Αρχική » » 4η Αυγούστου 1936: Πώς έστρωσαν τον δρόμο για την δικτατορία Μεταξά

4η Αυγούστου 1936: Πώς έστρωσαν τον δρόμο για την δικτατορία Μεταξά

{[['']]}
 Η υψηλή πόλωση και η αστάθεια του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος που χαρακτήρισαν τον μεσοπόλεμο οδήγησαν σε μια σειρά πρώιμων δικτατορικών καθεστώτων, στρατιωτικών κινημάτων και αντικινημάτων.

Δεν πρέπει επίσης να υποτιμάται η έλξη που ασκούσαν στη συγκυρία οι φασιστικές αρχές διακυβέρνησης σε μεγάλα τμήματα των πολιτικών και οικονομικών ελίτ αλλά και σε διανοούμενους που έβλεπαν στα συστήματα αυτά τρόπους ανάσχεσης του "μπολσεβικισμού" και κατοχύρωσης των προνομίων των κυρίαρχων θεσμών.

Του Βαγγέλη Τζούκα, Διδάκτορα Κοινωνιολογίας Παντείου, διδάσκοντος στο ΕΑΠ, Hotchistory

O  ελληνικός μεσοπόλεμος υπήρξε μια ιδιαιτέρως ταραχώδης αλλά και ενδιαφέρουσα περίοδος, κατά την οποία το κράτος κλήθηκε να διαχειριστεί πλειάδα από σοβαρότατα ζητήματα, τα οποία αφορούσαν τον οικονομικό, θεσμικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό της χώρας και κυρίως τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Παραπάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες έπρεπε να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις πόλεις. Ταυτόχρονα σοβούσε μια διαρκής πολιτική κρίση κορυφής, η οποία είχε βέβαια τις ρίζες της στην περίοδο του A' Παγκόσμιου Πολέμου. Ηταν ο λεγόμενος εθνικός διχασμός, η τεράστια διαμάχη βενιζελικών και μοναρχικών, που σε ορισμένα τουλάχιστον στάδια έλαβε τη μορφή οξύτατης σύγκρουσης.

Η εγκαθίδρυση της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας το 1924 δεν σήμανε το τέλος της διαμάχης. Τουναντίον η πολιτική κατάσταση συνέχισε να παραμένει ασταθής και να χαρακτηρίζεται από πρώιμα δικτατορικά καθεστώτα (όπως η διακυβέρνηση Θεόδωρου Πάγκαλου), στρατιωτικά κινήματα και αντικινήματα, υψηλή πόλωση και αδυναμία διατύπωσης νέου προτάγματος για την πορεία της χώρας.

Δεν επρόκειτο ασφαλώς για ελληνική ιδιαιτερότητα, καθώς σε όλη την Ευρώπη η εποχή εκείνη χαρακτηρίστηκε από την άνοδο ακραίων κινημάτων, την αμφισβήτηση των κοινοβουλευτικών θεσμών της αστικής δημοκρατίας και την εμφάνιση επαναστατικών και αντεπαναστατικών δυνάμεων. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση καθώς το 1936 εγκαθιδρύθηκε στη χώρα δικτατορικό καθεστώς (η λεγάμενη δικτατορία της 4ης Αυγούστου), υπό την αιγίδα του βασιλιά Γεωργίου Β' και με βασικό πρωταγωνιστή τον απόστρατο στρατηγό Ιωάννη Μεταξά.
Στο σύντομο αυτό σημείωμα θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε συνοπτικά την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί πριν από την επιβολή της δικτατορίας και να παραθέσουμε ορισμένα στοιχεία για την κατανόηση της δυναμικής του καθεστώτος αυτού.

Οπως προαναφέραμε, κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής ζωής παρέμενε η αστάθεια. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ένας νέος εσωτερικός εχθρός είχε κάνει την εμφάνισή του - το ΚΚΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας), το οποίο επιδίωκε να μεταφέρει στο ελληνικό έθνος-κράτος το μήνυμα της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Σταδιακά και με αφετηρία το περιβόητο «ιδιώνυμο» της τότε κυβέρνησης Βενιζέλου (1929) οι υπηρεσίες ασφαλείας του κράτους άρχισαν να εντάσσουν την καταδίωξη των κομμουνιστών στις προτεραιότητές τους, με τη χρησιμοποίηση ακόμη και ειδικών τμημάτων που ιδρύθηκαν στους κόλπους τους.
Αν και η πολιτική και εκλογική απήχηση του κόμματος ήταν αριθμητικά περιορισμένη (κυρίως στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και σε ορισμένα βιομηχανικά αστικά κέντρα της περιφέρειας), είναι δεδομένο ότι και στην ελληνική περίπτωση εφαρμόστηκε η πολιτική καταστολής εναντίον των ανθρώπων που λόγω των ιδεών τους θεωρούνταν απειλή για το «ισχύον κοινωνικό καθεστώς».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η τελευταία (όπως αποδείχτηκε) κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τα τεράστια προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, τα οποία επιδεινώνονταν από τη μεγάλη παγκόσμια κρίση του 1929 και τις συνέπειές της.
Τελικά η χρεοκοπία δεν αποφεύχθηκε. Το κομβικό έτος 1932 η χώρα υποχρεώθηκε να αποδεχτεί το μοιραίο (στάση πληρωμών). Την ίδια χρονιά προκηρύχθηκαν εκλογές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις 25 Σεπτεμβρίου με το σύστημα της απλής αναλογικής. Ακολούθησε πολιτικό αδιέξοδο, εκ νέου ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Βενιζέλο και νέες βουλευτικές εκλογές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις 5 Μαρτίου 1933.
Στις εκλογές επικράτησε το Λαϊκό Κόμμα, αλλά οι σκληροπυρηνικοί βενιζελικοί (πρωτοστατούντος του Νικολάου Πλαστήρα) δεν ήθελαν να αποδεχτούν το αποτέλεσμα και την επόμενη μέρα, με την ανοχή του Βενιζέλου, προχώρησαν σε στρατιωτικό κίνημα, το οποίο όμως απέτυχε.

Ο Ν. Πλαστήρας διέφυγε στο εξωτερικό, αλλά το πλήγμα για τη βενιζελική παράταξη, τη συνταγματική νομιμότητα και την εν γένει νομιμοποίηση της αβασίλευτης δημοκρατίας ήταν μεγάλο. Η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου που ακολούθησε λίγους μήνες αργότερα επιδείνωσε την κατάσταση, σε μια εποχή κατά την οποία πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι της σκληροπυρηνικής Δεξιάς πίεζαν για παλινόρθωση του μοναρχικού θεσμού ως λύση στα αδιέξοδα της δημοκρατίας.

Η νέα κυβέρνηση υπό τον Παναγή Τσαλδάρη προσπάθησε στο μέτρο του δυνατού να διαψεύσει τις πληροφορίες αυτές, αλλά ήταν πια φανερό ότι το ζήτημα είχε τεθεί. Από την άλλη πλευρά οι βενιζελικοί που εξακολουθούσαν να παραμένουν στο στράτευμα είχαν πειστεί ότι ο μόνος τρόπος για να αποτραπεί αυτό το ενδεχόμενο, αλλά και για να διατηρήσουν τις επισφαλείς θέσεις τους στον στρατό ήταν να προχωρήσουν σε συγκρότηση συνωμοτικών ομάδων με απώτατη στόχευση ένα νέο κίνημα.

Το βενιζελικό κίνημα, το οποίο τελικά ξέσπασε τον Μάρτιο του 1935, υπήρξε γεγονός αποφασιστικής σημασίας για τη μετέπειτα εξέλιξη των πραγμάτων και σημαντικός σταθμός για την εκ νέου επαναφορά της χώρας σε εμφύλιο πόλεμο χαμηλής έντασης. Παρά κάποιες τοπικές επιτυχίες, τελικά οι βενιζελικοί απέτυχαν στους κύριους στόχους τους.

Η αποτυχία του κινήματος υπήρξε καθοριστική για την πλήρη εκκαθάριση του στρατού από τους μη μοναρχικούς αξιωματικούς αλλά και για την ανάδειξη μιας εξαιρετικά ενεργής ομάδας στην ηγεσία της χώρας που ανέλαβε να διεκπεραιώσει με ταχύτατους ρυθμούς την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β υποσκελίζοντας ακόμη και τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας (καθώς, τυπικά τουλάχιστον, οι Λαϊκοί εμφανίζονταν να σέβονται το πολίτευμα).
Στον πυρήνα της ομάδας αυτής, που ήταν ανομοιογενής ως προς τις πολιτικές φιλοδοξίες των συμμετεχόντων, ανήκαν μεταξύ άλλων ο στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης (ο επονομαζόμενος Κεραυνός), εξέχων στρατιωτικό στέλεχος των βανιζελικών που σταδιακά αποσκίρτησε στην απέναντι πλευρά, και ο στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς, διακηρυγμένος φιλομοναρχικός.

Ο Μεταξάς είχε διατελέσει ανώτατο στέλεχος του ελληνικού στρατού, είχε συνδεθεί στενά με τη μοναρχία και είχε υποστεί διώξεις από τους βενιζελικούς κατά τις περιόδους επικράτησης των τελευταίων. Αποτελούσε αναμφίβολα έναν από τους καλύτερους επιτελικούς αξιωματικούς που είχαν περάσει από τον ελληνικό στρατό και είχε διαφωνήσει από την αρχή με τη μικρασιατική εκστρατεία. Με καταγωγή από την Κεφαλονιά, είχε σπουδάσει στη Γερμανία, θαύμαζε το «γερμανικό πνεύμα» του πρωσικού μιλιταρισμού και ήταν υπερσυντηρητικός ως προς την πολιτική του κατεύθυνση.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ίδρυσε το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων επιδιώκοντας να ανανεώσει την πολιτική σκηνή της χώρας από την πλευρά των φιλομοναρχικών δυνάμεων. Το κόμμα του όμως δεν απέκτησε ιδιαίτερη δυναμική καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, παρά την υπουργοποίηση του Μεταξά κατά καιρούς.

Το φθινόπωρο του 1935 είχε έρθει η ώρα για την ανατροπή της αβασίλευτης δημοκρατίας. Στις 10 Οκτωβρίου ξέσπασε κίνημα, των φιλομοναρχικών δυνάμεων αυτήν τη φορά, με βασικό πρωταγωνιστή τον Γεώργιο Κονδύλη και με πρωτεργάτες τους ανώτερους αξιωματικούς Παπάγο, Ρέππα και Οικονόμου. Ο Τσαλδάρης υποχρεώθηκε σε παραίτηση και γρήγορα η χώρα οδηγήθηκε σε δημοψήφισμα για την παλινόρθωση της μοναρχίας, από το οποίο όμως απείχαν οι αντιμοναρχικές δυνάμεις.

Μεταξάς για τις εκλογές στις 26 Ιανουάριου 1936: «Αποτυχία οικτρά»

Το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1935 και το τελικό του αποτέλεσμα ήταν εξωπραγματικά υπέρ της επιστροφής του Γεωργίου Β' (με το ποσοστό του «ναι» να κυμαίνεται στο 97,88%).
Ηταν σαφές σε όλους ότι οι διαδικασίες ήταν απολύτως διαβλητές, γεγονός που δεν ευνοούσε την πολιτική νομιμοποίηση της μοναρχικής παλινόρθωσης. Παρά το γεγονός ότι την εποχή εκείνη ακόμη και ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεχόταν την -υπό όρους- επιστροφή του Γεωργίου Β', είναι δεδομένο ότι η έλευση του τελευταίου στο Φάληρο (25 Νοεμβρίου) και η υποδοχή που του έγινε από τους φιλομοναρχικούς (αλλά και τμήμα της ελληνικής κοινωνίας) δεν προδιέγραφαν αλλλαγές στον τρόπο άσκησης της εξουσίας εκ μέρους του.

Πολύ σύντομα παραμερίστηκε και ο ίδιος ο Γ. Κονδύλης από τον Γεώργιο Β’, καθώς η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ανατέθηκε στον Κωνσταντίνο Δεμερτζή προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί σε εκλογές (με το σύστημα της απλής αναλογικής) στις 26 Ιανουαρίου 1936.
Στις εκλογές αυτές κανένα κόμμα δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει αυτοδυναμία, γεγονός που νομοτελειακά οδηγούσε σε αναζήτηση συμμαχιών για τον σχηματισμό κυβέρνησης.

Οσον αφορά το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων, και στην περίπτωση αυτή τα εκλογικά αποτελέσματα αποδείχτηκαν ισχνά καθώς απέσπασε 50.137 ψήφους και επτά έδρες. Η αποτυχία ήταν δεδομένη, γεγονός που οδηγούσε τον I. Μεταξά σε απολύτως απαισιόδοξες σκέψεις.
Στο ημερολόγιό του μάλιστα έγραφε χαρακτηριστικά: «Εκλογαί. Από χθες είχα την διαίσθησιν της αποτυχίας. Ερημιά σπιτιού. Κέντρον, χαλαρότης, μόνον οι πιστοί Κεφαλλήνες. Καμία εκδήλωσις έξω. Σήμερον επίσης, παρ’ όλας τας ελπίδας οικείων και φίλων. Νύκτα εξεδηλώθη πλήρως η αποτυχία. Παντού. Εξαιρέσεις Ηλείας και Μεσσηνίας και εκεί μόνον κάτι. Εις Κεφαλληνίαν η επιτυχία όχι πλήρης. Εις Αθήνας η αποτυχία οικτρά. Συμπέρασμα, ο αντιβενιζελισμός δεν με θέλει, με απέβαλεν εκ του μέσου του. Καλλίτερα».
Οι εξελίξεις βέβαια θα διέψευδαν σύντομα την απαισιοδοξία αυτή.

Η απήχηση Χίτλερ - Μουσολίνι σε συντηρητικούς αλλά και δημοκρατικούς κύκλους 

Το 1936 υπήρξε έτος καθοριστικής σημασίας για τις εξελίξεις τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Η προηγηθείσα ιταλική εισβολή στην Αιθιοπία, η είσοδος των γερμανικών ναζιστικών στρατευμάτων στη μέχρι τότε αποστρατιωτικοποιημένη Ρηνανία και οι εντάσεις στον χώρο της Μεσογείου (που σχετίζονταν και με το ενδεχόμενο βρετανόϊταλικού πολέμου) συνιστούσαν απολύτως ανησυχητικές εξελίξεις στον χώρο της διεθνούς πολιτικής.

Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς η κατάσταση επιδεινώθηκε με το ξέσπασμα του ισπανικού εμφύλιου πολέμου (1936-1939), ο οποίος τροφοδότησε πλήθος φοβιών για εξάπλωση της δυναμικής του και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας).
Δεν πρέπει επίσης να υποτιμάται η έλξη που ασκούσαν στη συγκυρία οι φασιστικές, ναζιστικές και αυταρχικές αρχές διακυβέρνησης σε μεγάλα τμήματα των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, αλλά και σε διανοούμενους που έβλεπαν στα συστήματα αυτά τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε αφενός να ανακοπεί ο «μπολσεβικισμός» και αφετέρου να κατοχυρωθούν τα προνόμια των κυρίαρχων εξουσιαστικών θεσμών.

Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι συνιστούσαν στη συγκυρία πρότυπα πολιτικών ηγετών, με απήχηση όχι μόνο στους συντηρητικούς αλλά και σε θεωρούμενους δημοκρατικούς κύκλους. Από την άποψη αυτή δεν είναι τυχαία η ύπαρξη μεγάλου αριθμού αυταρχικών καθεστώτων, κυρίως στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, και η αναζήτηση λύσεων που δεν θα συνέπιπταν κατ’ ανάγκην με τις θεμελιώδεις ορίζουσες της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Μια αλληλουχία θανάτων κι ένα σύμφωνο που ακυρώθηκε 

Ταυτοχρόνως μια εντελώς συμπτωματική αλληλουχία θανάτων σημαντικών Ελλήνων πολιτικών δημιουργούσε νέα δεδομένα στον χώρο της πολιτικής ηγεσίας.
Ξεχωρίζει αναμφίβολα ο θάνατος του Ελευθερίου Βενιζέλου (Μάρτιος 1936), του αναμφίβολα μεγαλύτερου Ελληνα πολιτικού του 20ού αιώνα.
Αν και κατά το τέλος της ζωής του φαίνεται ότι είχε συμβιβαστεί με την επαναφορά της μοναρχίας, το γεγονός του θανάτου και της κηδείας του, αλλά και τα όσα ακολούθησαν δείχνουν ξεκάθαρα τα πάθη και τα συναισθήματα που εξακολουθούσε να προκαλεί στην ελληνική κοινωνία το πρόσωπο του «εθνάρχη».
Το ίδιο έτος πέθαναν επίσης ο Γεώργιος Κονδύλης, ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής, ο Παναγής Τσαλδάρης και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, όλοι βαθιά εμπλεκόμενοι στα πολιτικά δρώμενα του ύστερου μεσοπολέμου.

Η αδυναμία εύρεσης κοινά αποδεκτής λύσης στο πολιτικό αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί με το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιανουαρίου 1936 οδηγούσε διάφορες πλευρές σε συζητήσεις που προηγουμένως θα φαίνονταν αδιανόητες. Κομβικό σημείο των διαπραγματεύσεων αυτών ήταν το περίφημο σύμφωνο Σοφούλη - Σκλάβαινα, με το οποίο η ηγεσία των Φιλελευθέρων και το ΚΚΕ (μέσω του εκλογικού σχηματισμού του Παλλαϊκού Μετώπου) επισημοποιούσαν την πρόθεση να συνεργαστούν στην κατεύθυνση δημιουργίας μιας κυβέρνησης που θα σεβόταν τα δικαιώματα των εργαζομένων, θα καθιέρωνε την απλή αναλογική, θα θέσπιζε την κατάργηση του «ιδιωνύμου», θα προωθούσε κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις κ.λπ.

Η μυστική αυτή συμφωνία υπογράφηκε ανάμεσα στον Θεμιστοκλή Σοφούλη, ηγέτη ουσιαστικά των Φιλελευθέρων, και τον Στέλιο Σκλάβαινα, κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΚΚΕ.
Επρόκειτο για πραγματική τομή στην πολιτική ιστορία της χώρας, καθώς η κίνηση αυτή θεωρούνταν προανάκρουσμα ευρύτερης συνεργασίας ανάμεσα σε βενιζελικούς και κομμουνιστές, προξενώντας φόβο στα συντηρητικά στρώματα περί συγκρότησης ακόμη και «λαϊκού μετώπου».

Ηταν η πρώτη φορά που το κομμουνιστικό κόμμα περνούσε το όριο της «υγειονομικής ζώνης» που το χώριζε από τα υπόλοιπα κόμματα, γεγονός που θεωρήθηκε άκρως ανησυχητικό από σημαντικό τμήμα των κατεστημένων πολιτικών δυνάμεων.
Στις 6 Μαρτίου 1936 ο Σοφούλης εκλέχτηκε πρόεδρος της Βουλής με τις ψήφους των Φιλελευθέρων και του Παλλαϊκού Μετώπου. Το σύμφωνο όμως τελικά δεν εφαρμόστηκε από πλευράς των βενιζελικών, διέρρευσε στη συνέχεια από τον «Ριζοσπάστη», καταγγέλθηκε με δριμύτητα και λειτούργησε ως αφορμή για να ενταθούν οι πιέσεις εναντίον της δημοκρατίας.

Η υπηρεσιακή κυβέρνηση Δεμερτζή παρέμεινε στη θέση της μέχρι τις 13 Απριλίου 1936, όταν με τον θάνατο του πρωθυπουργού ανέλαβε την ηγεσία του σχήματος ο Ιωάννης Μεταξάς.
Πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον αρχηγό του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων πραγματοποιήθηκε με τις ψήφους και των βενιζελικών (με την εξαίρεση του Γεωργίου Παπανδρέου), δείγμα ασφαλώς της κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα.

Τον επόμενο μήνα μεγάλες εργατικές διαδηλώσεις και απεργίες συγκλόνισαν τη χώρα και, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, οδήγησαν στον θάνατο διαδηλωτών από τα πυρά των σωμάτων ασφαλείας. Το γεγονός αυτό υπήρξε η αφορμή για να γραφτεί το πασίγνωστο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Επιτάφιος», το οποίο μελοποιήθηκε μεταπολεμικά από τον Μίκη Θεοδωράκη, αποτελώντας ορόσημο στην ελληνική δισκογραφία.

Σε κάθε περίπτωση ο Μεταξάς δεν επιθυμούσε τη συνέχιση μιας κατάστασης που δεν του επέτρεπε να λάβει πιο ριζικά μέτρα κατά των «αντιπάλων του ισχύοντος κοινωνικού συστήματος».
Υπό την ανοχή και την ενθάρρυνση του Γεωργίου Β' στις 4 Αυγούστου 1936 ανεστάλη η ισχύς βασικών άρθρων του συντάγματος και η χώρα εισήλθε σε καθεστώς δικτατορικής διακυβέρνησης, χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις από την πλευρά των κομμάτων.

Η αοορμή για την κήρυξη της δικτατορίας ήταν υποτιθέμενη προσπάθεια του ΚΚΕ να καταλάβει πραξικοπηματικά την αρχή, μέσω γενικής απεργίας που είχαν προκηρύξει τα εργατικά συνδικάτα. Είχε προηγηθεί στα τέλη Ιουλίου 1936 εκτεταμένη διασπορά φημών περί «βενιζελοκομμουνιστικού κινήματος» και περί δολιοφθοράς σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ενώ από την πλευρά του και το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού απαιτούσε δρακόντεια μέτρα εναντίον του κομμουνισμού.

Ηταν η αρχή του καθεστώτος της λεγομένης 4ης Αυγούστου, μιας φασίζουσας δομής εξουσίας βασισμένης στη συναίνεση του βασιλιά Γεωργίου Β' και προσανατολισμένης στην απηνή καταδίωξη κομμουνιστών και αριστερών, την περιθωριοποίηση και την απομόνωση όλων των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων, τη συγκρότηση ενός νέου τύπου κράτους και την προώθηση της ιδέας του επονομαζόμενου Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού (μετά την αρχαιότητα και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
Επιπλέον συνεχίστηκε η εκκαθάριση του στρατεύματος από δημοκρατικούς αξιωματικούς και δόθηκε προτεραιότητα στην ενίσχυση των μηχανισμών ασφαλείας και την πολιτική καταπίεση (ιδίως των υποτελών τάξεων).

Δεν συγκροτήθηκε πάντως μαζικό φασιστικό κόμμα που να μπορεί να υποστηρίζει τη δικτατορία ούτε ο Μεταξάς θα μπορούσε να θεωρηθεί χαρισματικός ηγέτης τέτοιας εμβέλειας που θα επέτρεπε συσπείρωση γύρω από το πρόσωπό του.
Ακροδεξιά φασίζοντα κόμματα δεν είχαν γνωρίσει ιδιαίτερη απήχηση στην Ελλάδα του μεσοπολέμου (αν και υπήρχαν κινήσεις όπως η περιβόητη Τρία Εψιλον στη βόρεια Ελλάδα, η δράση της οποίας παρέπεμπε σαφώς σε τέτοια πρότυπα).

Η μόνη αξιόλογη απόπειρα συλλογικής διάχυσης φασιστικών μοντέλων στην κοινωνία έγινε μέσω της ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωσις Νεολαίας), της νεολαιίστικης οργάνωσης που επιδίωκε να ενσωματώσει στις τάξεις της το σύνολο της ελληνικής νεολαίας.
Σύμφωνα με ορισμένους σύγχρονους ερευνητές, στα πρώτα δύο έτη της δικτατορίας η πρωτοβουλία ανήκε ακόμη στον βασιλιά Γεώργιο Β', ενώ στα επόμενα άρχισε να επιβάλλεται η μορφή του Μεταξά (ειδικά μετά την κατάπνιξη του μοναδικού ένοπλου αντιδικτατορικού κινήματος που έλαβε χώρα στα Χανιά το 1938).

Πρέπει να σημειωθεί ότι η διεθνής γεωπολιτική θέση της χώρας δεν μεταβλήθηκε ριζικά κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, παρά τη γερμανοφιλία του Μεταξά και τη μεγάλη αύξηση των οικονομικών και εμπορικών διακρατικών συναλλαγών με το Τρίτο Ράιχ.

Η παρουσία του Γεωργίου Β' εξασφάλιζε τη συνέχιση της επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας, γεγονός καταλυτικής σημασίας για την τελική εμπλοκή της χώρας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων.

