Την ίδια χρονιά ακούστηκε για πρώτη φορά στη Βουλή, στη Συντακτική Συνέλευση, η φράση «Μεγάλη Ιδία». Βγήκε από το στόμα του Ιωάννη Κωλέττη, γιατρού του Αλή πασά και επιτυχημένου επενδυτή, εκ των πολιτικών πρωταγωνιστών του 1821 και αρχηγού του ανεπισήμως λεγόμενου «γαλλικού κόμματος». Ο Κωλέττης υποστήριξε πως: «Το ελληνικό βασίλειο δεν είναι όλη η Ελλάδα αλλά μόνον ένα μέρος της το μικρότερο και το φτωχότερο. Ελληνας δεν είναι μόνον εκείνος που ζει μέσα σ’ αυτό αλλά και εκείνος που ζει στα Ιωάννινα στη Θεσσαλία στις Σέρρες, στην Αδριανούπολη. την Κωνσταντινούπολη. την Τραπεζούντα την Κρήτη τη Σάμο και σε όποια γη συνδέεται με την ελληνική ιστορία και την ελληνική φυλή».
Ετσι, η Μεγάλη Ιδέα θα παρέσερνε πολύ εύκολα τον λαό και τις πολιτικές του ηγεσίες σχεδόν κάθε φορά που θα διακρινόταν η προοπτική υπαρκτή ή μη υλοποίησής της. Οπως όταν ο Οθωνας είδε στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1854 την ευκαιρία να δημιουργήσει ταραχές στα ελληνοοθωμαντκά σύνορα και να επεκτείνει την ελληνική επικράτεια. Ετσι. επέτρεψε σε ομάδες ενόπλων να βγουν από τα ελληνικά σύνορα και να κάνουν επιθέσεις σε διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Ηπείρου Ομως οι μεγάλες δυνάμεις δεν είχαν αποφασίσει τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κι έτσι απαγόρευσαν στην Ελλάδα να βοηθήσει τους Ρώσους και να επωφεληθεί κι η ίδια
Η Μεγάλη Ιδέα, οι Οθωμανοί και η Βουλγαρική Εξαρχία
Μαζί με τη Μεγάλη Ιδέα, που στρεφόταν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναπτυσσόταν και ο αντιβουλγαρισμός. Το 1870 είχε ιδρυθεί η ανεξάρτητη βουλγαρική εκκλησία η Βουλγαρική Εξαρχία σε μια προσπάθεια των Βουλγάρων να αποτινάξουν την ελληνική κυριαρχία στην περιοχή. γλωσσική και θρησκευτική αφού οι ιερείς που το πατριαρχείο έστελνε εκεί ήταν σχεδόν αποκλειστικό Ελληνες.
Το αίτημα για ξεχωριστή εκκλησία ασφαλώς στηριζόταν και από τη Ρωσία. η οποία ήθελε να ενισχύσει την επιρροή της στους σλαβικούς λαούς αντί αυτής των Ελλήνων. Στη δράση της Εξαρχίας μπήκαν τελικά από τον σουλτάνο πολλοί περιορισμοί Δόθηκε όμως, η δυνατότητα να ιδρύονται βουλγαρικές εκκλησίες σε περιοχές που θα δήλωναν ότι κατά τα 2/3 των κατοίκων τους υπάγονταν σε αυτήν. Κάτι που αργότερα οδήγησε σε βίαιες ενέργειες προκειμένου οι πληθυσμοί των περιοχών που οι Βούλγαροι ήθελαν να απλώσουν την ισχύ τους να δηλώσουν εξαρχικοί. Η ανησυχία για τις τάσεις των Βουλγάρων ενισχύθηκαν το 1878 όταν τελείωσε ο ρωσοτούρκικος πόλεμος με νίκη της Ρωσίας.
Ο τσάρος επέβαλε στον σουλτάνο να υπογράψει στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου έξω από την Κωνσταντινούπολη την ομώνυμη συνθήκη. Με αυτήν η Βουλγαρία προβλεπόταν να αποκτήσει τεράστια έκταση, πολύ πέρα από τα σημερινό της εδάφη, παίρνοντας ένα τμήμα της Ανατολικής Θράκης, την περιοχή της Ξάνθης, ένα μεγάλο μέρος της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας όλη τη σημερινή περιοχή της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας ακόμη και την Κορυτσά.
