι μπορούσε και να καθαιρεθεί, το αποδείχνει η μοίρα του Ταρκύνιου του Περήφανου.
Όπως οι Έλληνες την ηρωική εποχή, έτσι και οι Ρωμαίοι τον καιρό των λεγόμενων βασιλιάδων ζούσαν σε μια στρατιωτική δημοκρατία που στηριζόταν στα γένη, τις φρατρίες και τις φυλές απ' όπου και αναπτύχθηκε. Όσο κι αν οι κουρίες και οι φυλές ήταν ως ένα βαθμό τεχνητοί σχηματισμοί, είχαν ωστόσο σχηματιστεί σύμφωνα με τα γνήσια φυσικά πρότυπα της κοινωνίας, που τους γέννησε και που τις περιέβαλλε ακόμα απ' όλες τις μεριές. Όσο κι αν είχε κερδίσει κιόλας έδαφος η φυσικά αναπτυγμένη αριστοκρατία των πατρικίων, όσο κι αν οι reges (βασιλείς) προσπαθούσαν σιγά-σιγά να διευρύνουν τις αρμοδιότητες τους, όλα αυτά δεν αλλάζουν τον αρχικό βασικό χαρακτήρα του καθεστώτος και αυτό μονάχα έχει σημασία.
Στο μεταξύ μεγάλωνε ο πληθυσμός της πόλης της Ρώμης και του ρωμαϊκού εδάφους που είχε διευρυνθεί με κατακτήσεις, εν μέρει με μετοίκηση, εν μέρει με κατοίκους από τις υποταγμένες, κυρίως τις λατινικές περιοχές. Όλοι αυτοί οι νέοι υπήκοοι (το πρόβλημα των πελατών, clientes, το αφήνουμε εδώ κατά μέρος) βρίσκονταν έξω από τα παλιά γένη, κουρίες και φυλές, δεν αποτελούσαν λοιπόν μέρος του populus romanus, του καθαυτό ρωμαϊκού λαού. Ήταν προσωπικά ελεύθεροι άνθρωποι, μπορούσαν να έχουν γαιοκτησία, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρους και να εκτελούν στρατιωτικά χρέη. Δεν μπορούσαν όμως να κατέχουν αξιώματα και να παίρνουν μέρος στη συνέλευση των κουριών, ούτε στο μοίρασμα των κατακτημένων κρατικών γαιών. Αποτελούσαν τους πληβείους, που αποκλείονταν από όλα τα δημόσια δικαιώματα. Με τον αριθμό τους, που όλο και μεγάλωνε, με τη στρατιωτική τους εκπαίδευση και τον οπλισμό τους έγιναν απειλητική δύναμη για τον παλιό populus που είχε κλείσει ερμητικά τις πόρτες του σε κάθε ξένο στοιχείο. Σ' αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι η γαιοκτησία φαίνεται να ήταν αρκετά ίσα μοιρασμένη ανάμεσα στον populus και τους πληβείους, ενώ ο εμπορικός και βιομηχανικός πλούτος, που δεν είχε βέβαια ακόμα πολύ αναπτυχθεί, βρισκόταν κυρίως στα χέρια των πληβείων.
Με το βαθύ σκοτάδι, που περιβάλλει την ολότελα μυθική αρχέγονη ιστορία της Ρώμης —σκοτάδι που ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο οι ορθολογιστικές-πραγματιστικές προσπάθειες ερμηνείας και οι εκθέσεις των κατοπινών νομικά μορφωμένων συγγραφέων που τα έργα τους χρησιμοποιούνται σαν πηγές— είναι αδύνατο να πει κανείς κάτι το οριστικό είτε για το χρόνο, είτε για την πορεία, είτε για την αφορμή της επανάστασης που έβαλε τέλος στην παλιά οργάνωση των γενών. Βέβαιο είναι μονάχα ότι η αιτία της βρισκόταν στους αγώνες μεταξύ πληβείων και populus.
