Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη*
Tον τελευταίο χρόνο της Κατοχής περισσότερα από 2.000 άτομα σκοτώθηκαν στην Αθήνα, λόγω της κλιμάκωσης της σύγκρουσης ανάμεσα στο ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα, την κατοχική κυβέρνηση και τις δυνάμεις κατοχής1.
Σκοπός της παρούσας εισήγησης είναι να αναδείξει τις πολιτικο-κοινωνικές διεργασίες που οδήγησαν σε αυτή την κλιμάκωση, καθώς και κάποιες από τις μορφές που έλαβε η εμφύλια σύγκρουση στην κατοχική Αθήνα. ∆ιεργασίες οι οποίες, αν και συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ενσωμάτωσαν και μετασχημάτισαν πολλά από τα στοιχεία της προπολεμικής πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας.
1. Το πλαίσιο ανάπτυξης της πολιτικής αντιπαράθεσης Η απαξίωση του προπολεμικού αστικού πολιτικού κόσμου
Η στρατιωτική κατάληψη της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα υπήρξε αφετηρία για έναν κομβικής σημασίας πολιτικό μετασχηματισμό. Η εμπειρία της Κατοχής άλλαξε τη σχέση ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας με την πολιτική. Σε μια περίοδο ρήξης, όταν τα πάντα βρίσκονταν υπό διαπραγμάτευση, η αδυναμία του προπολεμικού πολιτικού κόσμου να εκφράσει τους κατακτημένους και η εμφάνιση των αντιστασιακών οργανώσεων μετέβαλαν προπολεμικές αντιλήψεις και βεβαιότητες.
Ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού, η αναχώρηση (για πολλούς φυγή) της ελληνικής κυβέρνησης και του βασιλιά στο εξωτερικό και η πλήρης αδράνεια που επέδειξαν οι πολιτικές προσωπικότητες του αστικού χώρου που παρέμειναν στην κατεχόμενη Ελλάδα, υπήρξαν οι κύριοι λόγοι που δημιούργησαν την αίσθηση εγκατάλειψης του λαού από την
πολιτική του ηγεσία στην πλέον κρίσιμη φάση του πολέμου. Πολύ σύντομα, η αίσθηση αυτή έγινε πραγματικότητα με τον πλέον τραγικό τρόπο.
Ο λιμός του χειμώνα του 1941-1942 στην πρωτεύουσα προκάλεσε το θάνατο χιλιάδων κατοίκων2 της και υπήρξε η πρώτη συλλογική τραυματική εμπειρία που ενεργοποίησε διαδικασίες αντίστασης, περισσότερο σε πρακτικό παρά σε ιδεολογικό επίπεδο.
Οι στρατηγικές επιβίωσης, που ανέπτυξαν οι κάτοικοι της πόλης στον αγώνα τους να επιβιώσουν, χαρακτηρίστηκαν από δύο παραμέτρους, οι οποίες διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος. Η πρώτη είχε να κάνει με την ανάδυση της αυτενέργειας. Απέναντι σε μια κεντρική διοίκηση που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις επισιτιστικές ανάγκες των Αθηναίων, αυτοί ανακάλυψαν ποικίλους τρόπους παράκαμψής της, αναπτύσσοντας παράνομα δίκτυα προμήθειας τροφίμων και άλλων αγαθών πρώτης ανάγκης.
Σύντομα, οι μεμονωμένες προσπάθειες άρχισαν να λαμβάνουν συλλογική μορφή, δημιουργώντας τα πρώτα οργανωτικά μορφώματα (προμηθευτικοί συνεταιρισμοί, λαϊκές επιτροπές κατοίκων)3.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά το μετασχηματισμό της κινητοποίησης για την επιβίωση σε συλλογικό αντιστασιακό αγώνα. Μέσα σε ένα περιβάλλον πλήρους πολιτικής αλλά και ηθικής απαξίωσης του
«παλαιού κόσμου»4, η δραστηριοποίηση μελών της οργανωμένης αντίστασης στα δίκτυα, που δημιουργήθηκαν από την αυτενέργεια των κατοίκων, μετέτρεψε τον ατομικό αγώνα για την επίλυση του επισιτιστικού σε κεντρικό πεδίο ανάπτυξης του αντιστασιακού κινήματος στην πόλη.
Έτσι, στο πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε -με ένα κομμάτι του να βρίσκεται στο εξωτερικό, ένα άλλο αδρανές στην Ελλάδα και ένα τρίτο να συνεργάζεται ανοικτά με τους κατακτητές- ο προπολεμικός αστικός πολιτικός κόσμος υπέστη μια πρωτόγνωρη ήττα και καταδικάστηκε στις συνειδήσεις μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Η ήττα όμως δεν περιορίστηκε στην αρνητική διάσταση της καταδίκης. Η ανάπτυξη μιας νέας πολιτικής κουλτούρας, όπως αυτή εκφράστηκε από το
αντιστασιακό κίνημα, έφερε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας σε επαφή με διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης και εκδήλωσης της πολιτικής έκφρασης.
Οι εξελίξεις αυτές, από κοινού με τις σκληρές συνέπειες της στρατιωτικής κατοχής, μετέβαλαν τους προπολεμικούς κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς.
Στους μη προνομιούχους του Μεσοπολέμου, προστέθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, κοινωνικές ομάδες (δημόσιοι υπάλληλοι, έμποροι, βιοτέχνες) των οποίων η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε. Αυτή η υπό διαμόρφωση κοινωνική συμμαχία έλαβε πολιτικά χαρακτηριστικά μέσα από τις ζυμώσεις που σημειώθηκαν στη βάση της κοινωνίας, λόγω της εμπλοκής της οργανωμένης αντίστασης στον αγώνα για την επιβίωση.
Με κεντρικό πεδίο εκδήλωσης το επισιτιστικό πρόβλημα, τα διοικητικά συμβούλια των εκατοντάδων προμηθευτικών συνεταιρισμών, που ιδρύθηκαν μέσα στην Κατοχή5, οι συνοικιακές Λαϊκές Επιτροπές και ποικίλες άλλες συλλογικότητες λειτούργησαν ως υπόστρωμα πάνω στο οποίο βασίστηκε η ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος στην πόλη.
Από τα πολιτικά κόμματα στις αντιστασιακές οργανώσεις
Η απαξίωση του προπολεμικού πολιτικού κόσμου δεν είχε ως μόνη συνέπεια την ανάδυση της αυτενέργειας των Αθηναίων και το σταδιακό μετασχηματισμό της σε αντιστασιακή δράση, αλλά υπήρξε και ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες που συνέβαλαν στην αντικατάσταση των πολιτικών κομμάτων από τις αντιστασιακές οργανώσεις, ως φορέων πολιτικής εκπροσώπησης. Η νέα πραγματικότητα καταγράφεται το Μάιο του 1943 στα πρακτικά συνεδριάσεων της «Επαναστατικής
Επιτροπής» του «Εθνικού ∆ημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου» (Ε∆ΕΣ) Αθηνών, όπου γίνεται αναφορά στην αποτυχημένη προσπάθεια της εξόριστης κυβέρνησης να ελέγξει το αντιστασιακό κίνημα, αποστέλλοντας στην κατεχόμενη Αθήνα τον Ταγματάρχη Ι. Τσιγάντε, με στόχο τη συνένωση των αντιστασιακών οργανώσεων σε ενιαία διοίκηση:
«Αι Οργανώσεις αντέκρουσαν, σχεδόν εις το σύνολόν των, τις προτάσεις. ∆ιότι διείδαν αφ’ ενός που οδηγούσε η τακτική του Καΐρου αλλά και η επιδίωξις των κομμάτων τα οποία πλέον δεν είχαν παρά μόνον τους αρχηγούς τους με ολίγα στελέχη περί αυτούς και τον τίτλον του κόμματος. Ο λαός, η μάζα η οποία αποτελούσε τους οπαδούς των είναι ενταγμένη στις διάφορες οργανώσεις και μάχεται στα πεζοδρόμια και στα βουνά εναντίον των δυνάμεων του Άξονος. Αυτές οι μάζες ήδη έζησαν τον προ πολλού πολιτικό θάνατο των κομμάτων, είδαν την απουσία τους από το ξεκίνημα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνος μέχρι σήμερα, και τα ξέγραψαν. Η πολιτική πείρα του παρελθόντος απετέλεσε οδηγό στις πλατειές μάζες του ελληνικού Λαού να αποκηρύξουν άμεσα και έμμεσα τα παλιά κόμματα και να σπεύσουν να αναζητήσουν νέους ριζοσπαστικούς και επαναστατικούς προσανατολισμούς, τέτοιους που δίδουν σήμερα και ο Ε∆ΕΣ και το ΕΑΜ.» 6
Η μετάβαση από τα πολιτικά κόμματα στις αντιστασιακές οργανώσεις, αντανακλούσε σε πολιτικό επίπεδο τη νέα κοινωνική δυναμική, που απειλούσε με πλήρη ανατροπή το προπολεμικό κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς. Για πρώτη φορά, κοινωνικές ομάδες που υπήρξαν οι προπολεμικοί «κομπάρσοι» της πολιτικής πραγματικότητας (νεολαία, εργάτες/τριες, γυναίκες) μεταβλήθηκαν σε πρωταγωνιστές των πολιτικών εξελίξεων, μέσα από τη συμμετοχή τους στο αντιστασιακό κίνημα της πόλης.
Η κοινωνική αυτή δυναμική εκφράστηκε πολιτικά κυρίως μέσα από το «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» (ΕΑΜ), το οποίο αξιοποιώντας την τεχνογνωσία του προπολεμικού Κομμουνιστικού Κόμματος και έχοντας εξαρχής κινηματικό προσανατολισμό, κατάφερε, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις, να λάβει μαζικό χαρακτήρα και να μετατραπεί στον κύριο πολιτικό αντίπαλο τόσο των δυνάμεων κατοχής, όσο και του προπολεμικού πολιτικού κόσμου.
2. Από την πολιτική αντιπαράθεση στην ένοπλη σύγκρουση
Αν θα έπρεπε να αναζητήσουμε ένα σημείο καμπής στη διαδικασία επέκτασης της επιρροής του ΕΑΜ στην Αθήνα και μετατροπής του στον κύριο πολιτικό αντίπαλο των κατοχικών κυβερνήσεων, αυτό θα μπορούσε να εντοπιστεί στον αγώνα του αντιστασιακού κινήματος ενάντια στην πολιτική επιστράτευση, το πρώτο τρίμηνο του 1943.
Μετά την υποχώρηση του λιμού, από την άνοιξη του 1942, και όταν πλέον η ζωή στην πρωτεύουσα είχε αποκτήσει μια νέα κανονικότητα υπό τις έκτακτες συνθήκες της στρατιωτικής κατοχής, η εισαγωγή του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης απειλούσε το ενεργό δυναμικό της πόλης με μαζικές αποστολές στο εξωτερικό, προς εργασία στα εργοστάσια του Άξονα.
Η εξέλιξη αυτή συνεπαγόταν την επέκταση των κινδύνων που απέρρεαν από τη στρατιωτική κατοχή σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού7. Ο κίνδυνος αυτός προκάλεσε τη συσπείρωση των Αθηναίων γύρω από το αντιστασιακό κίνημα, η οποία εκδηλώθηκε με τη μαζική συμμετοχή τους στις μεγάλες κινητοποιήσεις που πραγματοποίησαν οι αντιστασιακές οργανώσεις ενάντια στην κυβερνητική πολιτική.
Οι κινητοποιήσεις αυτές, λόγω της μαζικότητας και της μαχητικότητάς τους, υπήρξαν σημείο καμπής τόσο για την οργανωτική ωρίμανση και αριθμητική ανάπτυξη του ΕΑΜ, όσο και για τη μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών στην πρωτεύουσα.
Η απόσυρση του μέτρου αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη πολιτική νίκη του οργανωμένου αντιστασιακού κινήματος, νίκη που καρπώθηκε κυρίως το ΕΑΜ, αυξάνοντας κατακόρυφα τις δυνάμεις του και την πολιτική του επιρροή στην Αθήνα.
Ένα μήνα μετά, τον Απρίλιο του 1943, ο πρωθυπουργός Κων/νος Λογοθετόπουλος αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Ράλλη. Ο Ράλλης έθεσε ως βασικό όρο για την ανάληψη της πρωθυπουργίας τη δημιουργία ελληνικών ενόπλων σωμάτων, που θα εξοπλίζονταν από τις αρχές κατοχής με στόχο την καταστολή του ΕΑΜικού κινήματος. Σε μεταγενέστερο διάγγελμά του, τον Ιανουάριο του 1944, ο πρωθυπουργός δικαιολόγησε τη δημιουργία των «Ταγμάτων Ασφαλείας» ως απαραίτητου μέτρου για τη διαφύλαξη της τάξης απέναντι στους «κακούργους», που απειλούσαν την ελληνική κοινωνία. Όμως, η ρητή αναφορά του στην ανάγκη προάσπισης του κοινωνικού καθεστώτος απέδιδε πολιτικό και ταξικό χαρακτήρα στη συγκρότηση των «Ταγμάτων Ασφαλείας»:
«Η κυβέρνησις θα ήτο αναξία του ονόματός της και κατωτέρα των περιστάσεων, αν άφηνε τους εν τη χώρα δρώντας τρομερούς κακούργους να συνεχίσουν το μυσερόν έργον των. ∆ια τούτο εθεώρησεν ως υπέρτατον αυτής καθήκον την οργάνωσιν ενόπλου δυνάμεως... Την δύναμιν ταύτην συνεκροτήσαμεν με την ευγενή και πρόθυμον συνδρομήν των Γερμανικών Αρχών... Με την αυτήν συμπάθειαν πρέπει να περιβάλη ο ελληνικός λαός και όλους εκείνους τους γενναίους οι οποίοι βαθέως συναισθανόμενοι τον κίνδυνον του κοινωνικού μας καθεστώτος και συνεπώς τον εθνικόν κίνδυνον εζήτησαν οι ίδιοι παρά των Γερμανικών στρατιωτικών Αρχών να ενισχυθώσι δι’ όπλων»8.
Η συγκρότηση των αντι-ΕΑΜικών δυνάμεων της κυβέρνησης Ράλλη
Απέναντι στον πολιτικό λόγο του ΕΑΜ, που έβρισκε όλο και μεγαλύτερη απήχηση στη δοκιμαζόμενη αθηναϊκή κοινωνία, η κυβέρνηση Ράλλη προσπάθησε να συσπειρώσει τον αστικό κόσμο, ενεργοποιώντας τα αντικομμουνιστικά του αντανακλαστικά. Αντλώντας από την προπολεμική φιλολογία περί κομμουνιστικού κινδύνου, η κυβέρνηση αποσκοπούσε στο να αποσυνδέσει την αντιπαράθεση από τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνέπειες της στρατιωτικής κατοχής και να την αποδώσει στη βία που ασκούσαν οι ΕΑΜικές οργανώσεις9.
Σε αυτή τη λογική επιχειρήθηκε η πλήρης ανατροπή της κατοχικής πραγματικότητας: οι Γερμανοί
από κατακτητές, παρουσιάζονταν ως αρωγοί του ελληνικού Έθνους, μέσω της υποστήριξης που παρείχαν στον εθνικό αγώνα της κυβέρνησης.
Η σύμπραξη βενιζελικών και αντιβενιζελικών πολιτικών και στρατιωτικών προσωπικοτήτων στον αγώνα κατά του ΕΑΜ καταδείκνυε την προσπάθεια υπέρ- βασης των μεσοπολεμικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του αστικού πολιτικού χώρου, γεγονός που πιστοποιούσε την ταξική διάσταση της σύγκρουσης στην κατοχική Αθήνα. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί π.χ. η συνεργασία του Ιωάννη Ράλλη, πα-
ραδοσιακού πολιτικού του Λαϊκού Κόμματος, με τους πρωτοστατούντες στην ίδρυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», το βενιζελικό Στυλιανό Γονατά και τον αντιβασιλικό Θεόδωρο Πάγκαλο.
Εκτός από την αντικομμουνιστική ρητορεία, και η σύνθεση των «Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας» αντλούσε από την μεσοπολεμική εμπειρία, καθώς σύμφωνα με τον ∆ιευθυντή της Υπηρεσίας Επισιτισμού Παιδικών Συσσιτίων του ∆ιεθνή Ερυθρού Σταυρού και πρώην αστυνομικό Αριστοτέλη Κουτσουμάρη, «όλοι οι αξιωματικοί που υπηρετούν στα Τάγματα Ασφαλείας είναι από τους παλαιούς αξιωματικούς των ∆ημοκρατικών Ταγμάτων, τα οποία τόσον είχαν κατατυραννίσει τον τόπο κατά την αλησμόνητη εκείνη περίοδο της δικτατορίας του Στρατηγού Παγκάλου. Ο περίφημος ∆ερτιλής, ο Πλιτζανόπουλος, ήσαν από τα πρωτοπαλλήκαρα της εποχής εκείνης»10.
Τον Απρίλιο του 1943 δημιουργήθηκε ο πρώτος λόχος Ευζώνων που εντάχθηκε στην Τιμητική Φρουρά του Αγνώστου Στρατιώτη. Από κοινού με δύο ακόμη λόχους, που συγκροτήθηκαν στα μέσα Μαΐου, αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό «Ευζωνικό Τάγμα Ασφαλείας Αθηνών». Τη διοίκησή του ανέλαβε αρχικά ο Βασίλειος Ντερτιλής και λίγο αργότερα ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, με υποδιοικητή τον Ταγματάρχη Πεζικού Παναγιώτη Κυριακού11.
Τα νεοσυσταθέντα «Τάγματα Ασφαλείας» πλαισιώθηκαν από τμήματα των «Σωμάτων Ασφαλείας» που είχαν εμπειρία στη δίωξη των προπολεμικών κομμουνιστών, όπως η «∆ιεύθυνσις Ειδικής Ασφάλειας» που ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1929 από την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου12 και το «Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων», που ιδρύθηκε το Μάιο του 1939 από το δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά13. Τα Σώματα αυτά αποτέλεσαν τη δύναμη πυρός του αντι-ΕΑΜικού αγώνα στην Αθήνα. Γύρω τους -και ιδιαίτερα γύρω από την Ειδική
Ασφάλεια- συσπειρώθηκαν μέλη διάφορων αντικομμουνιστικών οργανώσεων («προδοτικός» Ε∆ΕΣ Αθηνών, οργάνωση «Χ»14), ενώ πολλά από αυτά έφεραν παράλληλες ταυτότητες, συμμετέχοντας ταυτόχρονα είτε στις γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας (GFP της Βέρμαχτ και SD των Ες-Ες), είτε σε οργανώσεις αντικατασκοπείας των Γερμανών (ομάδες «3.000» και «Μπουντ»)15.
Η σχέση της σύγκρουσης ανάμεσα στο ΕΑΜ και την κυβέρνηση Ράλλη με την προπολεμική πολιτική πραγματικότητα εντοπίζονταν και σε μια ακόμη διάσταση.
Όταν, ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση, αξιωματικοί των «Σωμάτων Ασφαλείας» βρέθηκαν κατηγορούμενοι στο «Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών» για τη δράση τους κατά την περίοδο της Κατοχής, η γραμμή υπεράσπισής τους επικεντρώθηκε στην επίκληση της προπολεμικής αντικομμουνιστικής νομοθεσίας. Πίσω από την εφαρμογή του νόμου «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου το καλοκαίρι του 1929, οι δυνάμεις ασφαλείας των κατοχικών κυβερνήσεων, προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τις δολοφονίες εκατοντάδων μελών του ΕΑΜ και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων, καθώς και τη συνεργασία τους με τον κατακτητή16.
Για τα κατοχικά «Σώματα Ασφαλείας», η αντιμετώπιση του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος στο πλαίσιο υπηρεσιακών αρμοδιοτήτων, αποτελούσε το άλλοθι για τον αποχαρακτηρισμό μιας κατεξοχήν πολιτικής δράσης. Στο πλαίσιο αυτής της υπηρεσιακής λογικής, ο επικεφαλής της
«Ειδικής Ασφάλειας», Υποστράτηγος Χωροφυλακής Αλέξανδρος Λάμπου θα υπερασπιστεί τη δράση της υπηρεσίας του, αναφερόμενος στη διαχρονική αποστολή της:
«η Ασφάλεια κατεδίωκε πάντα όστις ενήργει εναντίον της τιμής και της ζωής της Πατρίδος μας»17
.
_________________
* Υποψήφιος ∆ιδάκτορας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
1 Ο αριθμός αυτός προκύπτει μετά από συστηματική και επίπονη έρευνα στα διασπαρμένα και λιγοστά σχετι-
κά αρχεία. Η ταυτοποίηση των προσώπων πραγματοποιήθηκε με το συσχετισμό στοιχείων που εντοπίστηκαν
στο Αρχείο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, στα πρακτικά του
«Ειδικού ∆ικαστηρίου» Αθηνών και
των
«Μικτών Ορκωτών ∆ικαστηρίων» Αθηνών που βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στο Ληξιαρ-
χείο Αθηνών (τα στοιχεία αυτά μου τα παραχώρησε ο Ιάσονας Χανδρινός), στο Αρχείο Ηρακλή Πετιμεζά στα
ΓΑΚ, στο Αρχείο Αριστοτέλη Κουτσουμάρη στο Ελληνικό Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο, στο σύνολο του
διαθέσιμου παράνομου Τύπου της Κατοχής, στο σύνολο της υπάρχουσας βιβλιογραφίας για την κατοχική
Αθήνα και σε προφορικές μαρτυρίες.
2 Αν και ο ακριβής προσδιορισμός των θανάτων από πείνα για πολλούς και διαφορετικούς λόγους είναι εξαιρετικά δύσκολος, οι τελευταίες έρευνες φαίνεται να συμφωνούν σε έναν αριθμό ανάμεσα στις 40.000 με 50.000 νεκρούς στην Αθήνα. Για το θέμα αυτό βλέπε Ευγενία Μπουρνόβα, «Θάνατοι από πείνα. Η Αθήνα το χειμώνα του 1941-1942», Αρχειοτάξιο, 2005, 7: 52-73, Μαρία Καβάλα, «Πείνα και επιβίωση. Αντιμετώπιση των στερήσεων στην κατεχόμενη Ελλάδα», στο Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000.
Η εμπόλεμη Ελλάδα 1940-1949. Αλβανικό Έπος - Κατοχή και Αντίσταση - Εμφύλιος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, τόμ. 8, 49-62, Χρήστος Λούκος, «Η πείνα στην Κατοχή. ∆ημογραφικές και
κοινωνικές διαστάσεις», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ & Προκόπης Παπαστράτης (επιμ.),
Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940-1945 Κατοχή - Αντίσταση, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007, τόμ. Γ2, 219-261.
3 Για τις στρατηγικές επιβίωσης καθώς και τους τρόπους σύνδεσής τους με το αντιστασιακό κίνημα βλ., Γιώργος Μαργαρίτης, Από την ήττα στην εξέγερση. Ελλάδα: άνοιξη 1941 - φθινόπωρο 1942, Αθήνα, Πολίτης, 1993.
4 Η μεγάλη έκταση που έλαβε η διαφθορά γύρω από τη διαχείριση των κρατικών συσσιτίων, αλλά και η ανάπτυξη δικτύων «μαύρης αγοράς» σε ένα περιβάλλον ανεξέλεγκτης παρανομίας σε συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής και με κρατικούς υπαλλήλους και αξιωματούχους, ακύρωσαν κάθε έννοια ηθικής τάξης σε μια κοινωνία που λιμοκτονούσε, βλ. Αλέξανδρος Ζάννας,
Η κατοχή: αναμνήσεις- επιστολές, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1964 και Χριστόφορος Χρηστίδης
Χρόνια Κατοχής 1941-1944: μαρτυρίες ημερολογίου, Αθήνα, [χ.ε.], 1971.
5 Για τη συμβολή των προμηθευτικών συνεταιρισμών στην ανάπτυξη του αθηναϊκού αντιστασιακού κινήματος βλ. Γ. Φ. Κουκουλές, «Η συμβολή του Εθνικού Εργατικού Απελευθερωτικού Μετώπου στον αγώνα για την επιβίωση (1941-1944)», Αρχειοτάξιο, 2001, 3: 94-104.
6 Ελευθέριος ∆έπος, «Η διάσπασις αρχίζει εις τον Ε∆ΕΣ Αθηνών. Μάιος 1943: Τα πρακτικά της συνεδριάσεως της Επαναστατικής Επιτροπής», Ιστορικόν Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως, 1960, τ. 27-28, 49.
7 Κάτι παρόμοιο, ως προς την επέκταση των συνεπειών της στρατιωτικής κατοχής, μπορεί να θεωρηθεί ο λιμός του χειμώνα 1941-42. Όμως, το ένα έτος που μεσολάβησε ήταν καθοριστικό. Το χειμώνα του 1941 το αντιστασιακό κίνημα βρισκόταν στα πρώτα στάδια ανάπτυξής του και αδυνατούσε να αναλάβει οργανωτικές και πολιτικές πρωτοβουλίες, όπως έπραξε ένα και πλέον χρόνο αργότερα. Επίσης, την περίοδο του λιμού, η χιτλερική Γερμανία φάνταζε, και ήταν, αήττητη, κάτι που δεν ίσχυε το πρώτο τρίμηνο του 1943, μετά τη συνθηκολόγηση του Στρατηγού Πάουλους στις 2-2-1943 στο Στάλινγκραντ και την ανάκληση του Στρατηγού Ρόμμελ στις 7-3-1943 από το μέτωπο της Βορείου Αφρικής.
8 Εφημερίδα Πρωία, φύλλο 15.1.1944
9 Όπως προκύπτει από τα πρακτικά του «Ειδικού ∆ικαστηρίου» Αθηνών κατά τις μεταπολεμικές δίκες μελών της «Ειδικής Ασφάλειας» και των «Ταγμάτων Ασφαλείας», αφετηρία για την έναρξη των ένοπλων συμπλοκών των «Σωμάτων Ασφαλείας» με τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ υπήρξε η δολοφονία του Ταγματάρχη Χωροφυλακής ∆ημητρίου Αλεξόπουλου στις 27-9-1943 στη Ν. Ιωνία, ως υπεύθυνου για τη δολοφονία τριών εργατών κατά τη διάρκεια διαδήλωσης για την απελευθέρωση συλληφθέντων απεργών στη Ν. Ιωνία λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Μέχρι το ανωτέρω διάγγελμα του Ιωάννη Ράλλη στις αρχές Ιανουαρίου 1944, σκοτώθηκαν σε συμπλοκές ή δολοφονήθηκαν μετά από επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην Αθήνα τουλάχιστον 22 άνδρες των «Σωμάτων Ασφαλείας». Βλ. σχετικά Αρχείο Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, Αρχείο Ειδικού ∆ικαστηρίου Αθηνών και Αρχείο Μικτών Ορκωτών ∆ικαστηρίων Αθηνών στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Βλ. επίσης εφημερίδες Πρωία και Ριζοσπάστης.
10 Έκθεση Α. Κουτσουμάρη, Αύγουστος 1944, φακ. 47, Αρχείο Α. Κουτσουμάρη, ΕΛΙΑ. Τα
«∆ημοκρατικά Τάγματα» υπήρξαν μετεξέλιξη ενός Συντάγματος εθελοντών που συγκροτήθηκε από την επαναστατική κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Πρωταγωνίστησαν στην ταραχώδη περίοδο 1923-1926, των συνεχών στρατιωτικών κινημάτων. Χρησιμοποιήθηκαν από τον Θεόδωρο Πάγκαλο για την επιβολή της δικτατορίας, καθώς και από τον Γ. Κονδύλη για την ανατροπή του Πάγκαλου. Επικεφαλής των δύο «∆ημοκρατικών Ταγμάτων» που έδρευαν στην Αθήνα το 1926 ήταν ο αντισυνταγματάρχης Βασίλειος Ντερτιλής, που την περίοδο της Κατοχής υπήρξε ο πρώτος διοικητής των «Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας» στην Αθήνα, και ο αντισυνταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας, ο οποίος στην Κατοχή υπήρξε ο αρχηγός της αντιστασιακής οργάνωσης Ε∆ΕΣ. Για τη δράση των «∆ημοκρατικών Ταγμάτων» βλέπε, Θάνος Βερέμης, Ο στρατός στην ελληνική πολιτική, Αθήνα, Κούριερ, 2000, 137 και εφημερίδα Ριζοσπάστης 26.2.1928.
11 Έκθεση Παναγιώτη Κυριακού «Περί της Ιστορίας του Συν/τος Ευζώνων Ασφαλείας Αθηνών», με ημερομηνία 18-4-1957, ∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού.
12 Η «∆ιεύθυνσις Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους», υπαγόταν στη Χωροφυλακή και λειτουργούσε αποκλειστικά ως υπηρεσία συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών, με στόχο την προστασία του κοινωνικού καθεστώτος, την παρακολούθηση της δράσης των αλλοδαπών στη χώρα και την ασφάλεια υψηλών πολιτικών προσώπων (βλ. Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τεύχος Α, 21.2.1929). Αποτελώντας ένα από τα βασικά όργανα εφαρμογής του «ιδιωνύμου», η «∆ιεύθυνσις Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους» ανέπτυξε μια ιδιαίτερη τεχνογνωσία στη δίωξη των προπολεμικών παράνομων οργανώσεων του κομμουνιστικού κόμματος, γεγονός που την κατέστησε αιχμή του δόρατος στην καταστολή του ΕΑΜικού κινήματος. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής επικεφαλής της τοποθετήθηκε ο απόστρατος αξιωματικός της Χωροφυλακής Αλέξανδρος Λάμπου.
13 Την περίοδο της Κατοχής, το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων» λειτούργησε ως ένοπλη μονάδα άμεσης επέμβασης σε κάθε αναταραχή που προκαλούνταν στο κέντρο και στις συνοικίες της πόλης, ενώ παράλληλα διενεργούσε κοινές επιχειρήσεις με τα υπόλοιπα «Σώματα Ασφαλείας» κατά τη διάρκεια των «μπλόκων». Επικεφαλής του Μηχανοκίνητου ήταν ο αστυνόμος Νικόλαος Μπουραντάς. Βλ. σχετικά Αλέξανδρος Αυδής, Οι Μπουραντάδες, Αθήνα, Νέα Θέσις, 2006.
14 Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση του υπαστυνόμου Ν. Μπιτούνη, σε μεταπολεμική δίκη μελών της
«Ειδικής Ασφάλειας»:
«υπηρετούσα εις το μηχανοκίνητο Τμήμα (…) Εγώ είχα οργανώσει την Χ του Θησείου, ο δε Παπαγρηγοράκης [ανθυπομοίραρχος Χωροφυλακής της Ειδικής Ασφάλειας] παρέδωσε όπλα εις τον Υπολοχαγόν Μ. Ασημακόπουλον και Μιχαλόπουλον καθώς και αυτόματα, τα οποία είδα που συνώδευεν με αυτοκίνητο με την ομάδαν του μέχρις της αποθήκης [οπλισμού της οργάνωσης Χ]
επί της οδού Ηρακλειδών 16».
Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά Ιανουάριος-Φεβρουάριος και Μάρτιος 1947, ΓΑΚ.
15 Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά 1945-1947, ΓΑΚ.
16 Σύμφωνα με την κατάθεση του υπασπιστή του ∆ιευθυντή της «Ειδικής Ασφάλειας», Ταγματάρχη Χωροφυλακής Γεωργίου Γενεράλη, τα όργανα της υπηρεσίας «κατεδίωκον τους κουμουνιστάς διότι υπήρχε το ιδιώνυμον (…) Οι ομάδες Παρθενίου και Παναγιωτοπούλου συνεστήθησαν δια την ενίσχυσιν της Ειδικής Ασφαλείας προς εφαρμογήν του ιδιωνύμου», Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά Οκτώβριος 1945, ΓΑΚ.
17 Ειδικό ∆ικαστήριο Αθηνών, Πρακτικά Οκτώβριος 1945, ΓΑΚ
Δημοσίευση σχολίου