Τελικά οι Βούλγαροι δεν χάρηκαν για πολύ αυτή την εξέλιξη. Την ίδια χρονιά το 1878 ο Μπίσμαρκ. καγκελάριος της Γερμανίας σε μια προσπάθεια να βρει λειτουργικές ισορροπίες στην Ευρώπη συγκαλεί το Συνέδριο του Βερολίνου. Το αποτέλεσμα του ευνόησε την Ελλάδα αφού περιόρισε την έκταση της Βουλγαρίας Εγκατέστησε όμως στο μυαλό των Ελλήνων για πάρα πολλά χρόνια τον φόβο του βουλγαρικού ή «από βορρά» κινδύνου.
Ο «άτυχης πόλεμος» του 1897, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο A' Παγκόσμιος Πόλεμος, η μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή αποτέλεσαν τους μεγάλους σταθμούς και τελικό την ταφόπλακα της Μεγάλης Ιδίας. Η οποία όμως, δεν ήταν μόνο ένας στρατηγικός προσανατολισμός για τη συνοριακή πολιτική της χώρας, αλλά οργάνου και την εσωτερική συναίνεση. Οι πολιτικές ηγεσίες απαιτούσαν την υπακοή και τη συστράτευση στο εσωτερικό ως προϋπόθεση για την επιτυχία στο εξωτερικό. Οσοι αντιτίθενται σε αυτό παρουσιάζονταν σαν να ανατίθενται στο ίδιο το πεπρωμένο του έθνους.
Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας σήμανε την ανάγκη για έναν νέο τρόπο με τον οποίο θα αναδεικνυόταν ο εσωτερικός εχθρός. Κι αφού η Τουρκία δεν εξυπηρετούσε πια τον ρόλο του φόβητρου, γιατί τα συνοριακά ζητήματα είχαν λήξει, το μόνο διαθέσιμο υλικό γκι να χαραχτεί η νέα εσωτερική διαχωριστική γραμμή ήταν ο αντιβουλγαρισμός.
Αυτοκρατορικές αυταπάτες και εσωτερική διαίρεση
Ο αντιβουλγαρισμός ήταν βασικό συνεκτικό στοιχείο ενός μέρους του εθνικόφρονος στρατοπέδου, πολύ περισσότερό από την αντίθεση προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία Αλλωστε υπήρχε ακόμη και η τάση που εξέφραζαν στελέχη του βασιλόφρονος χώρου όπως ο Ιων Δραγούμης. που δεν στόχευαν στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά στη διατήρησή της και τη σταδιακή κατάκτηση της ηγεμονίας εντός της από το ελληνικό στοιχείο.
Είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό. λοιπόν, ότι την ουσία της αντιβουλγαρικής εθνικοφροσύνης την υιοθέτησε και ο βενιζελικός χώρος. Βέβαια, τον ίδιο τον όρο της εθνικόφρονος παράταξης τον είχε υιοθετήσει για την παράταξή του, την αντιβενιζελκή, ο ηγέτης της Δημήτριος Γούναρης προκειμένου να μην ετεροπροσδιορίζεται. Κόμμα Εθνικοφρόνων το είχε ονομάσει το 1915.
Λόγω και της γειτνίασης με το βουλγαρικό στοιχείο. βασικός χώρος δόμησης της εθνικοφροσύνης ήταν η περιοχή της Μακεδονίας. Μετά την ενσωμάτωση της στο ελληνικό κράτος τα πρόσωπα που είχαν τον πολιτικό ηγετικό ρόλο πριν συνέχισαν να τον διατηρούν. Ηταν οι άνθρωποι που είχαν συμμετάσχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον Μακεδονικό Αγώνα, αλλά και πρόσωπα που είχαν αποτελέσει πολιτικό προσωπικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Που είχαν εκπαιδευτεί στα ελληνικά σχολεία ή τα οικοτροφεία της Μακεδονίας παρότι δεν ήταν όλοι ελληνόφωνοι Αυτό τα στελέχη ταυτίστηκαν με τον βενιζελικό χώρο όχι μόνο επειδή επί ηγεσίας του Βενιζέλου η Μακεδονία είχε ενταχτεί στο ελληνικό κρότος, αλλά και επειδή ο ίδιος τους είχε προσφέρει μια σειρά από προνόμια για να τους εντάξει πιο δυναμικά στο ελληνικό κράτος και στις δομές εξουσίας του.
Στη δεκαετία του 1920 και του 1930 στις περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί οι πρόσφυγες, στα βόρεια της χώρας προέκυψαν μεγάλες αντιθέσεις ανάμεσα σε πρόσφυγες και ντόπιους Μοιραία οι ντόπιοι ταυτίστηκαν με το Λαϊκό Κόμμα αφού όχι μόνο οι πρόσφυγες ήταν βενιζελικοί αλλά και ο Βενιζέλος είχε αφιερώσει μεγάλο μέρος των ενεργειών του στο να τους εγκαταστήσει στην ελλαδική επικράτεια προκαλώντας ενόχληση, φόβο και εχθρότητα στους προηγούμενους κατοίκους που ένιωθαν ριγμένοι υπέρ των νέων λόγω των παροχών που τους προσφέρονταν. κυρίως σε σχέση με την παραχώρηση γης για την εγκατάστασή τους και την καλλιέργεια της.
«Ιδιοκτήτες» μακεδονομάχοι και ανεπιθύμητοι πρόσφυγες
Σταδιακό το Λαϊκό Κόμμα απορρόφησε και εξέθεσε ως υποψηφίους του πολλούς πρωταγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα και έτσι κατάφερε να κερδίσει την εικόνα της πατριωτικής αντί- βουλγαρικής εκλογικής επιλογής στην περιοχή της Μακεδονίας.Κάποιοι άλλοι πρόσφυγες, οι αστοί που ήρθαν από τις σερβοκρατούμενες περιοχές της Μακεδονίας (Μοναστήρι, Στρουμνίτσα. Κρούσοβο) και εγκαταστάθηκαν στην ελληνική Μακεδονία, ως πιο πλούσιοι και κυρίως συντηρητικοί εντάχτηκαν επίσης στα δίκτυα του Λαϊκού Κόμματος Tο αποτέλεσμα ήταν στις αστικές περιοχές της Μακεδονίας το Λαϊκό Κόμμα να κυριαρχεί εκλογικά. Ετσι το βενιζελικό κόμμα που κέρδιζε τις περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί οι πρόσφυγες και οι οποίες ήταν κοντά στα σύνορα εμφάνιζε τον εαυτό του και τους ψηφοφόρους του ως την πραγματικά εθνική δύναμη που υπερασπιζόταν τα σύνορα από τις επιβουλές των Βουλγάρων.
Αντιστοίχως, μπορούσαν να παρουσιάσουν τους αντίπαλους τους του Λαϊκού Κόμματος ως συμμάχους των Βουλγάρων, είτε πρακτικά είτε κυριολεκτικά, φτάνοντας να παρουσιάζουν την εκλογική επιτυχία των Λαϊκών ως καθοδηγούμενη από τις βουλγαρομακεδονικές οργανώσεις, κατηγορώντας τους ουσιαστικά για προδοσία Και η αλήθεια είναι πως οι καλός σχέσεις των Λαϊκών με το μη ελληνόφωνο στοιχείο της Μακεδονίας και η επιμονή τους στην ανάγκη να απολαμβάνει κάποιες παροχές τους έκαναν ευεπίφορους σε τέτοιες κατηγορίες. Και αυτή είναι αναμενόμενη πολιτική τακτική παρότι αθέμιτη, ειδικά αφού στις δεκαετίες αυτές, του 1920 και του ‘30ι οι πολιτικές και οι πολιτισμικές δραστηριότητες σε ολόκληρη τη Μακεδονία σε κωμοπόλεις και χωριά σχετίζονταν με τις εθνικές κινήσεις -ελληνική, βουλγαρική. αλλά και ρουμανική- στην περιοχή.
Το ίδιο γινόταν και στη Θεσσαλονίκη όπου εμφανίζονταν όλο και περισσότερες οργανώσεις με τον προσδιορισμό «εθνικό». Η διαφορά όμως ήταν ότι εκεί οι οργανώσεις αυτές είχαν ήδη αρχίσει πέρα από τον αντιβουλγαρισμό να υιοθετούν έντονα και τον αντί κομμουνιστικό χαρακτήρα Οργανώσεις όπως η διαβόητη ΕΕΕ (Εθνική Ενωσης Ελλάς) -που από το1929 ήταν ρητά αντικομμουνιστική και αντισημιτική από το καταστατικό της- και η Αντικομμουνιστική Ενωσης η Πατρίς εμφανίζονταν και δρούσαν συνδυάζοντας στον λόγο τους τον αντικομουνισμό με την επίκληση της βουλγαρικής απειλής. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο ότι η Θεσσαλονίκη είχε εκ των πραγμάτων περισσότερό κεντρικό και συμπυκνωτικό ρόλο για την ευρύτερη πολιτική σύγκρουση αλλά και στο ότι είχε ήδη αρχίσει να δημιουργείται επιθετικό κλίμα προς το ΚΚΕ εξαιτίας των θέσεων του για το μακεδονικό. Κι αυτό αποτέλεσε τεράστια τομή.