Μανιαδάκης. Ενας απηνής διώκτης των κομμουνιστών αλλά και των κεντρώων 

Βασικοί συνεργάτες του καθεστώτος αναδείχτηκαν στελέχη που ήταν βαθιά διαποτισμένα από αντικομμουνισμό, όπως ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, πρώην αξιωματικός του ελληνικού στρατού.
Ο Μανιαδάκης από τη νέα θέση του ως υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας έδρασε με απροκάλυπτη εχθρότητα εναντίον του ΚΚΕ, κατορθώνοντας συντριπτικά πλήγματα στην οργανωτική δομή του. Υπήρξε κεντρικός εισηγητής του μέτρου της «δήλωσης μετάνοιας» των κομμουνιστών, πρακτική που είχε σημαντική επιτυχία.
Δεν δίστασε μάλιστα να συγκροτήσει και ψεύτικες καθοδηγητικές επιτροπές, που σε μια τουλάχιστον φάση εξέδιδαν και τον δικό τους «Ριζοσπάστη».
Και οι φιλελεύθεροι και οι κεντρώοι αντίπαλοι του καθεστώτος αντιμετωπίστηκαν με διοικητικές εκτοπίσεις και άλλα μέτρα, αλλά ήταν κυρίως τα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος αυτά που γνώρισαν τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια κ.λπ. Ε
ίναι πάντως αδιαμφισβήτητο ότι ο Κων. Μανιαδάκης υπήρξε άκρως επιτυχημένος στο έργο της εξουδετέρωσης ενός κομματικού μηχανισμού που στην πραγματικότητα είχε μικρή απήχηση την εποχή εκείνη.

Θα είχε πάντως ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς την πορεία των πρωτεργατών του καθεστώτος μετά τον θάνατο του Μεταξά (Ιανουάριος 1941) και την κάληψη της χώρας από τα στρατεύματα του Αξονα. Ο ίδιος ο Μανιαδάκης διορίστηκε αρχικά υπουργός στην κυβέρνηση Εμμανουήλ Τσουδερού, από την οποία όμως παραιτήθηκε γρήγορα εξαιτίας των σφοδρών αντιδράσεων που συναντούσε πλέον η υπουργοποίηση ανθρώπων που είχαν ταυτιστεί τόσο με τη δικτατορία Μεταξά.

Στη συνέχεια διέφυγε στην Αργεντινή, χρημάτισε επόπτης των εκεί ελληνικών διπλωματικών υπηρεσιών και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1949 (με το τέλος του πολυαίμακτου Εμφυλίου). Αναμείχτηκε πάλι ενεργά στην πολιτική και εκλέχτηκε αρκετές φορές βουλευτής παρά το (πασίγνωστο) παρελθόν του. Η εποχή άλλωστε ευνοούσε όσους με διάφορους τρόπους είχαν πρωτοστατήσει στην καταπολέμηση του κομμουνισμού και ο Μανιαδάκης ήταν από τους ανθρώπους που είχαν τα πρωτεία στο συγκεκριμένο πεδίο.

Είναι αν αμφίβολο ότι ο σκληρός πυρήνας των κατασταλτικών μηχανισμών της δικτατορίας εντάχθηκε χωρίς δυσκολία στον νέο διοικητικό μηχανισμό της ελληνικής πολιτείας, των δωσιλογικών δηλαδή κυβερνήσεων της Κατοχής.

Παρά το γεγονός ότι τυπικά τουλάχιστον ο πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός Γεώργιος Τσολάκογλου είχε διακηρύξει την παύση του προηγούμενου καθεστώτος και το είχε καταστήσει υπεύθυνο για τη γερμανική επέμβαση στην Ελλάδα, τίποτε δεν άλλαξε ως προς την ένταξη των γραφειοκρατικών δομών της προηγούμενης διοίκησης στους μηχανισμούς μιας πλήρως απονομιμοποιημένης κυβέρνησης, η οποία λειτουργούσε ως όργανο των κατακτητών.

Πολύ σύντομα και ακολουθώντας τη μεγάλη ανάπτυξη της Αντίστασης, στην οποία πρωταγωνιστούσαν κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά οι αριστεροί, οι μηχανισμοί αυτοί θα αναλάμβαναν την καταδίωξη των αντιστασιακών, σε συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις, συνεχίζοντας, σε άλλο βέβαια πλαίσιο, τον «αγώνα κατά του κομμουνισμού».

Από την άλλη πλευρά στελέχη του καθεστώτος, κυρίως από τον χώρο του στρατεύματος, βρήκαν καταφύγιο στη βασιλική κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στα εκεί τεκταινόμενα.
Παρά το γεγονός ότι ο Γεώργιος Β' είχε αναπόφευκτα αποδεχτεί το τέλος του καθεστώτος, δεν μπορούσε να εμπνεύσει γενικότερη εμπιστοσύνη ως προς τον σεβασμό των δημοκρατικών αρχών, γεγονός που επίσης με τη σειρά του θα αποδεικνυόταν καταλυτικής σημασίας για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης και τη διολίσθηση στον ολοκληρωτικό εμφύλιο πόλεμο (1946-1949).
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger