Αρχική » , » Η έννομη Λευκή Τρομοκρατία

Η έννομη Λευκή Τρομοκρατία

{[['']]}

Τρία τέταρτα του αιώνα μετά την υπογραφή της στις 12 Φεβρουαρίου 1945, η Συνθήκη της Βάρκιζας έχει γίνει πια καθολικά αντιληπτή ως αυτό που πράγματι υπήρξε: ένας ενδιάμεσος σταθμός στην προσχεδιασμένη διαδικασία της συντριβής του ΕΑΜικού κινήματος που δρομολογήθηκε με την Καζέρτα κι ολοκληρώθηκε στον Γράμμο. 

Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη αποτέλεσε, ως γνωστόν, η Λευκή Τρομοκρατία που εξαπολύθηκε κατά του κόσμου της Αριστεράς αμέσως μετά την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, καθιστώντας μαρτυρική ή αδύνατη την ειρηνική διαβίωσή του κι εξωθώντας τον σκληρό πυρήνα του να ξαναπάρει τα όπλα.

Για προφανείς λόγους, η μελέτη της Λευκής Τρομοκρατίας εστιάζεται συνήθως στην παρακρατική και επαρχιακή διάστασή της: εκεί η βία υπήρξε απείρως φονικότερη και θεαματική, από ένοπλες παραστρατιωτικές συμμορίες που συνεργάζονταν στενά με τον στρατό (ή είχαν απευθείας εξοπλιστεί και καθοδηγούνταν απ’ αυτόν).
Αμεσα υπεύθυνη για την έξοδο των πρώτων ανταρτοομάδων του μετέπειτα ΔΣΕ στο βουνό, η ορατή αυτή βία προκάλεσε ευθύς εξαρχής δημόσιες συζητήσεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Σύμφωνα με τους απολογητές του καθεστώτος, τοτινούς και μεταγενέστερους (με πιο πρόσφατο παράδειγμα το δίδυμο των πολιτικών επιστημόνων Στάθη Καλύβα και Νίκου Μαραντζίδη), ήταν ένα φαινόμενο λίγο-πολύ αναπόφευκτο, απόρροια της εκδικητικής διάθεσης όσων είχαν υποφέρει το προηγούμενο διάστημα από την ΕΑΜική «ερυθρά τρομοκρατία».

Μετά το άνοιγμα των αρχείων του στρατού και των ανακτόρων γνωρίζουμε βέβαια, με αδιάσειστα πλέον τεκμήρια, πως αυτή η δικαιολογία ήταν και παραμένει καθαρά προσχηματική: η ασφυκτική πίεση πάνω στον ΕΑΜικό κόσμο, ώστε να επιλέξει ανάμεσα σε μια εξευτελιστική υποταγή και το αυτοκτονικό δεύτερο αντάρτικο, υπήρξε συνειδητό σχέδιο του σκληρού πυρήνα της εγχώριας Δεξιάς, ήδη πριν από τα Δεκεμβριανά, κι εφαρμόστηκε συντονισμένα μετά τη Βάρκιζα.

Την εικόνα αυτή επιβεβαιώνουν τα ντοκουμέντα που παρουσιάζουμε σήμερα, σχετικά με μια άλλη πτυχή της Λευκής Τρομοκρατίας: την έννομη καταστολή των ΕΑΜιτών της πρωτεύουσας, όπως αποτυπώνεται στο αρχείο της Υποδιευθύνσεως Γενικής Ασφαλείας Πειραιώς που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ.

Σε αντίθεση με τα αρχεία του στρατού και των ανακτόρων, εδώ δεν έχουμε ρητές ομολογίες της επιθετικής σύμπραξης κρατικών μηχανισμών και παρακράτους· τα σώματα ασφαλείας διαθέτουν γαρ μακρά πείρα για το τι επιτρέπεται να αποτυπωθεί σε υπηρεσιακά έγγραφα. Αυτό που σκιαγραφείται ευκρινέστατα είναι ωστόσο η επιβολή ασφυκτικών περιορισμών στη δημόσια παρουσία και δράση της νόμιμης Αριστεράς μετά τη Βάρκιζα, σε κραυγαλέα αντίθεση με τις ρητές προβλέψεις της τελευταίας· η απροκάλυπτη στοχοθεσία της Ασφάλειας για πολιτική εξόντωση των «εαμοκομμουνιστών», η συνοδοιπορία της με τις αντικομμουνιστικές «εθνικές οργανώσεις» και η εργαλειοποίηση της εθνικόφρονος «κοινής γνώμης», προκειμένου να εξαλειφθούν ακόμη και τα ελάχιστα περιθώρια νόμιμης δραστηριότητας του εσωτερικού εχθρού.

Η ομολογημένη σχέση, τέλος, της μεταδεκεμβριανής πτωματολογίας και καταστολής με τους πραγματικούς φόβους που γεννούσε η ταξική πόλωση (και η συνακόλουθη όξυνση της ταξικής πάλης) στη βάση της κοινωνίας −πραγματικότητα που αναγνωρίζεται ρητά ως το υλικό υπόβαθρο στο οποίο στηριζόταν η ανασυγκρότηση της στρατιωτικά ηττημένης Αριστεράς.