Η Κομιντέρν, το ΚΚΕ και το μακεδονικό πρόβλημα
Το 1924 το ΚΚΕ στο 3ο Συνέδριό του είχε υιοθετήσει τη θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για ανεξάρτητες Μακεδονία - Θράκη στο πλαίσιο μιας Βαλκανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. Η θέση αυτή ήταν αποτέλεσμα της ποικίλης πληθυσμιακής σύνθεσης της Μακεδονίας, όπου Ελληνες. Βούλγαροι Τούρκοι Εβραίοι Σλαβομακεδόνες, Βλάχοι και άλλοι γίνονταν θύματα κακοποιήσεων στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον A' Παγκόσμιο από τις διάφορες πλευρές που έδιναν τη μάχη για την επικράτηση στην περιοχή. Επίσης, στόχευε στο να ευνοήσει τη θέση των Βούλγαρων κομμουνιστών του Γκεόργκι Δημητρόφ στη χώρα τους και να εξασφαλίσει τις κατάλληλες γι’ αυτούς εσωτερικές συμμαχίες. Η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ στη συνεδρίαση της Διεθνούς είχε διαφωνήσει κατά τη σχετική συζήτηση, όταν όμως η απόφαση ελήφθη το κόμμα δεν μπορούσε παρά να την αποδεχτεί αν δεν ήθελε να βγει εκτός της Διεθνούς και ουσιαστικά να μείνει πολιτικά ορφανό.
Αργότερα το ΚΚΕ αναγνώρισε πως η θέση αυτή ήταν λάθος. Πρώτον, στην 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του το 1934. όπου το κόμμα δήλωνε πως δεν αναγνώριζε πλέον εθνικό πρόβλημα στην ελληνική Μακεδονία, με την εξαίρεση των Σλαβομακεδόνων που διατηρούσαν το δικαίωμα για «αυτοδιάθεση μέχρι αποχωρισμού» από την Ελλάδα στη βάση και του σχετικού λενινιστικού σχήματος.
Ενα χρόνο μετά, στις 23 Μαρτίου 1935, με απόφαση πάλι της ΚΕ του ΚΚΕ διατυπώθηκε για πρώτη φορά σαφώς το σύνθημα της πλήρους εθνικής και πολιτικής ισοτιμίας όλων των μειονοτήτων που ζούσαν στην Ελλάδα. χωρίς αυτοδιαθέσεις και αποσχίσεις. Τελικά το 6ο Συνέδριο του κόμματος που συνήλθε τον Δεκέμβριο του 1935 επικύρωσε τη νέα θέση, ξεκαθαρίζοντας πως δεν υπήρχε πλέον εθνικό πρόβλημα στη Μακεδονία εξαιτίας της αλλαγής που επέφεραν στους εθνολογικούς συσχετισμούς εκεί οι πληθυσμιακές μεταβολές της περιόδου μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή με την άφιξη των προσφύγων. Η ζημιά όμως, είχε ήδη γίνει
Βενιζελικό ιδιώνυμο. Πατρίς, οικογένεια, ιδιοκτησία
Σημαντικός σταθμός της πορείας διαμόρφωσης της εθνικοφροσύνης είναι και το περίφημο ιδιώνυμο του Βενιζέλου το 1929. Ως ιδιώνυμο ονομάζεται γενικά στη νομική επιστήμη ένα έγκλημα που φέρει ιδιαίτερη απαξία και γι’ αυτό τιμωρείται με βαρύτερες ποινές από αυτές που επιβάλλονται σε άλλα εγκλήματα της ίδιας κατηγορίας.
Ο τίτλος του νόμου ήταν «Περί των μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Ο νόμος προέβλεπε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών για όποιον επιδίωκε «την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βίαιων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικράτειας, ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν», ενώ προέβλεπε και τη δυνατότητα εξορίας όποιου κρινόταν ένοχος για έως δυο έτη.
Είναι ξεκάθαρο πως ο νόμος στόχευε στο να παύσει την κομμουνιστική δράση, ταυτίζοντας την όχι μόνο με δυνητικές πράξεις βίας αλλά και με έναν αντεθνικό ρόλο. Αλλωστε μιλώντας σε προεκλογική συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη στις 7 Ιουλίου 1928 ο Βενιζέλος ήταν ξεκάθαρος: «Πάσα απόπειρα διαταράξεως ή βιαίας ανατροπής του αστικού καθεστώτος, του οποίου στερεά θεμέλια είναι η πατρίς, η οικογένεια, η ιδιοκτησία θα εύρη αντιμέτωπον την πυγμήν του Κράτους. Είμεθα αποφασισμένοι να εξοπλίσωμεν το κράτος και τας αρχάς του διά τας αναγκαίας νομοθεσίας, όπως καταστή δυνατή η αποτελεσματική κοινωνική άμυνα κατά των απροκάλυπτων ανατρεπικών ενεργειών των εχθρών του κοινωνικού καθεστώτος».
