{[['']]}
Πηγή: Του Πάνου Σωτηρίου, ΜΔΕ Ιστορίας Πανεπιστημίου Αιγαίου - Hot History
Θεμιστοκλής Σοψούλης: «Εις τα Τάγματα Ασφαλείας ανετέθη το έργον της αντιστάσεως κατά των ΕΑΜικών οργανώσεων. Ιδρύθησαν διά να παγιώσουν την τάξιν, έναντι του κομμουνιστικού κινδύνου»
Τα Τάγματα Ασφαλείας αποτέλεσαν το εργαλείο καταστολής του αντιστασιακού κινήματος για λογαριασμό της δωσιλογικής κυβέρνησης και των γερμανικών δυνάμεων κατοχής.
Η δίκη των δωσίλογων πρωθυπουργών και υπουργών περιστράφηκε και γύρω από το θέμα της εγκληματικής δράσης των ταγματασφαλιτών. Υπήρξαν εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου που ως μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν πως η δράση τους κατέτεινε «στην παγίωση της τάξης έναντι του κομμουνιστικού κινδύνου».
Οι συλλήψεις με το τρικ της ηθικής αυτουργίας. Μέχρι τον Δεκέμβρη του 1945 είχαν σχηματιστεί 80.000 δικογραφίες οπαδών του ΕΑΜ. Η μη εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και η δίκη -παρωδία των δωσιλόγων.
Τα Δεκεμβριανά του 1944 και την εκτός ελέγχου κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με τις συγκρούσεις ήρθε να τερματίσει η Συνθήκη της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουάριου 1945.
Ανάμεσα στα εννέα άρθρα της συμφωνίας περιέχονταν τα άρθρα 3,4 και 7.
Το άρθρο 3 αφορούσε την αμνηστία των πολιτικών αδικημάτων (με την εξαίρεση των κοινών αδικημάτων) που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 3 Δεκεμβρίου 1944.
Το άρθρο 4 υποχρέωνε τον ΕΛΑΣ να απελευθερώσει τους ομήρους που είχε και να παραδώσει στην κυβέρνηση τους συνεργάτες των κατακτητών που είχε συλλάβει με την υποχρέωση εκείνη να τους δικάσει.
Το άρθρο 7 όριζε την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας, τους συνεργάτες των κατακτητών και όσους είχαν συνεργήσει ή συμμετάσχει στα γεγονότα μετά τις 3 Δεκεμβρίου 1944. Τα παραπάνω άρθρα πλαισιώθηκαν με επιμέρους νόμους του κράτους οι οποίοι ήταν διατυπωμένοι με ασάφειες και τελικά χρησιμοποιήθηκαν για να διωχθούν μέλη και οπαδοί του ΕΑΜ, ενώ οι συνεργάτες των κατακτητών και οι δωσίλογοι έμειναν σχεδόν στο σύνολό τους ατιμώρητοι.
Η συμφωνία απέκτησε αυξημένη ισχύ με τη Συντακτική Πράξη 23 τον Μάρτιο και αποτέλεσε ένα είδος προσυντάγματος για τη συγκρότηση και νομιμοποίηση του μετακατοχικού καθεστώτος. Πρώτη συνέπεια της συμφωνίας με βάση το άρθρο 5 ήταν ο άμεσος αφοπλισμός του ΕΛΑΣ.
Ενα από τα κύρια ζητήματα της περιόδου υπήρξε η τιμωρία των συνεργατών των κατακτητών, των δωσίλογων όπως επικράτησε να λέγονται. Ο δωσίλογος στην καθομιλουμένη ήταν συνώνυμος του προδότη. Η τιμωρία των προδοτών δεν ήταν ελληνική ιδιαιτερότητα αλλά ένα από τα κύρια ζητήματα όλων των κρατών που ξέφευγαν από τη δίνη του Β' Π.Π.
Το ΕΑΜ είχε παραδώσει στη Δικαιοσύνη δωσίλογους που ανήκαν σε τρεις κατηγορίες ατόμων.
Η πρώτη ήταν τα μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων (Τσολάκογλου, Ράλλης, ο Λοοθετόπουλος είχε διαφύγει στη Γερμανία).
Η δεύτερη κατηγορία ήταν τα μέλη της αστυνομίας και της χωροφυλακής, αξιωματικοί και άντρες ίων Ταγμάτων Ασφαλείας και η τρίτη κατηγορία ήταν οι κάθε είδους κερδοσκόποι, πράκτορες της Μυστικής Αστυνομίας (Geheime Feldpolizei),2 καταδότες και Ελληνες εθνικοσοσιαλιστές.
Ο Τσολάκογλου, ο Ράλλης και οκτώ υπουργοί τους μεταφέρθηκαν από τους Αγγλους στην Ελλάδα από το στρατόπεδο Αμπριά στο Κάιρο όπου κρατούνταν.
Ο νόμος είχε θεσπίσει ειδικά δικαστήρια δωσίλογων που ιδρύθηκαν σε όλα τα εφετεία της χώρας. Ο διορισμός των προέδρων των δικαστηρίων (αστικής και στρατιωτικής Δικαιοσύνης) γινόταν με κριτήριο την εθνική τους δράση στον πόλεμο κατά της εισβολής ή στον αγώνα για την Απελευθέρωση στην Ελλάδα ή τη Μέση Ανατολή.
Αυτό φανέρωνε και τη φροντίδα ώστε να μεταφερθεί ο έλεγχος της λειτουργίας των ειδικών δικαστηρίων στην εκτελεστική εξουσία και στο επίσημο κράτος.
Η πρώτη ακροαματική διαδικασία του Ειδικού Δικαστηρίου Δωσίλογων Αθηνών ξεκίνησε δύο εβδομάδες μετά την υπογραφή της συμφωνίας, στις 21 Φεβρουάριου 1945, όπου σε μία και μόνο δίκη δικάστηκαν τα μέλη των τριών κατοχικών κυβερνήσεων.
Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο αρεοπαγίτης X. Καλέλης και επίτροπος ο εισαγγελέας I. Παπαδάκης. Το πνεύμα όμως με το οποίο θα δίκαζε το δικαστήριο είχε εξαρχής φανεί από δύο γεγονότα. Το πρώτο ήταν πως οι όποιες αποφάσεις έπαιρναν οι δικαστές έπρεπε να επικυρωθούν από το κοινοβούλιο και το δεύτερο πως δεν θα κρατούνταν επίσημα πρακτικά της δίκης και τα στενογραφημένα ανεπίσημα θα καταστρέφονταν έπειτα από έξι μήνες.
Αυτά φανέρωναν πως η δίκη θα έπαιρνε ακίνδυνη τροπή για τους κατηγορούμενους. Τα δικαστήρια του επίσημου κράτους είχαν ουσιαστικά αντικαταστήσει τη λαϊκή δικαιοσύνη και περιόρισαν τον κύκλο των κατηγορουμένων, οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν ως κοινοί εγκληματίες.
Αυτή η αντιμετώπιση των κατηγορουμένων για δωσιλογισμό ήταν το μέσο αποπολιτικοποίησης των συγκρούσεων που έλαβαν χώρα την περίοδο της Κατοχής αποσιωπώντας τις πολιτικές συνδηλώσεις.
Κύριες κατηγορίες ήταν η μη εξουσιοδοτημένη υπογραφή ανακωχής το 1941, ο σχηματισμός κυβέρνησης, η συνεργασία με τους Γερμανούς σε οικονομικά και εργατικά ζητήματα και η συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας
Κατά τη διαδικασία εξέτασης των κατηγορουμένων έγινε φανερό πως το δικαστήριο ενθάρρυνε τις γενικές δηλώσεις και την έκφραση προσωπικής γνώμη ενώ τα αντικειμενικά γεγονότα δεν ενδιέφεραν.
Χαρακτηριστική ήταν η κατάθεση του Θεμιστοκλή Σοφούλη:
Πρόεδρος: Τι γνωρίζετε σχετικόν με τας κυβερνήσεις κατοχής;
Σοφοϋλης: Τίποτε το συγκεκριμένον.
Πρόεδρος: Ο Ράλλης κατέλαβε την αρχήν;
Σοφούλης: Μάλιστα.
Πρόεδρος: Μήπως τον έβαλαν οι Γερμανοί
Σοφοϋλης: Δεν γνωρίζω. Εμεινα αμέτοχος εις όλας τας κινήσεις.
Μήπως ο κύριος Σοφούλης άκουσε ότι - «Ο Ράλλης πρόεδρος της εν Αθήναις Γερμανικής κυβερνήσεως...»
-«Ο ίδιος ο Ράλλης Γερμανός καγκελάριος»...
(Ραδιοστ. Καΐρου 13-2-44)
Πρόεδρος: Τα Τάγματα Ασφαλείας ιδρύθησαν διά να προκαλέσουν εμφύλιον σπαραγμόν;
Σοφούλης: Είναι γνωστός ο σκοπός των Ταγμάτων Ασφαλείας. Ησαν το αντίπαλο δέος. Εις τα Τάγματα Ασφαλείας ανετέθη το έργον της αντιστάσεως κατά των ΕΑΜικών οργανώσεων. Ιδρύθησαν διά να παγιώσουν την τάξιν, έναντι του κομμουνιστικού κινδύνου.
«Ο κομμουνισμός απειλεί την Ευρώπην» (Γκέμπελς)
- Ο Αϊζενχάουερ όμως διαφωνεί, κ. Σοφούλη: «Σκοπός των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι να βοηθήσουν τον καταχτητή για να πνίξει την ελληνική αντίσταση» (Μήνυμα 3-1-44)
Επίτροπος: Είναι γνωστόν ότι τα Τάγματα Ασφαλείας ετέθησαν υπό τας αμέσους διαταγάς των Γερμανών.
Σοφούλης: Δεν πιστεύω να υπήρξεν Ελλην που υπηρέτησε τον κατακτητήν.
Επίτροπος: Υπηρέτησαν τα Τάγματα Ασφαλείας. Είναι αναμφισβήτητον.
Σοφούλης: Τυπικώς.
Ο επίτροπος ανακοινώνει την υπ’ αριθ. 44/1943 διαταγήν του Ταβουλάρη που αναφέρει ότι την ανωτάτην διοικητήν των ταγμάτων και των δυνάμεων χωροφυλακής αναλαμβάνει ο Γερμανός υποστράτηγος των Ες Ες Στρόοπ, διά να καθοδηγεί τας δυνάμεις αυτάς «...εις τον αγώνα εναντίον των συμμοριών και των σαμποτέρ».
Επίτροπος: Αυτό εξυπηρετεί ή όχι τον εχθρόν;
Σοφούλης: Πρώτην φοράν λαμβάνω γνώσιν αυτών!
Επίτροπος: Γνωρίζετε αν οι Γερμανοί μας έπαιρναν τρόφιμα;
Σοφούλης: Δεν γνωρίζω.
Ο. Ράλλης ισχυρίζεται ότι του ασκήθηκε πίεση από τους Γερμανούς ν’ αναλάβει την αρχή και επί μακράν δίσταζε.
Ράλλης: Γνωρίζετε αν εγώ εζήτησα από τους Γερμανούς ν’ αναλάβω την κυβέρνησιν;
Σοφούλης: Το αντίθετον μάλιστα. Σεις διστάζετε και μόνον αν εδέχοντο τους όρους σας είσθε διατεθειμένος να σχηματίσετε κυβέρνησιν.
Ράλλης: Ο Πλυτζανόπουλος ήτο δικός σας. Δεν ήτο δικός μου!
Σοφούλης: Μάλιστα.
Ράλλης: Ολοι οι αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας ήσαν εξαίρετοι.
Σοφούλης: Αυτό το γνωρίζω. Συμμετέσχον πολλοί διακεκριμένοι του κόμματός μου αξιωματικοί εις τα Τάγματα Ασφαλείας.
Ακούστε, κ. Σοφούλη, τη γνώμη των Συμμάχων για τους ταγματαλήτες του κόμματός σας: «Οσοι υπηρετούν στα Τάγματα Ασφαλείας είναι ένοχοι έσχατης προδοσίας».
(Ραδιοστ. Λονδίνου 17-1-44)
«Τα μισθοφόρο αυτά όργανα της Γκεστάπο είναι ανάξια να φέρουν το όνομα του Ελληνα».
(Μήνυμα του Αϊζενχάουερ στις 3-1-44)
Επίτροπος: Μήπως ξεύρετε αν με τα Τάγματα πήγαιναν στα μπλόκα των συνοικισμών και Γερμανοί αξιωματικοί και άντρες;
Σοφοΰλης: Δεν μου ανέφεραν ποτέ για Γερμανούς.
Ράλλης: Ακούσατε ποτέ διά τον Στρόοπ; Διότι με τας διαμαρτυρίας μου έφυγε εντός 24 ωρών εκ της Ελλάδας.
Σοφούλης: Δεν άκουσα τίποτε.
Τσουκαλάς: Αι κυβερνήσεις κατοχής επρόδωσαν την Ελλάδα;
Σοφούλης: Ούτε κατ’ εικασίαν δύναμαι να το παραδεχθώ. Τους γνωρίζω όλους τους κατηγορουμένους. Είναι καλοί Ελληνες. Αγαπούν την πατρίδα των. Ως ο κ. Ράλλης με αρχάς και οικογενειακός παραδόσεις! Τους εκτιμώ!
- «Ο I. Ράλλης μαστρωπός των ευγενεστέρων εθνικών παραδόσεων... Ο Ράλλης θα πληρώσει με το αίμα του». (Ραδιοστ. Λονδίνου 16-7-44)
Κρίμα, κ. Σοφούλη, να μην έχουν και οι Σύμμαχοι την ίδια εκτίμηση που ’χετε σεις στον Ράλλη!
Ανάμεσα στους μάρτυρες υπεράσπισης ήταν οι Ν. Ζέρβας, Γ. Στράτος, I. Θεοτόκης, Π. Μαυρομιχάλης, Π. Κατσώτας, Στ. Γονατάς, Π. Χάρης, Κ. Ρέντης, ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων και ο Κρήτης Βασίλειος.
Δικηγόροι υπεράσπισης ήταν πολλά γνωστά ονόματα της εποχής, όπως: Τσουκαλάς, Μπαμπάκος, Βαρβιτσιώτης, Μεϊμαράκης, Κουλουμβάκης.
Η τακτική που ακολούθησε η υπεράσπιση ήταν η ενοχοποίηση μελών της κυβέρνησης και άλλων εξεχουσών προσωπικοτήτων. Ο I. Θεοτόκης είχε υποστηρίξει πως η διάλυση των Ταγμάτων Ασφαλείας από τον Γ. Παπανδρέου είχε αποτέλεσμα τα Δεκεμβριανά. Ο αντιναύαρχος Οικονόμου είχε καταθέσει πως ο αρχιεπίσκοπος είχε δώσει προσωπική ευλογία στην απόφαση του Ράλλη να γίνει πρωθυπουργός.
Ο συνταγματάρχης των Ταγμάτων Ασφαλείας Ζουμπουλάκης είχε καταθέσει πως λίγες μέρες πριν από την αποχώρηση των Γερμανών ο συνταγματάρχης Μπακογιάννης τον είχε διατάξει να συνεργαστούν με τις κυβερνητικές δυνάμεις του Σπηλιωτόπουλου.
Αλλος μάρτυρας είχε δηλώσει πως ο Δαμασκηνός είχε κάνει υπουργό Παιδείας τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Λούβαρη.
Οι κατηγορούμενοι και η υπεράσπιση με την τακτική τής έκθεσης των «απλύτων» των Ελλήνων πολιτικών προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν προς όφελος τους τη ρευστή πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα μετά τα Δεκεμβριανά.
Επειτα από αρκετές μέρες, στις 31 Μαΐου, το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του.
Ο Τσολάκογλου και ο Μπάκος κρίθηκαν ένοχοι για την ανακωχή του 1941.0 Τσολάκογλου και οι πρώην υπουργοί Οικονομικών Κοτζαμάνης και Τσιρονίκος καταδικάστηκαν σε θάνατο, ποινές που μετατράπηκαν σε ισόβια δεσμά.
Οι άλλοι δύο κατοχικοί πρωθυπουργοί Λογοθετόπουλος και Ράλλης καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά. Από αυτούς στη φυλακή πέθαναν ο Τσολάκογλου και ο Ράλλης, ενώ ο Τσιρονίκος έμεινε έγκλειστος μέχρι το 1951.
Συνένοχός τους κρίθηκε και ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδωνας. Οι τρεις κατοχικοί πρωθυπουργοί είχαν παράσχει υποστήριξη στον εχθρό, αλλά χωρίς εγκληματική πρόθεση και προμελέτη.
Το σκανδαλώδες της απόφασης αφορούσε την αθώωση της κυβέρνησης Ράλλη για τα Τάγματα Ασφαλείας τα οποία «ακουσίους βοήθησαν τα σχέδια του εχθρού».
Ετσι, σύμφωνα με το δικασττήριο: «Οπως έδειξε και η ακροαματική διαδικασία, ο σχηματισμός των Ταγμάτων Ασφαλείας από τον Ιωάννη Ράλλη δεν αποσκοπούσε στην εξάσκηση βίας εναντίον Ελλήνων λόγω της δραστηριότητάς τους κατά των Ιταλών ή των Γερμανών ούτε στην πρόκληση εμφυλίου πολέμου, αλλά στην αποκατάσταση της δημόσιας τάξης στις πόλεις και στην ύπαιθρο, η οποία είχε διαταραχθεί επικίνδυνα από το καλοκαίρι του 1942 από τη δράση κακοποιών στοιχείων, τα οποία προέβησαν στην κατάλυση των αρχών, σε δολοφονίες αμάχων και υπευθύνων για την τήρηση της τάξης και σε εμπρησμούς δημόσιων κτιρίων και άλλων εγκαταστάσεων.
Το αποτέλεσμα των συνθηκών αταξίας ήταν να εξαναγκαστούν πολλοί κάτοικοι περιοχών της υπαίθρου να καταφύγουν στις πόλεις για ασφάλεια. Οι μονάδες αυτές εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς για σκοπούς άλλους, οι οποίοι εξυπηρετούσαν την ασφάλειά τους στην Ελλάδα. δηλαδή για να διαιωνιστεί ο διχασμός των Ελλήνων. Αλλά αυτό δεν συγκαταλεγόταν στις προθέσεις της κυβέρνησης που συγκρότησε τα Τάγματα Ασφαλείας, αν και ακουσίως βοήθησε πράγματι τα σχέδια του εχθρού. Συνεπώς, ο Ιωάννης Ράλλης και η κυβέρνησή του κηρύσσονται αθώοι ως προς τα Τάγματα Ασφαλείας».
Η απόφαση ήταν σχεδόν ταυτόσημη με αθώωση. Οι θανατικές καταδίκες δεν εκτελέστηκαν και οι ποινές φυλάκισης αμνηστεύτηκαν το 1948.
Οι περισσότερες δίκες δωσίλογων είχαν παρόμοιες επιεικείς αποφάσεις.
Μόνο ελάχιστοι συνεργάτες της Μυστικής Αστυνομίας εκτελέστηκαν, ενώ οι δίκες τερματίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1946.
Σταδιακά μέχρι τα μισά της δεκαετίας του 1950 με αναστολές ποινών, απονομές χάριτος και αμνηστευτικούς νόμους οι συνέπειες της έκτακτης Δικαιοσύνης περιορίστηκαν ή ακυρώθηκαν πλήρως. Αργότερα πολλοί πρώην αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων εθνικιστικών ταγμάτων της Μακεδονίας πύκνωσαν τις τάξεις της συνωμοτικής στρατιωτικής οργάνωσης ΙΔΕΑ, που έκανε ένα αποτυχημένο πραξικόπημα τον Μάιο του 1951, αλλά και πάλι έπεσαν στα μαλακά αφού η κυβέρνηση Πλαστήρα τους αμνήστευσε και η κυβέρνηση Παπάγου τους επανέφερε στις θέσεις τους στο στράτευμα.'
Κατά τη διάρκεια των διάφορων δικών των δωσίλογων | είχε ισχύ η Συντακτική Πράξη υπ’ αριθ. 6 που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1945 και ουσιαστικά ήταν η συνέχεια της ΣΠ υπ’ αριθ. 1.
Η ΣΠ υπ’ αριθ. 6 διατηρούσε αυτούσιες τις διατυπώσεις για τη συνεργασία με τον εχθρό προσθέτοντας δύο εδάφια που όριζαν με μεγαλύτερη σαφήνεια την οικονομική συνεργασία.
Με βάση αυτή τη ΣΠ στα δικαστικά έγγραφα οι δυνάμεις εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα περιγράφονταν ως σύνολο «κινήσεων, ατόμων ή οργανώσεων εργαζομένων διά τον Εθνικόν και Συμμαχικόν Αγώνα». Το ΕΑΜ συμφώνησε στη διατύπωση, αφού μέσω αυτής νομιμοποιούνταν το αντιστασιακό κίνημα ενώπιον της συμμαχικής κοινότητας των νικητών του Β' ΠΠ. Ταυτόχρονα, όμως, η ασάφεια και η αμφισημία του νέου σημαίνοντος επέτρεπαν να συμπεριληφθούν σε αυτό και άτομα που δεν είχαν λάβει μέρος στη μάχη ενάντια στον φασισμό και στους κατακτητές.
Ο νέος νόμος περιόριζε επίσης την παρουσία των δυνάμεων της Αντίστασης στα ειδικά δικαστήρια δωσίλογων, καθώς περιόριζε τη συμμετοχή των ενόρκων ενώ ενίσχυε την παρουσία επαγγελματιών δικαστών.
Οι λίστες ενόρκων καταρτίζονταν από λίστες δημόσιων υπαλλήλων και επαγγελματικών επιμελητηρίων· έτσι οι δυνάμεις του ΕΑΜ ουσιαστικά αποκλείονταν από τις δικαστικές αίθουσες.
Λίγο μετά ο υπουργός Δικαιοσύνης Κολυβάς στην αιτιολογική έκθεση της ΣΠ υπ’ αριθ. 6 κήρυξε εκ νέου την έναρξη της δίωξης των δωσίλογων, διαχωρίζοντας όμως σε νομικό επίπεδο την κεφαλή του από τον κορμό, αποσιωπώντας τον μαζικό χαρακτήρα του και τα εγκλήματά του, εστιάζοντας μόνο στα μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων.
Το αποτέλεσμα ήταν πως με βάση κάποια άρθρα των ΣΠ και το Διεθνές Δίκαιο δόθηκε το δικαίωμα στα ειδικά δικαστήρια δωσίλογων να κρίνουν πως η ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν νόμιμη. ’
Τις μέρες που ακολούθησαν τη λήξη των Δεκεμβριανών ξεκίνησε μια σειρά μηνύσεων από εθνικόφρονες πολίτες εναντίον μελών και στελεχών του ΕΑΜ.
Οι δικαστές τις εκμεταλλεύτηκαν για να εξαπολύσουν κύμα ποινικών διώξεων εναντίον τους στηριζόμενοι στην ασάφεια και στα νομικά κενά των άρθρων της συμφωνίας, κάνοντας διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 3 περί αμνηστίας,
Ετσι, παράλληλα με τη δίκη των δωσίλογων γίνονταν και πολλές δίκες αριστερών. Για τη σειρά αυτών των ποινικών διώξεων το υπουργείο Δικαιοσύνης εκτός από τα τακτικά κακουργιοδικεία έθεσε σε λειτουργία άλλα 45 μέχρι το καλοκαίρι.
Για την εκδίκαση όλων αυτών των υποθέσεων που αφορούσαν τα μέλη του ΕΑΜ ο πολιτικός ρόλος του δικαστικού σώματος αναβαθμιζόταν, διότι μέσω αυτού θα ενισχυόταν και θα νομιμοποιούνταν το νέο καθεστώς, με το ΕΑΜ και τον αφοπλισμένο πλέον ΕΛΑΣ στο περιθώριο.
Ο αφοπλισμός επέτρεψε στα βρετανικά στρατεύματα και στην υπό σύσταση εθνοφυλακή να ελέγξουν τη χώρα, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για να ξεκινήσει αυτό το κύμα διώξεων και επιθέσεων εναντίον του ΕΑΜ.
Οι δικαστικές διώξεις έφτασαν τις 10.000 τον Ιούλιο και τις 15.000 στα τέλη του Σεπτεμβρίου. Μέχρι τον Δεκέμβριο είχαν σχηματιστεί 80.000 δικογραφίες εναντίον οπαδών του ΕΑΜ για υποτιθέμενα κατοχικά αδικήματα. Στα μέσα του 1945 οι φυλακές της χώρας είχαν γεμίσει με πραγματικούς ή υποτιθέμενους αριστερούς.
Η εφημερίδα «Ρούμελη», όργανο του ΕΑΜ Ανατολικής Στερεός, στις 18 Ιουλίου 1945 έγραφε πως στις φυλακές Λαμίας κρατούνταν 260 πατριώτες, από τους οποίους οι 213 δίχως εντάλματα. Πολλοί είχαν ξυλοκοπηθεί άγρια, κάποιοι κρατούνταν μήνες ολόκληρους χωρίς να γνωρίζουν τον λόγο. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1945 στις φυλακές Λαμίας κρατούνταν 317 άτομα, εκ των οποίων οι 307 ήταν υπόδικοι.
Αντίστοιχα ο συνταγματάρχης Γουντχάουζ σε έκθεσή του προς τη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα για την «Κατάσταση στην Πελοπόννησο» τον Αύγουστο του 1945 αναφερόταν σε διακρίσεις εις βάρος των αριστερών και σε κατάχρηση του αξιώματος από στελέχη και άντρες της εθνοφυλακής για ρύθμιση προσωπικών διαφορών.
«Οπου κάποιο μέλος του ΕΑΜ κατηγορείται για ένα έγκλημα, όλα τα τοπικά μέλη της οργάνωσης διατρέχουν τον κίνδυνο να συλληφθούν ως ηθικοί αυτουργοί». Ετσι, με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας συνελήφθησαν τοπικοί ηγέτες του ΕΑΜ, ανώτατοι αξιωματικοί και καπετάνιοι του ΕΛΑΣ στις επαρχίες και στους νομούς.
Στις φυλακές του Πύργου κρατούνταν 270 άτομα, εκ των οποίων οι 199 ήταν ΕΑΜιτες που κρατούνταν ως ηθικοί αυτουργοί. Η παραμικρή αφορμή ήταν ικανή να στείλει κάποιον στη φυλακή.
Οι μαζικές και πολύμηνες προφυλακίσεις επιβεβαιώνουν πως η φυλάκιση αποτελούσε μέθοδο τρομοκράτησης των οπαδών της Αριστεράς.
Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του Γ. Μαύρου, υπουργού Δικαιοσύνης, βουλευτή και μετέπειτα ηγέτη του κέντρου, προς το βρετανικό κοινοβούλιο που αφορούσε τη Δικαιοσύνη: «Η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να λειτουργήσει. 90% των δικαστών ανήκουν στην άκρα Δεξιά. Είναι τόσο φανατικοί που, αγνοώντας αποδεικτικά στοιχεία, εκδίδουν πάντα αποφάσεις υπέρ της Δεξιάς και εναντίον της Αριστερός».
Στα τέλη του 1951, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Δικαιοσύνης, από σύνολο 19.797 κρατουμένων οι 14.787 είχαν καταδικαστεί από κάποιο τακτικό ή έκτακτο στρατοδικείο ή ήταν μέλη του ΕΑΜ καταδικασμένα από κακουργιοδικεία.
Ποινικοί ήταν οι 3.954, ενώ καταδικασμένοι σε διάφορες ποινές δωσίλογοι οι 924.
Οι θανατοποινίτες για εγκλήματα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν 1.136 ενώ για συνεργασία με τον εχθρό ήταν 30. Οι διώξεις αυτές σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη δράση των παρακρατικών ομάδων στην ύπαιθρο είχαν συνέπεια πολλοί αριστεροί να καταφύγουν στα βουνά (Μακεδονία, Θεσσαλία, Στερεά), όπου αργότερα συγκρότησαν τις Ομάδες Καταδιωκομένων Δημοκρατικών Αγωνιστών, ενώ γύρω στους 6.000 ΕΛΑΣίτες κατέφυγαν στην Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία (από το καλοκαίρι του 1945 είχε δημιουργηθεί ειδικό στρατόπεδο στο χωριό Μπούλκες).
Το κύμα διώξεων συνδυάστηκε με την προσπάθεια εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού που είχε εξαρχής πολιτικό χαρακτήρα. Τα κριτήρια της εκκαθάρισης έπρεπε να είναι η επαγγελματική ικανότητα, ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα των ατόμων, η πιθανή συνεργασία τους με τον εχθρό κατά τη διάρκεια της Κατοχής ή η κατάχρηση εξουσίας στην υπηρεσία της δικτατορίας. Οσοι είχαν συμμετάσχει στην Αντίσταση έπρεπε να επιστρέφουν στις θέσεις τους για να κριθούν από ειδικές επιτροπές.
Κανένας δεν θα απολυόταν για τις πολιτικές του πεποιθήσεις και τον τελευταίο λόγο για την τύχη τους είχε η κυβέρνηση που θα προέκυπτε από τις εκλογές. Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944 όμως πρόλαβαν τις εξελίξεις, αλλοίωσαν το πνεύμα της διοικητικής και δικαστικής εκκαθάρισης και η αντιφασιστική ηθική της Αντίστασης έχασε τη δυναμική της. Τη θέση της πήραν οι αντιΕΑΜικές διώξεις με βάση έναν νόμο της περιόδου του Μεταξά και οι όροι της Βάρκιζας δεν τηρήθηκαν.
Χαρακτηριστικό είναι πως χρονικά πρώτα δημοσιεύτηκε στις 22 Μαρτίου 1945 η συνταγματική πράξη υπ’ αριθ. 25 για την εκκαθάριση των δημόσιων υπηρεσιών από εκείνους που «συμμετέσχον ή συνήργησαν εις την εκδήλωσιν της στάσεως της 3ης Δεκεμβρίου 1944» και δύο μέρες αργότερα εκδόθηκε η συντακτική πράξη υπ’ αριθ. 26 «Περί απολύσεως δημοσίων υπαλλήλων συνεργασθέντων μετά του εχθρού κατά την περίοδον της Κατοχής».
Ηταν έκδηλο πως προτεραιότητα τη δεδομένη στιγμή είχε άλλος «εχθρός». Με αιχμή του δόρατος τη ΣΠ υπ’ αριθ. 25, μέχρι το καλοκαίρι εκατοντάδες δημόσιοι λειτουργοί μέλη του ΕΑΜ και πρώην υπουργοί της ΠΕΕΑ απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους. Από τη δικαιοδοσία των ΣΠ υπ’ αριθ. 25 και 31 (εκδόθηκε τον Απρίλιο «Περί εκκαθαρίσεως των δημοσίων υπηρεσιών») εξαιρέθηκαν η αστυνομία, το δικαστικό σώμα και οι πανεπιστημιακοί, που εκκαθαρίστηκαν αργότερα με την έκδοση σχετικών νόμων.
Στο πεδίο των δικαστικών η εκκαθάριση ξεκίνησε με τη δημοσίευση της ΣΠ υπ’ αριθ. 8 που έδινε το δικαίωμα στην κυβέρνηση να θέτει σε εξάμηνη διαθεσιμότητα δικαστικούς «για λόγους δημοσίου συμφέροντος».
Στους επόμενους δέκα μήνες από τη Βάρκιζα δημοσιεύτηκαν δώδεκα νόμοι με αντικείμενο την ανασυγκρότηση της Δικαιοσύνης και αυτό φανερώνει και τον ανταγωνισμό κυβέρνησης - ανώτερων δικαστικών για τον έλεγχο της ανασυγκρότησης του κράτους. Οι προτεραιότητες για προαγωγές και απολύσεις έλαβαν αντικομμουνιστικό χαρακτήρα. Οι συμπαθούντες το ΕΑΜ απολύθηκαν, κάποιοι συνελήφθησαν και εκδιώχθηκαν και άλλοι έλαβαν δυσμενείς μεταθέσεις.
Οι λοιποί γνώριζαν πως η επιείκεια απέναντι σε κομμουνιστές ή η αυστηρότητα του νόμου απέναντι σε δωσίλογους ήταν πιθανό να τους στοιχίσει τη θέση ή τη ζωή.
Παράδειγμα ο πρωτόδικης Κέρκυρας Παναγιώτης Γίδας, μέλος της νομαρχιακής επιτροπής του ΕΑΜ, ο οποίος είχε οριστεί ειδικός επίτροπος για τη δίωξη δωσίλογων και βασανίστηκε μέχρι θανάτου από οπαδούς του ΕΔΕΣ.
Τα παραπάνω ίσως δικαιολογούν εν μέρει και τη δήλωση του Γ. Μαύρου για τον ζήλο των δικαστών και την έχθρα τους για την Αριστερά και τελικά η άμεση ή έμμεση πίεση της «λευκής τρομοκρατίας» καθόρισε τη μορφή της Δικαιοσύνης που μπορούσε να αποδοθεί.
Αντίθετα, σε περιπτώσεις που αφορούσαν δικαστικούς με επιβαρυμένο ίσως κατοχικό παρελθόν ή δικαστικούς για τους οποίους υπήρχαν υποψίες συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις εφαρμόστηκε η τακτική των αμοιβαίων μεταθέσεων.
Με αυτή την τακτική εξασφαλιζόταν ανέξοδα η επαναλειτουργία του κρατικού μηχανισμού και τα πιθανά ίχνη δωσιλογικού παρελθόντος γίνονταν δυσδιάκριτα. Τέτοιου είδους αμοιβαίες μεταθέσεις έγιναν την περίοδο αμέσως μετά τη Βάρκιζα.
Ο βίος της πρώτης διοικητικής εκκαθάρισης αποδείχτηκε σύντομος, καθώς οι μηχανισμοί που είχαν δημιουργηθεί γι’ αυτό τον σκοπό αντικαταστάθηκαν με την ψήφιση νέου νόμου τον Ιούνιο του 1945.
Μελετώντας κανείς την περίοδο μετά τη Βάρκιζα έχοντας γνώση του κατοχικού παρελθόντος και των συνθημάτων του πολιτικού συστήματος για τιμωρία των δωσίλογων θα διαπιστώσει πως στην Ελλάδα, αντίθετα με τις υπόλοιπες χώρες, ο ένοπλος δωσιλογισμός επανεντάθηκε λίγο μετά την Απελευθέρωση με τη βοήθεια της Δικαιοσύνης.
Οι δίκες των δωσίλογων ήταν η πρώτη δημόσια αφήγηση των πολλαπλών τραυμάτων του πολέμου. Μια μεταμφιεσμένη εσωτερική πολιτική διαίρεση που απέδιδε τα εγκλήματα της Κατοχής σε εξωγενή αίτια και εχθρούς, τους κομμουνιστές.
Η μαζική αυτή ενσωμάτωση οδήγησε σε έναν φαύλο κύκλο εκδικήσεων και αντεκδικήσεων. Ετσι όχι μόνο δεν στάθηκε εφικτό να επουλωθούν τα τραύματα του παρελθόντος, αλλά διαμορφώθηκε μια κατάσταση αναπαραγωγής βίας που μετέτρεψε τελικά τις τοπικές συγκρούσεις σε εμφύλια σύρραξη. Η επιχειρούμενη εκκαθάριση συντέλεσε στο να τεθούν υπό έλεγχο οι μηχανισμοί παραγωγής βίας που είχαν δημιουργηθεί επί Κατοχής και να καλυφθεί η διατήρησή τους στο παρόν.
Σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρώπης, στην Ελλάδα η Δικαιοσύνη δεν κατόρθωσε να κατευνάσει τα πνεύματα και ουσιαστικά συνέχισε τον πόλεμο με άλλα μέσα.
Βέβαια, να τονιστεί πως δεν αφήνουμε εκτός κάδρου τον βρετανικό παράγοντα, τον ρόλο που διαδραμάτισε στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα και την κατάσταση που διαμορφωνόταν στα αρχικά στάδια μιας ψυχροπολεμικής Ευρώπης.
Θεμιστοκλής Σοψούλης: «Εις τα Τάγματα Ασφαλείας ανετέθη το έργον της αντιστάσεως κατά των ΕΑΜικών οργανώσεων. Ιδρύθησαν διά να παγιώσουν την τάξιν, έναντι του κομμουνιστικού κινδύνου»
Τα Τάγματα Ασφαλείας αποτέλεσαν το εργαλείο καταστολής του αντιστασιακού κινήματος για λογαριασμό της δωσιλογικής κυβέρνησης και των γερμανικών δυνάμεων κατοχής.
Η δίκη των δωσίλογων πρωθυπουργών και υπουργών περιστράφηκε και γύρω από το θέμα της εγκληματικής δράσης των ταγματασφαλιτών. Υπήρξαν εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου που ως μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν πως η δράση τους κατέτεινε «στην παγίωση της τάξης έναντι του κομμουνιστικού κινδύνου».
Οι συλλήψεις με το τρικ της ηθικής αυτουργίας. Μέχρι τον Δεκέμβρη του 1945 είχαν σχηματιστεί 80.000 δικογραφίες οπαδών του ΕΑΜ. Η μη εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και η δίκη -παρωδία των δωσιλόγων.
Τα Δεκεμβριανά του 1944 και την εκτός ελέγχου κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με τις συγκρούσεις ήρθε να τερματίσει η Συνθήκη της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουάριου 1945.
Ανάμεσα στα εννέα άρθρα της συμφωνίας περιέχονταν τα άρθρα 3,4 και 7.
Το άρθρο 3 αφορούσε την αμνηστία των πολιτικών αδικημάτων (με την εξαίρεση των κοινών αδικημάτων) που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 3 Δεκεμβρίου 1944.
Το άρθρο 4 υποχρέωνε τον ΕΛΑΣ να απελευθερώσει τους ομήρους που είχε και να παραδώσει στην κυβέρνηση τους συνεργάτες των κατακτητών που είχε συλλάβει με την υποχρέωση εκείνη να τους δικάσει.
Το άρθρο 7 όριζε την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας, τους συνεργάτες των κατακτητών και όσους είχαν συνεργήσει ή συμμετάσχει στα γεγονότα μετά τις 3 Δεκεμβρίου 1944. Τα παραπάνω άρθρα πλαισιώθηκαν με επιμέρους νόμους του κράτους οι οποίοι ήταν διατυπωμένοι με ασάφειες και τελικά χρησιμοποιήθηκαν για να διωχθούν μέλη και οπαδοί του ΕΑΜ, ενώ οι συνεργάτες των κατακτητών και οι δωσίλογοι έμειναν σχεδόν στο σύνολό τους ατιμώρητοι.
Η συμφωνία απέκτησε αυξημένη ισχύ με τη Συντακτική Πράξη 23 τον Μάρτιο και αποτέλεσε ένα είδος προσυντάγματος για τη συγκρότηση και νομιμοποίηση του μετακατοχικού καθεστώτος. Πρώτη συνέπεια της συμφωνίας με βάση το άρθρο 5 ήταν ο άμεσος αφοπλισμός του ΕΛΑΣ.
Ατιμωρησία δωσίλογων.
Ενα από τα κύρια ζητήματα της περιόδου υπήρξε η τιμωρία των συνεργατών των κατακτητών, των δωσίλογων όπως επικράτησε να λέγονται. Ο δωσίλογος στην καθομιλουμένη ήταν συνώνυμος του προδότη. Η τιμωρία των προδοτών δεν ήταν ελληνική ιδιαιτερότητα αλλά ένα από τα κύρια ζητήματα όλων των κρατών που ξέφευγαν από τη δίνη του Β' Π.Π.
Το ΕΑΜ είχε παραδώσει στη Δικαιοσύνη δωσίλογους που ανήκαν σε τρεις κατηγορίες ατόμων.
Η πρώτη ήταν τα μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων (Τσολάκογλου, Ράλλης, ο Λοοθετόπουλος είχε διαφύγει στη Γερμανία).
Η δεύτερη κατηγορία ήταν τα μέλη της αστυνομίας και της χωροφυλακής, αξιωματικοί και άντρες ίων Ταγμάτων Ασφαλείας και η τρίτη κατηγορία ήταν οι κάθε είδους κερδοσκόποι, πράκτορες της Μυστικής Αστυνομίας (Geheime Feldpolizei),2 καταδότες και Ελληνες εθνικοσοσιαλιστές.
Ο Τσολάκογλου, ο Ράλλης και οκτώ υπουργοί τους μεταφέρθηκαν από τους Αγγλους στην Ελλάδα από το στρατόπεδο Αμπριά στο Κάιρο όπου κρατούνταν.
Ειδικά δικαστήρια υπό τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας
Ο νόμος είχε θεσπίσει ειδικά δικαστήρια δωσίλογων που ιδρύθηκαν σε όλα τα εφετεία της χώρας. Ο διορισμός των προέδρων των δικαστηρίων (αστικής και στρατιωτικής Δικαιοσύνης) γινόταν με κριτήριο την εθνική τους δράση στον πόλεμο κατά της εισβολής ή στον αγώνα για την Απελευθέρωση στην Ελλάδα ή τη Μέση Ανατολή.
Αυτό φανέρωνε και τη φροντίδα ώστε να μεταφερθεί ο έλεγχος της λειτουργίας των ειδικών δικαστηρίων στην εκτελεστική εξουσία και στο επίσημο κράτος.
Η πρώτη ακροαματική διαδικασία του Ειδικού Δικαστηρίου Δωσίλογων Αθηνών ξεκίνησε δύο εβδομάδες μετά την υπογραφή της συμφωνίας, στις 21 Φεβρουάριου 1945, όπου σε μία και μόνο δίκη δικάστηκαν τα μέλη των τριών κατοχικών κυβερνήσεων.
Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο αρεοπαγίτης X. Καλέλης και επίτροπος ο εισαγγελέας I. Παπαδάκης. Το πνεύμα όμως με το οποίο θα δίκαζε το δικαστήριο είχε εξαρχής φανεί από δύο γεγονότα. Το πρώτο ήταν πως οι όποιες αποφάσεις έπαιρναν οι δικαστές έπρεπε να επικυρωθούν από το κοινοβούλιο και το δεύτερο πως δεν θα κρατούνταν επίσημα πρακτικά της δίκης και τα στενογραφημένα ανεπίσημα θα καταστρέφονταν έπειτα από έξι μήνες.
Αυτά φανέρωναν πως η δίκη θα έπαιρνε ακίνδυνη τροπή για τους κατηγορούμενους. Τα δικαστήρια του επίσημου κράτους είχαν ουσιαστικά αντικαταστήσει τη λαϊκή δικαιοσύνη και περιόρισαν τον κύκλο των κατηγορουμένων, οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν ως κοινοί εγκληματίες.
Αυτή η αντιμετώπιση των κατηγορουμένων για δωσιλογισμό ήταν το μέσο αποπολιτικοποίησης των συγκρούσεων που έλαβαν χώρα την περίοδο της Κατοχής αποσιωπώντας τις πολιτικές συνδηλώσεις.
Κύριες κατηγορίες ήταν η μη εξουσιοδοτημένη υπογραφή ανακωχής το 1941, ο σχηματισμός κυβέρνησης, η συνεργασία με τους Γερμανούς σε οικονομικά και εργατικά ζητήματα και η συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας
Μαρτυρίες με προσωπικές γνώμες αντί πραγματικών γεγονότων
Κατά τη διαδικασία εξέτασης των κατηγορουμένων έγινε φανερό πως το δικαστήριο ενθάρρυνε τις γενικές δηλώσεις και την έκφραση προσωπικής γνώμη ενώ τα αντικειμενικά γεγονότα δεν ενδιέφεραν.
Χαρακτηριστική ήταν η κατάθεση του Θεμιστοκλή Σοφούλη:
Πρόεδρος: Τι γνωρίζετε σχετικόν με τας κυβερνήσεις κατοχής;
Σοφοϋλης: Τίποτε το συγκεκριμένον.
Πρόεδρος: Ο Ράλλης κατέλαβε την αρχήν;
Σοφούλης: Μάλιστα.
Πρόεδρος: Μήπως τον έβαλαν οι Γερμανοί
Σοφοϋλης: Δεν γνωρίζω. Εμεινα αμέτοχος εις όλας τας κινήσεις.
Μήπως ο κύριος Σοφούλης άκουσε ότι - «Ο Ράλλης πρόεδρος της εν Αθήναις Γερμανικής κυβερνήσεως...»
-«Ο ίδιος ο Ράλλης Γερμανός καγκελάριος»...
(Ραδιοστ. Καΐρου 13-2-44)
Πρόεδρος: Τα Τάγματα Ασφαλείας ιδρύθησαν διά να προκαλέσουν εμφύλιον σπαραγμόν;
Σοφούλης: Είναι γνωστός ο σκοπός των Ταγμάτων Ασφαλείας. Ησαν το αντίπαλο δέος. Εις τα Τάγματα Ασφαλείας ανετέθη το έργον της αντιστάσεως κατά των ΕΑΜικών οργανώσεων. Ιδρύθησαν διά να παγιώσουν την τάξιν, έναντι του κομμουνιστικού κινδύνου.
«Ο κομμουνισμός απειλεί την Ευρώπην» (Γκέμπελς)
- Ο Αϊζενχάουερ όμως διαφωνεί, κ. Σοφούλη: «Σκοπός των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι να βοηθήσουν τον καταχτητή για να πνίξει την ελληνική αντίσταση» (Μήνυμα 3-1-44)
Επίτροπος: Είναι γνωστόν ότι τα Τάγματα Ασφαλείας ετέθησαν υπό τας αμέσους διαταγάς των Γερμανών.
Σοφούλης: Δεν πιστεύω να υπήρξεν Ελλην που υπηρέτησε τον κατακτητήν.
Επίτροπος: Υπηρέτησαν τα Τάγματα Ασφαλείας. Είναι αναμφισβήτητον.
Σοφούλης: Τυπικώς.
Ο επίτροπος ανακοινώνει την υπ’ αριθ. 44/1943 διαταγήν του Ταβουλάρη που αναφέρει ότι την ανωτάτην διοικητήν των ταγμάτων και των δυνάμεων χωροφυλακής αναλαμβάνει ο Γερμανός υποστράτηγος των Ες Ες Στρόοπ, διά να καθοδηγεί τας δυνάμεις αυτάς «...εις τον αγώνα εναντίον των συμμοριών και των σαμποτέρ».
Επίτροπος: Αυτό εξυπηρετεί ή όχι τον εχθρόν;
Σοφούλης: Πρώτην φοράν λαμβάνω γνώσιν αυτών!
Επίτροπος: Γνωρίζετε αν οι Γερμανοί μας έπαιρναν τρόφιμα;
Σοφούλης: Δεν γνωρίζω.
Ο. Ράλλης ισχυρίζεται ότι του ασκήθηκε πίεση από τους Γερμανούς ν’ αναλάβει την αρχή και επί μακράν δίσταζε.
Ράλλης: «Ο Πλυτζανόπουλος ήτο δικός σας, κ. Σοφούλη»
Ράλλης: Γνωρίζετε αν εγώ εζήτησα από τους Γερμανούς ν’ αναλάβω την κυβέρνησιν;
Σοφούλης: Το αντίθετον μάλιστα. Σεις διστάζετε και μόνον αν εδέχοντο τους όρους σας είσθε διατεθειμένος να σχηματίσετε κυβέρνησιν.
Ράλλης: Ο Πλυτζανόπουλος ήτο δικός σας. Δεν ήτο δικός μου!
Σοφούλης: Μάλιστα.
Ράλλης: Ολοι οι αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας ήσαν εξαίρετοι.
Σοφούλης: Αυτό το γνωρίζω. Συμμετέσχον πολλοί διακεκριμένοι του κόμματός μου αξιωματικοί εις τα Τάγματα Ασφαλείας.
Ακούστε, κ. Σοφούλη, τη γνώμη των Συμμάχων για τους ταγματαλήτες του κόμματός σας: «Οσοι υπηρετούν στα Τάγματα Ασφαλείας είναι ένοχοι έσχατης προδοσίας».
(Ραδιοστ. Λονδίνου 17-1-44)
«Τα μισθοφόρο αυτά όργανα της Γκεστάπο είναι ανάξια να φέρουν το όνομα του Ελληνα».
(Μήνυμα του Αϊζενχάουερ στις 3-1-44)
Επίτροπος: Μήπως ξεύρετε αν με τα Τάγματα πήγαιναν στα μπλόκα των συνοικισμών και Γερμανοί αξιωματικοί και άντρες;
Σοφοΰλης: Δεν μου ανέφεραν ποτέ για Γερμανούς.
Ράλλης: Ακούσατε ποτέ διά τον Στρόοπ; Διότι με τας διαμαρτυρίας μου έφυγε εντός 24 ωρών εκ της Ελλάδας.
Σοφούλης: Δεν άκουσα τίποτε.
Τσουκαλάς: Αι κυβερνήσεις κατοχής επρόδωσαν την Ελλάδα;
Σοφούλης: Ούτε κατ’ εικασίαν δύναμαι να το παραδεχθώ. Τους γνωρίζω όλους τους κατηγορουμένους. Είναι καλοί Ελληνες. Αγαπούν την πατρίδα των. Ως ο κ. Ράλλης με αρχάς και οικογενειακός παραδόσεις! Τους εκτιμώ!
- «Ο I. Ράλλης μαστρωπός των ευγενεστέρων εθνικών παραδόσεων... Ο Ράλλης θα πληρώσει με το αίμα του». (Ραδιοστ. Λονδίνου 16-7-44)
Κρίμα, κ. Σοφούλη, να μην έχουν και οι Σύμμαχοι την ίδια εκτίμηση που ’χετε σεις στον Ράλλη!
Μάρτυρες υπεράσπισης καραμπινάτα ονόματα της εποχής
Ανάμεσα στους μάρτυρες υπεράσπισης ήταν οι Ν. Ζέρβας, Γ. Στράτος, I. Θεοτόκης, Π. Μαυρομιχάλης, Π. Κατσώτας, Στ. Γονατάς, Π. Χάρης, Κ. Ρέντης, ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων και ο Κρήτης Βασίλειος.
Δικηγόροι υπεράσπισης ήταν πολλά γνωστά ονόματα της εποχής, όπως: Τσουκαλάς, Μπαμπάκος, Βαρβιτσιώτης, Μεϊμαράκης, Κουλουμβάκης.
Η τακτική που ακολούθησε η υπεράσπιση ήταν η ενοχοποίηση μελών της κυβέρνησης και άλλων εξεχουσών προσωπικοτήτων. Ο I. Θεοτόκης είχε υποστηρίξει πως η διάλυση των Ταγμάτων Ασφαλείας από τον Γ. Παπανδρέου είχε αποτέλεσμα τα Δεκεμβριανά. Ο αντιναύαρχος Οικονόμου είχε καταθέσει πως ο αρχιεπίσκοπος είχε δώσει προσωπική ευλογία στην απόφαση του Ράλλη να γίνει πρωθυπουργός.
Ο συνταγματάρχης των Ταγμάτων Ασφαλείας Ζουμπουλάκης είχε καταθέσει πως λίγες μέρες πριν από την αποχώρηση των Γερμανών ο συνταγματάρχης Μπακογιάννης τον είχε διατάξει να συνεργαστούν με τις κυβερνητικές δυνάμεις του Σπηλιωτόπουλου.
Αλλος μάρτυρας είχε δηλώσει πως ο Δαμασκηνός είχε κάνει υπουργό Παιδείας τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Λούβαρη.
Οι κατηγορούμενοι και η υπεράσπιση με την τακτική τής έκθεσης των «απλύτων» των Ελλήνων πολιτικών προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν προς όφελος τους τη ρευστή πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα μετά τα Δεκεμβριανά.
Επειτα από αρκετές μέρες, στις 31 Μαΐου, το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του.
Ο Τσολάκογλου και ο Μπάκος κρίθηκαν ένοχοι για την ανακωχή του 1941.0 Τσολάκογλου και οι πρώην υπουργοί Οικονομικών Κοτζαμάνης και Τσιρονίκος καταδικάστηκαν σε θάνατο, ποινές που μετατράπηκαν σε ισόβια δεσμά.
Οι άλλοι δύο κατοχικοί πρωθυπουργοί Λογοθετόπουλος και Ράλλης καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά. Από αυτούς στη φυλακή πέθαναν ο Τσολάκογλου και ο Ράλλης, ενώ ο Τσιρονίκος έμεινε έγκλειστος μέχρι το 1951.
Συνένοχός τους κρίθηκε και ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδωνας. Οι τρεις κατοχικοί πρωθυπουργοί είχαν παράσχει υποστήριξη στον εχθρό, αλλά χωρίς εγκληματική πρόθεση και προμελέτη.
«Τα Τάγματα Ασφαλείας αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της δημόσιας τάξης»!
Το σκανδαλώδες της απόφασης αφορούσε την αθώωση της κυβέρνησης Ράλλη για τα Τάγματα Ασφαλείας τα οποία «ακουσίους βοήθησαν τα σχέδια του εχθρού».
Ετσι, σύμφωνα με το δικασττήριο: «Οπως έδειξε και η ακροαματική διαδικασία, ο σχηματισμός των Ταγμάτων Ασφαλείας από τον Ιωάννη Ράλλη δεν αποσκοπούσε στην εξάσκηση βίας εναντίον Ελλήνων λόγω της δραστηριότητάς τους κατά των Ιταλών ή των Γερμανών ούτε στην πρόκληση εμφυλίου πολέμου, αλλά στην αποκατάσταση της δημόσιας τάξης στις πόλεις και στην ύπαιθρο, η οποία είχε διαταραχθεί επικίνδυνα από το καλοκαίρι του 1942 από τη δράση κακοποιών στοιχείων, τα οποία προέβησαν στην κατάλυση των αρχών, σε δολοφονίες αμάχων και υπευθύνων για την τήρηση της τάξης και σε εμπρησμούς δημόσιων κτιρίων και άλλων εγκαταστάσεων.
Το αποτέλεσμα των συνθηκών αταξίας ήταν να εξαναγκαστούν πολλοί κάτοικοι περιοχών της υπαίθρου να καταφύγουν στις πόλεις για ασφάλεια. Οι μονάδες αυτές εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς για σκοπούς άλλους, οι οποίοι εξυπηρετούσαν την ασφάλειά τους στην Ελλάδα. δηλαδή για να διαιωνιστεί ο διχασμός των Ελλήνων. Αλλά αυτό δεν συγκαταλεγόταν στις προθέσεις της κυβέρνησης που συγκρότησε τα Τάγματα Ασφαλείας, αν και ακουσίως βοήθησε πράγματι τα σχέδια του εχθρού. Συνεπώς, ο Ιωάννης Ράλλης και η κυβέρνησή του κηρύσσονται αθώοι ως προς τα Τάγματα Ασφαλείας».
Η απόφαση ήταν σχεδόν ταυτόσημη με αθώωση. Οι θανατικές καταδίκες δεν εκτελέστηκαν και οι ποινές φυλάκισης αμνηστεύτηκαν το 1948.
Οι περισσότερες δίκες δωσίλογων είχαν παρόμοιες επιεικείς αποφάσεις.
Μόνο ελάχιστοι συνεργάτες της Μυστικής Αστυνομίας εκτελέστηκαν, ενώ οι δίκες τερματίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1946.
Σταδιακά μέχρι τα μισά της δεκαετίας του 1950 με αναστολές ποινών, απονομές χάριτος και αμνηστευτικούς νόμους οι συνέπειες της έκτακτης Δικαιοσύνης περιορίστηκαν ή ακυρώθηκαν πλήρως. Αργότερα πολλοί πρώην αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων εθνικιστικών ταγμάτων της Μακεδονίας πύκνωσαν τις τάξεις της συνωμοτικής στρατιωτικής οργάνωσης ΙΔΕΑ, που έκανε ένα αποτυχημένο πραξικόπημα τον Μάιο του 1951, αλλά και πάλι έπεσαν στα μαλακά αφού η κυβέρνηση Πλαστήρα τους αμνήστευσε και η κυβέρνηση Παπάγου τους επανέφερε στις θέσεις τους στο στράτευμα.'
Κατά τη διάρκεια των διάφορων δικών των δωσίλογων | είχε ισχύ η Συντακτική Πράξη υπ’ αριθ. 6 που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1945 και ουσιαστικά ήταν η συνέχεια της ΣΠ υπ’ αριθ. 1.
Η ΣΠ υπ’ αριθ. 6 διατηρούσε αυτούσιες τις διατυπώσεις για τη συνεργασία με τον εχθρό προσθέτοντας δύο εδάφια που όριζαν με μεγαλύτερη σαφήνεια την οικονομική συνεργασία.
Με βάση αυτή τη ΣΠ στα δικαστικά έγγραφα οι δυνάμεις εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα περιγράφονταν ως σύνολο «κινήσεων, ατόμων ή οργανώσεων εργαζομένων διά τον Εθνικόν και Συμμαχικόν Αγώνα». Το ΕΑΜ συμφώνησε στη διατύπωση, αφού μέσω αυτής νομιμοποιούνταν το αντιστασιακό κίνημα ενώπιον της συμμαχικής κοινότητας των νικητών του Β' ΠΠ. Ταυτόχρονα, όμως, η ασάφεια και η αμφισημία του νέου σημαίνοντος επέτρεπαν να συμπεριληφθούν σε αυτό και άτομα που δεν είχαν λάβει μέρος στη μάχη ενάντια στον φασισμό και στους κατακτητές.
Ενορκοι μόνο από λίστες δημόσιων υπαλλήλων και επιμελητηρίων
Ο νέος νόμος περιόριζε επίσης την παρουσία των δυνάμεων της Αντίστασης στα ειδικά δικαστήρια δωσίλογων, καθώς περιόριζε τη συμμετοχή των ενόρκων ενώ ενίσχυε την παρουσία επαγγελματιών δικαστών.
Οι λίστες ενόρκων καταρτίζονταν από λίστες δημόσιων υπαλλήλων και επαγγελματικών επιμελητηρίων· έτσι οι δυνάμεις του ΕΑΜ ουσιαστικά αποκλείονταν από τις δικαστικές αίθουσες.
Λίγο μετά ο υπουργός Δικαιοσύνης Κολυβάς στην αιτιολογική έκθεση της ΣΠ υπ’ αριθ. 6 κήρυξε εκ νέου την έναρξη της δίωξης των δωσίλογων, διαχωρίζοντας όμως σε νομικό επίπεδο την κεφαλή του από τον κορμό, αποσιωπώντας τον μαζικό χαρακτήρα του και τα εγκλήματά του, εστιάζοντας μόνο στα μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων.
Το αποτέλεσμα ήταν πως με βάση κάποια άρθρα των ΣΠ και το Διεθνές Δίκαιο δόθηκε το δικαίωμα στα ειδικά δικαστήρια δωσίλογων να κρίνουν πως η ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν νόμιμη. ’
Ποινικές διώξεις.
Τις μέρες που ακολούθησαν τη λήξη των Δεκεμβριανών ξεκίνησε μια σειρά μηνύσεων από εθνικόφρονες πολίτες εναντίον μελών και στελεχών του ΕΑΜ.
Οι δικαστές τις εκμεταλλεύτηκαν για να εξαπολύσουν κύμα ποινικών διώξεων εναντίον τους στηριζόμενοι στην ασάφεια και στα νομικά κενά των άρθρων της συμφωνίας, κάνοντας διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 3 περί αμνηστίας,
Ετσι, παράλληλα με τη δίκη των δωσίλογων γίνονταν και πολλές δίκες αριστερών. Για τη σειρά αυτών των ποινικών διώξεων το υπουργείο Δικαιοσύνης εκτός από τα τακτικά κακουργιοδικεία έθεσε σε λειτουργία άλλα 45 μέχρι το καλοκαίρι.
Για την εκδίκαση όλων αυτών των υποθέσεων που αφορούσαν τα μέλη του ΕΑΜ ο πολιτικός ρόλος του δικαστικού σώματος αναβαθμιζόταν, διότι μέσω αυτού θα ενισχυόταν και θα νομιμοποιούνταν το νέο καθεστώς, με το ΕΑΜ και τον αφοπλισμένο πλέον ΕΛΑΣ στο περιθώριο.
Ο αφοπλισμός επέτρεψε στα βρετανικά στρατεύματα και στην υπό σύσταση εθνοφυλακή να ελέγξουν τη χώρα, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για να ξεκινήσει αυτό το κύμα διώξεων και επιθέσεων εναντίον του ΕΑΜ.
Οι δικαστικές διώξεις έφτασαν τις 10.000 τον Ιούλιο και τις 15.000 στα τέλη του Σεπτεμβρίου. Μέχρι τον Δεκέμβριο είχαν σχηματιστεί 80.000 δικογραφίες εναντίον οπαδών του ΕΑΜ για υποτιθέμενα κατοχικά αδικήματα. Στα μέσα του 1945 οι φυλακές της χώρας είχαν γεμίσει με πραγματικούς ή υποτιθέμενους αριστερούς.
Η εφημερίδα «Ρούμελη», όργανο του ΕΑΜ Ανατολικής Στερεός, στις 18 Ιουλίου 1945 έγραφε πως στις φυλακές Λαμίας κρατούνταν 260 πατριώτες, από τους οποίους οι 213 δίχως εντάλματα. Πολλοί είχαν ξυλοκοπηθεί άγρια, κάποιοι κρατούνταν μήνες ολόκληρους χωρίς να γνωρίζουν τον λόγο. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1945 στις φυλακές Λαμίας κρατούνταν 317 άτομα, εκ των οποίων οι 307 ήταν υπόδικοι.
Γουντχάουζ και Γ. Μαύρος παραδέχονται τον διωγμό των αριστερών
Αντίστοιχα ο συνταγματάρχης Γουντχάουζ σε έκθεσή του προς τη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα για την «Κατάσταση στην Πελοπόννησο» τον Αύγουστο του 1945 αναφερόταν σε διακρίσεις εις βάρος των αριστερών και σε κατάχρηση του αξιώματος από στελέχη και άντρες της εθνοφυλακής για ρύθμιση προσωπικών διαφορών.
«Οπου κάποιο μέλος του ΕΑΜ κατηγορείται για ένα έγκλημα, όλα τα τοπικά μέλη της οργάνωσης διατρέχουν τον κίνδυνο να συλληφθούν ως ηθικοί αυτουργοί». Ετσι, με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας συνελήφθησαν τοπικοί ηγέτες του ΕΑΜ, ανώτατοι αξιωματικοί και καπετάνιοι του ΕΛΑΣ στις επαρχίες και στους νομούς.
Στις φυλακές του Πύργου κρατούνταν 270 άτομα, εκ των οποίων οι 199 ήταν ΕΑΜιτες που κρατούνταν ως ηθικοί αυτουργοί. Η παραμικρή αφορμή ήταν ικανή να στείλει κάποιον στη φυλακή.
Οι μαζικές και πολύμηνες προφυλακίσεις επιβεβαιώνουν πως η φυλάκιση αποτελούσε μέθοδο τρομοκράτησης των οπαδών της Αριστεράς.
Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του Γ. Μαύρου, υπουργού Δικαιοσύνης, βουλευτή και μετέπειτα ηγέτη του κέντρου, προς το βρετανικό κοινοβούλιο που αφορούσε τη Δικαιοσύνη: «Η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να λειτουργήσει. 90% των δικαστών ανήκουν στην άκρα Δεξιά. Είναι τόσο φανατικοί που, αγνοώντας αποδεικτικά στοιχεία, εκδίδουν πάντα αποφάσεις υπέρ της Δεξιάς και εναντίον της Αριστερός».
Στα τέλη του 1951, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Δικαιοσύνης, από σύνολο 19.797 κρατουμένων οι 14.787 είχαν καταδικαστεί από κάποιο τακτικό ή έκτακτο στρατοδικείο ή ήταν μέλη του ΕΑΜ καταδικασμένα από κακουργιοδικεία.
Ποινικοί ήταν οι 3.954, ενώ καταδικασμένοι σε διάφορες ποινές δωσίλογοι οι 924.
Οι θανατοποινίτες για εγκλήματα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν 1.136 ενώ για συνεργασία με τον εχθρό ήταν 30. Οι διώξεις αυτές σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη δράση των παρακρατικών ομάδων στην ύπαιθρο είχαν συνέπεια πολλοί αριστεροί να καταφύγουν στα βουνά (Μακεδονία, Θεσσαλία, Στερεά), όπου αργότερα συγκρότησαν τις Ομάδες Καταδιωκομένων Δημοκρατικών Αγωνιστών, ενώ γύρω στους 6.000 ΕΛΑΣίτες κατέφυγαν στην Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία (από το καλοκαίρι του 1945 είχε δημιουργηθεί ειδικό στρατόπεδο στο χωριό Μπούλκες).
Μη εκκαθάριση κρατικού μηχανισμού.
Το κύμα διώξεων συνδυάστηκε με την προσπάθεια εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού που είχε εξαρχής πολιτικό χαρακτήρα. Τα κριτήρια της εκκαθάρισης έπρεπε να είναι η επαγγελματική ικανότητα, ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα των ατόμων, η πιθανή συνεργασία τους με τον εχθρό κατά τη διάρκεια της Κατοχής ή η κατάχρηση εξουσίας στην υπηρεσία της δικτατορίας. Οσοι είχαν συμμετάσχει στην Αντίσταση έπρεπε να επιστρέφουν στις θέσεις τους για να κριθούν από ειδικές επιτροπές.
Κανένας δεν θα απολυόταν για τις πολιτικές του πεποιθήσεις και τον τελευταίο λόγο για την τύχη τους είχε η κυβέρνηση που θα προέκυπτε από τις εκλογές. Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944 όμως πρόλαβαν τις εξελίξεις, αλλοίωσαν το πνεύμα της διοικητικής και δικαστικής εκκαθάρισης και η αντιφασιστική ηθική της Αντίστασης έχασε τη δυναμική της. Τη θέση της πήραν οι αντιΕΑΜικές διώξεις με βάση έναν νόμο της περιόδου του Μεταξά και οι όροι της Βάρκιζας δεν τηρήθηκαν.
Χαρακτηριστικό είναι πως χρονικά πρώτα δημοσιεύτηκε στις 22 Μαρτίου 1945 η συνταγματική πράξη υπ’ αριθ. 25 για την εκκαθάριση των δημόσιων υπηρεσιών από εκείνους που «συμμετέσχον ή συνήργησαν εις την εκδήλωσιν της στάσεως της 3ης Δεκεμβρίου 1944» και δύο μέρες αργότερα εκδόθηκε η συντακτική πράξη υπ’ αριθ. 26 «Περί απολύσεως δημοσίων υπαλλήλων συνεργασθέντων μετά του εχθρού κατά την περίοδον της Κατοχής».
Ηταν έκδηλο πως προτεραιότητα τη δεδομένη στιγμή είχε άλλος «εχθρός». Με αιχμή του δόρατος τη ΣΠ υπ’ αριθ. 25, μέχρι το καλοκαίρι εκατοντάδες δημόσιοι λειτουργοί μέλη του ΕΑΜ και πρώην υπουργοί της ΠΕΕΑ απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους. Από τη δικαιοδοσία των ΣΠ υπ’ αριθ. 25 και 31 (εκδόθηκε τον Απρίλιο «Περί εκκαθαρίσεως των δημοσίων υπηρεσιών») εξαιρέθηκαν η αστυνομία, το δικαστικό σώμα και οι πανεπιστημιακοί, που εκκαθαρίστηκαν αργότερα με την έκδοση σχετικών νόμων.
Δικαστικοί σε εξάμηνη διαθεσιμότητα με απόφαση της κυβέρνησης
Στο πεδίο των δικαστικών η εκκαθάριση ξεκίνησε με τη δημοσίευση της ΣΠ υπ’ αριθ. 8 που έδινε το δικαίωμα στην κυβέρνηση να θέτει σε εξάμηνη διαθεσιμότητα δικαστικούς «για λόγους δημοσίου συμφέροντος».
Στους επόμενους δέκα μήνες από τη Βάρκιζα δημοσιεύτηκαν δώδεκα νόμοι με αντικείμενο την ανασυγκρότηση της Δικαιοσύνης και αυτό φανερώνει και τον ανταγωνισμό κυβέρνησης - ανώτερων δικαστικών για τον έλεγχο της ανασυγκρότησης του κράτους. Οι προτεραιότητες για προαγωγές και απολύσεις έλαβαν αντικομμουνιστικό χαρακτήρα. Οι συμπαθούντες το ΕΑΜ απολύθηκαν, κάποιοι συνελήφθησαν και εκδιώχθηκαν και άλλοι έλαβαν δυσμενείς μεταθέσεις.
Οι λοιποί γνώριζαν πως η επιείκεια απέναντι σε κομμουνιστές ή η αυστηρότητα του νόμου απέναντι σε δωσίλογους ήταν πιθανό να τους στοιχίσει τη θέση ή τη ζωή.
Παράδειγμα ο πρωτόδικης Κέρκυρας Παναγιώτης Γίδας, μέλος της νομαρχιακής επιτροπής του ΕΑΜ, ο οποίος είχε οριστεί ειδικός επίτροπος για τη δίωξη δωσίλογων και βασανίστηκε μέχρι θανάτου από οπαδούς του ΕΔΕΣ.
Τα παραπάνω ίσως δικαιολογούν εν μέρει και τη δήλωση του Γ. Μαύρου για τον ζήλο των δικαστών και την έχθρα τους για την Αριστερά και τελικά η άμεση ή έμμεση πίεση της «λευκής τρομοκρατίας» καθόρισε τη μορφή της Δικαιοσύνης που μπορούσε να αποδοθεί.
Αντίθετα, σε περιπτώσεις που αφορούσαν δικαστικούς με επιβαρυμένο ίσως κατοχικό παρελθόν ή δικαστικούς για τους οποίους υπήρχαν υποψίες συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις εφαρμόστηκε η τακτική των αμοιβαίων μεταθέσεων.
Με αυτή την τακτική εξασφαλιζόταν ανέξοδα η επαναλειτουργία του κρατικού μηχανισμού και τα πιθανά ίχνη δωσιλογικού παρελθόντος γίνονταν δυσδιάκριτα. Τέτοιου είδους αμοιβαίες μεταθέσεις έγιναν την περίοδο αμέσως μετά τη Βάρκιζα.
Ο βίος της πρώτης διοικητικής εκκαθάρισης αποδείχτηκε σύντομος, καθώς οι μηχανισμοί που είχαν δημιουργηθεί γι’ αυτό τον σκοπό αντικαταστάθηκαν με την ψήφιση νέου νόμου τον Ιούνιο του 1945.
Μελετώντας κανείς την περίοδο μετά τη Βάρκιζα έχοντας γνώση του κατοχικού παρελθόντος και των συνθημάτων του πολιτικού συστήματος για τιμωρία των δωσίλογων θα διαπιστώσει πως στην Ελλάδα, αντίθετα με τις υπόλοιπες χώρες, ο ένοπλος δωσιλογισμός επανεντάθηκε λίγο μετά την Απελευθέρωση με τη βοήθεια της Δικαιοσύνης.
Οι δίκες των δωσίλογων ήταν η πρώτη δημόσια αφήγηση των πολλαπλών τραυμάτων του πολέμου. Μια μεταμφιεσμένη εσωτερική πολιτική διαίρεση που απέδιδε τα εγκλήματα της Κατοχής σε εξωγενή αίτια και εχθρούς, τους κομμουνιστές.
Η μαζική αυτή ενσωμάτωση οδήγησε σε έναν φαύλο κύκλο εκδικήσεων και αντεκδικήσεων. Ετσι όχι μόνο δεν στάθηκε εφικτό να επουλωθούν τα τραύματα του παρελθόντος, αλλά διαμορφώθηκε μια κατάσταση αναπαραγωγής βίας που μετέτρεψε τελικά τις τοπικές συγκρούσεις σε εμφύλια σύρραξη. Η επιχειρούμενη εκκαθάριση συντέλεσε στο να τεθούν υπό έλεγχο οι μηχανισμοί παραγωγής βίας που είχαν δημιουργηθεί επί Κατοχής και να καλυφθεί η διατήρησή τους στο παρόν.
Σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρώπης, στην Ελλάδα η Δικαιοσύνη δεν κατόρθωσε να κατευνάσει τα πνεύματα και ουσιαστικά συνέχισε τον πόλεμο με άλλα μέσα.
Βέβαια, να τονιστεί πως δεν αφήνουμε εκτός κάδρου τον βρετανικό παράγοντα, τον ρόλο που διαδραμάτισε στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα και την κατάσταση που διαμορφωνόταν στα αρχικά στάδια μιας ψυχροπολεμικής Ευρώπης.
Δημοσίευση σχολίου