Εφαλτήριο και προϋπόθεση αυτής της τρομοκρατικής εξόρμησης αποτέλεσε η εκκαθάριση της ίδιας της Αστυνομίας από το δικό της «εσωτερικό εχθρό»: τους εκατοντάδες υπαλλήλους της που εντάχθηκαν επί Κατοχής στο ΕΑΜ και συμπορεύτηκαν με τη δεκεμβριανή εξέγερση ή απέφυγαν να εμπλακούν στην καταστολή της.
Σύμφωνα με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, όσοι αστυνομικοί «εγκατέλειψαν τας θέσεις των» στη διάρκεια των Δεκεμβριανών τέθηκαν αυτόματα σε διαθεσιμότητα, «της οριστικής αυτών θέσεως καθορισθησομένης παρά των Συμβουλίων, περί ων θα αποφασίση η μέλλουσα να προέλθη εκ των εκλογών Κυβέρνησις»· στην πραγματικότητα, απολύθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες πολύ πριν από οποιεσδήποτε εκλογές.

Οπως μας πληροφορούν δε τα γλαφυρά απομνημονεύματα ενός απ’ αυτούς, την απόταξη ακολούθησε συχνά η προφυλάκισή τους, με τις ίδιες ακριβώς κατηγορίες και διαδικασίες που έπληξαν και τους υπόλοιπους αγωνιστές (Βασίλης Δάρας, «Γ83. Βίος και βιώματα ενός απλού ανθρώπου», Αθήνα 1995, σ.163-207).

Η Βάρκιζα και οι ελευθερίες

Εκτός από τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από «στασιαστές» και δωσιλόγους και τη δίωξη όσων είχαν (ή φέρονταν να είχαν) διαπράξει στη διάρκεια των Δεκεμβριανών «κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος», η Συμφωνία της Βάρκιζας πρόβλεπε επίσης -στο πρώτο μάλιστα άρθρο της- την επαναφορά των δημοκρατικών θεσμών που είχε υπονομεύσει το μεσοπολεμικό ιδιώνυμο και διακόψει βίαια η μεταξική δικτατορία:

«Η Κυβέρνησις θα εξασφαλίση, σύμφωνα προς το Σύνταγμα και τας απανταχού καθιερωμένας δημοκρατικάς αρχάς, την ελευθέραν εκδήλωσιν των πολιτικών και κοινωνικών φρονημάτων των πολιτών, καταργούσα πάντα τυχόν προηγούμενον ανελεύθερον νόμον. Θα εξασφαλίση επίσης την απρόσκοπτον λειτουργίαν των ατομικών ελευθεριών, ως του συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι και της διά του Τύπου εκφράσεως των στοχασμών. Ειδικώτερον η Κυβέρνησις θ’ αποκαταστήση πλήρως τας συνδικαλιστικάς ελευθερίας».

Εκτός από την ελπίδα πως τα δημοκρατικά στοιχεία του πολιτικού κόσμου που είχαν πληγεί από τη μεταξική κρατική τρομοκρατία επιθυμούσαν κι αυτά ομαλές πολιτικές εξελίξεις, τον συμβιβασμό της κομμουνιστικής ηγεσίας επικαθόρισε κυρίως η ανησυχία της για την επιβίωση των οργανωτικών δικτύων του κόμματος στα αστικά κέντρα· δικτύων που είχαν ανασυσταθεί εκ του μηδενός μετά τη λαίλαπα της 4ης Αυγούστου. Το πιστοποιούν οι εξηγήσεις της στην 11η Ολομέλεια της Κ.Ε. (5-10/4/45), το πρώτο κομματικό σώμα μετά την Κατοχή (ουσιαστικά, από το 1936) στο οποίο συζητήθηκαν αναλυτικά οι επιλογές των προηγούμενων χρόνων.

Μετά τη στρατιωτική ήττα του Δεκέμβρη, ξεκαθάρισε ο Σιάντος, «το δίλημμα ήταν ή να κλείσουμε συμφωνία ή να συνεχίσουμε τον ανταρτοπόλεμο. Τις βάσεις των πόλεων θα τις είχαν οι Αγγλοι. Εμείς θα απωθούμεθα στα βουνά με περιοχές κατεστραμμένες από τον καταχτητή. Ετσι οι Αγγλοι θα μπορούσαν να εξοντώσουν το κίνημα στις πόλεις, να μας απομονώσουν από τους συνεργάτες μας και το λαό, να μας φέρουν σε αντίθεση με ολόκληρο τον ελληνικό λαό. Ο χαρακτήρας του πολέμου, παρά τις επεμβάσεις και τις προσβολές που έγιναν από μέρους των Αγγλων, θα ήτανε χαρακτήρας πολέμου εναντίον των συμμάχων. Η βάση του αγώνα θα στένευε και οπωσδήποτε θα αφαιρούνταν ο χαρακτήρας που είχε πριν φύγουν οι Γερμανοί και Ιταλοί. Θα καταντούσαμε μια αίρεση που θα μπορούσαν ακόμη και να μας επικηρύξουν. Επρεπε να διαλέξουν λοιπόν από τα δύο κακά το μικρότερο».

Σε αντίθεση με τη συνέχιση του αντάρτικου, η Βάρκιζα -υποστήριξε- πρόσφερε «ένα μίνιμουμ ελευθεριών για δράση» κι «ένα ηθικό νομικό έρεισμα για την αντιφασιστική πάλη» («Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 5ος, Αθήνα 1981, σ.425).

Ακόμη κατηγορηματικότερος ήταν ο οργανωτικός γραμματέας (και ουσιαστικός ηγέτης) του κόμματος, Γιάννης Ιωαννίδης: «Η πολιτική ζημιά στην περίπτωση που δε θα υπογράφαμε τη συμφωνία της Βάρκιζας και θα συνεχίζαμε τον ανταρτοπόλεμο στα βουνά θα ήταν μεγάλη, ασύγκριτα πιο μεγάλη από τη σημερινή. Οι εχθροί μας θα μας ξερίζωναν από τις πόλεις. Δε θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε καμιά μαζική δράση. Στην περίπτωση αυτή θα είχαμε πολιτική ήττα 100 τα 100» («Αναμνήσεις», Αθήνα 1979, σ.488).

Οποιες κι αν ήταν οι προθέσεις των κεντρώων πολιτικών που υπέγραψαν τη Βάρκιζα για λογαριασμό του επίσημου κράτους, η ευθύνη της πρακτικής εφαρμογής της ανήκε εκ των πραγμάτων στον σκληρό πυρήνα του κρατικού μηχανισμού: στρατός, σώματα ασφαλείας, δικαστικό σώμα. Η σύνθεση αυτών των τελευταίων παρέμενε λίγο-πολύ η ίδια από τα χρόνια του Μεταξά, με επιπρόσθετη εκκαθάριση όσων υπαλλήλων τους είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί πολιτικά στη διάρκεια της Κατοχής.
Για ευνόητους δε λόγους, τα περισσότερα στελέχη τους δεν είχαν την παραμικρή πρόθεση να επιτρέψουν τη νόμιμη παρουσία των «εαμοκομμουνιστών» στη δημόσια ζωή.

Ο ανθέλλην λαός


Η περίπτωση του διοικητή της Υποδιευθύνσεως Γενικής Ασφαλείας Πειραιώς, Ιωάννη Μάσβουλα, την υπογραφή του οποίου φέρουν τα περισσότερα ντοκουμέντα που παρουσιάζουμε, είναι χαρακτηριστική.
Γεννημένος το 1900 σ’ ένα χωριό της Λακωνίας, έβγαλε τη Νομική Αθηνών και το 1925 κατατάχθηκε στη νεοσύστατη Αστυνομία Πόλεων.

Οπως μας πληροφορεί η επίσημη νεκρολογία του στο περιοδικό της υπηρεσίας, τις επόμενες δεκαετίες «ανήλθεν όλας σχεδόν τας βαθμίδας της ιεραρχίας», ανεξαρτήτως καθεστώτος, και το 1958 «απεχώρησε του Σώματος καταληφθείς υπό του ορίου ηλικίας» («Αστυνομικά Χρονικά», 15/2/66, σ.190).
Την επαύριο της Βάρκιζας, εξηγεί ο ίδιος σε έκθεσή του (28/11/46), ανέλαβε την Ασφάλεια του Πειραιά με βασική αποστολή «την παρακολούθησιν και δίωξιν των αντεθνικώς δρώντων κομμουνιστών» που «ανεσυγκρότησαν τας ποικιλωνύμους εαμοκομμουνιστικάς οργανώσεις των Κ.Κ.Ε.-ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ-Αλληλεγγύη κ.λπ.».

Η απροκάλυπτη εχθρότητα του αρχιασφαλίτη προς το ΚΚΕ δεν ήταν απόρροια της πρόσφατης αιματηρής εμπειρίας· είχε δομικό, στρατηγικότερο χαρακτήρα.
«Κατά την γνώμην μας», ξεκαθαρίζει σε εισηγητικό σημείωμά του (16/7/45), «η οργάνωσις αύτη η εξυπηρετούσα προθύμως ξένα συμφέροντα δύναται να θεωρηθή ξένη προς το Ελληνικόν σύνολον, τα δε μέλη αυτής συνειδητώς ή ασυνειδήτως δρώντα ως όργανα ξένων σκοπών και επιδιώξεων».

Ακόμη σαφέστερος γίνεται στο «Δελτίον Πληροφοριών» της 29/8/45: «Εχομεν την γνώμην ότι δέον να ληφθώσιν ριζικά μέτρα εναντίον του Κομμουνιστικού Κόμματος διότι πρόκειται περί κόμματος υποσκάπτοντος τα θεμέλια του Κράτους και εργαζομένου διά την βιαίαν ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος και την εξόντωσιν παντός αντιφρονούντος».

Προς υποστήριξη αυτής της θέσης αναπαράγει κάθε λογής βολικές φήμες και τερατολογίες, καταφανώς ασύμβατα με τη λοιπή υπηρεσιακή πληροφόρηση.
Στις 24/7/45 καταχωρεί λ.χ. σε Δελτίο Πληροφοριών ότι «λέγεται» πως υπήρξε συμφωνία Ζαχαριάδη - βόρειων γειτόνων «διά την αυτονόμησιν Μακεδονίας-Αιγαίου», την οποία «το ΚΚΕ ανέλαβε την υποχρέωσιν να υποστηρίξη δι’ επαναστατικών εκδηλώσεων», συγκεντρώνοντας σε Αθήνα και Πειραιά «περί τας 14.000 ελασίτας ους έχει εξοπλίση διά πολεμικού υλικού μεταφερθέντος εκ Κρήτης και εκφορτωθέντος εις Ραφήναν και Αγιον Γεώργιον».

Πρόκειται, φυσικά, για σενάρια του αέρα. Αυτό που συνέβαινε στην πραγματικότητα ήταν μια αυθόρμητη εσωτερική προσφυγιά, η μαζική καταφυγή στη σχετική ανωνυμία και ασφάλεια της πρωτεύουσας χιλιάδων αγωνιστών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που ήταν πια αδύνατο να επιβιώσουν στην επαρχία.