Κατά τη συζήτηση στη Βουλή, βέβαια, ο Βενιζέλος δήλωνε πως δεν διώκεται η κομμουνιστική ιδεολογία αυτή καθαυτή, την οποία έβλεπε να συνδέεται και με τον χριστιανισμό, αλλά οι πρακτικές και οι επιδιώξεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η προώθησή τους στην Ελλάδα «Το νομοσχέδιον δεν επιδιώκει να διώξη τον κομμουνισμόν ως ιδέαν, αλλά τη Γ Διεθνή και τας μπολσεβικικάς αρχάς αυτής, αίτινες απέχουν πολύ του ιδεώδους κομμουνισμού. Το νομοοχέδιον επιδιώκει τη δίωξιν των οπαδών της Γ' Διεθνούς. Δε δυνάμεθα να διώξωμεν τον κομμουνισμόν, διότι και ο Χριστός υπήρξε κήρυξ της ιδέας αυτής. Ο Χριστός διεκήρυξε πρώτος τον κομμουνισμόν, αλλά από την υψηλήν ιδεολογίαν του κομμουνισμού μέχρι των ανατρεπτικών ενεργειών των ανθρώπων της Μόσχας, υπάρχει διαφορά».
Βεβαίως, ιδέες χωρίς πρακτικές δεν υπάρχουν. Και διώκοντας τις πρακτικές των κομμουνιστών ο Βενιζέλος γνώριζε πως διώκει τον ίδιο τον κομμουνισμό. Γι’ αυτό και είχε απορρίψει την πρόταση να διώκονται με το ιδιώνυμο όχι μόνο οι κομμουνιστές αλλά και οι φασίστες. Καμία έκπληξη δεν προκαλεί, λοιπόν, το ότι με την επίκληση του ιδιωνύμου ως τα τέλη του 1930 διαλύθηκαν οι περισσότερες εργατικές οργανώσεις. Στα πέντε χρόνια της εφαρμογής του συνελήφθηκαν βάσει αυτού περίπου 16.500 άνθρωποι και καταδικάστηκαν γύρω στις 3.000, ενώ απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του «Ριζοσπάστη» στα δύο τρίτα της χώρας.
Ετσι η επίκληση του μακεδονικού και της θέσης του ΚΚΕ αποκαλύφθηκε πως ήταν μικρό μέρος του πραγματικού ζητήματος. Αυτό που μάλλον φόβιζε περισσότερο τον Βενιζέλο ήταν η διεθνής άνοδος των επαναστατικών κινημάτων που έκανε τις κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις να νιώθουν εξαιρετικά ανασφαλείς. Γι’ αυτό και αποφάσισε να δράσει προληπτικά. Αλλωστε στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο το κομμουνιστικό «πρόβλημα» δεν φαινόταν ιδιαιτέρως ορατό. Το εργατικό κίνημα ήταν αποδυναμωμένο και το ΚΚΕ στις πρόσφατες εκλογές του 1928 δεν είχε καταφέρει καν να μπει στη Βουλή.
Η πρώτη ύλη της εθνικοφροσύνης
Με αυτά τα υλικά σχηματίστηκε στη διάρκεια του μεσοπολέμου η έννοια της εθνικοφροσύνης. Και ο εθνικόφρων δεν ήταν κατά βάση ο Ελληνας που στεκόταν απέναντι στους ξένους και τις επιδιώξεις τους σε βάρος της Ελλάδας. Η λέξη αυτή προσδιόριζε τον Ελληνα που σκεφτόταν με έναν «εθνικά συμφέροντα» τρόπο, σε αντίθεση με άλλους ομοεθνείς του που δεν σκέφτονταν εθνικά. Δηλαδή έγινε ένας όρος που κοιτούσε προς τα μέσα. Τρία στοιχεία αποτελούσαν, λοιπόν, τα βασικά συστατικά της εθνικοφροσύνης: η πίστη στον θεσμό της βασιλείας -άρα και η καχυποψία απέναντι σε πολιτικές αλλαγές προς πιο δημοκρατική κατεύθυνση-, η παρουσίαση των πολιτικών αντιπάλων ως εθνικών εχθρών και ο σφοδρός αντικομμουνισμός. Αναμενόμενο ήταν να προκύψει μια έξαρσή τους κατά την περίοδο του δικτατορίας του Μεταξά αλλά και του Εμφυλίου.Οι παράγοντες του καθεστώτος Μεταξά ευνοούσαν με κάθε τρόπο τη σύμπηξη μακεδονισμού και αντικομμουνισμού, προσπαθώντας να την κάνουν να ριζώσει στα προϋπάρχοντα κοινωνικά και πολιτικά δίκτυα της Μακεδονίας του μεσοπολέμου. Αλλωστε εκεί έβρισκαν στελέχη ήδη εξοικειωμένα με αυτήν τη λογική, τα οποία έτσι αποκτούσαν και άμεση σχέση με το καθεστώς ενώ γίνονταν παράγοντες προώθησης και εξυπηρέτησης συμφερόντων.
Ο Εμφύλιος ήταν η στιγμή της πολεμικής απογείωσης της εθνικοφροσύνης. Είχαν προηγηθεί τα Δεκεμβριανά, όπου οι αντιΕΑΜικές δυνάμεις ενοποιήθηκαν, εντάσσοντας πια στο εσωτερικό τους ακόμη και τους ταγματασφαλίτες συνεργάτες των ναζί, τους οποίους απελευθέρωσαν από το στρατόπεδο στο Γουδή όπου ανέμεναν να παραπεμφθούν σε δίκες, τους έδωσαν όπλα και τους έστειλαν να πολεμήσουν τον ΕΛΑΣ.
Η βία που χώριζε τους δύο κόσμους συνέχισε με τη Λευκή Τρομοκρατία και τελικά η πολεμική πράξη όρισε καθαρά τα δύο στρατόπεδα στον Εμφύλιο.
Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι ο στρατός μέσα σε αυτήν τη σύγκρουση αναφερόταν εμφατικά ως εθνικός στρατός. Η διεξαγωγή του πολέμου στα βόρεια και τα δυτικά σύνορα της χώρας κοντά σε χώρες που αντιπροσώπευαν «εθνικούς εχθρούς» -κυρίως τη Βουλγαρία, αλλά και τις Αλβανία, Γιουγκοσλαβία-, οι οποίες στο μεταξύ είχαν γίνει σοσιαλιστικές, σε συνδυασμό με την παλιότερη θέση του ΚΚΕ για το μακεδονικό αλλά και τη θέση που υιοθέτησε εντός του Εμφυλίου ο Ζαχαριάδης προκειμένου να κερδίσει τη συμμετοχή των Σλαβομακεδόνων της ελληνικής Μακεδονίας στις γραμμές του ΔΣΕ έφεραν εύκολα μια προπαγανδιστική ταύτιση του ΚΚΕ με την εθνική προδοσία και τα σχέδια για την απόσπαση μέρους της επικράτειας υπέρ ξένων κρατών.
Ηδη από την εποχή του ιδιωνύμου ο εθνικόφρων κόσμος ήταν εξοικειωμένος με αυτήν τη λογική. Η ψευδής, όπως αποδείχτηκε. συμφωνία στις Καρυδιές ανάμεσα στο Σλαβομακεδονικό Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο (ΣΝΟΦ) και τους Βούλγαρους για μια αυτόνομη σοβιετική Μακεδονία, αλλά και η πραγματική υποστήριξη από τον ΕΑΜικό Τύπο της «σλαβομακεδονικής μειονότητας» που στην Κατοχή είχε στρατευτεί στον αγώνα εναντίον των Γερμανών και των Βουλγάρων ενίσχυσαν αυτή την τάση και καθιέρωσαν τελικά τον γνωστό όρο «ΕΑΜοβούλγαροι», που είχε δημιουργηθεί ήδη από την Κατοχή.
«Δεν είναι Ελληνες και δεν έχουν θέση ανάμεσα μας»
Ολα αυτά συνεπικουρούνταν από «ανακαλύψεις» επιστολών, παρασήμων, εγγράφων, πυρομαχικών και στρατιωτικού υλικού με κυριλλικά γράμματα, από τις «μαρτυρίες» ανανηψάντων πρώην κομμουνιστών της Μακρονήσου ή ανταρτών που παραδίδονταν. Αλλά και από εμπρηστικά άρθρα δεξιών εφημερίδων όπως του «Ελληνικού Βορρά» και φράσεις του τύπου «Τα άπλυτα κτήνη της ανταρσίας διά να μην αφήσουν καμμίαν εις κανέναν αμφιβολίαν ότι πλήττουν την χώραν των διά λογαριασμόν των Σλαύων ιδρύουν τώρα βουλγαρικά σχολεία εις όσα κουτσοχώρια κατορθώσουν ν’ απλώσουν την αιματηρόν τρομοκρατία τους», αλλά και «εισβολή των βαρβάρων», «λύκοι της βουλγαρικής ζούγκλας», «στίφη της στέπας» που έγραφε η «Μακεδονία» όταν ο ΔΣΕ κατέλαβε τη Νάουσα Ενώ ο «Μακεδονικός Φρουρός» έγραφε πως «Οχι δεν είναι Ελληνες. Οι ελληνόφωνοι σφαγείς της Ελλάδος είναι Βούλγαροι στη ψυχή και στον νουν [...] Βούλγαροι στας χαρακτηριστικότατες τους πράξεις, Βούλγαροι στους σκοπούς, οι Λαϊκοί Δημοκρατικοί Αγωνιστές δεν είναι Ελληνες και δεν έχουν θέση ανάμεσά μας. Η Ιστορία, η επιστήμη, η ίδια η δική τους συμπεριφορά τους κατατάσσει στη βουλγαρική φυλή, της οποίας διαλεχτό κομμάτι αποτελούν. Δεν είναι Ελληνες είναι Βούλγαροι, εχθροί της Ελλάδος, δολοφόνοι των παιδιών της, καταστροφείς των χωριών της, άρπαγες της περιουσίας τους».
Αλλο ένα ενδιαφέρον στοιχείο της ανάπτυξης της αντικομμουνιστικής εθνικοφροσύνης στη διάρκεια του Εμφυλίου μέσω της σύνδεσης του ΚΚΕ με τους Βούλγαρους είναι και η σύνδεση του ίδιου του Εμφυλίου με τον Μακεδονικό Αγώνα. Οι μορφές του Παύλου Μελά και του Ιωνά Δραγούμη χρησιμοποιούνταν κατά κόρον ως σύμβολα των «εθνικών» δυνάμεων, ενώ συχνά οι Βούλγαροι αποτυπώνονταν σε γελοιογραφίες σαν σύμμαχοι του ΚΚΕ με τη στερεοτυπική μορφή των κομιτατζήδων του Μακεδονικού Αγώνα, με τσαρούχια, σταυρωτά φισεκλίκια και όλα τα σχετικά.
Βασικός διαμορφωτής αυτής της σύνδεσης ήταν ο Γεώργιος Μόδης, παλαίμαχος του Μακεδονικού Αγώνα και ομιλητής σε πάρα πολλές εκδηλώσεις μετά το 1945 για το μακεδονικό ζήτημα αλλά και αρθρογράφος εφημερίδων της Θεσσαλονίκης, κυρίως του «Ελληνικού Βορρά», όπου και δημοσίευε σε συνέχειες διηγήματα και ιστορικές μελέτες με διαρκή αναφορά στον «Σλαυικό κίνδυνο» και παρομοιάζοντας τις επιθέσεις των ανταρτών με παλιότερες επιθέσεις των Βουλγάρων, όπως την επίθεση με πυροβόλο του ΔΣΕ στη Θεσσαλονίκη στον Εμφύλιο με την -εντελώς άσχετη- επίθεση με βόμβες Βούλγαρων αναρχικών στην πόλη το 1903. Μέσα σε αυτό το κλίμα εξηγείται εύκολα γιατί στη διάρκεια του Εμφυλίου είχαν αρχίσει να γιορτάζονται πολύ περισσότερο οι επέτειοι των μαχών του Κιλκίς και του Λάχανά εναντίον των Βουλγάρων από τον Β Βαλκανικό Πόλεμο.
«Εθνικόφρονες Φυματικοί» και βιομηχανία «θυμάτων»
Αξίζει να σημειώσουμε άλλες δύο επιπτώσεις της δημιουργίας του εθνικόφρονος χώρου. Η πρώτη είναι η προσπάθεια για κοινή εκλογική καταγραφή των φιλοβασιλικού και του φιλελεύθερου χώρου στις εκλογές του 1946. Κομβικό πρόσωπο αυτού του εγχειρήματος ήταν ο Φίλιππος Δραγούμης, στον οποίο και απευθύνονταν με επιστολές τους διάφορα δίκτυα και οργανώσεις του φιλοβασιλικού χώρου, με τις οποίες ζητούσαν να συμπεριληφθούν στα ψηφοδέλτια οι ηγέτες τους. Τελικά 27 οργανώσεις του εθνικόφρονος χώρου έφτασαν να ζητήσουν με ανοιχτή επιστολή τους τη σύμπηξη κοινού μετώπου Λαϊκών και Φιλελευθέρων, όμως σε λίγο το εγχείρημα κατέρρευσε και οι οργανώσεις, πάλι με κοινή επιστολή τους, δήλωσαν τη στήριξή τους στο Λαϊκό Κόμμα του Τσαλδάρη.
Η δεύτερη επίπτωση είναι η λειτουργία του εθνικόφρονος χώρου ως πελατειακού δικτύου. Σύλλογοι και πρόσωπα επικαλούνταν την εθνικοφροσύνη τους για να αντλήσουν οφέλη. Σύλλογοι «μαχητών», «θυμάτων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ», «ομήρων» αλλά και κάθε λογής ιδιότητας, δίπλα στην οποία έμπαινε το προσδιοριστικό «εθνικός», όπως οι «Εθνικόφρονες Φυματικοί», «Εθνικόφρονες Πυροπαθείς Κεντρικής Μακεδονίας», ακόμη και η «Εθνική Ενότης Αστέγων Θεσσαλονίκης».
Ολα αυτά δεν άργησαν να φέρουν την αναμενόμενη εξέλιξη. Εξυπηρετήσεις στο όνομα της προσφοράς στο έθνος, παραγοντισμός και διαφθορά. Δεν είναι μόνο ότι το ΚΚΕ κατηγορούσε τον πλέον γενικό διοικητή Μακεδονίας Γεώργιο Μόδη για παροχή χρηματικών βοηθημάτων σε ανθρώπους που του προσκόμιζαν αμφίβολης πιστότητας ένορκες βεβαιώσεις πως είχαν υπάρξει θύματα του ΕΛΑΣ. Ούτε οι παραδοχές για το αντίστροφο: τον αποκλεισμό ανθρώπων από κάποιες παροχές με τον αυθαίρετο χαρακτηρισμό τους ως κομμουνιστών.
Η φάμπρικα της Φρειδερίκης και το πελατειακό δίκτυο
Το ίδιο το υπουργείο Εσωτερικών έφτασε σε εγκύκλιό του το 1948 να αναφέρει πως ο χαρακτηρισμός διάφορων ανθρώπων ως «συμμοριόπληκτων», δηλαδή θυμάτων των κομμουνιστών, «δεν γίνεται μετά της δεούσης προσοχής». Αναμενόμενη εξέλιξη, αφού είχε φτάσει να αναπτυχθεί μέχρι κι ένα μεγάλο παράλληλο πελατειακό δίκτυο με επικεφαλής την ίδια τη βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία έστελνε στον γενικό διοικητή Βορείου Ελλάδος τις σχετικές αιτήσεις με τις κυρίες επί των τιμών της. Αντιστοίχως είχαν δημιουργηθεί πάρα πολλές «εθνικές» οργανώσεις αξιωματικών που διεκδικούσαν συνταξιοδοτικές, φορολογικές, επαγγελματικές, οικιστικές, νοσηλευτικές και άλλες διευθετήσεις για τα μέλη τους.
Χαρακτηριστικό το παράπονο της Πανελληνίου Οργανώσεως Εφέδρων Αξιωματικών πως «Ενώ έχομεν το προβάδισμα εις τας θυσίας και τον θάνατον, δεν έχομεν το προβάδισμα και εις την ζωήν». Εξίσου εύγλωττος μάρτυρας και το σημείωμα του Φίλιππου Δραγούμη προς τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για την πρόσληψη μιας ομοϊδεάτισσάς του: «Ο πατήρ της, καταγόμενος εκ Μοναστηριού. είναι άριστος πατριώτης και ένας εκ των καλυτέρων εργατών του Μακεδονικού Αγώνος. Νομίζω ότι είναι δίκαιο να προτιμώνται μέλη οικογενειών που πρόσφεραν πάντα εις την πατρίδα».
Η εθνικοφροσύνη, έτσι, έγινε η επίσημη κρατική ιδεολογία. Κι όπως γίνεται πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, διαχύθηκε σε πρακτικές, σχετικές και άσχετες, που τις νομιμοποίησε και τις ενίσχυσε, διαμόρφωσε θεσμούς αλλά και κοινωνικές αντιλήψεις. Ισως τελικά η πιο χαρακτηριστική αποτύπωση του χαρακτήρα της εθνικοφροσύνης και της διαχωριστικής γραμμής που επιχείρησε να τραβήξει εντός της ελληνικής κοινωνίας να είναι η παρακάτω φράση της Διδώς Σωτηρίου στο βιβλίο της «Κατεδαφιζόμεθα», όπου ένα νέο αγόρι, ο Αρης, αναρωτιέται:
«Τι διαφορά είχε ο κομμουνιστής από τον κοινό εγκληματία; Σύγκρινα τις πράξεις τους. Ακρη δεν έβγαζα. Είχα ακούσει έναν φονιά, ονόματι Βαρλάκο, να διαμαρτύρεται: “Θάνατο, σ’ εμένα; Πού ακούστηκε! Κομμουνιστής είμαι;"».
Πηγή: Του Σταύρου Παναγιωτίδη -Διδάκτορα Ιστορίας, Hot History
Δημοσίευση σχολίου