Το νέο πολίτευμα που το αποδίδουν στο βασιλιά Σέρβιο Τύλλιο και που στηρίζεται σε ελληνικά πρότυπα, ιδίως στον Σόλωνα, δημιούργησε μια νέα λαϊκή συνέλευση που περιλάμβανε ή απέκλειε χωρίς διάκριση και τον populus και τους πληβείους, ανάλογα με το αν πρόσφεραν πολεμικές υπηρεσίες ή όχι. Όλοι οι άντρες που ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν στο στρατό χωρίστηκαν σύμφωνα με την περιουσία τους σε έξι τάξεις. Η ελάχιστη περιουσία σε καθεμιά από τις πέντε τάξεις ήταν: Ι. 100.000 ασσάρια, Π. 75.000, III. 50.000, IV. 25.000, V. 11.000 ασσάρια. Κατά τον Ντιρό ντε λα Μαλ, τα ποσά αυτά ισοδυναμούσαν περίπου με 14.000, 10.500, 7.000, 3.600 και 1.570 μάρκα. Την έκτη τάξη, τους προλετάριους, αποτελούσαν όσοι είχαν μικρότερη περιουσία και εξαιρούνταν από τη θητεία και τους φόρους. Στη νέα λαϊκή συνέλευση των εκατονταρχιών (comitia centuriata) οι πολίτες έρχονταν συνταγμένοι στρατιωτικά στις εκατονταρχίες τους, κατά λόχους των 100 αντρών, και κάθε εκατονταρχία είχε μία ψήφο. Η πρώτη τάξη όμως διέθετε 80 εκατονταρχίες, η δεύτερη 22, η τρίτη 20, η τέταρτη 22, η πέμπτη 30, η έκτη για λόγους ευπρέπειας διέθετε κι αυτή μία. Πρέπει να προσθέσουμε ακόμα τους ιππείς, που αποτελούνταν από τους πλουσιότερους, με 18 εκατονταρχίες. Υπήρχαν, δηλαδή, συνολικά 193 εκατονταρχίες. Για την πλειοψηφία χρειάζονταν 97 ψήφοι. Μονάχα όμως οι ιππείς και η πρώτη τάξη είχαν μαζί 98 ψήφους, δηλαδή την πλειοψηφία. Αν αυτοί συμφωνούσαν δεν ρωτιόνταν καθόλου οι υπόλοιποι, η έγκυρη απόφαση είχε παρθεί.
Σ' αυτή τη νέα συνέλευση των εκατονταρχιών πέρασαν τώρα όλα τα πολιτικά δικαιώματα της προηγούμενης συνέλευσης των κουριών (εκτός από μερικά ονομαστικά δικαιώματα). Οι κουρίες και τα γένη που τις αποτελούσαν, υποβιβάστηκαν έτσι, όπως στην Αθήνα, σε απλές ιδιωτικές και θρησκευτικές εταιρίες, και σαν τέτοιες φυτοζωούσαν ακόμα για πολύ καιρό, ενώ η συνέλευση των κουριών σύντομα έσβησε ολότελα. Για να εξοστρακίσουν από το κράτος και τις τρεις παλιές φυλές των γενών, καθιέρωσαν τέσσερις εδαφικές φυλές, που η καθεμιά τους κατοικούσε το ένα τέταρτο της πόλης και είχε μια σειρά πολιτικά δικαιώματα.
Έτσι και στη Ρώμη, πριν ακόμα καταργηθεί η λεγόμενη βασιλεία, είχε διαλυθεί το παλιό κοινωνικό καθεστώς των γενών, που στηριζόταν σε προσωπικούς δεσμούς αίματος. Τη θέση του την πήρε μια νέα πραγματικά κρατική συγκρότηση, που βασιζόταν στην εδαφική διαίρεση και στις περιουσιακές διαφορές. Τη δημόσια εξουσία αποτελούσαν εδώ οι πολίτες που ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν στρατιωτικά και να χρησιμοποιούνται όχι μονάχα ενάντια στους δούλους, αλλά και ενάντια στους λεγόμενους προλετάριους, που αποκλείονταν από τη στρατιωτική υπηρεσία και δεν είχαν δικαίωμα να φέρουν όπλα.
Το νέο καθεστώς αναπτύχθηκε παραπέρα με την απέλαση του τελευταίου rex, του Ταρκύνιου του Περήφανου, που είχε σφετεριστεί πραγματική βασιλική εξουσία, και με την αντικατάσταση του rex από δύο στρατιωτικούς διοικητές (υπάτους — consules) με ίση εξουσία (όπως στους Ιροκέζους). Μέσα στα πλαίσια αυτού του καθεστώτος κινείται όλη η ιστορία της ρωμαϊκής δημοκρατίας με όλους τους αγώνες της ανάμεσα στους πατρικίους και τους πληβείους για πρόσβαση στα αξιώματα και για τη συμμετοχή στην εκμετάλλευση των κρατικών γαιών, με την τελική διάλυση της αριστοκρατίας των πατρικίων μέσα στη νέα τάξη των μεγάλων γαιοκτημόνων και μεγιστάνων του χρήματος, που σιγά-σιγά απορρόφησαν όλη τη γαιοκτησία των χωρικών που είχαν καταστραφεί με τη στρατιωτική υπηρεσία. Η νέα αυτή τάξη καλλιεργούσε με δούλους τα τεράστια κτήματα που δημιουργήθηκαν μ' αυτόν τον τρόπο, ερήμωσε την Ιταλία από τους κατοίκους της και άνοιξε έτσι τις πόρτες όχι μονάχα στην αυτοκρατορία, αλλά και στους διαδόχους της, τους γερμανούς βαρβάρους.
__________________________________________________________
* Πρόκειται για το αρχαιότερο δείγμα ρωμαϊκού δικαίου από τα μέσα του 5ου αιώνα πριν από τη χρονολογία μας, αποτέλεσμα της πάλης των πληβείων ενάντια στους πατρικίους. Στην ουσία, πρόκειται για καταγραφή του εθιμικού δικαίου που ίσχυε τότε στη Ρώμη. Οι νόμοι, που ήταν χαραγμένοι πάνω σε δώδεκα πίνακες, αντικαθρεφτίζουν τη διαφοροποίηση της περιουσίας μέσα στη ρωμαϊκή κοινωνία, την ανάπτυξη της δουλείας και τη διαμόρφωση του δουλοκτητικού κράτους (σημ. γερμ. σύντ.).
** Η μάχη που έγινε το έτος 9 στο δρυμό του Τόιτομπουργκ μεταξύ των γερμανικών φυλών που εξεγέρθηκαν ενάντια στους ρωμαίους εισβολείς και τα ρωμαϊκά στρατεύματα με επικεφαλής τον Βάρο, τελείωσε με την πλήρη συντριβή του ρωμαϊκού στρατού. Ο Βάρος αυτοκτόνησε (σημ. γερμ. σύντ.).
*** Γάμος έξω από το γένος (σημ. ελλ. συντ.).
****Απώλεια των οικογενειακών δικαιωμάτων (σημ. γερμ. σύντ.).
5*. Στο βιβλίο του, Romische Alterthimer, τόμ. 1, Βερολίνο 1856, οελ. 195, ο Λάνγκε αναφέρεται στη διατριβή του Ph. E. huschke, De privilegiis Feceniae hispalae senatusconsulto concessis(Liv. XXXIX, 19), Γκέτινγκεν 1822 (σημ. γερμ. σύντ.)
6*. Το λατινικό rex είναι το κέλτικο ιρλανδικό righ (προεστός φυλής) και το γοτθικό reiks. Ότι αυτό, όπως επίσης και ο δικός μας Furst (στα αγγλικά first, δηλαδή ο πρώτος), σήμαινε αρχικά τον προεστό του γένους ή της φυλής βγαίνει από το ότι οι Γότθοι από τον 4ο ακόμα αιώνα είχαν μια ειδική λέξη για τον κατοπινό βασιλιά, το στρατηγό ενός ολόκληρου λαού: thiudans. Στη μετάφραση της Βίβλου του Ουλφίλα, ο Αρταξέρξης και ο Ηρώδης δεν λέγονται ποτέ reiks, αλλά thiudan και το κράτος (ράιχ) του αυτοκράτορα Τιβέριου δεν λέγεται reiks, αλλά Thiudinassus. Στο γοτθικό όνομα thiudan, ή όπως το μεταφράζουμε λαθεμένα, του βασιλιά Thiudareik, Theodorich δηλαδή Dietrich, συγχωνεύονται και οι δυο ονομασίες (σημ. του Ένγκελς).
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Δημοσίευση σχολίου