Ο διοικητής της ΥΓΑΠ το γνώριζε πολύ καλά, όπως πιστοποιεί μεταγενέστερο σημείωμά του προς τον αρχηγό της Αστυνομίας (16/1/47): «Μετά την καταστολήν του εθνοκτόνου κινήματος του Δεκεμβρίου 1944», εξηγεί, «διηρέσαμεν τους κομμουνιστάς εις τέσσαρας κατηγορίας. 
Α) Εγκληματίαι (αυτουργοί) συλληφθέντες και εγκλεισθέντες εις τας Φυλακάς. 
Β) Ηθικοί αυτουργοί συλληφθέντες και αποφυλακισθέντες [στα τέλη του 1945] δυνάμει του Νόμου “περί αποσυμφορήσεως”. 
Γ) Οι πιστεύσαντες εις το δίκαιον του κομμουνιστικού αγώνος και οικειοθελώς ενταχθέντες εις τας εαμοκομμουνιστικάς οργανώσεις άνευ εγκληματικής δράσεως, και 
Δ) οι ενταχθέντες εις τας αντεθνικάς οργανώσεις ακουσίως προς διασφάλισιν της ζωής των. Εκ της πρώτης κατηγορίας οι μη συλληφθέντες κατέφυγον εις την Σερβίαν και εις Αθήνας και Πειραιά ίνα αποφύγωσι την σύλληψιν ή εξόντωσιν υπό των Αστυνομικών Αρχών και των εθνικιστικών οργανώσεων. Οι της Βας κατηγορίας κατέφυγον σχεδόν άπαντες εκ των επαρχιών εις τα μεγάλα αστικά κέντρα διά την αυτήν ως άνω αιτίαν. Εκ της Γης κατηγορίας κατέφυγον εις Αθήνας και Πειραιά εκείνοι οίτινες ηρνήθησαν να δηλώσωσι συμμετοχήν εις τας εθνικάς οργανώσεις. Οι της Δης κατηγορίας παρέμεινον εις τας εστίας των και αποτελούσι σήμερον τας εθνικιστικάς οργανώσεις».

Είναι προφανές ότι τα «κίνητρα» κι ο χαρακτήρας της συμμετοχής κάθε πολίτη στο ΕΑΜικό κίνημα αποτιμάτο υπηρεσιακά βάσει των επιλογών του μετά τη Βάρκιζα: όσοι μεταπήδησαν στο αντίπαλο στρατόπεδο βαφτίστηκαν «ακουσίως ενταχθέντες» στο ΕΑΜ (ή έστω «οικειοθελώς» αλλά «άνευ εγκληματικής δράσεως»), οι δε αμετανόητοι αναγορεύτηκαν αυτόματα σε «εγκληματίες».

Από τις διαθέσιμες πηγές για τις εξελίξεις της εποχής στις τοπικές μικροκοινωνίες γνωρίζουμε, βέβαια, πως οι πολιτικές διαδρομές των ανθρώπων υπήρξαν στην πραγματικότητα πολύ λιγότερο ευθύγραμμες. Ο ίδιος ο συντάκτης των παραπάνω γραμμών παραδέχεται, άλλωστε, πως οι «μη εγκληματίσαντες» ΕΑΜίτες της ενδοχώρας είχαν μόνο δύο επιλογές: εγκατάλειψη των εστιών τους ή «συμμετοχή εις τας εθνικάς οργανώσεις».

Για τον αστυνόμο Μάσβουλα, αυτό που προείχε άλλωστε ήταν η αποκοπή της κοινωνικής γείωσης του εσωτερικού εχθρού.
Αναφερόμενος στις 29/8/45 σε κάποιες απροσδιόριστες δηλώσεις κομμουνιστών πως «είναι εις θέσιν να επιβάλουν την ιδικήν των νέαν τάξιν εντός 24 ωρών», προεξοφλεί ότι «πάντα ταύτα δεν είναι δηλώσεις προς εκφοβισμόν. Η εργασία έχει αρχίσει και αι απειλαί θα πραγματοποιηθώσιν. [...] Αι επαναστατικαί ενέργειαι του Κομμουνιστικού Κόμματος θα εκδηλωθώσιν εάν επιτευχθή η εκλογή Κομμουνιστικών Διοικήσεων εις τα Εργατικά Κέντρα Αθηνών-Πειραιώς-Θεσσαλονίκης. Εις την περίπτωσιν ταύτην και η Διοίκησις του ανωτάτου συνδικαλιστικού οργανισμού της Γενικής Συνομοσπονδίας των Εργατών Ελλάδος θα περιέλθη εις τας χείρας των κομμουνιστών, διότι ως γνωστόν αύτη εκλέγεται παρά των διοικήσεων των Εργατικών Κέντρων». 
Εξέλιξη που θεωρεί σχεδόν αναπόφευκτη, «διότι δυστυχώς δεν ευρέθησαν ικανά συντηρητικά εργατικά στελέχη δυνάμενα, με την ενίσχυσιν του Κράτους, να διαπαιδαγωγήσωσιν και διαφωτίσωσιν την εργατοϋπαλληλικήν τάξιν».

Ηδη από τις 19/5/45 ο προϊστάμενος της ΥΓΑΠ είχε σκιαγραφήσει με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο τις κοινωνικές ρίζες της απειλής: «Η πόλη του Πειραιώς κατ’ εξοχήν βιομηχανική έχει περί τους 60.000 εργατοϋπαλλήλους. Το μεγαλείτερον όμως ποσοστόν παραμένει άνεργον διότι αι διάφοραι επιχειρήσεις, και ιδία αι της σιδηροβιομηχανίας, παραμένουν κλεισταί, των επιχειρηματιών ισχυριζομένων ότι δεν έχωσιν πρώτας ύλας διά να εργασθώσιν ή ότι δεν έχωσιν χρήματα να επισκευάσωσιν τα καταστραφέντα εργοστάσιά των.
Η ανεργία είναι το προσφορώτερον έδαφος εκμεταλλεύσεως υπό των κομμουνιστών οίτινες δραστηρίως εργάζονται διά να καταλάβωσιν τα Διοικήσεις των εργατοϋπαλληλικών οργανώσεων, τονίζοντες ότι μόνον το Κομμουνιστικόν κόμμα ενδιαφέρεται και πρωτοστατεί εις τας διεκδικήσεις των εργατοϋπαλληλικών ζητημάτων. Διά της προπαγάνδας των ταύτης επέτυχον οι κομμουνισταί να καταλάβουν τας Διοικήσεις όλων σχεδόν των δυναμικών Σωματείων. Εις τούτο συντελεί η μη λήψις μέτρων βελτιώσεως της οικονομικής καταστάσεως των εργαζομένων, τα ημερομίσθια των οποίων είναι γεγονός ότι δεν επαρκούν ούτε διά τας στοιχειώδους ανάγκας ενός εργάτου. [...] Οι συντηρητικοί εργατοϋπαλληλικοί ηγέται ουδεμίαν δύνανται να ασκήσωσι επιρροήν επί των εργατών, διότι ουδέν αίτημα επιτυγχάνουν να επιλύσουν».

Αφορμή για τις παραπάνω διαπιστώσεις παρείχε ο μαζικός εορτασμός της Πρωτομαγιάς στο Παναθηναϊκό Στάδιο (10/5/45), η πρώτη δηλαδή μαζική επανεμφάνιση του ΕΑΜικού κόσμου μετά τη στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ.

«Από της καταστολής του στασιαστικού κινήματος μέχρι σήμερον δεν έχουν παρέλθη τρεις μήνες», εξηγεί ο Μάσβουλας. «Αστυνομία και Εθνοφυλακή εργάζονται δραστηρίως διά την ανακάλυψιν των εγκληματιών και αναγνώρισιν κομμουνιστών. Εθνικαί οργανώσεις καταδιώκουσιν τους κομμουνιστάς. Φήμαι εκυκλοφόρησαν ότι θα κτυπηθούν οι κομμουνισταί κατά την μετάβασίν των εις το Στάδιον. Παρ’ όλα αυτά συνεκεντρώθησαν περί τας 20.000 εντός του Σταδίου [και] κατεχειροκρότησαν τον κομμουνιστήν Θέον [...]. Η συγκέντρωσις τόσων εργατών πρωτοβουλία των κομμουνιστών, τα εγκλήματα των οποίων είναι νωπά, αποτελεί επιτυχίαν και εγκυμονεί κινδύνους διά το μέλλον της χώρας μας».

Η βιτρίνα και τα μετόπισθεν


Για τα περιθώρια νόμιμης δράσης της Αριστεράς εκείνες τις μέρες, ακόμη και στο αστικό συγκρότημα της πρωτεύουσας που αποτελούσε τη βιτρίνα της Βάρκιζας, η αλληλογραφία της Ασφάλειας αποδεικνύεται εξαιρετικά αποκαλυπτική.

Ακόμη και η διακριτική εγκατάσταση -τέσσερις ολόκληρους μήνες μετά τη Βάρκιζα- ενός γραφείου διακίνησης του ΕΑΜικού Τύπου στο κέντρο του Πειραιά θεωρείται απαράδεκτη από τους μηχανισμούς καταστολής, καθώς λειτουργεί εκ των πραγμάτων ως πόλος συσπείρωσης των πιο θαρραλέων πολιτών κι εφαλτήριο ανάκτησης κάποιων ελευθεριών, έστω και απείρως λιγότερων από εκείνες που «εγγυόταν» η επίσημη συμφωνία.

Στις 25/6/45 η υπηρεσία ασφαλείας του Βασιλικού Ναυτικού ενημερώνει την ΥΓΑΠ «ότι κατά πληροφορίας μας μη εξακριβωθείσας, εις την οδόν Σωτήρος & Κουντουριώτου (άνωθι Ταμείου ενσήμων) λαμβάνει χώραν συγκέντρωσις υπόπτων από 17.00 - 22.00 καθ’ εκάστην και εκδίδεται και εφημερίς». Ακολουθεί αίτημα επιβεβαίωσης, με σκοπό τον «έλεγχον [του] πληροφοριοδότου μας».

Μία μέρα μετά, ο Μάσβουλας εκδίδει σχετικό «Δελτίον Πληροφοριών», γνωστοποιώντας στους παραλήπτες ότι «το Κ.Κ.Ε. έχει εγκαταστήσει ενταύθα και επί της οδού Σωτήρος 29 γραφεία», που «οι κομμουνισταί τα παρουσιάζουν ως γραφεία τύπου».

Διευκρινίζει πως η Ασφάλεια ανέλαβε ήδη «την φρούρησίν» τους «προς πρόληψιν επιθέσεως εναντίον των», οι προθέσεις του είναι όμως διαυγέστατες: «Διεπιστώσαμεν ότι τα ανωτέρω γραφεία είναι τόπος συγκεντρώσεως και λήψεως οδηγιών των κομμουνιστών. Κατά το 4ωρον 14-18 της χθες 25-6-45 επεσκέφθησαν τα γραφεία ταύτα πλέον των 200 ατόμων. Κατά τας πληροφορίας μας εκ των γραφείων τούτων παραλαμβάνονται αι διανεμόμεναι επαναστατικαί προκηρύξεις».

Ακολουθεί ακατάσχετη κινδυνολογία, με το ενδεχόμενο ακροδεξιάς βίας να διατυπώνεται σχεδόν σαν ευχή: «Οι εθνικόφρονες πολίται διαμαρτύρονται διά την ύπαρξιν γραφείων κόμματος εγκληματικού εις το κέντρον της πόλεως. [...] Δεν αποκλείεται επίθεσις εναντίον των ανωτέρω κομμουνιστικών γραφείων άτινα δέον να θεωρηθώσιν ως κέντρα διαφωτίσεως και διαβιβάσεως εντολών του Κ.Κ.Ε. προς τα μέλη του άνευ ουδενός κινδύνου και υπό την προστασίαν του επισήμου Κράτους. Δεν αποκλείεται μετ’ ου πολύ η ίδρυσις τοιούτων γραφείων εις τας διαφόρους συνοικίας οπότε πλέον θα έχωμεν φρουραρχεία του ΕΛΑΣ υπό τον τίτλον “γραφεία κομμουνιστικού τύπου” δηλαδή πλήρη οργάνωσιν του Κ.Κ.Ε. εντός των πόλεων».

Ακόμη σαφέστερος είναι ο ίδιος στο δελτίο της επομένης: «Κατά την τριήμερον παρακολούθησιν των επί της οδού Σωτήρος 29 γραφείων του Κ.Κ.Ε. παρετηρήθη εξαιρετική κίνησις επισκεπτών, κατά το πλείστον νέων. Κατά τους πέριξ των γραφείων καταστηματάρχας, ο αριθμός των επισκεπτών ανέρχεται εις 100-150 άτομα την ημέραν, μεταξύ των οποίων και πολλαί γυναίκες. Εθεάθησαν εισερχόμενοι και μαθηταί. Κατά τας πληροφορίας μας το Κομμουνιστικόν τούτο Κέντρον χρησιμοποιείται ουχί απλώς ως γραφείον τύπου αλλά ως ορμητήριον διά την διανομήν επαναστατικών εντύπων τα οποία λόγω του περιεχομένου των προκαλούν ερεθισμόν, εχθροπάθειαν και καταφρόνησιν μεταξύ των πολιτών και αστυνομικών, πολλούς των οποίων αποκαλούν εγκληματίας. Εις το Κέντρον τούτο ενεργείται προσηλυτισμός και δίδονται οδηγίαι εις τας συνοικιακάς οργανώσεις περί του τρόπου δράσεώς των. [...] Δικαίως αγανακτεί το κοινόν διά την ύπαρξιν τοιούτου κέντρου εις το κέντρον της πόλεως. [...] Προβλέπομεν επίθεσιν εναντίον του Κομμουνιστικού τούτου κέντρου την οποίαν η Αστυνομία δεν θα δυνηθή να εμποδίση. Κατά την γνώμην ημών επιβάλλεται διά λόγους δημοσίας τάξεως το άμεσον κλείσιμον του κέντρου τούτου».

Μια τόσο χοντροκομμένη παραβίαση της Βάρκιζας στο κέντρο του λεκανοπεδίου ήταν όμως προς το παρόν αδύνατη. Μεταγενέστερα δελτία μάς πληροφορούν έτσι πως όχι μόνο «το επί της οδού Σωτήρος 29 κομμουνιστικόν κέντρον εξακολουθούν να επισκέπτωνται εκατοντάδες προσώπων καθ’ εκάστην ίνα λάβωσιν οδηγίας και έντυπα» (18/7), αλλά κι ότι «θα ιδρυθώσιν, ως πληροφορούμεθα, γραφεία της Εθνικής Αλληλεγγύης και ΕΠΟΝ εις τας συνοικίας. Ηδη τοιαύτα γραφεία λειτουργούν οδός Μ. Στοάς 39 της αλληλεγγύης και Καραΐσκου-Βενιζέλου της ΕΠΟΝ» (2/8).

Αυτά, όσον αφορά τη βιτρίνα της νομιμότητας. Για τις πραγματικές συνθήκες στις συνοικίες, εξαιρετικά εύγλωττο είναι ένα τυπικό «Δελτίον Πληροφοριών» της Ασφάλειας της Νίκαιας (21/7/45) που διασώζεται στον ίδιο φάκελο, με τις ενέργειες της υπηρεσίας κατά την προηγούμενη βδομάδα.

Η παραμικρή πολιτική δραστηριότητα της Αριστεράς καταστελλόταν πάραυτα από τη συντονισμένη δράση ασφαλιτών και δικαστικής εξουσίας:

«Εις την περιφέρειαν Γ΄ Καραβά ενηργήθη έρανος παρ’ αγνώστου γυναικός εις χρήμα διά κουπονίων των 50 δραχμών και εις είδη τροφίμων. Ενεργούμεν διά την ανακάλυψιν και σύλληψίν της.

Εις την περιφέρειαν των Κιλικιανών και εις την οικίαν γνωστού εις ημάς εγένετο συγκέντρωσις εκ μέρους κομμουνιστών της Εταιρείας Υδάτων. Τούτους συνελάβομεν και απεστείλαμεν εις Εισαγγελίαν Πλημ/κών Πειραιώς καταδικασθέντας του μεν αρχηγού εις 8μηνον φυλάκισιν των δε λοιπών εις 4μηνον.

Εις την περιφέρειαν Παλ. Κοκκινιάς ενηργήθη έρανος εκ μέρους Υποδηματεργατών Κομμουνιστών διά κουπονίων των 200 δραχμών και διανομή κομμουνιστικών προκηρύξεων κομμουνιστικού περιεχομένου. Τούτους συνελάβομεν και απεστείλαμεν εις την Εισαγγελίαν Πλημ/κών Πειραιώς καταδικασθέντας εις 4μηνον φυλάκισιν».

Χαρτογράφηση και χαφιέδες


Η ασφυκτική καταστολή του εσωτερικού εχθρού προϋπέθετε την ενδελεχή χαρτογράφησή του μέσω της υπηρεσιακής διείσδυσης.
Το έργο της Ασφάλειας, εξηγεί ο Μάσβουλας στους προϊσταμένους του (31/3/45), «θα επιτευχθή διά της εισχωρήσεως εθνικοφρόνων προσώπων εις τας αντεθνικάς οργανώσεις καθοδηγουμένων υπό της Αστυνομίας», «διά της εξακριβώσεως των δυναμικών εαμοκομμουνιστικών στελεχών και της συγκεντρώσεως τοιούτων στοιχείων ώστε να είναι δυνατή η εξουδετέρωσις τούτων αμέσως», αλλά και «της εξακριβώσεως των κατοικιών και στοιχείων ταυτότητος απάντων των οπωσδήποτε δρασάντων προ και κατά το επαναστατικόν κίνημα, ασχέτως αν δεν εσυνελήφθησαν διότι δεν εβαρύνοντο δι’ εγκληματικών πράξεων».
Το τελευταίο μπορούσε να γίνει εύκολα, «και άνευ διαμαρτυριών του Ριζοσπάστου, επ’ ευκαιρία της εκδόσεως ταυτοτήτων».

Καθοριστικό κριτήριο της χαρτογράφησης συνιστούσε φυσικά η δράση των φακελωμένων στη διάρκεια της Κατοχής και της Απελευθέρωσης: «Επί 3½ έτη τα εαμοκομμουνιστικά στοιχεία έδρων ελευθέρως και εκ του εμφανούς, οι δε υπάλληλοι των Αστυνομικών Τμημάτων γνωρίζουν ταύτα και δέον να καταρτίσωσιν πλήρες αρχείον». Για πρακτικούς λόγους έπρεπε δε «αι ούτω καταρτισθησόμεναι ονομαστικαί καταστάσεις να χωρισθώσιν εις τετράγωνα ή συνοικίας ώστε να είναι δυνατή η εξουδετέρωσις τούτων αμέσως».

Μια ειδική πτυχή αφορούσε την αξιοποίηση εθνικοφρόνων σε καθήκοντα πρωτοβάθμιας επιτήρησης:

«Τα Αστυνομικά Τμήματα να έλθωσιν εις επαφήν μεθ’ απάντων των εργοστασιαρχών της περιφερείας των και να υποχρεώσωσιν τούτους να προσλάβωσιν δύο ή τρεις εργάτας εγνωσμένων εθνικών φρονημάτων οίτινες καταλλήλως καθοδηγούμενοι θα είναι εις θέσιν πολυτίμους υπηρεσίας να προσφέρωσιν».

«Κατά την περίοδον της Κατοχής αι Κομμουνιστικαί οργανώσεις των Συνοικισμών είχον δημιουργήση δίκτυον τοιούτον ώστε ουδείς ξένος ηδύνατο να εισέλθη εις τον Συνοικισμόν χωρίς να υποστή έλεγχον. Τοιούτον δίκτυον δύναται να δημιουργήση και η Αστυνομία χρησιμοποιούσα τας Εθνικάς οργανώσεις της περιφερείας της».

Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που ο διοικητής της Ασφάλειας κάλυπτε πλήρως αυτούς τους εξωϋπηρεσιακούς συνεργάτες του. «Παρανόμους ενεργείας εθνικών οργανώσεων δεν έχει υπ’ όψιν η υπηρεσία ημών», ισχυρίζεται στις 19/5/45, αποδίδοντας μάλιστα την «αυτοσυγκράτησή» τους σε συμβουλές της τελευταίας.

Η εξεύρεση χαφιέδων δεν ήταν πάντως εύκολη υπόθεση. Επιβεβλημένη θεωρούνταν, φυσικά, «η χορήγησις εξόδων κινήσεως εις τας ομάδας ασφαλείας, διά να δυνηθώσιν να δημιουργήσωσιν δίκτυα πληροφοριών» (19/5/45).
Τα τελευταία έπρεπε όμως να ξαναχτιστούν απ’ την αρχή, μετά τη διάλυσή τους από τις ενδιάμεσες εξελίξεις: στη διάρκεια της Κατοχής, υπενθυμίζει εισηγητικό σημείωμα του «γραφείου διώξεως αναρχικών» (16/7/45), «οι οργανωμένοι κομμουνισταί κατώρθωσαν διά της συνωμοτικής δράσεώς των να παραπλανήσουν τον Ελληνικόν Λαόν και να παρουσιάσουν εαυτούς ως απελευθερωτικόν μέτωπον αντιστάσεως [...]. Εκ τούτου, οι φίλοι του γραφείου συν τω χρόνω εξηφανίσθησαν παρασυρθέντες υπό την δίνην των γεγονότων, οι δε χρησιμοποιούμενοι ως πράκτορες υπό της υπηρεσίας, γενόμενοι αντιληπτοί υπό της οργανώσεως εδολοφονήθησαν». Εξ ου και η ανάγκη να «προσληφθή έκτακτον προσωπικόν, εξ εμπίστων τη υπηρεσία, προς παρακολούθησιν συνδικαλιστικών οργανώσεων, συλλόγων, σωματείων, σχολείων, εργοστασίων, Κρατικών και ιδιωτικών επιχειρήσεων». Τα πάντα με λεφτά, αφού «το πολύ κοινόν, ο νομιμόφρων τουτέστιν κόσμος, ουδόλως συνδράμει την υπηρεσίαν εκ δυσπιστίας ή φόβου».

Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι τη γενίκευση του Εμφυλίου. Ακόμη και στις 28/11/46, ο Μάσβουλας ομολογεί ότι «το δίκτυον πληροφοριών της υπηρεσίας» του «είναι εις εμβρυώδη κατάστασιν, ελλείψει επαρκούς εμψύχου υλικού και άλλων μέσων. Οι εθνικόφρονες πολίται συνεχόμενοι υπό φόβου αποφεύγουσι να παράσχωσιν οιανδήποτε χρήσιμον πληροφορίαν, οι δε πλούσιοι αστοί και οι διευθυνταί μεγάλων επιχειρήσεων ουδόλως συνέτρεξαν μέχρι σήμερον το τραχύ αλλά υπέρ ποτε άλλοτε εθνικόν καθήκον της Αστυνομίας».

Στο μεσοδιάστημα ολοκληρώθηκε, πάντως, «η ανασύστασις του καταστραφέντος αρχείου κομμουνιστών, συνεχιζομένης μετά του αυτού ρυθμού της πλουτίσεώς του».

Για τις σκοτεινότερες πτυχές αυτού του εμπλουτισμού, μια φευγαλέα εικόνα παρέχει η αναφορά του ανθυπαστυνόμου Γεωργίου Δριμυλή (22/8/45) για τη μεταφορά κάποιου «Πράκτορος Χ» στη Βόρεια Ελλάδα, σε αναζήτηση αποθηκευμένων όπλων του ΕΛΑΣ και «καταδιωκομένων εγκληματιών κρυπτομένων εν Θεσ/νίκη».
Το όνομα του χαφιέ δεν αποκαλύπτεται, πληροφορούμαστε όμως ότι «λόγω της σημαινούσης θέσως ην κατείχεν εις τον ΕΛΑΣ γνωρίζει καλώς» (και μπορεί να καταδώσει) τους συντρόφους του που είχαν καταφύγει στη συμπρωτεύουσα «εκ διαφόρων περιοχών Θράκης και Μακεδονίας»...

Ασφυξία και αυτοάμυνα

Παρά τη διαρκή κινδυνολογία περί επικείμενης αιματοχυσίας, μέχρι την άνοιξη του 1946 οι πληροφορίες για τα κομμουνιστικά αντίμετρα κινούνται στο πλαίσιο μιας καθαρά αμυντικής τακτικής.
Στις 10/10/1945 δελτίο της ΥΓΑΠ μεταδίδει λ.χ. την πληροφορία πως «οι διανέμοντες κομμουνιστικάς προκηρύξεις συνοδεύονται εις μικράν απόστασιν υπό οπλοφόρων ομοϊδεατών των (ομάδες αμύνης)». Η συγκρότηση «ομάδων αυτοαμύνης» έχει διαταχθεί από τον Ζαχαριάδη, «αποτελούνται ως επί το πλείστον από μέλη της ΕΠΟΝ» και «εις περίπτωσιν συλλήψεως κομμουνιστού θα ενεργείται επίθεσις δι’ όπλων προς απελευθέρωσίν του».
Ο πληροφοριοδότης της Ασφάλειας εκτιμά, τέλος, ότι «συντόμως θα δοθή εντολή εις τους κομμουνιστάς να αφοπλίζουν τα μέλη της οργανώσεως Χ και τους Αστυνομικούς».

Σε σημείωμα για τις οδηγίες του «2ου Γραφείου του ΚΚΕ» προς τις «διακομματικές [;] Επιτροπές Πόλης Πειραιά» (6/11/45), διαβάζουμε πάλι πως οι «ομάδες αυτοάμυνας» είχαν εντολή να προστατεύουν τους ΕΑΜίτες «χτυπώντας ομαδικά με ξύλα, με πέτρες και οτιδήποτε άλλο αν παραστή ανάγκη σε επικείμενη επίθεση των μοναρχικών».

Εξίσου εύγλωττη και η προτεινόμενη μέθοδος «διαφώτισης του λαού»: «Κάνετε προκηρύξεις λιγόλογες με τα συνθήματά μας και μοιράστε τις με προφυλάξεις βέβαια π.χ. μέσα στο σιδηρόδρομο στο τραμ αφήνατέ τις να πέσουν χωρίς να σας ιδούν. Στο τέλος δε γράφετε “Οποιος τη διαβάσει να την δώση σε άλλον”».

Ο κύκλος έκλεισε με το νόθο δημοψήφισμα της 1/9/46, που επανέφερε τον βασιλιά. Τρεις μέρες πριν από την ψηφοφορία, ο Μάσβουλας πληροφορείται πως «οι κομμουνισταί έλαβον εντολήν να μεταβώσιν εις τα εκλογικά τμήματα καθ’ ομάδας και την αυτήν ώραν. Η καθ’ ομάδας μετάβασις των κομμουνιστών σκοπόν έχει την αντιμετώπισιν ενδεχομένης επιθέσεως εκ μέρους των εθνικοφρόνων».

Την επομένη, ο προϊστάμενός του αστυνομικός διευθυντής Πειραιά Δ. Βρανόπουλος θα διατάξει «απάσας τας Αστυνομικάς Υποδιευθύνσεις» να εμποδίσουν ακόμη κι αυτό το μίνιμουμ αυτοπροστασίας: «Παρακαλείσθε όπως απαγορεύσητε κατά την ημέραν του Δημοψηφίσματος τας προσυγκεντρώσεις και την καθ’ ομάδας μετάβασιν των κομμουνιστών εις τα εκλογικά Τμήματα. Η μετάβασις τούτων εις τα εκλογικά Τμήματα να γίνη μεμονωμένως, να απαγορεύσητε δε την παραμονήν αυτών μετά την ψηφοφορίαν των έξωθι των εκλογικών Τμημάτων».
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger